Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ


Ποιο είναι το πρώτο πράγμα που μας έρχεται στο μυαλό για την ιστορία της Ιαπωνίας; Οι λεγόμενοι σαμουράι και η ένδοξη πολεμική τους παράδοση! Ποια είναι η εντύπωση μας για τους βίκινγκ; Άγριοι πολεμιστές! Ποια είναι η εικόνα που έχουμε για τους αρχαίους Έλληνες (με το «αρχαίο» εδώ δεν αναφέρομαι μόνο στο παραδοσιακό χρονολογικό πλαίσιο της αρχαϊκής εποχής); Η δημοκρατία και η φιλοσοφία! Αυτό που ξεχνάμε συχνά είναι ότι πολλοί αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, πολιτικοί, ιστορικοί και καλλιτέχνες, όπως ο Αρχίλοχος, ο Τυρταίος, ο Θεμιστοκλής, ο Αριστείδης, ο Σοφοκλής, ο Περικλής, ο Σωκράτης, ο Θουκυδίδης, ο Αλκιβιάδης, ο Ξενοφών, ο Δημοσθένης κ.α., πολέμησαν σε πραγματικούς πολέμους. 

Ο πόλεμος αναφέρεται συχνά ως θεμελιώδες δομικό στοιχείο της κουλτούρας των αρχαίων Ελλήνων. Αυτή η “πολεμική κουλτούρα”, στην συνέχεια, θεσμοθετήθηκε από τους Ρωμαίους, ενώ ως θεσμός πια, εντάχθηκε σε αυτό που ονομάστηκε Υψηλή Στρατηγική, μαζί με την διπλωματία και την κατασκοπεία, των Βυζαντινών και η οποία σε κάποια μορφή επιβιώνει μέσω των σύγχρονων κρατών της Ελλάδας και της Τουρκίας. 

Με τον όρο κουλτούρα, αναφέρομαι στον “τρόπο ζωής” μιας ομάδας ανθρώπων, που σημαίνει, γενικά, τον τρόπο που σκέφτονταν και έπρατταν.


Γιατί όμως, ενώ ξέρουμε πολλά για τους σαμουράι, γνωρίζουμε ελάχιστα για την πολεμική παράδοση των Ελλήνων, η οποία μάλιστα, για αρκετούς μελετητές αποτέλεσε σημαντικό παράγοντα στην εξέλιξη ολόκληρου του Ελληνικού πολιτισμού - ο οποίος επηρέασε τον Δυτικό κόσμο - ενώ παράλληλα υπήρξε, επίσης για αρκετούς ιστορικούς, η ουσιαστική απαρχή της Δυτικής πολεμικής κουλτούρας, με όλα τα καλά και τα δεινά που επέφερε στον κόσμο;

Η εξήγηση είναι σχετικά απλή: η Δυτική στρατιωτική μελέτη έχει μια μακρά και ξεχωριστή ιστορία, ξεκινώντας από τους ίδιους τους Έλληνες. Κείμενα από τον 4ο αιώνα π.Χ., όπως ο Ιππαρχικός του Ξενοφώντος, μια πραγματεία προς τους επικεφαλής των ιππέων, με οδηγίες για τον τρόπο προετοιμασίας και εκπαίδευσης, καθώς και με συμβουλές για την αντιμετώπιση συγκεκριμένων καταστάσεων ή τα Περί των στρατηγικών υπομνήματα του Αινεία του Τακτικού, πιθανότατα προορίζονταν ως πρακτικοί οδηγοί για υψηλόβαθμους στρατιωτικούς. Αυτά τα έργα, όντας “στεγνά” στρατιωτικά εγχειρίδια, δεν άνηκαν - όπως συνέβη με τα αρχαία μη-δυτικά στρατιωτικά εγχειρίδια - σε ευρύτερα θρησκευτικά, πολιτικά και διανοητικά πλαίσια και έτσι δεν εγκαθίδρυσαν μια συνεχή παρουσία στην συνείδηση του απλού κόσμου. Με άλλα λόγια δεν έχουν να δώσουν και πολλά στον σύγχρονο καθημερινό άνθρωπο.


Ο Αινείας ο Τακτικός υπήρξε ο συγγραφέας της παλαιότερης ελληνικής στρατιωτικής πραγματείας. Στην πραγματικότητα λίγα είναι γνωστά για τον ίδιο, ωστόσο το έργο του χρονολογείται γύρω στην δεκαετία του 350 π.Χ. Στο Περὶ τοῦ πῶς χρὴ πολιορκουμένους ἀντέχειν, στο μόνο έργο του που διασώζεται, ο Αινείας παρέχει πρακτικές συστάσεις για την άμυνα ενάντια σε πολιορκία. Αυτές περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, την επιλογή και τοποθέτηση στρατευμάτων, τη διατήρηση του ηθικού του πληθυσμού, την αποτροπή επαναστάσεων ή προδοσίας, αιφνιδιαστικές επιθέσεις, την προστασία των τειχών και των πυλών και την ανίχνευση ή αποστολή μυστικών μηνυμάτων:

1.Παραδιδόντα δὲ συνθήματα δεῖ προνοεῖν, ἐὰν τύχῃ τὸ στράτευμα μιγάδες ὄντες ἀπὸ πόλεων ἢ ἐθνῶν, ὅπως μή, ἂν παρέχῃ τὸ ἓν εἶδος δύο ὀνόματα, ἀμφιβόλως παραδοθήσεται, οἷον τάδε, Διόσκουροι Τυνδαρίδαι, περὶ ἑνὸς εἴδεος δύο ὀνόματα οὐ τὰ αὐτά: 2. καὶ ἄλλοτε δὲ Ἄρης Ἐνυάλιος, Ἀθηνᾶ Παλλάς, ξίφος ἐγχειρίδιον, λαμπὰς φῶς, καὶ ἄλλα ὁμότροπα τούτοις, ἅπερ δυσμνημόνευτά ἐστιν παρὰ τὰ νομιζόμενα ἑκάστῳ ἔθνει τῶν ἀνθρώπων καὶ βλάβην φέρει, ἐὰν κατὰ γλῶσσάν τις παραγγέλλῃ μᾶλλον ἢ κοινόν τι ἅπασιν. 3. ἐν μιγάσι δ̓ οὖν ξένοις οὐ δεῖ τὰ τοιαῦτα παραγγέλλειν, οὐδὲ ἐν ἔθνεσι συμμάχοις. 

