ΕΛΕΥΣΙΝΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ: ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ ΣΕ ΕΝΑΝ ΑΛΛΟ ΚΟΣΜΟ



 «Ο Δίκαιος, ο γιος του Θεοκύδη, Αθηναίος πολίτης, εξόριστος στην αυλή των Μήδων, όπου του δόθηκε σημαντική θέση, είπε πως εκείνο τον καιρό, όταν το πεζικό του Ξέρξη ρήμαζε την ύπαιθρο της Αττικής, έτυχε τότε να βρίσκεται στο Θριάσιο πεδίο μαζί με τον Δημάρατο τον Λακεδαιμόνιο· και, πως είδαν κουρνιαχτό που σήκωναν περίπου τριάντα χιλιάδες άντρες να έρχεται απ᾽ την Ελευσίνα· κι οι δυο τους παραξενεύονταν ποιοί άνθρωποι άραγε σήκωναν τον κουρνιαχτό· και, πως νά, ξαφνικά άκουσαν ανθρώπινη φωνή, και του φάνηκε πως η φωνή ήταν ο ίακχος των μυστών.

 «Κι έλεγε πως ο Δημάρατος αγνοούσε τις ιεροτελεστίες που γίνονταν στην Ελευσίνα και τον ρωτούσε τί να ήταν η φωνή που ακουόταν· κι αυτός του αποκρίθηκε: “Δημάρατε, αναπόφευκτα ο στρατός του βασιλιά θα δεχτεί κάποιο μεγάλο χτύπημα. Γιατί τα σημάδια το λένε φως φανάρι· δηλαδή, η φωνή αυτή που ακούεται την ώρα που στην Αττική δεν υπάρχει ψυχή, είναι ολοφάνερα θεόσταλτη κι έρχεται από την Ελευσίνα, για να βοηθήσει τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Κι αν ο κουρνιαχτός ξεσπάσει κατά την Πελοπόννησο, θα κινδυνέψει ο ίδιος ο βασιλιάς κι ο στρατός της ξηράς, αν όμως κατευθυνθεί προς τα καράβια που βρίσκονται στη Σαλαμίνα, θα κινδυνέψει ο βασιλιάς να χάσει το ναυτικό του. Κι όσο γι᾽ αυτή τη γιορτή, την τελούν οι Αθηναίοι κάθε χρόνο για την Μητέρα και την Κόρη· και γίνεται μύστης όποιος θέλει κι απ᾽ αυτούς κι απ᾽ τους άλλους Έλληνες· κι η φωνή που ακούς είναι η επίκληση που απευθύνουν στη γιορτή αυτή στον Ίακχο.”


 «Κι έλεγε πως ο Δημάρατος αποκρίθηκε: “Κράτα κλειστό το στόμα σου και μη πεις σε κανέναν άλλο αυτά τα λόγια· γιατί, αν τα λόγια σου αυτά φτάσουν στ᾽ αυτιά του βασιλιά, χάνεις το κεφάλι σου και δε θα μπορούσα να σε γλιτώσω ούτε εγώ ούτε κανένας άλλος. Κάθισε λοιπόν ήσυχος και γι᾽ αυτό το εκστρατευτικό σώμα οι θεοί θα βάλουν το χέρι τους.” Και, πως αυτή τη συμβουλή τού έδωσε εκείνος, ενώ απ᾽ τον κουρνιαχτό και τη φωνή σχηματίστηκε ένα σύννεφο και μετεωρίστηκε στον ουρανό και κατευθύνθηκε προς τη Σαλαμίνα. Και, πως έτσι αυτοί κατάλαβαν ότι αφανισμός περιμένει το ναυτικό του Ξέρξη. Λοιπόν αυτά έλεγε ο Δίκαιος, ο γιος του Θεοκύδη, κι έφερνε μάρτυρες τον Δημάρατο και άλλους.» (Ηροδότου Ιστορίαι)1


Σήμερα τις αναφορές στους μύθους και τις λατρευτικές τελετουργίες των αρχαίων Ελλήνων είτε τις αγνοούμε παντελώς, είτε τις αντιμετωπίζουμε ως δεισιδαιμονία ενός αρχαίου πολιτισμού, είτε τις εκλαμβάνουμε ως κάτι, το οποίο - ό,τι και να ήταν - εντέλει δεν επηρέαζε ουσιαστικά το σύνολο της αρχαιοελληνικής κοινωνίας. Στη πραγματικότητα όμως, από τότε η θρησκεία, η οποία είχε διαφορετικό νόημα από ότι σήμερα, για τους Έλληνες αποτελούσε ένα σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι της πόλις.2 


Η πόλις δεν ήταν μόνο κτίρια, παλάτια, ναοί και τείχη. Ο Ξενοφών στο Κύρου Ανάβασις φαίνεται κατηγορηματικός: το στράτευμα των Ελλήνων, ακέφαλο, αφού ο Αρταξέρξης έχει εκτελέσει τους Έλληνες στρατηγούς και μαχόμενο, ξεκινά τη πορεία της επιστροφής. Εκλέγονται καινούριοι στρατηγοί και τα θρησκευτικά μυστήρια εκτελούνται καθ’ οδόν με τις θρησκευτικές πολιτικές να αποφασίζονται από στρατιώτες, ενώ η θρησκεία είναι ενσωματωμένη σε όλες τις πτυχές της περιπέτειας τους. Η πόλις στην ολότητα της ακολουθεί τους δεκατρείς χιλιάδες μισθοφόρους σε μια τρελή πορεία ζωής και θανάτου και η θρησκεία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής.


Είναι χαρακτηριστική η ιστορία που μας μεταφέρει ο βυζαντινός, μη-χριστιανός, ιστορικός Ζώσιμος (περ. 460 -520 μ.Χ.) στο - μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα περιορισμένο σε επιστημονική πρόσβαση - έργο του Ιστορία Νέα (Historia Nova, 4.3.3): όταν ο παγανιστής Πραιτεξτάτος ήταν ανθύπατος της Ελλάδας, είπε στον Αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Α΄, ο οποίος ήθελε να καταργήσει τις νυχτερινές θυσίες σε ολόκληρη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, ότι έτσι θα έκανε «το βίο αβίωτο» των Ελλήνων, καταστέλλοντας τα «αγιότατα μυστήρια», τα οποία ήταν «συνέχοντα» της κοινωνίας τους.   


Η αρχαιοελληνική, λοιπόν, πόλις δεν ήταν μόνο πολιτικό σύστημα· ήταν κουλτούρα. Και είναι αναχρονισμός να αντιλαμβανόμαστε την φιλοσοφία της έχοντας στο μυαλό μας τον Γαλλικό Διαφωτισμό του δέκατου όγδοου αιώνα. Τότε που οι δυτικοευρωπαίοι στοχαστές ακύρωναν την πνευματικότητα, μαζί με την - δικαιολογημένη - απόρριψη του καταπιεστικού συστήματος της ιερά μοναρχίας, το οποίο είχαν εγκαθιδρύσει η πολιτική και θρησκευτική ελίτ της μεσαιωνικής Δυτικής Ευρώπης. Η αρχαιοελληνική λογική δεν είχε την ανάγκη να αυτοπροσδιοριστεί μέσω της εναντίωσης της στη πίστη, όποια και εάν ήταν αυτή· ούτε οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι ήταν σκεπτικιστές όσον αφορούσε τη θρησκεία.3


Αυτό που έκαναν κάποιοι αρχαίοι Έλληνες ήταν να αμφισβητούν τη θέση της μυθολογία στην θεολογία του Ομήρου και του Ησίοδου με πρώτο διδάξαντα να είναι μάλλον ο Ξενοφάνης (570 - 480 π.Χ.). Έτσι, οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι δεν απέρριπταν την έννοια του θείου, αλλά μάλλον υποστήριζαν ότι κατά μια έννοια όλα είναι θεϊκά. Αυτό σήμαινε ότι η φύση θα μπορούσε να γίνει αντικείμενο μελέτης, εάν και εφόσον οι άνθρωποι απελευθερώνονταν από τον περιττό φόβο, ο οποίος αποτελεί διαχρονικά την αρχή της δεισιδαιμονίας.4


Η στωική φιλοσοφική σχολή, η οποία επηρέασε ιδεολογικά την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν επίσης βαθιά θρησκευτική. Ο Ζήνων (335-263 π.Χ.), ο ιδρυτής της σχολής, πίστευε, όπως ο Σωκράτης και ο Επίκουρος, ότι η φιλοσοφία πρέπει να προσφέρει έναν οδηγό για την ηθική συμπεριφορά με βάση μια συνεκτική κοσμοθεώρηση.5 Εντέλει ο Χριστιανισμός προέκυψε ως κυρίαρχη θρησκεία μέσα από μια πολύχρονη και εργώδη διαδικασία από την οποία συνήθως βλέπουμε μόνο τα πολεμικά στοιχεία, ξεχνώντας τα σημεία που η νέα θρησκεία ουσιαστικά ελληνοποιήθηκε, καθώς όμως και πως απάντησε -εν αντιθέσει με τις παλαιές λατρείες - στα σύγχρονα ερωτήματα της εποχής. Ωστόσο, ο κόσμος των Ελλήνων δεν ήταν ποτέ θεοκρατικός. 


Η κουλτούρα της πόλις βασίστηκε σε μια αντίληψη, στην οποία δεν υπήρχε κάποιος θεϊκός παράγοντας (αποκάλυψη, νόμος, κείμενο, εντολές) να ορίζει τις πολιτικές, δικαστικές ή νομοθετικές αποφάσεις. Έτσι οι ιερείς δεν είχαν καμία πολιτική και κοινωνική εξουσία, ενώ η έμφαση στις αρετές και την αριστεία (ατομικά και συλλογικά) όριζαν τον τρόπο ζωής, την ηθική ή ακόμα και τη θρησκευτική πίστη. Ταυτόχρονα η πνευματικότητα - το θρησκευτικό συναίσθημα, η «πίστη»- δεν ήταν ελιτίστικος μυστικισμός όπως στην Ανατολή, ούτε όμως και μόνο δημόσιος θεσμός όπως στη Ρώμη αργότερα, αλλά κυρίως τμήμα της διανοητικής διεργασίας. Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο η πνευματικότητα/«πίστη» ήταν εκλογικευμένη και κομμάτι της φιλοσοφίας, όπου ή τελευταία δεν είχε τότε την σημερινή υλιστική έννοια.


Εικ. Καλλίχορον Φρέαρ


Ένα από τα πάγια ερωτήματα που καλείται να απαντήσει μια θρησκεία είναι τι συμβαίνει μετά θάνατον. Ο σημερινός, μέσος, άνθρωπος πιθανότατα έχει παραιτηθεί από το ερώτημα, αφού όποια και εάν είναι η απάντηση, «ό,τι είναι να συμβεί θα συμβεί». Ωστόσο για τους αρχαίους Έλληνες το ερώτημα ήταν διαφορετικό: τι είναι ο θάνατος όσο είμαστε ζωντανοί;6 Ένα μυστήριο σίγουρα: το μυστήριο, η μύησις και ο μύστης συνδέονται με το μύω και το μυέω. Το μύω σημαίνει «να κλείσω τα μάτια και το στόμα μου». Το μυέω παραπέμπει στο να κάνω κάποιον να κλείσει τα μάτια και το στόμα του. Και με αυτή τη περίεργη σχέση που έχει η ελληνική γλώσσα με την πραγματικότητα (ορατή και αόρατη), αυτές οι λέξεις συνδέθηκαν άμεσα με τις αρχαιοελληνικές θρησκευτικές τελετουργίες. Εξηγούνται δε από την άποψη του Αριστοτέλη για τη μύηση, όπως μας τη μετέφερε ο χριστιανός επίσκοπος Συνέσιος ο Κυρηναίος (περ. 373 - περ. 414 μ.Χ.): 

«καθάπερ Ἀριστοτέλης ἀξιοῖ τοὺς τελουμένους οὐ μαθεῖν τί δεῖν, ἀλλὰ παθεῖν καὶ διατεθῆναι, δηλονότι γενομένους ἐπιτηδείους· καὶ ἡ ἐπιτηδειότης δὲ ἄλογος· εἰ δὲ μηδὲ λόγος αὐτὴν παρασκευάζοι, πολὺ μᾶλλον.».7 


Με άλλα λόγια, η μύηση στα Μυστήρια ήταν μια βιωματική εμπειρία και όχι εγκεφαλική διαδικασία μάθησης· παθεῖν αντί για μαθεῖν. Κατά συνέπεια, μύστης ήταν αυτός που δεν έβλεπε την αλήθεια, αλλά μέσω της μύησης θα μετέβαινε από το σκοτάδι της άγνοιας στο φως της γνώσης και θα γινόταν επόπτης.8 Ωστόσο, απομονώνοντας τα λόγια του Αριστοτέλη από το κείμενο, όπως κάνουν συχνά πολλοί, δημιουργούνται παρεξηγήσεις και θέλει πολύ προσοχή, την οποία την επισημαίνει ο Ουόλτερ Μπάρκετ: ο Συνέσιος παραθέτει τα λόγια του Αριστοτέλη σε μια προσπάθεια να διαχωρίσει τον πρωτόγονο θρησκόληπτο μυστικισμό των Αιγυπτίων μοναχών - οι οποίοι με ένα άλμα βρίσκονταν «από την υψηλότερη εξύψωση πίσω στο μίζερο περιβάλλον τους» - από τον «φιλοσοφικό μυστικισμό», ο οποίος οδηγεί προοδευτικά σε υψηλότερα επίπεδα. Σε αυτά τα υψηλότερα επίπεδα, του φιλοσοφικού μυστικισμού, η μάθηση τελειώνει και η καθαρή όραση ξεκινά, ως ανάλογη της εποπτείας, αλλά μόνο αφού οι τελούμενοι έχουν καταστεί κατάλληλοι για το σκοπό αυτό. Με άλλα λόγια η μάθηση δεν απορρίπτεται στα Μυστήρια, αλλά προϋποτίθεται.9  


Εικ. Πλουτώνιο


Πολλοί ψάχνουν να αποκωδικοποιήσουν τα μυστικά των Ελευσινίων μέσω των καταβολών τους. Τα αρχαιολογικά και ιστορικά ευρήματα του ιερού χώρου στη πόλη της Ελευσίνας δείχνουν μια συνεχή χρήση του για θρησκευτικές τελετουργίες από την Εποχή του Σιδήρου.10 Το εάν αυτές οι τελετουργίες ήταν γηγενείς ή ξενόφερτες ή εάν παρέμειναν ίδιες στο πέρας των χρόνων ή αφορούσαν σε μια θεολογία, η οποία εξελίχθηκε και άλλαξε, είναι ζητήματα που απασχολούν τους σημερινούς επιστήμονες. Ωστόσο, οι θεωρίες παραμένουν θεωρίες και τα Ελευσίνια Μυστήρια παραμένουν μυστήρια μέχρι τις ημέρες μας, παρότι, την εποχής τους, έχαιραν τεράστιας δημοφιλίας και συμμετοχής:

«τα πάνσεπτα όργια, που κανείς δεν πρέπει να ερευνά κι ούτε να παραβαίνει, 

ούτε να τα κοινολογεί, γιατί το μέγα σέβας στους θεούς δένει τη γλώσσα.» 

(Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 478-479, δες Παράρτημα 1.)


Παρά τη μυστικότητα που επιβαλλόταν, δεδομένης της μακροχρόνιας διάρκειας της λατρείας και του αριθμού των μυημένων, το ίδιο το φαινόμενο της διατήρησης της σιωπής ενδεχομένως να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα μεγαλύτερα μυστήρια που περιβάλουν τα Ελευσίνια. Ο Παυσανίας (110 -180 μ.Χ.) προειδοποιήθηκε, μέσω ονείρων, να μην περιγράψει τίποτα από όσα συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες του Ιερού ή ακόμα και του Ελευσίνιου ναού στην Ακρόπολη των Αθηνών:

«ἔχει τὸ Ἀθήνῃσιν ἱερόν, καλούμενον δὲ Ἐλευσίνιον, ἐπέσχεν ὄψις ὀνείρατος· ἃ δὲ ἐς πάντας ὅσιον γράφειν, ἐς ταῦτα ἀποτρέψομαι.»11

«τὰ δὲ ἐντὸς τοῦ τείχους τοῦ ἱεροῦ τό τε ὄνειρον ἀπεῖπε γράφειν, καὶ τοῖς οὐ τελεσθεῖσιν, ὁπόσων θέας εἴργονται, δῆλα δήπου μηδὲ πυθέσθαι μετεῖναί σφισιν.»12


Εντωμεταξύ, κάποια στιγμή δύο νεαροί από την Ακαρνανία, ακολουθώντας το πλήθος, κατάφεραν να μπουν στο ναό της Δήμητρας κατά τον εορτασμό των Μυστηρίων, χωρίς να έχουν μυηθεί. Όταν οι «ανόητες ερωτήσεις» που έκαναν, τους πρόδωσαν και παρόλο που ήταν σαφές ότι είχαν μπει ανοιχτά και κατά λάθος, «θανατώθηκαν σαν να είχαν διαπράξει κάποιο αποτρόπαιο έγκλημα.»13 Σε θάνατο, λέγεται ότι είχε καταδικαστεί ερήμην του και ο Αλκιβιάδης για τη διακωμώδηση και αποκάλυψη των Μυστηρίων, όπως και άλλοι:

«Η δε κατ' αυτού εισαγγελία αναφέρεται ως ούσα ούτω συντεταγμένη· "Θεσσαλός Κίμωνος Λακιάδης κατήγγειλεν Αλκιβιάδην τον Κλεινίου Σκαμβωνίδην, ότι αδίκως προσηνέχθη προς τας Θεάς, την Δήμητραν και την κόρην, απομιμούμενος τα μυστήρια, και δεικνύων αυτά εις τους φίλους του εντός της οικίας του, φορών στολήν οίαν φορεί ο ιεροφάντης όταν δεικνύη τα ιερά, και ονομάζων εαυτόν ιεροφάντην, τον δε Πολυτίωνα δαδούχον, κήρυκα δε τον Φηγαιέα Θεόδωρον· τους δ' άλλους φίλους του ονομάζων μύστας και επόπτας, απ' εναντίας των νόμων και των διατάξεων των Ευμολπιδών και των Κηρύκων και των ιερέων των εξ Ελευσίνος." Καταδικάσαντες δ' αυτόν ερήμην, και την περιουσίαν αυτού δημεύσαντες, εψήφισαν προσέτι να τον καταρώνται όλοι οι ιερείς και αι ιέρειαι. Εξ αυτών δε λέγουσιν ότι μόνη αντέστη εις το ψήφισμα η Θεανώ Μένωνος εξ Αγρυλής, λέγουσα ότι έγινεν ιέρεια διά να εύχηται όχι διά να καταράται.» (Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι)14


Εικ. Τελεστήριον


Ποιο ήταν το τόσο μεγάλο μυστικό; Αυτό που έκανε τον Πίνδαρο να πει (απόσπ. 137α) ότι είναι ευτυχισμένος αυτός που είδε αυτά τα πράγματα πριν φύγει από αυτόν τον κόσμο «γιγνώσκουν το τέλος της ζωής, αλλά και την εκ του Διός διδομένην αρχήν»; Ή τον Σοφοκλή να γράψει, «ὡς τρισόλβιοι κεῖνοι βροτῶν, οἳ ταῦτα δερχθέντες τέλη μόλωσ ̓ ἐς Ἅιδου∙ τοῖσδε γὰρ μόνοις ἐκεῖ ζῆν ἔστι, τοῖς δ ̓ ἄλλοισι πάντ ̓ ἔχειν κακά», δηλαδή αυτοί (οι μυημένοι) είναι τριπλάσια τυχεροί, καθώς μόνο για αυτούς υπάρχει ζωή στον Άδη, σε αντίθεση με τους υπόλοιπους (τους αμύητους), για τους οποίους δεν υπάρχει τίποτα άλλο (στον Άδη) παρά μόνο δυστυχία;15 Γιατί ο Ευριπίδης πίστευε ότι «ευτυχείς και ευδαίμονες είναι εκείνοι, που γνωρίζουν τα μυστήρια των θεών, οι οποίοι καθαγιάζουν τη ζωή τους»; 


Για τον Ισοκράτη (Πανηγυρικός 4.28), η Δήμητρα «συμπάθησε λοιπόν τους προγόνους μας για όσα καλά τής έκαναν - δεν μπορεί άλλος να τα μάθει αυτά εξόν από τους μυημένους στα Ελευσίνια Μυστήρια - και τους χάρισε δώρα διπλά, δώρα που έχουν πολύ μεγάλη αξία: Τους καρπούς της γης από τη μια μεριά, που μας βοήθησαν να μη ζούμε σαν τα θεριά, και τα Μυστήρια της Ελευσίνας απ᾽ την άλλη, που δίνουν ελπίδες γλυκές στους μυημένους για το τέλος της ζωής μας, για την αιωνιότητα.»16-Α 


Για τον Κικέρων (Περί νόμων, Βιβλίο Β΄, 36), «ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και “μύησις" καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.»16-Β


Στο απόσπασμα που διασώθηκε από τον Ιωάννη Στοβαίο (5ος αι. μ.Χ.) φέρεται ο Πλούταρχος να αναφέρει: 

«Οὕτω κατὰ τὴν εἰς τὸ ὅλον μεταβολὴν καὶ μετακόσμησιν ὀλωλέναι τὴν ψυχὴν λέγομεν ἐκεῖ γενομένην· ἐνταῦθα δ´ ἀγνοεῖ, πλὴν ὅταν ἐν τῷ τελευτᾶν ἤδη γένηται· τότε δὲ πάσχει πάθος οἷον οἱ τελεταῖς μεγάλαις κατοργιαζόμενοι. Διὸ καὶ τὸ ῥῆμα τῷ ῥήματι καὶ τὸ ἔργον τῷ ἔργῳ τοῦ τελευτᾶν καὶ τελεῖσθαι προσέοικε. Πλάναι τὰ πρῶτα καὶ περιδρομαὶ κοπώδεις καὶ διὰ σκότους τινὲς ὕποπτοι πορεῖαι καὶ ἀτέλεστοι, εἶτα πρὸ τοῦ τέλους αὐτοῦ τὰ δεινὰ πάντα, φρίκη καὶ τρόμος καὶ ἱδρὼς καὶ θάμβος· ἐκ δὲ τούτου φῶς τι θαυμάσιον ἀπήντησεν καὶ τόποι καθαροὶ καὶ λειμῶνες ἐδέξαντο, φωνὰς καὶ χορείας καὶ σεμνότητας ἀκουσμάτων ἱερῶν καὶ φασμάτων ἁγίων ἔχοντες· ἐν αἷς ὁ παντελὴς ἤδη καὶ μεμυημένος ἐλεύθερος γεγονὼς καὶ ἄφετος περιιὼν ἐστεφανωμένος ὀργιάζει καὶ σύνεστιν ὁσίοις καὶ καθαροῖς ἀνδράσι, τὸν ἀμύητον ἐνταῦθα τῶν ζώντων καὶ ἀκάθαρτον ἐφορῶν ὄχλον ἐν βορβόρῳ πολλῷ καὶ ὁμίχλῃ πατούμενον ὑφ´ ἑαυτοῦ καὶ συνελαυνόμενον, φόβῳ δὲ θανάτου τοῖς κακοῖς ἀπιστίᾳ τῶν ἐκεῖ ἀγαθῶν ἐμμένοντα. Ἐπεὶ τό γε παρὰ φύσιν τὴν πρὸς τὸ σῶμα τῇ ψυχῇ συμπλοκὴν εἶναι καὶ σύνερξιν ἐκεῖθεν ἂν συνίδοις.»17


Εάν και εφόσον το απόσπασμα ανήκει στον Πλούταρχο και εάν και εφόσον ο Πλούταρχος αναφέρεται στα Ελευσίνια, έχουμε έναν παραλληλισμό της μύησης με την εμπειρία του θανάτου: «φρίκη καὶ τρόμος καὶ ἱδρὼς καὶ θάμβος», με εξαντλητικές περιπλανήσεις και ασαφή ταξίδια. Στο τέλος όμως, εμφανίζονται ένα θαυμάσιο φως, κεκαθαρμένα μέρη και λιβάδια, με φωνές, ψαλμωδίες και ιερά θεάματα.


Σήμερα είναι δύσκολο να αντιληφθούμε τα Μυστήρια εκτός χριστιανικού πλαισίου ή να μην επηρεαστούμε από τον Διαφωτισμό (αιτιότητα: αίτιο και αιτιατό, αίτιο και αποτέλεσμα). Ωστόσο με αυτόν το τρόπο διαστρεβλώνουμε τόσο τις αρχαιοελληνικές λατρείες όσο και τον Χριστιανισμό. Στην Ελευσίνα δεν είχαμε την αποκάλυψη του «παράδεισου», της «αθανασίας» ή τη «Θεασάμενη Ανάσταση» με την χριστιανική έννοια. Στη πόλις «πίστη» ήταν η «άσκηση» των τελετουργιών και όχι η «παρακολούθηση» τους και αυτή η «άσκηση» ήταν μέρος των χαρακτηριστικών που έκανε κάποιον πολίτη.


