Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΩΝ ΣΑΜΟΥΡΑΪ


Ο Takezaki Suenaga στον πάπυρο Mōko Shūrai Ekotoba (1293). Πηγή: Wikipedia/Siwamura

Υπάρχουν πολλές θεωρίες και ερμηνείες για το τι συνέβη στην Ιαπωνία και ένας τόσο φιλειρηνικός λαός συγκυβερνήθηκε και τελικά κυβερνήθηκε για πολλά χρόνια από πολεμιστές. Εδώ θα ασχοληθούμε με την απαρχή των λεγόμενων σαμουράι, η οποία σίγουρα δεν συνέβη εν μια νυκτί. Ξεκινώντας πραγματικά από την αρχή θα δώσουμε αναγκαστικά περισσότερη βάση στην περίοδο Χεϊάν, η οποία ξεκινά στα 794 και τελειώνει στα 1185 (ανάλογα με τον ιστορικό) με την δημιουργία του πρώτου σογκουνάτου στην Καμακούρα. 
Βέβαια το κάθε στάδιο (η γέννηση, η άνοδος, η εγκαθίδρυση, η κυβέρνηση και η πτώση) της πορείας των σαμουράι δεν ήταν ούτε ξαφνικό, ούτε γρήγορο, ούτε και απόλυτο.

Σε αυτό που η πλειοψηφία θεωρεί σήμερα ως σαμουράι, έπαιξε μεγάλο ρόλο η μυθοποίηση και η εξιδανίκευση δια μέσου των αιώνων. Ωστόσο και ο μύθος είναι αναπόσπαστο κομμάτι της Ιαπωνικής κουλτούρας και ιστορίας. Άλλωστε, όπως γνωρίζουμε και από την αρχαία ελληνική ιστορία, ελλείψει ιστορικών στοιχείων, καλοί είναι και οι μύθοι, αφού δίνουν τον τόνο ή βάζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κάτι συνέβη. Ή τουλάχιστον μπορούν να πιστοποιήσουν ότι κάτι όντως συνέβη, ειδικά στην περίπτωση της Ιαπωνικής μυθολογίας, όπου ποτέ δεν καταγράφεται κάτι εντελώς εξωπραγματικό και πάντα οι Ιαπωνικοί μύθοι είναι αυτό που λέμε “ημιστορικές” ή “μυθιστορικές” καταγραφές.  

Βέβαια η εμπλοκή του μύθου στα απτά ιστορικά στοιχεία δεν είναι το μόνο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει αυτός που μελετά το παρελθόν της Ιαπωνίας. Η χρονολόγηση και ο διαχωρισμός των περιόδων και των εποχών είναι ακόμα ένα ζήτημα. 
Το πιο γνωστό σύστημα διάρθρωσης και ονοματοδοσίας των περιόδων της ιαπωνικής ιστορίας έχει να κάνει με τo όνομα της γεωγραφικής έδρας της κυβέρνησης. Για παράδειγμα:

Προϊστορική εποχή
Παλαιολιθική εποχή 30.000-10.000 π.Χ. 
Περίοδος Τζόμον 3ος αι. π.Χ. - 4ος αι. π.Χ. (10.000 - 300 π.Χ.)
Περίοδος Γιαγιόι 4ος αι. π.Χ.- 3ος/4ος αι. μ.Χ. (300 π.Χ.- 300 μ.Χ.)
Περίοδος Κοφούν 3ος/4ος αι.-7ος αι. (300 - 538 μ.Χ.)
[Οι περίοδοι Κοφούν και Ασούκα αποτελούν την περίοδο Γιαμάτο, της οποίας η πραγματική έναρξη αμφισβητείται] 

Κλασική εποχή
Περίοδος Ασούκα 7ος αι.- 8ος αι. (538–710)
Περίοδος Νάρα  8ος αι. (710–794)
Περίοδος Χεϊάν 8ος αι.- 12ος αι. (794–1185)

Μεσαίωνας
Περίοδος Καμακούρα 12ος αι. - 14ος αι. (1185–1333)
Περίοδος Μουρομάτσι 14ος αι. - 16ος αι. (1333–1568)
Περίοδος Μομογιάμα Αζούτσι 16ος αι. (1568–1600)
[Από τα τέλη του 14ου έως τα τέλη του 16ου αιώνα, η περίοδος διαιρείται συχνά στις περιόδους Νανμποκουτσο (1336-1392) και Σενγκόκου (1477-1573).]

Πρώιμη σύγχρονη εποχή
Περίοδος Έντο (1600–1868)

Μεταξύ των μελετητών υπάρχει διαφοροποίηση στην ακριβή χρονολόγηση των παραπάνω περιόδων, δεδομένου ότι πολλές από τις βασικές πολιτιστικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές αλλαγές που ενδιαφέρουν τους ιστορικούς δεν συμπίπτουν με τις αλλαγές στη θέση της πρωτεύουσας ή με τις αλλαγές στην ηγεσία. Οι ιστορικοί, επομένως, προσδιορίζουν ευρύτερες θεματικές εποχές, όπως προϊστορική, κλασική ή αρχαία, μεσαιωνική κτλ. αν και αυτή η τακτική επίσης έχει ασυνέπειες και προβλήματα. 

Οι πρόγονοι των Σαμουράι

Κατά μια έννοια, θα μπορούσε κάθε Ιάπωνας, ανεξαρτήτως βαθμίδας και εποχής, που - αυτός ή κάποιος πρόγονος του - κράτησε όπλο, να θεωρηθεί κατά κάποιο τρόπο σαμουράι, ωστόσο για το πνεύμα της ιστορικής επιστήμης, όπου η εξειδίκευση παίζει μεγάλο ρόλο, κάθε προσπάθεια να εξερευνήσουμε τις ρίζες των σαμουράι πρέπει να λειτουργήσει μέσα σε συγκεκριμένα πλαίσια. Πρέπει καταρχήν να αναζητήσουμε στοιχεία για την εμφάνιση και την εξέλιξη των Ιαπώνων πολεμιστών και των πολέμων τους.

Και είναι αλήθεια ότι ο ορισμός της πολεμικής σύρραξης δεν είναι κάτι απλό. Η έννοια του πολέμου εξαρτάται από την εποχή και την τοπική κουλτούρα. Ο πόλεμος - η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ οργανωμένων ομάδων ή σωμάτων - είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται σε όλες τις εποχές, όπου ο άνθρωπος έχει ενταχθεί σε καθορισμένες ομάδες. 

Στην περίπτωση της κλασικής και μεσαιωνικής Ιαπωνίας, η έννοια του πολέμου είναι ακόμα πιο σύνθετη. Και αυτό έχει να κάνει κυρίως με δύο πράγματα:
Καταρχήν, τόσο οι συρράξεις με ξένες δυνάμεις και λαούς όσο και η αντιμετώπιση επαναστάσεων ή η καταπολέμηση αδικημάτων του “κοινού ποινικού κώδικα”, όπως θα λέγαμε σήμερα -για παράδειγμα η καταδίωξη και η σύλληψη συμμοριών ληστών- εκλαμβάνονταν και εκτελούνταν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Εκτός της πρωτεύουσας, οι στρατιωτικές και οι αστυνομικές επιχειρήσεις σχεδιάζονταν και διεξάγονταν με τον ίδιο τρόπο, από τους ίδιους αξιωματικούς, με τις ίδιες δυνάμεις, ακολουθώντας τις ίδιες γραφειοκρατικές διαδικασίες. 

Κατά δεύτερον, κάποια στιγμή, όπως θα δούμε, η κεντρική κυβέρνηση - ο αυτοκράτορας και η αυλή - καταργεί τον στρατό και μέσα από ένα περίπλοκο σύστημα χρησιμοποιεί, αφού έχει ενθαρρύνει πρώτα την δημιουργία τους, ιδιωτικά σώματα πολεμιστών.   

Όμως ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Αν και με την μορφή μύθων, η ιστορία της Ιαπωνίας πραγματικά ξεκινά από τα αρχαία κείμενα της, με αρχές και μοντέλα που επαναλαμβάνονται και στους ιστορικούς χρόνους. 
Έτσι, σύμφωνα με την ιαπωνική παράδοση, ο ουρανός και ο παράδεισος διαχωρίστηκαν σταδιακά από το χάος του σύμπαντος και εμφανίστηκαν οι αρχέγονες θεότητες. Ακολούθησε η εμφάνιση μιας σειράς από ζευγάρια θεοτήτων που κατέληξαν στον Ιζανάγκι και την Ιζανάμι. Αυτοί ανακάτεψαν τη θάλασσα με ένα δόρυ και δημιούργησαν μια νησίδα. Από εκεί και πέρα δημιουργούνται άλλες θεότητες καθώς και τα άλλα νησιά της Ιαπωνίας.

Η Ιζαναμί πέθανε γεννώντας τον Θεό της Φωτιάς και κατέβηκε στον κάτω κόσμο του Γιόμι (σκοτάδι), όπου κυριαρχούσε η σήψη. Ο Ιζανάγκι την ακολούθησε, αλλά αυτή τον έδιωξε, γιατί ντρεπόταν να την δει σε κατάσταση αποσύνθεσης. Επιστρέφοντας, ο Ιζανάγκι πλύθηκε και από το αριστερό του μάτι - η αριστερή πλευρά θεωρείται ως τιμώμενη πλευρά (η πλευρά της καρδιάς που λέμε στην Ελλάδα)- γεννήθηκε η Αματεράσου, η Θεά του Ήλιου, ενώ από το δεξί του μάτι γεννήθηκε ο Θεός της Σελήνης. Καθώς ο Ιζανάγκι έπλενε την μύτη του, δημιουργήθηκε ο Σουσάνο, ο Θεός της Θύελλας.

Η Αματεράσου και ο Θεός της Σελήνης ανέβηκαν στον ουρανό, η πρώτη για να κυβερνήσει την Πεδιάδα του Παραδείσου και ο δεύτερος για να την υπηρετεί ως σύζυγος της. Βλέπουμε λοιπόν την θέση που είχε η γυναίκα καθώς και τον σημαντικό ρόλο της οικογένειας στην ιαπωνική παραδοσιακή κουλτούρα. Ταυτόχρονα γίνεται φανερός εξ’ αρχής ο παραδοσιακός θεσμός της διαρχίας. 

Όταν ο Σουσάνο, ο οποίος προοριζόταν να κυβερνήσει την γη, επισκέφθηκε την αδελφή του στον ουρανό, ως ο Θεός της Θύελλας και με άσχημη συμπεριφορά, χάλασε τους ορυζώνες της και λέρωσε το σπίτι της. Η Αματεράσου θύμωσε και κλείστηκε σε μια σπηλιά, στερώντας το φως από τον κόσμο. Για να την βγάλουν έξω, οι υπόλοιποι θεοί, έστησαν γιορτή μπροστά από την σπηλιά και αυτή για να δει τι συμβαίνει, άνοιξε την πόρτα και τότε την υποχρέωσαν να βγει, δένοντας την πόρτα με σχοινί από άχυρο. Έτσι το φως επέστρεψε στον κόσμο. 

Ο Σουσάνο εξορίστηκε στη γη για την κακή του συμπεριφορά. Πρώτα ταξίδεψε στην Κορέα και στη συνέχεια στο Ιζούμο, στο δυτικό Χόνσου. Από το Ιζούμο, ο απόγονος του, Οκουνινούσι κυβέρνησε τη γη. Η Αματεράσου όμως επιθυμούσε να επεκτείνει την εξουσία της και έστειλε αρκετούς αγγελιοφόρους για να πείσει τον Μεγάλο Δάσκαλο να παραιτηθεί για χάρη της. Αφού αρχικά αντιστάθηκε, τελικά πείστηκε να υποταχθεί σε αυτήν. Έτσι η Αματεράσου έστειλε τον εγγονό της, τον Νινιγκι, να κυβερνήσει τη γη.

Ο Νινιγκι κατέβηκε στο Τσουκούσι, στο βόρειο Κιούσου και έφερε μαζί του τρία αντικείμενα που έγιναν τα σύμβολα του αυτοκρατορικού θεσμού: ένα χάλκινο καθρέφτη (σύμβολο της Θεάς του Ήλιου και της αγνότητας), ένα ξίφος (σύμβολο του θάρρους) με το οποίο ο Σουσάνο είχε σκοτώσει ένα τεράστιο φίδι, και ένα περιδέραιο (σύμβολο της καλοσύνης) το οποίο έδιωχνε τα κακά πνεύματα. Αν και το πρώτο όπλο που εμφανίζεται είναι το δόρυ με το οποίο φτιάχτηκε η γη, το ξίφος αποτελεί ένα από τα ύψιστα σύμβολα της ιαπωνικής κουλτούρας. 
Ο δισέγγονος του Νινιγκι, έφυγε από το Κιούσου για να κατακτήσει την υπόλοιπη Ιαπωνία. Διασχίζοντας την εσωτερική θάλασσα, έφτασε στην περιοχή Κίνκι (περιοχή που περιλαμβάνει την Οσάκα, το Κιότο και τη Νάρα) και εγκαθίδρυσε την κυριαρχία του στο Γιαμάτο το 660 π.Χ. Στη συνέχεια έγινε ο πρώτος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας και έλαβε το όνομα Τζίμου. Από τον Τζίμου προέρχεται η ιαπωνική αυτοκρατορική οικογένεια. Ο μονάρχης ηγέτης λοιπόν ήταν εξ’ ορισμού και πολεμιστής.

Αρχαιολόγοι και ανθρωπολόγοι λένε ότι οι άνθρωποι έχουν ζήσει στην Ιαπωνία για τουλάχιστον 100.000 χρόνια. Προς το παρών, τα παλαιότερα γνωστά ανθρώπινα οστά που  έχουν ανασκαφεί στην Ιαπωνία είναι εκείνα των χόμο σάπιενς και χρονολογούνται μεταξύ 34.000 και 28.000 χρόνων.
Φυσικά, τα αρχαιολογικά ευρήματα μας λένε και κάτι άλλο. Στην Ιαπωνία υπήρχαν πολεμικές συρράξεις, τουλάχιστον από το 100 μ.Χ. με ανθρώπινους σκελετούς που έχουν διατρηθεί από βέλη. Αυτά και άλλα ευρήματα δίνουν βάση στο επιχείρημα, ότι το κύριο και πρωταρχικό ιαπωνικό όπλο μέχρι τις πρώιμες σύγχρονες εποχές δεν ήταν το ξίφος αλλά το τόξο και το βέλος. Επιπλέον όλα αυτά συμπίπτουν με άλλα στοιχεία που δείχνουν ότι ο πόλεμος συνέβη στην Ιαπωνία, όπως και σε άλλα μέρη του πλανήτη, μέσω της διαδικασία για την δημιουργία πλεονασματικών μέσων διαβίωσης (π.χ. εδάφη και άρα τροφή) ή λόγω της άνισης κατανομής αυτών. 

H πρώτη πολιτεία/κράτος της ιαπωνικής ιστορίας, τουλάχιστον με τα σημερινά στοιχεία, ήταν το Γιαμάτο. Παρ’οτι αντικρουόμενες μέχρι και εξαιρετικά αμφίβολες, οι παλαιές γραπτές αναφορές (ιαπωνικές, κινέζικες και κορεάτικες) εμφανίζουν την προϊστορική Ιαπωνία ως μια περιοχή με “βασίλεια” και “βασιλιάδες”. Χωρίς να είναι σαφές εάν μιλάμε για κάποιου τύπου κοινοπολιτείας ή πότε και πως διαμορφώθηκε αυτή, ο μόνος μεγάλος κρατικός οργανισμός που αναφέρεται είναι το Γιαματάι, το οποίο κυβερνιόταν από μια γυναίκα, την Χιμίκο (λέγεται ότι κυβέρνησε από το 170 έως το 248 μ.Χ.). Βέβαια, οι ιστορικοί δεν ερίζουν μόνο για το ποια ήταν η Χιμίκο και εάν πράγματι υπήρξε, αλλά και για την ακριβή θέση του Γιαματάι, καθώς και για το πότε ξεκινά η περίοδος Γιαμάτο.   

Οι ημιστορικές καταγραφές του Κοτζίκι (641) και του Νίχον Σόκι (720), δεν βοηθούν πολύ, ωστόσο τα αρχαιολογικά ευρήματα, ειδικά οι μεγάλοι τύμβοι (κοφούν), υποψιάζουν για κάποια αρχική συνομοσπονδία με επιμέρους κέντρα στο Κίμπι, στο σημερινό Γιαμάτο, στο Ιζούμο και στο βόρειο Κιούσου. Αυτή η πρώιμη κοινωνία περιγράφεται ως στρατιωτική που κατείχε εδάφη από το ανατολικό Χόνσου έως και την σημερινή Νότια Κορέα, και ο στρατός της αποτελείτο κατά κύριο λόγο από πεζικό οπλισμένο με τόξα, ξίφη και δόρατα. 

Στο Γιαμάτο λοιπόν, άρχισαν να δημιουργούνται κεντρικές διοικητικές ανάγκες, οι οποίες καλύφθηκαν με την δημιουργία του συστήματος μπέι. Το σύστημα μπέι σηματοδοτεί την ανάπτυξη μιας πραγματικά κεντρικής διοικητικής οργάνωσης με επόπτες και γραφειοκράτες. Οι επόπτες αυτοί ονομάστηκαν μουρατζι και ο κάθε ένας ανέλαβε την διαχείρηση ενός συγκεκριμένου τομέα. Για παράδειγμα, ένας μουρατζι ήταν υπεύθυνος για τους ναυπηγούς, άλλος για τους υφαντές, και άλλος για τους ζωγράφους κ.τλ. Φυσικά όπως ήταν επόμενο, ο διοικητικός έλεγχος επεκτάθηκε στη συλλογή φυσικών προϊόντων και στον στρατό. Οι μουρατζι έγιναν ο ενδιάμεσος σύνδεσμος μεταξύ της φορολογικής βάσης και της αυλής, παρακάμπτοντας τους τοπικούς ημιαυτόνομους ισχυρούς παράγοντες.

Με την πάροδο του χρόνου, οι μουρατζι έγιναν ισχυροί αρχηγοί οικογενειών (ούτζι), όταν αυτές άρχισαν να αποκτούν εσωτερικούς θεσμούς και ιεραρχία. Έτσι, για παράδειγμα ο επικεφαλής της οικογένειας Μονονόμπε, ήταν ο μουρατζι για τη συντήρηση των όπλων της αυτοκρατορικής οικογένειας. Τα επώνυμα κάθε οικογένειας προέρχονταν από τον τομέα για τον οποίο ήταν υπεύθυνη. Ουσιαστικά, κάνοντας τους οίκους να λειτουργούν με εταιρικούς όρους, η αυτοκρατορική οικογένεια ήταν σε θέση να επεκτείνει τον έλεγχο της πάνω και στις ισχυρές οικογένειες που πρόσφεραν την υποστήριξή τους για τίτλους και στον υπόλοιπο πληθυσμό, ο οποίος ελεγχόταν από αυτές τις ισχυρές οικογένειες.
Έτσι, η στέψη ενός νέου ηγεμόνα συνοδευόταν από το διορισμό δύο ή τριών ανδρών που προέρχονταν από διαφορετικές φατρίες και έφεραν ενισχυμένους τίτλους (καμπανε). Τελικά, όταν η φατρία Σόγκα (υπεύθυνοι για τα οικονομικά) επικράτησε των Μονονόμπε και Νακατόμι (υπεύθυνοι για τα θρησκευτικά) στα 587 και μέλη της έγιναν οι μοναδικοί ανώτατοι επόπτες (ο-ομι), δημιουργήθηκε ένα σύστημα διαρχίας (ομότε/ούρα), ανάμεσα στον επικεφαλής μιας φατρίας και στον αυτοκράτορα, το οποίο συνεχίστηκε για αιώνες. 
Οι Σόγκα διατηρούσαν πολλές επαφές με την ηπειρωτική Ασία και αναφέρονται ως οι πρώτοι που ακολούθησαν και προώθησαν τον Βουδισμό στην Ιαπωνία.

Οι σχέσεις με την Κορεατική χερσόνησο ήταν πολύ παλαιές και ενταγμένες σε ένα γενικότερο πλαίσιο σχέσεων με την ασιατική ήπειρο. Αυτό το πλαίσιο χαρακτηρίζεται από μετακινήσεις πληθυσμών, διπλωματικές και εμπορικές σχέσεις καθώς και στρατιωτικές συμμαχίες και πολέμους. 

Σύμφωνα με τα Χρονικά της Ιαπωνίας (Νίχον Σόκι), μια εισβολή στην Κορεατική χερσόνησο συνέβη κατά τη διάρκεια της ηγεμονίας της Τζίνγκου. Μετά από έναν ευνοϊκό χρησμό, κάπου τον 3ο αιώνα, η αυτοκράτειρα, όντας έγκυος μάλιστα, διέσχισε με τον στρατό της τη θάλασσα για να υποτάξει την απέναντι πλευρά. Αργότερα, η Τζίνγκου έφερε στον κόσμο τον γιό της, τον μελλοντικό αυτοκράτορα Οτζιν, ο οποίος στην ζωή του θα επιδείκνυε μεγάλες πολεμικές αρετές και μέχρι σήμερα λατρεύεται ως ο Χάτσιμαν, Θεός του πολέμου και προστάτης των πολεμιστών.

Η ιστορία της Κορεατικής χερσονήσου ξεκινά στη λεκάνη του ποταμού Τάντον, όπου και ιδρύθηκε το βασίλειο Κοζωσόν. Το 108 π.Χ. το βασίλειο Κοζωσόν υποτάχτηκε στους Κινέζους και διαιρέθηκε σε 4 διοικητικές περιοχές: τη Ζενφάν, την Ξουαντού, τη Λιντούν και τη Λουολάνγκ. Σύντομα όμως οι πιέσεις των τοπικών πληθυσμών είχαν ως αποτέλεσμα το σχηματισμό τριών χωριστών βασιλείων του Γκόγκουριο, του Μπέκτζε (ή Πέκτσε) και της Σίλλα.

Ήταν περίπου το 400 μ.Χ., όταν οι πολεμιστές του Γιαμάτο ηττήθηκαν από τους έφιππους πολεμιστές του βασιλείου Κογκουρίο, σε μία από τις εκστρατείες των πρώτων και κάπου εκεί εικάζεται από κάποιους ότι οι Ιάπωνες άρχισαν να χρησιμοποιούν στρατιωτικές μονάδες με έφιππα σώματα. Όταν το άλογο συνδυάστηκε με την τεχνολογία της τοξοβολίας της περιόδου Τζόμον, γεννήθηκε μια νέα και εξαιρετικά αποτελεσματική -βάση των αναγκών (αντίπαλοι, μορφολογία εδάφους, κλίμα κτλ.) - μορφή μάχης: η έφιππη τοξοβολία. 

Αρχαίο ιαπωνικό κράνος σιδήρου και πανοπλία (tanko) από την περίοδο Kofun, 5ος αιώνας. Το tanko είναι ο προκάτοχος του dō. Εθνικό Μουσείο Τόκιο. (Πηγή: Wikipedia)

Το άλογο και το τόξο, λοιπόν αποτελούν τα σήματα κατατεθέντα των Ιαπώνων ευγενών πολεμιστών και τους ξεχώριζαν ταξικά από τους υπηρέτες τους, που τους ακολουθούσαν στην μάχη, καθώς και από τους απλούς πεζικάριους. Τα άλογα τους στην αρχή του μεσαίωνα ήταν μικρά και αργά, απόγονοι της ανάμειξης αλόγων από την ηπειρωτική Ασία (κινέζικα, κορεάτικα και μογγολικά) με τα ντόπια άγρια άλογα. Οι σέλες της εποχής ήταν βαριές και μάλλον όχι ιδανικές για γρήγορους καλπασμούς - όσο γρήγορα μπορούσαν να τρέξουν εκείνα τα πόνυ- ή για ιππασία μεγάλων αποστάσεων. Ωστόσο έδιναν στους έφιππους τοξότες μια σταθερή βάση για να βάλλουν.   