 

Κατά τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους, η στρατιωτική μελέτη έγινε πιο ακαδημαϊκή, θεωρητική και επιστημονική. Η αρχαία και κλασική φιλοσοφία, παρότι παραδέχτηκε τόσο την πανταχού παρουσία του πολέμου όσο και την αναπόφευκτη ύπαρξη του, δεν εξειδίκευσε και δεν τον ανέλυσε συστηματικά. Αυτό το κενό μάλλον εξηγεί και την απουσία μιας γραπτής κληρονομιάς στη μεταγενέστερη δυτική κουλτούρα. Παράλληλα, δεδομένου των τραγωδιών που επέφεραν οι συρράξεις κατά τον 20ο αιώνα και του Ψυχρού Πολέμου, ο Δυτικός κόσμος στράφηκε ενάντια σε κάθε τι στρατιωτικό, μιλιταριστικό και εθνικιστικό. 


Σε αυτόν το διψασμένο κόσμο για ειρήνη, ρόλο έπαιξε και η διάδοση των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών στην Δύση. Η εμμονή των Ιαπώνων να καταγράφουν τα πάντα, το σχετικά απομονωμένο, τόσο γεωγραφικά όσο και κοινωνικά -ως ένα βαθμό - περιβάλλον της Ιαπωνίας, το μιλιταριστικό της σύστημα που διακυβέρνησε για πολλά χρόνια, ο “οικογενειακός” και κληρονομικός χαρακτήρας της κάθε πολεμικής τέχνης, ο εκδημοκρατισμός και το μεταπολεμικό οικονομικό “θαύμα” της χώρας και η συστηματική εξαγωγή μιας εξωτικής πολεμικής εικόνας ως φιλειρηνικές τέχνες, είχε ως αποτέλεσμα την διάδοση του μπούντο (των ιαπωνικών πολεμικών τεχνών) σε ολόκληρο τον κόσμο. 


Ήταν όμως οι αρχαίες ελληνικές κοινωνίες μιλιταριστικές; Οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις πρωταγωνιστούν στη λογοτεχνία της ελληνικής αρχαιότητας από την εποχή του Ομήρου. Ωστόσο, στην ελληνική κουλτούρα, ο πόλεμος δεν δοξάστηκε και οι αρχαίοι τον αντιμετώπιζαν πάντα με μια κριτική ματιά.


Στις μιλιταριστικές κοινωνίες, οι στρατιωτικοί θεσμοί καθορίζουν την πολιτική ζωή. Αντίθετα στις μη-μιλιταριστικές κοινωνίες, συμβαίνει το αντίστροφο: το πολιτικό μοντέλο είναι κυρίαρχο, και αναπαράγεται από τις στρατιωτικές δομές. Στην αρχαία Ελλάδα, ακόμα και η κοινωνία των Σπαρτιατών, παρά την σημερινή βιαστική ματιά, δύσκολα χαρακτηρίζεται ως μιλιταριστική. Βίαιη, με τα σημερινά δεδομένα, ναι. Ξενοβική σίγουρα, ενδεχομένως λόγω της εξάρτησης της σπαρτιατικής κοινωνίας από του είλωτες. Όμως τα πάρα πολλά αφιερώματα στον ναό της Ορθίας Αρτέμιδος - η λατρεία της οποίας συνδέθηκε με το κοινωνικό σύστημα της Σπάρτης - δεν δείχνουν ιδιαίτερη εμμονή στην πόλεμο per se. Με άλλα λόγια η στρατιωτική κουλτούρα και των Σπαρτιατών ήταν έκφραση των πολιτικών θεσμών τους και όχι το αντίθετο, έτσι ώστε να χαρακτηριστεί η κοινωνία τους κατ’ ουσίαν μιλιταριστική.


Με την άνοδο της πόλις στην αρχαία Ελλάδα, οι Έλληνες απέδωσαν στα αστικά τους κέντρα πρωτόγνωρες διαστάσεις, πέραν της γεωγραφικής τοποθεσίας που υπήρχε η κεντρική αρχή ή ο ναός της κεντρικής θεότητας. Αυτό που έκανε την ελληνική πολιτεία ξεχωριστή ήταν η φύση της ως η συλλογή ιδεών και ανθρώπων. Έτσι, οι επιγραφές που υπάρχουν, δεν αναφέρονται σε έναν τόπο με κτίρια, αλλά σε έναν λαό και σε μια πολιτική οντότητα με θεσμούς και νόμους: "η συνέλευση των Αθηναίων…“ ή το" σύνταγμα των Σπαρτιατών…


«Άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί», είπε ο Αθηναίος στρατηγός Νικίας κατά την Σικελική εκστρατεία. Δηλαδή, η πόλη είναι οι άνδρες της και όχι τα τείχη, ούτε τα πλοία χωρίς τους άνδρες. Αυτή η ιδέα προερχόταν από τους παλαιότερους χρόνους και δεν αντιπροσώπευε μόνο τους Αθηναίους, αλλά δείχνει με τον πιο θεαματικό τρόπο ότι οι ελληνικοί στρατοί έτειναν να λειτουργούν ως μίνι πολιτικές οντότητες. Έτσι, όταν οι διοικητές των Ελλήνων, σκοτώθηκαν κατά την κάθοδο των μυρίων, ο στρατός συγκεντρώθηκε και εξέλεξε νέους διοικητές. Από εκεί και πέρα, οι μύριοι λάμβαναν τις αποφάσεις τους με μεθόδους ψηφοφορίας και όχι ιεραρχικά.

Τα ερωτήματα που προκύπτουν εδώ είναι, εάν η πειθαρχία και η ιεραρχία ήταν χαλαρές. Και εάν ήταν, πώς λειτουργούσαν τα ελληνικά, και ειδικά τα αθηναϊκά, στρατεύματα; Η απάντηση είναι συνθέτη και έχει να κάνει με την πολεμική κουλτούρα στην Ελλάδα, ανεξαρτήτως των τοπικών διαφορών.


Η σύγκρουση - κοινωνική, πολιτική, διανοητική και στρατιωτική - ήταν μια ενδημική πτυχή της ελληνικής ζωής. Αυτό προέκυψε εν μέρει από τον αγωνιστικό ή ανταγωνιστικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας. Ακόμα μέχρι και σήμερα λέμε, ότι από την αρχαιότητα, οι Έλληνες δεν “μονιάζουν” ποτέ, παρά μόνο στο κίνδυνο εξωτερικής απειλής. Ίσως αυτή η νοοτροπία να εξηγείται καλύτερα από το αγωνιστικό πνεύμα, όπως περιγράφηκε από τον Γιάκομπ Μπούρκχαρντ, με τον πόλεμο να είναι η πιο ακραία εκδήλωση αυτού. 