Εικ. Τελεστήριον


Για αιώνες οι μυημένοι υπήρξαν προσεχτικοί στο να μας μεταφέρουν το «μήνυμα», χωρίς να μας αποκαλύψουν το «μυστικό» με το να επαναλαμβάνουν με συνέπεια την υπόσχεση για μια μεταθανάτια ζωή, κάνοντας μας να εικάσουμε ότι ο στόχος των Ελευσινίων ήταν εσχατολογικός. Ωστόσο δεν θα πρέπει να βιαστούμε.


Η έννοια του αρχαιοελληνικού «έσχατου» δεν περιελάμβανε τη προοπτική ενός συγκεκριμένου «τέλους του κόσμου» και μιας «Δευτέρας Παρουσίας», αλλά σχετιζόταν με ένα μακρινό «άλλο κόσμο», ανεξαρτήτως θρησκείας. Βέβαια οι αρχαιοελληνικές θρησκευτικές τάσεις ποικίλλουν και δεν θα βρούμε ένα κοινό δόγμα πεποιθήσεων τόσο από τόπο σε τόπο όσο και σε βάθος χρόνου. Κατά συνέπεια η ομηρική θεολογία δεν θα πρέπει να θεωρηθεί ως η επιβίωση μιας αρχαϊκής νοοτροπίας, αλλά κάτι ζωντανό, το οποίο από κάποια στιγμή και έπειτα άρχισε να αλληλεπιδρά με τον ορφισμό, επιρρεάζοντας τους Έλληνες των κλασικών χρόνων.     


Κατά την ομηρική θεώρηση, η μοίρα επιφύλασσε στους θνητούς, με κάποιες λίγες εξαιρέσεις, μια αναχώρηση προς το βασίλειο του Άδη: ένα σκοτεινό και μουχλιασμένο υπόγειο μέρος, όπου κατοικούσαν οι ψυχές ως φασματικές μορφές, χωρίς μνήμη και λόγο. Με άλλα λόγια δεν είχαν συνείδηση και ατομικότητα, όντας σε μια κατάσταση μεταξύ φθορά και αφθαρσίας. Ωστόσο από αρκετά νωρίς άρχισε να διαμορφώνεται μια αντίληψη περί της συνέχισης της ατομικής ύπαρξης, η οποία γέννησε - και ανανεώθηκε από - την ορφική αντίληψη, η οποία έφερε πολλές αλλαγές. 


Γενικεύοντας σε τραγικό βαθμό και χαράζοντας λίγο ως πολύ αυθαίρετες διαχωρίστηκες γραμμές, στον ομηρικό λόγο βλέπουμε το άτομο, πεθαίνοντας, να παραδίδεται στη συλλογική μνήμη (υστεροφημία), ενώ στον ορφικό, η μεταθανάτια ζωή κάποιου δεν εξαρτάται από τίποτα, παρά μόνο από μια τελετουργική διαχείριση με την οποία ο «άλλος κόσμος» έρχεται στην ευχέρεια των ζωντανών. Οι ψυχές πια θα μπορούν να έχουν μνήμη και λόγο και άρα συνείδηση και «ύπαρξη», χωρίς να χρειάζεται να πιούν αίμα μαύρου προβάτου (δες ραψωδία λ, Ομήρου Οδύσσεια). Έτσι η πέραν του θανάτου ύπαρξη, δεν θα ήταν ποτέ ξανά μονοπώλιο των θεών.


Ενώ οι Ολύμπιοι κυριαρχούσαν στην ομηρική θεολογία, οι χθόνιες δυνάμεις κυριαρχούν στην ορφική. Ως αποτέλεσμα ήταν η Δήμητρα και η Κόρη, οι οποίες λατρεύονταν στη χθόνια παράδοση της Ελευσίνας ως θεές της γης, αντιπροσωπεύοντας το κύκλο της ζωής, όταν τα Ελευσίνια Μυστήρια εξελίχθηκαν από μια αγροτική λατρεία σε έναν πανελλήνιο θεσμό μύησης, αυτές να μετατραπούν σε αυτόνομες θεότητες που έφερναν σε πέρας τη μετουσίωση της θνητής ζωής σε αιώνια. 

Γι’ αυτή τη σχέση μεταξύ γήινης και μεταθανάτιας ζωής, ο Ομηρικός Ύμνος στην Δήμητρα μιλά για μια «ευτυχία» σε αυτή τη ζωή και μια καλύτερη τύχη «ακόμα και» στην μεταθανάτια ζωή, χωρίς να προσδιορίζει τα ωφέλη ή τη σχέση της ζωής πριν και μετά τον θάνατο:

«Ευτυχής όποιος από τους γήινους ανθρώπους τα χει δει,

ο αμύητος όμως στα ιερά και ο αμέτοχος δεν έχει όμοια

μοίρα ακόμα και νεκρός στο μουχλιασμένο σκότος.» 

(Παράρτημα 1, Ύμνος στη Δήμητρα, στιχ. 480 - 483)



Ο Ομηρικός Ύμνος στη Δήμητρα, αγνώστου δημιουργού ή δημιουργών, αποτέλεσε με πολλούς τρόπους την βάση όσων γνωρίζουμε ή φανταζόμαστε περί των Ελευσινίων. Με χρονολόγηση στα τέλη του έβδομου με αρχές του έκτου αιώνα π.Χ., το ποίημα αφηγείται την απαγωγή της Κόρης από τον Άδη και την προσπάθεια της μητέρας της (Δήμητρας), να την φέρει πίσω, μαζί με τις στιγμές ευτυχίας που ζούσαν. Η Δήμητρα ζει ανάμεσα στους θνητούς της Ελευσίνας και αφού θα αποπειραθεί να «απαθανατίσει» ένα ανθρώπινο παιδί, θα φέρει λιμό στη γη. Οι θεοί θα αναγκαστούν να συνθηκολογήσουν, αλλά η Κόρη έχει φάει σπόρους ροδιού στον κάτω κόσμο και έτσι δεν μπορεί να επιστρέψει ολοκληρωτικά. Ωστόσο θα μπορεί να βρίσκεται με την μητέρα της έξι μήνες, αλλά τους υπόλοιπους έξι θα ζει στον κάτω κόσμο στο πλευρό του συζύγου της. 


Ο πυρήνας των Ελευσινίων ήταν μάλλον η ίδια η τελετή μύησης, η οποία δεν είναι γνωστό πόσο αναδιαμορφώθηκε με το πέρας των χρόνων. Σε αυτή τη μύηση φαίνεται ότι υπήρχαν τρεις βαθμοί, αν και μπορεί οι δύο πρώτοι από αυτούς να μην ήταν καν διαχωρισμένοι. Έτσι το πρώτο στάδιο περιελάμβανε μια προκαταρκτική διαδικασία, η οποία λάμβανε χώρα είτε πριν είτε κατά τη διάρκεια των Μικρών Ελευσινίων ή «Τα εν Άγραις», τα οποία εορτάζονταν τον όγδοο μήνα του αττικού ημερολογίου, τον Ανθεστηριών (νέα σελήνη Ιανουαρίου με νέα σελήνη Φεβρουαρίου). Φυσικά είναι γνωστά λίγα πράγματα γι’ αυτά και μάλλον παραμένει ασαφές πόσο υποχρεωτική ήταν η συμμετοχή σε αυτή τη διαδικασία.18 


Τα Μεγάλα Ελευσίνια ξεκινούσαν τη δέκατη πέμπτη ημέρα του μήνα Βοηδρομιώνα ο οποίος ήταν ο τρίτος μήνας του αττικού ημερολογίου (νέα σελήνη Αυγούστου με νέα σελήνη Σεπτεμβρίου) και διαρκούσαν εννέα ημέρες. Το τελευταίο και πιο μυστηριακό κομμάτι ξεκινούσε τη νύχτα της έκτης ημέρας στο Τελεστήριον του Ιερού της Ελευσίνας

Η αρχιτεκτονική του Τελεστηρίου ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστη σε σχέση με τους υπόλοιπους ναούς: ήταν μια τεράστια αίθουσα, που τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι ανά εποχές είχε ανακαινισθεί και επεκταθεί, καθιστώντας τη στο τέλος το μεγαλύτερο στεγασμένο κτίριο της περιόδου. Μεγάλοι κίονες στήριζαν την οροφή και στις πλευρές υπήρχαν κλιμακωτά καθίσματα.   

Μέσα στο Τελεστήριο, οι αρχαιολόγοι βρήκαν ίχνη από την ύπαρξη ενός ξεχωριστού χώρου, το οποίο σήμερα ονομάζουν Ανάκτορον και είχε μέγεθος περίπου τρία μέτρα επί δώδεκα. Παρά τις συνεχείς ανακαινίσεις ολοκλήρου του Τελεστηρίου, το Ανάκτορον έμεινε το ίδιο. Εικάζεται ότι ήταν το Άδυτο, όπου μόνο ο αρχιερέας (ιεροφάντης) επιτρεπόταν να μπει, για να πάρει τα ιερά και να τα δείξει στους μύστες.  


Πριν εισέλθουν στο Τελεστήριο, οι μύστες ελέγχονταν, με τα ονόματα τους να καταγράφονται και τα στεφάνια μυρτιάς, τα οποία έφεραν από τη πέμπτη ημέρα ξεκινώντας τη πομπή από την Αθήνα, να αντικαθίστανται με κορδέλες. Μετά εισέρχονταν στο Τελεστήριον, όπου ουσιαστικά σταματούν και οι λίγες πληροφορίες που υπάρχουν. Έτσι ξεκινούν οι εικασίες και οι θεωρίες. Κανείς αμύητος δεν γνώριζε πραγματικά τι συνέβαινε εκεί μέσα. Δύο κορυφαίες προσπάθειες να αποκωδικοποιηθεί ο γρίφος του Τελεστηρίου και να αναπαρασταθούν τα μυστήρια των Ελευσινίων έχουν γίνει από τον Γεώργιο Μυλωνά (1898 - 1988)19 και τον Κέβιν Κλίντον,20, 21 οι οποίοι συγκέντρωσαν, αξιολόγησαν και χρησιμοποίησαν ό,τι πληροφορίες υπάρχουν (αρχαιολογικά ευρήματα, καταγραφές, εικονογραφήσεις κτλ.)22


Κατά την επικρατούσα επιστημονική θεωρεία μέσα στο Τελεστήριο λάμβαναν χώρα τα δρώμενα, τα λεγόμενα και τα δεικνύμενα. Η εποπτεία φαίνεται να ήταν ο υψηλότερος βαθμός μύησης που λάμβανε χώρα είτε εκείνη τη νύχτα ή την επόμενη, όπως αναφέρει ο Κλίντον. Κάποιοι μελετητές έχουν προτείνει ότι το κύριο θέμα των δρώμενων ήταν ο ιερός γάμος, μεταξύ του ιεροφάντη και της ιέρειας της Δήμητρας, σε μια κρύπτη ή σε κάποιο καταβάσιο. Αυτή η άποψη, ουσιαστικά βασίζεται στα γραπτά που άφησε ο Αστέριος Αμασείας, για την ζωή του οποίου δεν είναι γνωστά πολλά. 

Ο Αστέριος ήταν χριστιανός επίσκοπος στην Αμάσεια (σήμερα στη Τουρκία) και πρέπει να πέθανε τον πέμπτο αιώνα μ.Χ. Στο έργο του, Εις τον πλούσιον και εις τον Λάζαρον (10.9.1), γράφει:

«Οὐ σὺ ∆ήμητραν καὶ Κόρην ὑπὸ τῆς ἀνοίας σαυτοῦ ἐθέωσας, ἐδείμω δὲ δύο γυναίους ναοὺς καὶ θυσίαις ταύτας τιμᾷς καὶ παντοίαις προσκυνεῖς θεραπείαις; Οὐ κεφάλαιον τῆς σῆς θρησκείας τὰ ἐν Ἐλευσῖνι μυστήρια, καὶ δῆμος Ἀττικὸς καὶ ἡ Ἑλλὰς πᾶσα συρρεῖ, ἵνα τελέσῃ ματαιότητα; Οὐκ ἐκεῖ τὸ καταβάσιον τὸ σκοτεινὸν καὶ αἱ σεμναὶ τοῦ ἱεροφάντου πρὸς τὴν ἱέρειαν συντυχίαι, μόνου πρὸς μόνην; Οὐχ αἱ λαμπάδες σβέννυνται καὶ ὁ πολὺς καὶ ἀναρίθμητος δῆμος τὴν σωτηρίαν αὐτῶν εἶναι νομίζουσι τὰ ἐν τῷ σκότῳ παρὰ τῶν δύο πραττόμενα;»


Ο Γεώργιος Μυλωνάς στο Eleusis and the Eleusinian Mysteries (1961, σελ. 319), ο Καρλ Κερένυι στο Die Mysterien von Eleusis (1962, Zürich, σελ. 110) και άλλοι, έχουν απορρίψει αυτή την εκδοχή, δεδομένου ότι δεν υπάρχουν αρχαιολογικές ενδείξεις για κάποια κρύπτη ή για κάποιο καταβάσιο, με την έννοια κάποιου υπόγειου χώρου, όπως αφήνει να εννοηθεί ο Αστέριος. (Τα πηγάδια, οι υδρορροές και τα υδραγωγεία στο χώρο, τα οποία έφερναν νερό από τις πηγές της Πάρνηθας για την ύδρευση του Ιερού και της αρχαίας πόλης της Ελευσίνας, καθώς και οι τάφοι ή οι αρχαιολογικές τομές και φρεάτια, συχνά συγχέονται με αεραγωγούς και καταβάσια).

Οι απόψεις ότι το καταβάσιο θα μπορούσε να αναφέρεται στο Πλουτώνιο, έξω από το Τελεστήριο (επίσης το απορρίπτει ο Μυλωνάς στο ίδιο βιβλίο σ. 79) ή στο ίδιο το Ανάκτορον, όπου θα μπορούσε να τελεσθεί ο ιερός γάμος δεν προκρίνονται ως πιθανές. Οι αναφορές για κατάβασις ενδεχομένως να σημαίνουν απλά το σκοτάδι και τον εγκλεισμό μέσα στο Τελεστήριο, το οποίο θα μπορούσε να αναπαριστά την κάθοδο στον Άδη.  

Από τους μελετητές πιθανολογείται ότι ο Αστέριος μάλλον βάσισε τις θεωρίες του σε δύο άλλες λατρείες, οι οποίες ναι μεν είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τα Ελευσίνια, ωστόσο διέφεραν σημαντικά. Η μία πρέπει να ήταν μια ασαφής λατρεία που ίδρυσε ο Αλέξανδρος Αβωνοτειχίτης (105 – 171 μ.Χ.) στη Παφλαγονία και η άλλη τα αιγυπτιακά μυστήρια της Ίσιδας, τα οποία περιγράφει Ο Λούκιος Απουλήιος (123 - 170 μ.Χ.) στον Χρυσό ΓάιδαροΜεταμορφώσεις), χρησιμοποιώντας υλικό από το σατυρικό κείμενο Λούκιος ή Όνος του Λουκιανού Σαμοσατεύς (125 - 180 μ.Χ.)


Στο δεκάτομο Φιλοσοφούμενα ή Κατά Πασών Αιρέσεων Έλεγχος, του οποίου ο πρώτος τόμος ανακαλύφθηκε το 1701 και οι υπόλοιποι (εκτός του δευτέρου και του τρίτου που ακόμα αναζητούνται) βρέθηκαν το 1842 στο Άγιο Όρος από το Μηνά Μηνωΐδη, ο Ιππόλυτος της Ρώμης (170 - 235 μ.Χ) γράφει (V.8., 80-99):

«Αυτός γουν ο Ιερεμίας έλεγεν “Άνθρωπος έστι καί τίς γνώσεται αυτόν;” Ούτως, φησίν εστί πάνυ βαθεια και δυσκατάληπτος η του τελείου ανθρώπου γνωσις. Αρχή γάρ, φησίν, τελειώσεως, γνωσις ανθρώπου· Θεου δέ γνωσις, απηρτισμένη τελείωσις. Λέγουσι δέ αυτόν, φησί, Φρύγες και χλοερόν στάχυν τεθερισμένον· και μετά τους Φρύγας Αθηναίοι μυούντες Ελευσίνια, καί επιδεικνύντες τοις εποπτεύουσοι το μέγα καί θαυμαστόν  και τελειότατον εποπτικόν εκεί μηστήριον, εν σιωπή τεθερισμένων στάχυν. Ο δε στάχυς ουτός εστι καί παρά Αθηναίοις ο παρά του αχαρακτηρίστου φωστήρ τέλειος μέγας, καθάπερ αυτός ὁ ἱεροφάντης, ουκ αποκεκομμένος μέν, ως ο Άττις, ευνουχισμένος δε διά κωνείου, καί πασαν απηρτισμένος τήν σαρκίνην γένεσιν νυκτὸς ἐν Ἐλευσῖνι ὑπὸ πολλῷ πυρὶ τελῶν τὰ μεγάλα καὶ ἄρρητα μυστήρια βοᾷ καὶ κέκραγε λέγων, ‘’ἱερὸν ἔτεκε πότνια κοῦρον Βριμὼ βριμὴ,’’ τουτέστιν ἰσχυρὰ ἰσχυρόν. Πότνια δέ ἐστι, φησὶν, ἡ γένεσις ἡ πνευματικὴ, ἡ ἐπουράνιος, ἡ ἄνω∙ ἰσχυρὸς δέ ἐστιν ὁ οὕτω γεννώμενος»


Ο Ιππόλυτος ήταν θεολόγος και εκκλησιαστικός συγγραφέας και σήμερα είναι άγιος της Ορθόδοξης και της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα παραθέτει μια γνωστική πηγή, οπότε μάλλον μειώνεται ο βαθμός της αξιοπιστίας του. Ωστόσο είναι η μόνη καταγραφή της κορύφωσης των Ελευσινίων, της εποπτείας, που υπάρχει. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, αναφέρει ότι οι Αθηναίοι, όταν διεξήγαγαν τα Ελευσίνια Μυστήρια, επιδείκνυαν «σιωπηλά» στους μυημένους (επόπτες) το μεγάλο, υπέροχο και τέλειο εποπτικό μυστήριο· ένα στάχυ. Αυτό το στάχυ ήταν, για τους Αθηναίους, το μεγάλο «μυητικό» που έφερνε «μέγα» φως από το «απροσδιόριστο». Όπως έκανε και ο ίδιος ο ιεροφάντης - όχι ευνουχισμένος, όπως ο Φρύγιος θεός Άττις, αλλά σεξουαλικά ανίκανος από «κώνειο» και αποκομμένος από κάθε σαρκική αναπαραγωγή - ο οποίος διεξήγαγε την τελετή. Αυτός, μέσα από πολλές φλόγες και μεγάλα και ακατανόητα μυστήρια, φώναζε δυνατά: «Η σεβάσμια θεά έχει γεννήσει ένα παιδί, τον Βριμώ», δηλαδή η ισχυρή έχει γεννήσει ένα δυνατό παιδί. Το παιδί δεν κατονομάζεται. Η γέννηση του Πλούτου, όπως τείνουν να πιστεύουν οι περισσότεροι, θα δήλωνε την αφθονία στις αγροτικές καλλιέργειες και την επίγεια ευτυχία. Ωστόσο δεν υπονοείται η γέννηση κάποιου θεού, από τον οποίο θα αναμέναμε κάποιον ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη. Ο ρόλος του παιδιού, είτε είναι ο Πλούτος είτε είναι ο Ίακχος, που επίσης έχει σημαντική θέση στα Μυστήρια, απλά, μετά την γέννηση του δεν έχει συνέχεια. Από την άλλη αυτό ίσως να ήταν και το νόημα· ο επίγειος «πλούτος» δεν έχει συνέχεια.


Ένας άλλος χριστιανός επίσκοπος που ασχολήθηκε με την Ελευσίνα υπήρξε ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός (περ. 150 - 211 ή 216 μ.Χ.), ένας από τους μεγαλύτερους Πατέρες της χριστιανικής εκκλησίας. Ο Κλήμης μας μεταφέρει, περίπου το 195 μ.Χ., ανάμεσα σε άλλα αρνητικά των «εθνικών» θρησκευτικών μυστηρίων και πεποιθήσεων, τη πληροφορία ενός ιερού συνθήματος που έλεγαν οι μύστες των Ελευσινίων Μυστηρίων. Μέρος αυτού ήταν: «ἐνήστευσα, ἔπιον τόν κυκεώνα, ἔλαβον ἐκ κίστης, ἐγγευσάμενος ἀπεθέμην εἰς κάλαθον καὶ ἐκ καλάθου εἰς κίστην.»23 Το υπόλοιπο συνθηματικό παραμένει άγνωστο. Ωστόσο, ο Κλήμης, όπως και όλοι οι χριστιανοί θεολόγοι, ήταν ένας άνθρωπος της εποχής του και ζούσε σε μια εποχή έντονων αντιθέσεων και συνθέσεων μεταξύ του ελληνορωμαϊκού κόσμου και του Χριστιανισμού, στις οποίες συνέβαλλε ενεργά με το έργο του.


Το ερώτημα βέβαια παραμένει, για το πόσο αξιόπιστοι μπορεί να είναι οι χριστιανοί Πατέρες της εκκλησίας των πρώτων χριστιανικών αιώνων, καταρχήν απέναντι στη παλαιά θεολογία και κατά δεύτερον βιώνοντας διώξεις, οι οποίες άλλες φορές είχαν τοπικό και σποραδικό χαρακτήρα και άλλες φορές όχι. Σε κάθε περίπτωση όμως, η παραπάνω αναφορά του Κλήμη υπήρξε η αιτία να αναπτυχθεί μια παραφιλολογία για τον κυκεώνα και μάλιστα για πρώτη φορά από τον Νίτσε. Από τότε διάφορες εικασίες έχουν δει το φως της δημοσιότητας μέσω διαλέξεων, άρθρων και βιβλίων, οι οποίες υποστηρίζουν ότι το ποτό του κυκεώνα περιείχε κάποιες ή κάποια παραισθησιογόνα ουσία. 