Ακόμα όμως και εκείνα τα μικροκαμωμένα άλογα καθιστούσαν τους στρατούς πιο ευκίνητους, με τους ιππείς να μπορούν να νικούν τους ελαφρύτερα εξοπλισμένους πεζικάριους. Όμως, η έφιππη τοξοβολία είχε τα μειονεκτήματα της. Ήταν δαπανηρή στην αγορά και τη συντήρηση του αλόγου και απαιτούσε μεγάλο χρονικό διάστημα εκπαίδευσης, δύο προϋποθέσεις που σήμαιναν τον περιορισμό της σε συγκεκριμένα μέλη μιας στρατιωτικής ελίτ, που θα διέθεταν και τον χρόνο και τα οικονομικά μέσα.

Οι πρώτοι αναβάτες φορούσαν σιδερένια κράνη και πανοπλίες και συνοδεύονταν από πεζικό με δόρατα και θώρακες. Κατά τη διάρκεια των μαχών, το πεζικό σχημάτιζε γραμμές πίσω από τείχη ξύλινων ασπίδων. 
Τα περισσότερα ελάσματα (σάνε) των πανοπλιών ήταν τραπεζοειδούς σχήματος, με καμπύλες. Το μέγεθος τους μειώθηκε με την πάροδο του χρόνου και κατά τις περιόδους Χεϊάν και Καμακούρα είχαν μέγεθος περίπου 7-8 εκ. με 3-4 εκ, δίνοντας μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων.
Όσον αφορά τα τόξα, τα παλαιότερα ήταν από απλό ξύλο, και τα περισσότερα ίσια με περιορισμένη εμβέλεια και διεισδυτική ισχύ, ωστόσο εύκολα στο χειρισμό και στις συνεχείς βολές σε κοντινή απόσταση. Τα πιο εξελιγμένα τόξα εμφανίστηκαν πιθανότατα κατά την μέση προς το τέλος της περιόδου Χεϊάν. Τα βέλη κατά τη διάρκεια της Νάρα είχαν μήκος 71 εκ., όμως από τα μέσα της Χεϊάν και με την εξέλιξη και των τόξων, τα βέλη που χρησιμοποιούνταν περισσότερο είχαν μήκος κατά μέσο όρο 86-96 εκ. και ήταν κατά τι πιο παχιά, συνήθως φτιαγμένα από μπαμπού. 
Τα δόρατα που χρησιμοποιούνταν ήταν τα χοκο. Τα όπλα αυτά ήταν τα κλασσικά δόρατα από την περίοδο Γιαγιόι (300 π.Χ. - 300 μ.Χ.) έως και το τέλος της περιόδου Χεϊάν, όταν και εξελίχθηκαν οι ναγκινάτες και τα γιάρι. Κατά την μακροχρόνια χρήση τους και όσο η τεχνολογία εξελισσόταν τα χοκο - ξύλινο και μεταλλικό τμήμα- γίνονταν μακρύτερα και βαρύτερα.

Η περίπτωση των σπαθιών είναι μάλλον μυστήριο, αφού μιλάμε για ένα συνοδευτικό όπλο κοντινής εμπλοκής, περισσότερο αστικό και λιγότερο πραγματικά πολεμικό. Ταυτόχρονα, ανάλογα το μέγεθος, μιλάμε ουσιαστικά όχι μόνο για διαφορετικά ξίφη, αλλά και για διαφορετικά όπλα σε επίπεδο απαιτήσεων. 
Τα ξίφη της περιόδου Κοφούν (300-538 μ.Χ.) ήταν ίσια και περίπου 70 έως 80 εκ. σε μήκος. Το πότε το ιαπωνικό ξίφος, άρχισε να κυρτώνει και να αποκτά την γνωστή καμπύλη της λεπίδας του, αποτελεί πεδίο διαφωνιών για τους μελετητές, αφού δεν υπάρχουν απτά ιστορικά στοιχεία. Πάντως γύρω στα 900 εμφανίζεται να υπάρχει καμπύλη, ενώ η θεωρεία, ότι τα Ιαπωνικά ξίφη ήταν κυρτά, γιατί χρησιμοποιούνταν από τους έφιππους πολεμιστές, - οι οποίοι καλπάζοντας, έπρεπε να κόβουν και όχι να καρφώνουν- έχει πια εκπέσει με πολύ πειστικά επιχειρήματα. 

Οι ασπίδες χρησιμοποιούνται στην Ιαπωνία τουλάχιστον από τον 3ο αιώνα π.Χ. Οι περισσότερες ήταν ορθογώνιες, μήκους 100-150 εκ. με πλάτος και πάχος περίπου 50 εκ. Συνήθως κατασκευάζονταν από πολλαπλά στρώματα δέρματος που καλύπτονταν με λάκα, άλλωστε λόγω του μεγέθους τους, έπρεπε να είναι βολικές στη μεταφορά, αλλά αρκετά σκληρές ώστε να μην τις διαπερνάνε τα αιχμηρά όπλα των αντιπάλων. Τυπικά ευθυγραμμίζονταν με αλληλοκάλυψη για να σχηματίσουν έναν φορητό τείχος που προστάτευε τους τοξότες του πεζικού. Μπορούσαν επίσης να τοποθετηθούν επάνω στα τείχη των οχυρώσεων και στις πλευρές των πλοίων.
Φαίνεται ότι οι κλασικές ασπίδες που έχουμε στο νου μας, να τις κρατούν στο ένα χέρι οι πολεμιστές, ποτέ δεν κίνησαν σοβαρά το ενδιαφέρον των Ιαπώνων πολεμιστών, πιθανότατα λόγω της ανάπτυξης της έφιππης τοξοβολίας, που έκανε την ασπίδα άβολη.

Τον 6ο αιώνα, η πλούσια περιοχή της πεδιάδας του Καντό, μια περιοχή που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη των πολεμιστών, στην ανατολική πλευρά του Χόνσου, έγινε η βασική τοποθεσία για την εκτροφή αλόγων και την άσκηση στην ιππασίας. Οι μέχρι τότε εμπειρίες στα πεδία των μαχών και οι περιορισμοί στην χρήση του σιδήρου έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της έφιππης τοξοβολίας. Οι πανοπλίες προσαρμόστηκαν, ώστε να επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία στο χειρισμό των τόξων, επάνω στην ράχη των μικροκαμωμένων Ιαπωνικών πόνυ και μέχρι το 553 οι Ιάπωνες ήταν έτοιμοι να συνεχίσουν την εμπλοκή τους στην Κορεατική χερσόνησο, αυτή τη φορά έφιπποι.

Στα 602, ο πρίγκιπας Κουμε ηγήθηκε μιας ακόμη πιο μεγάλης ιαπωνικής εκστρατείας στο βασίλειο της Σίλλα. Η ιαπωνική αποστολή περιλάμβανε πάνω από 25.000 στρατιώτες καθώς και έναν αριθμό ιερέων του Σίντο, μαζί με κάποιους τοπικούς (από επαρχίες), μη-ευγενικής καταγωγής, αξιωματούχους, που διεύθυναν έφιπποι, μονάδες απλών πεζικάριων. Έτσι εδώ παίρνουμε μια πρώτη ιδέα γι’ αυτό που θα ακολουθούσε. Δηλαδή, κατα’ αρχήν τη σχέση πολεμιστών και πνεύματος, καθώς και μια πρώτη μορφή νταϊμιο (τοπικοί πολέμαρχοι). Φυσικά υπήρχαν και ευγενείς που ειδικεύονταν σε στρατιωτικές υποθέσεις, οι γκούντζι σιζόκου (στρατιωτικοί αριστοκράτες).


Η Νάρα (τότε Ηεϊτζο-κιο) έγινε πρωτεύουσα το 710 υπό την ηγεμονία της αυτοκράτειρας Γκενμέι, η οποία κυβέρνησε την χώρα από το 707 έως το 715. Ολόκληρη η περίοδος από το 646 έως το 793 χαρακτηρίζεται από μια σχεδόν συνεχή μεταρρυθμιστική διεργασία στα στρατιωτικά, στα νομικά, στα θρησκευτικά και στα διοικητικά. Ωστόσο πάντα οι μεταρρυθμίσεις έρχονται ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων αναγκών και κάπου είναι και καταναγκαστικές.

Στην περίπτωση της περιόδου Νάρα, η μεταρρυθμιστική διαδικασία ήταν υπό το φως σαφών στρατιωτικών απειλών και στο εσωτερικό και από το εξωτερικό. Ένα σημαντικό έτος στην ιστορία της Ιαπωνίας - και όχι μόνο για στρατιωτικούς λόγους - ήταν το 645 μ.Χ. Τότε, μέλη της βασιλικής οικογένειας δολοφόνησαν τον ηγέτη της ισχυρής οικογένειας Σόγκα (Περιστατικό Ίσι) παρουσία της αυτοκράτειρας Κογκιόκου και αυτό ήταν κάτι περισσότερο από ένα πραξικόπημα που υποκίνησαν αρκετοί πρίγκηπες (συμπεριλαμβανομένου και του επόμενου αυτοκράτορα) μαζί με τους συμμάχους τους, Φουτζιουάρα, για την αρπαγή της εξουσίας. Να σημειωθεί ότι η κίνηση αυτή από πατριώτες ως πράξη αυτοκρατορικής αποκατάστασης, θέτει προηγούμενο στην Παλινόρθωση Μεϊτζί των μέσων του 19ου αιώνα.

Το Περιστατικό Ίσι, όντως, δεν ήταν μόνο για την εξουσία, αλλά και μια πράξη για την υπεράσπιση της Ιαπωνίας. Η πολυέξοδη - σε μέσα και ανθρώπους- εμπλοκή της προηγούμενης ηγεσίας στη Κορέα και τα σχέδια της για ακόμη πιο δυναμική παρουσία, είχαν φέρει τους πανίσχυρους Κινέζους Τανγκ σχεδόν στις όχθες της χώρας. Η ώρα ήταν κρίσιμη. Ο νέος αυτοκράτορας Κοτόκου, μετά από την ανάληψη της εξουσίας, πήρε άμεσα μέτρα για την άμυνα της Ιαπωνίας.

Όρισε οκτώ στρατιωτικούς διοικητές, από τις τάξεις των μη-ευγενών αξιωματούχων, για την κατάσχεση του οπλισμού στην πεδιάδα του Καντό, συμπεριλαμβανομένων των τυμπάνων και των λαβάρων, ως κρίσιμα εργαλεία στην καθοδήγηση των στρατιωτών κατά την μάχη. Τα όπλα αυτά όχι μόνο θα χρησιμοποιούνταν για τον εξοπλισμό στρατευμάτων που θα υπερασπίζονταν τη χώρα από μια πιθανή επίθεση των Τανγκ, αλλά και θα αφοπλίζαν τους αντιπολιτευτικούς θύλακες. Επιπλέον οργανώθηκαν αμυντικά οι περιοχές της Ιαπωνίας κατά μήκος των συνοριακών ακτών, καθώς και διαιρέθηκαν περιοχές στρατιωτικών ηγετών, με μια τακτική τύπου “διαίρει και βασίλευε”. Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η δημιουργία των συνοριοφυλάκων τόσο στο βορρά όσο και στο Κιούσου. Τα μέτρα αυτά οδήγησαν στην στρατιωτικοποίηση της πολιτικής και σήμαναν τη θέληση του αυτοκράτορα και της αυλής να ελέγξουν την οργανωμένη βία. Αυτές οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις ήταν η υιοθέτηση μιας - προσαρμοσμένης στα Ιαπωνικά δεδομένα - εκδοχής του τότε εντυπωσιακού στρατιωτικού μοντέλου των Τανγκ.

Φυσικά τα στρατιωτικά μέτρα πήγαν χέρι-χέρι με ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταρρυθμίσεων, τις μεταρρυθμίσεις Τάικα (Τάικα είναι το όνομα της περιόδου ηγεμονίας του Κοτόκου από το 645 έως το 654) που άλλαξε το ιαπωνικό κυβερνητικό μοντέλο (δες παρακάτω το ρίτσουριο).

Μετά από μια ακόμη ατυχή επιχείρηση και ήττα των Ιαπώνων και των συμμάχων τους στην Κορέα, οι Τανγκ μέχρι τα 668 είχαν εδραιώσει φιλικά προς αυτούς καθεστώτα σε όλη την κορεατική χερσόνησο. Ενδεχομένως το γεγονός ότι ήταν δύσκολο να επιβληθούν στην περιοχή καθώς και λόγω εσωτερικών προβλημάτων, σε συνδυασμό με τις δυσκολίες που είχε η αποβίβαση μιας ικανής στρατιάς να νικήσει τον ιαπωνικό στρατό και να κατακτήσει το δύσκολο ιαπωνικό έδαφος, έκανε τους Τανγκ, αντί να περάσουν προς την Ιαπωνία, να έρθουν σε συμφωνία με τον αυτοκράτορα Τέντζι. Τελικά οι δύο όχθες της θάλασσας της Ιαπωνίας, κατέληξαν σε ανακωχή, χωρίς αυτό να εξομαλύνει εντελώς τις σχέσεις, που παρέμεναν τεταμένες. Έτσι η στρατιωτικοποίηση της Ιαπωνίας συνεχίστηκε.

Εν τω μεταξύ στα 672 ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος. Ο μικρότερος αδελφός του αυτοκράτορα Τέντζι (κυβέρνησε από το 661 ως το 672), ο πρίγκιπας Οάμα, αποφάσισε ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να αμφισβητήσει τον κληρονόμο του αδελφού του για το θρόνο. Το κλειδί για την τελική νίκη του Οάμα έγκειται στην έγκαιρη απόφαση του να αποκόψει την πρόσβαση της αυλής στoυς στρατιωτικούς πόρους των καίριων ανατολικών επαρχιών, χρησιμοποιώντας έφιππα στρατεύματα που έκλεισαν τα κρίσιμα ορεινά περάσματα στις επαρχίες Ίσε και Μίνο. Η σύγκρουση αυτή είναι γνωστή ως Πόλεμος Τζίνσιν και το 673 ο Οάμα χρήστηκε αυτοκράτορας και έλαβε το όνομα Τένμου.

Υπό την ηγεσία του Τένμου όλοι οι στρατιωτικοί και οι αστυνομικοί θα έπρεπε να ασκούνται με επιμέλεια στη χρήση των όπλων και στην ιππασία, ενώ θα έπρεπε να διαθέτουν κάποιες έφιππες μονάδες. Ο Τένμου, φυσικά, θα διατηρούσε το μέτρο της σχετικής απαγόρευση της ιδιωτικής κατοχής οπλισμού.

Εκτός όμως των στρατιωτικών αλλαγών, στην εξέλιξη της ανόδου των σαμουράι έπαιξαν σημαντικό ρόλο και οι μεταρρυθμίσεις στη διανομή της γης. Μεταξύ 702 και 718 οι Ιάπωνες υιοθέτησαν ένα νέο μοντέλο διοίκησης, το οποίο επηρέασε τόσο τις πολιτικές όσο και τις στρατιωτικές εξελίξεις με τον θεσμό αγροτικής μεταρρύθμισης που επέβαλαν. Η αρχική ιδέα ήταν η διανομή μικρών αγροτεμαχίων σε κάθε Ιάπωνα άρρενα ως μέσο εξασφάλισης μιας φορολογικής βάσης. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις σύντομα εξελίχθηκαν στο Σύστημα Σόεν, για το οποίο θα μιλήσουμε πάρα κάτω.

Εντωμεταξύ η ασφάλεια της Νάρα είχε γίνει προβληματική, περισσότερο λόγω των εσωτερικών απειλών από τους παντοδύναμους ναούς της περιοχής και από τις μηχανορραφίες της αυλής και λιγότερο από την πιθανότητα εξωτερικής εισβολής. Έτσι άρχισε να αποκρυσταλλώνεται η ιδέα της μετακίνησης βορειότερα και από το 784 και έως το 794, η αυλή μεταφέρθηκε από τη Νάρα στη Ναγκαόκα.

Το βόρειο Κιούσου οχυρώθηκε και ενισχύθηκε περαιτέρω, ενώ συνοριοφύλακες εγκαταστάθηκαν στο νησί Τσουσίμα. Παράλληλα δημιουργήθηκε ένα σύστημα σημάτων φωτιάς για προειδοποίηση τυχόν εισβολής. Υπό αυτές τις συνθήκες, η τεχνολογία κατασκευής κάστρων και οχυρώσεων άρχισε να εξελίσσεται περεταίρω στην Ιαπωνία.

Πολύ πριν κατασκευαστούν τα αρχιτεκτονικά αριστουργήματα που σήμερα θαυμάζει όλος ο κόσμος, τα ιαπωνικά κάστρα δεν ήταν τίποτα άλλο από απλές οχυρωματικές κατασκευές, οι οποίες χρησίμευαν στην άμυνα εναντίον δυνάμεων εισβολής είτε από την θάλασσα, είτε από την στεριά. Μια πρώτη αναφορά κάνει το Νίχον Σόκι σε σχέση με την σύρραξη του 580 μεταξύ των οίκων Σόγκα και Μονονόμπε, με επίφαση την νεόφερτη θρησκεία του Βουδισμού. Τα αρχοντικά των Σόγκα περιβάλλονταν από φράχτες και τάφρους, ενώ οι Μονονόμπε χρησιμοποιούσαν δέσμες φυτών ρυζιού, ως προστασία από τα εχθρικά βέλη. 

Κατά τα μέσα του 7ου αιώνα, και όταν η αυλή ξεκίνησε εκστρατείες εναντίων των Εμίσι στον Βορρά, κατασκευάστηκαν μικρές παλινάδες (σακου) και φράχτες (κι) στην Νιιγκάτα, ενώ οι Εμίσι αντέδρασαν με την κατασκευή πήλινων προμαχώνων και ξηρών τάφρων. Ταυτόχρονα οι φόβοι για εισβολή από την ηπειρωτική Ασία οδήγησαν στην κατασκευή πιο μόνιμων οχυρωματικών έργων στο Κιούσου με αναχώματα και πέτρινους τοίχους. 

Οι οχυρώσεις της εποχής συνήθως αποτελούνταν από κάποιο χαντάκι και έναν φράχτη. Σε κάποιες περιπτώσεις, κορμοί δέντρων θα τοποθετούνταν με τις κορυφές και τα κλαδιά τους προς την εχθρική πλευρά. Η θέση που επιλεγόταν, ανάλογα την μορφολογία του εδάφους και των τοπικών συνθηκών, ήταν η κορυφή κάποιου υψώματος, ενώ και η φορά των ανέμων που έπνεαν στην περιοχή, έπαιζε σημαντικό ρόλο στις βολές των τοξοτών. Όταν υπήρχε χρόνος, παγίδες και ενδεχομένως κάποιου τύπου πυργίσκοι προστίθενται. Οι ασπίδες, όπως είδαμε ευθυγραμμίζονταν επάνω στους φράχτες.  

Δεδομένου των τακτικών πολέμου εκείνης της εποχής, στόχος των οχυρωματικών έργων ήταν να επιβραδύνουν τις επιθέσεις του αντιπάλου, να περιορίζουν τους ελιγμούς του αντίπαλου ιππικού, να θωρακίσουν τους τοξότες του πεζικού και να ενισχύουν τα τάγματα των πεζικάριων. 

Συνεπώς μιλάμε για προσωρινές κατασκευές, που προορίζονταν για συγκεκριμένες μάχες. Την περίοδο Χεϊάν, ακόμα και μέχρι της αρχές της περιόδου Καμακούρα, τα “κάστρα” μπορούσαν να είναι απλά οδοφράγματα ή κάποιες υποτυπώδεις κατασκευές σε σημαντικούς δρόμους, ορεινά περάσματα, ναούς ή πλούσιες κατοικίες.  

Φαίνεται ότι η πρώτη φορά που οχυρωματικά έργα (“κάστρα”) έπαιξαν σημαντικό ρόλο ήταν στον Πόλεμο Ζενκουνεν (1055-1062) μεταξύ Γιοριόσι Μιναμότο και Γιοριτόκι Άμπε, στην επαρχία Μούτσου, μια περιοχή με εξαιρετική παράδοση στην κατασκευή οχυρώσεων. 
Η στρατηγική του Άμπε επικεντρώθηκε στην κάλυψη του στρατού του πίσω από οχυρώσεις με μόνο στόχο την παράταση των εχθροπραξιών, ουσιαστικά παίζοντας με τη ψυχολογία των στρατιωτών του Γιοριόσι, που ήθελαν να τελειώνουν, για να επιστρέψουν το συντομότερο δυνατό στα σπίτια τους και στην καθημερινότητα τους.

Το πρώτο κάστρο με πέτρινα τείχη και πύργο, πιστεύεται ότι είναι το κάστρο Αζούτσι, του Όντα Νομπουνάγκα, στην λίμνη Μπίουα, το οποίο χτιζόταν από το 1575 μέχρι το 1579. Και λέμε πιστεύεται, διότι από τα εκατοντάδες κάστρα που χτίστηκαν στα τέλη του 16ου και στις αρχές του 17ου αιώνα, ελάχιστα έχουν επιβιώσει στην αρχική τους κατάσταση. Πολλά γκρεμίστηκαν από τον Τογιοτόμι Χιντεγιόσι στα 1582. Άλλα γκρεμίστηκαν κατά την περίοδο Έντο και τελικά περίπου 170 έπεσαν θύμα της πολιτικής Μεϊτζί για τη εξάλειψη κάθε είδους ανάμνησης από την εποχή των σαμουράι. Το ενδιαφέρον για την ανακατασκευή των ιαπωνικών κάστρων ξεκίνησε στα μέσα του 20ου αιώνα.   

Το σύστημα ρίτσουριο αναφέρεται στην κυβερνητική δομή που ορίζεται από το ρίτσου, τον ποινικό κώδικα, και το ριο, τους διοικητικούς και αστικούς κώδικες. Το ιαπωνικό ρίτσουριο ήταν μια προσομοίωση του διοικητικού μοντέλου των Τανγκ, υιοθετώντας πολλά από τα αρχικά του άρθρα. Όπου όμως οι διαφορετικές τοπικές συνθήκες το απαιτούσαν, οι Ιάπωνες έκαναν τροποποιήσεις χωρίς δεύτερες σκέψεις. Τα χαρακτηριστικά του ρίτσουριο υιοθετήθηκαν για πρώτη φορά με κάποια μορφή στα διατάγματα Τάικα, αλλά στη συνέχεια απέκτησαν μια πιο εκλεπτυσμένη μορφή, υπό τον αυτοκράτορα Τέντζι, στον κώδικα Όμι και στην συνέχεια από τον αυτοκράτορα Τένμου. Το ρίτσουριο εξελίχθηκε με τον κώδικα Τάιχο (701) και τον κληρονόμο του, τον κώδικα Γιορο (718).

Υπό το σύστημα ρίτσουριο, ο Ιάπωνας αυτοκράτορας ήταν απόλυτος μονάρχης που κυβερνούσε όλη τη χώρα ως επικεφαλής μιας γραφειοκρατίας. Παράλληλα, ήταν και ο αρχιερέας, καταβάλλοντας φόρο τιμής στις θεότητες και μεταφέροντας τη θέληση τους στη γη και στους ανθρώπους. Έτσι, η κεντρική κυβέρνηση αποτελείτο από δυο οργανισμούς: α) Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Ντάτζοκαν), το οποίο είχε αναλάβει την διακυβέρνηση επί διάφορων πρακτικών ζητημάτων και β) την Υπηρεσία των Θεοτήτων (Τζινγκικαν), μια παράλληλη γραφειοκρατία για θρησκευτικά ζητήματα.

Οι μελλοντικοί γραφειοκράτες έπρεπε να σπουδάσουν σε ένα κεντρικό κολέγιο και να περάσουν προβλεπόμενες εξετάσεις. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους, θα αξιολογούνταν μία φορά το χρόνο και ο βαθμός και η θέση τους θα προσαρμόζονταν σύμφωνα με τα αποτελέσματα. Η πρόσληψη υπαλλήλων μέσω εξετάσεων βασιζόταν στο ιδιαίτερα αναπτυγμένο γραφειοκρατικό σύστημα της Κίνας (θεωρητικά αξιοκρατικό), ωστόσο το σύστημα ρίτσουριο ήταν ευέλικτο στις διατάξεις του για την παροχή ειδικών ευνοιών σε μέλη ευγενών οικογενειών (συνήθως συμμάχων της κυβέρνησης) και υψηλόβαθμων. Και αυτό ήταν μια προσαρμογή του νέου συστήματος στο παραδοσιακό ιαπωνικό πνεύμα περί σεβασμού στα εκ γενετής κοινωνικά δικαιώματα των ανθρώπων. Άλλωστε κάτι έπρεπε να γίνει με τις οικογένειες ευγενών, όπως οι Οτόμο, οι Σαέκι και οι Σακανούε, που είχαν ήδη αποκτήσει φήμη ως στρατιωτικοί αριστοκράτες, κατέχοντας υψηλούς βαθμούς και θέσεις.