Το αγωνιστικό πνεύμα, μερικές φορές, θεωρείται ότι απορρέει από τους κανόνες της αμοιβαιότητας - τον άγραφο ελληνικό κανόνα για υποστήριξη συγγενών και φίλων, εν γνώση ότι ενδεχομένως να μη έχουν έχουν δίκιο κάποιες φορές. 

Το αγωνιστικό πνεύμα είναι κομμάτι της ελληνικής νοοτροπίας, από τη μάχη των συναισθημάτων μέσα στην πλατωνική ψυχή μέχρι την «φυσική» αντίθεση που ο Αριστοτέλης θέτει μεταξύ άνδρα - γυναίκας και σκλάβου - ελεύθερου. 


Όμως ακόμα και μέσα στην πόλη-κράτος, η διατήρηση μιας ισορροπημένης έντασης δεν ήταν απειλή αλλά κινητήρια δύναμη. Χαρακτηριστική είναι η έννοια της στάσης για τον εμφύλιο πόλεμο, η οποία φέρει περισσότερο την έννοια του αδιέξοδου και λιγότερο της δραματικής σύγκρουσης. Ταυτόχρονα, η ουδετερότητα αντιμετωπιζόταν με καχυποψία, ενώ ο Θουκυδίδης ανέφερε χαρακτηριστικά “τόν τε μηδὲν τῶνδε μετέχοντα οὐκ ἀπράγμονα, ἀλλ᾽ ἀχρεῖον νομίζομεν” που σημαίνει ότι όποιος δεν μετέχει ενεργά και με άποψη στα κοινά δεν είναι απράγμων ή φιλήσυχος, αλλά άχρηστος πολίτη. 


Το αγωνιστικό πνεύμα θεωρείται από πολλούς ως η πηγή για όλα όσα προσέφερε ο αρχαίος και κλασικός ελληνικός πολιτισμός, από τους ολυμπιακούς αγώνες έως την φιλοσοφία, όπου μέσω μιας “αντ-αγωνιστικής” διαδικασίας, φυσικής, διανοητικής κτλ., ερχόταν η ζύμωση και εντέλει η εξέλιξη και η πρόοδος. Η δημοκρατία και η εμμονή στην ελευθερία ήταν μια ακόμα έκφραση του αγωνιστικού πνεύματος, αφού χωρίς αυτά πραγματικό αγωνιστικό πνεύμα δεν μπορεί να υπάρξει. Ενδεχομένως κάπου εκεί βρίσκεται και η πηγή του ατομικισμού όπου παρά τα κακά του, αποτέλεσε την πηγή όλων των ανθρώπινων δικαιωμάτων και προσωπικών ελευθεριών στον Δυτικό κόσμο.


Δεν πρέπει να αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι το αγωνιστικό πνεύμα επεκτάθηκε και στις σχέσεις μεταξύ των πόλεων-κρατών. Η τιμή, το γόητρο και το κύρος ήταν αποτελέσματα αυτής της νοοτροπίας. Το γεγονός ότι υπάρχουν λίγες τεκμηριωμένες περιπτώσεις καταστροφής ελληνικών πόλεων κατά την αρχαϊκή εποχή, μαζί με την περίφημη τελετουργική (τουλάχιστον κατά τη σύγχρονη έννοια) φύση του πολέμου εκείνη την εποχή, φαίνεται να δείχνει ότι, μάλλον, ήταν η επιβεβαίωση του κύρους που έπαιζε μεγαλύτερο ρόλο, από την καταστροφή ενός αντιπάλου.

 

Όλα αυτά υπό το αγωνιστικό πνεύμα, με την αμοιβαιότητα, την ανδρεία, την αρετή και το γόητρο φαίνεται να ήταν ο συνεκτικός κρίκος μεταξύ των οπλιτών στην διαμόρφωση της περιβόητης φάλαγγας. Η γη, η θέση της και οι πόροι της ήταν ένα από τα κίνητρα των πολέμων στην αρχαία Ελλάδα, ωστόσο ο πατριωτισμός, το μίσος, ο θυμός και η επιθυμία για εκδίκηση αναφέρονται συχνά ως αιτίες πολέμου και αυτό δεν είναι κάτι που θα πρέπει να ξεχνούμε στα πλαίσια του ανταγωνισμού για κύρος και τιμή.  


Το κύρος και η τιμή είχαν να κάνουν και με την θέση που είχε το άτομο και κατ’ επέκταση η κοινότητα του. Λέγεται ότι ο λαός του Αιγίου, μια μικρή πόλη, ήταν τόσο υπερήφανος που όταν κατάλαβε, κάποια στιγμή, ένα μικρό εχθρικό πολεμικό πλοίο, ζήτησε αμέσως από το μαντείο των Δελφών να μάθει «Ποιος είναι ο καλύτερος των Ελλήνων;» Το μαντείο τους είπε ακριβώς ποιες περιοχές της Ελλάδας είχαν την καλύτερη γη, τα καλύτερα άλογα, τις ομορφότερες γυναίκες, τους πιο ανδρείους και κατέληξαν στο ότι: «Εσείς δεν είστε τρίτοι ή τέταρτοι. Δεν είστε καν δωδέκατοι.» Αληθινή ή όχι, η ιστορία απεικονίζει έντονα την εμμονή σε μια ιεραρχία κύρους και αριστείας. Από αυτό μπορούμε να υποθέσουμε ότι η ιεραρχία βάση της τιμής και του κύρους -μεταξύ άλλων- έκανε τους Έλληνες στρατιώτες να υπακούν τους ανωτέρους τους.


Αγωνιστικό πνεύμα

Ήταν ο Νίτσε και ο Μπούρκχαρντ, οι οποίοι ανακάλυψαν αρχικά την κεντρική θέση του αγωνιστικού πνεύματος στην αρχαία ελληνική κοινωνία, με τον δεύτερο να το προσεγγίζει συνολικά και συστηματικά. Στο βιβλίο του με τίτλο Athletics of Ancient World, ο καθηγητής E. Norman Gardiner επεσήμανε για τους αρχαίους Έλληνες: “Κανένας λαός δεν ήταν τόσο λάτρης του ανταγωνισμού.”