Ο Καρλ Κερένυι, ο οποίος γεννήθηκε το 1897 και πέθανε το 1973, συγκρίνοντας τα Ελευσίνια με άλλες μυστικιστικές εμπειρίες, πρότεινε ότι το κριθάρι στο μείγμα είχε υποστεί ζύμωση, καθιστώντας έτσι το ποτό αλκοολικό, το οποίο μαζί με υψηλές δόσεις από φλισκούνι (βλήχων, συγγενές του δυόσμου), προκαλούσε παραισθήσεις. Δεδομένου του πνεύματος των δεκαετιών του ’60 και του ‘70, εκτός από τη χρήση παραισθησιογόνων, ο Κερένυι υποστήριξε ότι ο αρχαίος μύθος με την Δήμητρα να αναζητά τη Κόρη, ισοδυναμεί με την αναζήτηση της γυναίκας για ολοκλήρωση και χειραφέτηση καθώς και με την επιδίωξη του κάθε ατόμου στον αυτοπροσδιορισμό.24


Κάποιοι μελετητές και θιασώτες των ενθεογόνων (φυτικά ή χημικά παραισθησιογόνα) έχουν προτείνει διαφορά είδη μυκήτων, όπως το Claviceps purpurea (Ερυσίβη), που μπορεί να παρασιτεί στα δημητριακά ή το Paspalum distichum, ένα χόρτο (το πολύγωνο ή πολύκομπο) που βρίσκεται σε διάφορα μέρη της Μεσογείου, ως το «μυστικό» των Ελευσινίων. Μια τρίτη θεωρία φέρει τον κυκεώνα να περιέχει όπιο, δεδομένου ότι σε αρκετές εικονογραφήσεις η Δήμητρα εμφανίζεται με παπαρούνες. Όλες αυτές οι θεωρίες πρέπει να αξιολογηθούν υπό το πνεύμα της νεότερης δυτικής υλιστικής σκέψης, η οποία απορρίπτει κάθε πνευματικότητα. Καθώς και με την λογική της εκτεταμένης χρήση ψυχεδελικών από γνωστούς δυτικούς στοχαστές (π.χ. Σοπενχάουερ, Νίτσε, Φουκώ κ.α.), οι οποίοι δεν θα μπορούσαν να φανταστούν κάποιον άνθρωπο να φτάνει στο «εκστατικό συναίσθημα της ύπαρξης», παρά μόνο εάν «ονειρεύονταν ή βρίσκονταν σε κατάσταση μέθης», όπως αναφέρει ο Νίτσε στην αρχή του The Dionysian Worldview (1870)  


Χωρίς βέβαια να αποκλείεται τίποτα, αυτές οι θεωρίες έχουν σημαντικά προβλήματα, η κάθε μια για ξεχωριστούς λόγους και όλες μαζί για «τεχνικούς»: η μυστική προμήθεια μιας τόσο τεράστιας ποσότητας κάποιου παραισθησιογόνου για χιλιάδες ανθρώπους και η κρυφή προετοιμασία του, εκτός από τις τεράστιες πρακτικές δυσκολίες που παρουσιάζει, δεν θα ήταν δυνατόν να αποσιωπηθεί για καιρό και μάλιστα σε έναν κόσμο, ο οποίος και πειραματιζόταν με τα ποτά του και δεν είχε τέτοιου είδους προκαταλήψεις. Από την άλλη, η λήψη του κυκεώνα δεν είχε καμία κεντρική θέση στα Ελευσίνια, όπως για παράδειγμα η Θεία Ευχαριστία (Κοινωνία), η οποία αποτελεί την κορύφωση των χριστιανικών Μυστηρίων. Οι μύστες (δύο με τρεις χιλιάδες άτομα τουλάχιστον) φέρονται να πίνουν τον κυκεώνα στο τέλος της νηστείας τους. Αμέσως μετά έπρεπε να συγκεντρωθούν έξω από το Τελεστήριον, να περιμένουν να ακούσουν το όνομα τους μέσα στο συγκεντρωμένο πλήθος, να αντικατασταθούν τα στεφάνια τους και να εισέλθουν συντεταγμένα. Στη συνέχεια ενδεχομένως να έπρεπε να παρουσιάσουν ένας-ένας κάποιες προσφορές στον ιεροφάντη, να πάρουν τις θέσεις τους, να περιμένουν μέχρι να μπουν όλοι και τελικά να ξεκινήσει η τελετή. Προφανώς μιλάμε για ένα διάστημα αρκετών ωρών (ίσως άνω των εικοσιτεσσάρων) από την λήψη του κυκεώνα ως την έναρξη του μυστηρίου, οπότε κάθε υποτιθέμενη παραισθησιογόνα επίδραση θα είχε παρέλθει. Όμως ακόμα και εάν η μέθη δεν είχε περάσει ή ανανεωνόταν με κάποιο τρόπο, όλη η διαδικασία εισόδου και η σιωπή που απαιτείτο μέσα στο Τελεστήριο, θα ήταν αδύνατον να επιτευχθούν με τόσα άτομα σε κατάσταση έκστασης. Τέλος, για τους ανθρώπους, φιλόσοφους ή επιστήμονες, των κλασικών χρόνων, μάλλον θα ήταν απολύτως εμφανές ότι δεν επρόκειτο για τίποτα άλλο εκτός από πλάνη.25   


Τα αναφερόμενα ως οράματα, που λέγεται ότι έβλεπαν οι μύστες, είναι είτε εικασίες είτε αλληγορίες, όπως πιθανότατα στη περίπτωση του Πλάτωνα, ο οποίος δεν κατηγορήθηκε ποτέ ότι έσπασε τη σιωπή του:

« …..Ή ομορφιά όμως λαμποκοπούσε τότε στά μάτια μας, όταν μαζί μέ τόν πανεύτυχο χορό έβλέπαμε τό μακάριο όραμα καί θέαμα, κι ακολουθών­τας έμεϊς το Δία κι άλλοι άλλους θεούς, έτελετουργούσαμε τή μυσταγωγία πού αξίζει νά τήν λέμε τρισμάκαρη, αυτήν πού τήν γιορτάζαμε δά οντάς εμείς ολάκεροι κι ανέπαφοι άπ' όσα κακά μας περίμεναν ύστερα - καί μυηθήκαμε στ' ακέ­ρια κι ολοκάθαρα κι άτρεμόφεγγα καί πανεύτυχα οράματα καί τά θωρούσαμε μέσα σέ φωτοβολία καθάρια, οντάς καθαροί κι αμόλυντοι άπ' αυτό πού τό περιφέρνομε τώρα μαζί μας καί τό λέμε σώμα κι είμαστε σάν τό στρείδι μέ τ' όστρακό του δεμένοι.»26



Η παλαιότερη και πιο γνήσια αναφορά για τον κυκεώνα, συγκεκριμένα, στα Ελευσίνια υπάρχει στον Ομηρικό Ύμνο στη Δήμητρα. Εκεί βλέπουμε τη θεά, θλιμμένη για την απαγμένη κόρη της, να φτάνει στα ανάκτορα του βασιλιά της Ελευσίνας, όπου η Ιάμβη προσπαθεί να την παρηγορήσει (στιχ. 184-212): 

«[…] Κι ευθύς φτάσαν στ’ ανάκτορα του θεϊκού Κελεού,

περάσανε στην αίθουσα, όπου η σεπτή μητέρα τους

κοντά στο στύλο κάθονταν της καλοκαμωμένης στέγης

έχοντας στην αγκάλη της το νέο βλαστάρι, το παιδί της, τότε αυτές

σιμά της τρέξαν, κι η θεά πάτησε στο κατώφλι, και στη σκεπή

έφτανε το κεφάλι της και φως θεϊκό πλημμύρισε τη θύρα.

Ντροπή σέβας και δέος πελιδνό κυρίεψε τη μητέρα,

δίφρο της πρόσφερε και την προτρέπει να καθίσει.

Όμως η ωριμάστρια των καρπών η Δήμητρα η λαμπρόδωρη

δεν ήθελε στο στιλπνό δίφρο να καθίσει,

αλλ’ έμενε άφωνη ρίχνοντας χαμηλά τα ωραία της μάτια,

έως ότου η έμπιστη Ιάμβη της προσέφερε

στέρεο σκαμνί και πάνω του έστρωσε αργυρόστιλπνη προβιά.

Εκεί σαν κάθησε κράτησε μπρος της με τα χέρια την καλύπτρα,

για πολλήν ώρα αμίλητη και λυπημένη κάθονταν στο δίφρο,

ούτε καλοχαιρέτησε κανέναν καν με λόγο ή κάποια κίνηση,

μα αγέλαστη ολονήστικη από τροφή κι από νερό

καθόταν λειώνοντας απ’ τον καημό της θυγατέρας της βαθύζωνης,

μέχρι που με τ’ αστεία της η έμπιστη Ιάμβη

και τα πολλά της σκώμματα κατάφερε την πάναγνη κυρά

σε γέλια να ξεσπάσει και ν’ αποκτήσει ευχάριστη διάθεση,

αλλά κι αργότερα πάλι με τέτοια την ευχαριστούσε.

Τότε η Μετάνειρα της δίνει κύπελλο, γλυκό κρασί

γεμίζοντάς το, όμως αυτή τ’ αρνήθηκε, γιατί της είπε θεμιτό δεν είναι

να πίνει κόκκινο κρασί, και ζήτησε κριθάλευρο και ύδωρ

αφού αναμείξουν με καλοτριμμένο δυόσμο να της δώσουνε να πιεί.

Κι εκείνη όταν ετοίμασε τον κυκεώνα, στη θεά τον πρόσφερε ως επρόσταξε […]»


Με το που εμφανίζεται η Δήμητρα, είναι τόσο θαυμαστή που η Μετάνειρα κατακλύζεται από ευλάβεια, δέος και φόβο και της προσφέρει το κάθισμα της. Η θεά αρνείται και στέκεται σιωπηλή με κατεβασμένα μάτια, μέχρι που η Ιάμβη της προσφέρει ένα σκαμνί, και τοποθετεί πάνω του μια προβιά. Η Δήμητρα κάθεται κρατώντας το πέπλο της μπροστά στο πρόσωπο της, για ώρα, χωρίς να χαμογελά και χωρίς να τρώει και να πίνει. Τότε η Ιάμβη με αστεία και καμώματα την κάνει να γελάσει. Η Μετάνειρα της προσφέρει κρασί αλλά εκείνη αρνείται, λέγοντας ότι δεν της επιτρέπεται να πίνει κρασί, λόγω του πένθους της και ζητά αναμεμειγμένο κριθάλευρο με νερό και καλοτριμμένο δυόσμο. Η θεά το πίνει για χάρη του τυπικού της επίσκεψης.27 


Γινόμαστε λοιπόν μάρτυρες μιας άτυπης σκηνή της αρχαιοελληνικής επικής ποίησης: το ταξίδι τελειώνει κατά την άφιξη και ο επισκέπτης στέκεται στην είσοδο. Ο οικοδεσπότης αντιδρά, σηκώνεται, οδηγεί τον επισκέπτη στα ενδότερα, του προσφέρει μια θέση, φαγητό και ποτό και του μιλά. Στον Ύμνο όλες αυτές οι χειρονομίες απορρίπτονται άτυπα από την Δήμητρα. Εάν λάβουμε υπόψη μας την Ιλιάδα, η αποδοχή φαγητού και ποτού από τον πενθούντα Αχιλλέα, για τον χαμό του Πάτροκλου, σηματοδοτεί μια αρχική μορφή επιστροφής στην κανονική κοινωνική συμπεριφορά. Το ερώτημα που θέτουν πολλοί είναι μήπως μέσα από αυτή την περιγραφή, ο Ύμνος κάνει κάποια αναφορά στα στάδια της τελετής μύησης στα Ελευσίνια: βλέπουμε με σειρά το πέπλο, τη σιωπή, το κάθισμα, τη νηστεία, την αισχρολογία και τη διακοπή της νηστεία με τον κυκεώνα. Στη συνέχεια δύο στοίχοι ίσως λείπουν.28 


Ο Κλήμης δίνει μια πολύ πιο σκανδαλιστική εκδοχή στον Προτρεπτικό, επηρεασμένος από τον Ορφικό Ύμνο, όπου η Βαυβώ, ως οικοδέσποινα της Δήμητρας (Δηώ), ήταν δυστυχισμένη που η θεά δεν έπινε το κυκεώνα και έτσι η φιλοξενία της περιφρονήθηκε. Αποκάλυψε λοιπόν τα γεννητικά της όργανα και τα έδειξε στη θεά. Η Δήμητρα ευχαριστημένη με το θέαμα, τελικά δέχτηκε το ποτό:29

«2.20.1 Καὶ τί θαυμαστὸν εἰ Τυρρηνοὶ οἱ βάρβαροι αἰσχροῖς οὕτως τελίσκονται παθήμασιν, ὅπου γε Ἀθηναίοις καὶ τῇ ἄλλῃ Ἑλλάδι, αἰδοῦμαι καὶ λέγειν, αἰσχύνης ἔμπλεως ἡ περὶ τὴν ∆ηὼ μυθολογία; Ἀλωμένη γὰρ ἡ ∆ηὼ κατὰ ζήτησιν τῆς θυγατρὸς τῆς Κόρης περὶ τὴν Ἐλευσῖνα (τῆς Ἀττικῆς δέ ἐστι τοῦτο τὸ χωρίον) ἀποκάμνει καὶ φρέατι ἐπικαθίζει λυπουμένη. Τοῦτο τοῖς μυουμένοις ἀπαγορεύεται εἰσέτι νῦν, ἵνα μὴ δοκοῖεν οἱ τετελεσμένοι μιμεῖσθαι τὴν 2.20.2 ὀδυρομένην. Ωἴκουν δὲ τηνικάδε τὴν Ἐλευσῖνα οἱ γηγενεῖς· ὀνόματα αὐτοῖς Βαυβὼ καὶ ∆υσαύλης καὶ Τριπτόλεμος, ἔτι δὲ Εὔμολπός τε καὶ Εὐβουλεύς· βουκόλος ὁ Τριπτόλεμος ἦν, ποιμὴν δὲ ὁ Εὔμολπος, συβώτης δὲ ὁ Εὐβουλεύς· ἀφ' ὧν τὸ Εὐμολπιδῶν καὶ τὸ Κηρύκων τὸ ἱεροφαντικὸν δὴ 2.20.3 τοῦτο Ἀθήνησι γένος ἤνθησεν. Καὶ δὴ (οὐ γὰρ ἀνήσω μὴ οὐχὶ εἰπεῖν) ξενίσασα ἡ Βαυβὼ τὴν ∆ηὼ ὀρέγει κυκεῶνα αὐτῇ· τῆς δὲ ἀναινομένης λαβεῖν καὶ πιεῖν οὐκ ἐθελούσης (πενθήρης γὰρ ἦν) περιαλγὴς ἡ Βαυβὼ γενομένη, ὡς ὑπεροραθεῖσα δῆθεν, ἀναστέλλεται τὰ αἰδοῖα καὶ ἐπιδεικνύει τῇ θεῷ· ἣ δὲ τέρπεται τῇ ὄψει ἡ ∆ηὼ καὶ μόλις ποτὲ δέχεται τὸ 2.21.1 ποτόν, ἡσθεῖσα τῷ θεάματι. Ταῦτ' ἔστι τὰ κρύφια τῶν Ἀθηναίων μυστήρια. Ταῦτά τοι καὶ Ὀρφεὺς ἀναγράφει. Παραθήσομαι δέ σοι αὐτὰ τοῦ Ὀρφέως τὰ ἔπη, ἵν' ἔχῃς μάρτυρα τῆς ἀναισχυντίας τὸν μυσταγωγόν· ὣς εἰποῦσα πέπλους ἀνεσύρατο, δεῖξε δὲ πάντα σώματος οὐδὲ πρέποντα τύπον· παῖς δ' ἦεν Ἴακχος, χειρί τέ μιν ῥίπτασκε γελῶν Βαυβοῦς ὑπὸ κόλποις· ἡ δ' ἐπεὶ οὖν μείδησε θεά, μείδησ' ἐνὶ θυμῷ, δέξατο δ' αἰόλον ἄγγος, ἐν ᾧ κυκεὼν ἐνέκειτο.»


Γενικώς, αναφορές για ποτά που θυμίζουν τον ελευσίνιο κυκεώνα έχουμε στη Ιλιάδα και την Οδύσσεια: στην Ιλιάδα (λ, 638 - 641) ένα «μικτό ποτό», το οποίο περιέχει κριθάρι, χρησιμοποιείται για να αναζωογονήσει τον Νέστορα και τον πληγωμένο Μαχάονα μετά τη μάχη:

«Σ᾽ εκείνο τους ετοίμαζε το μίγμα η γυνή θεία,

κρασί Πράμνειο και τυρί της αίγας που με τρίφτην

χάλκινον έτριψεν αυτή, κι έραν᾽ επάνω αλεύρι

λευκό και αφού το ετοίμασε να το γευθούν τους είπε.»30


Στην Οδύσσεια (κ, 229 - 240), η Κίρκη ετοιμάζει ένα «φίλτρο» για τον Οδυσσέα και τους συντρόφους του:

«Μιλώντας έτσι, τους έπεισε φωνάζοντας να την καλέσουν,

και τότε η Κίρκη, ανοίγοντας θυρόφυλλα λαμπρά, πρόβαλε

και τους προσκαλούσε· ανυποψίαστοι όλοι την ακολούθησαν,

μόνο ο Ευρύλοχος έμεινε πίσω, γιατί φαντάστηκε τι δόλος κρύβεται.

Εκείνη τους πήρε μέσα και τους κάθισε σε θρόνους και σκαμνιά·

αμέσως τους ετοίμασε, ανακινώντας σε κρασί της Πράμνου,

τυρί τριμμένο και κριθάλευρο, μέλι χρυσό, και μέσα εκεί ανακάτεψε

φαρμακερά βοτάνια, να λησμονήσουν την πατρίδα τους για πάντα.

Κι όπως τους έδωσε να πιουν, το ήπιαν όλο· τότε τους χτύπησε

με το ραβδί της και τους έκλεισε στο χοιροστάσι.

Αλλάζοντας, είχαν κεφάλι τώρα γουρουνίσιο, ανάλογη φωνή, σώμα

και τρίχες· ο νους τους μόνο έμεινε όπως και πρώτα στέρεος.»31


Ενδεχομένως με την λέξη κυκεώνας να μην κατονομάζεται κάποιο συγκεκριμένο ποτό, αλλά γενικώς το οποιοδήποτε αναμεμειγμένο «κοκτέιλ», δεδομένου ότι το ρήμα κυκόω - κυκῶ, στα αρχαία ελληνικά, είχε τη σημασία του «ανακατεύω» ή «αναμειγνύω» ανόμοια πράγματα, που ενδεχομένως να προκαλούν σύγχυση. Εντωμεταξύ, χοιρίδια συναντούμε σε διάφορες αρχαιοελληνικές θρησκευτικές εορτές και λατρείες, μεταξύ αυτών και στα Ελευσίνια. Τα χοιρίδια συμβόλιζαν τα γυναικεία γεννητικά όργανα και τη γονιμότητα (προερχόταν από πολλαπλές γεννήσεις). Έτσι αγαλματίδια με γουρουνάκια βρίσκονται συχνά στα ιερά της Δήμητρας, προφανώς συνδεδεμένα με τον μύθο του χοιροβοσκού Ευβουλέα, ο οποίος βρέθηκε με τα κοπάδια του στο σημείο όπου ο Άδης τράβηξε την Περσεφόνη στον Κάτω Κόσμο και μέρος του κοπαδιού του έπεσε στο χάσμα. Μια επίσης άλλη διάσταση είναι ότι τα χοιρίδια πιθανώς να συμβόλιζαν - ενδεχομένως μαζί με τον σίτο - το πέρασμα από την νομαδική ζωή στην αγροτική και άρα στην έναρξη του πολιτισμού. Κατά τον αρχαιολόγο Πωλ - Φρανσουά Φουκάρ (1836-1926), τη δεύτερη ημέρα («ἔλασις») των εορτών, και όντας οι μύστες ακόμα στην Αθήνα, πήγαιναν, είτε στον Πειραιά είτε στο Φάληρο, για να εξαγνιστούν, πλένοντας ένα χοιρίδιο στα νερά της θάλασσας. Μετά επέστρεφαν στην Αθήνα, όπου και τα θυσίαζαν.



Την ένατη και τελευταία ημέρα, οι μυημένοι, ως επόπτες πια, έφευγαν από το Ιερό για να επιστρέψουν στις πόλεις τους, χωρίς κάποια πομπή ή ιδιαίτερες υποχρεώσεις προς τη Θεά κατά το υπόλοιπο του έτους. Από αυτό συμπεραίνουν οι μελετητές, ότι τα Ελευσίνια δεν ήταν κάποια θρησκεία ή «εκκλησία», πράγμα που τα κάνει ακόμα πιο μυστηριώδη και γοητευτικά. 


Η γοητεία που έχουν ασκήσει τα Μυστήρια για τόσους αιώνες είναι από μόνο του ένα γεγονός με πολλές προεκτάσεις. Τα Ελευσίνια έχουν ασκήσει καταλυτική επιρροή από τις αρχαίες λατρείες, το μεσαιωνικό ερμητισμό και την ιταλική Αναγέννηση ως το «αποκρυφιστικό» κύμα της περιόδου του γαλλικού Διαφωτισμού, τον Ρομαντισμό, την ευρωπαϊκή ποίηση, τις μελέτες των θεολόγων, το παγκόσμιο φεμινιστικό κίνημα, το New Age και τις σημερινές θεωρείες συνωμοσίας κ.α. Ό,τι και εάν γινόταν σε αυτά, πολλοί μελετητές πια, δυσκολεύονται να πιστέψουν ότι αυτή η φερόμενη - από τόσους σημαντικούς ανθρώπους - ως υπέρτατη μύηση, περιοριζόταν σε μια ανάμνηση, μέσω θεατρικών αναπαραστάσεων, αρχαϊκών μυστηρίων· τα Ελευσίνια σίγουρα είχαν μια διαφορετική διάσταση, που είναι δύσκολο να προσδιοριστεί στους αμύητους.


Τελικά, περίπου τον τέταρτο αιώνα μ.Χ. έχουμε την αναφορά του Ευνάπιου (347 - 420;;; μ.Χ.), ενός Έλληνα σοφιστή, ιστορικού και καθ’ ομολογίαν μυημένου στα Ελευσίνια Μυστήρια, ο οποίος, ενώ οι αθηναϊκές εορτές είχαν αρχίσει να παρακμάζουν, μας αναφέρει ότι ο τελευταίος ιεροφάντης (αρχιερέας) των Μυστηρίων είχε προβλέψει την επερχόμενη καταστροφή:

«Όταν τελείωσε τις σπουδές του ο Ιουλιανός, πληροφορήθηκε ότι υπήρχε στην Ελλάδα ένα είδος ανώτερης σοφίας, την οποία κατείχε ο ιεροφάντης των δύο Θεαιών, και βιαστικά πήγε να τον βρει. Δεν είναι σωστό να αναφέρω το όνομα του ιεροφάντη, που ασκούσε τα καθήκοντά του εκείνη την εποχή. Γιατί είναι αυτός που μύησε στα μυστήρια τον συγγραφέα του παρόντος. Καταγόταν από την γένος των Ευμολπιδών. Αυτός ήταν που πρόβλεψε την καταστροφή των ιερών και τον αφανισμό ολόκληρης της Ελλάδος, ενώπιον μου, και αποκάλυψε φανερά ότι ο ιεροφάντης που θα τον διαδεχτεί δεν θα έχει το δικαίωμα να ακουμπήσει τους ιεροφαντικούς θρόνους, γιατί θα έχει καθιερωθεί σε άλλους θεούς, και να πρωτοστατήσει στις τελετές, γιατί θα έχει δώσει άρρητους όρκους σε άλλα ιερά. Εν τούτοις θα πρωτοστατήσει, χωρίς καν να είναι Αθηναίος. Έλεγε επίσης (ήταν πράγματι τόσο διορατικός) ότι στην εποχή του τα ιερά θα εκθεμελιώνονταν και θα λεηλατούνταν κι ότι ο ίδιος θα ζούσε να τα δει αυτά και ότι θα τον κατηγορούσαν για υπερβάλλουσα φιλοδοξία. Έλεγε ότι θα πάψει η λατρεία των δυο Θεαινών πριν από τον θάνατό του, ότι εκείνος θα αποστερηθεί τα ιερά του αξιώματα και ότι δεν θα ζήσει βίο ιεροφάντη ούτε θα γεράσει. Έτσι και έγινε. Τον καιρό που ήταν αρχιερέας στα μυστήρια του Μίθρα κάποιος από τις Θεσπιές, όχι μετά από πολύ καιρό, έγιναν πολλά και ανεκδιήγητα κακά, μερικά από τα οποία αναφέρω με λεπτομέρειες στην “Ιστορία” μου, τα άλλα όμως, Θεού θέλοντος, θα τα διηγηθώ τώρα. Ήταν τότε που ο Αλάριχος με τους βαρβάρους του πέρασε τις Θερμοπύλες, σαν να έτρεχε αγώνα δρόμου ή σε ιπποδρομίες. Η ασέβεια των μαυροφορεμένων μοναχών, που εισέβαλαν μαζί του ανεμπόδιστα, άνοιξε σε εκείνον τις πύλες της Ελλάδος. Τα θεμέλια και ο νόμος των ιεροφαντικών θεσμών άρχισαν να κλονίζονται.»32



Οι αρχαιολόγοι μας λένε ότι από την περίοδο της Δυναστεία των Αντωνίνων (96 -192 μ.Χ.) και μετά αρχίζει να παρατηρείται μια σταδιακή μείωση των αφιερωμάτων προς το Ιερό. Η καταστροφή από τον Αλάριχο Α΄ το 395 μ.Χ δεν ήταν η πρώτη, αφού είχε προηγηθεί η καταστροφή του Ναού της Δήμητρα από τους Σαρμάτες το 170 μ.Χ. και η ανοικοδόμηση του από τον Μάρκο Αυρήλιο, ο οποίος μυήθηκε και ο ίδιος στα Μυστήρια. Εντωμεταξύ τα γραπτά και αρχαιολογικά ευρήματα του 3ου με 7ου αιώνα μ.Χ. δεν είναι πολλά, οπότε οι ιστορικοί, εκτός του ότι δεν μπορούν να συμφωνήσουν, είναι και στο σκοτάδι: άλωσε τελικά ο Αλάριχος την Αθήνα ή όχι; Τι συνέπειες είχε, πιο πριν, η επιδρομή των Ερούλων (267 μ.Χ.); 


Η κατάληψη ή/και η λεηλασία διάσημων και πλούσιων ναών, όπως αυτός της Ελευσίνας ή του Ποσειδώνα στα Ίσθμια, δεν αναφέρονται επιτακτικά από τους ιστορικούς της περιόδου.33 Και μάλλον γίνονταν περισσότερο για λαφυραγωγικούς λόγους παρά για θρησκευτικούς. Ωστόσο μετά τη καύση της, από τον Αλάριχο και τους Βησιγότθους και μετά τους θρησκευτικούς περιορισμούς που είχαν ξεκινήσει πολύ πριν το Θεοδώσιο Α΄ (347 - 395, διοίκησε από το 379 έως το 395 μ.Χ.), η Ελευσίνα δεν θα ανακάμψει ποτέ και στις αρχές του πέμπτου αιώνα μ.Χ. το Ιερό σταματά να χρησιμοποιείται, ενώ τα Μυστήρια φαίνεται να διακόπτονται. Η εγκατάλειψη του ιερού χώρου, σήμερα συμβολίζει για κάποιους το τέλος ενός κόσμου αλλά και την αρχή ενός νέου. Πόσο να ισχύει αυτό άραγε στην ουσία του;


Σε κάθε περίπτωση τα Ελευσίνια Μυστήρια συνεχίζουν να εκπέμπουν μηνύματα μέχρι και σήμερα: η γνώση δεν είναι η πληροφορία που «κατεβαίνει» με το πάτημα ενός πλήκτρου· δεν είναι καν ο αν-έμπνευστος, υλιστικός και ατομικιστικός, τρόπος σκέψης. Μέσα στα ψευτοδιλήμματα της καθημερινότητας (που πόσο να έχουν αλλάξει από τότε;) ό,τι απέμεινε από το Τελεστήριο, στέκεται εκεί, θυμίζοντας ότι δεν μπορούμε να τα ξέρουμε ή να τα καταλαβαίνουμε όλα και ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτό, χωρίς να παρεκκλίνουμε από την αναζήτησή ποτέ.  