Στην πραγματικότητα, ο θεσμός των εξετάσεων κατέπεσε πολύ σύντομα. Οι επαρχίες χωρίστηκαν σε τρεις τύπους διοικητικής εποπτείας: τα κούνι ή κόκου (επαρχίες), τα κόρι ή γκουν (κομητείες) και τα σάτο ή ρι (χωριά), που διοικούνταν από αξιωματούχους γνωστούς ως κοκούσι, γκούντζι και ρίτσο, αντίστοιχα. Τις θέσεις των κοκουσι καταλάμβαναν μέλη της κεντρικής γραφειοκρατίας, και τις θέσεις των γκούτζι και ρίτσο στελεχώναν μέλη ισχυρών τοπικών οικογενειών. 
[Σημείωση: το “τοπικό” ήταν σχετικό, αφού συχνά, οι οικογένειες αυτές (ή κάποιος πρόγονος) είχαν μετοικίσει μόνιμα σε κάποια επαρχία από την πρωτεύουσα ή τους είχε ανατεθεί μια επαρχία, την οποία όμως πρακτικά την διοικούσαν από την πρωτεύουσα δια αντιπροσώπων. Την εποχή εκείνη, το να μετακομίσεις μόνιμα εκτός πρωτεύουσας δεν ήταν καλό, αφού θα απομακρυνόσουν από το κέντρο του πολιτισμού και από τον πυρήνα των πολιτικών εξελίξεων. Συνήθως μόνιμα μετακόμιζαν γόνοι ευγενών (π.χ. τέκνα αριστοκρατών με παλλακίδες) που λόγω ιεραρχίας δεν θα είχαν σπουδαία καριέρα στην πρωτεύουσα]. 

Ο λαός χωριζόταν σε δύο κύριες κατηγορίες, τους ελεύθερους και τους σκλάβους. Οι σκλάβοι αποτελούσαν περιουσία της κυβέρνησης, της αριστοκρατίας, των ιερών και των ναών και ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν απεριόριστη εργασία. Όμως ο συνολικός τους αριθμός αντιπροσώπευε λιγότερο από το ένα δέκατο του πληθυσμού. Η πλειοψηφία του ελεύθερου πληθυσμού ήταν αγρότες. Σε ηλικία έξι ετών, σε κάθε αρσενικό παιδί αναλογούσαν ορυζώνες που του παρέμεναν για να καλλιεργεί ολόκληρη τη ζωή του. Ένας φόρος έμπαινε στο προϊόν των καλλιεργειών, και ένας κατά κεφαλήν φόρος επιβαλλόταν στους ενήλικες άνδρες. Ο φόρος στον τομέα των ορυζώνων ήταν χαμηλός (περίπου το 3% της καλλιέργειας), αλλά ο κατά κεφαλήν φόρος, πληρωτέος σε χειροτεχνήματα ήταν μεγάλη επιβάρυνση. Επιπλέον, η μεταφορά των αγαθών από τις επαρχίες στην πρωτεύουσα ήταν ευθύνη του φορολογούμενου, το οποίο ήταν δύσκολο για όσους ζούσαν σε μακρινά μέρη. Οι ενήλικες άρρενες ήταν υποχρεωμένοι να υπηρετούν στον στρατό και να προσφέρουν κοινωφελή εργασία, υπό τη διοίκηση του τοπικού κοκούσι, που δεν θα υπερέβαινε τις 60 ημέρες το χρόνο (δες στρατιωτικός κλάδος του ρίτσουριο παρακάτω).
Η κατώτερη κοινωνική ομάδα ελεύθερων πολιτών, ήταν οι επαγγελματίες μεταλλουργοί, βυρσοδέψες και άλλοι τεχνίτες.

Όλη η γη ήταν, κατά κύριο λόγο, ιδιοκτησία του κράτους. Το μεγαλύτερο μέρος της διανεμόταν εξίσου μεταξύ του απλού λαού, αλλά, πέρα ​​από αυτό, δινόταν γη για συγκεκριμένο χρόνο σε γραφειοκράτες και υψηλόβαθμους- ως πηγή εσόδων (μισθολόγια), καθώς και στα Σιντοϊστικά τεμένη και στους βουδιστικούς ναούς - ως επιχορηγήσεις. Εκτός από τους ορυζώνες, τα υπόλοιπα εδάφη αφήνονταν σε ιδιώτες να τα χρησιμοποιούν κατά βούληση. 

Η αύξηση του πληθυσμού απαιτούσε το άνοιγμα νέων ορυζώνων, όμως το σύστημα ρίτσουριο είχε ανεπαρκείς προβλέψεις για κάτι τέτοιο. Στην πραγματικότητα, το περίπλοκο σύστημα φορολόγησης και διανομής αποθάρρυνε την επένδυση σε νέες καλλιέργειες. Τελικά, η κυβέρνηση θέλοντας να ενθαρρύνει το άνοιγμα νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων προσέφερε κίνητρα και το 743 ο νόμος άλλαξε για να επιτρέψει τη μόνιμη ιδιωτική κατοχή γης από το πρόσωπο που το είχε αρχικά καλλιεργήσει. Ως αποτέλεσμα, οι αριστοκράτες, τα ιερά και οι ναοί επικεντρώθηκαν στην καλλιέργεια της γης για να αυξήσουν τα ιδιόκτητα εδάφη τους, τον πλούτο και την δύναμη τους. Έτσι η αρχή της δημόσιας ιδιοκτησίας της γης που προβλεπόταν στο σύστημα ρίτσουριο άρχισε να μην λειτουργεί στην πράξη και εν τέλη διαμορφώθηκε ένα διπλό σύστημα περιουσιολογίου: Ένα με την δημόσια γη υπό την αυλή και ένα με την ιδιωτική γη (Δες στην συνέχεια σόεν).

Το στρατιωτικό σκέλος του ρίτσουριο σχεδιάστηκε για να αντιμετωπίσει τόσο τις εσωτερικές προκλήσεις όσο και τους εξωτερικούς κινδύνους. Ο εξωγενής κίνδυνος είχε ως αποτέλεσμα την ανακωχή μεταξύ των αντίπαλων φραξιών στο εσωτερικό. Οι μετά-Τάικα ρυθμίσεις επέβαλαν στο σύνολο των στρατιωτικών μέσων - όπλα, βοηθητικό εξοπλισμό, άλογα, στρατεύματα, αξιωματικοί- να τεθούν υπό τον άμεσο έλεγχο του αυτοκράτορα και της αυλής του. Από δω και πέρα, κεντρικά διορισμένοι αξιωματικοί και αξιωματούχοι εποπτεύανε όλες τις στρατιωτικές μονάδες και δραστηριότητες.

Η γενική διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων του κράτους διεξαγόταν από το Υπουργείο Στρατιωτικών Υποθέσεων (Χιομπούσο) και τις πέντε υπηρεσίες που ήταν υπό αυτό, ενώ σε επαρχιακό επίπεδο ανατέθηκε στον κυβερνήτη και το προσωπικό του, όπου όλοι ήταν υπάλληλοι/μέλη της αυλής. Η κινητοποίηση των στρατευμάτων απαιτούσε αυτοκρατορικό διάταγμα, το οποίο εκδιδόταν μέσω, και με τη συναίνεση, του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Η στρατιωτική θητεία ήταν υποχρεωτική σε όλους τους ελεύθερους άρρενες ηλικίας μεταξύ είκοσι και πενήντα εννέα ετών. Εξαιρούνταν οι ευγενείς που κατείχαν θέσεις και τα άτομα που υπέφεραν από μακροχρόνιες ασθένειες ή ήταν γενικώς ακατάλληλα για στρατιωτικές υποχρεώσεις.

Η στρατολόγηση γινόταν σε επαρχιακά συντάγματα (γκούνταν), τα οποία ήταν μονάδες πολιτοφυλακής. Αφού καταχωρούνταν ως στρατιώτες, οι περισσότεροι άντρες επέστρεφαν στα σπίτια και τους αγρούς τους. Οι επαρχιακοί διοικητές διατηρούσαν αντίγραφα καταλόγων από τους οποίους επιλέγονταν στρατεύσιμοι για εκπαίδευση, άτομα για τις αστυνομικές και συνοριακές φρουρές εν καιρώ ειρήνης, και προσωπικό για την εξυπηρέτηση άλλων στρατιωτικών καθηκόντων.

Η στρατολόγηση ήταν αγκάθι για την κυβέρνηση, δεδομένου ότι υπό το πνεύμα του ρίτσουριο η θητεία αποτελούσε έναν ακόμη φόρο εργασίας. Άλλωστε στρατιωτικοί και φορολογικοί κατάλογοι ήταν το ίδιο και το αυτό. Έτσι και η κάθε στρατιωτική μεταρρύθμιση ήταν ανάλογη της φορολογικής και το ίδιο πνεύμα με τους φοροφυγάδες υπήρχε και σε αυτούς που απέφευγαν την στράτευση.

Όμως, πολύ πιο προβληματική από την απροθυμία των αγροτών να υπηρετήσουν, ήταν ο τρόπος οργάνωσης του αυτοκρατορικού στρατού. Τα συντάγματα που σχημάτιζαν τη ραχοκοκαλιά των στρατών ήταν δυνάμεις μικτών όπλων, κυρίως πεζικό μαζί με έφιππους τοξότες. 
Η κυβέρνηση ήθελε από την μια ο στρατός της να είναι φτηνός και από την άλλη αποτρεπτικός παράγοντας στο μυαλό του οποιουδήποτε αντιπάλου. Έτσι έριχνε το βάρος της σε πολυάριθμα συντάγματα οπλιτών (κοινοί πολίτες που έκαναν θητεία) σε βάρος της τεχνολογίας της εποχής που ήταν οι έφιπποι τοξότες. Κατ’ αυτόν το τρόπο, τα έξοδα συντήρησης ήταν μηδαμινά αφού ο κάθε οπλίτης πεζικάριος ήταν υπεύθυνος για τον οπλισμό του, ενώ η έννοια του μόνιμου στρατού δεν υπήρχε. Ουσιαστικά οι άνδρες από τα χωράφια τους βρίσκονταν στα πεδία των μαχών. 
Η έφιππη τοξοβολία, από την άλλη, όπως είπαμε, ήταν ακριβή και απαιτούσε χρόνο. Έτσι ουσιαστικά οι μονάδες των έφιππων τοξοτών στελεχώνονταν από άνδρες που είχαν και τα μέσα και τις γνώσεις από μόνοι τους. Αυτό αμέσως σήμαινε, πρώτον, ότι η κεντρική κυβέρνηση δεν είχε το μονοπώλιο στο καλύτερο όπλο της αγοράς, δεύτερον, ότι το όπλο αυτό κατ’ ουσία, αν και ελεγχόταν από την κυβέρνηση, άνηκε σε (ήταν οι ίδιοι οι) ιδιώτες και τρίτον και σημαντικότερο, αυτοί οι ιδιώτες προέρχονταν αποκλειστικά από τις διάφορες βαθμίδες της ελίτ.

Ωστόσο μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα, το πολιτικό κλίμα - μέσα και έξω - είχε αλλάξει τόσο ώστε να καταστήσει αυτό το σύστημα αναχρονιστικό και περιττό.
Η κινεζική εισβολή που τόσο φοβόντουσαν οι Ιάπωνες απλά ποτέ δεν έγινε πραγματικότητα. Οι αντιπολιτευτικοί θύλακες είχαν υποχωρήσει και οι τοπικοί αριστοκράτες ήταν απασχολημένοι με το να ανταγωνίζονται στην απόκτηση πλούτου και εξουσίας. Έτσι ο στρατός θα αναδιοργανωνόταν εκ νέου. 

Μέσα στο γεωγραφικό και οικολογικό περιβάλλον της Ιαπωνικής γης, η κύρια ανάγκη πια ήταν η αντιμετώπιση συμμοριών ληστών, εγκληματιών, επαναστατών και άλλων παρανόμων. Και μπορεί αυτός που διαβάζει αυτό το άρθρο να θέλει να ξεπετάξει το συγκεκριμένο κεφάλαιο, ωστόσο η γνώση του φυσικού περιβάλλοντος της Ιαπωνίας απαντά και εξηγεί πολλά σε σχέση με την διαμόρφωση και την εξέλιξη των πολεμιστών της. 

Η Ιαπωνία αποτελείται από μια μεγάλη συστάδα νησιών. Τα νησιά αυτά βρίσκονται ανάμεσα στον μεγαλύτερο ωκεανό του κόσμου -τον Ειρηνικό, και την μεγαλύτερη ήπειρο του πλανήτη, την Ασία. Οι περισσότεροι κάτοικοι ζουν σε ένα από τα τέσσερα κύρια νησιά. Στα νοτιοδυτικά βρίσκεται το Κιούσου. Το Σικόκου, το μικρότερο από τα τέσσερα μεγάλα νησιά, μαζί με το Κιούσου βοηθά στη διαμόρφωση της εσωτερικής θάλασσας. Το Χόνσου είναι το μεγαλύτερο απ’ όλα. Και τέλος το Χοκάιντο, το οποίο την εποχή που μιλάμε ήταν ανεξερεύνητο σύνορο. Επιπλέον, υπάρχουν εκατοντάδες μικρές νησίδες διασκορπισμένες σε όλη την αλυσίδα.

Οι κύριες πύλες της Ιαπωνίας ήταν, από βορρά - μέσω της Καμτσάτκα, του Σαχαλίν και των Κουρίλων -το Χοκάιντο. Στα δυτικά, υπήρχε σχεδόν σταθερή αλληλεπίδραση με την Κορεατική χερσόνησο, την Κίνα και άλλα κράτη της Ανατολικής Ασίας, μέσω διασκορπισμένων νησιών που συνδέουν τη νότια Κορέα με το Κιούσου. Στα νότια, το Κιούσου συνδεόταν με τη Νοτιοανατολική Ασία μέσω των Ρίου Κίου (Οκινάουα).

Η Ιαπωνία είναι μια ορεινή χώρα. Τα βουνά της καλύπτουν περίπου το ογδόντα τοις εκατό της ηπειρωτικής της επιφάνειας. Οι Ιαπωνικές Άλπεις υψώνονται στο κεντρικό Χόνσου, χωρίζοντας την Ανατολή από την Δύση. Σε κάποια σημεία υπάρχει πυκνή βλάστηση και δάση. Τα ποτάμια που σχηματίζονται είναι μικρά και γενικά δεν είναι πλεύσιμα. Περίπου εξήντα από τις βουνοκορφές είναι ενεργά ηφαίστεια και οι σεισμοί είναι συνήθεις.

Μαζί με το ορεινό τοπίο, η χώρα αποτελείται από τρεις μεγάλες πεδιάδες και αναρίθμητες μικρές λεκάνες κατάλληλες για καλλιέργεια. Ιστορικά, οι δύο πιο σημαντικές πεδιάδες είναι το Καντό, στην μητροπολιτική περιοχή του Τόκιο και το Κινάι (Κιότο - Νάρα - Οσάκα). Ένα τρίτο καθοριστικό χαρακτηριστικό της χώρας είναι μια ακτογραμμή άνω των 17.000 μιλίων, κυρίως απότομη και βραχώδης, με σχετική έλλειψη σε καλά φυσικά λιμάνια.

Τρία πράγματα αξίζει να θυμόμαστε, όταν μελετάμε την Ιαπωνική ιστορία. Πρώτον, το κλίμα και το φυσικό περιβάλλον έκανε τις γεωργικές καλλιέργειες - όταν δεν καταστρέφονταν - να αναπτύσσονται αργά, ωθώντας τον πληθυσμό να ψάχνει τροφή στα βουνά και κατά μήκος της ακτής. Δεύτερον, αυτό το τοπίο προκαλούσε υψηλό κόστος και κίνδυνο στη μεταφορά αγαθών και το εμπόριο, ενώ δυσκόλευε την ανάπτυξη των σχέσεων μεταξύ των κοινοτήτων. Τρίτον, η θέση της Ιαπωνίας αποτελεί διεθνές σταυροδρόμι.

Οι εκ νέου στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις προέκυψαν από το γεγονός ότι ο στρατός μέσα σε αυτό το φυσικό τοπίο, για να κυνηγήσει με επιτυχία παράνομους, έπρεπε να αποτελείται από μικρές, εξαιρετικά ευκίνητες μονάδες, που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν και να φτάσουν στο σημείο ταχύτατα. Οπότε τα πολυπληθή συντάγματα πεζικάριων του παρελθόντος ήταν εντελώς άχρηστα. 

Εντωμεταξύ, οι μειωμένες στρατιωτικές ανάγκες έκαναν τους αξιωματικούς και τους επαρχιακούς αξιωματούχους να καταχρώνται τη προσφορά του δωρεάν ανθρώπινου δυναμικού - τους στρατιώτες θητείας - για ιδιωτικούς σκοπούς, κατά παράβαση της νομοθεσίας. Οι στρατιώτες παράταγαν τα όπλα και εξωθούνταν σε καταναγκαστική εργασία στα χωράφια των ανωτέρων.
Ήδη από το 704 η αυλή προειδοποιούσε τους κυβερνήτες ότι οι στρατιώτες δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους από εκείνους που καθορίζονται από το νόμο. 

Τελικά, η αυλή αντέδρασε με μια σειρά γενικών μεταρρυθμίσεων. Η πρώτη σημαντική αλλαγή ήρθε το 719, όταν ο αριθμός των συνταγμάτων, των αξιωματικών και των στρατιωτών μειώθηκε σε εθνικό επίπεδο και εξαλείφθηκε εξ ολοκλήρου σε τρεις από τις μικρότερες επαρχίες. Μέχρι τα 780 η κυβέρνηση συνειδητοποίησε ότι τα περισσότερα από τα στρατεύματα της ήταν ακατάλληλα στα νέα δεδομένα αστυνόμευσης και διέταξε να απολυθούν όσοι ήθελαν ή δεν μπορούσαν να υπηρετήσουν. Στην θέση τους μπήκαν οι γιοί και τα αδέρφια εκείνων που είχαν αυλικά αξιώματα, με ικανότητες ιππασίας ή μάχης. Τελικά το 792, η αυλή δήλωσε ότι τα αυτοκρατορικά στρατιωτικά συντάγματα θα καταργούνταν εντελώς και στη θέση τους δημιούργησε μια σειρά νέων στρατιωτικών θέσεων και τίτλων, νομιμοποιώντας τη χρήση ιδιωτικών πολεμικών πόρων για λογαριασμό του κράτους. Στην ουσία, η αυλή μετακύλησε τον εθνικό θεσμό του στρατού “δημόσια δαπάνη” στην “ιδιωτική πρωτοβουλία”, ως μια μορφή έμμεσης φορολόγησης για την χορήγηση σόεν.

Τα σόεν στην Ιαπωνία, από τον 8ο έως τα τέλη του 15ου αιώνα, ήταν ιδιωτικές, αφορολόγητες, αυτόνομες και αυτοδιοίκητες περιοχές, των οποίων η άνοδος υπονόμευσε την πολιτική και οικονομική δύναμη της αυλής και συνέβαλε στην ανάπτυξη ισχυρών φατριών. Οι περιοχές αυτές με ότι εμπεριείχαν (καλλιέργειες, κάτοικοι, δομές κτλ.) εκχωρούνταν από την αυλή σε επισήμως εγκεκριμένα Σιντοϊστικά ιερά, Βουδιστικούς ναούς ή χορηγούνταν από τον αυτοκράτορα σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, φίλους ή αξιωματούχους. Έτσι τα σόεν εξελίχθηκαν σε “κράτος εν κράτει”, με δικές τους εσωτερικές υπηρεσίες, φορολογία, αστυνομία και στρατό που δεν λογοδοτούσαν στην αυλή (για την ακρίβεια με το πέρας του χρόνου η αυλή απεμπόλησε το δικαίωμα της να παρεμβαίνει), συμβάλλοντας στην άνοδο μιας τοπικής στρατιωτικής τάξης.

Παρότι, εδώ και πολλά χρόνια, αναφέρεται ότι η Ιαπωνία είχε φεουδαρχικό σύστημα, λόγω των σόεν, οι γνώμες των ιστορικών διίστανται και το ζήτημα συνεχίζει να αποτελεί θέμα αντιπαράθεσης. 

Η περίοδος Χεϊάν

Ο αυτοκράτορας Κάμου μετέφερε την πρωτεύουσα στο Χεϊαν (σημερινό Κιότο) το 794. Ο Κάμου άρχισε μια σειρά μεταρρυθμίσεων, προσαρμόζοντας κάποια άρθρα του ρίτσουριο στις απαιτήσεις των εποχών. Αύξησε την περίοδο διανομής των δημόσιων ορυζώνων από τα έξι σε κάθε δώδεκα χρόνια. Προσπάθησε να πατάξει την διαφθορά των τοπικών αξιωματούχων (της δημόσιας γης) και κατάργησε εντελώς το θεσμό της στρατιωτικής θητείας των απλών πολιτών. Οι στρατιώτες, όπως είδαμε, επιλέγονταν πια από τους ικανούς γιούς των αξιωματούχων. 

Οι Εμίσι (Έζο) ήταν μια πληθυσμιακή ομάδα των βόρειων επαρχιών του Χόνσου, οι οποίοι αρνούνταν να ενταχθούν υπό την κεντρική εξουσία. Ο Κάμου συνέχισε μια σειρά εκστρατειών για τον εξαναγκασμό τους σε εξομοίωση με τον υπόλοιπο πληθυσμό.  
Η εμπειρία από τις μάχες εναντίων των Εμίσι, οι οποίοι ήταν εξαιρετικοί αναβάτες και πολεμούσαν με τακτικές ανταρτοπόλεμου, υπήρξε καθοριστική στην διαμόρφωση των πολεμιστών. Με άλλα λόγια, αυτές οι διαμάχες με τους Εμίσι, συνετέλεσαν στην εξέλιξη της τεχνολογίας του εξοπλισμού και των τακτικών πολέμου, όντας ένας τύπος “πρακτικής” για την εξέλιξη και την διαμόρφωση των σαμουράι.  

Ωστόσο οι πόλεμοι κατά των Εμίσι είχαν και άλλες σημαντικές συνέπειες. Επειδή οι περισσότερες προμήθειες και πολλοί πολεμιστές προέρχονταν από το κοντινό Καντό, η περιοχή αυτή, σημαντική βάση -όπως είδαμε- εκτροφής αλόγων και άσκησης έφιππων δεξιοτήτων, εξαντλήθηκε οικονομικά αλλά και ταυτόχρονα στρατιωτικοποιήθηκε περαιτέρω. Αυτό έχει σημασία δεδομένου του σημαντικού ρόλου που έπαιξε η περιοχή στην εκκόλαψη πολεμιστών, φατριών σαμουράι και κινημάτων, καθώς υπήρξε η καρδιά των περιόδων Καμακούρα και Έντο.

Μια άλλη εξέλιξη ήταν η απαγόρευση της εμπλοκής των θρησκευτικών θεσμών στα πολιτικά, αλλά ο ίδιος ο Κάμου ενθάρρυνε και υποστήριξε τον Βουδισμό. Για εθνικούς και προσωπικούς λόγους, έστειλε δύο μοναχούς, τον Σάιτσο και τον Κουκάι στην Κίνα, για να σπουδάσουν. Μετά την επιστροφή τους, ο Σάιτσο ίδρυσε την σχολή Τεντάι και ο Κουκάι την σχολή Σινγκόν, δύο εξολοκλήρου, πια, ιαπωνικές μορφές Βουδισμού.

Μετά τον Κάμου, οι διάδοχοι του συνέχισαν τις πολιτικές του. Οι νομικοί κώδικες συμπληρώθηκαν, έγινε καταγραφή της ιστορίας και κόπηκαν νομίσματα. Παρόλα αυτά, τα ίδια τα θεμέλια του ρίτσουριο άρχισαν να θρυμματίζονται λόγω της δυσκολίας εκτέλεσης του συστήματος κατανομής γαιών βάση των μητρώων απογραφής, με αποτέλεσμα την μείωση των κρατικών εσόδων. Δύο αλλαγές θεσπίστηκαν στις αρχές του 10ου αιώνα, οι οποίες, ενώ προσωρινά στήριξαν το δημοσιονομικό, οδήγησαν τελικά σε περαιτέρω προβλήματα.