Παρόλο που υπήρχαν ορισμένοι τύποι αγώνων σε μη ελληνικούς πολιτισμούς, μόνο οι Έλληνες τους έβαλαν στο επίκεντρο της κοινωνικής τους ζωής, και έτσι σχηματίστηκε μια σειρά αγωνιστικών κανόνων, ενώ το αγωνιστικό πνεύμα διαπέρασε κάθε πτυχή της ζωής τους, επηρέασε την ελληνική σκέψη, τον τρόπο ζωής και το πολιτικό σύστημα. Το αγωνιστικό πνεύμα συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στους ρωμαϊκούς και δυτικούς πολιτισμούς στην συνέχεια.


Στην πραγματικότητα, οι αθλητικοί αγώνες ήταν μόνο μία μορφή του ελληνικού αγωνιστικού πνεύματος. Σε γενικές γραμμές, υπάρχουν δύο είδη αγώνων, ο ένας είναι ο φυσικός αγώνας, που περιλαμβάνει αθλητικά παιχνίδια, στρατιωτική εκπαίδευση και πόλεμο, ενώ ο άλλος είναι ο πνευματικός αγώνας, ο οποίος περιλαμβάνει την πολιτική την φιλοσοφική συζήτηση, τις δίκες, τους θεατρικούς αγώνες κ.τ.λ.


Κατά την Αρχαϊκή Εποχή (8ος - 6ος π.Χ αι.), δημιουργήθηκε η ελληνική πόλις. Την ίδια στιγμή, οι θεσμοί της μοναρχίας και της αριστοκρατίας βρισκόταν σε πτώση. Σε αυτήν την εποχή ιδρύθηκαν πανελλήνιοι αγώνες, ενώ πιο πριν οι αγώνες ήταν περισσότερο περιστασιακοί, παρά ένα συνηθισμένο συμβάν. Οι πανελλήνιοι αγώνες έδωσαν στους Έλληνες ένα ακόμη στοιχείο μια ενιαίας εθνικής ταυτότητας, την ώρα που δεν υπήρχε κάποια κεντρική κυβέρνηση στην Ελλάδα. Οι πανελλήνιοι αγώνες έγιναν ένας ακόμα ισχυρός δεσμός που ένωσε τους Έλληνες μαζί, ενώ έθεσε την γραμμή οριοθέτησης μεταξύ των Ελλήνων και των μη Ελλήνων.


Ο Βρετανός καθηγητής καθηγητής G.E.R. Lloyd ασχολήθηκε με την έρευνα της ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας για πολλά χρόνια. Διαπίστωσε ότι, σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς, η μελέτη της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα έχει μια πολύ έντονη τάση αμφισβήτησης. Με άλλα λόγια, κατακλειζόταν από το αγωνιστικό πνεύμα. Θεωρείται ότι η ελληνική φιλοσοφία ξεκίνησε απο την Μύλητο, και ο Lloyd ήρθε να επισημάνει ότι υπάρχουν δύο προφανή χαρακτηριστικά αυτής της σχολής σκέψης, που διαφέρουν από τις άλλες σχολές σκέψης: το ένα είναι η ανακάλυψη της φύσης και το άλλο είναι η λογική μέθοδος κριτικής και επιχειρηματολογίας. Μια νέα παράδοση ξεκίνησε από τη σχολή της Μιλήτου: όταν οι Έλληνες φιλόσοφοι διατυπώνουν τις απόψεις τους, πάντοτε αναφέρουν και επικρίνουν τη γνώμη άλλων. Στους Έλληνες όχι μόνο αρέσει να συζητούν, αλλά και είναι καλοί στη συζήτηση. Στην πραγματικότητα, αυτή η κατάσταση ενσωματώθηκε όχι μόνο στη φιλοσοφική μελέτη, αλλά και στους τομείς της πολιτικής και της δικηγορίας.


Αν και τα αθλητικά παιχνίδια και η φιλοσοφική μελέτη είναι διαφορετικές δραστηριότητες, το αγωνιστικό πνεύμα που ενσωματώνεται σε αυτές είναι πανομοιότυπο, με τουλάχιστον τρία κοινά χαρακτηριστικά: (1) Τόσο οι αθλητικοί αγώνες όσο και η φιλοσοφική αναζήτησή λάμβαναν χώρα σε δημόσιους χώρους της πόλης, με ανοιχτή συμμετοχή για όλους τους πολίτες. (2) Όταν διεξαγόταν κάποιος αθλητικός αγώνας ή φιλοσοφική συζήτηση, όλοι οι συμμετέχοντες ήταν ίσοι και το αποτέλεσμα ήταν ο μόνος παράγοντας που αποφάσιζε ποιος ήταν ο νικητής. (3) Το δίκαιο της διαδικασίας. Από τη μία πλευρά, έπρεπε να υπάρχει ένα σύνολο κανόνων που μπορούσαν να διασφαλίσουν τη δικαιοσύνη των αγώνων, ενώ από την άλλη πλευρά, έπρεπε να υπάρχει μια ουδέτερη δύναμη εκτός των δύο πλευρών για να κρίνει σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού (διαιτητές, κριτές ή θεατές).


Το ελληνικό αγωνιστικό πνεύμα επηρέασε επίσης και τον τρόπο και τη μέθοδο της επιστημονικής έρευνας. Στο Adversaries and Authorities, Investigations into Ancient Greek and Chinese Science (Cambridge University Press, 1996), ο καθηγητής Lloyd έκανε μια συγκριτική μελέτη του τρόπου επιστημονικής έρευνας μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και αρχαίας Κίνας από ιστορική σκοπιά. Τόνισε ότι, γενικά, στην Ελλάδα, οι ερευνητές είχαν συνηθίσει να καταλείγουν μέσω της συζήτησης, ενώ στην αρχαία Κίνα, οι στοχαστές είχαν την τάση να βασίζουν το συμπέρασμα τους σε αρχαίες αρχές.


Υπάρχουν δύο αξιοσημείωτες διαφορές στην επιστημονική και διανοητική έρευνα ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Κίνα, Ιαπωνία κτλ.:

Πρώτον, σε αντίθεση με την Ανατολή, οι φιλοσοφικές σχολές στην Ελλάδα ήταν πιο χαλαρές και συχνά κατακερματίζονταν και δημιουργούνταν νέες, ενώ οι μαθητές μπορούσαν να επιλέξουν ελεύθερα τους δασκάλους τους, στους οποίους μπορούσαν να ασκήσουν κριτική ανοιχτά. Η αντιλογία διαδραμάτιζε έναν σημαντικό ρόλο στη μελέτη τους. 

