THE NEW ROMAN EMPIRE: A HISTORY OF BYZANTIUM
Η εικόνα, λοιπόν, που έχουμε εμείς - οι σημερινοί Έλληνες - για το «Βυζάντιο» περνά κυρίως μέσα από τα φίλτρα της Εκκλησίας της Ελλάδος, του νέου ελληνικού κράτους, των δυτικοευρωπαίων, ενώ κάποια στιγμή στην εξίσωση μπήκαν δυναμικά και οι πηγές (ή οι ματιές) της Μόσχας και των βαλκανικών χωρών. Ιδεολογικοπολιτικά, ενώ η δεξιά κατέχει τα πρωτεία στην αρχαία ελληνική ιστορία και η αριστερά έχει επικρατήσει στη νεότερη, το «Βυζάντιο» (ο «Ελληνικός Μεσαίωνας») παραμένει εν πολλοίς ένα ανοιχτό πεδίο πολύ συναισθηματικών και λιγότερο επιστημονικών διαξιφισμών.
Κατά συνέπεια, είναι σύνηθες να ανακαλύπτουμε εκ διαμέτρου αντίθετες οπτικές της «βυζαντινής» εμπειρίας στους διάφορους συγγραφείς που διαβάζουμε. Ωστόσο τα τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια από μερίδα της νέας γενιάς βυζαντινολόγων (εντός και εκτός Ελλάδος) να συγκεντρωθεί - όσο γίνεται - το τεράστιο υλικό που υπάρχει και μαζί με τα αρχαιολογικά ευρήματα να επανεξεταστεί συνολικά. Σε αυτούς ανήκει και ο Αντώνιος Καλδέλλης.
Τον καθηγητή Αντώνιο Καλδέλλη τον παρακολουθώ συγγραφικά αλλά και μέσω του πόντκαστ του, Byzantium and Friends ή μέσω εκπομπών και πόντκαστ άλλων (όπως του Robin Pierson, The History of Byzantium) καθώς και από διαλέξεις. Τον συγκαταλέγω ανάμεσα στους κορυφαίους και πρωτοποριακούς βυζαντινολόγους της εποχής μας, δεδομένου ότι εκτός από εξαιρετικός μελετητής, γράφει και μιλάει σε μια κατανοητή, σύγχρονη γλώσσα, ενώ τολμάει να βγει έξω από τα κυρίαρχα σχήματα και μοντέλα.
Στο ανά χείρας βιβλίο, λοιπόν, ο Καλδέλλης δεν εξιστορεί απλά. Γράφει με άποψη την πρώτη ολοκληρωμένη ιστορία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας όπου γίνεται χρήση των ονομάτων που επέλεξε εκείνη η κοινωνία για τον εαυτό της και όχι η αυθαίρετη ονοματοδοσία («Βυζάντιο») που ακολούθησε. Ο Καλδέλλης, λοιπόν, χρησιμοποιεί την ορολογία που αναφέρεται στις πηγές και μιλά για τον «ρωμαϊκό λαό» και τη «ρωμαϊκή πολιτεία». Είναι πολύ προσεκτικός στο να εξηγεί και να στηρίζει τις απόψεις του με ένα πλήθος μεσαιωνικών κειμένων και αρχαιολογικών ευρημάτων. Παράλληλα δεν αμελεί να αναφερθεί στην πορεία της «βυζαντινολογίας», γκρεμίζοντας πολλά από τα στερεότυπα, τους μύθους και τις παρεξηγήσεις, αν και το επόμενο του βιβλίο θα διαπραγματεύεται ειδικά αυτό το θέμα ( “Phantom Byzantium: Europe, Empire, and Identity from Late Antiquity to World War II”).
Ένα κλασικό στερεότυπο για τη Μεσαιωνική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είναι το πολυσυζητημένο θέμα της φεουδαρχίας. Ο καθηγητής στοιχειοθετεί πως το οικογενειακό αγρόκτημα, ως βάση της γεωργικής παραγωγής, δεν απαλείφθηκε ποτέ από κάποια «βυζαντινή» πρωτοφεουδαρχική ή φεουδαρχική κτήση. Ο Καλδέλλης παρουσιάζει τον ιδιόκτητο πλούτο της ελίτ ως «κρατικοδίαιτο», βασισμένο κυρίως στον χρυσό που πλήρωνε ο αυτοκράτορας και το κράτος, εν είδει μισθού, σε πρόσωπα, ανάλογα των μη-κληρονομήσιμων τίτλων (πραγματικών ή τιμητικών θέσεων στον κρατικό μηχανισμό) που τους παρείχε το παλάτι. Σε αυτούς του «δημόσιους λειτουργούς», η κατοχή γης και τα κέρδη από την ιδιωτική παραγωγή ή το ελεύθερο εμπόριο δεν εξασφάλιζαν τίποτα. Γι’ αυτό και δεν υπήρξε σοβαρή επένδυση στους τομείς αυτούς.