Πρώτον, το κράτος αποφάσισε να υπολογίσει τους φόρους με βάση μονάδες γης και όχι άτομα. Δεύτερον, η κεντρική κυβέρνηση διέκοψε την διοίκηση των επαρχιακών υποθέσεων, αφήνοντας τα τοπικά ζητήματα σε κυβερνήτες, που τώρα καλούνται ζουρίο (φορολογικοί διαχειριστές) και σε τοπικούς υπαλλήλους (ζάιτσο κάντζιν) οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διαβίβαση στο Χεϊάν συγκεκριμένου ποσού φόρων από την δημόσια γη. Προφανώς το σύστημα αυτό διευκόλυνε τον προϋπολογισμό των εσόδων, αλλά αύξησε την διαφθορά των τοπικών αρχόντων, οι οποίοι ζητούσαν ότι ήθελαν από τους φορολογούμενους, εξωθώντας τον πληθυσμό σε μεγαλύτερη ένδεια και ωθώντας τον να εγκαταλείψει τα δημόσια χωράφια και να ενταχθεί οικειοθελώς στα σόεν.    

Εντωμεταξύ, ενώ φαινομενικά οι διορισμοί σε επίσημες θέσεις γίνονταν σύμφωνα με τις διατάξεις του ρίτσουριο, η πραγματική εξουσία μετατοπίστηκε σε άλλες, επίσημες μεν, αλλά εξωθεσμικές (εκτός προβλέψεων ρίτσουριο) θέσεις που δημιουργήθηκαν για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις της εποχής. Οι σημαντικότερες από αυτές ήταν οι κεμπιίσι, η αυτοκρατορική αστυνομία, οι σέσσο (επίτροποι) και οι καμπάκου (επικεφαλής σύμβουλοι). Ο πρωταρχικός ρόλος του σέσσο ήταν να παρίσταται στις υποθέσεις του κράτους όσο ένας αυτοκράτορας ήταν ανήλικος, ενώ ο ρόλος του καμπάκου ήταν να παρακολουθεί κρατικά θέματα για λογαριασμό του αυτοκράτορα, ακόμα και μετά την ενηλικίωση του. Καμία από τις θέσεις αυτές δεν είχε προβλεφθεί από το σύστημα ρίτσουριο, το οποίο βασιζόταν στην αρχή της άμεσης διακυβέρνησης από τον αυτοκράτορα.

Η αλήθεια είναι ότι πριν από τα πρώτα χρόνια της περιόδου Χεϊάν, όλοι οι ηγεμόνες ήταν ενήλικοι και φαινομενικά κανείς δεν είχε φανταστεί την ενθρόνιση ενός ανήλικου αυτοκράτορα. Στα μέσα του 9ου αιώνα, όμως, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο εννιάχρονος Σέιουα, ο παππούς του από την μεριά της μητέρας του, Φουτζιουάρα Γιοσιφούσα, δημιούργησε την υπηρεσία σέσσο. Θυμόμαστε ότι οι Φουτζιουάρα, συμμετείχαν στην εκτόπιση της πανίσχυρης οικογένειας Σόγκα στο παρελθόν. Οι Φουτζιουάρα ήρθαν για να πάρουν την θέση των Σόγκα, ως η οικογένεια που θα έλεγχε την κυβέρνηση και την χώρα. Ως αποτέλεσμα αυτού του σύνθετου συστήματος, ήταν οι συνεχείς έριδες και μηχανορραφίες στην αυλή που αφορούσαν την απομάκρυνση, από θέσεις, άλλων οικογενειών και την κατάληψη τους από την οικογένεια Φουτζιουάρα ή τη διαμάχη μεταξύ των ίδιων των κλάδων των Φουτζιουάρα. 

Μινιατούρα της αρχαίας πρωτεύουσας Heian-kyō (Κιότο). Πηγή: Wikipedia

Ο πολιτισμός του 9ου αιώνα ήταν συνέχεια του 8ου, με σημαντικές κινεζικές επιρροές. Η συγγραφή πεζών και ποιημάτων στα Κινέζικα ήταν δημοφιλής, όπως και ο σεβασμός των κινεζικών εθίμων στην καθημερινή ζωή της αριστοκρατίας. Οι βουδιστές μοναχοί συνέχισαν να ταξιδεύουν στην Κίνα και να επιστρέφουν με άγνωστα γραπτά. Η Βουδιστική γλυπτική και οι πίνακες ζωγραφικής ακολουθούσαν το στυλ των Τανγκ. Αυτά όμως μέχρι τα τέλη του 9ου αιώνα. Μετά η Ιαπωνία διέκοψε τις επίσημες σχέσεις με την Κίνα, εξαιτίας του υψηλού κόστους των αποστολών, αλλά και λόγω της πολιτικής αναταραχής στην αυτοκρατορία των Τανγκ. Στην πραγματικότητα, η ιαπωνική αυλή δεν είχε πλέον τίποτα να πάρει από του Κινέζους και άλλωστε δεν χρειαζόταν να πάρει κάτι παρά πάνω. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απαρχή της φθίνουσας πορείας των κινεζικών στοιχείων στον Ιαπωνικό πολιτισμό. 

Από τον 10ο αιώνα και μέχρι τον 11ο, οι διαδοχικές γενιές του βόρειου κλάδου των Φουτζιουάρα συνέχισαν να ελέγχουν την κυβέρνηση και το έθνος, μονοπωλώντας τις θέσεις σέσσο και καμπάκου. Στο απόγειο τους έφτασαν με τον Φουτζιουάρα Μιτσινάγκα (966-1028), του οποίου - κατά την προσφιλή τακτική των Φουτζιουάρα (και πιο πριν, των Σόγκα) - τέσσερις από τις κόρες παντρεύτηκαν τέσσερις διαδοχικούς αυτοκράτορες, και τρία εγγόνια έγιναν τα ίδια αυτοκράτορες. Η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου βασίστηκε κυρίως σε παλαιότερες και γνωστές μεθόδους διακυβέρνησης, ενώ η καθημερινή άσκηση της πολιτικής γινόταν μέσω ενός εξαιρετικά τελετουργικού πρωτοκόλλου. Αποτέλεσμα ήταν η πολιτική αδυναμία πρόβλεψης και έγκαιρης αντίδρασης σε καταστάσεις πέραν του αναμενόμενου. 

Το σύστημα ρίτσουριο υπήρχε μόνο κατ’ όνομα και ο έλεγχος της γης περνούσε ολοένα και περισσότερο σε ιδιωτικά χέρια. Οι δημοσιονομικές αλλαγές στις αρχές του 10ου αιώνα δεν είχαν ως αποτέλεσμα την παραγωγή αρκετών ορυζώνων και οι φορολογικοί συντελεστές παρέμεναν υψηλοί. Τα δημόσια έσοδα των ταμείων του κράτους συνέχισαν να μειώνονται και η ανάγκη για αναζήτηση νέων καλλιεργήσιμων εκτάσεων αυξήθηκε.

Η αύξηση των σόεν και της ιδιωτικής περιουσίας, ωστόσο, ήταν σοβαρή απειλή για την κυβέρνηση, η οποία εξέδωσε διατάγματα που προορίζονταν να ελεγχθεί η κατάσταση. Τα νέα μέτρα όμως εξυπηρέτησαν απλώς στο να εδραιώσουν τη θέση εκείνων που ήδη κατείχαν σόεν και απέτυχαν να διακόψουν την αύξηση της ιδιωτικής περιουσίας. Είναι κατανοητό ότι μερίδα ιδιοκτητών των σόεν ήταν οι ίδιοι οι υψηλοί αξιωματούχοι που αποτελούσαν την κυβέρνηση, και οι οποίοι αύξαναν τον πλούτο τους από δύο πλευρές: από τα σόεν που τους χάριζε η κυβέρνηση, λόγω της θέσης τους και από τα έσοδα (φορολογία) των δημόσιων εδαφών.

Φυσικά, το σύστημα δεν ήταν τόσο απλό. Δηλαδή δεν υπήρχε μόνο δημόσια γη που νοίκιαζε (φορολογούσε) το κράτος και σόεν.
Παρόλο που η αριστοκρατία και οι ναοί γύρω από την πρωτεύουσα απολάμβαναν φοροαπαλλαγές στα ιδιωτικά τους εδάφη, τα ίδια προνόμια δεν ήταν διαθέσιμα στις ισχυρές οικογένειες των επαρχιών. Αυτοί, επομένως, άρχισαν να “γράφουν” την περιουσία τους σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, στην αριστοκρατία (μέλη της κυβέρνησης) ή σε ναούς συνάπτοντας συμφωνίες μαζί τους, κατά τις οποίες: οι μεν δεύτεροι γίνονταν “ιδιοκτήτες βιτρίνες” με το αζημίωτο, οι δε πρώτοι διατηρούσαν τα δικαιώματα ως πραγματικοί διαχειριστές της περιουσίας τους, που πια ήταν αφορολόγητη. Χάρη σε τέτοιες συμφωνίες, τα ακίνητα και η περιουσία της υψηλής τάξης και των ναών αυξάνονταν σταθερά, ενώ παράλληλα τοπικές φατρίες ενδυναμώνανε.

Οι εξεγέρσεις του 939 των Τάιρα Μασακάντο στο Καντό και Φουτζιουάρα Σουμιτόμο στη δυτική Ιαπωνία είναι παραδείγματα τέτοιων φατριών. Αν και η κυβέρνηση ήταν σε θέση να καταστείλει τις εξεγέρσεις, αυτές οι συγκρούσεις έπληξαν το κύρος της και ενθάρρυναν την περεταίρω αυτονόμηση επαρχιακών περιοχών.

Ο 9ος και ο 10ος αιώνας είχαν αναδείξει έναν αυξημένο ανταγωνισμό γύρω από το δημόσιο πλεόνασμα, το οποίο συνεχώς μειωνόταν - λόγω των σόεν, λιμών, επιδημιών, κακών κλιματικών συνθηκών, μειωμένων ετήσιων καλλιεργειών (θα τα δούμε αναλυτικά αργότερα) - οδηγώντας στην αύξηση των ληστειών και της πειρατείας. Η αυλή είχε εισαγάγει διάφορες πολιτικές για την αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης, συμπεριλαμβανομένης της ενίσχυσης των επαρχιακών στρατιωτικών διευθύνσεων και ωθώντας (εκ του συστήματος της) την μετοίκηση μελών ευγενικής καταγωγής, όπως οι Τάιρα και οι Μιναμότο, στις επαρχίες για την διασφάλιση του νόμου και της ειρήνης.

Η εξέγερση του Μασακάντο, τον οποίο κάποιοι τον θεωρούν τον πρώτο πραγματικό σαμουράι της ιστορίας, ξεκίνησε ως διαμάχη με τους συγγενείς του, αλλά όταν κατέλαβε περιοχές και αρνήθηκε να στείλει φόρους από τα έσοδα, η αυλή δεν είχε άλλη επιλογή από το να αντιμετωπίσει την κατάσταση. Πριν αποκεφαλισθεί στις αρχές του 940, ο Μασακάντο αυτοανακηρύχθηκε ως ο «νέος ηγεμόνας» και αμφισβήτησε το δικαίωμα της αυλής να κυβερνά. Ήταν ο πρώτος ηγέτης αυτού που αργότερα θα γινόταν το κίνημα του Καντό.

Τόσο ο Μασακάντο όσο και ο Σουμιτόμο, του οποίου η ειδικότητα ήταν ο ναυτικός πόλεμος, δεν νικήθηκαν από επίσημες εθνικές δυνάμεις, αλλά από αντίπαλες τοπικές φράξιες, υπό την σκέπη της κυβέρνησης. Η αυλή επιβράβευσε τους νικητές με θέσεις και βαθμούς, που πέρασαν στους απογόνους τους, και με κάποιους μελετητές να υποστηρίζουν ότι από αυτούς προήλθε η κάστα των σαμουράι. Οι οίκοι αυτοί περιλάμβαναν όχι μόνο αρκετούς κλάδους των Τάιρα και Μιναμότο, αλλά και των Οκούρα, των Τατσιμπάνα, και τη γενεαλογική γραμμή Χιντεσάτο των Φουτζιουάρα (άσχετοι με τους γνωστούς Φουτζιουάρα της αυλής). Ήταν τα “μισθωμένα ξίφη" ευγενούς καταγωγής, που διορίζονταν ως αστυνομικοί, κυβερνήτες και έφοροι σε αγροτικές περιοχές.

Κατά τη διάρκεια του 10ου αιώνα αναπτύχθηκε ένας πραγματικά ανεξάρτητος ιαπωνικός πολιτισμός και ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες που συνέβαλαν σε αυτό ήταν  η εμφάνιση των ιθαγενών συστημάτων γραφής, των κάνα.
Μέχρι τότε, η Ιαπωνία δεν είχε δική της γραφή και χρησιμοποιούσε κινεζικά ιδεογράμματα, τα οποία όμως δεν εξέφραζαν πλήρως την Ιαπωνική γλώσσα. Έτσι αναπτύχθηκαν δύο αλφάβητα τα χιραγκάνα και τα καταγκάνα που επέτρεψαν την πλήρη κατανόηση της εθνικής γλώσσας και την συγγραφή ποιημάτων, κειμένων και μυθιστορημάτων, όπως Η Ιστορία του Γκέντζι ή Το Βιβλίο του Προσκέφαλου, γραμμένα και τα δύο από γυναίκες.
Το βάκα, η αυθεντική ιαπωνική στιχουργία έγινε αναπόσπαστο μέρος της καθημερινής ζωής των αριστοκρατών.  
Η ίδια τάση προς την ανάπτυξη των καθαρά ιαπωνικών αξιών έγινε έντονη και στον Βουδισμό. Τόσο το Τεντάι όσο και το Σινγκόν έδωσαν μια σειρά από ταλαντούχους μοναχούς. Όμως, αναπτύσσοντας στενό δεσμό -όπως θα δούμε ευθύς αμέσως - με την αυλή και την αριστοκρατία, τα θρησκευτικά ιδρύματα άρχισαν να τείνουν προς τα κοσμικά αγαθά και τον πλουτισμό εις βάρος των καθαρά θρησκευτικών τους στόχων.

Οι αυτοκράτορες μοναχοί
Η ισχυρή εξουσία που ασκούσαν οι Φουτζιουάρα διατηρήθηκε όσο υπήρχε η μητρική σχέση των αυτοκρατόρων με τις θυγατέρες τους. Μόλις εξαφανίστηκε αυτή, η δύναμη τους υποχώρησε. Και αυτό ήταν που συνέβη στα τέλη της περιόδου Χεϊάν. 
Ο αυτοκράτορας Γκο-Σάντζο ανέβηκε στο θρόνο το 1068, και ήταν ο πρώτος ηγεμόνας, μετά από σχεδόν δύο αιώνες, που δεν γεννήθηκε από κόρη Φουτζιουάρα. Εκτός ελέγχου από τους Φουτζιουάρα, ο Γκο-Σάντζο άσκησε πολιτικές  - όπως το διάταγμα για τη ρύθμιση των σόεν - που σχεδιάστηκαν τόσο για την ενίσχυση των αποδυναμωμένων οικονομικών θεσμών του κράτους όσο και για την ενδυνάμωση της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο εκτοπισμός των Φουτζιουάρα ήταν ψηλά στην ατζέντα. 

Μετά από μόλις τέσσερα χρόνια στο θρόνο, ο Γκο-Σάντζο παραιτήθηκε και ίδρυσε τη θέση του συνταξιούχου αυτοκράτορα (Ιν νο Τσο). Δεδομένου ότι ο Γκο-Σάντζο είχε σαφή πρόθεση να ελέγχει την πολιτική παρασκηνιακά, η εποχή του συχνά θεωρείται ως η θεσμοθέτηση της διακυβέρνησης από συνταξιούχους ή μοναχούς αυτοκράτορες. Ουσιαστικά, αυτό που κατάλαβε ο Γκο-Σάντζο ήταν ότι όπως είχε οργανωθεί το σύστημα, με τον αυτοκράτορα να πρέπει να κυβερνά μέσω τελετουργικών διαδικασιών και βάση πρωτοκόλλου εν τω μέσω ερίδων, λίγες πραγματικά δυνατότητες υπήρχαν για ευέλικτους πολιτικούς χειρισμούς από αυτήν τη θέση. Επίσης συνειδητοποίησε ότι, από την εποχή των Σόγκα ή και ακόμα πιο πριν με οικογένειες όπως οι Χάτα - μια φατρία που ενδεχομένως είχε προέλευση από την ηπειρωτική Ασία και ασκούσε μεγάλη επιρροή τον 4ο και 5ο αιώνα, μέσω των γάμων των θυγατέρων τους με το Γιαμάτο ούτζι - το σύστημα δεν ήταν ποτέ μοναρχικό, αλλά διαρχικό. Έτσι ήταν ο πρώτος που αντιμετώπισε την αυτοκρατορική οικογένεια (την γενεαλογική γραμμή που ξεκινούσε από αυτόν) ως ούτζι, δηλαδή ως ξεχωριστή φατρία, η οποία για να επικρατήσει σε όλα τα επίπεδα θα έπρεπε να έχει, εκτός από αυτοκράτορα που θα ήταν μέλος της, “επίσημο παρασκηνιακό” ρόλο (όπως οι Σόγκα και οι Φουτζιουάρα), καθώς και ιδιωτική περιουσία. Και πράγματι τα σόεν της οικογένειας του, σε μικρό χρονικό διάστημα, ξεπέρασαν τα σόεν των Φουτζιουάρα.

Ο Γκο-Σάντζο πέθανε λίγο μετά την παραίτηση του, αλλά ακολουθήσαν τρεις διαδοχικοί ηγεμόνες - ο Σιρακάουα, ο Τόμπα και ο Γκο-Σιρακάουα - οι οποίοι άσκησαν εξουσία και ως αυτοκράτορες, αλλά και πολύ πιο αποτελεσματικά ως συνταξιούχοι αυτοκράτορες. Έτσι ο παρασκηνιακός κυβερνητικός έλεγχος μεταβιβάστηκε από τους σέσσο και τους καμπάκου των Φουτζιουάρα στους «μοναχούς αυτοκράτορες» που κατείχαν πραγματική δύναμη από τα παρασκήνια κατά τα τέλη του 11ου και του 12ου αιώνα. Αυτό το σύστημα, έγινε γνωστό ως ινσέι (“μοναστική εξουσία"), επειδή οι συνταξιούχοι αυτοκράτορες πήραν όλοι βουδιστικούς όρκους και αποχώρησαν σε μοναστήρια.

Ο θεσμός του μοναχού αυτοκράτορα συνεχίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ινσέι συνέδραμε στην αύξηση της αυτοκρατορικής οικογενειακής περιουσίας, και προσέλκυσε ευγενείς, αφού προσέφερε την ευκαιρία για μεγαλύτερο πλουτισμό μέσω της απόκτησης επιπλέον σόεν. Κατά αυτόν τον τρόπο, ισχυροποίησε την επιρροή και τον έλεγχο του αυτοκρατορικού οίκου επάνω στις υπόλοιπες αριστοκρατικές οικογένειες.

Τον θεσμό του ινσέι ήρθε να υποστηρίξει και ένα ακόμα γεγονός. Σύμφωνα με ένα βουδιστικό υπολογισμό, το έτος 1052 ήταν η αρχής τη "Τελευταίας Ημέρας του Βουδιστικού Νόμου" (μαπο), όταν κανένας πιστός δεν θα μπορούσε να επιτύχει τη σωτηρία παρά μόνο μέσω της πίστης. Τα μέλη της ελίτ άρχισαν να πιστεύουν ότι είδαν σημάδια του τέλους του κόσμου και με την ελπίδα της σωτηρίας, πολλοί αριστοκράτες έδωσαν κεφάλαια για να κατασκευαστούν θρησκευτικά ιδρύματα ή λάμβαναν ιερούς όρκους και πήγαιναν να ζήσουν σε ναούς, οι οποίοι έτσι έγιναν κέντρα πολιτικών ίντριγκων. Μεταξύ του 1070 και του 1190, οι κεφαλές της πλειοψηφίας των μεγάλων ναών ήταν άτομα της υψηλής κοινωνίας, οι οποίοι ήταν προστάτες τους. Αυτό ουσιαστικά έκλεισε την πόρτα στους απλούς πολίτες, και στους κατώτερους μοναχούς.

Με την μονοπώληση των υψηλών θέσεων του κλήρου από ευγενείς, διαμορφώθηκε ουσιαστικά μια μορφή διπλής ιεραρχίας και οι ναοί εντάχθηκαν σε αριστοκρατικές φράξιες, οι οποίες ανταγωνίζονταν η μία την άλλη. Οι σχέσεις μεταξύ πολιτικής και θρησκείας έγιναν τόσο στενές, που από τα μέσα της περιόδου Χεϊάν, η κάθε φράξια είχε πολιτικό και θρησκευτικό σκέλος, με τους ηγέτες κάθε σκέλους να είναι συνήθως συγγενείς μεταξύ τους.   

Μεταξύ 1050 και 1180, υπήρξαν τουλάχιστον πενήντα-μία διαμάχες, διαμαρτυρίες και ταραχές με τους μοναχούς. Οι περισσότερες προκλήθηκαν από πολιτικές διαφωνίες ή από τον ανταγωνισμό των μοναστηριών μεταξύ τους. Φυσικά οι μοναχοί δεν δίσταζαν να καταφεύγουν σε ένοπλη βία, αφού ήταν μια εποχή κατά την οποία ορισμένα μέλη της ιεροσύνης, μπορούσαν να φέρουν όπλα και να πολεμούν, με πρόφαση την αυτοάμυνα από ληστές. Ένας νέος όρος, οι «διαβολικοί μοναχοί», απηχούσε την απέχθεια του κόσμου στην αυξανόμενη συμμετοχή των θρησκευτικών ιδρυμάτων στην πολιτική.

Η σχέση των πολεμιστών με το θείο υπήρξε ένα πρώτο βήμα στη σχέση μεταξύ των σαμουράι, των επόμενων περιόδων, με την διανόηση και τις καλές τέχνες (καλλιγραφία, τελετές τσαγιού κτλ.). Και αυτό έχει να κάνει με την φύση των θρησκευτικών κοσμολογιών της Ιαπωνίας καθώς και με τον τρόπο που βλέπουν οι Ιάπωνες την σχέση τους με το Θείο. 
Ο ιαπωνικός όρος για την “θρησκεία” είναι σούκιο. Ουσιαστικά πρόκειται για έναν σύγχρονο όρο, του 19ου αιώνα, ο οποίος δημιουργήθηκε για να περιγράψει την δυτική έννοια της θρησκείας, δίνοντας βάση κυρίως στις δογματικές πεποιθήσεις και λιγότερο στις τελετουργικές πρακτικές. Αυτός είναι και ο λόγος (ή ένας από του κυριότερους λόγους) που πολλοί σύγχρονοι μελετητές αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τον όρο “Σίντο”, όταν αναφέρονται στις παραδοσιακές θρησκευτικές τελετές της χώρας. Ταυτόχρονα αξίζει να αναφερθεί ότι εκτός από την σχέση με τα Θεία, ο Βουδισμός, ο Σιντοϊσμός και ο Κομφουκιανισμός όρισαν σχολές σκέψεις (“φιλοσοφία”), σχολές τέχνης, εκπαιδευτικά συστήματα, και κυρίως ρεύματα πολιτικών ιδεολογιών. Άρα ο χαρακτηρισμός τους ως θρησκείες, με την σύγχρονη δυτική έννοια, δεν είναι και τόσο ακριβής.