Στην αρχαία Ανατολή, από την άλλη μεριά, η σχέση δασκάλου και μαθητή μοιάζει πολύ με τη σχέση πατέρα και γιου. Ο μαθητής δεν μπορούσε να αντιταχθεί στον δάσκαλο, ενώ το κύριο καθήκον του ήταν η προστασία της σχολής του. Η συζήτηση επιτρεπόταν, αλλά δεν ενθαρρυνόταν και η διαφωνία ήταν συχνά κάτι πολύ υποτιμητικό.


Δεύτερον, στην αρχαία Ανατολή, το κοινό των στοχαστών ήταν συχνά βασιλιάδες και προύχοντες, σε συστήματα μη δημοκρατικά, όπου η τάξη (ανατολική έννοια της αρμονίας) έπαιζε μεγάλο ρόλο. Στην Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, το κοινό ήταν αντίπαλοι ή οπαδοί, σε συνθήκες δημοκρατίας. Έτσι λόγω αυτής της διαφοράς οι Έλληνες φιλόσοφοι έδωσαν περισσότερη προσοχή στις δεξιότητες της συζήτησης, της θεώρησης και της απόδειξης.


Ήταν ο πόλεμος φυσικό φαινόμενο;

Η συχνότητα με την οποία ξέσπαγαν συρράξεις στην αρχαία Ελλάδα, έκανε και κάνει πολλούς να θεωρούν τον πόλεμο ως φυσικό φαινόμενο. 

Ο πολεμικός κόσμος του Ομήρου βασίζεται τόσο σε επίπεδο πρακτικό όσο και διανοητικό στην αρετή. Ωστόσο δεν είναι η αρετή που γνωρίζουμε σήμερα, μέσω της χριστιανικής σκέψης ή της ανατολικής διανόησης. Δεν είναι κάποιου είδους καλής πράξης. Η αρετή του Ομήρου ήταν η ένδειξη θάρρους στην μάχη: η φυσική ρώμη, το ηθικό ανάστημα, η ψυχική τόλμη. Ότι, τέλος πάντων, περιλαμβάνει η ανδρεία στη μάχη και κατ’ επέκταση η ικανότητα κάποιου να κάνει κάτι άξιο θαυμασμού και μνημόνευσης, όπως το κάλλος, οι αθλητικές επιδόσεις ή η ρητορική.


Μέσω του Ομήρου, βλέπουμε ότι τα αρχέτυπα του ελληνικού κόσμου διαχρονικά, υπήρξαν ο Αχιλλέας με το θάρρος, τη φυσική και την ψυχική δύναμη, την ομορφιά, τις πολεμικές ικανότητες κτλ. και ο Οδυσσέας. Ο Οδυσσέας είχε παρόμοια χαρακτηριστικά με τον Αχιλλέα, αλλά αυτό που τον ξεχώριζε ήταν η εξυπνάδα του και η πονηριά του και κατά συνέπεια, η ικανότητα του να χρησιμοποιήσει τον λόγο, ώστε να επιτύχει, πρακτικά, ότι η φυσική δύναμη μπορούσε ή δεν μπορούσε να πετύχει. Άρα η αρετή, το ύψιστο για κάθε άνθρωπο κατά τους αρχαίους Έλληνες, ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τον πόλεμο και την πολιτική.Ο  Όμηρος παρουσιάζεται ριζικά αμφίθυμος για τον πόλεμο.


Ο Αναξίμανδρος, κατανόησε την σχέση δράσης-αντίδρασης (το Νόμο της Ανάγκης των Επτά Σοφών της αρχαιότητας), ως ένα σύστημα διαρκώς ανανεούμενων και ανατροφοδοτούμενων ανισορροπιών και αδικιών. Έτσι, κατά αυτόν, στατική δικαιοσύνη στον κόσμο δεν υπάρχει και άρα ο κόσμος κινείται διαρκώς, γιατί ανάμεσα στα μέρη του μαίνονται διηνεκώς πόλεμοι, μάχες και έριδες. 

Στα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ., η ιωνική φιλοσοφία της διαρκούς ροής και του πολέμου βρήκε την πιο μεγαλειώδη έκφραση της στα αφοριστικά και αινιγματικά λόγια του Ηράκλειτου από την Έφεσο: “Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων: αυτός διαχώρισε τους θεούς από τους ανθρώπους, αυτός έκανε άλλους ελεύθερους και άλλους δούλους.


Για τον Πλάτωνα, ο πόλεμος, από την μια μεριά, ήταν η φυσιολογική εκδήλωση των αρπακτικών διαθέσεων της «τρυφώσης και φλεγμαινούσης πόλεως» προς όλες τις παρόμοιες που την περιστοίχιζαν. Ωστόσο, από την άλλη, θέτει ο ίδιος, ορθολογικούς φραγμούς, απαγορεύοντας στην πο­λιτεία την υποδούλωση Ελλήνων από Έλληνες, και εισάγοντας στους Νόμους του μια διάσταση, η οποία στη συνέχεια, αποτέλεσε το βασικό συστατικό της θεωρίας του δίκαιου πολέμου, της ιδέας, δηλαδή, ότι η κήρυξη των εχθροπραξιών αποτελεί προνόμιο μιας νόμιμης αρχής.


Ο πιο πρακτικός Αριστοτέλης αποδέχεται την αναγκαιότητα του πολέμου ανάμεσα σε πόλεις με διαφορετικά πολιτεύματα, αλλά και σε σχέση με μη-ελληνικές κοινωνίες. Η υπεράσπιση εδώ της δουλείας προϋποθέτει τη διαρκή παρουσία του πολέμου, αφού η δίκαιη ή ορθολογική μορφή της δουλείας όπως την ορίζει (δηλαδή η υποταγή των εκ φύσεως δουλικών όντων, των μη Ελλήνων, στο εκ φύσεως ηγεμονικό στοιχείο, το ελληνικό) μόνο μέσω του πολέμου είναι δυνατόν να πραγματωθεί.


Υπό το αγωνιστικό πνεύμα, όμως, υπήρξαν και δυνάμεις που άσκησαν οξεία κριτική και στον πόλεμο και σε αυτούς που αποφάσιζαν να τον κηρύξουν. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη, από τους Αχαρνείς μέχρι την Λυσιστράτη, παρωδούν τον παραλογισμό του Πελοποννησιακού πολέμου. Παράλληλα, οι Έλληνες κατέβαλλαν τίμιες προσπάθειες για να περιορίσουν και να αποφύγουν τον πόλεμο διαμορφώνοντας συμμαχίες, ενώ ταυτόχρονα απαντούν σε κάποιον που σήμερα τους κατηγορεί ως ιμπεριαλιστές.


