ΑΓΩΝ ΟΜΗΡΟΥ



  Tο ερίζω σημαίνει μαλώνω, τσακώνομαι, μάχομαι. Αυτό είναι γνωστό. Δεν είναι όμως ευρέως γνωστό ότι το ερίζω είναι συνώνυμο με τα αγωνίζομαι και αμφισβητώ.1 Στα ομηρικά έπη, η Έριδα ήταν η θέα της φιλονικίας - αδερφή και σύντροφος του Άρη, ενώ ο Ησίοδος τη θεωρεί κόρη της Νύχτας και διακρίνει δύο έριδες: την κακή, μητέρα όλων των δεινών (Πόνος, Λήθη, Φόνος κλπ) και την καλή (την ευγενή άμιλλα).2 Θα μπορούσε η έριδα να αποτελεί αρετή και κινητήριος δύναμη για τη γέννηση της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας, της δημοκρατίας του αθλητισμού (ολυμπιακών αγώνων) και εν γένει του ελληνικού και κατά συνέπεια του δυτικού πολιτισμού; 

  Το 1870, ο Νίτσε έγραφε στον νομικό Καρλ φον Γκέρσντορφ: «Παρακολουθώ τις εβδομαδιαίες διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο για τη μελέτη της ιστορίας και πιστεύω ότι είμαι ο μόνος από τους εξήντα ακροατές του που αντιλαμβάνεται τη βαθιά πορεία της σκέψης του με όλες τις περίεργες περιγραφές και τις απότομες παύσεις του, όπου το θέμα προσεγγίζει το αμφίσημο. Για πρώτη φορά στη ζωή μου απολαμβάνω κάποια διάλεξη και επιπλέον, είναι το είδος της διάλεξης που θα μπορώ να δώσω όταν είμαι μεγαλύτερης ηλικίας.»3 Αναφερότανε στον μεγάλο Ελβετό ιστορικό της τέχνης και του πολιτισμού, Γιάκομπ Μπούρκακχαρντ.


  Ο Μπούρκχαρντ απέρριψε τον ντετερμινισμό της εγελιανής σχολής ιστοριογραφίας και έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στη διαμόρφωση μιας νέας μορφής ιστορίας, η οποία έγινε γνωστή στα γερμανικά ως kulturgeschichte, «πολιτισμική ιστορία». Η πολιτισμική ιστορία κατέγραψε και ερμήνευσε τα γεγονότα του παρελθόντος μέσα από το κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό περιβάλλον τους καθώς και δια μέσου της τέχνης και των συμπεριφορών - παραδόσεων κάθε πολιτισμού.


  Ωστόσο το πρόβλημα με τη μελέτη των εορτών, εθίμων, προτύπων συμπεριφοράς και άλλων μορφών λαϊκής έκφρασης ήταν ότι τα ευρήματα, οι τεχνικές και η τεχνολογία που απαιτούνται για κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα διαθέσιμα και ειδικά την εποχή του Μπούρκχαρντ. Οπότε η μελέτη ενός πολιτισμού εξαρτάται πολλές φορές από τις ελίτ του και την προϋπόθεση ότι ο πολιτισμός αυτός ήταν πλήρως συνειδητοποιημένος και καταγεγραμμένος στη λογοτεχνία και την τέχνη της περιόδου.


  Μέχρι τον Μπούρκχαρντ, οι μέθοδοι κατανόησης, εξιστόρησης και αφήγησης του παρελθόντος κυριαρχούνταν από τη μορφή του Γκέοργκ Βίλχελμ Φρίντριχ Χέγκελ (ή Έγελος). Στη συνέχεια η μαρξιστική - υλιστική - προσέγγιση (η οποία εδράζεται στην εγελιανή) καθιερώθηκε ως πιο πειστική εξήγηση του νοήματος των ιστορικών γεγονότων. Ωστόσο ο μαρξιστικός ιστορικός υλισμός δεν κατάφερε να εξαφανίσει τη γοητεία ότι η ιστορία έχει και πνευματικές/διανοητικές διαστάσεις. Παραταύτα η ιστορία την εποχή του ιστορικισμού του 19ου αιώνα έπαιζε τον ίδιο ρόλο όπως η κοινωνιολογία και η ανθρωπολογία σήμερα.

  Ο ιστορικισμός προσεγγίζει την εξήγηση των κοινωνικών και πολιτικών φαινομένων (συμπεριλαμβανομένων των ιδεών και των πεποιθήσεων), δια μέσου της μελέτης της διαδικασίας/ιστορίας από την οποία προέκυψαν. Ο ιστορικισμός είναι χρήσιμο εργαλείο στη δημιουργία συμφραζομένων θεωριών και αφηγήσεων, ώστε να κατανοήσουμε πώς προέκυψαν τα κοινωνικά και πολιτιστικά φαινόμενα. Ωστόσο δεν λαμβάνει υπόψη του τις λαϊκές παραδόσεις, πεποιθήσεις, προκαταλήψεις, δυσιδαιμονίες κτλ.