Ωστόσο δεν χωράει καμία αμφιβολία ότι η Ιαπωνία είχε θρησκευτικές πεποιθήσεις και τελετές από την αρχή της παρουσίας των ανθρώπων στα εδάφη της και με αρκετά από τα σημερινά τεμένη του Σίντο να χρονολογούνται από τον 7ο και τα παλαιότερα σωζόμενα από τουλάχιστον τον 3ο αιώνα. Όμως, πήρε καιρό μέχρι αυτές οι τοπικές θρησκευτικές παραδόσεις να έρθουν σε πλήρη επαφή μεταξύ τους (λόγω του δύσκολου -όπως είδαμε- φυσικού περιβάλλοντος της χώρας) και όταν ήρθαν σε πλήρη επαφή ή ενδεχομένως και πιο πριν, μάλλον ήρθαν σε επαφή και με τον Βουδισμό. Σήμερα κάποιοι κάνουν λόγο για “Σιντοβουδισμό”. 

Ο Βουδισμός, με την σειρά του και σύμφωνα με το Νίχον Σόκι, εισήχθη στην Ιαπωνία το έτος 552, όταν ο βασιλιάς του Πέκτσε έστειλε βουδιστικές σούτρες στον Ιάπωνα ηγεμόνα. Αρκετοί ιστορικοί, ωστόσο, πιστεύουν ότι ενδεχομένως να ήρθε νωρίτερα μέσω των επαφών των Ιαπώνων με τη Ασιατική ήπειρο ή μέσω μεταναστευτικών εισροών. Γεγονός είναι πάντως ότι η νέα θρησκεία ήταν ελκυστική για πολλούς αριστοκράτες, δεδομένου ότι περιλάμβανε πιο εκλεπτυσμένες διδαχές για τη μετά θάνατο ζωή και τις άλλες πτυχές του πνευματικού κόσμου από ότι οι τοπικές λατρείες. Παράλληλα έφτασε μαζί με ένα σύστημα γραφής, με μορφές τέχνης και κυρίως με μια ιδεολογία περί συγκεντρωτικής πολιτικής.

Η προσαρμογή του Βουδισμού δεν είχε ιδιαίτερες δυσκολίες, παρ ‘όλα αυτά υπήρξε κάποια αρχική αντίδραση, που μάλλον τα κίνητρα της δεν ήταν θρησκευτικά, αλλά πολιτικά. Ο Βουδισμός έφερε το “σπέρμα” του συγκεντρωτισμού, το οποίο έπαιξε τον ρόλο του στην δημιουργία του Γιαμάτο και υποστηρίχτηκε από την αριστοκρατία, ενώ κάποιες οικογένειες της επαρχίας προσέβλεπαν σε μεγαλύτερη αυτονομία, κάτι που υποστηριζόταν από τις τοπικές πεποιθήσεις σε ντόπιες θεότητες. Κάπου εδώ μελετητές δίνουν και “εθνικές” διαστάσεις, εμφανίζοντας κάποιες ισχυρές Ιαπωνικές οικογένειες να μην είναι αυτόχθονες, αλλά να έχουν ρίζες στην Κορεατική χερσόνησο. Τελικά, άρχισαν να χτίζονται Βουδιστικοί ναοί στην κεντρική Ιαπωνία, συχνά δίπλα σε τοπικά ιερά, γεγονός που δείχνει την αρμονική συνύπαρξη των θρησκειών.

Κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει, την Χεϊάν, τελετουργικά και ιδρύματα του Βουδισμού ελέγχονταν και εξυπηρετούσαν την ελίτ. Έτσι οι Βουδιστικές ιδέες δεν εξαπλώθηκαν ευρέως στις κατώτερες τάξεις ή εκτός της πρωτεύουσας. Βέβαια κάποιοι μοναχοί, κυρίως χαμηλών βαθμίδων, άρχισαν να προσηλυτίζουν απλό κόσμο είτε από πραγματικό ενδιαφέρον, είτε από την φιλοδοξία τους να ανέλθουν μέσω “εύκολων” και διαθέσιμων ακόλουθων. 

Το Ζεν, γνωστό για την άμεση σχέση και επιρροή του στην τάξη των πολεμιστών (που εκτός από μεταφυσικές διαστάσεις είχε και πολιτικές), το συναντάμε αργότερα, την περίοδο Καμακούρα. Ο Κομφουκιανισμός όμως είχε ήδη διεισδύσει από τον 3ο με 5ο αιώνα, αν και αυτού η χρυσή εποχή θα έρθει αργότερα, την περίοδο Έντο. 

Πολεμιστές και θρησκεία της εποχής, είχαν μια σχέση, ναι μεν ουσιαστική και βαθιά, αλλά ταυτόχρονα και πρακτική. Υπήρχε η ανάγκη να τονωθεί το ηθικό και να ενισχυθεί το θάρρος πριν και κατά την διάρκεια μιας μάχης. Και έτσι οι Ιάπωνες πολεμιστές αναζητούσαν ενεργά τη θεία βοήθεια στην επιδίωξη της νίκης, όπως συμβαίνει και σε κάθε εποχή και κάθε τόπο. Ταυτόχρονα υπήρχαν σοβαροί ψυχολογικοί και πολιτικοί λόγοι να δικαιολογηθούν και να νομιμοποιηθούν πολεμικές πράξεις.

Μια λειτουργία της θρησκείας, που συχνά ξεχνάμε να αναφέρουμε όταν μιλάμε για τις πρώιμες ανθρώπινες κοινωνίες, είναι η "ίαση", και τα ασαφή όρια μεταξύ θρησκείας και ιατρικής. Δεδομένου, λοιπόν, ότι για τους Ιάπωνες όλα, όπως η έκβαση μιας πολεμικής αναμέτρησης ή οι ασθένειες, ήταν θέλημα ανώτερων δυνάμεων, η σχέση των ανθρώπων που ασχολούνταν με το μεταφυσικό (σαμάνοι, μοναχοί κτλ.) με την ιατρική της εποχής ήταν άμεση. Έτσι οι πολεμιστές εκτός από τα "κοινωνικά" τους θρησκευτικά καθήκοντα και τις ιδιαίτερες πολεμικο/θρησκευτικές ιεροτελεστίες πριν την μάχη, όταν τραυματίζονταν, είχαν ανάγκη θεραπείας. 

Αρχικά η ίαση βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε θρησκευτικές πρακτικές, όπως προσευχές και ξόρκια, μαζί με την χρήση φυτικών ή ζωικών, φυσικών, φαρμάκων. Γύρω στο 608 μ.Χ., ξεκινά η μεγάλη επιρροή της κινεζικής ιατρικής στην ιαπωνική και το 982, ο Τάμπα Γιασουγιόρι ολοκληρώνει το τριαντάτομο Ισίνχο, το αρχαιότερο πόνημα ιατρικής της Ιαπωνίας. 

Το τέλος της αρχής της ανόδου των πολεμιστών, έγινε με την Ανταρσία Χόγκεν. Ο αγώνας για την εξουσία έγινε τόσο έντονος που το 1156 ο οίκος Φουτζιουάρα συμμάχησε με τον επικεφαλής της οικογένειας των Μιναμότο ενάντια στον πρώην αυτοκράτορα Γκο-Σιρακάουα και τους Τάιρα. Το αποτέλεσμα ήταν νικητές να στεφθούν ο Γκο-Σιρακάουα και οι Τάιρα, με τους τελευταίους να αποκτούν τον έλεγχο του στρατιωτικού συστήματος της αυλής. Οι ηγέτες των Φουτζιουάρα έχασαν και η αστυνομία εκτέλεσε τον επικεφαλή του οίκου των Μιναμότο. Το 1159, ο Κιγιομόρι Τάιρα ταπείνωσε περαιτέρω τους εχθρούς, σκοτώνοντας τον αντίπαλο του, Γιοσιτόμο Μιναμότο και εξόρισε τους τρεις γιούς του, χαρίζοντας τους όμως την ζωή, προς χάριν του έρωτα της χήρας του. Μεταξύ 1159 και 1180, τα πράγματα ήταν ήσυχα, καθώς ο Κιγιομόρι ανέπτυξε τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική δύναμη της οικογένειας του υπό τον Γκο-Σιρακάουα. Ουσιαστικά ο Κιγιομόρι ήταν αυτός που αντικατέστησε πρώτος ένα τμήμα της πολιτικής εξουσίας με στρατιωτική, βάζοντας τους πολεμιστές στο πολιτικό παιχνίδι από ισοδύναμη θέση ισχύος και έθεσε την απαρχή μιας διαφορετικής δυαδικής διακυβέρνησης, η οποία πια θα ελεγχόταν από τους πολιτικούς και τους στρατιωτικούς. Εντούτοις, παρέμενε η πιθανότητα για συνέχιση της σύγκρουσης, η οποία και επαληθεύθηκε.

Βέβαια η άνοδος των πολεμιστών δεν ήταν απόρροια μόνο πολιτικών αλλαγών. 
Ο πληθυσμός της περιόδου 800-1050 είχε μειωθεί, αλλά από το 1150 σημειώθηκε μια μικρή ανάκαμψη. Το σημαντικό είναι ότι άλλαζε η κατανομή του πληθυσμού, με τους κατοίκους της δυτικής Ιαπωνίας -τη παραδοσιακή φορολογική βάση της πολιτικής αριστοκρατίας και τον βουδιστικό κλήρο- να μειώνονται, σε σχέση με τους κατοίκους της κεντρικής και την ανατολικής Ιαπωνίας, όπου διέμεναν πολλοί σαμουράι. Οι κύριοι λόγοι της μείωσης του πληθυσμού και της αλλαγής στην γεωγραφική του κατανομή ήταν οι λιμοί και οι επιδημίες ασθενειών.

Μέχρι το 1180 οι κάτοικοι του αρχιπελάγους είχαν πεντακόσια χρόνια εμπειρίας σε επιδημίες όπως η ευλογιά, η ιλαρά, η γρίπη, η παρωτίτιδα και η δυσεντερία. Μέχρι τα τέλη του 1150 διάφορες ασθένειες είχαν εγκατασταθεί μόνιμα, με τον πληθυσμό να αρχίζει να αποκτά αντοχές και αντισώματα. Μεταξύ 1100 και 1150 υπήρξαν δεκαέξι επιδημίες. Κατά την περίοδο Χεϊάν η γρίπη θέριζε, υποβοηθούμενη από τις κλιματικές συνθήκες -κρύο και υγρασία- ως αποτέλεσμα της ηφαιστειακής δραστηριότητας. Μεταξύ 1108 και 1110, τα ηφαίστεια στο Όρος Ασάμα και στο Όρος Φούτζι “ξύπνησαν” αρκετές φορές στο ανατολικό και στο κεντρικό Χόνσου. Τα ηφαίστεια απελευθέρωναν τέφρα, καπνό και άλλα στοιχεία στην ατμόσφαιρα σε ποσότητες που η επιφάνεια της γης ψύχθηκε για δεκαετίες. Άμεσο αποτέλεσμα ήταν οι μειωμένες αποδόσεις στην καλλιέργεια της γης, που έκανε τα πράγματα ακόμα χειρότερα για τον πληθυσμό. 

Η αυξημένη κοινωνική πίεση που προκλήθηκε από τον συνδυασμό των ασθενειών, των λιμών και το σκληρό κλίμα ήταν εμφανής, που μαζί με το πολεμικό κλίμα μεταξύ της κυβέρνησης και του κλήρου, είχε ως αποτέλεσμα εντάσεις και εσχατολογικές προφητείες. Η αποτυχία στον γεωργικό τομέα, έδωσε χώρο στην περεταίρω ανάπτυξη της ληστείας και της πειρατείας, που με την σειρά τους προώθησαν την ανάπτυξη παράνομων τοπικών ομάδων με στρατιωτική εμπειρία.

Στα τέλη της περιόδου Χεϊάν, η κοινωνία διέφερε κάπως από εκείνη της προηγούμενης εποχής, σε συνδυασμό με τη μέτρια ανάκαμψη του πληθυσμού και της οικονομίας. Στην κορυφή, τα πράγματα ήταν πιο επισφαλή από ό,τι στο παρελθόν λόγω της προσθήκης των Βουδιστών μοναχών και των αριστοκρατών πολεμιστών που διαμόρφωναν πια μια τριμερή ελίτ, μαζί με την αυτοκρατορική αυλή. 

Κάτω από αυτούς ήταν η τάξη των απλών πολιτών, η οποία περιλάμβανε πάνω από το ενενήντα τοις εκατό του πληθυσμού με τεχνίτες, εμπόρους, αγρότες και διάφορα άλλα επαγγέλματα. 
Η μικρή δημογραφική και οικονομική βελτίωση συνέβαλε στη βελτίωση της σταθερότητας της μέσης ζωής και ενθάρρυνε την ταξική διαφοροποίηση. Παρόλα αυτά, η τάξη των απλών πολιτών ήταν ακόμα μικρή για να καλύψει τις ανάγκες της διευρυμένης ελίτ. Η επανεμφάνιση μιας δουλικής τάξης μετά από απουσία σχεδόν διακοσίων χρόνων και η συγκρότηση μιας ομάδας ζητιάνων και απόκληρων ως νέα ομάδα ανθρώπων χωρίς ρίζες, ήταν και αυτοί προάγγελοι της κοινωνικής αλλαγής που θα ερχόταν.

Η αποκαλυπτική πίστη του μαπο είχε σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις. Μέχρι τα τέλη του δέκατου αιώνα κάποιοι πολιτικοί αριστοκράτες είχαν σχηματίσει ομάδες που αναζητούσαν μια απλή μορφή σωτηρίας πιο προσαρμοσμένη στον διεφθαρμένο κόσμο που πίστευαν ότι ζούσαν. Κάπως έτσι αναδείχθηκε ο Βουδισμός της Καθαρής Γης και το Νίτσιρεν. 
Τα “προσκυνήματα” έγιναν επίσης δημοφιλή και αυτά τα ιερά ταξίδια σε ορεινά μοναστήρια, ναούς ή ιερά αποτελούσαν μια άλλη όψη της ανησυχίας για την μεταθανάτια τύχη.

Οι πολεμιστές ήταν ο νεοεισερχόμενος εταίρος στην κορυφή της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Μερικοί από αυτούς άνηκαν στην υψηλή αριστοκρατία ούτως ή άλλως και ήταν μέλη της αυλής εκ της συστάσεως της, ενώ οι περισσότεροι κατατάσσονταν στα μέσα κοινωνικά στρώματα της ελίτ. Αλλά, όμως, αυτές οι νέες γενεαλογίες, όπως οι Μιναμότο και οι Τάιρα είχαν πολλούς ακόλουθους που δεν είχαν οι προκάτοχοι τους. 

Κάποιοι, όπως ο Γιοσιτόμο Μιναμότο πρόσφεραν διευρυμένα δικαιώματα στις γεωργικές καλλιέργειες, γεγονός που προσέλκυσε πολλές οικογένειες κοντά του. Άλλοι, όπως ο Κιγιομόρι Τάιρα, ακολούθησαν παλιές και νέες μεθόδους για να χτίσουν τον πλούτο τους και ένα σύστημα υποτελών σε τοπικό επίπεδο. Ο Κιγιομόρι πάντρευε τις κόρες του με μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας, μιμούμενος τους Σόγκα και τους Φουτζιουάρα, ενώ παράλληλα ενεπλάκη δυναμικά στο εμπόριο με τους Κινέζους Σονγκ, αναπτύσσοντας ένα μεγάλο εμπορικό δίκτυο. Κατά συνέπεια αύξησε τους υποστηρικτές του σε πολλές επαρχίες, οι οποίοι έλεγχαν τον τοπικό πληθυσμό.

Βέβαια οι ανισότητες μεταξύ των στρατιωτικών αριστοκρατών και των τοπικών πολεμιστών ήταν τεράστιες. Κατά συνέπεια, μάλλον δεν δικαιούμαστε ακόμα να κάνουμε λόγο για “κάστα” πολεμιστών. Βέβαια κάποια κοινά χαρακτηριστικά άρχισαν να διακρίνονται.
Η ρομαντική άποψη, που από τους σύγχρονους ιστορικούς αμφισβητείται, περιγράφει ότι από το 1100, οι μάχες είχαν συγκεκριμένο πρωτόκολλο και τελετουργία. Ήταν σχεδόν πάντα ένας προς ένας με τους πολεμιστές να επιλέγουν έναν αντίπαλο αντάξιο της δικής τους αξίας, τόσο πολεμικής όσο και κοινωνικής (τα δύο πήγαιναν μαζί). Αυτό φαντάζει περίεργο για το πως μπορεί να συμβεί κατά την ώρα της μάχης, όπως περίεργο είναι και το νανόρι: Πριν την αρχή της μάχης ο έφιππος θα ανακοίνωνε τον γενεαλογικό του τίτλο - το όνομα του, τη γενεαλογία του, τον οίκο του και την εμπειρία μάχης του - στον αντίπαλο έφιππο. Στη συνέχεια, οι δύο άρχιζαν να μάχονται, προσπαθώντας να κερδίσουν πλεονέκτημα με ελιγμούς, ώστε η δυνατή τους πλευρά να βρεθεί στην αδύναμη (ανοιχτή) πλευρά του αντιπάλου. Όταν ένας πολεμιστής κατάφερνε να τραυματίσει ή να σκοτώσει τον εχθρό του, οι ακόλουθοι του θα αποκεφάλιζαν τον αντίπαλο και το κεφάλι θα γινόταν τρόπαιο δόξης και αντίτιμο αμοιβής.

Με την ανάκαμψη των αστικών κέντρων και την ανανέωση του εμπορίου, ο γενικός πληθυσμός έγινε πιο εξειδικευμένος σε ξεχωριστά επαγγέλματα. Ο σχηματισμός ξεχωριστών συνεταιρισμών (ζα) εμπόρων και τεχνιτών μέχρι το 1092 υποδηλώνει μια αξιοσημείωτη αύξηση αυτών των τάξεων. Τα μέλη των οργανώσεων αυτών έκαναν κατ 'ουσία συμφωνία με έναν σημαντικό ναό ή αριστοκρατικό οίκο για να παράγουν ή να εμπορεύονται κάποιο προϊόν αποκλειστικά για τον εν λόγω πελάτη με αντάλλαγμα το μονοπώλιο. Έτσι οι τεχνίτες και οι έμποροι κέρδιζαν μια νέα και σταθερή πηγή εσόδων καθώς και ενισχυμένη κοινωνική θέση, ενώ ο πλούσιος πελάτης-προστάτης λάμβανε πολύτιμα αγαθά.

Οι ψαράδες αντιμετώπισαν αυξανόμενους περιορισμούς από την κυβέρνηση μεταξύ 1050-1180, αλλά βρήκαν τρόπο να τους παρακάμψουν. Οι δύο βασικοί λόγοι της καταστολής ήταν ο κυβερνητικός προσανατολισμός για περισσότερους αγρότες και άρα αύξηση της κύριας φορολογικής βάσης, ενώ ταυτόχρονα έπρεπε να επιβληθεί η απαγόρευση του βουδισμού για την δολοφονία όλων των ζωντανών όντων. Προφανώς και αυτή η πολιτική απέτυχε. Οι ψαράδες οργανώθηκαν σε αλιευτικές κοινότητες και συνεταιρισμούς σε ολόκληρη τη δυτική και κεντρική Ιαπωνία, με πρώτους τους ίδιους τους μεγάλους ναούς να μπαίνουν στο παιχνίδι του ανταγωνισμού των προϊόντων των ποταμών, των λιμνών και των θαλασσών της Ιαπωνίας. Ακόμα και το 1147 τα μέλη μόνο μιας από αυτές τις μονάδες αλιείας αριθμούσαν αρκετές χιλιάδες νοικοκυριά.

Παρόλο που η ιεραρχία των τάξεων ήταν οριοθετημένη, κατά τη διάρκεια του δωδέκατου αιώνα άνθρωποι με διαφορετικό υπόβαθρο άρχισαν να αναμειγνύονται πιο εύκολα. Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, σε αυτό σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν τα προσκυνήματα, και οι γιορτές κατά τη διάρκεια της Άνθισης των Κερασιών. Οι ανοιχτές και ισότιμες αυτές δραστηριότητες πρόσφεραν μια προσωρινή ευκαιρία σε άντρες και γυναίκες όλων των τάξεων να έρθουν σε επαφή μεταξύ τους. 

Οι οικογενειακές σχέσεις και οι σχέσεις μεταξύ των φύλων άλλαξαν στην μέση της περιόδου Χεϊάν. Στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, οι πολιτικοί αριστοκράτες διατήρησαν τις βασικές οικογενειακές συνήθειες που ήδη είχαν.
Η γυναίκα της υψηλής κοινωνίας είχε την δική της κατοικία όπου ο σύζυγος της μπορούσε να διαμείνει προσωρινά ή μόνιμα, και η οικογένεια της παρείχε τον ουσιαστικό πλούτο στο ζευγάρι. Οι γυναίκες αυτές στήριζαν τις πολιτικές φιλοδοξίες των συζύγων τους και ανάτρεφαν τα παιδιά. Το σεξ συνέχιζε να είναι ελεύθερο και εύκολο για τους άντρες αριστοκράτες με τις παλλακίδες και τις κυρίες επί των τιμών. Άνδρες με αρκετές συζύγους, ονόμαζαν μια ως κύρια σύντροφο, αλλά στην πραγματικότητα όλες αντιμετωπίζονταν ως ίσες. Αυτές οι σύζυγοι περιορίζονταν σε έναν μόνο παρτενέρ και είχαν μικρή ελευθερία κινήσεων.
Οι αριστοκρατικοί οίκοι περιλάμβαναν πολυάριθμους συγγενείς και η κληρονομικότητα ήταν μερική προς όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως φύλου. Ωστόσο στην κοινωνία του Χεϊάν η πατριαρχία έγινε ισχυρότερη ως αντίδραση στον έλεγχο που ασκούσε  η επιρροή της μητέρας, όπως στις περιπτώσεις των Σόγκα ή των Φουτζιουάρα τις προηγούμενες περιόδους.

Με μοντέλο την αυτοκρατορική οικογένεια, όπου ο συνταξιούχος αυτοκράτορας πια ασκούσε πλήρη εξουσία πάνω στον γιο του, τον νυν αυτοκράτορα, και παρόλο που η κληρονομιά εξακολουθούσε να πηγαίνει σε όλα τα παιδιά, η ρίζα της αριστοκρατικής εξουσίας, όπως οι βαθμοί, η τάξη και η θέση, ξεκίνησαν να κληρονομούνται πια από τον πατέρα σε έναν μόνο ευνοημένο γιο, ενώ παράλληλα η μεταβίβαση δεξιοτήτων πήρε την μορφή μυστικών διδαχών. Αυτή η ενίσχυση του πατριαρχικού θεσμού επεκτάθηκε σε όλες τις τάξεις, αλλά ειδικά στην πολιτική ελίτ και τους πολυάριθμους απογόνους της, ιδιαίτερα τις γυναίκες, είχε τεράστιες επιπτώσεις. 

Και οι αυτοκράτορες φυσικά παντρεύονταν και έκαναν παιδιά, ωστόσο παιδιά αποκτούσαν και με τις παλλακίδες τους. Κατά συνέπεια ο αριθμός των πριγκίπων ήταν μεγαλύτερος απ’ ότι το σύστημα του παλατιού άντεχε και έτσι κάποιοι χωρίς προοπτικές για το μέλλον στέλνονταν να αναλάβουν επαρχίες. Τέτοιες ήταν και οι περιπτώσεις του πρίγκιπα Τακαμότσι (δισέγγονος του αυτοκράτορα Κάνμου), που ανέλαβε την επαρχία Καζόυσα και πήρε το επώνυμο Τάιρα, καθώς και των Μιναμότο (απόγονοι του αυτοκράτορα Σέιουα). Οι οικογένειες Τάιρα και Μιναμότο συνυπήρχαν στην ιδιαίτερη, όπως είδαμε, περιοχή του Καντό και οι συγκρούσεις μεταξύ τους διαμόρφωσαν την ιστορία της χώρας. 