Ιμπεριαλισμός - Ενώ μια αυτοκρατορία στηρίζεται στην επιβολή της κυριαρχίας της σε άλλα κράτη, τα οποία τα προσαρτά στην επικράτεια της για να διαμορφώσει μια εδαφικά μεγάλη πολιτεία, η ηγεμονία είναι όταν ένα κράτος κυριαρχεί σε άλλα κράτη μέσω μιας άνισης συμμαχίας, χωρίς να τα απορροφήσει στην επικράτεια του.


Στην περίπτωση της αρχαιότητας, είναι σαφές ότι υπήρχε οργανωμένη (με μηχανισμούς και θεσμούς) αλληλεπίδραση μεταξύ των κοινοτήτων πριν από την εμφάνιση της πόλις. Αλλιώς θα ήταν δύσκολο να εξηγηθεί, για παράδειγμα, η υποδοχή ενός Λάκωνα φιλοξενούμενου και του γιου του, του οποίου η επίσκεψη αναφέρεται στις πινακίδες Γραμμικής Β του 13ου π.Χ. αιώνα από το Μυκηναϊκό ανάκτορο της Θήβας. Τα στοιχεία της αρχαιολογίας μαρτυρούν μια συνεχή κίνηση σε αγαθά και ανθρώπους πέρα ​​από το Αιγαίο κατά τη διάρκεια των Σκοτεινών Χρόνων, που σημαίνει την ύπαρξη τουλάχιστον ενός βασικού ρυθμιστικού πλαισίου για τη λειτουργία των εξωτερικών σχέσεων της εποχής. Στην συνέχεια βλέπουμε τον Θουκυδίδης να κάνει διάκριση μεταξύ συμμαχίας (επιθετικής και αμυντικής αλληλοϋποστήριξης) και επιμαχίας (αμιγώς αμυντικής συμμαχίας). Το 433 π.Χ. οι Αθηναίοι αποφάσισαν να μην συμμαχήσουν με τους Κερκυραίους, διότι εάν οι Κερκυραίοι τους ζήταγαν να στραφούν ενάντια της Κορίνθου, οι Αθηναίοι θα παραβίαζαν την συνθήκη τους με τους Πελοποννήσιους. Ωστόσο μεταξύ των δύο δημιουργήθηκε επιμαχία, για να αλληλοβοηθηθούν σε περίπτωση που ένας από τους δύο δεχόταν επίθεση από κάποιον τρίτο. Βλέπουμε λοιπόν ότι ακόμα και οι διπλωματικές σχέσεις είχαν ως βάση τον πόλεμο (συν-μάχη ή επί-μάχη).


Η συμμαχία προϋπέθετε μια θεμελιώδη ισότητα μεταξύ των δύο μερών, αλλά δεν ήταν όλες οι συμμαχίες ισότιμες μεταξύ των εταίρων. Από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, η Σπάρτη άρχισε να συνάπτει μια σειρά διμερών συμμαχιών με Πελοποννησιακά “κράτη” όπως η Τεγέα, η Ηλεία, η Σικυώνα και η Κόρινθος. Μέχρι τα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα η Αίγινα, τα Μέγαρα και οι περισσότερες πόλεις της Βοιωτίας, της Φωκίδας και της Ανατολικής Λοκρίδας είχαν προστεθεί. Η άνιση φύση αυτών των συμμαχιών φαίνεται σε μια επιγραφή του 5ου π.Χ. αιώνα όπου καταγράφει μια συμμαχία μεταξύ της Σπάρτης και μιας Αιτωλικής κοινότητας, επιβάλλοντας τους να ακολουθούν όπου οι Λακεδαιμόνιοι “οδηγούσαν από ξηρά και θάλασσα” και να έχουν τους ίδιους φίλους και εχθρούς. Αυτές οι συμμαχίες πιθανότατα βασίστηκαν σε ελαφρώς παλαιότερες συμφωνίες που δέσμευαν τους περίοικους, τους κατοίκους της Λακωνίας πριν την άφιξη των Δωριέων, ή τις γύρω πόλεις της Λακωνίας να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες σε περιόδους πολέμου και είναι πολύ πιθανό ότι παρόμοια περιφερειακή ηγεμονία ασκήθηκε ήδη κατά την αρχαϊκή περίοδο από τους Θεσσαλούς στους γείτονές τους. Ομοίως, το δεύτερο μισό του 5ου π.Χ. αιώνα η πόλη της Θήβας είχε αρχίσει να κατέχει μια τέτοια θέση κυριαρχίας στους Βοιωτούς γείτονές της.


Μέχρι τον 5ο π.Χ. αιώνα το σύστημα διμερών και άνισων συμμαχιών που είχαν συνάψει οι Σπαρτιάτες οργανώθηκε σε πιο επίσημη βάση για να αποτελέσει την Πελοποννησιακή Συμμαχία. Στα 506 π.Χ. όμως, οι Κορίνθιοι εγκατέλειψαν στα μέσα του δρόμου μια εκστρατεία υπό τον βασιλιά Κλεομένη εναντίον της Αθήνας με το σκεπτικό ότι ήταν άδικη. Από τότε αποφασίστηκε ότι οι μελλοντικές αποστολές θα έπρεπε να επικυρώνονται από μια συνάντηση των μελών της συμμαχίας, οι οποίοι θα ψήφιζαν ισότιμα και το αποτέλεσμα θα ήταν δεσμευτικό.  


Είναι όμως σημαντικό να σημειωθεί ότι η ηγεμονία της Σπάρτης υποστηριζόταν από το γεγονός ότι τα μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας έκαναν διμερείς συμφωνίες μόνο με τη Σπάρτη και όχι μεταξύ τους. Έτσι μόνο η Σπάρτη μπορούσε να συγκαλεί και να προεδρεύει στις συναντήσεις, ενώ οι προτάσεις θα έπρεπε πρώτα να επικυρωθούν από τη Σπαρτιατική Συνέλευση. Φυσικά οι διοικητές των εκστρατειών ήταν πάντα Σπαρτιάτες.


Η Πελοποννησιακή Συμμαχία καθιέρωσε το μοντέλο για τις άλλες βασικές συμμαχίες του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Τόσο η Συμμαχία της Δήλου όσο και η Δεύτερη Αθηναϊκή Συμμαχία ήταν και οι δύο “διαρχικές” με την αθηναϊκή συνέλευση (η οποία συζητούσε πρώτα μόνη της τα θέματα) να διαθέτει ισχύ ίση με εκείνη του συνεδρίου (συμβουλίου) στο οποίο όλοι οι άλλοι σύμμαχοι είχαν από μία ψήφο.