Πιο συγκεκριμένα στο θέμα της κατοχής γης, η χορήγηση της πρόνοιας ή το θεματικό σύστημα διοίκησης ΔΕΝ έκαναν κάποιον γαιοκτήμονα. Δεν υπήρχαν αποκλειστικές και ιδιωτικές περιοχές ή ιδιωτικά κάστρα, αποκομμένα από τον κεντρικό νόμο και με την ίδια ευχέρεια που το κράτος παραχωρούσε γη, με την ίδια ευκολία την έπαιρνε πίσω. Σε αυτό θα πρέπει να συνυπολογιστεί ότι η προσωπική ιδιωτική γη μειωνόταν από γενιά σε γενιά, αφού μοιραζόταν δια μέσου της κληρονομιάς σε γιούς και κόρες που είχαν νόμιμη μοίρα. Όλα τα προηγούμενα, μαζί με την απώλεια εδαφών της αυτοκρατορίας, έκαναν την κατοχή γης ασταθέστατο παράγοντα ισχύς, για να βασιστεί επάνω της η οποιαδήποτε κοινωνική ομάδα.
Μια άλλη παρεξήγηση που σπεύδει να διορθώσει ο Καλδέλλης είναι η φύση της αυτοκρατορίας. Το «Βυζάντιο» δεν ήταν δυναστικό, με την έννοια ότι ήταν η συνέχεια μιας πολιτείας και όχι μια οντότητα που είχε δημιουργηθεί από κάποια οικογένεια. Δηλαδή είχε προηγηθεί μια ισχυρά εδραιωμένη αντίληψη της δημόσιας σφαίρας πάνω στον γεωγραφικό χάρτη ως κάτι που χρειαζόταν να κυβερνάται αλλά σε καμία περίπτωση να κατέχεται. Κανείς και καμία δεν είχε οποιαδήποτε δικαίωμα στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, πέρα από αυτό που μπορούσε να πείσει τους άλλους να αναγνωρίσουν και για όσο μπορούσε να τους πείσει. Κατά συνέπεια ο/η αυτοκράτορας-α ή οποιαδήποτε άλλη ομάδα ανθρώπων δεν μπορούσαν να κατέχουν την πολιτεία. Και εάν προσπαθούσαν κάποιοι να κινηθούν προς αυτή την κατεύθυνση βρίσκονταν αντιμέτωποι με τις άλλες κοινωνικές ομάδες και θεσμούς (ελίτ, στρατιωτικοί, γραφειοκράτες, κλήρος, λαός κτλ.) που προηγουμένως τους είχαν στηρίξει.
Ένας δημοφιλής μύθος για το «Βυζάντιο» είναι ο ρόλος της θρησκείας και της εκκλησίας. Ο Καλδέλλης θα μπορούσε να εμβαθύνει λίγο περισσότερο, διαχωρίζοντας τα σε κάποια σημεία δεδομένου ότι ο Χριστιανισμός απελευθέρωσε ανεξάρτητες δυνάμεις εκτός του πολιτικο-θρησκευτικού κατεστημένου. Σε κάθε περίπτωση, για τον Καλδέλλη, η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν θεοκρατική, αφού ήταν ο Χριστιανισμός αυτός που ρωμαιοποιήθηκε και όχι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία που χριστιανοποιήθηκε, παρότι εκχριστιανίστηκε. Με άλλα λόγια, φέρει την εκκλησία και τους λειτουργούς της να επηρεάζουν πολύ λίγο, επί του πεδίου (αντίθετα με τις αφηγήσεις τους), τη ρωμαϊκή πολιτική σκηνή, την κοινωνία, την οικονομία, τους πολέμους, την εξωτερική πολιτική κτλ. Το σχήμα που αναφέρει είναι ότι η εκκλησία ελεγχόταν από τον/την βυζαντινό-η αυτοκράτορα ή αυτοκράτειρα και αυτοί-ες χρειαζόταν την έγκριση του λαϊκού στρώματος και τη στήριξη του στρατού. Λαός και στρατός θα υποστήριζαν ως βασιλέα το πρόσωπο που θα έκανε τη δουλεία του καλά ή καλύτερα (πολεμικές επιτυχίες, ισορροπημένη οικονομική πολιτική, κοινωνική ευδαιμονία), μη συμμετέχοντας μαζικά και ενεργά στα ενδοεκκλησιαστικά ζητήματα. Για παράδειγμα, ο Καλδέλλης παρουσιάζει στοιχεία που δείχνουν ότι η περίφημη Εικονομαχία άφησε σχεδόν αδιάφορη τη μεγάλη μερίδα του κόσμου - αν την αντιλήφθηκε ή την κατάλαβε ποτέ, παρότι η εικόνα που παρουσιάζουν τα εκκλησιαστικά κείμενα δείχνει διαφορετική.