Σημειώσεις - βιβλιογραφία - πηγές: 


  1. Ηροδότου, Ιστοριαι, 8.65.1 - 8.65.6. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=30&page=201 «[8.65.1] Ἔφη δὲ Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος ἀνὴρ Ἀθηναῖος, φυγάς τε καὶ παρὰ Μήδοισι λόγιμος γενόμενος, τοῦτον τὸν χρόνον, ἐπείτε ἐκείρετο ἡ Ἀττικὴ χώρη ὑπὸ τοῦ πεζοῦ στρατοῦ τοῦ Ξέρξεω, ἐοῦσα ἔρημος Ἀθηναίων, τυχεῖν τότε ἐὼν ἅμα Δημαρήτῳ τῷ Λακεδαιμονίῳ ἐν τῷ Θριασίῳ πεδίῳ, ἰδεῖν δὲ κονιορτὸν χωρέοντα ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ὡς ἀνδρῶν μάλιστά κῃ τρισμυρίων, ἀποθωμάζειν τέ σφεας τὸν κονιορτὸν ὅτεών κοτε εἴη ἀνθρώπων, καὶ πρόκατε φωνῆς ἀκούειν, καί οἱ φαίνεσθαι τὴν φωνὴν εἶναι τὸν μυστικὸν ἴακχον. [8.65.2] εἶναι δ᾽ ἀδαήμονα τῶν ἱρῶν τῶν ἐν Ἐλευσῖνι γινομένων τὸν Δημάρητον, εἰρέσθαι τε αὐτὸν ὅ τι τὸ φθεγγόμενον εἴη τοῦτο. αὐτὸς δὲ εἰπεῖν· Δημάρητε, οὐκ ἔστι ὅκως οὐ μέγα τι σίνος ἔσται τῇ βασιλέος στρατιῇ. τάδε γὰρ ἀρίδηλα, ἐρήμου ἐούσης τῆς Ἀττικῆς, ὅτι θεῖον τὸ φθεγγόμενον, ἀπ᾽ Ἐλευσῖνος ἰὸν ἐς τιμωρίην Ἀθηναίοισί τε καὶ τοῖσι συμμάχοισι. [8.65.3] καὶ ἢν μέν γε κατασκήψῃ ἐς τὴν Πελοπόννησον, κίνδυνος αὐτῷ τε βασιλέϊ καὶ τῇ στρατιῇ τῇ ἐν τῇ ἠπείρῳ ἔσται, ἢν δὲ ἐπὶ τὰς νέας τράπηται τὰς ἐν Σαλαμῖνι, τὸν ναυτικὸν στρατὸν κινδυνεύσει βασιλεὺς ἀποβαλεῖν. [8.65.4] τὴν δὲ ὁρτὴν ταύτην ἄγουσι Ἀθηναῖοι ἀνὰ πάντα ἔτεα τῇ Μητρὶ καὶ τῇ Κόρῃ, καὶ αὐτῶν τε ὁ βουλόμενος καὶ τῶν ἄλλων Ἑλλήνων μυεῖται· καὶ τὴν φωνὴν τῆς ἀκούεις ἐν ταύτῃ τῇ ὁρτῇ ἰακχάζουσι. πρὸς ταῦτα εἰπεῖν Δημάρητον· Σίγα τε καὶ μηδενὶ ἄλλῳ τὸν λόγον τοῦτον εἴπῃς. [8.65.5] ἢν γάρ τοι ἐς βασιλέα ἀνενειχθῇ τὰ ἔπεα ταῦτα, ἀποβαλέεις τὴν κεφαλήν, καί σε οὔτε ἐγὼ δυνήσομαι ῥύσασθαι οὔτ᾽ ἄλλος ἀνθρώπων οὐδὲ εἷς. ἀλλ᾽ ἔχ᾽ ἥσυχος, περὶ δὲ στρατιῆς τῆσδε θεοῖσι μελήσει. [8.65.6] τὸν μὲν δὴ ταῦτα παραινέειν, ἐκ δὲ τοῦ κονιορτοῦ καὶ τῆς φωνῆς γενέσθαι νέφος καὶ μεταρσιωθὲν φέρεσθαι ἐς Σαλαμῖνος ἐς τὸ στρατόπεδον τὸ τῶν Ἑλλήνων. οὕτω δὲ αὐτοὺς μαθεῖν ὅτι τὸ ναυτικὸν τὸ Ξέρξεω ἀπολέεσθαι μέλλοι. ταῦτα μὲν Δίκαιος ὁ Θεοκύδεος ἔλεγε, Δημαρήτου τε καὶ ἄλλων μαρτύρων καταπτόμενος.» ----------------------------------------------------------------- Μια διαφορετική εκδοχή δίνει ο Πλούταρχος: «Εν ώ δ' εις τοιαύτην θέσιν ήτον η μάχη, λέγουσιν ότι έλαμψε μέγα φως εκ της Eλευσίνος, ήχος δε και φωνή επλήρωσε το Θριάσιον πεδίον μέχρι της θαλάσσης, ως αν πολλοί άνθρωποι ομού εξήγον τον μυστικόν Ίακχον. Εκ του μέσου δε του πλήθους των κραυγαζόντων εφάνη νέφος βαθμηδόν υψούμενον, και έπειτα, πάλιν υποχωρούν, επέπεσεν εις τας τριήρεις. Άλλοι δ' ενόμισαν ότι είδον φαντάσματα και είδωλα ανθρώπων ενόπλων, από της Αιγίνης εκτεινόντων τας χείρας προ των ελληνικών τριηρών, και είκαζον ότι ήσαν οι Αιακίδαι ούς είχον προ της μάχης επικαλεσθή δι' ευχών εις βοήθειαν.» Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι. τόμος Β'. ΙΕ΄. μτφ. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. 1864. Αθήνα: Τύποις Διονυσίου Κορομηλά 
  2. Parker, R. (2005). Polytheism and Society at Athens. New York: Oxford University Press. σ. 453
  3. Price, S. (2004). Religions of the Ancient Greeks. New York: Cambridge University Press. σ. 126
  4. Στο ίδιο, σ. 127, 129
  5. Στο ίδιο, σ. 138
  6. Albinus, L. (2000). The House of Hades: Studies in Ancient Greek Eschatology (επιμ. Per Bilde, Armin W. Geertz, Lars Kruse-Blinkenberg, Ole Riis and Erik Reenberg Sand). Oxford: Aarhus University Press. Πρόλογος
  7. Συνέσιος, Δίων ή περί της καθ' εαυτόν διαγωγής (Dio, sive de suo ipsius instituto). 48A. Στα Ross, W. (1955). Aristotelis Fragmenta Selecta. Oxford: Oxford University Press: Oxford Classical Texts. Fr. 15. Cosmopoulos, M. (2015). Bronze Age Eleusis and the Origins of the Eleusinian Mysteries. New York: Cambridge University Press. σ. 15. Parker, R. (2005). Polytheism and Society at Athens. New York: Oxford University Press. σ. 158
  8. Cosmopoulos, M. (2015). Bronze Age Eleusis and the Origins of the Eleusinian Mysteries. New York: Cambridge University Press. σ. 14-16
  9. Burkert. W. (1987). Ancient Mystery Cults. Cambridge, MA and London: Harvard University Press. σ. 69
  10. Cosmopoulos, M. (2015). Bronze Age Eleusis and the Origins of the Eleusinian Mysteries. New York: Cambridge University Press. σ. 158
  11. Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις (Ἀττικά, επιμ. F. Spiro. Leipzig, Teubner. 1903), 1.14.3
  12. Στο ίδιο, 1.38.7
  13. Titus Livius (Livy), The History of Rome, Book 31, (μτφ. στα Αγγλικά Evan T. Sage, Ph.D. Professor of Latin and Head of the Department of Classics in the University of Pittsburgh, Ed, http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:abo:phi,0914,00131:14, μτφ. στα Ελληνικά Γιώργος Σαρδέλης)
  14. Πλουτάρχου Βίοι Παράλληλοι. τόμος Γ'. ΚΒ΄. μτφ. Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής. 1864.      Αθήνα: Τύποις Διονυσίου Κορομηλά 
  15. Wright, D. (1913). The Eleusinian mysteries & rites. Denver, Colorado: The Square & Compass. σ. 108
  16. (Α) «Δήμητρος γὰρ ἀφικομένης εἰς τὴν χώραν, ὅτ᾽ ἐπλανήθη τῆς Κόρης ἁρπασθείσης, καὶ πρὸς τοὺς προγόνους ἡμῶν εὐμενῶς διατεθείσης ἐκ τῶν εὐεργεσιῶν, ἃς οὐχ οἷόν τ᾽ ἄλλοις ἢ τοῖς μεμυημένοις ἀκούειν, καὶ δούσης δωρεὰς διττάς, αἵπερ μέγισται τυγχάνουσιν οὖσαι, τούς τε καρπούς, οἳ τοῦ μὴ θηριωδῶς ζῆν ἡμᾶς αἴτιοι γεγόνασιν, καὶ τὴν τελετήν, ἧς οἱ μετασχόντες περί τε τῆς τοῦ βίου τελευτῆς καὶ τοῦ σύμπαντος αἰῶνος ἡδίους τὰς ἐλπίδας ἔχουσιν,» μτφ. Μπαζάκου - Μαραγκουδάκη, Σ. (1967). Ισοκράτης, “Πανηγυρικός”, “Φίλιππος”. Αθήνα: ΟΕΔΒ. Στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Υπουργείο Παιδεία και Θρησκευμάτων: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=46&page=4#m1-------- (Β) «Nam mihi cum multa eximia divinaque videntur Athenae tuae peperisse atque in vitam hominum attulisse, tum nihil meilus illis mysteriis, quibus ex agresti immanique vita exculti ad humanitatem et mitigati sumus, initiaque ut appellantur ita re vera principia vitae cognovimus, neque solum cum laetitia vivendi rationem accepimus, sed etiam cum spe meliore moriendi.» Πηγή και μτφ. από Wikipedia: Ελευσίνια Μυστήρια. Foley, H. (1993). The Homeric Hymn to Demeter: Translation, Commentary, and Interpretative Essays. Princeton, NJ: Princeton University Press. σ. 71
  17. Κείμενο: https://el.wikisource.org/wiki/Περί_ψυχής_(Πλούταρχος). Ο Στοβαίος, ο οποίος διασώζει το απόσπασμα (4.52.48–49), το αποδίδει στον πολιτικό, ρήτορα και φιλόσοφο Θέμιστο (317 - 388 μ.Χ), αλλά πιστεύεται ότι είναι απόσπασμα από τα Περί Ψυχής του Πλουτάρχου. Το συγκεκριμένο απόσπασμα έχει συζητηθεί ευρέως με τις ερμηνείες περί ταξιδιού στο κάτω κόσμο να προτείνονται από τον Πωλ-Φρανσουά Φουκάρ στο Les Mystères d’Éleusis (1914, σ. 392). Ωστόσο ο Γιώργος Μυλωνάς στο Eleusis and the Eleusinian Mysteries. (1961, σ. 264–269) εξέφραζε αμφιβολίες για το εάν η αναφορά αφορούσε τα Ελευσίνια Μυστήρια. Σήμερα οι περισσότεροι μελετητές τείνουν να σχετίζουν την αναφορά με την Ελευσίνα.
  18. Cosmopoulos, M. (2015). Bronze Age Eleusis and the Origins of the Eleusinian Mysteries. New York: Cambridge University Press. σ. 17
  19. Mylonas, G. (1961). Eleusis and the Eleusinian Mysteries. Princeton, NJ: Princeton University Press. 
  20. Clinton, K. (1992). Myth and Cult: The Iconography of the Eleusinian Mysteries. Stockholm: Swedish Institute in Athens. 
  21. Clinton, K. (1993). The Sanctuary of Demeter and Kore at Eleusis. Στο N. Marinatos, & R. Hagg (eds.), Greek Sanctuaries. New Approaches (pp. 110–124). London: Routledge. 
  22. Cosmopoulos, M. (2015). Bronze Age Eleusis and the Origins of the Eleusinian Mysteries. New York: Cambridge University Press. σ. 22
  23. «Κἄστι τὸ σύνθημα Ἐλευσινίων μυστηρίων· "ἐνήστευσα, ἔπιον τὸν κυκεῶνα, ἔλαβον ἐκ κίστης, ἐργασάμενος ἀπεθέμην εἰς κάλαθον καὶ ἐκ καλάθου εἰς κίστην." Καλά γε τὰ θεάματα καὶ θεᾷ πρέποντα.» Κλήμης ο Αλεξανδρεύς ή Κλήμης ο Αλεξανδρινός, Προτρεπτικός προς Έλληνας, 2.21.2 http://khazarzar.skeptik.net/pgm/PG_Migne/Clement%20of%20Alexandria_PG%2008-09/Protrepticus.pdf, Μάρας Α. Χριστιανική Γραμματεία I, Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης, σ. 47 https://openclass.teiwm.gr/modules/document/file.php/PS106/Χριστιανική%20Γραμματεία%20Ι%20σημειώσεις.pdf 
  24. Kerenyi, K. (1991). Eleusis: Archetypal Image of Mother and Daughter. Princeton, NJ: Princeton University Press. σ. 177–180. (Πρωτοεκδόθηκε το 1967)
  25. Cosmopoulos, M. (2015). Bronze Age Eleusis and the Origins of the Eleusinian Mysteries. New York: Cambridge University Press. σ. 19-21
  26. Θεοδωρακόπουλος, Ι. (2013). Πλάτωνος Φαίδρος, Εισαγωγή Αρχαίο και Νέο Κείμενο με Σχόλια. Αθήνα: Εστία. σ. 465 (Πρώτη έκδοση 1948). Πλάτων, Φαίδρος, 250b-c: «...κάλλος δὲ τότ ̓ ἦν ἰδεῖν λαμπρόν, ὅτε σὺν εὐδαίμονι χορῷ μα- καρίαν ὄψιν τε καὶ θέαν, ἑπόμενοι μετὰ μὲν Διὸς ἡμεῖς, ἄλλοι δὲ μετ ̓ ἄλλου θεῶν, εἶδόν τε καὶ ἐτελοῦντο τῶν τελετῶν ἣν θέμις λέγειν μακαριωτάτην, ἣν ὡργιάζομεν ὁλόκληροι μὲν αὐτοὶ ὄντες καὶ ἀπαθεῖς κακῶν, ὅσα ἡμᾶς ἐν ὑστέρῳ χρόνῳ ὑπέμενεν, ὁλόκληρα δὲ καὶ ἁπλᾶ καὶ ἀτρεμῆ καὶ εὐδαίμονα φάσματα μυούμενοί τε καὶ ἐποπτεύοντες ἐν αὐγῇ καθαρᾷ, καθαροὶ ὄντες καὶ ἀσήμαντοι τούτου, ὃ νῦν δὴ σῶμα περιφέροντες ὀνομάζομεν, ὀστρέου τρόπον δεδεσμευμένοι» 
  27. Richardson, N. J. (1974). The Homeric Hymn to Demeter. Oxford: Oxford University Press. σ. 207
  28. Foley, H. (1993). The Homeric Hymn to Demeter: Translation, Commentary, and Interpretative Essays. Princeton, NJ: Princeton University Press. σ. 45
  29. Richardson, N. J. (1974). The Homeric Hymn to Demeter. Oxford: Oxford University Press. σ. 228
  30. μτφ. Πολυλά, Ι. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=158&page=101 
  31. μτφ. Μαρωνίτης, Δ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων: https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/browse.html?text_id=133&page=73 
  32. Ευνάπιος. Βίοι Φιλοσόφων και Σοφιστών (Vitae sophistarum), 7.3.1 - 7.3.5: «7.3.1 Ὡς δὲ καὶ ταῦτα εἶχε καλῶς, ἀκούσας τι πλέον εἶναι κατὰ τὴν Ἑλλάδα παρὰ τῷ ταῖν Θεαῖν ἱεροφάντῃ, καὶ πρὸς ἐκεῖνον ὀξὺς ἔδραμεν. τοῦ δὲ ἱεροφάντου, κατ' ἐκεῖνον τὸν χρόνον ὅστις ἦν, τοὔνομα οὔ μοι θέμις λέγειν· ἐτέλει γὰρ 7.3.2 τὸν ταῦτα γράφοντα, καὶ εἰς Εὐμολπίδας ἦγε· καὶ οὗτός γε ἦν ὁ καὶ τὴν τῶν ἱερῶν καταστροφὴν καὶ τῆς Ἑλλάδος ἀπώλειαν ἁπάσης προγνούς, τοῦ συγγραφέως παρόντος, καὶ φανερῶς διαμαρτυρόμενος ὡς μεθ' αὑτὸν ἱεροφάντης γενήσοιτο, ᾧ μὴ θέμις ἱεροφαντικῶν ἅψασθαι θρόνων, ἐπειδὴ θεοῖς ἑτέροις καθιέρωται, καὶ ὀμώμοκεν ἀρρήτους 7.3.3 ὅρκους ἑτέρων ἱερῶν μὴ προστήσεσθαι· προστήσεσθαι δὲ ἔλεγεν ὅμως αὐτὸν μηδὲ Ἀθηναῖον ὄντα. καὶ (εἰς τοσόνδε προνοίας ἐξικνεῖτο) ἐφ' αὑτῷ τε τὰ ἱερὰ κατασκαφήσεσθαι καὶ δῃωθήσεσθαι ἔφασκεν, κἀκεῖνον ζῶντα ταῦτα ἐπόψεσθαι, διὰ φιλοτιμίαν περιττὴν ἀτιμαζόμενον, καὶ προτελευτήσειν γε αὐτοῦ τὴν θεραπείαν ταῖν Θεαῖν, τὸν δὲ τῆς τιμῆς ἀποστερηθέντα, μήτε τὸν ἱεροφάντην μήτε τὸν γηραιὸν βίον 7.3.4 ἔχειν. καὶ ταῦτά γε οὕτως· ἅμα τε γὰρ ὁ †ἐκ θεσπιὼν† ἐγίνετο, πατὴρ ὢν τῆς Μιθριακῆς τελετῆς, καὶ οὐκ εἰς μακρὰν πολλῶν καὶ ἀδιηγήτων ἐπικλυσθέντων κακῶν, ὧν τὰ μὲν ἐν τοῖς διεξοδικοῖς τῆς ἱστορίας εἴρηται, τὰ δέ, ἐὰν ἐπιτρέπῃ τὸ Θεῖον, λελέξεται, ὁ [τε] Ἀλλάριχος ἔχων τοὺς βαρβάρους διὰ τῶν Πυλῶν παρῆλθεν, ὥσπερ διὰ σταδίου καὶ ἱππο 7.3.5 κρότου πεδίου τρέχων· τοιαύτας αὐτῷ τὰς πύλας ἀπέδειξε τῆς Ἑλλάδος ἥ τε τῶν τὰ φαιὰ ἱμάτια ἐχόντων ἀκωλύτως προσπαρεισελθόντων ἀσέβεια, καὶ ὁ τῶν ἱεροφαντικῶν θεσμῶν παραρραγεὶς νόμος καὶ σύνδεσμος, ἀλλὰ ταῦτα μὲν ἐς ὕστερον ἐπράχθη, καὶ ὁ λόγος διὰ τὴν πρόγνωσιν παρήνεγκεν.» 
  33. Jacobs, I. (2014). Prosperity after disaster? The effects of the Gothic invasion in Athens and Corinth. Στο: I. Jacobs (επιμ.) Production and prosperity in the Theodosian period. Leuven - Walpole, MA: Petters. σ. 73



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1.


Ομηρικός Ύμνος προς τη θεά Δήμητρα

(Μετάφραση από μη κερδοσκοπικό οργανισμό Chorus: https://chorus.org.gr/omirikos-ymnos-pros-tin-thea-dimitra/ Αλλαγές στο κείμενο: Γιώργος Σαρδέλης)


1. Τη Δήμητρα τη σεβαστή καλλίκομη θεάν αρχίζω να εξυμνώ,

αυτήν και τη λυγεροπόδαρη τη θυγατέρα της που ο Αϊδωνεύς

την άρπαξε, και του την έδωσε ο βαρύγδουπος παντόπτης Ζευς,

όταν μακριά απ’ την χρυσοδρέπανη λαμπρόκαρπη τη Δήμητρα

έπαιζε με του Ωκεανού τις κόρες τις ορθόστηθες,

δρέποντας ρόδα, κρόκους κι άνθη κι όμορφους μενεξέδες

στον τρυφερό λειμώνα, σπαθόχορτα και υάκινθο

και νάρκισσο που ως δόλωμα τον βλάστησε για το κορίτσι

το ροδαλόμορφο η Γη με βούληση του Δία χάρη του πολυδέκτη,

θαυμάσιο άνθος που έθαλλε και θάμπωσε όσους το ‘βλεπαν

απ΄τους αθάνατους θεούς κι απ’ τους θνητούς ανθρώπους,

κι απ΄ρίζα του εκατό ξεφύτρωσαν βλαστάρια,

και σκόρπαε οσμή γλυκύτατη κι όλος ψηλά ο διάπλατος εγέλασε ουρανός

και σύμπασα η γη και το αλμυρό κύμα της θάλασσας.


15. Κι έκθαμβη αυτή τα δυο της χέρια τ’ άπλωσε

το πάγκαλο άθυρμα να πιάσει, κι άνοιξε η γη τότε η πλατύδρομη

στο Νύσιον όρμησε το πεδίον ο πολυδέγμων άρχοντας

ο ένδοξος γιός του Κρόνου με τ’ αθάνατα άλογα.


19. Κι αφού την άρπαξε άθελά της πάνω σε ολόχρυσο όχημα

την πήγαινε κλαμμένη, εκείνη τότε κραύγασε με δυνατή φωνή

καλώντας τον πατέρα της, τον άριστο και ύπατο του Κρόνου γιό.


22. Κανείς απ’ τους αθάνατους ούτε κανείς από τους θνητούς ανθρώπους

δεν άκουσε την φωνή, μήτε οι καλλίκαρπες ελιές,

μόνο του Πέρση η θυγατέρα που τρυφερά αισθανόταν

η Εκάτη η λαμπροκρήδεμνη άκουσε από το άντρο,

μαζί κι ο άναξ Ήλιος, ο λαμπρός γιός του Υπερίωνα,

την κόρη που καλούσε τον πατέρα της Κρονίδη, εκείνος όμως

μακριά και χώρια απ΄ τους θεούς στον πολυσύχναστο καθότανε ναό

δεχόμενος απ’ τους θνητούς ανθρώπους πλούσια αφιερώματα.


30. Κι αυτήν ακούσια οδήγαγε με προτροπή του Δία

ο πολυδέγμων άρχων των νεκρών πατράδερφος της

ο ένδοξος γιός του Κρόνου με τ’ αθάνατα άλογα.

Όσο λοιπόν τη γη και τον ορμητικό ιχθυοτρόφο πόντο

και τις αχτίδες του ήλιου, ήλπιζε ακόμη τη μητέρα της την ένδοξη

να ιδεί και των αθανάτων θεών το γένος,

τόσο μέσα στη θλίψη της τον νου της τον ξαπλάνευε η ελπίδα,

κορφές βουνών αντήχησαν και τα βαθιά του πόντου

απ’ την αθάνατη φωνή, και τη φωνή την άκουσε η σεβαστή μητέρα.


40. Άλγος πικρό κυρίεψε την καρδιά της, κι απ’ τα θεία μαλλιά

ξεσκίσε με τα χέρια της το κρήδεμνο,

και μαύρο κάλυμμα έρριξε στους ώμους,

κι ωσάν γεράκι όρμησε σε γη και θάλασσα

γυρεύοντας τη, όμως κανείς να της αποκαλύψει την αλήθεια

δεν ήθελε, ούτε απ’ τους θεούς ούτε από τους θνητούς ανθρώπους,

κι ούτε απ΄τους οιωνούς ήλθε κανείς αληθινός αγγελιοφόρος.


47. Ύστερα η σεβαστή Δηώ περιπλανιότανε στη γη εννέα ημέρες

στα χέρια της κρατώντας δάδες αναμμένες,

ούτε ποτέ αμβροσία και ούτε ποτέ νέκταρ ηδύποτο

δεν γεύτηκε θλιμμένη, ουτ’ έβαζε το σώμα στα λουτρά.

Αλλά σαν έφτασε την δέκατην ημέρα η φωτοφόρα Ηώς,

η Εκάτη την συνάντησε κρατώντας φως στα χέρια,

κι άγγελμα φέρνοντάς της μίλησε και είπε:


54. «Σεβαστή Δήμητρα λαμπρόδωρη, συ η ωριμάστρια των καρπών,

ποιός απ΄τους ουρανίους θεούς κι απ΄τους θνητούς ανθρώπους

την Περσεφόνη άρπαξε και ράισε την καρδιά σου;

γιατί τη φωνή άκουσα, όμως δεν είδα με τα μάτια μου

ποιός ήτανε, σου λέω με συντομία την πάσα αλήθεια.»

Έτσι λοιπόν είπε η Εκάτη, όμως σ’ αυτήν δεν αποκρίθηκε

της καλλίκομης Ρέας η θυγατέρα, αλλά γοργά μαζί της

έτρεξε μες στα χέρια της κρατώντας δάδες αναμμένες,


62. Και φτάσανε στον Ήλιο τον φρουρό θεών και ανθρώπων,

μπροστά στους ίππους στάθηκαν και η πάνσεπτη θεά τον ρώτησε:

«Ήλιε, σεβάσου εμένα τη θεά, αν κάποτε εγώ

με λόγο ή μ’ έργο επράϋνα την καρδιά και την ψυχή σου.

Την κόρη αυτή τη γέννησα γλυκό φυντάνι με θωριά καμαρωτή

Άκουσα τον παντέρημο αιθέρα τη γοερή κραυγή της,

σαν να την εξανάγκαζαν, αλλ’ όμως με τα μάτια μου δεν είδα.