Μετά την μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ., ο Φίλιππος Β΄ προσκάλεσε τις ελληνικές πόλεις στην Κόρινθο για μια πανελλήνια συμμαχία, υπό την ηγεμονία του, εναντίον των Περσών. Το Συνέδριο της Κορίνθου ήταν στα ίδια πρότυπα με τις προηγούμενες συμμαχίες: ο Φίλιππος και αργότερα ο γιος του Αλέξανδρος υπηρέτησαν ως ηγεμόνες με εξουσία ίση με το συνέδριο στο οποίο ήταν εγγεγραμμένες οι διάφορες ελληνικές πόλεις. Σε αντίθεση με την Συμμαχία της Δήλου, το Συνέδριο της Κορίνθου λάμβανε αποφάσεις αναλογικά. Έτσι, ενώ η Αθήνα κατόρθωνε να έχει την πλειοψηφία των μελών με το μέρος της, ο Φίλιππος επικεντρώθηκε στη διασφάλιση των ψήφων των πιο πυκνοκατοικημένων και ισχυρών πόλεων.


Συχνά, η εκστρατεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Περσία, αναφέρεται ως ιμπεριαλιστική. Ωστόσο δεν είναι σίγουρο εάν εντέλει ο Αλέξανδρος υπήρξε ιμπεριαλιστής ή ηγεμόνας. Το σίγουρο είναι ότι για τους μονάρχες της Ελληνιστικής περιόδου, η επιτυχία στον πόλεμο ήταν ζωτικής σημασίας. Όχι μόνο χρειάζονταν τα οικονομικά κέρδη που θα έφερνε η νίκη, αλλά λόγω της προσωποκεντρικής φύσης των βασιλείων τους, οι ίδιοι έπρεπε να θεωρούνται ως πολεμιστές βασιλιάδες. Οι δυνάμεις τους, οι στρατηγοί τους, οι φίλοι τους και ακόμη και τα βασίλεια τους συνδέονταν με τις δικές τους προσωπικότητες και έτσι έπρεπε να θεωρούνται επιτυχημένοι. Η ήττα ισοδυναμούσε με αδυναμία και όταν ένας βασιλιάς άρχιζε να δείχνει σημάδια αδυναμίας, εκείνοι που τον περιέβαλαν μπορούσαν να τον αμφισβητήσουν. Με άλλα λόγια η επιβίωση τους ήταν οι επιτυχημένες εκστρατείες και ο πλούτος που τις συνόδευε. Έτσι κάθε μονάρχης ήταν σε κάποιο βαθμό ιμπεριαλιστής, επιδιώκοντας να επιδείξει τη δύναμη του και να κερδίσει περισσότερα, εις βάρος των γειτόνων του.


Ειδικότερα, οι άμεσοι διάδοχοι του Αλεξάνδρου ήταν όλοι τεχνικά σφετεριστές και δεν είχαν ακόμα εγκαθιδρύσει τις θέσεις τους στις συγκεκριμένες περιοχές, επομένως επέβαλαν με πόλεμο την θέση τους. Επιπλέον, οι περισσότεροι από αυτούς είχαν πάρει τα στέμματα τους μετά από σημαντικές στρατιωτικές νίκες και εκπροσωπούσαν το παλιό μακεδονικό ιδεώδες, ότι ένας βασιλιάς κερδίζει τη θέση του με δύναμη. Την ίδια στιγμή πάλευαν για την διατήρηση του μοναρχικού πολιτεύματος, ενάντια στην “μάστιγα” της δημοκρατίας.


Η έννοια του ιμπεριαλισμού ως «η συμπεριφορά με την οποία ένα κράτος ή λαός παίρνει και ασκεί εξουσία πάνω σε άλλα κράτη, λαούς ή εδάφη», εμφανίστηκε για πρώτη φορά τον 19ο αιώνα και κάπως έτσι η ιστοριογραφία του για την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον οποίο οι Ευρωπαίοι αντιλήφθηκαν και εξήγησαν την ύπαρξη των αυτοκρατοριών.


Ο πατριωτισμός των Ελλήνων - Σε γενικές γραμμές η ελληνική ιστορία χωρίζεται στις εξής περιόδους, συνήθως χωρίς σαφή όρια ανάμεσα τους:

Κυκλαδικός πολιτισμός (πριν το 3050 π.Χ.-1100 π.Χ.)

Μινωικός πολιτισμός (πριν το 3000 π.Χ.-1420 π.Χ.)

Αιγαιακός πολιτισμός (πριν το 1600 π.Χ.)

Μυκηναϊκός πολιτισμός (περίπου 1600-1100 π.Χ.)

Γεωμετρική Εποχή/Σκοτεινοί αιώνες (1100-800 π.Χ.)

Αρχαϊκή εποχή (περίπου 800 π.Χ.-περίπου 500 π.Χ.)

Κλασική εποχή (περίπου 500 π.Χ.-323 π.Χ.)

Ελληνιστική περίοδος (323-146 π.Χ.)

Ρωμαϊκή περίοδος (146 π.Χ.-330 μ.Χ.)

Βυζαντινή περίοδος (330-1453 μ.Χ.)

Οθωμανική περίοδος (1453-1821 μ.Χ.)

Νεότερη ή σύγχρονη Ελλάδα (1821 μ.Χ. - σήμερα)


Η ελληνική ιστορία πριν από τους Σκοτεινούς αιώνες ονομάζεται και "Εποχή του Χαλκού" και διαιρείται περαιτέρω σε Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού. Ωστόσο, αυτές ποικίλλουν από περιοχή σε περιοχή (π.χ. στην ηπειρωτική Ελλάδα, τις Κυκλάδες και την Κρήτη) και είναι σχετικές χρονολογίες. Δηλαδή δείχνουν μια ακολουθία αλλά όχι σταθερές ή απόλυτες ημερομηνίες, συχνά βασισμένες στην κεραμική.

Οι ευρύτεροι όροι Πρώιμη, Μέση και Ύστερη Εποχή του Χαλκού χρησιμοποιούνται περιστασιακά και για την ηπειρωτική Ελλάδα και είναι περίπου οι εξής: Πρώιμη Εποχή του Χαλκού: 3200-2000 π.Χ., Μέση Εποχή του Χαλκού: 2000-1600 π.Χ., Ύστερη Εποχή του Χαλκού: 1600-1100 π.Χ. Ένας άλλος όρος που μπορούν να συναντήσουμε ως αναγνώστες, είναι η "Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου" και αυτή ισοδυναμεί με τους Σκοτεινούς αιώνες.