Και οι γάμοι των πολεμιστών της εποχής ήταν πολυγαμικοί ή σειριακά μονογαμικοί και συνήθως αφορούσαν όχι μόνο ξεχωριστά υπνοδωμάτια αλλά και ξεχωριστές κατοικίες.
Επειδή η κληρονομιά ήταν μερική, υπήρχε μικρή συνοχή στους οίκους των πολεμιστών, με τον κάθε συγγενή να έχει την ιδιοκτησία του μεμονωμένα. 
Ακόμη και ανάμεσα στους σαμουράι, όπου οι αρσενικές αξίες υποτίθεται ότι κυριάρχησαν, οι γυναίκες κατείχαν υψηλή θέση και τα θηλυκά είχαν τα ίδια δικαίωμα ιδιοκτησίας με τα αρσενικά.
Τα παιδιά έπαιρναν το επώνυμο τους από τον πατέρα τους, αλλά συνήθως μεγάλωναν στο σπίτι της μητέρας τους και κληρονομούσαν μεγάλο μέρος της υλικής τους περιουσίας από αυτήν. Συχνά, όταν η θέση της οικογένειας της νύφης ήταν σημαντικά υψηλότερη από του γαμπρού, τα παιδιά - και μερικές φορές και ο σύζυγος - υιοθετούσαν το επώνυμο του πατέρα της νύφης. Ως αποτέλεσμα, πολλοί παλαιότεροι οίκοι, άρχισαν να εμφανίζονται ως παρακλάδια νεότερων και ισχυρότερων οίκων όπως Τάιρα, Μιναμότο και Φουτζιουάρα.
Όπως ειπώθηκε, η εξέγερση του Μασακάντο Τάιρα ξεκίνησε ως ενδοοικογενειακή σύρραξη. Ο Μασακάντο αρνήθηκε να πάει να μείνει και εν ολίγης να ενταχθεί στον οίκο της γυναίκας που παντρεύτηκε, η οποία άνηκε επίσης στον οίκο των Τάιρα και έτσι ξεκίνησαν οι εντάσεις με τους συγγενείς της. 

Λίγα είναι γνωστά για τις οικογενειακές σχέσεις των απλών πολιτών, αλλά τα πρότυπα των προηγούμενων χρόνων πιθανότατα κυριάρχησαν. Οι οικογένειες ήταν εξαιρετικά ασταθή συσσωματώματα συγγενών που διαλύονταν εν τω μέσω κακουχιών ή προσωπικών προτιμήσεων. Ο θεσμός του γάμου είχε ασαφή όρια, αλλά το καθεστώς των γυναικών παρέμενε υψηλό, υψηλότερο από ό,τι οι ομόλογες τους στην αστική αριστοκρατία. Όπως πάντα, οι γυναίκες αυτές ασχολούνται με τη σκληρή χειρωνακτική δουλειά στα χωράφια, στη παραγωγή αλατιού, στη κεραμική και στο εμπόριο, μαζί με τους άνδρες τους.

Η κοινωνία της τελευταίας περιόδου της εποχής Χεϊάν ήταν πολύ διαφορετική από τους προηγούμενους δύο αιώνες. Η δημιουργία της τριμερούς ελίτ, η ενδυνάμωση της πατριαρχίας, ένας πιο διαφοροποιημένος κλήρος, η δημιουργία μιας μικρής ομάδας κοινωνικά εκτοπισμένων και η επανεμφάνιση της δουλείας ήταν σημαντικές αλλαγές. Το πιο αξιοσημείωτο ήταν ο αυξανόμενος ρόλος των πολεμιστών στην αυλή.

Οι πολεμιστές εξοπλίζονται
Υπολογίζεται, ότι περί τον 2ο αιώνα π.Χ. εισήχθησαν στην Ιαπωνία τα πρώτα χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα από την ηπειρωτική Ασία. Μεταξύ αυτών ήταν ξίφη, δόρατα και καθρέπτες, κυρίως για τελετουργικούς σκοπούς. Μια θεωρεία θέλει την σύγχρονη πολεμική μηχανή της εποχής (όπως μακριά ξίφη, σιδερένιες πανοπλίες και πολεμική ιππασία) να οφείλεται σε κατοίκους του Κιούσου, οι οποίοι έφεραν όπλα, τεχνολογία, τεχνογνωσία και στρατηγικές από την ηπειρωτική Ασία και έτσι ήταν ικανοί να προελάσουν, να κατακτήσουν και τελικά να δημιουργήσουν το Γιαμάτο. Αυτό κάπου συνάδει και με την μυθολογία που είδαμε στην αρχή.  

Υπό το σύστημα ρίτσουριο ένα μεγάλο μέρος του εξοπλισμού κατασκευαζόταν στην πρωτεύουσα υπό την καθοδήγηση της Υπηρεσίας Κατασκευής Όπλων, συνδεδεμένης με το Υπουργείο Στρατιωτικών Υποθέσεων (Χιομπούσο). 
Οι πρώτες ύλες που χρειάζονταν - σίδηρος, ξύλο, δέρμα, ύφασμα, μπαμπού κτλ.- συλλέγονταν από τα κρατικά εδάφη (ορυχεία και βοσκοτόπια) ή απλά αγοράζονταν. Οι τεχνίτες έρχονταν, από φορολογικά καταχωρημένα νοικοκυριά (κο), στην πρωτεύουσα και εργάζονταν. Κάθε νοικοκυριό συνεισέφερε έναν εργαζόμενο, ο οποίος, από την αρχή του δεκάτου μήνα κάθε έτους έως το τέλος του δεύτερου μήνα του επόμενου, θα δούλευε με αντάλλαγμα φοροαπαλλαγές για το σπιτικό του. Όπλα κατασκευάζονταν και στα επαρχιακά κέντρα, υπό την εποπτεία του τοπικού κυβερνήτη.


Έφιππος πολεμιστής με πανοπλία & κράνος, που φέρει τόξο και βέλη. Πηγή: Wikipedia

Τα άλογα εκτρέφονταν σε κρατικούς βοσκότοπους στα ανατολικά και νοτιοδυτικά, ή προέρχονταν από φόρους και δωρεές. Τα ζωντανά ανατίθενται στα επαρχιακά συντάγματα (γκούνταν), από όπου στέλνονταν σε ευγενείς πολεμιστές, οι οποίοι μπορούσαν και να τα φροντίσουν.

Αρχικά απαγορευόταν η εμπορία όπλων με αλλοδαπούς καθώς και η τοποθέτηση πρώτων υλών (χάλυβα και σιδήρου) κοντά στις ανατολικά ή στα βόρεια σύνορα. Επίσης, τα όπλα έπρεπε να κατασκευάζονται σύμφωνα με τυποποιημένες προδιαγραφές και να φέρουν το έτος και το μήνα κατασκευής, καθώς και το όνομα του κατασκευαστή.
Τα όπλα και το υπόλοιπο στρατιωτικό υλικό καταγράφονταν και τοποθετούνταν σε συγκεκριμένα οπλοστάσια. Παρ 'όλα αυτά - νομίμως - δεν ήταν όλα τα όπλα υπό κυβερνητικό έλεγχο. Η κατοχή προσωπικών όπλων, όπως τόξα και ξίφη επιτρεπόταν και αυτό σήμαινε την ύπαρξη, ως ένα βαθμό, ιδιωτικού εμπορίου. Ταυτόχρονα σήμαινε ελλείψεις σε εξοπλισμό, ανάλογα την αγορά ή κακής ποιότητας όπλων, ανάλογα τον κατασκευαστή.

Το 791, όταν πια η κυβέρνηση προσανατολίστηκε σε ιδιωτικά εκπαιδευμένους μισθοφόρους, η αγορά άνοιξε ακόμα περισσότερο με την ελεύθερη παραγωγή και πώληση όπλων. Έτσι οι κατασκευαστές -όπως είδαμε - μπορούσαν να κάνουν άμεσο εμπόριο με τοπικές ελίτ, ισχυρούς οίκους, επαρχιακούς διοικητές, θρησκευτικά ιδρύματα, καθώς και με την ίδια την αυλή. Βέβαια οι περισσότεροι ισχυροί πελάτες βρίσκονταν κυρίως μέσα και γύρω από το Κιότο, και έτσι οι καλύτεροι τεχνίτες απ’ όλη τη χώρα άρχισαν να συναθροίζονται εκεί. Κατά συνέπεια, ενώ μέρος του εξοπλισμού, οι πολεμιστές μπορούσαν να το προμηθεύονται ακόμα και από τοπικούς τεχνίτες, τα πιο εκλεπτυσμένα τμήματα του, όπως ξίφη ή πανοπλίες και σέλες, που απαιτούν υψηλά επίπεδα δεξιοτήτων, κατασκευάζονταν στην περιοχής της πρωτεύουσας. Παραταύτα την περίοδο Χεϊάν και μέχρι τα μέσα της περιόδου Καμακούρα, δεν υπήρχαν εξειδικευμένοι κατασκευαστές όπλων π.χ. τόξων, αλλά τεχνίτες εξειδικευμένοι σε υλικά π.χ. ξυλουργοί που έφτιαχναν οτιδήποτε φτιάχνεται από ξύλο, άρα και τόξα.

Το πως ασκούνταν οι πρώτοι πολεμιστές της Ιαπωνίας, δεν έχει διευκρινιστεί πλήρως και αυτό έχει να κάνει με την μακρά και σύνθετη ιστορία τους, που κάνει το παρελθόν των παραδοσιακών πολεμικών τεχνών (κορίου, μπουγκέι, ρίου-χα κτλ.) να χάνεται σε εποχές που προηγούνται της καταγεγραμμένης ιστορίας και όπου η πραγματικότητα μπλέκεται με τον μύθο. 

Μέχρι την περίοδο Χεϊάν, οι πολεμιστές είχαν αναπτύξει συγκεκριμένες μεθόδους εκπαίδευσης προφανώς βασιζόμενοι στον τρόπο που πολεμούσαν και στον οπλισμό που έφεραν. Βέβαια το γεγονός ότι δεν μιλάμε για ένα ομογενοποιημένο σύνολο (διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, διαφορετικά όπλα, εξέλιξη των όπλων κτλ.), δυσκολεύει ακόμα παρά πάνω την ανίχνευση του παρελθόντος των κορίου. Έτσι πιθανότατα, ο τρόπος εκπαίδευσης τον 7ο και 8ο αιώνα, που τα κύρια σώματα των στρατών αποτελούνταν από κοινούς πολίτες που έκαναν την θητεία τους, ήταν διαφορετικός από τον τρόπο που ασκούνταν, ιδιωτικά πια, τα μέλη της αριστοκρατίας του 9ου αιώνα. 

Από τα μέσα της περιόδου Χεϊάν, έχουμε την εμφάνιση κάποιων οργανωμένων σχολών τοξοβολίας, με τους περισσότερους μελετητές να θεωρούν, όμως, ότι αποτελούσαν ένα πολύ διαφορετικό είδος θεσμού από ότι προέκυψε μεταγενέστερα στις κορίου.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι, εάν οι μαχητικές και οι πνευματικές διδαχές των ιαπωνικών πολεμικών συστημάτων αναπτύχθηκαν, μαζί, την ίδια εποχή, διαδραστικά και αλληλοεξαρτώμενα ή εάν αυτές οι πνευματικές διαστάσεις στην πολεμική άσκηση προέκυψαν αργότερα. Αυτό που πιθανολογείτε είναι ότι η πνευματικότητα προήλθε και εξωγενώς ως τμήμα του γενικότερου κοινωνικού κλίματος, αλλά προέκυψε και ενδογενώς στα πλαίσια της πολεμικής εκπαίδευσης, μέσω μυστικών ιεροτελεστιών. Άλλωστε στην μάχη ο φόβος, που αποσπά την συγκέντρωση και μειώνει τις αντιδράσεις, πρέπει να ελεγχθεί και αυτό οι πολεμιστές το προσπαθούσαν με ψυχολογικές διαδικασίες “αποσύνδεσης” από τον θάνατο ή τον πόνο, από τότε που ξεκίνησαν οι πόλεμοι στην ανθρωπότητα. 

Το Ζεν ήρθε να δώσει πειστικές λύσεις σε αυτό. Ο Βουδισμός ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.Χ. στη βόρεια Ινδία από τον Γκουάταμα Βούδα (Σιντάρτα Γκοτάμα), ο οποίος ήταν πρίγκιπας της φυλής Σάκυα του σημερινού Νεπάλ. Στη ηλικία των 30 ετών και αφού ανακάλυψε ότι έξω από τις βασιλικές του ανέσεις, υπήρχε ένας κόσμος που υπέφερε, άφησε την πολυτελή του ζωή, για να αναζητήσει το νόημα της ανθρώπινης οδύνης. Μετά από χρόνια αναζήτησης, πέτυχε την φώτιση και διατύπωσε αυτό που πίστευε ότι είναι οι αληθινές αρχές της ζωής, γνωστές ως οι Τέσσερις Ευγενείς Αλήθειες του Βούδα: α) η ζωή είναι γεμάτη θλίψη: η γέννηση, η ασθένεια, το γήρας και ο θάνατος είναι δυστυχία, β) η αιτία αυτής της δυστυχίας είναι η επιθυμία. Η λαχτάρα του εαυτού για να ικανοποιήσει το εγώ του έχει ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση του κύκλου της γέννησης-θανάτου-αναγέννησης και, ως εκ τούτου, την ατέλειωτη δυστυχία, γ) ο μόνος τρόπος για να σπάσει αυτός ο κύκλος και να τελειώσει ο πόνος είναι το άτομο να απελευθερωθεί από αυτή τη λαχτάρα, δηλαδή να σβήσει το ‘εγώ’ του, και δ) αυτό επιτυγχάνεται μέσα από την Οκταπλή Ατραπό που συνεπάγεται την τήρηση των σωστών απόψεων, των σωστών προθέσεων, της ορθής ομιλίας, της σωστής συμπεριφοράς, του σωστού τρόπου ζωής, της σωστής προσπάθειας, της σωστής συνείδησης και της σωστής συγκέντρωσης.

Βουδιστής μοναχός του Sōtō Zen.

Οι ορθές απόψεις συνίστανται στην κατανόηση της φύσης της πραγματικότητας, δηλαδή στην αλήθεια ότι η ζωή βρίσκεται σε συνεχή κατάσταση αλλαγής και ροής και τίποτα δεν είναι μόνιμο ή απόλυτο. Ο φαινομενικός κόσμος είναι μόνο μια ψευδαίσθηση και δεν υπάρχει απόλυτη πραγματικότητα πίσω από αυτόν. Ούτε η ψυχή ούτε ο εαυτός είναι απόλυτες οντότητες. Ο εαυτός είναι στην πραγματικότητα μια συνεχώς μεταβαλλόμενη σύνθεση ψυχολογικών καταστάσεων, μέρος ενός ρεύματος παγκόσμιας συνείδησης. Αυτό που μένει μετά το θάνατο δεν είναι η ψυχή, αλλά το κάρμα, το αποτέλεσμα των πράξεων. Είναι η άγνοια μας που μας οδηγεί στο να πιστέψουμε ότι είμαστε μεμονωμένες οντότητες και που μας προκαλεί να επιζητούμε την ικανοποίηση των εγωιστικών μας παρορμήσεων. Ακολουθώντας την Οκταπλή Ατραπό και κερδίζοντας αυτοπεποίθηση και αυτογνωσία, η αίσθηση του εαυτού σβήνει και επιτυγχάνεται η κατάσταση της Νιρβάνα.

Δεδομένου ότι ο Βούδας δεν εξήγησε ποτέ ξεκάθαρα ποια είναι η κατάσταση της Νιρβάνα συν του ότι η ακριβής φύση της Οκταπλής Ατραπού επιδέχεται διάφορες ερμηνείες, δημιουργήθηκαν πολλές διαφορετικές βουδιστικές σέκτες. Ωστόσο ο Βουδισμός μπορεί να χωριστεί σε δύο μεγάλους κλάδους: στον Μαχαγιάνα και τον Χιναγιάνα. Ο Μαχαγιάνα διαδόθηκε στην Κίνα, την Κορέα και την Ιαπωνία και τονίζει την επίτευξη της κατάστασης της Νιρβάνα μέσα από την αυτογνωσία και τον αυτοέλεγχο.  

Όπως είδαμε, ο Βουδισμός υιοθετήθηκε επισήμως στην Ιαπωνία λόγω του θριάμβου της οικογένειας Σόγκα και η οικοδόμηση ναών, εκτός του ουσιαστικού λόγου, θεσμοθετήθηκε και ως τελετουργία και επίδειξη “θεϊκής” νομιμοποίησης στην ηγεμονία αυτού που τον έχτιζε.

Το Ζεν (Τσαν στην Κίνα), λέγεται, ότι εισήχθη στην Κίνα από έναν Πέρση ή Νότιο Ινδό πρίγκηπα, τον Μποντιντάρμα, ο οποίος έζησε τον 5ο ή 6ο αιώνα. Αν και το Ζεν άρχισε να γίνεται δημοφιλές στην Ιαπωνία την περιόδο Καμακούρα, πιστεύεται ότι στοιχεία του έφτασαν στην χώρα νωρίτερα.    

Το Ζεν δίνει έμφαση στην αυτάρκεια και ως απώτερο σκοπό δεν θέτει την είσοδο στον βουδιστικό παράδεισο, αλλά την επίτευξη της φώτισης (σατόρι), που περιλαμβάνει την απόκτηση γνώσης για τον αληθινό ή γνήσιο χαρακτήρα του ατόμου και την κατανόηση της φύσης της πραγματικότητας.

Οι Βουδιστές πιστεύουν ότι κάτω από τις επιφανειακές διαφορές που μας οδηγούν στο να ξεχωρίζουμε το υποκείμενο από το αντικείμενο, υπάρχει μια ενότητα ή πραγματικότητα που, όταν αφαιρεθούν οι επιφανειακές αυταπάτες, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως "μεγάλο κενό” - μια πραγματικότητα που είναι άπειρη. Στόχος του Ζεν είναι τα άτομα να εισέλθουν στην ίδια την πραγματικότητα και όχι απλώς να έλθουν σε επαφή μαζί της με τον τρόπο που ένας Χριστιανός επιδιώκει να έρθει σε επαφή με τον Θεό. Όταν τα άτομα φτάνουν στο σατόρι, βρίσκονται μέσα στην πραγματικότητα τόσο φυσικά όσο φυσικά βρίσκεται το ψάρι στο νερό.

Το σατόρι, σύμφωνα με το Ζεν, επιτυγχάνεται μέσω μιας διαισθητικής αντίληψης της φύσης της πραγματικότητας, με διαλογισμό και συγκέντρωση και όχι με τη σκέψη ή την αιτιολογημένη γνώση. Ακριβώς όπως το χέρι που δεν μπορεί να πιάσει τον εαυτό του, η αντίληψη δεν μπορεί να αντιληφθεί τον εαυτό της. Το σατόρι εμφανίζεται ως ξαφνική, άμεση και ανεπιτήδευτη αντίληψη της πραγματικότητας.

Η μελέτη κειμένων, η μεταφυσική εικασία και η εκτέλεση τελετουργιών είναι άχρηστες σε αυτή την αναζήτηση της φώτισης. Αντίθετα οι άνθρωποι πρέπει να εξερευνήσουν άμεσα στην ψυχή τους για να καταλάβουν τη φύση τους ως Βούδες. Όταν φθάσουν στην φώτιση και κατανοήσουν την πραγματικότητα, δεν μπορούν να την μεταδώσουν σε άλλους με τη χρήση λέξεων επειδή είναι μια εντελώς υποκειμενική διαδικασία.

Το Ζεν εμφανίστηκε την περίοδο Καμακούρα μέσω δύο μοναχών, του Εϊσάι (1141-1215) και του Ντόγκεν (1200-1253). Και οι δύο είχαν ταξιδέψει και μελετήσει στην Κίνα κοντά σε δασκάλους του Τσαν. Επιστρέφοντας στην Ιαπωνία, ξεκίνησαν τη διάδοση του Ζεν και ο Εϊσάι ίδρυσε την σχολή Ρινζάι, ενώ ο Ντόγκεν την σχολή Σότο.

Το Ρινζάι τονίζει τη σημασία των κοάν: αινιγματικών, παράδοξων θεμάτων, στα οποία συγκεντρώνεται το άτομο. Από την άλλη μεριά, το Σότο, ενώ δεν απορρίπτει τα κοάν, δίνει έμφαση στο ζαζέν, τον καθιστικό διαλογισμό. Στο ζαζέν δεν γίνεται χρήση των κοάν, αφού στόχος είναι να απελευθερώσει το μυαλό από όλα τα εγκόσμια. 

Το ζαζέν έχει καθορισμένη στάση, ρύθμιση της αναπνοής και ειδική συγκέντρωση, έτσι ώστε να παραμείνει ο νους “ακίνητος” και τελικά να ελεγχθούν τα συναισθήματα και να ενισχυθεί η θέληση. Στη συνέχεια το άτομο κοιτάζει το "μυαλό της καρδιάς" για να ανακαλύψει την αληθινή φύση της ύπαρξης. Στόχος του ζαζέν δεν είναι μόνο το σατόρι, αλλά και η πνευματική και ηθική εξέλιξη των ασκούμενων, οι οποίοι ελπίζουν στο να γίνουν άνθρωποι της αρετής, της συμπόνιας προς όλους και όλα, καθώς και της σοφίας.

Τη δεκαετία του 1270, η πτώση της δυναστείας των Σονγκ ώθησε πολλούς Κινέζους Βουδιστές δασκάλους, οι οποίοι μέχρι τότε υποστηρίζονταν από το κατεστημένο, να μετοικίσουν στην Ιαπωνία. Παράλληλα, τα μπακούφου Καμακούρα και Μουρομάτσι ανταγωνιζόμενα την αυλή προσέφεραν εδάφη σε μεγάλα θρησκευτικά ιδρύματα ή υποστηρίζαν νέες θρησκευτικές σέκτες, όπως το Ζεν. Όμως και οι αναδυόμενοι τοπικοί πολέμαρχοι δημιουργούσαν τα δικά τους θρησκευτικά ιδρύματα, για να συσπειρώσουν τον κόσμο των περιοχών τους και τα οποία τα συνέδεαν με κεντρικότερους ναούς, προωθώντας μια εικόνα νομιμοποίησης αλλά και ξεχωριστής ταυτότητας στην αυτονομία τους.  

Με αυτόν τον τρόπο βοήθησαν τις αριστοκρατικές βουδιστικές οργανώσεις να αναπτύξουν περιφερειακά δίκτυα ιερών και ναών στις αγροτικές περιοχές. Ανεξάρτητα από το που υπάγονταν, τα επαρχιακά θρησκευτικά ιδρύματα δέχονταν τους καρπούς της γης ως προσφορές (φόρους) και έδιναν “θεϊκές” εγγυήσεις στις πολιτικές των χορηγών τους. Από την άλλη μεριά, η εκλαΐκευση της θρησκείας συνέβαλε στη διάδοση του πολιτισμικού πλούτου του κέντρου - των τεχνών, του θεάτρου, της λογοτεχνίας και της μάθησης - στους απλούς ανθρώπους της περιφέρειας.

Ενώ στην Κίνα, τα μοναστήρια Τσαν (Ζεν) αποτελούσαν αδογμάτιστα ιδρύματα διαλογισμού, ανοικτά σε όλους τους Βουδιστές, στην Ιαπωνία το Ζεν πήρε την μορφή ξεχωριστής οργανωτικής οντότητας. Δεδομένου ότι το Ζεν δεν αποτελεί έναν εύκολο τρόπο άσκησης, η σχολή δεν έγινε τόσο δημοφιλής στις πλατιές μάζες του κόσμου. Αντ 'αυτού, την ακολούθησαν μόνο εκείνοι που είχαν δύναμη χαρακτήρα και ισχυρή θέληση, όπως κάποιοι πολεμιστές. 

Βέβαια η σχέση μεταξύ των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών και του Ζεν είναι πιο χαλαρή από ότι νομίζουμε. Σίγουρα κάποιοι πολεμιστές βρήκαν το Ζεν χρήσιμο τόσο πολιτικά και ψυχολογικά όσο και πρακτικά στην άσκηση τους. Όμως οι ιαπωνικές πολεμικές τέχνες επηρεάστηκαν εξίσου και από τον Κομφουκιανισμό και τις τοπικές παραδόσεις του Σίντο.

Το ήθος και οι συρράξεις των πολεμιστών συνήθως βασίζονται σε επικές περιγραφές, των οποίων η ακρίβεια ελέγχεται. Τα κείμενα αυτά αποτελούν, όμως, πολύτιμες πηγές για να πάρουμε μια ιδέα της ατμόσφαιρας και της μορφής των πολέμων εκείνων. 