Όμως εσύ τον πόντο, κι όλη τη στεριά και τον αιθέρα

από ψηλά με τις αχτίδες που εποπτεύεις,

πες μου στ’ αλήθεια αν έχεις δει κάπου το προσφιλές μου τέκνο

που κάποιος μακριά μου αθέλητα της άρπαξε και πάει

κάποιος απ’ τους θεούς ή απ’ τους θνητούς ανθρώπους;»


Έτσι, είπε, και σ΄ αυτήν ο γιός του Υπερίωνος αποκρίθη:

«Της καλλίκομης Ρέας θυγατέρα ω Δήμητρα άνασσα

Θα μάθεις, γιατί σέβομαι πολύ και συμπονώ

Την βαριολυπημένη εσέ για το καλλίσφυρο παιδί σου, άλλος κανείς

απ’ τους αθάνατους δεν είναι ο αίτιος πάρεξ ο νεφεληγερέτης Ζευς,

που την παρέδωσε στον αδερφό του Άδη θαλερή του ομόκλινη

να του είναι, αυτός μες στ’ ομιχλώδες σκότος

αφού την άρπαξε την πήγαινε με τ’ άλογα ενώ εκείνη δυνατά ξεφώνιζε.

82. Αλλά θεά πάψε τον μέγα θρήνο, ούτε σου πρέπει

Ανώφελα έτσι να εξοργίζεσαι, μήτε για σένα ανάξιος

είναι ο γαμπρός μες στους αθάνατους ο άρχων των νεκρών ο Αϊδωνεύς

ο αδερφός και ομόσπορός σου, του έλαχε η τιμή

πρώτη φορά όταν έγινε η μοιρασιά στα τρία,

σε κείνους που μαζί τους κατοικεί του έλαχε ναναι ο άρχοντας τους.»


88. Σαν μίλησε έτσι τ’ άλογα του κάλεσε κι αυτά στην πρoσταγή του

γοργόσυραν πλατύφτερα το ευκίνητο άρμα ως όρνεα,

τότε δεινότερο και πιο άγριο άλγος στην καρδιά της φώλιασε.

Έπειτα χολωμένη με το μαυρονέφελο του Κρόνου τέκνο

αφήνοντας τη σύναξη των θεών και τον πανύψηλο Όλυμπο

στις πόλεις και στους εύφορους αγρούς έφτασε των ανθρώπων

παίρνοντας για πολύ καιρό αλλιώτικη όψη, απ’ τους άνδρες

κι απ’ τις βαθύζωστες γυναίκες που την κοίταζαν κανείς τους δεν τη γνώρισε

μέχρι στο ανάκτορο να φτάσει του ανδρείου Κελεού

που τότε της ευώδους Ελευσίνας ήταν ο άρχοντας.

98. Και με θλιμμένη την ψυχή της κάθισε στο δρόμο

κοντά στο φρέαρ το Παρθένιον, όπου οι πολίτες έπαιρναν νερό

στη σκιά, που είχε φυτρώσει επάνωθε θάμνος ελιάς,

ολόιδια με πολύχρονη γριά, που πια από τοκετό

κι από της φιλοστέφανης της Αφροδίτης δώρα έχει αποκλεισθή,

παρόμοιες είναι και οι τροφοί για τα παιδιά των δίκαιων βασιλιάδων

και οι οικονόμες στα πολύβουα τ’ ανάκτορα.

105. Τότε την είδανε του Ελευσινίου Κελεού οι θυγατέρες

καθώς ερχόνταν για να φέρουνε το ευάντλητο νερό

με χάλκινες υδρίες στα πατρικά τους δώματα,

και οι τέσσερις ωσάν θεές στης νιότης τους το άνθος,

η Καλλιδίκη, η Κλεισιδίκη και η Δημώ η ελκυστική

και η Καλλιθόη, η πιο μεγάλη απ’ όλες που ήταν,

μα δεν την γνώρισαν, δύσκολο στους θνητούς να δούνε τους θεούς

Κι αφού πλησίασαν της είπαν λόγια φτερωτά:


113. «Ποιά κι από που είσαι γριά, συ απ’ τους μακρόζωους ανθρώπους;

Γιατί μακριά απ’ την πόλη έμεινες και ούτε τις κατοικίες

πλησιάζεις; σε μέγαρα σκιερά εκεί γυναίκες βρίσκονται

της ίδιας ηλικίας με σε κι ακόμα νεώτερες σου,

που θα σου δείξουν την αγάπη τους με λόγια όσο και μ’ έργα.»


Έτσι είπανε, και η πάνσεπτη θεά μ’ αυτά τα λόγια απάντησε:

«Παιδιά μου, όποιες κι αν είστε σεις από τις τρυφερόλιγνες γυναίκες

χαίρετε, εγώ θα σας τ’ αφηγηθώ, καθόλου δεν είν’ άπρεπο

απάντηση να δώσω αληθινή σε σας που με ρωτάτε.

Δως είναι τ’ όνομά μου, η σεβαστή μου τόδωσε μητέρα,

μόλις τώρα, περνώντας την πλατιά θάλασσα από την Κρήτη

ήλθα, χωρίς να θέλω, γιατί με βία κι εξαναγκασμό

μ’ άρπαξαν άνδρες πειρατές. Κι έπειτα αυτοί

στο Θορικό με γοργό πλοίο προσάραξαν, όπου γυναίκες της στεριάς

όλες μαζί ανεβήκανε και τότε εκείνοι

δείπνο ετοιμάσανε κοντά στου πλοίου τα παλαμάρια,

129. όμως εγώ δεν είχα καμιά όρεξη για γλυκό δείπνο,

και κρυφά ορμώντας μέσα από τη σκοτεινόμαυρη στεριά

ξέφυγα απ’ τους θρασείς αυθέντες, γιατί θέλαν

αφού με δώσουν, όχι βέβαια χωρίς λύτρα, να κερδίσουν.

Έτσι έφτασα εδώ περιπλανώμενη, δίχως να ξέρω

ποιός είναι αυτός ο τόπος και ποιοί τον κατοικούν.

Αλλά σε σας, όλοι που τα Ολύμπια εκείνα δώματα κατέχουν,

νόμιμους άνδρες είθε να σας δώσουνε και τέκνα να γεννήσετε

όπως τα θέλουν οι γονείς, εμένα πάλι κόρες λυπηθείτε με

να φτάσω ευπρόσδεκτη,


ω παιδιά μου, σε μια κατοικία

ανδρός και γυναικός, για να εργασθώ σ’ αυτούς

πρόθυμη να προσφέρω έργα υπερήλικης γυναίκας,

και νεογέννητο παιδί κρατώντας το στην αγκαλιά

καλά θ’ ανάθρεφα και δώματα θα επιτηρούσα

και θα ΄στρωνα στο βάθος των καλόχτιστων θαλάμων το κρεβάτι

του νοικοκύρη, και θα επόπτευα τις γυναικείες δουλειές.»


145. Έτσι είπεν η θεά, κι ευθύς της αποκρίθηκε το ανύπαντρο κορίτσι

η Καλλιδίκη, η πιο όμορφη απ’ τις θυγατέρες του Κελεού,


«Κυρούλα, ο,τι οι θεοί μας δίνουνε και λυπημένοι ακόμα

οι άνθρωποι εμείς τα υπομένουμε, γιατί είναι παντοδύναμοι.

Αυτά ξεκάθαρα θα πω σε σένα, και θα ονοματίσω

τους άνδρες που πολύ τιμούνται εδώ

και του λαού είναι προύχοντες, και τα οχυρά της πόλης

έχουν σωθεί με τις βουλές και με τις δίκαιες κρίσεις τους.

Τ’ όνομα του Τριπτόλεμου του συνετού και του Διόκλου

και του Πολύξεινου και του αξιέπαινου Ευμόλπου

και του Δολίχου και του θαρραλέου πατέρα μας

όλων αυτών οι σύζυγοι φροντίζουνε τα σπίτια,

157. ούτε κανένας απ΄αυτούς που θα σε πρωτοδεί

θα σε περιφρονήσει κι απ’ το σπίτι θα σε διώξει,

αλλά θα σε καλοδεχτούν, γιατί είσαι όμοια με θεά.

Αν όμως θες, περίμενε να πάμε στου πατέρα

τ’ ανάκτορα και στη βαθύζωνη μητέρα μας Μετάνειρα

λεπτομερώς τα πάντα να της πούμε, κι αν τούτη σε καλέσει

νάρθεις στο σπίτι το δικό μας, σε άλλων μην ψάξεις σπίτια.

164. Μες στο καλόχτιστο τ’ ανάκτορο ακριβός γιός

στερνόπαιδο ανατρέφεται, πολύ ακριβό κι αγαπημένο.

Αν βέβαια το ανάθρεψες εσύ και στην ακμή της ήβης έφτανε

Όποια κι αν σ’ έβλεπεν από τις τρυφερές γυναίκες, εύκολα

θα ζήλευε, τόση αμοιβή θα σου δινόταν.»


169. Έτσι είπανε, κι αυτή με το κεφάλι συγκατάνευσε και κείνες τα στιλπνά

γεμίζοντας νερό αγγεία τα σήκωναν καμαρωτές.

Γρήγορα φτάσαν στου πατέρα τους τ’ ανάκτορο κι αμέσως στη μητέρα

Είπαν ό,τι είδαν κι άκουσαν. Εκείνη τότε στη στιγμή

τις προέτρεψε να την καλέσουν με απεριόριστο μισθό.

174. Κι αυτές, όπως λαφίνες ή δαμάλες σε έαρος εποχή

πηδάνε στο λιβάδι αφού κορέσαν την καρδιά τους με τροφή,

ανασηκώνοντας των θελκτικών εσθήτων τις πτυχές

τρέξαν στον αμαξόδρομο ενώ γύρω στους ώμους

κυμάτιζαν, όμοια κροκόχρωο άνθος, τα μαλλιά τους.

Και τη θεά την ένδοξη συνάντησαν στο δρόμο εκεί ακριβώς

που την αφήσαν, κι έπειτα στ’ ανάκτορα τα πατρικά

πορεύτηκαν, κι εκείνη πίσωθε με λυπημένη την ψυχή της

περπάταε σκεπασμένη απ΄την κορφή ως τα νύχια, και κατάμαυρο

πέπλο γύρω απ’ τα πόδια της θεάς τα λυγερά κυμάτιζε.


184. Κι ευθύς φτάσαν στ’ ανάκτορα του θεϊκού Κελεού,

περάσανε στην αίθουσα, όπου η σεπτή μητέρα τους

κοντά στο στύλο κάθονταν της καλοκαμωμένης στέγης

έχοντας στην αγκάλη της το νέο βλαστάρι, το παιδί της, τότε αυτές

σιμά της τρέξαν, κι η θεά πάτησε στο κατώφλι, και στη σκεπή

έφτανε το κεφάλι της και φως θεϊκό πλημμύρισε τη θύρα.

Ντροπή σέβας και δέος πελιδνό κυρίεψε τη μητέρα,

δίφρο της πρόσφερε και την προτρέπει να καθίσει.

Όμως η ωριμάστρια των καρπών η Δήμητρα η λαμπρόδωρη

δεν ήθελε στο στιλπνό δίφρο να καθίσει,

αλλ’ έμενε άφωνη ρίχνοντας χαμηλά τα ωραία της μάτια,

195. έως ότου η έμπιστη Ιάμβη της προσέφερε

στέρεο σκαμνί και πάνω του έστρωσε αργυρόστιλπνη προβιά.

Εκεί σαν κάθησε κράτησε μπρος της με τα χέρια την καλύπτρα,

για πολλήν ώρα αμίλητη και λυπημένη κάθονταν στο δίφρο,

ούτε καλοχαιρέτησε κανέναν καν με λόγο ή κάποια κίνηση,

μα αγέλαστη ολονήστικη από τροφή κι από νερό

καθόταν λειώνοντας απ’ τον καημό της θυγατέρας της βαθύζωνης,

μέχρι που με τ’ αστεία της η έμπιστη Ιάμβη

και τα πολλά της σκώμματα κατάφερε την πάναγνη κυρά

σε γέλια να ξεσπάσει και ν’ αποκτήσει ευχάριστη διάθεση,

αλλά κι αργότερα πάλι με τέτοια την ευχαριστούσε.

206. Τότε η Μετάνειρα της δίνει κύπελλο, γλυκό κρασί

γεμίζοντάς το, όμως αυτή τ’ αρνήθηκε, γιατί της είπε θεμιτό δεν είναι

να πίνει κόκκινο κρασί, και ζήτησε κριθάλευρο και ύδωρ

αφού αναμείξουν με καλοτριμμένο δυόσμο να της δώσουνε να πιεί.

Κι εκείνη όταν ετοίμασε τον κυκεώνα, στη θεά τον πρόσφερε ως επρόσταξε,

κι αφού κατά τα θέσμια τον δέχτηκε η πολυσέβαστη Δηώ

213. τότε μ’ αυτούς τους λόγους άρχισε η καλλίζωστη Μετάνειρα:


«Χαίρε γυναίκα, εσύ που ελπίζω νασαι από καλούς γονιούς

κι όχι κακούς, γιατί στα μάτια σου διακρίνεται η σεμνότητα

και η χάρη, όπως στων δίκαιων βασιλιάδων.

Αλλ’ οι θεοί ό,τι δίνουνε και λυπημένοι εμείς ακόμα

οι άνθρωποι τα υπομένουμε, γιατί ζυγός σκλαβιάς μας σφίγγει τον αυχένα.

Τώρα που έφτασες εδώ, θα ανατεθούν σ’ εσέ, όσα σε μένα ανήκουν.

Ανάθρεψέ μου τούτο το παιδί, το στερνοπαίδι και το ανέλπιστο

που μούδωσαν οι αθάνατοι και είναι χιλιάκριβο για μένα.

Αν το μεγάλωνες εσύ και στην ακμή της ήβης έφτανε

Όποια κι αν σ’ έβλεπε από τις τρυφερές γυναίκες εύκολα

θα ζήλευε, τόση αμοιβή θα σου δινόταν.»


224. Τότε σ’ αυτή πάλι αποκρίθηκεν η Δήμητρα η ευστέφανη,

και συ κυρά ναχεις χαρά μεγάλη κι οι θεοί ας σου δίνουν αγαθά.

Πρόθυμα το παιδί σου θ’ αναλάβω, ως με προτρέπεις,

θα το αναθρέψω ελπίζω δίχως τις πονηρίες τροφού

κι ούτε μαγγάνιες και βοτάνια θα το βλάψουν,

γιατί γνωρίζω αντίδοτο πιο δραστικό για το κακό,

γνωρίζω την κατάλληλη προφύλαξη από γητειά ολέθρια.


Έτσι αφού μίλησε, στο ευωδιαστό της στήθος το παιδί

κράτησε με τα αθάνατά της χέρια, και η ψυχή χάρηκε της μητέρας.

Έτσι του γενναιόφρονα Κελεού τον λαμπρό γιο

τον Δημοφώντα, που η καλλίζωστη Μετάνειρα τον γέννησε

235. εκείνη τον ανάθρεψε στ’ ανάκτορα, κι αυτός μεγάλωνε όμοιος με θεό.

δεν έτρωγε τροφή, ούτε μητέρας γάλα θήλαζε

η Δήμητρα τον έχριε μ’ αμβροσία σαν ναχε γεννηθή από θεό

γλυκά φυσώντας τον καθώς τον κράταγε στην αγκαλιά,

τις νύχτες όμως σαν δαυλό τον έκρυβε μες στη φωτιά

κρυφά από τους γονιούς του, ήσαν γι’ αυτούς μεγάλο θαύμα

το πόσο αναπτυσσότανε κι έμοιαζε τέλεια στους θεούς.

Και θα τον έκαμνε κι αγέραστο κι αθάνατο

αν η καλλίζωστη Μετάνειρα στην αφροσύνη της

τη νύχτα απ’ τον ευώδη θάλαμό της καιροφυλακτώντας

δεν τα βλεπε, έσκουξε κι έπληξε τότε τους μηρούς

φοβούμενη για το παιδί τυφλώθη από σφοδρό θυμό.

Κι ύστερα ολοφυρμένη λόγια φτερωτά ξεστόμισε:


248. «Τέκνο μου Δημοφών εσένα η ξένη αυτή μες σε τρανή φωτιά σε κρύβει,

κι εμένα μες σε γόο με ρίχνει και σ’ ολέθριες λύπες»


Έτσι είπε κλαίγοντας, και η πάνσεπτη θεά την άκουσε.

Τότε μ’ αυτήν η καλλιστέφανη Δήμητρα χολωμένη

το ανέλπιστο, που γέννησε στ΄ανάκτορα παιδί της,

με χέρια αθάνατα το απόθεσε στο δάπεδο

τραβώντας το απ’ τη φωτιά σφοδρά οργισμένη,

και είπε συγχρόνως στην καλλίζωστη Μετάνειρα,


256. «άνθρωποι ανόητοι και άφρονες, ούτε του επερχόμενου καλού

ούτε και του κακού την μοίρα είστε ικανοί να προνοήσετε,

γι’ αυτό και συ πολύ ζημιώθηκες από την αφροσύνη σου.

Και μάρτυς μου ο όρκος των θεών στ’ αμείλικτο ύδωρ της Στυγός

θά κανα αθάνατο κι αγέραστο για πάντα

το προσφιλές παιδί σου κι άφθαρτη θα τού δινα τιμή,

262 τώρα δεν θα αποφύγει συμφορές και θάνατο.

Αλλ’ όμως άφθαρτη τιμή του θαναι πάντα, που στα γόνατα

κάθησε τα δικά μου κι εκοιμήθη στην αγκάλη μου.

Στην εποχή του ενώ θάρχονται και θα φεύγουνε τα χρόνια

των Ελευσινίων τα παιδιά φοβερές μάχες και πολέμους

θα ξεσηκώνουν μεταξύ τους πάντοτε.

Η πολυτίμητη είμαι η Δήμητρα, η πιο μεγάλη

σε αθάνατους και σε θνητούς ωφέλεια κι ευχαρίστηση,

270. Εμπρός λοιπόν ναό μεγάλο και βωμό κάτω απ’ αυτόν

για μένα ας χτίσει ο λαός κάτω απ’ την πόλη και το απότομα το τείχος

απάνω απ’ την Καλλίχορη πηγή στο λόφο που δεσπόζει,

και τότε η ίδια εγώ τελετουργίες θα υποδειθώ ώστε έπειτα

εσείς με αγνότητα θυσιάζοντας θα εξευμενίσετε το νου μου.»

Έτσι αφού μίλησε η θεά το ανάστημα και τη μορφή της άλλαξε

τα γηρατειά αποδιώχνοντας, κι ολόγυρά της ομορφιά κυμάτιζε,

θεσπέσια οσμή απ΄τα πέπλα της τα ευωδιαστά

σκορπίζονταν, και της θεάς το αθάνατο κορμί ως πέρα

εφεγγοβόλαε και σκεπάζανε τους ώμους τα ξανθά μαλλιά,

και λάμψη σαν από αστραπή γέμισε το καλοχτισμένο δώμα.

Βγήκε απ΄τα ανάκτορα και τότε της Μετάνειρας μεμιάς τα γόνατα

Λυθήκανε, κι ώρα πολλή παρέμεινε άλαλη, και το παιδί ούτε καν

Σκέφτηκε το χιλιάκριβο να το σηκώσει από το δάπεδο.

Τότε οι αδερφές του τη σπαραχτική φωνή του άκουσαν

και πήδηξαν απ’ τις καλοστρωμένες κλίνες, έπειτα η μιά

παίρνοντας το παιδί στα χέρια τόκρυψε στον κόρφο της,

η άλλη άναψε φωτιά κι η Τρίτη έσπευσε με πόδια ελαφροπάτητα

να βγάλει τη μητέρα απ’ τον ευώδη θάλαμο.

Κι αφού μαζεύτηκαν τριγύρω απ’ το παιδί που σπαρταρούσε, τόλουζαν

γεμάτες τρυφερότητα, μα του παιδιού η ψυχή δεν ηρεμούσε

γιατί το βάσταγαν αδέξιες τροφοί και παραμάνες.


292. Κι αυτές όλη τη νύχτα εξευμενίζανε την ένδοξη θεά

τρέμοντας από φόβο, κι όταν φάνηκε η αυγή

είπαν στον κρατεό Κελεό την όλη αλήθεια,

για όσα παράγγειλεν η Δήμητρα η καλλιστέφανη θεά.

Κι εκείνος σε συνάθροιση αφού κάλεσε όλο τον γύρω λαό

πρόσταξε πλούσιο ναό για την ωραιόμαλλη τη Δήμητρα

να χτίσουν, και βωμό πάνω στο λόφο που δεσπόζει.

299. Κι όλοι τους πείσθηκαν ευθύς και υπάκουσαν στα λόγια του,

κι έκαναν ό,τι πρόσταξε, κι ο ναός υψώνονταν με τη θεϊκή βουλή.


Μόλις αυτοί τελειώσανε κι απόδιωξαν τον κάματο

Καθένας κίναε για το σπίτι του, μα η ξανθομάλλα Δήμητρα

έμεινε καθισμένη εκεί απ’ όλους τους αθάνατους μακριά

να λειώνει απ’ τον καημό της θυγατέρας της βαθύζωστης.

Τότε άγονη και ολέθρια χρονιά στην πολυθρέφτρα γη

για τους ανθρώπους έκαμε, κι ούτε το έδαφος

φύτρωνε σπόρο, γιατί η Δήμητρα η ευστέφανη τον έκρυβε.

Πολλά καμπύλα αλέτρια μάταια τα βόδια τράβαγαν στη γη,

πολύ λευκό κριθάρι έπεσε άχρηστο στο χώμα.

310. Και θα εξαφάνιζε ασφαλώς το γένος όλο των φθαρτών ανθρώπων

με φοβερό λιμό, και το λαμπρό προνόμιο δώρων και θυσιών

θα το στερούσεν απ’ αυτούς που κατοικούν τα Ολύμπια ανάκτορα,

εάν ο Ζευς δεν το εννοούσε και δεν το συλλογιόταν.

Και πρώτα τη χρυσόφτερη την Ίριδα πρόσταξε να φωνάξει

την ωραιομάλλα Δήμητρα με τη θωριά την πολυπόθητη.

Έτσι είπε, τότε αυτή στον μαυρονέφελο του Κρόνου γιο τον Δία

πειθάρχησε και με τα πόδια της γοργά το διάστημα διέτρεξε.

Κι ήλθε στην πόλη της ευωδούς Ελευσίνας,

και βρήκε τη μαυρόπεπλη Δήμητρα στο ναό,

και προσφωνώντας τη της είπε λόγια φτερωτά:


321. «Δήμητρα σε καλεί ο πατέρας Ζευς τ΄άφθαρτα που γνωρίζει

να ρθεις κοντά στο γένος των αθανάτων θεών.

Έλα, μη κι ανεκτέλεστη απομείνει η προσταγή που μου ‘δωσεν ο Ζευς.»


Έτσι ικετεύοντας εμίλησε, μα εκείνης δεν της λύγισε η καρδιά.

Έπειτα τους ευδαίμονες θεούς τους πάντοτε παρόντες ο πατέρας

όλους τους έστειλε, κι αυτοί ένας-ένας που πήγαιναν

την προσκαλούσαν και της πρόσφεραν πλούσια δώρα,

κι όσες τιμές αν θα θελε θα χε μες στους αθανάτους,

329. αλλά κανείς να της γυρίσει το μυαλό δεν μπόραγε κι ούτε τη γνώμη

γιατί ήταν χολωμένη και με πείσμα αρνιόταν τις προτάσεις,

και είπε πως πια στον εύοσμο Όλυμπο ποτέ της

δεν θα ανέβει, κι ούτε ποτέ καρπό θα δώσει η γης,

προτού αντικρύσει την ωραιόφθαλμή της κόρη.


334. Όμως αυτό σαν άκουσε ο βροντερός ο παντεπόπτης Ζευς

στο Έρεβος τον χρυσόραβδο Αργειφόντην έπεμπε,

να ξεπλανέψει με γλυκά λόγια τον Άδη

και την αγνή την Περσεφόνη απ’ το κατάμαυρο σκοτάδι

στο φως να ξαναφέρει στους θεούς κοντά, για να ‘παυε η μητέρα,

όταν την έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια, την οργή.

340. Κι ο Ερμής πειθάρχησε κι ευθύς στης γης τα τρίσβαθα

βιαστικά κατέβηκε αφήνοντας την κατοικία του Ολύμπου.

Τότε συνάντησε τον άρχοντα μέσα στ’ ανάκτορά του

στην κλίνη του να κάθεται κοντά στην ντροπαλή του σύζυγο

που δυσαρεστημένη ήταν πολύ απ’ τον καημό για την μητέρα της,

εκείνη όμως μακριά για των μακάριων θεών τις πράξεις μηχανεύονταν κακά.

