ΚΕΝΤΟ

Το κέντο (剣道), "ο δρόμος του ξίφους" συγκαταλέγεται ανάμεσα στις πιο δημοφιλείς και εντυπωσιακές σύγχρονες πολεμικές τέχνες της Ιαπωνίας. Με προέλευση από την κλασσική ιαπωνική ξιφομαχίας (κεντζούτσου), το κέντο χρησιμοποιεί ξίφη απο μπαμπού (σινάι) και προστατευτική πανοπλία (μπογκου), συνδυάζοντας τις φιλοσοφικές αρετές του μπούντο με την φυσική άσκηση.

Το ιαπωνικό ξίφος που προέκυψε στα μέσα του 11ου αιώνα είχε μια ελαφρώς τοξωτή λεπίδα (σινόγκι),ενώ το αρχικό του μοντέλο χρησημοποιούταν στις μάχες του ιππικού κατά τη διάρκεια του 9ου αιώνα. Μέχρι το τέλος της περιόδου Καμακούρα το αρχικό σχέδιο αντικαταστάθηκε από ένα μικρότερο ξίφος, την κατάνα. Η κατάνα επέφερε και την πραγματική χρήση του ξίφους ως όπλο για το πεζικό, ενω απο τον 15ο αιώνα ξεκινά η συστηματική άσκηση στην ιαπωνική ξιφούλκηση (κεντζούτσου).

Μετά το Πόλεμο Όνιν κατά το δεύτερο μισό της περιόδου Μουρομάτσι (1392-1573), η Ιαπωνία ενεπλάκη σε μια σειρά μακροχρόνιων εμφύλιων πολέμων, που είχε ως αποτέλεσμα τον σχηματισμό πολλών συστημάτων κεντζούτσου, όπως η Σινκάγκε-ρίου και η Ιτο-ρίου. 

Το 1543, τα πυροβόλα όπλα έφτασαν στην Τανεγκασίμα (νησί που βρίσκεται στη νότια άκρη της Ιαπωνίας), αλλάζοντας σιγά-σιγά την στρατηγική στα πεδία των μαχών. Η σχετικά ειρηνική περίοδος Έντο (1603-1867) σε συνδοιασμό με την πολιτιστική άνθιση μετουσίωσαν τις τεχνικές του κεν (το ιαπωνικό σπαθί) από τις τεχνικές θανάτωσης ανθρώπων σε μέθοδο ανάπτυξης του ατόμου μέσα από έννοιες όπως το κατσούνιν-κεν, που περιελάμβανε όχι μόνο θεωρίες για πρακτική ξιφομαχία, αλλά και ηθικές έννοιες. Αυτές οι ιδέες αποτυπώθηκαν σε βιβλία όπως Το Ζωογόνος Ξίφος του Γιάγκιου Μουνενόρι, Ο Απελευθερωμένος Νους του ιερέα Τάκουαν Σόχο και το Το Βιβλίο των Πέντε Κύκλων του Μιγιαμότο Μουσάσι.

Η εισαγωγή των σινάι (ξύλινες ρεπλίκες ξίφους) και των μπογκου (θώρακας) στην εξάσκηση του κεντζούτσου συνέβη κατά τη διάρκεια της εποχής Σοτόκου (1711-1715) και αποδίδεται στον Ναγκανούμα Σιροζάεμον Κουνισάτο (1688 – 1767), 8ο επικεφαλής της κλασσικής σχολής ξίφους Κάσιμα Σίντεν Τζικισινκάγκε-ρίου. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια της περιόδου Χορέκι (1751-1764), ο Νακανίσι Τσούζο Κοτάκα, γιος του ιδρυτή της Νακανίσι-χα Ίτο-ρίου εισήγαγε στην άσκηση το σιδερένιο μεν (κάλυμμα κεφαλής) και τα Κέντο-γκου κατασκευασμένα από μπαμπού, τα οποία έγιναν δημοφιλή μεταξύ πολλών σχολών σε σύντομο χρονικό διάστημα. Την περίοδο Κανσέι (1789-1801), έγιναν δημοφιλείς οι αγώνες μεταξύ των διαφόρων σχολών και πολλοί σαμουράι ταξίδευαν πέρα από την επαρχία τους σε αναζήτηση δυνατότερων αντιπάλων για να βελτιώσουν τις δεξιότητες τους.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, νέα είδη εξοπλισμού παρήχθησαν όπως τα Itsuwari Shinai που ήταν πιο ελαστικά και ανθεκτικά από ότι τα Fukuro Shinai και τα οποία τα αντικατέστησαν. Επίσης εισήχθη το ντο (θώρακας) ενισχυμένο από δέρμα και επικαλυμμένο με λάκα. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τρία ντότζο έγιναν γνωστά ως τα 'Τρία Μεγάλά Ντότζο του Έντο', το Γκένμπουκαν του Σουσάκου Τσίμπα (1793 - 1856), το Ρενπέικαν του Γιακούρο Σαϊτο (4ος επικεφαλής της Σίντο Μούνεν-ρίου) και το Σίγκακαν του Μομόι Σούνζο (Κιόσιν Μεϊτσι-ρίου). 