Έτσι, εξ όσων γνωρίζουμε, οι οπλίτες, έφεραν τόξα και δόρατα και όσο πάμε πιο πίσω στο χρόνο, ήταν περισσότεροι από τα έφιππα τμήματα. Οι τοξότες του πεζικού καλύπτονταν πίσω από τις ασπίδες, ενώ οι οπλίτες με τα δόρατα, μπορούσαν να πολεμούν δίπλα ή ανάμεσα στους αναβάτες. Ο κύριος ρόλος του πεζικού ήταν να αποσπά και να φθείρει τους αντίπαλους έφιππους τοξότες ή/και πεζικάριους, δίνοντας το χώρο και το χρόνο στους δικούς του έφιππους να πάρουν τον έλεγχο. Παρότι ο ρόλος του ήταν βοηθητικός, η χρησιμότητα του ήταν τεράστια, αφού “κάλυπταν” το ιππικό.  

Η έφιππη τοξοβολία υπήρξε μια τέχνη που αναπτύχθηκε από ποιμενικούς λαούς των στεπών και εξελίχθηκε από νομαδικούς λαούς όπως οι Ούννοι, οι Μογγόλοι και οι Σκύθες. Αντίθετα, τέτοιες μονάδες ελαφρού ιππικού είχαν μόνο βοηθητικό ρόλο στους λαούς που κατοικούσαν σε μέρη όπου το κλίμα, το έδαφος και το υπέδαφος ευνόησαν την ανάπτυξη μόνιμων αγροτικών κοινοτήτων, βασισμένων στα μεταλλικά εργαλεία. Εκεί, οι στρατοί βασίστηκαν κυρίως σε οπλίτες με μεταλλικά όπλα και πανοπλίες, ενώ η ευρεία χρήση του αλόγου στον πόλεμο ήρθε αργότερα.  

Παρότι το φυσικό περιβάλλον της Ιαπωνίας, μόνο στέπα δεν θυμίζει και παρότι υπήρχε πρόσβαση και σε άλλα όπλα, όπως οι άκρως αποτελεσματικές βαλλίστρες των Τάνγκ ή κάποιος συνδυασμός όπλων, η βάση των Ιαπώνων πολεμιστών και των τακτικών τους υπήρξε η έφιππη τοξοβολία. Σε αυτό σίγουρα έπαιξαν ρόλο οι περιορισμοί στην χρήση του σιδήρου, τουλάχιστον σε ένα πρώτο στάδιο. Ταυτόχρονα, “η ατραπός του τόξου και του αλόγου” υπήρξε σύμβολο της ανώτερης κοινωνικής τάξης. Όμως, δεδομένου ότι ο πόλεμος είναι κάτι πρωτευόντως πρακτικό, ο κύριος λόγος για τον κεντρικό ρόλο της έφιππης τοξοβολίας ήταν το φυσικό περιβάλλον και ο τύπος πολέμου, σε συνδυασμό με την ιδιωτικοποίηση του στρατού και την μετατροπή του πολεμιστή σε επάγγελμα. 

Η έφιππη τοξοβολία, για τις φυσικές και τακτικές συνθήκες των ιαπωνικών μαχών, ήταν το πιο υποσχόμενο όπλο για έναν επαγγελματία του οποίου η καριέρα βασιζόταν στην προσωπική φήμη και ικανότητα. Και πραγματικά, δεδομένου των τόξων που χρησιμοποιούσαν, των πανοπλιών που φορούσαν και των αλόγων που είχαν, το θάρρος, το καθαρό μυαλό και οι λεπτεπίλεπτες κινήσεις ήταν απαραίτητες για τον αναβάτη τοξοβόλο.

Η αποτελεσματικότητα των τόξων εκείνων περιοριζόταν σε μια ακτίνα που δεν ξεπερνούσε τα 10 μέτρα, ενώ οι βολές έπρεπε να είναι ακριβέστατες, ώστε να πετύχουν τα κενά και τα αδύναμα σημεία των πανοπλιών που ήταν ειδικά φτιαγμένες για να προστατεύουν από τα βέλη του αντιπάλου.
Για να βάλλει ο έφιππος έπρεπε να σηκώσει το κεφάλι του και να απλώσει τα χέρια του. Αυτή η στάση τον εξέθετε στο λαιμό και στα πλευρά του άνω κορμού του. 

Οι βολές του αναβάτη ήταν πιο άνετες από την αριστερή πλευρά, αποφεύγοντας να βάλλει κοντά στο κεφάλι του αλόγου - διότι αυτό μπορεί να το τραυμάτιζε ή να το φόβιζε- και περιορίζοντας την στροφή του κορμιού του προς τα πίσω - κάτι που θα διακινδύνευε την ισορροπία του. Έτσι, χοντρικά του έμενε ένα εύρος από την 11η ώρα ως την 9η, όπου μπορούσε να εκτοξεύσει τα βέλη του. 

Αφού η “καλή” πλευρά ήταν η αριστερή, θα έπρεπε με κάποιο τρόπο να βρεθεί από την δεξιά πλευρά του αντίπαλου αναβάτη, το οποίο εκτός από το ότι θα τον έφερνε σε γωνία βολής, “αφόπλιζε” τον εχθρό που δεν θα μπορούσε να βάλλει προς αυτόν. Φυσικά και ο αντίπαλος του θα προσπαθούσε το ίδιο. 

Εάν η πρώτη βολή δεν ήταν επιτυχής, ο καλπασμός συνεχιζόταν με διάφορους ελιγμούς, τους οποίους δυσκόλευαν η παρουσία των υπόλοιπων πολεμιστών, το έδαφος και άλλοι παράγοντες, όπως η περιορισμένη αντοχή των ιαπωνικών πόνυ και ο αριθμός των βελών στην εμπίρα (είδος φαρέτρας κατά τις περιόδους Χεϊάν και Καμακούρα, η οποία κρεμόταν στον δεξιό γοφό). Όλα αυτά απαιτούσαν ο πολεμιστής να πρέπει να έχει αναπτυγμένη την αίσθηση του περιβάλλοντος και των συνθηκών, μεγάλη ακρίβεια στις κινήσεις του, αυτοέλεγχο και έλεγχο μιας σχετικά ατίθασης ράτσας αλόγου.    

Ο Πόλεμος Γκενπέι
Οι σχέσεις μεταξύ του Κιγιομόρι Τάιρα και του συνταξιούχου αυτοκράτορα Γκο-Σιρακάουα ήταν γενικά καλές, εώς ότου, το 1177, αποκαλύφτηκε μια συνωμοσία των συμμάχων του Γκο-Σιρακάουα. Παρότι οι συνωμότες τιμωρήθηκαν, ο Γκο-Σιρακάουα συνέχισε να προσπαθεί, παρασκηνιακά, να ελέγξει τους Τάιρα. Έτσι το 1179 ο Κιγιομόρι απέλυσε 39 υπαλλήλους του Γκο-Σιρακάουα και έθεσε τον ίδιον υπό περιορισμό. 

Ο Κιγιομόρι είχε ήδη εφαρμόσει πολιτικές εναντίων των συμμοριών που λυμαίνονταν την χώρα, αλλά και εναντίων των “διαβολικών μοναχών”. Στην προσπάθεια του να εδραιώσει την θέση του, είχε αυξήσει τις επαρχίες που εκμεταλλευόταν οικονομικά, πλήττοντας τα συμφέροντα ακόμα και αυτών που τον υποστήριζαν. 

Όταν ο τρίτος γιός του Γκο-Σιρακάουα, Μοτσιχίτο, παρακάμφθηκε και αυτοκράτορας έγινε ο τρίχρονος γόνος των Τάιρα, Αντόκου, ο Μοτσιχίτο ξεσηκώθηκε. Φυσικά ο Κιγιομόρι ζήτησε την σύλληψη του, αλλά ο Μοτσιχίτο διέφυγε με την βοήθεια του Γιοριμάσα Μιναμότο.

Ο Γιοριμάσα ήταν εξέχων ποιητής και πολεμιστής και υπηρέτησε οκτώ διαφορετικούς αυτοκράτορες σε σημαντικές θέσεις. Κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης Χεϊτζι, το 1160, (τέσσερα χρόνια μετά την Εξέγερση Χόγκεν) έτεινε υπέρ των Τάιρα, παρότι Μιναμότο. Όμως από το 1179, άλλαξε πάλι πλευρά, όντας παραγκωνισμένος από τον Κιγιομόρι. 
Η Εξέγερση Χεϊτζι ήταν άλλη μια σύρραξη μεταξύ Μιναμότο και Τάιρα, την οποία παρακίνησε ο Γιοσιτόμο Μιναμότο. Ο Κιγιομόρι συνέτριψε τους Μιναμότο και ο Γιοσιτόμο, μαζί με τους γιούς του, τράπηκαν σε φυγή. Λέγεται ότι ο Γιοσιτόμο σκότωσε έναν από τους ίδιους τους γιούς του, τον Τομανάγκα, που είχε τραυματιστεί και δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους υπόλοιπους στη φυγή τους. Έτσι τον γλύτωσε από τα τρομερά βασανιστήρια που θα του επιφύλασσε ο Κιγιομόρι. Όχι πολύ καιρό μετά, ο Γιοσίτομο δολοφονήθηκε στο μπάνιο του και ο Κιγιομόρι δεν επέτρεψε να ταφεί το σώμα του σωστά, ουσιαστικά εξευτελίζοντας ολόκληρη τη φατρία του. Ένας άλλος γιος του Γιοσιτόμο σκοτώθηκε αφού επέστρεψε στο Κιότο για να δολοφονήσει κάποιον αξιωματούχο Τάιρα. Στους τρεις νεότερους γιούς του Γιοσιτόμο, τους Γιοριτόμο, Νοριγιόρι και Γιοσιτσούνε, όπως είδαμε, ο Κιγιομόρι χάρισε την ζωή. Ο Γιοριτόμο, μεγάλωσε εξορισμένος και παντρεύτηκε την Χότζο Μασακάντο.

Η σύρραξη που ξεκίνησε, το 1180, ονομάστηκε Γκενπέι από τα ονόματα των δύο οικογενειών που την μονοπώλησαν, τους Μιναμότο (Γκέντζι) και τους Τάιρα (Χέικε). 
Αν και ουσιαστικά ξεκίνησε ως ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ των φραξιών της αυλής, τελικά ο Πόλεμος Γκενπέι εξελίχθηκε στον πιο παρατεταμένο, καταστροφικό, αλλά και συνάμα σημαντικό πόλεμο της ιαπωνικής ιστορίας έως εκείνη τη στιγμή. Συμμαχίες, φράξιες, οίκοι και κλάδοι οικογενειών στράφηκαν ο ένας εναντίων του άλλου. Ναοί κήρυξαν πόλεμο σε άλλους ναούς. Και η αυλή, ενώ στην αρχή ήταν υπέρ του Κιγιομόρι, όταν είδε ότι ο πόλεμος χανόταν, ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Μιναμότο.  

Η σύρραξη είχε διάφορες φάσεις. Η αρχική, όπως είδαμε αφορούσε τους Γιοριμάσα και Μοτσιχίτο. Οι επόμενες ήταν πολυδιάστατες και η μία επικάλυψε την άλλη σε Ανατολή και Δύση. Παρόλο που υπήρχαν σημαντικές συγκρούσεις γύρω από το Κιότο, οι εχθροπραξίες επικεντρώθηκαν μεταξύ των παραδοσιακά ισχυρών, στρατιωτικά, περιοχών στο Κιούσου και στο Καντό. Στην Ανατολή, η κατάσταση περιστράφηκε γύρω από τον Μιναμότο Γιοριτόμο και τους αδελφούς του, οι οποίοι υπηρετούσαν ως στρατηγοί του, την στιγμή που στη Δύση ξέσπαγαν διάφορες εξεγέρσεις. Η τελική φάση του πολέμου εξελίχθηκε με την κατάληψη του Κιότο από τον Γιοσινάκα Κίσο, ξάδερφο του Γιοριτόμο, και με τις εκστρατείες του Γιοριτόμο εναντίον τόσο του Γιοσινάκα όσο και των εναπομείναντων Τάιρα. Ο τελικός θρίαμβος των Μιναμότο ήρθε με την Ναυμαχία της Ντα νο Ούρα το 1185.

Ο Πόλεμος Γκενπέι είχε διάφορες διαστάσεις στρατιωτικού ενδιαφέροντος. Κατ’ αρχήν έχουμε την συμμετοχή μοναχών στις μάχες. Οι μοναχοί είχαν αρχίσει να εξοπλίζονται από τον 10ο αιώνα, ενώ από τον 11ο τα μοναστήρια άρχισαν να προσλαμβάνουν/χειροτονούν βοηθούς και ακόλουθους με κριτήριο καταρχήν τις πολεμικές τους δεξιότητες και δευτερεύοντος τις πνευματικές τους αναζητήσεις. Αυτοί, γνωστοί ως σοχέι (πολεμιστές-μοναχοί), άρχισαν να φέρουν πανοπλίες και το βασικό τους όπλο ήταν η ναγκινάτα. 
Οι ναγκινάτες, είναι ιδανικές στις περιπτώσεις ενός εναντίον πολλών και πιθανότατα προορίζονταν για την αντιμετώπιση του ιππικού από τους πεζικάριους, όμως το πότε ακριβώς εμφανίστηκαν είναι δύσκολο να ειπωθεί. Αν και νύξεις υπάρχουν σε γραπτά κείμενα από πριν, η παλαιότερη σαφής περιγραφή υπάρχει από το 1146, όμως και αυτό δεν σημαίνει πολλά πράγματα, αφού μπορεί το όπλο να προϋπήρχε, αλλά να μην ήταν ευρέως γνωστό. 

Η ναυμαχία της Ντα νο Ούρα. Πηγή: Wikipedia

Μια δεύτερη διάσταση, ίσως από τις λιγότερο μελετημένες στην ιστορία της Ιαπωνίας και των σαμουράι, ήταν η χρήση του πολεμικού ναυτικού. 
Η Ιαπωνία φαίνεται να ήταν “συνδεδεμένη” με τη ασιατική ήπειρο έως το 20.000 π.Χ., λόγω του παγετώνα (Εποχή των Παγετώνων) και της συνακόλουθης μείωσης της στάθμης της θάλασσας κατά περίπου 80 έως 100 μέτρα. Μετά από αυτή την περίοδο, η χώρα “αποκόπηκε” με όγκους θαλασσινού νερού και οι σχέσεις της με τον υπόλοιπο κόσμο βασιζόταν μόνο στη ναυτική δραστηριότητα (εμπορική και πειρατική). 
Ναυμαχίες μεγάλης κλίμακας ουσιαστικά, καταγράφονται από τον 12ο αιώνα με την Ναυμαχία της Ντα νο Ούρα. Φαίνεται ότι την εποχή εκείνη οι ναυμαχίες αποτελούνταν από εκτοξεύσεις βελών εκατέρωθεν και μετά από μάχες εκ του συστάδην, με τα πλοία να χρησιμοποιούνται σε μεγάλο βαθμό ως πλωτές πλατφόρμες για τακτικές βασισμένες στις χερσαίες μάχες. Μια θεωρία θέλει την χρήση του ξίφους να παίζει πολύ σημαντικότερο ρόλο στις μάχες επάνω στα πλοία -λόγω του περιορισμένου χώρου - από ότι στις μάχες επί του φυσικού εδάφους.

Είναι πραγματικά ενδιαφέρον το γιατί η Ιαπωνία, παρότι μια αποκλειστικά νησιωτική χώρα δεν ανέπτυξε ισχυρό ναυτικό από τις αρχές της ιστορίας της, ωστόσο η εξήγηση μόνο μυστηριώδης δεν είναι: απλά δεν το είχε ανάγκη και ταυτόχρονα η αυλή δεν το προωθούσε. 
Εάν εξαιρέσει κανείς τις αποτυχημένες εισβολές των Μογγόλων το 1274 και το 1281, ούτε τα κινέζικα, ούτε τα κορεατικά βασίλεια -ούτε κανείς άλλος- δεν είχαν αναπτύξει ικανή ναυτική δύναμη, ώστε να αναγκάσουν την Ιαπωνία να ανταποκριθεί. Η έλλειψη καλών φυσικών λιμανιών, οι τυφώνες και οι καταιγίδες επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο, στην αργοπορημένη επένδυση σε πολεμικό ναυτικό. Ταυτόχρονα, λόγω του φορολογικού συστήματος, η ενασχόληση με την θάλασσα, όπως είδαμε, αποθαρρυνόταν.

Ήταν κατά την μεσαιωνική περίοδο, ενδεχομένως και λίγο πιο πριν, όταν σουιγκουν (θαλάσσιες δυνάμεις) ξεκίνησαν να αναπτύσσονται ιδιωτικά από οίκους, είτε για να πολεμήσουν άλλους οίκους, είτε για να αντιμετωπίσουν πειρατές. Από τον 14ο και έως τον 16ο αιώνα, φράξιες πολεμιστών και οικογένειες, άρχισαν να επενδύουν στο πολεμικό ναυτικό και σχολές όπως η Νοτζίμα και η Μισίμα αναπτύχθηκαν. Μελετητές σήμερα πιστεύουν ότι αυτές οι σχολές στηρίχτηκαν κυρίως σε πειρατικές τακτικές με το βάρος να δίνεται κυρίως σε αποβιβάσεις και όπως ειπώθηκε σε χερσαίες στρατηγικές, επί των πλοίων.

Η ευφυέστατη τακτική του Γιοριτόμο να δώσει αυξημένα δικαιώματα γης, προσέλκυσε πολυάριθμους ακόλουθους κατά τη διάρκεια του Πολέμου Γκενπέι και μετά από αυτόν. Το 1183, όταν η αυλή στέναζε υπό τον Γιοσινάκα, ο Γιοριτόμο διαπραγματεύτηκε με τον Γκο-Σιρακάουα και η συμφωνία τους είχε ως αποτέλεσμα το μπακούφου να αναλάβει όλες τις ανώτατες αστυνομικές και φορολογικές αρμοδιότητες της χώρας. Ο Γιοριτόμο με τους ελιγμούς του, κατάφερε να ικανοποιήσει όλους τους ετέρους στην κορυφή της εξουσίας, με το να τοποθετήσει ακόλουθους του σε διάφορες περιοχές - κυρίως αυτές των πρώην αντιπάλων του - εξασφαλίζοντας τους μέτρια, αλλά ασφαλή εισοδήματα και ταυτόχρονα τους καθιστούσε υπεύθυνους για τη μεταφορά των κερδών από την ιδιωτική γη στους ιδιοκτήτες, πολιτικούς αριστοκράτες και ναούς.

Ήταν το 1192 όταν ο Γιοριτόμο, ως φύλακας των αριστοκρατικών και μοναστικών περιουσιών, θα λάμβανε απο τον αυτοκράτορα στο Κιότο τον τίτλο του sei-i-taishogun (“Great Barbarian-quelling Generalissimo”), ή αλλίως, σόγκουν
Παρόμοιοι, αλλά μάλλον χαμηλότεροι, τίτλοι με τον sei-i-taishogun, όπως για παράδειγμα miya shogun (Αρχιστράτηγος του παλατιού), χρησιμοποιούνταν ήδη για διάφορες θέσεις.

Σαμουράι και διακυβέρνηση

Τελειώνοντας το γενικό ιστορικό πλαίσιο του κομματιού της Ιαπωνικής ιστορίας που είχε ως αποτέλεσμα την γέννηση και την άνοδο των πολεμιστών στην εξουσία της χώρας, καλό είναι να αναφερθούμε σε μια σειρά σύγχρονων απόψεων για τους λόγους που συνέβη αυτό, αν και είναι πολλές και η συζήτηση συνεχίζεται. 

Πριν από αυτό όμως, πρέπει αναφερθεί ότι γενικώς οι σύγχρονοι σοβαροί ιστορικοί αποφεύγουν τον όρο σαμουράι και μιλούν για μπούσι (επαγγελματίας στρατιωτικός), αναφερόμενοι στους Ιάπωνες μεσαιωνικούς πολεμιστές. Οι λόγοι είναι αρκετοί…. ο εξής ένας: Παρά την σημερινή πεποίθηση, οι σαμουράι δεν ήταν όλοι πολεμιστές, όσο παράδοξο και αν ακούγεται αυτό. 

Για τους σύγχρονους τους, οι Ιάπωνες πολεμιστές ευγενικής καταγωγής είχαν διαφορά ονόματα, ανάλογα την εποχή και την περιοχή της χώρας, όπως μπούσι, τσου(β)αμότο, μονόφου, χεϊσι ή μούσα. Το “σαμουράι”, το οποίο εάν θα θέλαμε να το τονίσουμε σωστότερα θα έπρεπε, όπως κάθε ιαπωνική λέξη, να το προφέρουμε “σάμούράι” (τονισμός σε κάθε συλλαβή), προέρχεται από το ρήμα saburau (να υπηρετώ) και αρχικά αναφερόταν στους μεσαίου βαθμού ευγενείς της αυτοκρατορικής αυλής, οι οποίοι υπηρετούσαν ως ακόλουθοι των αριστοκρατών, υξηλοτέρων βαθμίδων ή των μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. 

Κάποιοι από αυτούς, όντως εκτελούσαν στρατιωτικά καθήκοντα, επί πληρωμή, ωστόσο οι περισσότεροι ήταν απλοί δημόσιοι υπάλληλοι. Άρα με την γενικότερη έννοια της “παροχής υπηρεσιών”, ναι οι πολεμιστές ήταν “σαμουράι”, όμως δεν ήταν η “έμμισθη προσφορά” που τους καθόριζε, αλλά το είδος της: το στρατιωτικό τους επάγγελμα. 

Όμως και ο όρος μπούσι είναι προβληματικός, αφού εμφανίστηκε περί τις αρχές του 8ου αιώνα για τους στρατιωτικούς αξιωματούχους και αξιωματικούς της εποχής, οι οποίοι λίγη πραγματικά σχέση είχαν με τους πολεμιστές που προέκυψαν σε επαρχίες και πρωτεύουσα αργότερα. Κατά συνέπεια ακόμα και όταν αναφερόμαστε στους μπούσι, προκύπτει το ερώτημα για ποιους μπούσι μιλάμε - ποιας εποχής; Παραταύτα γενικά, ο όρος μπούσι είναι ακριβέστερος από το σαμουράι

Γιατί υπήρξε αυτό που λέμε “η άνοδος” των πολεμιστών στην διακυβέρνηση της χώρας; Μια από τις πρώτες εξηγήσεις την δεκαετία του 1900, ήταν η θεωρία των πολεμιστών της Ανατολής. Εν ολίγης με μια επαγωγή στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, η πρωτεύουσα δεν επηρέασε σοβαρά, ποτέ κάποιες περιοχές, τις ανατολικές, οι οποίες ανέπτυξαν ένα δικό τους σύστημα το οποίο και επικράτησε για κάποιο χρονικό διάστημα. 

Αργότερα μια άλλη θεωρεία ήρθε και λίγο ως πολύ είναι αυτή που αποτελεί και την σημερινή διαδεδομένη άποψη: Την περίοδο Χεϊάν, οι τοπικοί γαιοκτήμονες ξαφνικά και αυθόρμητα πήραν τα όπλα, έφτιαξαν ιδιωτικούς στρατούς και άρχισαν να κυβερνούν την ύπαιθρο. Αυτό συνέβη λόγο της κατάρρευσης των δομών και των θεσμών της αυλής και άρα οι γαιοκτήμονες έπρεπε να κάνουν κάτι προκειμένου να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους, τις οικογένειες τους, τις περιουσίες τους και τα συμφέροντα τους στην χαώδη κατάσταση ανομίας, διαφθοράς και εγκληματικότητας. Οι γαιοκτήμονες μαζί τους είχαν και τις αγροτικές οικογένειες, που δούλευαν γι’ αυτούς, και επανδρώσαν αυτά τα ιδιωτικά σώματα. Ουσιαστικά μιλάμε για την εποχή που το σύστημα ρίτσουριο, έπαψε να εφαρμόζεται στην πράξη. 