346. Κι αφού κοντοπλησίασε ο κρατερός Αργεϊφόντης είπε:


«Ω Άδη μαυρομάλλη στους νεκρούς εσύ που βασιλεύεις,

ο πατήρ Ζευς επρόσταξε απ’ το Έρεβος

τη λαμπρή Περσεφόνη ν’ ανεβάσεις στους αθάνατους,

για να ‘παυε η μητέρα σαν την έβλεπε με τα ίδια της τα μάτια

τον φοβερό θυμό και την οργή για τους αθάνατους, γιατί μέγα κακό

σχεδιάζει ν’ αφανίσει την αδύναμη φυλή των χοϊκών ανθρώπων

κρύβοντας μες στη γη το σπόρο κι αφαιρώντας έτσι τις τιμές

για τους αθανάτους. Έχει άγρια οργή, ούτε με τους θεούς

αναμειγνύεται, αλλά μακριά στο βάθος του εύοσμου ναού

κάθεται την πετρώδη πόλη εξουσιάζοντας της Ελευσίνας.»


357. Έτσι είπε, κι ο άρχοντας των υπογήινων Αιδωνεύς μειδίασε

σαλεύοντας τα φρύδια, και στου Δία την εντολή πειθάρχησε.

Κι αμέσως πρότρεψε τη γνωστική την Περσεφόνη:


«Πήγαινε Περσεφόνη στην μαυρόπεπλη μητέρα σου

έχοντας μες στα στήθια σου ήπια οργή και διάθεση

κι ούτε περίσσια να σαι δύσθυμη περισσότερο απ’ τους άλλους.

Εγώ μες στους αθανάτους δεν θα σου είμαι σύζυγος ανάξιος,

αδερφός γνήσιος του πατρός σου Δία, εδώ σαν μένεις

στα πάντα σε όσα ζούνε και κινούνται θα δεσπόζεις,

και τιμές θα χεις μέγιστες μες στους αθάνατους,

για πάντα απ’ όσους σ’ αδικήσανε θα τιμωρούνται εκείνοι

που δεν θα εξευμενίσουν την οργή σου με θυσίες

τελώντας τες με αγνότητα και δώρα πρέποντα προσφέροντας.»


370. Αυτά είπε, τότε η Περσεφόνη η συνετή αναγάλιασε

κι ορμητικά πήδηξε από χαρά, όμως αυτός

της έδωκε κρυφά να γάει γλυκό σπυρί ροδιού

τραβώντας την παράμερα, για να μη μείνει αυτή για πάντα

κοντά στη σεβαστή Δήμητρα τη μαυρόπεπλη.

Κι έζευξε τότε μπρος στο ολόχρυσο άρμα

τ’ αθάνατα άλογα ο άρχων των νεκρών ο Αιδωνεύς.

Και στο άρμα ανέβηκαν εκείνη και δίπλα ο κρατερός Αργεϊφόντης

παίρνοντας το μαστίγιο και τα ηνία στα χέρια του

όρμησε μες από τα ανάκτορα, και τ’ άλογα με προθυμία πετάξαν.

380. Και διάνυσαν γοργά τους μακριούς δρόμους, κι ούτε η θάλασσα

και το νερό των ποταμών, ούτε τα χλοερά φαράγγια

ούτε οι βουνοκορφές ανέκοψαν των αθανάτων ίππων την ορμή,

αλλ’ από πάνω τους πετώντας σχίζαν τον πυκνό αγέρα.

Κι ο Ερμής στάθηκε εκεί που η Δήμητρα η ευστέφανη περίμενε

μπροστά στον εύοσμο ναό, και κείνη βλέποντας τους

όρμησε σα μαινάδα απ’ το βουνό μες σε βαθύσκιο δάσος.

387. Και η Περσεφόνη απ’ τ’ άλλο μέρος, όταν είδε

τα όμορφα μάτια της μητέρας της, άλογα και άρμα παρατώντας

έτρεξε, και στο λαιμό της έπεσε αγκαλιάζοντας την,

κι εκείνη ενώ στα χέρια ακόμα κράταγε το προσφιλές παιδί της

αιφνίδια ο νους της καταπαύοντας ξαφνικά ρώτησε:

393. «Τέκνο μου μη και γεύτηκες όσο εκεί κάτω ήσουν

κάποια τροφή; Μίλα, μη μου το κρύβεις, για να ξέρουμε κι οι δυο,

γιατί αν δεν γεύτηκες κι ανέβηκες από τον μισητό Άδη

κοντά μου και στον μαυρονέφελο πατέρα τον Κρονίωνα

θα μείνεις τιμημένη μέσα σ’ όλους τους αθανάτους.

Αλλιώς, ξαναγυρίζοντας στα τρίσβαθα της γης

θα κατοικείς εκεί τη μια εποχή από τις τρεις του χρόνου,

400. ενώ τις άλλες δυο κοντά μου και στους άλλους αθανάτους.

Κι όποτε η γης απ’ άνθη ευωδιαστά ανοιξιάτικα

κάθε λογής θ’ ανθοβολάει, τότε απ’ το ολόμαυρο σκοτάδι

πάλι για τους θεούς και τους ανθρώπους θ’ ανεβαίνεις μέγα θαύμα.

Και με τι δόλο σ’ εξαπάτησε ο κρατερός ο Πολυδέγμων;»


406 Και σ’ αυτήν πάλι απάντησε η Πεσεφόνη η πάγκαλη:

«Λοιπόν μητέρα θα σου πω την όλη αλήθεια,

όταν σ’ εμένα ήρθε ο Ερμής ταχύς σωτήριος αγγελιοφόρος

απ’ τον πατέρα μου Κρονίδη και τους λοιπούς επουράνιους

να με τραβήξει απ’ το Έρεβος, και σαν με δεις με τα ίδια σου τα μάτια

να πάψεις το θυμό και την φριχτή σου οργή για τους αθάνατους,

τότες εγώ πήδηξα από χαρά, κι έπειτα αυτός κρυφά

στο χέρι μου βαλε σπυρί ροδιού, μελίγευστη τροφή,

και μ’ εξανάγκασε να το γευθώ με βία κι άθελά μου.

Το πως με του πατέρα μου Κρονίδη τη σοφή βουλλη αρπάζοντάς με

με τράβηξε και πήγε μες στης γης τα τρίσβαθα,

θα σου το αποκαλύψω κι όλα θα σου τα πω, αφού ρωτάς.

Εμείς όλες μαζί μέσα στο περιπόθητο λιβάδι

η Ηλέκτρα, η Λευκίππη και η Φαινώ και η Ρόδεια

η Ιάνθη, η Καλλιρόη, η Ιάχη και η Τύχη

η Ιάνειρα, η Μελίτη, η Χρυσηίς, η Ακάστη

και η Μηλόβασις, η Άδμητη και η ροδόχροη Ωκυρόη

η Πλουτώ, η Στυξ και η Ροδόπη, η θελκτική η Καλυψώ

η Ουρανία και η Γαλαξαύρα η ευπρόσδεκτη

και η Παλλάς η εγερσιμάχα και η τοξότρια Άρτεμις

425. επαίζαμε και με τα χέρια δρέπαμε άνθη ποθητά

τρυφερό κρόκο και μαζί σπαθόχορτο και υάκινθο

τριανταφυλλιάς μπουμπούκια και λευκόκρινα, θαύμα να βλέπεις,

και νάρκισσο που βλάστησεν όμοιο με κρόκο ο απέραντος ο τόπος.

Ευθύς εγώ από χαρά τον έδρεψα, και τότε η γης

κάτω υποχώρησε, κι ο κρατερός ο πολυδέγμων άρχοντας πήδηξε πάνω

και πήγε φέροντάς με κάτω από τη γη με ολόχρυσο άρμα

χωρίς καθόλου να το θέλω, και με φωνή αναβοήσα δυνατή.

Αν κι αναστατωμένη, όλα μου αυτά στα λέω στ’ αλήθεια.»


434. Και τότε όλη τη μέρα ίδια διάθεση έχοντας κι οι δυο

η μια της άλλης την ψυχή και την καρδιά θερμαίναν

ενώ σφιχταγκαλιάζονταν κι αναπαυόταν η ψυχή απ’ τα βάσανα.

Και η μια στην άλλη δίνανε και δέχονταν χαρές.

Τότε κοντά τους ήρθε η λαμπροκρήδεμνη Εκάτη,

αυτή πολύ αγάπησε της αγνής Δήμητρας την κόρη,

τούτη η βασίλισσα έκτοτε έγινε προστάτρια και οπαδός της.


441. Τότε σ’ αυτές αγγελιοφόρον έστειλε ο βροντώδης παντεπόπτης Ζευς

τη Ρέα την καλλίκομη, για να οδηγήσει τη μαυρόπεπλη μητέρα

στο γένος των θεών, και υποσχέθηκε τιμές

να δώσει, όσες κι αν θα θελε μες στους αθάνατους θεούς,

και συγκατένευσε στη διάρκεια του έτους να ναι η κόρη

κατά το τρίτο μέρος του κάτω στ’ ολόμαυρο σκοτάδι

και στ’ άλλα δυο να ναι μαζί με τη μητέρα και τους άλλους αθανάτους.

448. Έτσι είπε, κι η θεά στ’ αγγέλματα του Δία δεν απείθησε.

Κι αμέσως γοργοδρόμησε απ’ τις κορφές του Ολύμπου

και ήρθε στο Ράριο, μαστό της γης ζωοδότη άλλοτε,

αλλά όμως τώρα πια δεν είναι ζωογόνο μα χερσότοπος

στέκεται δίχως φύλλα, έκρυβε το κριθάρι το λευκό

με της ομορφοστράγαλης Δήμητρας τη βουλή, αλλ’ όμως έπειτα

μέλλονταν να φουντώσει ξαφνικά με στάχυα ορθόλιγνα

όσο θα προχωρούσε η άνοιξη και στην πεδιάδα οι εύφοροι αγροί

θα γέμιζαν με στάχυα, που θα δένονταν με καλαμόσχοινα.

457. Εδώ πάτησε πρώτα απ’ τον απέραντο αιθερα,

Αλληλοκοιταχτήκανε με αγάπη και αναγάλλιασαν βαθιά τους.

Και τότε αυτά της είπε η Ρλεα η λαμπροκρήδεμνη:


«Τέκνο μου έλα, σε καλεί ο βροντώδης παντεπόπτης Ζευς

να ρθεις στο γένος των αθάνατων, και υποσχέθηκε τιμές

να δώσει, όσες κι αν θα θελες μες στους αθάνατους θεούς.

Και συγκατένευσε στη διάρκεια του έτους να ναι η κόρη σου

κατά το τρίτο μέρος του κάτω στ’ ολόμαυρο σκοτάδι,

και στ’ άλλα δυο μαζί σου και μαζί με τους αθάνατους τους άλλους.»

470. Έτσι είπε ότι θα γίνουν, και με την κεφαλή του συγκατένευσε.

Τέκνο μου εμπρός, πειθάρχησε, κι ας μη τόσο πολύ

είσαι οργισμένη αδιάκοπα με τον μελανοσύννεφο Κρονίωνα,

κι αύξησε τον καρπό τον ζωοδότη στους ανθρώπους γρήγορα.


Έτσι είπε, και η ευστέφανη Δήμητρα δεν απείθησε

και γρήγορα ξανάδωσε καρπό απ’ τα εύφορα χωράφια.

Και τότε η απέραντη όλη η γης με φύλλα και άνθη

εγέμισε, κι αυτή πηγαίνοντας στους δίκαιους βασιλιάδες

έδειξε στον Τριπτόλεμο και στον ιππέα τον Διοκλή

και στον πανίσχυρο Εύμολπο και στον ηγέτη του λαού Κελεό,

τις ιεροπραξίες, κι αποκάλυψε σ’ όλους αυτούς

και στον Τριπτόλεμο και στον Πολύξενο καθώς και στον Διοκλή

478. τα πάνσεπτα όργια, που κανείς δεν πρέπει να ερευνά κι ούτε να παραβαίνει,

ούτε να τα κοινολογεί, γιατί το μέγα σέβας στους θεούς δένει τη γλώσσα.

Ευτυχής όποιος από τους γήινους ανθρώπους τα χει δει,

ο αμύητος όμως στα ιερά και ο αμέτοχος δεν έχει όμοια

μοίρα ακόμα και νεκρός στο μουχλιασμένο σκότος.


Μόλις αυτά συμβούλεψε όλα η πάνσεπτη θεά,

οι δυο τους κίνησαν να παν’ στον Όλυμπο στων άλλων θεών τη σύναξη.

Κι εκεί μένουν κοντά στον Δία τον φιλοκέραυνο

σεβάσμιες κι αξιότιμες, τρισόλβιος απ΄τους γήινους ανθρώπους

αυτός που εκείνες αγαπούν αληθινά,

ευθύς τότε του στέλνουνε στον οίκο του τον Πλούτο,

που δίνει στους θνητούς ανθρώπους περιουσία.

490. Όμως ελάτε σεις που τον λαό της αρωματισμένης Ελευσίνας κυβερνάτε

και την περίβρεχτη Πάρο και τον πετρώδη Αντρώνα,

σεβάσμια λαμπρόδωρη καρποφόρα ω Δηώ βασίλισσα

εσύ και η πάγκαλή σου κόρη Περσεφόνη

για χάρη τούτης της ωδής ευνοϊκές χαρίστε βίον ευχάριστον.

Όμως εγώ και με άλλο μου άσμα θα σε μνημονεύσω.


_______________________________________________________________

(Πρωτότυπο κείμενο) 


  1. Δήμητρ’ ἠύκομον, σεμνὴν θεόν, ἄρχομ’ ἀείδειν,
  2. αὐτὴν ἠδὲ θύγατρα τανύσφυρον, ἣν Ἀιδωνεὺς
  3. ἥρπαξεν, δῶκεν δὲ βαρύκτυπος εὐρύοπα Ζεύς,
  4. νόσφιν Δήμητρος χρυσαόρου, ἀγλαοκάρπου,
  5. παίζουσαν κούρῃσι σὺν Ὠκεανοῦ βαθυκόλποις


  1. ἄνθεά τ’ αἰνυμένην, ῥόδα καὶ κρόκον ἠδ’ ἴα καλὰ
  2. λειμῶν’ ἂμ μαλακὸν καὶ ἀγαλλίδας ἠδ’ ὑάκινθον
  3. νάρκισσόν θ’, ὃν φῦσε δόλον καλυκώπιδι κούρῃ
  4. Γαῖα Διὸς βουλῇσι χαριζομένη Πολυδέκτῃ,
  5. θαυμαστὸν γανόωντα: σέβας τό γε πᾶσιν ἰδέσθαι


  1. ἀθανάτοις τε θεοῖς ἠδὲ θνητοῖς ἀνθρώποις:
  2. τοῦ καὶ ἀπὸ ῥίζης ἑκατὸν κάρα ἐξεπεφύκει:
  3. κὦζ’ ἥδιστ’ ὀδμή, πᾶς τ’ οὐρανὸς εὐρὺς ὕπερθεν
  4. γαῖά τε πᾶσ’ ἐγελάσσε καὶ ἁλμυρὸν οἶδμα θαλάσσης.
  5. ἣ δ’ ἄρα θαμβήσασ’ ὠρέξατο χερσὶν ἅμ’ ἄμφω


  1. καλὸν ἄθυρμα λαβεῖν: χάνε δὲ χθὼν εὐρυάγυια
  2. Νύσιον ἂμ πεδίον, τῇ ὄρουσεν ἄναξ Πολυδέγμων
  3. ἵπποις ἀθανάτοισι, Κρόνου πολυώνυμος υἱός.
  4. ἁρπάξας δ’ ἀέκουσαν ἐπὶ χρυσέοισιν ὄχοισιν
  5. ἦγ’ ὀλοφυρομένην: ἰάχησε δ’ ἄρ’ ὄρθια φωνῇ,


  1. κεκλομένη πατέρα Κρονίδην ὕπατον καὶ ἄριστον.
  2. οὐδέ τις ἀθανάτων οὐδὲ θνητῶν ἀνθρώπων
  3. ἤκουσεν φωνῆς, οὐδ’ ἀγλαόκαρποι ἐλαῖαι†
  4. εἰ μὴ Περσαίου θυγάτηρ ἀταλὰ φρονέουσα
  5. ἄιεν ἐξ ἄντρου, Ἑκάτη λιπαροκρήδεμνος,


  1. Ἠέλιός τε ἄναξ, Ὑπερίονος ἀγλαὸς υἱός,
  2. κούρης κεκλομένης πατέρα Κρονίδην: ὃ δὲ νόσφιν
  3. ἧστο θεῶν ἀπάνευθε πολυλλίστῳ ἐνὶ νηῷ,
  4. δέγμενος ἱερὰ καλὰ παρὰ θνητῶν ἀνθρώπων.
  5. τὴν δ’ ἀεκαζομένην ἦγεν Διὸς ἐννεσίῃσι


  1. πατροκασίγνητος, Πολυσημάντωρ Πολυδέγμων,
  2. ἵπποις ἀθανάτοισι, Κρόνου πολυώνυμος υἱός.
  3. ὄφρα μὲν οὖν γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀστερόεντα
  4. λεῦσσε θεὰ καὶ πόντον ἀγάῤῥοον ἰχθυόεντα
  5. αὐγάς τ’ ἠελίου, ἔτι δ’ ἤλπετο μητέρα κεδνὴν


  1. ὄψεσθαι καὶ φῦλα θεῶν αἰειγενετάων,
  2. τόφρα οἱ ἐλπὶς ἔθελγε μέγαν νόον ἀχνυμένης περ:
  3. … ἤχησαν δ’ ὀρέων κορυφαὶ καὶ βένθεα πόντου
  4. φωνῇ ὑπ’ ἀθανάτῃ: τῆς δ’ ἔκλυε πότνια μήτηρ.
  5. ὀξὺ δέ μιν κραδίην ἄχος ἔλλαβεν, ἀμφὶ δὲ χαίταις


  1. ἀμβροσίαις κρήδεμνα δαί̈ζετο χερσὶ φίλῃσι,
  2. κυάνεον δὲ κάλυμμα κατ’ ἀμφοτέρων βάλετ’ ὤμων,
  3. σεύατο δ’ ὥστ’ οἰωνός, ἐπὶ τραφερήν τε καὶ ὑγρὴν
  4. μαιομένη: τῇ δ’ οὔτις ἐτήτυμα μυθήσασθαι
  5. ἤθελεν οὔτε θεῶν οὔτε θνητῶν ἀνθρώπων,


  1. οὔτ’ οἰωνῶν τις τῇ ἐτήτυμος ἄγγελος ἦλθεν.
  2. ἐννῆμαρ μὲν ἔπειτα κατὰ χθόνα πότνια Δηὼ
  3. στρωφᾶτ’ αἰθομένας δαί̈δας μετὰ χερσὶν ἔχουσα,
  4. οὐδέ ποτ’ ἀμβροσίης καὶ νέκταρος ἡδυπότοιο
  5. πάσσατ’ ἀκηχεμένη, οὐδὲ χρόα βάλλετο λουτροῖς.


  1. ἀλλ’ ὅτε δὴ δεκάτη οἱ ἐπήλυθε φαινολὶς ἠώς,
  2. ἤντετό οἱ Ἑκάτη, σέλας ἐν χείρεσσιν ἔχουσα
  3. καί ῥά οἱ ἀγγελέουσα ἔπος φάτο φώνησέν τε:
  4. πότνια Δημήτηρ, ὡρηφόρε, ἀγλαόδωρε,
  5. τίς θεῶν οὐρανίων ἠὲ θνητῶν ἀνθρώπων


  1. ἥρπασε Περσεφόνην καὶ σὸν φίλον ἤκαχε θυμόν;
  2. φωνῆς γὰρ ἤκουσ’, ἀτὰρ οὐκ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν,
  3. ὅστις ἔην: σοὶ δ’ ὦκα λέγω νημερτέα πάντα.
  4. ὣς ἄρ’ ἔφη Ἑκάτη: τὴν δ’ οὐκ ἠμείβετο μύθῳ
  5. Ῥείης ἠυκόμου θυγάτηρ, ἀλλ’ ὦκα σὺν αὐτῇ


  1. ἤιξ’ αἰθομένας δαί̈δας μετὰ χερσὶν ἔχουσα.
  2. Ἠέλιον δ’ ἵκοντο, θεῶν σκοπὸν ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν,
  3. στὰν δ’ ἵππων προπάροιθε καὶ εἴρετο δῖα θεάων:
  4. ἠέλι’, αἴδεσσαί με θεὰν σύ περ, εἴ ποτε δή σευ
  5. ἢ ἔπει ἢ ἔργῳ κραδίην καὶ θυμὸν ἴηνα:


  1. κούρην τὴν ἔτεκον, γλυκερὸν θάλος, εἴδεϊ κυδρήν,
  2. τῆς ἀδινὴν ὄπ’ ἄκουσα δι’ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο
  3. ὥστε βιαζομένης, ἀτὰρ οὐκ ἴδον ὀφθαλμοῖσιν.
  4. ἀλλά, σὺ γὰρ δὴ πᾶσαν ἐπὶ χθόνα καὶ κατὰ πόντον
  5. αἰθέρος ἐκ δίης καταδέρκεαι ἀκτίνεσσι,


  1. νημερτέως μοι ἔνισπε φίλον τέκος, εἴ που ὄπωπας,
  2. ὅστις νόσφιν ἐμεῖο λαβὼν ἀέκουσαν ἀνάγκῃ
  3. οἴχεται ἠὲ θεῶν ἢ καὶ θνητῶν ἀνθρώπων.
  4. ὣς φάτο: τὴν δ’ Ὑπεριονίδης ἠμείβετο μύθῳ:
  5. Ῥείης ἠυκόμου θύγατερ, Δήμητερ ἄνασσα,


  1. εἰδήσεις: δὴ γὰρ μέγα σ’ ἅζομαι ἠδ’ ἐλεαίρω
  2. ἀχνυμένην περὶ παιδὶ τανυσφύρῳ: οὐδέ τις ἄλλος
  3. αἴτιος ἀθανάτων, εἰ μὴ νεφεληγερέτα Ζεύς,
  4. ὅς μιν ἔδωκ’ Ἀίδῃ θαλερὴν κεκλῆσθαι ἄκοιτιν
  5. αὐτοκασιγνήτῳ: ὃ δ’ ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα


  1. ἁρπάξας ἵπποισιν ἄγεν μεγάλα ἰάχουσαν.
  2. ἀλλά, θεά, κατάπαυε μέγαν γόον: οὐδέ τί σε χρὴ
  3. μὰψ αὔτως ἄπλητον ἔχειν χόλον: οὔ τοι ἀεικὴς
  4. γαμβρὸς ἐν ἀθανάτοις Πολυσημάντωρ Ἀιδωνεύς,
  5. αὐτοκασίγνητος καὶ ὁμόσπορος: ἀμφὶ δὲ τιμὴν


  1. ἔλλαχεν ὡς τὰ πρῶτα διάτριχα δασμὸς ἐτύχθη,
  2. τοῖς μεταναιετάειν, τῶν ἔλλαχε κοίρανος εἶναι.
  3. ὣς εἰπὼν ἵπποισιν ἐκέκλετο: τοὶ δ’ ὑπ’ ὀμοκλῆς
  4. ῥίμφα φέρον θοὸν ἅρμα τανύπτεροι ὥστ’ οἰωνοί.
  5. Τὴν δ’ ἄχος αἰνότερον καὶ κύντερον ἵκετο θυμόν:


  1. χωσαμένη δὴ ἔπειτα κελαινεφέι Κρονίωνι
  2. νοσφισθεῖσα θεῶν ἀγορὴν καὶ μακρὸν Ὄλυμπον
  3. ᾤχετ’ ἐπ’ ἀνθρώπων πόλιας καὶ πίονα ἔργα
  4. εἶδος ἀμαλδύνουσα πολὺν χρόνον: οὐδέ τις ἀνδρῶν
  5. εἰσορόων γίγνωσκε βαθυζώνων τε γυναικῶν,


  1. πρίν γ’ ὅτε δὴ Κελεοῖο δαί̈φρονος ἵκετο δῶμα,
  2. ὃς τότ’ Ἐλευσῖνος θυοέσσης κοίρανος ἦεν.
  3. ἕζετο δ’ ἐγγὺς ὁδοῖο φίλον τετιημένη ἦτορ,
  4. Παρθενίῳ φρέατι, ὅθεν ὑδρεύοντο πολῖται,
  5. 100.ἐν σκιῇ, αὐτὰρ ὕπερθε πεφύκει θάμνος ἐλαίης,


  1. 101.γρηὶ παλαιγενέι ἐναλίγκιος, ἥτε τόκοιο
  2. 102.εἴργηται δώρων τε φιλοστεφάνου Ἀφροδίτης,
  3. 103.οἷαί τε τροφοί εἰσι θεμιστοπόλων βασιλήων
  4. 104.παίδων καὶ ταμίαι κατὰ δώματα ἠχήεντα.
  5. 105.τὴν δὲ ἴδον Κελεοῖο Ἐλευσινίδαο θύγατρες


  1. 106.ἐρχόμεναι μεθ’ ὕδωρ εὐήρυτον, ὄφρα φέροιεν
  2. 107.κάλπισι χαλκείῃσι φίλα πρὸς δώματα πατρός,
  3. 108.τέσσαρες, ὥστε θεαί, κουρήιον ἄνθος ἔχουσαι,
  4. 109.Καλλιδίκη καὶ Κλεισιδίκη Δημώ τ’ ἐρόεσσα
  5. 110.Καλλιθόη θ’, ἣ τῶν προγενεστάτη ἦεν ἁπασῶν:


  1. 111.οὐδ’ ἔγνον: χαλεποὶ δὲ θεοὶ θνητοῖσιν ὁρᾶσθαι.
  2. 112.ἀγχοῦ δ’ ἱστάμεναι ἔπεα πτερόεντα προσηύδων:
  3. 113.τίς πόθεν ἐσσί, γρῆυ, παλαιγενέων ἀνθρώπων;
  4. 114.τίπτε δὲ νόσφι πόληος ἀπέστιχες, οὐδὲ δόμοισι
  5. 115.πίλνασαι; ἔνθα γυναῖκες ἀνὰ μέγαρα σκιόεντα


  1. 116.τηλίκαι, ὡς σύ περ ὧδε καὶ ὁπλότεραι γεγάασιν,
  2. 117.αἵ κέ σε φίλωνται ἠμὲν ἔπει ἠδὲ καὶ ἔργῳ.
  3. 118.ὣς ἔφαν: ἣ δ’ ἐπέεσσιν ἀμείβετο πότνα θεάων:
  4. 119.τέκνα φίλ’, αἵ τινές ἐστε γυναικῶν θηλυτεράων,
  5. 120.χαίρετ’: ἐγὼ δ’ ὑμῖν μυθήσομαι: οὔ τοι ἀεικὲς


  1. 121.ὑμῖν εἰρομένῃσιν ἀληθέα μυθήσασθαι.
  2. 122.Δωσὼ ἐμοί γ’ ὄνομ’ ἐστί: τὸ γὰρ θέτο πότνια μήτηρ.
  3. 123.νῦν αὖτε Κρήτηθεν ἐπ’ εὐρέα νῶτα θαλάσσης
  4. 124.ἤλυθον οὐκ ἐθέλουσα, βίῃ δ’ ἀέκουσαν ἀνάγκῃ
  5. 125.ἄνδρες ληιστῆρες ἀπήγαγον. οἳ μὲν ἔπειτα


  1. 126.νηὶ θοῇ Θόρικόνδε κατέσχεθον, ἔνθα γυναῖκες
  2. 127.ἠπείρου ἐπέβησαν ἀολλέες ἠδὲ καὶ αὐτοί,
  3. 128.δεῖπνόν τ’ ἐπηρτύνοντο παρὰ πρυμνήσια νηός:
  4. 129.ἀλλ’ ἐμοὶ οὐ δόρποιο μελίφρονος ἤρατο θυμός:
  5. 130.λάθρη δ’ ὁρμηθεῖσα δι’ ἠπείροιο μελαίνης


  1. 131.φεύγου ὑπερφιάλους σημάντορας, ὄφρα κε μή με
  2. 132.ἀπριάτην περάσαντες ἐμῆς ἀποναίατο τιμῆς.
  3. 133.οὕτω δεῦρ’ ἱκόμην ἀλαλημένη, οὐδέ τι οἶδα,
  4. 134.ἥ τις δὴ γαῖ’ ἐστι καὶ οἵ τινες ἐγγεγάασιν.
  5. 135.ἀλλ’ ὑμῖν μὲν πάντες Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντες


  1. 136.δοῖεν κουριδίους ἄνδρας, καὶ τέκνα τεκέσθαι,
  2. 137.ὡς ἐθέλουσι τοκῆες: ἐμὲ δ’ αὖτ’ οἰκτείρατε, κοῦραι.