Ο ιδρυτής της Χοκουσιν Ίτο-ριου, Σουσάκου Τσίμπα ήταν αυτός που θεωρείται ως ο εισηγητής των γκεκικεν (μονομαχίες πλήρους επαφής με σινάι και μπόγκου) τη δεκαετία του 1820, ενώ θέσπισε τις '68 Τεχνικές του Κεντζούτσου', συστηματοποιώντας τις τεχνικές άσκησης με ξίφος απο μπαμπού. Κάποιες τεχνικές του σημερινού κέντο φέρουν ακόμα τα ονόματα που τους απέδωσε ο ίδιος (π.χ. οϊκόμι-μεν, σουριάγκι-μεν κ.α). 

Με την Παλινόρθωση Μεϊτζί, ο Κενκίτσι Σακακιμπάρα (1830 - 1894), 14ος επικεφαλής της Τζικισινκάγκε εμπορευματοποίησε τα γκεκικεν. Ήταν η εποχή που διαλύθηκε η ελίτ τάξη των μπούσι και απαγορεύτηκε η δημόσια φορά των ντάισο (δύο ξίφη), που υπήρξε σύμβολο της τάξης των ευγενών-πολεμιστών για πολλούς αιώνες. Έτσι πολλοί επαγγελματίες πολεμιστές έμειναν άνεργοι. Ωστόσο η Μάχη Σέιναν (Επανάσταση της Σατσούμα), το 1877 ανέκαμψε την άσκηση στο κεντζούτσου.

Το 1829 ιδρύθηκε το Dai Nippon Butoku Kai ως το εθνικό όργανο για την προώθηση των πολεμικών τεχνών συμπεριλαμβανομένου και του κεντζούτσου. Στα 1912 ιδρύθηκε το Dai-Nippon Teikoku Kendo Kata (αργότερα μετονομάστηκε σε Nippon Kendo Kata) χρησιμοποιώντας επίσημα τη λέξη 'Κέντο'. Η ίδρυση του Kendo Kata είχε ως στόχο την ενοποίηση των πολλών σχολών κεντζούτσου, την διατήρηση των τεχνικών και του πνεύματος του ιαπωνικού ξίφους, καθώς και την αντιμετώπιση της ακατάλληλης εφαρμογής τεχνικών, που είχε προκληθεί από την άσκηση στο σινάι και όχι στο ξίφος. 

Το κέντο απαγορεύτηκε το 1946 από τις δυνάμεις κατοχής μετά την ήττα της Ιαπωνίας στο Πόλεμο του Ειρηνικού (Β' Παγκόσμιος Πόλεμος), για να επιστρέψει το 1950 αρχικά ως σινάι κιόγκι (αγώνες σινάι) και στη συνέχεια, το 1952, ως κέντο με την ίδρυση της Πανιαπωνικής Ομοσπονδίας Κέντο ( Zen Nihon Kendo Renmei - ZNKR). Το 1970 ιδρύθηκε η Διεθνής Ομοσπονδία Κέντο με σκοπό να προωθήσει και να διαδώσει το κέντο, το ιάιντο και το τζόντο. Στην Ελλάδα το κέντο καλλιεργείται υπό την σκέπη της Ελληνικής Ομοσπονδία Κέντο Ιάιντο Ναγκινάτα.

Η κεντρική ιδέα του κέντο είναι να πειθαρχήσει τον ανθρώπινο χαρακτήρα μέσα από την εφαρμογή των αρχών του Ιαπωνικού ξίφους (κατάνα), ενώ ο σκοπός της άσκησης σε αυτό είναι η διαμόρφωση του νου και του σώματος, η καλλιέργεια ενός ζωντανού πνεύματος, και μέσω της σωστής και αυστηρής εκπαίδευσης, η βελτίωση της τεχνικής του, η ανάπτυξη της ανθρώπινης ευγένειας και τιμής, η ειλικρίνεια στις σχέσεις με τους άλλους, η συνεισφορά στην ανάπτυξη του πολιτισμού και η προώθηση της ειρήνης και της ευημερίας μεταξύ όλων των λαών.

Το κέντο είναι «τρόπος ζωής», που οι διαδοχικές γενιές μαθαίνουν μαζί. Ο πρωταρχικός στόχος του είναι να ενθαρρύνει τον ασκούμενο να ανακαλύψει και να καθορίσει το δρόμο του στη ζωή μέσω της άσκησης στις τεχνικές του. Έτσι, ο ασκούμενος θα είναι σε θέση να αναπτύξει μια ευρεία προοπτική για τη ζωή και θα είναι σε θέση να θέσει την κουλτούρα του κέντο στην πράξη, επωφελούμενος έτσι από την αξία της στην καθημερινή ζωή του.