Το πρόβλημα με αυτή την άποψη είναι ότι η αυλή και η κεντρική εξουσία ποτέ δεν κατέρρευσαν. Την περίοδο Χεϊάν, η αυλή είχε τον έλεγχο και της πολιτικής και της στρατιωτικής ζωής. Ταυτόχρονα, οι πολεμιστές που έγιναν επαγγελματίες την περίοδο Χεϊάν ανήκανε στις μεσαίες βαθμίδες της άρχουσας τάξης και δούλευαν για αυτήν. Οι πολεμιστές είχαν τα μέσα, αλλά η αυλή διατηρούσε τον έλεγχο.
Πρέπει να γίνει σαφές ότι μέχρι και σήμερα, για την Ιαπωνική ψυχολογία, το κύρος, αποτελεί πηγή δύναμης από μόνο του, ανεξαρτήτως πραγματικής εξουσίας και αυτό φαίνεται και κατά τις περιόδους που ακολούθησαν την Χεϊάν: Ενώ η πραγματική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των πολεμιστών, οι ίδιοι αναζητούσαν νομιμοποίηση από τον αυτοκράτορα, ενώ σχεδόν ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό κανενός να καταργήσει τον αυτοκρατορικό θεσμό.    

Η αλήθεια είναι ότι η κάστα των επαγγελματιών πολεμιστών που προέκυψε και κυβέρνησε, ήταν αποτέλεσμα διεργασιών και εξελίξεων αιώνων, καθώς υπήρχαν διαφορετικές στρατιωτικές ανάγκες κάθε εποχή. Οι μεταβαλλόμενες αυτές, στρατιωτικές, ανάγκες και προτεραιότητες οδήγησαν την αυλή στην αναδιάρθρωση των ενόπλων δυνάμεων και βάση δόθηκε σε μικρές και ευκίνητες ομάδες έφιππων τοξοτών, οι οποίες είχαν αποκτήσει πολεμικές ικανότητες με ίδια μέσα. Η εμπλοκή αυτών στην πολιτική δεν ήταν κάτι επαναστατικό ή περίεργο, αφού ούτως ή άλλως ήταν μέλη της ελίτ. 

Αυτό φαίνεται και από το τακτικό μέρος της οργάνωσης των στρατών και του τρόπου που γινόταν ο πόλεμος μέχρι και την περίοδο Χεϊάν. Οι ιδιώτες πολεμιστές της εποχής δεν πολεμούσαν, ούτε ήταν οπλισμένοι, ως ένας εξωθεσμικός οργανισμός που ήθελε να κατακτήσει και να υποτάξει. Ειδικά, από την στιγμή που καταργήθηκε ο εθνικός στρατός, οι ιδιωτικές δυνάμεις αποτελούνταν από πραγματικά ολιγομελή τάγματα. Από την άλλη μεριά, οι έφιπποι τοξότες, οι οποίοι ήταν το “όπλο” επιλογής της εποχής και γύρω τους χτιζόταν ο στρατός και η τακτική, είναι “επιθετικά όπλα”. Για την ακρίβεια είναι μόνο επιθετικά όπλα, αφού, εν αντίθεση με το ξίφος ή το δόρυ, με ένα τόξο και ένα βέλος δεν μπορείς να αμυνθείς. 

Η έλλειψη, λοιπόν, της έννοιας της άμυνας και οι ολιγομελής στρατοί, σημαίνουν ότι οι δυνάμεις αυτές δεν προορίζονταν στο να κατακτήσουν και να εξασφαλίσουν εδάφη, αλλά στόχος τους ήταν η εξάλειψη ανθρώπων. Και μάλιστα ανθρώπων/αντιπάλων που επίσης δεν ήθελαν να κατακτήσουν έδαφος. Η τακτική, λοιπόν, εκείνων των πολεμιστών ήταν να καταδιώξουν και να καταβάλουν αντιπάλους, να καταστρέψουν (με φωτιά) δομές και να φύγουν. Οι αντίπαλοι τους, βάση της ηθικής της εποχής εκείνης είχαν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά: ήταν άνθρωποι που έβγαιναν στην παρανομία- είτε επαναστάτες, είτε συμμορίες εγκληματιών του κοινού ποινικού δικαίου. 

Βέβαια, αυτός ο τρόπος σύρραξης, έχει ένα βασικό πρόβλημα: ένας στρατός ή καλύτερα μια ομάδα επαναστατών ή μια ένοπλη συμμορία κλεφτών, μπορεί σχεδόν πάντοτε να κινηθεί γρηγορότερα, όταν υποχωρεί, από μια παρόμοια στρατιωτική ομάδα που την καταδιώκει και αυτό διότι, η στρατιωτική ομάδα πρέπει να εκτελεί την καταδίωξη σε σχηματισμό μάχης και όχι ατάκτως, έτσι ώστε να είναι έτοιμη να πολεμήσει.

Η λύση στο πρόβλημα αυτό, όπως καταδεικνύουν και οι εγκυρότερες πηγές της περιόδου Χεϊάν, είναι να στηθεί ενέδρα ή να αιφνιδιαστεί κάπως ο αντίπαλος. Ωστόσο και αυτή η τακτική παρουσιάζει πρόβλημα στην αξιόπιστη πρόβλεψη ή πληροφορία για τις μελλοντικές κινήσεις του αντιπάλου. Έτσι, η κύρια απάντηση σε όσους προκαλούσαν τον νόμο, ήταν η αιφνιδιαστική επίθεση σε δομές τους, όπως σπίτια και στρατόπεδα, ειδικά υπό το σκοτάδι της νύχτας.

Οι συρράξεις με αρχή τον Πόλεμο Γκεμπέι, με το μεγαλύτερο μέγεθος των στρατευμάτων και την ευρύτερη χρήση των οχυρώσεων, σήμανε την απαρχή της αλλαγής στον τρόπο πολέμου και στον εξοπλισμό των πολεμιστών, ως συνέπεια των κοινωνικοπολιτικών αλλαγών.

Επιστρέφοντας όμως στην περίοδο Χεϊάν, κανείς δεν κατάφερε να κατακτήσει εδάφη και όσοι το προσπάθησαν απότυχαν παταγωδώς, όπως ο Μασακάντο Τάιρα. Επομένως μιλώντας για τους πολεμιστές εκείνης της εποχής, ουσιαστικά μιλάμε για αστυνομικές δυνάμεις ελέγχου ταχείας αντίδρασης (ας σκεφτούμε τον εξοπλισμό και τον τρόπο επιχείρησης των δυνάμεων ΔΕΛΤΑ της Ελληνικής αστυνομίας). Και φυσικά οι αστυνομικές δυνάμεις, ακόμα και οι ιδιωτικές, πάντα ελέγχονται από την επίσημη κρατική μηχανή. 

Αν και οι έτεροι συμμέτοχοι της τριμερούς ελίτ (αυλή και μοναστήρια) δεν εξαφανίστηκαν ποτέ- αντιθέτως συνέχιζαν να παίζουν σημαντικό ρόλο, η κάστα των πολεμιστών έλεγξε την εξουσία εξαιτίας μιας σειράς πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών λόγων. Ωστόσο στο παρών άρθρο, όπως λέει και ο τίτλος, δεν μιλήσαμε για την εγκαθίδρυση της εξουσίας των πολεμιστών, που θα συμβεί αργότερα, αλλά απλά για την άνοδο τους στην κορυφή της πυραμίδας και πως, αντικαθιστώντας τμήμα της πολιτικής εξουσίας, συνέχισε ένα παμπάλαιο σύστημα διαρχίας, με μόνο τον ένα κλάδο του (πολιτικό) πια να βρίσκεται στην πρωτεύουσα, ενώ ο έτερος (στρατιωτικός) του έδρευε στην Καμακούρα. Οι αρμοδιότητες αυτών των δύο κλάδων αλληλοεπικαλύπτονταν με πολεμιστές να υπηρετούν σε θέσεις στην αυλή και πολιτικό προσωπικό (αριστοκράτες) να αναλαμβάνει διοικητικές αρμοδιότητες για λογαριασμό των άπειρων, σε αυτά, πολεμιστών στην Καμακούρα.

Πότε όμως οι πολεμιστές κυβέρνησαν πραγματικά; Η απάντηση δεν είναι τόσο απλή, αφού από την μία έχουμε τον έλεγχο της διακυβέρνησης να περνά σταδιακά στα χέρια των πολεμιστών, με κάποια πισωγυρίσματα, ενώ ταυτόχρονα έχουμε το σχηματισμό αυτού που λέμε κάστα των πολεμιστών.

Όπως είδαμε την περίοδο Χεϊάν, οι πολεμιστές ήταν μέλη της ελίτ, που επανδρώσαν επίλεκτες μονάδες, όχι για την κατάκτηση εδαφών, αλλά για την καταδίωξη παρανόμων.

Κατά την περίοδο Καμακούρα, η αυλή συνέχιζε να νομοθετεί και να διορίζει διοικητές στις δημόσιες επαρχιακές περιοχές, αφού δεν ήταν όλη η επικράτεια υπό τον έλεγχο του μπακούφου. Ταυτόχρονα ο αυτοκράτορας και οι ευγενείς εξακολουθούσαν να εκτελούν σημαντικές θρησκευτικές τελετές που συνδέονταν άμεσα με την έννοια της εξουσίας.
Εάν με τον Κιγιομόρι Τάιρα τελείωσε η περίοδος ανόδου των πολεμιστών στην κορυφή της κοινωνικής ιεραρχία (στην οποία δεν ήταν μόνοι τους), η περίοδος εγκαθίδρυσης τους ως η μόνη εξουσία της χώρας ξεκινά με την Εξέγερση Τζόκιου. 
Στα 1221 ο συνταξιούχος αυτοκράτορας Γκο-Τόμπα, αποφάσισε να στραφεί εναντίον του μπακούφου για την επιστροφή της διακυβέρνησης ολοκληρωτικά υπό τον αυτοκράτορα. Η ήττα του κινήματος του σήμανε την ενίσχυση της θέσης του σογκουνάτου, έναντι του αυτοκρατορικού θεσμού. 
Από την άλλη πλευρά, οι επιθέσεις των Μογγόλων έριξαν τους πρώτους σπόρους της στρατιωτικής λογικής για την άμυνα και κατοχή εδαφών.

Από την περίοδο Μουρομάτσι [14ος αι./1333-16ος αι./1568, (Νανμποκουτσο 1336-1392) & (Σενγκόκου 1477-1573)], ο έλεγχος της πρωτεύουσας, του Κιότο, πέρασε στο σογκουνάτο, το οποίο όμως απέτυχε να θέσει υπό τον έλεγχο του όλη την χώρα. Για την ακρίβεια το μπακούφου Ασιγκάκα έλεγχε λιγότερα εδάφη από ότι το προηγούμενο καθεστώς. Ωστόσο, ο έλεγχος του κέντρου, ήταν αναμφισβήτητα ένα ακόμα σημαντικό βήμα στην διακυβέρνηση της χώρας αποκλειστικά από τους πολεμιστές, των οποίων οι εξουσίες επεκτάθηκαν σε τομείς πρωτοφανείς μέχρι εκείνη την εποχή. 

Όμως, ο έλεγχος λιγότερων εδαφών και η αδυνατισμένη ισχύ του μπακούφου έναντι των τοπικών αρχόντων, έφερε την αναρχία. Και κάπου εδώ ξεκινά το ερώτημα “ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;” Οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές του 14ου αιώνα με επίκεντρο την συνύπαρξη αυλής και μπακούφου από την περίοδο Καμακούρα, είχαν ως αποτέλεσμα το παλαιό γνωστό σύστημα να διαρραγεί. Το σύστημα διαρχίας σίγουρα εκτεινόταν προς τα πίσω, σχεδόν μέχρι την αρχή της ιαπωνικής πολιτείας, όμως πριν την στιγμή της εγκαθίδρυσης του πρώτου σογκουνάτου, μιλάγαμε για φράξιες μιας τριμερούς ελίτ. Με την ίδρυση του μπακούφου, μιλάμε για διαφορετικές ελίτ. 

Η περίοδος Νανμποκουτσο με τις συνεχείς συρράξεις, δημιούργησε την ανάγκη στους επαρχιακούς στρατιωτικούς ηγέτες να εμπλακούν πιο ενεργά στην τοπική πολιτική, αφού έπρεπε να διαχειριστούν τα οικονομικά του τόπου τους, για να μπορούν να φτιάχνουν, εξοπλίζουν, τροφοδοτούν και διευθύνουν επαρχιακά στρατιωτικά σώματα. Έτσι εξελίχθηκαν σε πραγματικούς πολιτικούς ηγέτες, εκτός από στρατιωτικούς, παραμερίζοντας τις τοπικές πολιτικές αρχές. 

Καθώς οι επαρχιακοί στρατιωτικοί ηγέτες άρχισαν να γίνονται και πολιτικοί ηγέτες, το μπακούφου, ελέγχοντας κυρίως το στρατιωτικό τμήμα της διακυβέρνησης και μόνο κάποιο μέρος της πολιτικής εξουσίας, άρχισε να χάνει και αυτούς που έλεγχε. Μέχρι το τέλος του Πολέμου Όνιν (1467-1477), ελάχιστοι επαρχιακοί στρατιωτικοί ηγέτες λογοδοτούσαν σε αυτό. Οι επαρχίες σε ολόκληρη την επικράτεια, άρχισαν να διαιρούνται σε μικρότερες, αυτόνομες, πολιτικό/στρατιωτικές οντότητες, ελεγχόμενες από μια νέα τάξη τοπικής ηγεμονίας, που ούτε είχε, ούτε αναζητούσε νομιμοποίηση από κανέναν. Τα σύνορα τους εκτείνονταν μέχρι εκεί που οι επαρχιακοί στρατιωτικοί ηγέτες -πολέμαρχοι πια (νταϊμιο) - μπορούσαν, μαζί με κατά τόπους αφοσιωμένους φύλαρχους, να κυριαρχήσουν με την χρήση στρατιωτικών δυνάμεων. Έτσι για πρώτη φορά στην πολεμική ιστορία της Ιαπωνίας εμφανίζεται ως πρωταρχικός στρατιωτικός στόχος η κατάληψη ή η υπεράσπιση εδαφών. 

Σε αυτό συνέβαλαν και οι εξελίξεις στην τεχνολογία και στις τακτικές του πολέμου. Με νέα όπλα ή εξελιγμένα παλαιά και πιο εκλεπτυσμένες τακτικές, ο σκοπός του πολέμου και η σημασία της νίκης άλλαξαν μορφή. Η χρήση σωμάτων με διαφορετικά όπλα που συνδυάζονταν ανάλογα την στρατηγική, ουσιαστικά “τελείωσαν” τον έφιππο τοξότη ως την κλασική μορφή του πολεμιστή.  

Στα 1500, η χώρα βρισκόταν σε χάος. Οι γνωστοί θεσμοί - αυλή, μπακούφου, θρησκευτικά ιδρύματα - δεν μπορούσαν να επιβληθούν και οποιαδήποτε μορφή κεντρικού ελέγχου ήταν ανύπαρκτη. Ο πόλεμος ήταν ενδημικός, ακόμα όμως και η δύναμη των νταϊμιο ήταν περιορισμένη, πρακτικά ασήμαντη και εξαιρετικά επισφαλής. Άρα το να πούμε σε αυτή τη φάση, ότι η χώρα κυβερνιόταν από τους πολεμιστές είναι ανακριβές, αφού η χώρα απλά δεν κυβερνιόταν.

Την περίοδο Σενγκόκου η χαώδης κατάσταση ευνόησε τον τυχοδιωκτισμό και τον καιροσκοπισμό. Ήταν μια εποχή ευκαιριών για όσους μπορούσαν να κυνηγήσουν την τύχη τους. Κατά συνέπεια, το τι ήταν ακριβώς “σαμουράι”, εκείνη την εποχή, είχε ασαφή όρια. Οι στρατοί αποτελούνταν από ένα συνοθύλευμα διαφορετικών ανθρώπων από διαφορετικές τάξεις, οι οποίοι είχαν διαφορετικά κίνητρα. Έτσι οι αλλαγές πλευράς και συμμαχιών, ακόμα και κατά την διάρκεια των μαχών ήταν συνήθεις. 

Για να αντιμετωπίσουν αυτή την κατάσταση, οι νταϊμιο ανέπτυξαν πιο εκλεπτυσμένους τρόπους για να ελέγχουν και να χρησιμοποιούν τους στρατιώτες. Ο διαχωρισμός μεταξύ τακτικών και περιστασιακών πολεμιστών ήταν ένα πρώτο βήμα στην μελλοντική διάκριση των μπούσι από τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες. Ταυτόχρονα, οι νταϊμιο ξεκίνησαν να μεταθέτουν τους πλούσιους υποτελείς τους, προκειμένου να αποθαρρύνουν την δημιουργία τοπικών κλικών και πιθανών συνωμοσιών.

Όλα αυτά υιοθετήθηκαν από τον Όντα Νομπουνάγκα, ενώ ο διάδοχος του, ο Τογιοτόμι Χιντεγιόσι, πήγε τα μέτρα ένα βήμα παρά πέρα, με το “κυνήγι σπαθιών”, που διεξήγαγε, για να αφοπλίσει τους τοπικούς πολεμιστές, οι οποίοι -κατά την γνώμη του, ήταν αστάθμητος και ανεξέλεγκτος παράγοντας. Μέχρι τη στιγμή που ο Ιεγιάσου Τοκουγκάουα ανέλαβε την εξουσία, το σκηνικό για την δραματική αναμόρφωση του κοινωνικού, πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου των σαμουράι στην ιαπωνική ιστορία, είχε στηθεί.

Το χάος, το ακολούθησε η λεγόμενη “ενοποίηση” της χώρας, διαδοχικά, υπό τις τρεις, προαναφερθείσες, ηγετικές μορφές της Ιαπωνικής ιστορίας. Η “ενοποίηση”, όμως, είναι αλήθεια, δεν εξαρτήθηκε μόνο από αυτούς. Μεταξύ των παραγόντων που οδήγησαν στην επανένωση της χώρας υπό έναν κεντρικό έλεγχο ήταν η αύξηση του πληθυσμού, ο σχηματισμός κοινοτήτων και συνομοσπονδιών, η πολιτική ωρίμανση των πολεμιστών και μια γενικότερη ιδεολογία κεντρικοποίησης. 

Μαζί με την “ενοποίηση” της χώρας ήρθε και η “ενοποίηση” των πολεμιστών σε μια κάστα. Πολλές σημαντικές αλλαγές στην ταυτότητα των σαμουράι προήλθαν άμεσα ή έμμεσα από τις προσπάθειες του καθεστώτος Τοκουγκάουα να αποκτήσει και να διατηρήσει το μονοπώλιο της βίας, προκειμένου να διασφαλίσει την εξουσία του.
Πολιτικά, το μπακούφου Τοκουγκάουα, συνέχιζε να αποτελεί μια συνομοσπονδία, υπό τον σογκούν, ο οποίος όμως, πια, έλεγχε άμεσα το ένα τέταρτο των παραγωγικών εδαφών, τα μεγάλα αστικά κέντρα και τις περιοχές των ορυχείων. Η πλειοψηφία των υπόλοιπων περιοχών ήταν υπό ισχυρούς νταϊμιο, οι οποίοι όμως ήταν υποτελείς του σογκούν, συνδεδεμένοι και ελεγχόμενοι στενά από αυτόν, μέσω θεσμών και πρωτοκόλλων.   

Οι Σαμουράι ήταν οι αδιαφιλονίκητοι κληρονόμοι της Ιαπωνίας και ένα ισχυρό φράγμα τους διέκρινε, αλλά και τους εγκλώβιζε από όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες. Ο αριθμός τους ήταν περίπου δύο εκατομμύρια και οι βαθμοί τους εκτείνονταν από τον σογκούν και τους νταϊμιο, οι οποίοι διαφέντευαν μεγάλες εκτάσεις, με πολλά εισοδήματα, μέχρι αυτούς που απλά διέθεταν μια απλή κατοικία και είχαν φυλακιστεί “κοινωνικά” σε ότι σήμαινε να είσαι πολεμιστής σε μια εποχή ειρήνης. Όμως για την συνοχή αυτής της κάστας, χρειαζόταν μια ιδεολογία.     

Έτσι πρώτα χτίστηκε η εικόνα για το παρελθόν μέσα από ιστορίες και εικόνες άλλοτε πραγματικές και άλλοτε μυθικές, πάντα νουθετικές, για τον ορθό “δρόμο των σαμουράι” (Μπουσίντο). 
Σε αυτό, μεγάλο ρόλο έπαιξε ο Νέο-Κομφουκιανισμός του Ζου Χι, ο οποίος προσέφερε όλο το ιδεολογικό υπόβαθρο που χρειαζόταν η νομιμοποίηση, η υποστήριξη και η διατήρηση της νεοσυσταθείσας κάστας των σαμουράι. Και επειδή ο χαρακτηρισμός “νεοσυσταθείσα” θα παραξενέψει, αρκεί να θυμηθούμε ότι οι ευγενείς-πολεμιστές του παρελθόντος ήταν το ένα μέλος μιας τριμερούς ελίτ. 

Όμως που βρισκόταν τα άλλα δύο μέλη εκείνης της ελίτ; Οι πολιτικοί αριστοκράτες σίγουρα ωφελήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την ειρήνη, ενώ το μπακούφου φρόντισε να αποκατασταθούν τα εισοδήματα τους. Ωστόσο, ο ρόλος που τους επιφυλασσόταν ήταν αβλαβής, πολιτιστικός και κυρίως διανοητικός. Από την άλλη μεριά, τα θρησκευτικά ιδρύματα, με βεβαρημένο ιστορικό στα παιχνίδια εξουσίας, έχασαν την ανεξαρτησία τους και μετατράπηκαν σε εργαλεία της ηγέτιδας τάξης των σαμουράι. 

Τώρα, οι πολεμιστές ήταν μόνοι στην κορυφή και αποτελούσαν μια πραγματική και ανεξάρτητη τάξη, η οποία κυβέρνησε, εξασφαλίζοντας σχετική ειρήνη και κοινωνική σταθερότητα, για πάνω από 250 χρόνια. Βέβαια, η “ειρωνία” της ιστορίας είναι ότι όταν η ειρήνη αποκαταστάθηκε υπό το μπακούφου των Τοκουγκάουα, την περίοδο Έντο, και οι πολεμιστές απέκτησαν ανεξάρτητη κοινωνική ταυτότητα ως σαμουράι, έπαψαν και να πολεμούν.

________________________
Πηγές (Αλφαβητικά):

A Military History of Japan: From the Age of the Samurai to the 21st Century | John T. Kuehn Ph.D.
Classical Budo (The Martial Arts and Ways of Japan, Vol. 2) | Donn F. Draeger
Classical Bujutsu (Martial Arts and Ways of Japan) | Donn F. Draeger
Encyclopaedia Britannica
Japan Emerging: Premodern History to 1850 | Karl F. Friday
Japan to 1600: A Social and Economic History | William Wayne Farris
Japanese Philosophy: A Sourcebook | John C. Maraldo, Thomas P. Kasulis, James W. Heisig
Kaigun: Strategy, Tactics, and Technology in the Imperial Japanese Navy, 1887-1941 | David C. Evans & Mark R. Peattie
Keiko Shokon: Classical Warrior Traditions of Japan, volume 3 | Diane Skoss.
Koryu Bujutsu: Classical Warrior Traditions of Japan, volume 1 | Diane Skoss
Koryu.com
Legacies of the Sword: The Kashima-Shinryu and Samurai Martial Culture | Karl F. Friday, Seki Humitake
Modern Bujutsu & Budo (Martial Arts and Ways of Japan, Vol 3) | Donn F. Draeger
Old School: Essays on Japanese Martial Traditions | Ellis Amdur
Premodern Japan: A Historical Survey | Mikiso Hane,  Louis G. Perez 
Routledge Handbook of Premodern Japanese History | Karl F. Friday
Samurai-archives.com
Samurai Sourcebook | Stephen R. Turnbull
Samurai, Warfare and the State in Early Medieval Japan | Karl F. Friday
Samurai: An Illustrated History | Mitsuo Kure
Samurai Castles: History / Architecture / Visitors' Guides | Jennifer Mitchelhill, David Green 
Samurai: The World of the Warrior | Stephen Turnbull
Sword & Spirit: Classical Warrior Traditions of Japan, volume 2 | Diane Skoss

Καλοδεχούμενη η αναδημοσιεύση, μέρους ή ολόκληρης της εργασίας, ωστόσο δεδομένου ότι η μελέτη δεν σταματά ποτέ, κάποια σημεία ενδέχεται να τροποποιηθούν στο μέλλον. Σε περίπτωση αναδημοσίευσης απαραίτητη κρίνεται η αναφορά του συγγραφέα και της πηγής, με σύνδεσμο (link).