Ωστόσο, εδώ θα έπρεπε να υπάρχει μια μεγαλύτερη συγκεκριμενοποίηση. Δηλαδή, προφανώς η χριστιανική εκκλησία τέθηκε στους μηχανισμούς και τις δομές του ρωμαϊκού κράτους, ωστόσο ο Χριστιανισμός ωρίμασε μέσα από μια χρόνια αντίθεση και σύνθεση με την κλασική ελληνική φιλοσοφία και μετασχηματίστηκε σε ιδεολογικό άξονα της αυτοκρατορίας. Παρότι ο Καλδέλλης δεν το τονίζει ιδιαίτερα, μέσα από το έργο του φαίνεται ότι οι θεολογικές έριδες, εκτός από πολιτικό εργαλείο και αφορμή για παιχνίδια εξουσίας, είχαν και τοπικιστικό πρόσημο μεταξύ κέντρων με διαφορετικό ιστορικό φορτίο (Κωνσταντινούπολη, Ρώμη, Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια). Ταυτόχρονα, οι θεολογικές διαμάχες ήταν αναμφισβήτητα και ειλικρινείς φιλοσοφικές και ιδεολογικές διαφωνίες για τη σχέση ανθρώπου και Θείου με προεκτάσεις στον τρόπο ζωής και στο μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης. Για παράδειγμα, είχε συνέπειες για τη θέση της γυναίκας το εάν μια φτωχή γυναίκα γέννησε Θεό ή άνθρωπο. Οι «βυζαντινές» - ειδικά οι χήρες - κληρονομούσαν περιουσίες, κατείχαν και λειτουργούσαν καταστήματα, και ήταν δυναμικοί οικονομικοί παράγοντες. Κάποιες σπούδαζαν, ενώ άλλες έπαιξαν κορυφαίο πολιτικό ρόλο, φανερό ή σκιερό.
Ο Ανατολικός (ή ελληνικός) Χριστιανισμός, τουλάχιστον ιδεολογικά, έθετε περιορισμούς στην άσκηση εξουσίας από τους άνδρες, τον θρόνο και τις ισχυρές ομάδες γύρω από αυτόν, ενώ ευνοούσε την ανέλιξη ανεξαρτήτως φύλου ή κάστας. Ταυτόχρονα μετέδωσε στην πολιτική σφαίρα την προσαρμοστικότητα του και την «υποχρεωτική» κοινωνική αλληλεγγύη. Ο Καλδέλλης σχετίζει τη φιλολαϊκή πολιτική και νομοθεσία με τη θέληση του παλατιού να περιορίσει την αριστοκρατία, αλλά κυρίως την ίδια την εκκλησία. Συνδέει, όμως, την αντικατάσταση της θανατικής ποινής από τον ακρωτηριασμό άκρων στην Εκλογή του Λέοντος Γ΄με τις χριστιανικές γραφές. Μάλλον, ο καθηγητής υποπτεύεται ότι οι αλλαγές στα ήθη και στη νομοθεσία θα συνέβαιναν και χωρίς τον Χριστιανισμό, αφού ήταν η συνέχεια μιας πορείας που είχε ξεκινήσει πριν από την καθιέρωση του.