  Η ιστορία λοιπόν αντικατέστησε τη φιλοσοφία ως βάση για τη μελέτη της ανθρώπινης φύσης και την εξήγηση των ανθρώπινων κοινωνιών μέχρι να έρθει ο Νίτσε και να αμφισβητήσει τις προϋποθέσεις του ιστορικισμού. Και στην επίθεση αυτή του Νίτσε στον ιστορικισμό, ρόλο έπαιξαν οι αντιλήψεις του Γιάγκομπ Μπούρκχαρντ.


  Ο Νίτσε επηρεάστηκε από αυτόν τον μεγάλο ιστορικό. Οι δύο τους μοιράζονταν την πεποίθηση ότι ο ανταγωνισμός - η επιθυμία για πρωτιά και αριστεία - βρισκόταν στο επίκεντρο της κοσμοαντίληψης των αρχαίων ελλήνων. Πιθανότατα ο Νίτσε να είχε φτάσει από μόνος του σε αυτό το συμπέρασμα και απλά ο Μπούρκχαρτ να του το επιβεβαίωσε ή να του το οργάνωσε. Ωστόσο από κάποια στιγμή και μετά φαίνεται ότι ο ένας συνέβαλλε στη σκέψη του άλλου.


  Η έννοια του αρχαιοελληνικού «αγώνα» είναι πανταχού παρούσα σε όλα έργα του Νίτσε, παίζοντας το ρόλο της πυξίδας στην κοσμοαντίληψη σας.


ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:

Σχεδόν όλα όσα ονομάζουμε “ανώτερη καλλιέργεια” βασίζονται στην εκπνευμάτωση της βαναυσότητας. Η επώδυνη ηδυπάθεια που εκπέμπει η τραγωδία, έχει βάση της το απάνθρωπο, το άγριο. Ο λεγόμενος έλεος της τραγωδίας, αλλά και καθετί υψηλό, ως τ’ ανώτερα και γλυκύτατα ρίγη της μεταφυσικής, αντλεί τη ηδύτητά του αποκλειστικά απ’ τα συστατικά της αγριότητας που περιέχει. Οι Ρωμαίοι με τις αρένες τους, οι Χριστιανοί μες στην έκσταση του Σταυρού, οι Ισπανοί με τα ικριώματα και τις ταυρομαχίες τους, οι εργάτες των παρισινών προαστίων που νοσταλγούν αιματηρές επαναστάσεις – όλοι απολαμβάνουν και ζητούν φλογερά να πιουν το μεθυστικό πιοτό της μεγάλης Κίρκης “Αγριότητας”.


ΕΚΔΟΣΕΙΣ:

GUTENBERG

ΑΘΗΝΑ 2015


Πρόλογος - Μετάφραση - Σχόλια:

Βαγγέλης Δουβαλέρης


Φιλολογική επιμέλεια - Σχόλια:

Ήρκος Ρ. Αποστολίδης 


ΒΡΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΕΔΩ


Πηγές:

1. Λεξικό ρημάτων αρχαίας ελληνικής, Στέφ. Α. Πατάκης, Νικ. Ε. Τζιράκης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1984, σ. 196


2.   «Της Έριδας γένος δεν υπάρχει ένα μονάχα, μα πάνω στη γη

είναι δυο. Τη μια όποιος την ένιωσε θα την επαινούσε,

μα η άλλη αξιόμεμπτη είναι. Κι αντίθετες έχουν μεταξύ τους καρδιές.

Η μια προάγει τον κακό τον πόλεμο και τη φιλονικία,

η άθλια. Θνητός κανένας δεν την αγαπά, μα εξ ανάγκης,

με των αθάνατων θεών τη θέληση, την επαχθή την Έριδα οι άνθρωποι τιμούν.

Όμως την άλλη η ζοφερή η Νύχτα νωρίτερα τη γέννησε,

κι ο γιος του Κρόνου, που ᾽χει το θρόνο του ψηλά και στον αιθέρα κατοικεί,

στης γης τα θεμέλια την τοποθέτησε, πολύ καλύτερη για τους ανθρώπους.

     Αυτή και τον ανίκανο τον ξεσηκώνει για δουλειά:

ζηλεύει ο άεργος σαν βλέπει τον άλλο που ᾽ναι πλούσιος,

που δείχνει τη σπουδή του στο όργωμα, το φύτεμα

και την καλή διακυβέρνηση του οίκου του. Ο γείτονας το γείτονα ζηλεύει

που σπεύδει να πλουτίσει. Κι είναι αγαθή η Έριδα αυτή για τους θνητούς.»

(Ησίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι (11- 24), μτφ. Σταύρος Γκργκένης)


3. Νούμερο 107 στο Nietzsche Briefwechsel, επ. G. Colli, M. Montinari II. (Βερολίνο, 1977), σ. 155