[τοῦτο δέ μοι σαφέως ὑποθήκατε, ὄφρα πύθωμαι,]

  1. 138.προφρονέως, φίλα τέκνα, τέων πρὸς δώμαθ’ ἵκωμαι
  2. 139.ἀνέρος ἠδὲ γυναικός, ἵνα σφίσιν ἐργάζωμαι
  3. 140.πρόφρων, οἷα γυναικὸς ἀφήλικος ἔργα τέτυκται:


  1. 141.καὶ κεν παῖδα νεογνὸν ἐν ἀγκοίνῃσιν ἔχουσα
  2. 142.καλὰ τιθηνοίμην καὶ δώματα τηρήσαιμι
  3. 143.καί κε λέχος στορέσαιμι μυχῷ θαλάμων εὐπήκτων
  4. 144.δεσπόσυνον καί κ’ ἔργα διδασκήσαιμι γυναῖκας.
  5. 145.φῆ ῥα θεά: τὴν δ’ αὐτίκ’ ἀμείβετο παρθένος ἀδμής,


  1. 146.Καλλιδίκη, Κελεοῖο θυγατρῶν εἶδος ἀρίστη:
  2. 147.μαῖα, θεῶν μὲν δῶρα καὶ ἀχνύμενοί περ ἀνάγκῃ
  3. 148.τέτλαμεν ἄνθρωποι: δὴ γὰρ πολὺ φέρτεροί εἰσι.
  4. 149.ταῦτα δέ τοι σαφέως ὑποθήσομαι ἠδ’ ὀνομήνω
  5. 150.ἀνέρας οἷσιν ἔπεστι μέγα κράτος ἐνθάδε τιμῆς


  1. 151.δήμου τε προὔχουσιν ἰδὲ κρήδεμνα πόληος
  2. 152.εἰρύαται βουλῇσι καὶ ἰθείῃσι δίκῃσιν:
  3. 153.ἠμὲν Τριπτολέμου πυκιμήδεος ἠδὲ Διόκλου
  4. 154.ἠδὲ Πολυξείνου καὶ ἀμύμονος Εὐμόλποιο
  5. 155.καὶ Δολίχου καὶ πατρὸς ἀγήνορος ἡμετέροιο,


  1. 156.τῶν πάντων ἄλοχοι κατὰ δώματα πορσαίνουσι:
  2. 157.τάων οὐκ ἄν τίς σε κατὰ πρώτιστον ὀπωπὴν
  3. 158.εἶδος ἀτιμήσασα δόμων ἀπονοσφίσσειεν,
  4. 159.ἀλλά σε δέξονται: δὴ γὰρ θεοείκελός ἐσσι.
  5. 160.εἰ δ’ ἐθέλεις, ἐπίμεινον, ἵνα πρὸς δώματα πατρὸς


  1. 161.ἔλθωμεν καὶ μητρὶ βαθυζώνῳ Μετανείρῃ
  2. 162.εἴπωμεν τάδε πάντα διαμπερές, αἴ κέ σ’ ἀνώγῃ
  3. 163.ἡμέτερόνδ’ ἰέναι μηδ’ ἄλλων δώματ’ ἐρευνᾶν.
  4. 164.τηλύγετος δέ οἱ υἱὸς ἐνὶ μεγάρῳ εὐπήκτῳ
  5. 165.ὀψίγονος τρέφεται, πολυεύχετος ἀσπάσιός τε.


  1. 166.εἰ τόν γ’ ἐκθρέψαιο καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
  2. 167.ῥεῖά κέ τίς σε ἰδοῦσα γυναικῶν θηλυτεράων
  3. 168.ζηλώσαι: τόσα κέν τοι ἀπὸ θρεπτήρια δοίη.
  4. 169.ὣς ἔφαθ’: ἣ δ’ ἐπένευσε καρήατι: ταὶ δὲ φαεινὰ
  5. 170.πλησάμεναι ὕδατος φέρον ἄγγεα κυδιάουσαι.


  1. 171.ῥίμφα δὲ πατρὸς ἵκοντο μέγαν δόμον, ὦκα δὲ μητρὶ
  2. 172.ἔννεπον, ὡς εἶδόν τε καὶ ἔκλυον. ἣ δὲ μάλ’ ὦκα
  3. 173.ἐλθούσας ἐκέλευε καλεῖν ἐπ’ ἀπείρονι μισθῷ.
  4. 174.αἳ δ’ ὥστ’ ἢ ἔλαφοι ἢ πόρτιες εἴαρος ὥρῃ
  5. 175.ἅλλοντ’ ἂν λειμῶνα κορεσσάμεναι φρένα φορβῇ,


  1. 176.ὣς αἳ ἐπισχόμεναι ἑανῶν πτύχας ἱμεροέντων
  2. 177.ἤιξαν κοίλην κατ’ ἀμαξιτόν: ἀμφὶ δὲ χαῖται
  3. 178.ὤμοις ἀίσσοντο κροκηίῳ ἄνθει ὁμοῖαι.
  4. 179.τέτμον δ’ ἐγγὺς ὁδοῦ κυδρὴν θεόν, ἔνθα πάρος περ
  5. 180.κάλλιπον: αὐτὰρ ἔπειτα φίλου πρὸς δώματα πατρὸς


  1. 181.ἡγεῦνθ’: ἣ δ’ ἄρ’ ὄπισθε φίλον τετιημένη ἦτορ
  2. 182.στεῖχε κατὰ κρῆθεν κεκαλυμμένη: ἀμφὶ δὲ πέπλος
  3. 183.κυάνεος ῥαδινοῖσι θεᾶς ἐλελίζετο ποσσίν.
  4. 184.αἶψα δὲ δώμαθ’ ἵκοντο διοτρεφέος Κελεοῖο,
  5. 185.βὰν δὲ δι’ αἰθούσης, ἔνθα σφίσι πότνια μήτηρ


  1. 186.ἧστο παρὰ σταθμὸν τέγεος πύκα ποιητοῖο
  2. 187.παῖδ’ ὑπὸ κόλπῳ ἔχουσα, νέον θάλος: αἳ δὲ πὰρ αὐτὴν
  3. 188.ἔδραμον: ἣ δ’ ἄρ’ ἐπ’ οὐδὸν ἔβη ποσὶ καὶ ῥα μελάθρου
  4. 189.κῦρε κάρη, πλῆσεν δὲ θύρας σέλαος θείοιο.
  5. 190.τὴν δ’ αἰδώς τε σέβας τε ἰδὲ χλωρὸν δέος εἷλεν:


  1. 191.εἶξε δέ οἱ κλισμοῖο καὶ ἑδριάασθαι ἄνωγεν.
  2. 192.ἀλλ’ οὐ Δημήτηρ ὡρηφόρος, ἀγλαόδωρος,
  3. 193.ἤθελεν ἑδριάασθαι ἐπὶ κλισμοῖο φαεινοῦ,
  4. 194.ἀλλ’ ἀκέουσ’ ἀνέμιμνε κατ’ ὄμματα καλὰ βαλοῦσα,
  5. 195.πρίν γ’ ὅτε δή οἱ ἔθηκεν Ἰάμβη κέδν’ εἰδυῖα


  1. 196.πηκτὸν ἕδος, καθύπερθε δ’ ἐπ’ ἀργύφεον βάλε κῶας.
  2. 197.ἔνθα καθεζομένη προκατέσχετο χερσὶ καλύπτρην:
  3. 198.δηρὸν δ’ ἄφθογγος τετιημένη ἧστ’ ἐπὶ δίφρου,
  4. 199.οὐδέ τιν’ οὔτ’ ἔπεϊ προσπτύσσετο οὔτε τι ἔργῳ,
  5. 200.ἀλλ’ ἀγέλαστος, ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος


  1. 201.ἧστο πόθῳ μινύθουσα βαθυζώνοιο θυγατρός,
  2. 202.πρίν γ’ ὅτε δὴ χλεύῃς μιν Ἰάμβη κέδν’ εἰδυῖα
  3. 203.πολλὰ παρασκώπτουσ’ ἐτρέψατο πότνιαν ἁγνήν,
  4. 204.μειδῆσαι γελάσαι τε καὶ ἵλαον σχεῖν θυμόν:
  5. 205.ἣ δή οἱ καὶ ἔπειτα μεθύστερον εὔαδεν ὀργαῖς.


  1. 206.τῇ δὲ δέπας Μετάνειρα δίδου μελιηδέος οἴνου
  2. 207.πλήσασ’: ἣ δ’ ἀνένευσ’: οὐ γὰρ θεμιτόν οἱ ἔφασκε
  3. 208.πίνειν οἶνον ἐρυθρόν: ἄνωγε δ’ ἄρ’ ἄλφι καὶ ὕδωρ
  4. 209.δοῦναι μίξασαν πιέμεν γλήχωνι τερείνῃ.
  5. 210.ἣ δὲ κυκεῶ τεύξασα θεᾷ πόρεν, ὡς ἐκέλευε:


  1. 211.δεξαμένη δ’ ὁσίης ἕνεκεν πολυπότνια Δηώ
  2. 212.… τῇσι δὲ μύθων ἦρχεν ἐύζωνος Μετάνειρα:
  3. 213.χαῖρε, γύναι, ἐπεὶ οὔ σε κακῶν ἄπ’ ἔολπα τοκήων
  4. 214.ἔμμεναι, ἀλλ’ ἀγαθῶν: ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδὼς
  5. 215.καὶ χάρις, ὡς εἴ πέρ τε θεμιστοπόλων βασιλήων.


  1. 216.ἀλλὰ θεῶν μὲν δῶρα καὶ ἀχνύμενοί περ ἀνάγκῃ
  2. 217.τέτλαμεν ἄνθρωποι: ἐπὶ γὰρ ζυγὸς αὐχένι κεῖται.
  3. 218.νῦν δ’, ἐπεὶ ἵκεο δεῦρο, παρέσσεται ὅσσα τ’ ἐμοί περ.
  4. 219.παῖδα δέ μοι τρέφε τόνδε, τὸν ὀψίγονον καὶ ἄελπτον
  5. 220.ὤπασαν ἀθάνατοι, πολυάρητος δέ μοί ἐστιν.


  1. 221.εἰ τόν γε θρέψαιο καὶ ἥβης μέτρον ἵκοιτο,
  2. 222.ῥεῖά κέ τίς σε ἰδοῦσα γυναικῶν θηλυτεράων
  3. 223.ζηλώσαι: τόσα κέν τοι ἀπὸ θρεπτήρια δοίην.
  4. 224.τὴν δ’ αὖτε προσέειπεν ἐυστέφανος Δημήτηρ:
  5. 225.καὶ σύ, γύναι, μάλα χαῖρε, θεοὶ δέ τοι ἐσθλὰ πόροιεν:


  1. 226.παῖδα δέ τοι πρόφρων ὑποδέξομαι, ὥς με κελεύεις,
  2. 227.θρέψω κοὔ μιν, ἔολπα, κακοφραδίῃσι τιθήνης
  3. 228.οὔτ’ ἄρ’ ἐπηλυσίη δηλήσεται οὔθ’ ὑποτάμνον:
  4. 229.οἶδα γὰρ ἀντίτομον μέγα φέρτερον ὑλοτόμοιο,
  5. 230.οἶδα δ’ ἐπηλυσίης πολυπήμονος ἐσθλὸν ἐρυσμόν.


  1. 231.ὣς ἄρα φωνήσασα θυώδεϊ δέξατο κόλπῳ
  2. 232.χείρεσσ’ ἀθανάτῃσι: γεγήθει δὲ φρένα μήτηρ.
  3. 233.ὣς ἣ μὲν Κελεοῖο δαί̈φρονος ἀγλαὸν υἱὸν
  4. 234.Δημοφόωνθ’, ὃν ἔτικτεν ἐύζωνος Μετάνειρα,
  5. 235.ἔτρεφεν ἐν μεγάροις: ὃ δ’ ἀέξετο δαίμονι ἶσος,


  1. 236.οὔτ’ οὖν σῖτον ἔδων, οὐ θησάμενος 

[γάλα μητρὸς α ἠματίη μὲν γὰρ καλλιστέφανος] Δημήτηρ

  1. 237.χρίεσκ’ ἀμβροσίῃ ὡσεὶ θεοῦ ἐκγεγαῶτα
  2. 238.ἡδὺ καταπνείουσα καὶ ἐν κόλποισιν ἔχουσα:
  3. 239.νύκτας δὲ κρύπτεσκε πυρὸς μένει ἠύτε δαλὸν
  4. 240.λάθρα φίλων γονέων: τοῖς δὲ μέγα θαῦμ’ ἐτέτυκτο,


  1. 241.ὡς προθαλὴς τελέθεσκε: θεοῖσι γὰρ ἄντα ἐῴκει.
  2. 242.καί κέν μιν ποίησεν ἀγήρων τ’ ἀθάνατόν τε,
  3. 243.εἰ μὴ ἄρ’ ἀφραδίῃσιν ἐύζωνος Μετάνειρα
  4. 244.νύκτ’ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο
  5. 245.σκέψατο: κώκυσεν δὲ καὶ ἄμφω πλήξατο μηρὼ


  1. 246.δείσασ’ ᾧ περὶ παιδὶ καὶ ἀάσθη μέγα θυμῷ
  2. 247.καί ῥ’ ὀλοφυρομένη ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:
  3. 248.τέκνον Δημοφόων, ξείνη σε πυρὶ ἔνι πολλῷ
  4. 249.κρύπτει, ἐμοὶ δὲ γόον καὶ κήδεα λυγρὰ τίθησιν.
  5. 250.ὣς φάτ’ ὀδυρομένη: τῆς δ’ ἄιε δῖα θεάων.


  1. 251.τῇ δὲ χολωσαμένη καλλιστέφανος Δημήτηρ
  2. 252.παῖδα φίλον, τὸν ἄελπτον ἐνὶ μεγάροισιν ἔτικτε,
  3. 253.χείρεσσ’ ἀθανάτῃσιν ἀπὸ ἕθεν ἧκε πέδονδε,
  4. 254.ἐξανελοῦσα πυρός, θυμῷ κοτέσασα μάλ’ αἰνῶς,
  5. 255.καί ῥ’ ἄμυδις προσέειπεν ἐύζωνον Μετάνειραν:


  1. 256.νήιδες ἄνθρωποι καὶ ἀφράδμονες οὔτ’ ἀγαθοῖο
  2. 257.αἶσαν ἐπερχομένου προγνώμεναι οὔτε κακοῖο:
  3. 258.καὶ σὺ γὰρ ἀφραδίῃσι τεῇς νήκεστον ἀάσθης.
  4. 259.ἴστω γὰρ θεῶν ὅρκος, ἀμείλικτον Στυγὸς ὕδωρ,
  5. 260.ἀθάνατόν κέν τοι καὶ ἀγήραον ἤματα πάντα


  1. 261.παῖδα φίλον ποίησα καὶ ἄφθιτον ὤπασα τιμήν:
  2. 262.νῦν δ’ οὐκ ἔσθ’ ὥς κεν θάνατον καὶ κῆρας ἀλύξαι:
  3. 263.τιμὴ δ’ ἄφθιτος αἰὲν ἐπέσσεται, οὕνεκα γούνων
  4. 264.ἡμετέρων ἐπέβη καὶ ἐν ἀγκοίνῃσιν ἴαυσεν.
  5. 265.ὥρῃσιν δ’ ἄρα τῷ γε περιπλομένων ἐνιαυτῶν


  1. 266.παῖδες Ἐλευσινίων πόλεμον καὶ φύλοπιν αἰνὴν
  2. 267.αἰὲν ἐν ἀλλήλοισιν συνάξουσ’ ἤματα πάντα.
  3. 268.εἰμὶ δὲ Δημήτηρ τιμάοχος, ἥτε μέγιστον
  4. 269.ἀθανάτοις θνητοῖς τ’ ὄνεαρ καὶ χάρμα τέτυκται.
  5. 270.ἀλλ’ ἄγε μοι νηόν τε μέγαν καὶ βωμὸν ὑπ’ αὐτῷ


  1. 271.τευχόντων πᾶς δῆμος ὑπαὶ πόλιν αἰπύ τε τεῖχος
  2. 272.Καλλιχόρου καθύπερθεν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ.
  3. 273.ὄργια δ’ αὐτὴ ἐγὼν ὑποθήσομαι, ὡς ἂν ἔπειτα
  4. 274.εὐαγέως ἔρδοντες ἐμὸν νόον ἱλάσκοισθε.
  5. 275.Ὣς εἰποῦσα θεὰ μέγεθος καὶ εἶδος ἄμειψε


  1. 276.γῆρας ἀπωσαμένη: περί τ’ ἀμφί τε κάλλος ἄητο:
  2. 277.ὀδμὴ δ’ ἱμερόεσσα θυηέντων ἀπὸ πέπλων
  3. 278.σκίδνατο, τῆλε δὲ φέγγος ἀπὸ χροὸς ἀθανάτοιο
  4. 279.λάμπε θεᾶς, ξανθαὶ δὲ κόμαι κατενήνοθεν ὤμους,
  5. 280.αὐγῆς δ’ ἐπλήσθη πυκινὸς δόμος ἀστεροπῆς ὥς:


  1. 281.βῆ δὲ διὲκ μεγάρων: τῆς δ’ αὐτίκα γούνατ’ ἔλυντο,
  2. 282.δηρὸν δ’ ἄφθογγος γένετο χρόνον, οὐδέ τι παιδὸς
  3. 283.μνήσατο τηλυγέτοιο ἀπὸ δαπέδου ἀνελέσθαι.
  4. 284.τοῦ δὲ κασίγνηται φωνὴν ἐσάκουσαν ἐλεινήν,
  5. 285.κὰδ δ’ ἄρ’ ἀπ’ εὐστρώτων λεχέων θόρον: ἣ μὲν ἔπειτα


  1. 286.παῖδ’ ἀνὰ χερσὶν ἑλοῦσα ἑῷ ἐγκάτθετο κόλπῳ:
  2. 287.ἣ δ’ ἄρα πῦρ ἀνέκαι’: ἣ δ’ ἔσσυτο πόσσ’ ἁπαλοῖσι
  3. 288.μητέρ’ ἀναστήσουσα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο.
  4. 289.ἀγρόμεναι δέ μιν ἀμφὶς ἐλούεον ἀσπαίροντα
  5. 290.ἀμφαγαπαζόμεναι: τοῦ δ’ οὐ μειλίσσετο θυμός:


  1. 291.χειρότεραι γὰρ δή μιν ἔχον τροφοὶ ἠδὲ τιθῆναι.
  2. 292.αἳ μὲν παννύχιαι κυδρὴν θεὸν ἱλάσκοντο
  3. 293.δείματι παλλόμεναι, ἅμα δ’ ἠοῖ φαινομένηφιν
  4. 294.εὐρυβίῃ Κελεῷ νημερτέα μυθήσαντο,
  5. 295.ὡς ἐπέτελλε θεά, καλλιστέφανος Δημήτηρ.


  1. 296.αὐτὰρ ὅ γ’ εἰς ἀγορὴν καλέσας πολυπείρονα λαὸν
  2. 297.ἤνωγ’ ἠυκόμῳ Δημήτερι πίονα νηὸν
  3. 298.ποιῆσαι καὶ βωμὸν ἐπὶ προὔχοντι κολωνῷ.
  4. 299.οἳ δὲ μάλ’ αἶψ’ ἐπίθοντο καὶ ἔκλυον αὐδήσαντος,
  5. 300.τεῦχον δ’, ὡς ἐπέτελλ’. ὃ δ’ ἀέξετο δαίμονι ἶσος.


  1. 301.αὐτὰρ ἐπεὶ τέλεσαν καὶ ἐρώησαν καμάτοιο,
  2. 302.βάν ῥ’ ἴμεν οἴκαδ’ ἕκαστος: ἀτὰρ ξανθὴ Δημήτηρ
  3. 303.ἔνθα καθεζομένη μακάρων ἀπὸ νόσφιν ἁπάντων
  4. 304.μίμνε πόθῳ μινύθουσα βαθυζώνοιο θυγατρός.
  5. 305.αἰνότατον δ’ ἐνιαυτὸν ἐπὶ χθόνα πουλυβότειραν


  1. 306.ποίησ’ ἀνθρώποις καὶ κύντατον: οὐδέ τι γαῖα
  2. 307.σπέρμ’ ἀνίει, κρύπτεν γὰρ ἐυστέφανος Δημήτηρ:
  3. 308.πολλὰ δὲ καμπύλ’ ἄροτρα μάτην βόες εἷλκον ἀρούραις:
  4. 309.πολλὸν δὲ κρῖ λευκὸν ἐτώσιον ἔμπεσε γαίῃ:
  5. 310.καί νύ κε πάμπαν ὄλεσσε γένος μερόπων ἀνθρώπων


  1. 311.λιμοῦ ὑπ’ ἀργαλέης, γεράων τ’ ἐρικυδέα τιμὴν
  2. 312.καὶ θυσιῶν ἤμερσεν Ὀλύμπια δώματ’ ἔχοντας,
  3. 313.εἰ μὴ Ζεὺς ἐνόησεν ἑῷ τ’ ἐφράσσατο θυμῷ.
  4. 314.Ἶριν δὲ πρῶτον χρυσόπτερον ὦρσε καλέσσαι
  5. 315.Δήμητρ’ ἠύκομον, πολυήρατον εἶδος ἔχουσαν.


  1. 316.ὣς ἔφαθ’: ἣ δὲ Ζηνὶ κελαινεφέι Κρονίωνι
  2. 317.πείθετο καὶ τὸ μεσηγὺ διέδραμεν ὦκα πόδεσσιν.
  3. 318.ἵκετο δὲ πτολίεθρον Ἐλευσῖνος θυοέσσης,
  4. 319.εὗρεν δ’ ἐν νηῷ Δημήτερα κυανόπεπλον
  5. 320.καί μιν φωνήσασ’ ἔπεα πτερόεντα προσηύδα:


  1. 321.Δήμητερ, καλέει σε πατὴρ Ζεὺς ἄφθιτα εἰδὼς
  2. 322.ἐλθέμεναι μετὰ φῦλα θεῶν αἰειγενετάων.
  3. 323.ἄλλ’ ἴθι, μηδ’ ἀτέλεστον ἐμὸν ἔπος ἐκ Διὸς ἔστω.
  4. 324.ὣς φάτο λισσομένη: τῇ δ’ οὐκ ἐπεπείθετο θυμός.
  5. 325.αὖτις ἔπειτα πατὴρ μάκαρας θεοὺς αἰὲν ἐόντας


  1. 326.πάντας ἐπιπροί̈αλλεν: ἀμοιβηδὶς δὲ κιόντες
  2. 327.κίκλησκον καὶ πολλὰ δίδον περικαλλέα δῶρα
  3. 328.τιμάς θ’, †ἅς κ’ ἐθέλοιτο† μετ’ ἀθανάτοισιν ἑλέσθαι.
  4. 329.ἀλλ’ οὔτις πεῖσαι δύνατο φρένας οὐδὲ νόημα
  5. 330.θυμῷ χωομένης: στερεῶς δ’ ἠναίνετο μύθους.