Σε κάθε περίπτωση, ο Καλδέλλης κάνει αυτό που ζητάμε από έναν σοβαρό ιστορικό και όχι από ένα θεολόγο ή πολιτικό φιλόσοφο. Μας αποκωδικοποιεί, μας «γειώνει» και μας βάζει το πλαίσιο στα γεγονότα και στα γραπτά (εκκλησιαστικά και μη) της εποχής, κάποια από τα οποία είναι εξαιρετικά στρατευμένα ή τουλάχιστον προκατειλημμένα. Το συγκεκριμένο βιβλίο του Καλδέλλη έχει δεχθεί κριτικές ως προς την έκταση που καταλαμβάνει η εκκλησιαστική ιστορία. Προσωπικά διαφωνώ με αυτές τις κριτικές. Αναπόφευκτα, μια ολοκληρωμένη ματιά της «βυζαντινής» ιστορίας περιλαμβάνει και ένα μεγάλο τμήμα της συνολική χριστιανικής πορείας με τα φίλτρα της ιστορικής επιστήμης αλλά και την προσωπική ματιά του ιστορικού. Το να θέλει να καταλάβει κάποιος τη Ρωμανία, παρακάμπτοντας τον Χριστιανισμό είναι σαν να θέλει να καταλάβει την ΕΣΣΔ, αγνοώντας τον σοσιαλισμό ή τις ΗΠΑ, αποφεύγοντας τον φιλελευθερισμό.
Βέβαια ο Χριστιανισμός ήταν μια μόνο από τις συνιστώσες της ρωμαιό-βυζαντινής εμπειρίας. Οι άλλες δύο ήταν η κλασική ελληνική παιδεία και η συνείδηση του ρωμαϊκού res publica (στη «βυζαντινή» του - εκχριστιανισμένη- εκδοχή). Εμείς σήμερα τα ξεχωρίζουμε, χαρακτηρίζοντας το «Βυζάντιο» θεοκρατικό ή μη, περισσότερο ή λιγότερο ελληνικό, δεσποτικό ή φεουδαρχικό κτλ. Ωστόσο οι Ρωμιοί δεν έκαναν αυτούς του διαχωρισμούς. Γι’ αυτούς, Ρωμαίος («Βυζαντινός») ήταν αυτός που είχε γεννηθεί μέσα στο κράτος εκείνο, μίλαγε οπωσδήποτε ελληνικά (από κάποια στιγμή και μετά, μόνο ελληνικά), ήταν Χριστιανός (από κάποια στιγμή και μετά, μόνο Ορθόδοξος) και παρέμενε πιστός στην Κωνσταντινούπολη. Για τον Καλδέλλη αυτή η ταυτότητα ήταν μια συνείδηση που διαπερνούσε κάθετα και οριζόντια την «βυζαντινή» κοινωνία και φρόντιζε το ίδιο το κράτος να φτάνει μέχρι τους ακριτικούς πληθυσμούς (ειδικά σε αυτούς), ώσπου όταν χάθηκε η επικοινωνία αυτή, το κράτος άρχισε να συρρικνώνεται δραματικά.
Κατά συνέπεια, ο αναγνώστης του βιβλίου θα εκπλαγεί με την εμμονή των Ρωμαίων («βυζαντινών») να «κρεμάνε κουδούνια» και παρατσούκλια, ειδικά τοπικιστικά ή εθνοτικά. Για τον συγγραφέα, η μεσαιωνική ρωμαϊκή κοινωνία δεν ήταν πολυπολιτισμική και αυτό φαίνεται μέσα από τις εθνοτικές, θρησκευτικές, τοπικιστικές και γλωσσικές της προκαταλήψεις (σε σημείο ρατσιστικό για τα σημερινά δεδομένα) ή από τον ίδιο τον ρωμαϊκό νόμο. Ένας Ρωμαίος («Βυζαντινός») καταλάβαινε τη διαφορά του από έναν Αρμένιο, έναν Γότθο, έναν Σλάβο, έναν Βούλγαρο, έναν Πέρση, έναν Τούρκο, έναν Αλβανό ή έναν Φράγκο, αν και αρχικά μπορεί να αργούσε να ταυτοποιήσει κάποιους από αυτούς (π.χ αρχικά οι Άραβες θεωρήθηκαν Σαρακηνοί και το Ισλάμ μια εκδοχή Μονοφυσιτισμού). Αυτό έγινε πιο έντονο, όταν η αυτοκρατορία επεκτάθηκε τόσο ώστε να συμπεριλάβει πολλούς «ξένους», κάποιοι από τους οποίους ρωμαιοποιήθηκαν είτε αναγκαστικά είτε μέσω μιας πολύ εκλεπτυσμένης πολιτικής με εργαλεία την παιδεία και τη θρησκεία και συνεκτικό παράγοντα τη γλώσσα. Ωστόσο ο προσηλυτισμός και η γλώσσα αργούσαν να άρουν το «βυζαντινό» αλλαζονικό αίσθημα πολιτισμικής ανωτερότητας και ιστορικής συνέχειας. Η ρωμαϊκή («βυζαντινή») ταυτότητα συμπληρωνότανε από την ένδυση και τις καθημερινές συνήθειες. Και ήταν αυτή η ταυτότητα που κράτησε τη «ρωμιοσύνη» ζωντανή μετά το 1204 και τον διαμοιρασμό των εδαφών της αυτοκρατορίας μεταξύ λατινικών φέουδων, μουσουλμανικών χαλιφάτων και ρωμαϊκών Δεσποτάτων.
Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204 κατά την Δ΄ Σταυροφορία, για τον Καλδέλλη δεν προέκυψε συγκυριακά. Ήταν αποτέλεσμα ενός περιβάλλοντος που είχε προετοιμαστεί πολιτικοθρησκευτικά και σήμανε την έναρξη της δυτικοευρωπαϊκής αποικιοκρατικής πολιτικής. Ήταν όμως και συνέπεια των αλλαγών στη φύση των εσωτερικών δομών της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Η Κωνσταντινούπολη αποξενώθηκε από την περιφέρεια της, χάνοντας την ευελιξία και την προσαρμοστικότητα της, όταν επικράτησε η οικογενειοκρατία. Οι γεωγραφικές ανισότητες που προκλήθηκαν έκαναν την Αυτοκρατορία ακόμα πιο ευάλωτη, όταν στο θρόνο ανέβαιναν αδύναμοι ηγέτες. Για τον Καλδέλλη, παραδόξως οι Ρωμαίοι έγιναν ξανά ανθεκτικοί μετά το 1204 ακριβώς επειδή ήταν κατακερματισμένοι και αποκεντρωμένοι. Ωστόσο, εάν το δούμε διαφορετικά μπορούμε να υποθέσουμε με σχετική ασφάλεια ότι η επανάκτηση της Πόλης το 1261 οφείλεται στο ότι η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν ήταν αυτοκρατορία.
Το βιβλίο αναδεικνύει ότι το «Βυζαντινό» κράτος είχε χαρακτηριστικά που έμοιαζαν περισσότερο στα σύγχρονα εθνικά κράτη παρά στις παραδοσιακές αυτοκρατορίες, ενώ μέσα από τις περιγραφές του, χτίζεται (πιθανόν άθελα του) το προφίλ ενός αρχαιοελληνικού τύπου (αντ)αγωνιστικού πνεύματος ανάμεσα σε θεσμούς, τοπικισμούς, ομάδες ανθρώπων κτλ, που ευνοούσε την ανάπτυξη ενός πιο «φιλελεύθερου» περιβάλλοντος ή οδηγούσε σε αυτοκαταστροφικές επιλογές, όταν ανατρέπονταν οι ισορροπίες δυνάμεων για καιρό. Ο Καλδέλλης σκιαγραφεί το «Βυζάντιο» ως μια ανεξάντλητη δυναμική κατάσταση που στη δίνη της ρουφούσε τους πάντες. Όμως στο κέντρο των αντίρροπων δυνάμεων του, διέθετε έναν εξαιρετικά ανεπτυγμένο συναινετικό ιδεολογικό (πολιτικό-θρησκευτικό) άξονα με στόχο το κοινό καλό (μαζί με τα ιδιωτικά συμφέροντα). Και ο «σωτήρας», ως άλλος Ιησούς, δεν είχε πολλές επιλογές.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα του αυτοκράτορα Ρωμανού Γ’, στον οποίο δόθηκε η επιλογή είτε να χωρίσει τη γυναίκα του και να παντρευτεί μια από τις πριγκίπισσες, ανεβαίνοντας στον θρόνο είτε να τυφλωθεί και να εξοριστεί. Παρομοίως, ήταν ανήκουστη η άρνηση του στρατηγού Βελισάριου (που ήταν ύποπτος πραξικοπήματος) να διαδεχτεί τον Ιουστινιανό Α΄, εάν ο αυτοκράτορας πέθαινε από την Πανώλη. Ελλείψει ρητού (π.χ. κληρονομικού) μηχανισμού διαδοχής, η οποία βασιζόταν στη δημοφιλία και στο παρασκήνιο, οι επιτυχίες, ειδικά στον στρατιωτικό τομέα, ανέβαζαν το θερμόμετρο της καχυποψίας του παλατιού για ενδεχόμενο πραξικόπημα με αποτέλεσμα συχνά να λαμβάνονται «προληπτικά» μέτρα κατά οποιουδήποτε υπόπτου (συνήθως φυλάκιση ή εξορία με ή χωρίς τύφλωση) και του κύκλου του (π.χ. σύζυγοι και κόρες κλείνονταν σε μοναστήρια). Από την άλλη, δεν ήταν σπάνια τα αναγκαστικά («αμυντικά») πραξικοπήματα από τα δυνητικά «θύματα» και τον κύκλος τους, ως μοναδική επιλογή για επιβίωση κοινωνική, πολιτική και πολλές φορές βιολογική. Η υπεράσπιση των συμφερόντων δημόσιου, ιδιωτών και ομάδων παράλληλα, με πολλούς παίχτες ταυτόχρονα, ειδικά σε περιπτώσεις ανάγκης, μπορούσε να πάρει (και κάποιες φορές όντως έπαιρνε) σχιζοφρενικές μορφές με καρατομήσεις ικανών στελεχών ή με την ανάκληση από εξορίες και φυλακές ακόμα και πρώην πραξικοπηματιών (εάν ήταν ανάγκη ακόμα και τυφλωμένων) για να αναλάβουν ηγετικούς ρόλους.
Ωστόσο, ο Καλδέλλης στέκεται απέναντι στην καθιερωμένη ιστόρηση που ψάχνει να ανιχνεύσει τα βαθύτερα αίτια της «βυζαντινής παρακμής» αποκλειστικά στην ηθική και στην κοινωνία εκείνου του κράτους. Πρακτικά και σχεδόν κυνικά, αποδίδει το μεγαλύτερο μερίδιο της ευθύνης της πτώσης σε αυτούς που τους ανήκει· δηλαδή στους «θύτες» και όχι στο «θύμα».
Τι προσφέρει ο Καλδέλλης με αυτό το ογκώδες βιβλίο; Μια νέα προσέγγιση και κατανόηση της μεσαιωνικής ρωμαϊκής κοινωνίας, του κράτους και της ιστορίας τους. Αντιμετωπίζει επιστημονικά, αναλυτικά και πρακτικά παρωχημένες ιδέες, ιδεοληψίες και εικασίες, αναφέροντας μας και αξιολογώντας τις πηγές. Μας παρέχει γεγονότα και λεπτομέρειες που είτε έχουν διαφύγει της προσοχής μας είτε θα πρέπει να επανεξετάσουμε. Εντέλει μας ορίζει ρητά την εθνική, πολιτική και ιδεολογική φύση των Ρωμιών.
Το The New Roman Empire: A History of Byzantium προσφέρει με κατανοητό, ευανάγνωστο και απολαυστικό τρόπο ό,τι θα πρέπει να γνωρίζει ο σημερινός αναγνώστης για την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και τις γύρω από αυτό εθνοτικές, θρησκευτικές και πολιτικές οντότητες που τότε ξεκινούσαν να προσδιορίζονται. Παρότι πολυσέλιδο, το βιβλίο είναι εξαιρετικά οργανωμένο, ώστε να ανατρέχει κάποιος εύκολα σε περιόδους, πρόσωπα ή θέματα. Ίσως πρόκειται για το βιβλίο αναφοράς των επόμενων δεκαετιών όσο αφορά στην ιστορία της Ρωμανίας. Αλλά αυτό μέλλει να το πουν οι ιστορικοί και οι αναγνώστες του μέλλοντος. Εύχομαι ειλικρινά να μεταφραστεί κάποια στιγμή και στα ελληνικά.
ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:
A major new history of the eastern Roman Empire, from Constantine to 1453.
In recent decades, the study of the Eastern Roman Empire, also known as Byzantium, has been revolutionized by new approaches and more sophisticated models for how its society and state operated. No longer looked upon as a pale facsimile of classical Rome, Byzantium is now considered a vigorous state of its own, inheritor of many of Rome's features, and a vital node in the first truly globalized world.
The New Roman Empire is the first full, single-author history of the eastern Roman empire to appear in over a generation. Covering political and military history as well as all the major changes in religion, society, demography, and economy, Anthony Kaldellis's volume is divided into ten chronological sections which begin with the foundation of Constantinople in 324 AD and end with the fall of the empire to the Ottoman Turks in the fifteenth century. The book incorporates new findings, explains recent interpretive models, and presents well-known historical characters and events in a new light.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
NY, USA, 2024