  1. 331.οὐ μὲν γάρ ποτ’ ἔφασκε θυώδεος Οὐλύμποιο
  2. 332.πρίν γ’ ἐπιβήσεσθαι, οὐ πρὶν γῆς καρπὸν ἀνήσειν,
  3. 333.πρὶν ἴδοι ὀφθαλμοῖσιν ἑὴν εὐώπιδα κούρην.
  4. 334.αὐτὰρ ἐπεὶ τό γ’ ἄκουσε βαρύκτυπος εὐρύοπα Ζεύς,
  5. 335.εἰς Ἔρεβος πέμψε χρυσόῤῥαπιν Ἀργειφόντην,


  1. 336.ὄφρ’ Ἀίδην μαλακοῖσι παραιφάμενος ἐπέεσσιν
  2. 337.ἁγνὴν Περσεφόνειαν ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος
  3. 338.ἐς φάος ἐξαγάγοι μετὰ δαίμονας, ὄφρα ἑ μήτηρ
  4. 339.ὀφθαλμοῖσιν ἰδοῦσα μεταλήξειε χόλοιο.
  5. 340.Ἑρμῆς δ’ οὐκ ἀπίθησεν, ἄφαρ δ’ ὑπὸ κεύθεα γαίης


  1. 341.ἐσσυμένως κατόρουσε λιπὼν ἕδος Οὐλύμποιο.
  2. 342.τέτμε δὲ τόν γε ἄνακτα δόμων ἔντοσθεν ἐόντα,
  3. 343.ἥμενον ἐν λεχέεσσι σὺν αἰδοίῃ παρακοίτι,
  4. 344.πόλλ’ ἀεκαζομένῃ μητρὸς πόθῳ [..] ἣ δ’ ἀποτηλοῦ
  5. 345.ἔργοις θεῶν μακάρων [δεινὴν] μητίσετο βουλήν [..]


  1. 346.ἀγχοῦ δ’ ἱστάμενος προσέφη κρατὺς Ἀργειφόντης:
  2. 347.Ἅιδη κυανοχαῖτα, καταφθιμένοισιν ἀνάσσων,
  3. 348.Ζεύς με πατὴρ ἤνωγεν ἀγαυὴν Περσεφόνειαν
  4. 349.ἐξαγαγεῖν Ἐρέβευσφι μετὰ σφέας, ὄφρα ἑ μήτηρ
  5. 350.ὀφθαλμοῖσιν ἰδοῦσα χόλου καὶ μήνιος αἰνῆς


  1. 351.ἀθανάτοις λήξειεν: ἐπεὶ μέγα μήδεται ἔργον,
  2. 352.φθῖσαι φῦλ’ ἀμενηνὰ χαμαιγενέων ἀνθρώπων,
  3. 353.σπέρμ’ ὑπὸ γῆς κρύπτουσα, καταφθινύθουσα δὲ τιμὰς
  4. 354.ἀθανάτων: ἣ δ’ αἰνὸν ἔχει χόλον, οὐδὲ θεοῖσι
  5. 355.μίσγεται, ἀλλ’ ἀπάνευθε θυώδεος ἔνδοθι νηοῦ


  1. 356.ἧσται Ἐλευσῖνος κραναὸν πτολίεθρον ἔχουσα.
  2. 357.ὣς φάτο: μείδησεν δὲ ἄναξ ἐνέρων Ἀιδωνεὺς
  3. 358.ὀφρύσιν, οὐδ’ ἀπίθησε Διὸς βασιλῆος ἐφετμῇς:
  4. 359.ἐσσυμένως δ’ ἐκέλευσε δαί̈φρονι Περσεφονείῃ:
  5. 360.ἔρχεο, Περσεφόνη, παρὰ μητέρα κυανόπεπλον


  1. 361.ἤπιον ἐν στήθεσσι μένος καὶ θυμὸν ἔχουσα,
  2. 362.μηδέ τι δυσθύμαινε λίην περιώσιον ἄλλων:
  3. 363.οὔ τοι ἐν ἀθανάτοισιν ἀεικὴς ἔσσομ’ ἀκοίτης,
  4. 364.αὐτοκασίγνητος πατρὸς Διός: ἔνθα δ’ ἐοῦσα
  5. 365.δεσπόσσεις πάντων ὁπόσα ζώει τε καὶ ἕρπει,


  1. 366.τιμὰς δὲ σχήσησθα μετ’ ἀθανάτοισι μεγίστας.
  2. 367.τῶν δ’ ἀδικησάντων τίσις ἔσσεται ἤματα πάντα,
  3. 368.οἵ κεν μὴ θυσίῃσι τεὸν μένος ἱλάσκωνται
  4. 369.εὐαγέως ἔρδοντες, ἐναίσιμα δῶρα τελοῦντες.
  5. 370.ὣς φάτο: γήθησεν δὲ περίφρων Περσεφόνεια,


  1. 371.καρπαλίμως δ’ ἀνόρουσ’ ὑπὸ χάρματος: αὐτὰρ ὅ γ’ αὐτὸς
  2. 372.ῥοιῆς κόκκον ἔδωκε φαγεῖν μελιηδέα λάθρῃ,
  3. 373.ἀμφὶ ἓ νωμήσας, ἵνα μὴ μένοι ἤματα πάντα
  4. 374.αὖθι παρ’ αἰδοίῃ Δημήτερι κυανοπέπλῳ.
  5. 375.ἵππους δὲ προπάροιθεν ὑπὸ χρυσέοισιν ὄχεσφιν


  1. 376.ἔντυεν ἀθανάτους Πολυσημάντωρ Ἀιδωνευς.
  2. 377.ἣ δ’ ὀχέων ἐπέβη, πάρα δὲ κρατὺς Ἀργειφόντης
  3. 378.ἡνία καὶ μάστιγα λαβὼν μετὰ χερσὶ φίλῃσι
  4. 379.σεῦε διὲκ μεγάρων: τὼ δ’ οὐκ ἀέκοντε πετέσθην.
  5. 380.ῥίμφα δὲ μακρὰ κέλευθα διήνυσαν: οὐδὲ θάλασσα


  1. 381.οὔθ’ ὕδωρ ποταμῶν οὔτ’ ἄγκεα ποιήεντα
  2. 382.ἵππων ἀθανάτων οὔτ’ ἄκριες ἔσχεθον ὁρμήν,
  3. 383.ἀλλ’ ὑπὲρ αὐτάων βαθὺν ἠέρα τέμνον ἰόντες.
  4. 384.στῆσε δ’ ἄγων, ὅθι μίμνεν ἐυστέφανος Δημήτηρ,
  5. 385.νηοῖο προπάροιθε θυώδεος: ἣ δὲ ἰδοῦσα


  1. 386.ἤιξ’, ἠύτε μαινὰς ὄρος κάτα δάσκιον ὕλῃ.
  2. 387.Περσεφόνῃ δ’ ἑτέρ[ωθεν ἐπεὶ ἴδεν ὄμματα καλὰ]
  3. 388.μητρὸς ἑῆς κατ’ [ἄρ’ ἥ γ’ ὄχεα προλιποῦσα καὶ ἵππους]
  4. 389.ἆλτο θέει[ν, δειρῇ δέ οἱ ἔμπεσε ἀμφιχυθεῖσα:]
  5. 390.τῇ δὲ [φίλην ἔτι παῖδα ἑῇς μετὰ χερσὶν ἐχούσῃ]


  1. 391.α[ἶψα δόλον θυμός τιν’ ὀίσατο, τρέσσε δ’ ἄρ’ αἰνῶς]
  2. 392.παυομ[ένη φιλότητος, ἄφαρ δ’ ἐρεείνετο μύθῳ:]
  3. 393.τέκνον, μή ῥά τι μοι σ[ύ γε πάσσαο νέρθεν ἐοῦσα]
  4. 394.βρώμης; ἐξαύδα, μ[ὴ κεῦθ’, ἵνα εἴδομεν ἄμφω:]
  5. 395.ὣς μὲν γάρ κεν ἐοῦσα π[αρὰ στυγεροῦ Ἀίδαο]


  1. 396.καὶ παρ’ ἐμοὶ καὶ πατρὶ κελ[αινεφέϊ Κρονίωνι]
  2. 397.ναιετάοις πάντεσσι τετιμ[ένη ἀθανάτοι]σιν.
  3. 398.εἰ δ’ ἐπάσω, πάλιν αὖτις ἰοῦσ’ ὑπ[ὸ κεύθεσι γαίης]
  4. 399.οἰκήσεις ὡρέων τρίτατον μέρ[ος εἰς ἐνιαυτόν,]
  5. 400.τὰς δὲ δύω παρ’ ἐμοί τε καὶ [ἄλλοις ἀθανά]τοισιν.


  1. 401.ὁππότε δ’ ἄνθεσι γαῖ’ εὐώδε[σιν] εἰαρινο[ῖσι]
  2. 402.παντοδαποῖς θάλλῃ, τόθ’ ὑπὸ ζόφου ἠερόεντος
  3. 403.αὖτις ἄνει μέγα θαῦμα θεοῖς θνητοῖς τ’ ἀνθρώποις.

α [εἶπε δὲ πῶς σ’ ἥρπαξεν ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα]

  1. 404.καὶ τίνι σ’ ἐξαπάτησε δόλῳ κρατερ[ὸς Πολυδ]έγμων;
  2. 405.τὴν δ’ αὖ Περσεφόνη περικαλλὴς ἀντίον ηὔδα:


  1. 406.τοιγὰρ ἐγώ τοι, μῆτερ, ἐρέω νημερτέα πάντα:
  2. 407.εὖτέ μοι Ἑρμῆς ἦλθ’ ἐριούνιος ἄγγελος ὠκὺς
  3. 408.πὰρ πατέρος Κρονιδαο καὶ ἄλλων Οὐρανιώνων,
  4. 409.ἐλθεῖν ἐξ Ἐρέβευς, ἵνα ὀφθαλμοῖσιν ἰδοῦσα
  5. 410.λήξαις ἀθανάτοισι χόλου καὶ μήνιος αἰνῆς,


  1. 411.αὐτίκ’ ἐγὼν ἀνόρουσ’ ὑπὸ χάρματος: αὐτὰρ ὃ λάθρῃ
  2. 412.ἔμβαλέ μοι ῥοιῆς κόκκον, μελιηδέ’ ἐδωδήν,
  3. 413.ἄκουσαν δὲ βίῃ με προσηνάγκασσε πάσασθαι.
  4. 414.ὡς δέ μ’ ἀναρπάξας Κρονίδεω πυκινὴν διὰ μῆτιν
  5. 415.ᾤχετο πατρὸς ἐμοῖο, φέρων ὑπὸ κεύθεα γαίης,


  1. 416.ἐξερέω, καὶ πάντα διίξομαι, ὡς ἐρεείνεις.
  2. 417.ἡμεῖς μὲν μάλα πᾶσαι ἀν’ ἱμερτὸν λειμῶνα,
  3. 418.Λευκίππη Φαινώ τε καὶ Ἠλέκτρη καὶ Ἰάνθη
  4. 419.καὶ Μελίτη Ἰάχη τε Ῥόδειά τε Καλλιρόη τε
  5. 420.Μηλόβοσίς τε Τύχη τε καὶ Ὠκυρόη καλυκῶπις


  1. 421.Χρυσηίς τ’ Ἰάνειρά τ’ Ἀκάστη τ’ Ἀδμήτη τε
  2. 422.καὶ Ῥοδόπη Πλουτώ τε καὶ ἱμερόεσσα Καλυψὼ
  3. 423.καὶ Στὺξ Οὐρανίη τε Γαλαξαύρη τ’ ἐρατεινὴ
  4. 424.Παλλάς τ’ ἐγρεμάχη καὶ Ἄρτεμις ἰοχέαιρα,
  5. 425.παίζομεν ἠδ’ ἄνθεα δρέπομεν χείρεσσ’ ἐρόεντα,


  1. 426.μίγδα κρόκον τ’ ἀγανὸν καὶ ἀγαλλίδας ἠδ’ ὑάκινθον
  2. 427.καὶ ῥοδέας κάλυκας καὶ λείρια, θαῦμα ἰδέσθαι,
  3. 428.νάρκισσόν θ’, ὃν ἔφυσ’ ὥς περ κρόκον εὐρεῖα χθών.
  4. 429.αὐτὰρ ἐγὼ δρεπόμην περὶ χάρματι: γαῖα δ’ ἔνερθε
  5. 430.χώρησεν: τῇ δ’ ἔκθορ’ ἄναξ κρατερὸς Πολυδέγμων:


  1. 431.βῆ δὲ φέρων ὑπὸ γαῖαν ἐν ἅρμασι χρυσείοισι
  2. 432.πόλλ’ ἀεκαζομένην: ἐβόησα δ’ ἄρ’ ὄρθια φωνῇ.
  3. 433.ταῦτά τοι ἀχνυμένη περ ἀληθέα πάντ’ ἀγορεύω.
  4. 434.ὣς τότε μὲν πρόπαν ἦμαρ ὁμόφρονα θυμὸν ἔχουσαι
  5. 435.πολλὰ μάλ’ ἀλλήλων κραδίην καὶ θυμὸν ἴαινον


  1. 436.ἀμφαγαπαζόμεναι: ἀχέων δ’ ἀπεπαύετο θυμός.
  2. 437.γηθοσύνας δ’ ἐδέχοντο παρ’ ἀλλήλων ἔδιδόν τε.
  3. 438.τῇσιν δ’ ἐγγύθεν ἦλθ’ Ἑκάτη λιπαροκρήδεμνος:
  4. 439.πολλὰ δ’ ἄρ’ ἀμφαγάπησε κόρην Δημήτερος ἁγνήν:
  5. 440.ἐκ τοῦ οἱ πρόπολος καὶ ὀπάων ἔπλετ’ ἄνασσα.


  1. 441.ταῖς δὲ μέτ’ ἄγγελον ἧκε βαρύκτυπος εὐρύοπα Ζεὺς
  2. 442.Ῥείην ἠύκομον, Δημήτερα κυανόπεπλον
  3. 443.ἀξέμεναι μετὰ φῦλα θεῶν, ὑπέδεκτο δὲ τιμὰς
  4. 444.δωσέμεν, ἅς κεν ἕλοιτο μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι:
  5. 445.νεῦσε δέ οἱ κούρην ἔτεος περιτελλομένοιο


  1. 446.τὴν τριτάτην μὲν μοῖραν ὑπὸ ζόφον ἠερόεντα,
  2. 447.τὰς δὲ δύω παρὰ μητρὶ καὶ ἄλλοις ἀθανάτοισιν.
  3. 448.ὣς ἔφατ’: οὐδ’ ἀπίθησε θεὰ Διὸς ἀγγελιάων.
  4. 449.ἐσσυμένως δ’ ἤιξε κατ’ Οὐλύμποιο καρήνων,
  5. 450.ἐς δ’ ἄρα Ῥάριον ἷξε, φερέσβιον οὖθαρ ἀρούρης


  1. 451.τὸ πρίν, ἀτὰρ τότε γ’ οὔτι φερέσβιον, ἀλλὰ ἕκηλον
  2. 452.ἑστήκει πανάφυλλον: ἔκευθε δ’ ἄρα κρῖ λευκὸν
  3. 453.μήδεσι Δήμητρος καλλισφύρου: αὐτὰρ ἔπειτα
  4. 454.μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν
  5. 455.ἦρος ἀεξομένοιο, πέδῳ δ’ ἄρα πίονες ὄγμοι


  1. 456.βρισέμεν ἀσταχύων, τὰ δ’ ἐν ἐλλεδανοῖσι δεδέσθαι.
  2. 457.ἔνθ’ ἐπέβη πρώτιστον ἀπ’ αἰθέρος ἀτρυγέτοιο:
  3. 458.ἀσπασίως δ’ ἴδον ἀλλήλας, κεχάρηντο δὲ θυμῷ.
  4. 459.τὴν δ’ ὧδε προσέειπε Ῥέη λιπαροκρήδεμνος:
  5. 460.δεῦρο τέκος, καλέει σε βαρύκτυπος εὐρύοπα Ζεὺς


  1. 461.ἐλθέμεναι μετὰ φῦλα θεῶν, ὑπέδεκτο δὲ τιμὰς
  2. 462.[δωσέμεν, ἅς κ’ ἐθέλῃσθα] μετ’ ἀθανάτοισι θεοῖσι.
  3. 463.[νεῦσε δέ σοι κούρην ἔτεος π]εριτελλομένοιο
  4. 464.[τὴν τριτάτην μὲν μοῖραν ὑπὸ ζόφον ἠ]ερόεντα,
  5. 465.[τὰς δὲ δύω παρὰ σοί τε καὶ ἄλλοις] ἀθανάτοισιν.


  1. 466.[ὣς ἄρ’ ἔφη τελέ]εσθαι: ἑῷ δ’ ἐπένευσε κάρητι.
  2. 467.[ἀλλ’ ἴθι, τέκνον] ἐμόν, καὶ πείθεο, μηδέ τι λίην
  3. 468.ἀ[ζηχὲς μεν]έαινε κελαινεφέι Κρονίωνι.
  4. 469.α[ἶψα δὲ κα]ρπὸν ἄεξε φερέσβιον ἀνθρώποισιν.
  5. 470.ὣ[ς ἔφατ’. οὐ]δ’ ἀπίθησεν ἐυστέφανος Δημήτηρ:


  1. 471.αἶψα δὲ καρπὸν ἀνῆκεν ἀρουράων ἐριβώλων:
  2. 472.πᾶσα δὲ φύλλοισίν τε καὶ ἄνθεσιν εὐρεῖα χθὼν
  3. 473.ἔβρισ’: ἣ δὲ κιοῦσα θεμιστοπόλοις βασιλεῦσι
  4. 474.δεῖξεν Τριπτολέμῳ τε Διοκλεῖ τε πληξίππῳ
  5. 475.Εὐμόλπου τε βίῃ Κελεῷ θ’ ἡγήτορι λαῶν


  1. 476.δρησμοσύνην θ’ ἱερῶν καὶ ἐπέφραδεν ὄργια πᾶσι,
  2. 477.Τριπτολέμῳ τε Πολυξείνῳ, ἐπὶ τοῖς δὲ Διοκλεῖ
  3. 478.σεμνά, τά τ’ οὔπως ἔστι παρεξίμεν οὔτε πυθέσθαι
  4. 479.οὔτ’ ἀχέειν: μέγα γάρ τι θεῶν σέβας ἰσχάνει αὐδήν.
  5. 480.ὄλβιος, ὃς τάδ’ ὄπωπεν ἐπιχθονίων ἀνθρώπων:


  1. 481.ὃς δ’ ἀτελὴς ἱερῶν ὅς τ’ ἄμμορος, οὔποθ’ ὁμοίων
  2. 482.αἶσαν ἔχει φθίμενός περ ὑπὸ ζόφῳ ἠερόεντι.
  3. 483.αὐτὰρ ἐπειδὴ πάνθ’ ὑπεθήκατο δῖα θεάων,
  4. 484.βάν ῥ’ ἴμεν Οὔλυμπόνδε θεῶν μεθ’ ὁμήγυριν ἄλλων.
  5. 485.ἔνθα δὲ ναιετάουσι παραὶ Διὶ τερπικεραύνῳ


  1. 486.σεμναί τ’ αἰδοῖαι τε: μέγ’ ὄλβιος, ὅν τιν’ ἐκεῖναι
  2. 487.προφρονέως φίλωνται ἐπιχθονίων ἀνθρώπων:
  3. 488.αἶψα δέ οἱ πέμπουσιν ἐφέστιον ἐς μέγα δῶμ
  4. 489.Πλοῦτον, ὃς ἀνθρώποις ἄφενος θνητοῖσι δίδωσιν.
  5. 490.ἀλλ’ ἄγ’ Ἐλευσῖνος θυοέσσης δῆμον ἔχουσαι


  1. 491.καὶ Πάρον ἀμφιρύτην Ἀντρῶνά τε πετρήεντα,
  2. 492.πότνια, ἀγλαόδωρ’, ὡρηφόρε, Δηοῖ ἄνασσα,
  3. 493.αὐτὴ καὶ κούρη περικαλλὴς Περσεφόνεια:
  4. 494.πρόφρονες ἀντ’ ὠδῆς βίοτον θυμήρε’ ὄπαζε.
  5. 495.αὐτὰρ ἐγὼ καὶ σεῖο καὶ ἄλλης μνήσομ’ ἀοιδῆς.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2.


Ορφικός Ύμνος Δήμητρος Ελευσινίας

(Μετάφραση: Wikipedia https://el.wikipedia.org/wiki/Δήμητρα_(μυθολογία) 


  1. Δηώ, παμμήτειρα θεά, πολυώνυμε δαίμονα, 
  2. σεμνή Δήμητερ, κουροτρόφε, ολβιοδώτι, 
  3. πλουτοδότειρα θεά, σταχυοτρόφε, παντοδότειρα, 
  4. που χαίρεσαι με την ειρήνη και τις πολύμοχθες εργασίες, 
  5. σπερμεία, σωρίτι, αλωαία, χλοόκαρπε, 


  1. που ναίεις στους αγνούς γυαλούς τις Ελευσίνας, 
  2. ιμερόεσσα, ερατή, θρέπτηρα πρόπαντων των θνητών, 
  3. η πρώτη που έζευξε των βοών τον αροτήρα τένοντα 
  4. και έδωσες στους βροτούς ιμερόεντα & πολύολβο βίο, 
  5. αυξιθαλής, συνέστια του Βρόμιου, αγλαότιμη, 


  1. λαμπαδόεσσα, αγνή, που χαίρεσαι με τα δρεπάνια των θερισμών. 
  2. Εσύ χθόνια, εσύ δε φαινομένη, εσύ δε στα πάντα ποσηνής. 
  3. Έυτεκνε, παιδοφίλη, σεμνή, κουροτρόφε κόρη, 
  4. που έζευξες στο άρμα σου δρακόντια χαλινάρια 
  5. ευάζοντας με εγκύκλιες δίνες περί τον θρόνο σου, 


  1. μονογενής πολύτεκνε θεά, πολυπότνια θνητών, 
  2. με τις πολλές μορφές, πολυάνθεμες, ιεροθαλείς. 
  3. Έλθε, μακάρια, αγνή, που βρίθες με τους καρπούς των θερισμών, 
  4. κατάγοντας σε εμάς ειρήνη και ερατεινή ευνομία 
  5. και πολύολβο πλούτο, μαζί με την άνασσα υγεία


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 2.


Ορφικός Ύμνος στη Δήμητρα

(Πρωτότυπο κείμενο. Πηγή: Βικιθηκη https://el.wikisource.org/wiki/Ορφικοί_ύμνοι/Δήμητρος_Ελευσινίας 


  1. Δηοῖ, παμμήτειρα θεά, πολυώνυμε δαῖμον,
  2. σεμνὴ Δήμητερ, κουροτρόφος, ὀλβιοδῶτι,
  3. πλουτοδότειρα θεά, σταχυοτρόφε, παντοδότειρα,
  4. εἰρήνῃ χαίρουσα καὶ ἐργασίαις πολυμόχθοις,
  5. σπερμείη, σωρῖτις, ἀλωαίη, χλοόκαρπε,


  1. ἣ ναίεις ἁγνοῖσιν Ἐλευσῖνος γυάλοισιν,
  2. ἱμερόεσσ’, ἐρατή, θνητῶν θρέπτειρα προπάντων,
  3. ἡ πρώτη ζεύξασα βοῶν ἀροτῆρα τένοντα
  4. καὶ βίον ἱμερόεντα βροτοῖς πολύολβον ἀνεῖσα,
  5. αὐξιθαλές, Βρομίοιο συνέστιος, ἀγλαότιμος,


  1. λαμπαδόεσσ’, ἁγνή, δρεπάνοις χαίρουσα θερείοις·
  2. σὺ χθονίη, σὺ δὲ φαινομένη, σὺ δε πᾶσι προσηνής·
  3. εὔτεκνε, παιδοφίλη, σεμνή, κουροτρόφε κούρη,
  4. ἅρμα δρακοντείοισιν ὑποζεύξασα χαλινοῖς
  5. ἐγκυκλίοις δίναις περὶ σὸν θρόνον εὐαζόντων,


  1. μουνογενής, πολύτεκνε θεά, πολυπότνια θνητοῖς,
  2. ἧς πολλαὶ μορφαί, πολυάνθεμοι, ἱεροθαλεῖς.
  3. ἐλθέ, μάκαιρ’, ἁγνή, καρποῖς βρίθουσα θερείοις,
  4. εἰρήνην κατάγουσα καὶ εὐνομίην ἐρατεινὴν
  5. καὶ πλοῦτον πολύολβον, ὁμοῦ δ’ ὑγίειαν ἄνασσαν.