Στοιχεία από την Μυκηναϊκή περίοδο κιόλας στηρίζουν την δημιουργία αποικιών σε διάφορα μέρη της Μεσογείου, ωστόσο από τον 8ο π.Χ. αιώνα ξεκινά ένα μεγάλο κύμα αποικισμού που διέσπειρε τον ελληνισμό από την Κριμαία και την Μαύρη Θάλασσα έως την σημερινή Ιβηρική χερσόνησο. Έτσι όταν σήμερα μελετάμε το φυσικό και κλιματικό περιβάλλον της τότε “Ελλάδας” και τις επιρροές που αντάλλαξε ο τότε ελληνισμός με άλλους πολιτισμούς, θα πρέπει να ξεφύγουμε από τα συνήθη δεδομένα της σημερινής τοποθεσίας της. Όμως ο σημερινός χώρος της, υπήρξε η απαρχή του Ελληνικού πολιτισμού και έτσι ξεκινώντας από “εδώ”, όπου το “εδώ” είναι λίγο ως πολύ η σημερινή Ελλάδα μαζί με τα παράλια της Μικράς Ασίας, μπορούμε να ξεκινήσουμε τη μελέτη του. 


Τα βουνά καταλαμβάνουν περίπου το 80% της ηπειρωτικής Ελλάδας και υπάρχουν λίγες πεδιάδες. Η Θεσσαλία είναι η κύρια εξαίρεση σε αυτό, αν και υπάρχουν και μικρότερες πεδιάδες στη Βοιωτία, την Αττική και την Πελοπόννησο. Το κλίμα, όπως και για το μεγαλύτερο μέρος της Μεσογείου, αποτελείται γενικά από ζεστά, ξηρά καλοκαίρια ακολουθούμενα από ήπιους και υγρούς χειμώνες. Το χειμωνιάτικο κλίμα, με τη βροχή και τα υπερχειλισμένα ποτάμια, επιτείνει την ήδη δύσκολη επικοινωνία μεταξύ των κοινοτήτων που προκαλείται από το ορεινό τοπίο. Έτσι, η γεωγραφία της ηπειρωτικής Ελλάδας ενθάρρυνε τους οικισμούς να παραμένουν σχετικά απομονωμένοι ο ένας από τον άλλο-τόσο φυσικά όσο και από ορισμένες απόψεις πολιτιστικά. Το κύριο επάγγελμα, το οποίο πιθανόν αφορούσε το 80-90% του πληθυσμού, ήταν η γεωργία, ενώ το εμπόριο ήταν κυρίως ναυτική απασχόληση.


Για να κατανοήσουμε την έννοια του πανελληνισμού την εποχή εκείνη, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε την φύση της ανεξαρτησίας των ελληνικών πόλεων-κρατών. Η έννοια μιας ενιαίας ελληνικής ταυτότητας μπορεί να ήταν ισχυρή, με μια κοινή γλώσσα, το πάνθεον και τον πολιτισμό, αλλά δεν υπήρχε αίσθηση ενός κοινού «έθνους». Οι Έλληνες προφανώς αυτοπροσδιορίζονταν σε σχέση με τους ξένους, τους βαρβάρους. Η ίδια η λέξη (βάρβαροι) ουσιαστικά μιμείται το “μπαρ-μπαρ" που πιστεύεται ότι έμενε ως εντύπωση στους Έλληνες, όταν μιλούσαν οι ξένοι. Ωστόσο υπήρχαν και μόνιμες εσωτερικές εθνικές διαιρέσεις, κυρίως μεταξύ των Ιώνων (κυρίως, της Αθήνας και των συμμάχων της) και των Δωριέων (κυρίως της Σπάρτης και των συμμάχων της). Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Έλληνες δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους «Έλληνες», απλώς ότι δεν υπήρχε επιτακτική ανάγκη να σχηματίσουν μια ενιαία πανελλήνια πολιτεία.


Αντιμέτωποι με έναν κοινό εχθρό, μερικά (αλλά όχι όλα) ελληνικά κράτη συνεργάζονταν με επιτυχία. Οι Πέρσες ήταν ο «φυσικός» εχθρός τους. Από τους κορυφαίους πόλους του Ελληνικού κόσμου, μόνο οι Θηβαίοι πολέμησαν μαζί με τους Πέρσες στην μάχη των Πλαταιών το 480 και υπέστησαν το λεκέ ότι «μήδισαν» για χρόνια μετά. Οι στρατηγοί στις Πλαταιές φαίνεται να πήραν κοινό όρκο. Εξηγώντας την άρνηση τους στους όρους που προσέφερε ο Μαρδόνιος, οι Αθηναίοι ανέφεραν την ανάγκη εκδίκησης της βεβήλωσης των πανελλήνιων ναών και του καθήκοντός τους να υπερασπιστούν μια κοινή ελληνική ταυτότητα δεσμευμένη από αίμα, γλώσσα, θρησκεία και πολιτισμό. Ωστόσο ηπειρωτικά και νησιωτικά ελληνικά κράτη ήταν αμφίσημα για να βοηθήσουν τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, αν και τον τέταρτο αιώνα η ανάγκη υπεράσπισης της πανελλήνιας ταυτότητας εναντίον των βαρβάρων στην Ανατολή ή τη Δύση αποτέλεσε αντικείμενο δημοφιλών ομιλιών.

Τελικά χάρη στην πίεση του Φιλίππου και του Αλέξανδρου επήλθε η ένωση όλων των παραδοσιακών ελληνικών πόλων. 


Οι Έλληνες απέκτησαν νωρίς την αίσθηση της κοινής ελληνικής τους ταυτότητας, κυρίως χάρη στο παρατεταμένο καλοκαίρι και στην θάλασσα, που δεν χώριζε, αλλά ένωνε τις διαφορετικές κοινότητες. Πολιτισμικά στοιχεία όπως η γλώσσα, η γραφή και η θρησκεία -παρά τις τοπικές διαφοροποιήσεις- ήταν συνεκτικός κρίκος όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών. Η πολεμική κουλτούρα όμως; Για πολλές γενιές μελετητών ο πόλεμος των αρχαίων Ελλήνων ήταν ένα σχεδόν μόνιμο γεγονός της ζωής, το οποίο διακοπτόταν σποραδικά από βραχύβιες συνθήκες ειρήνης. Κατά κάποιους υπολογισμούς η Αθήνα του 5ου π.Χ. αιώνα βρισκόταν σε κατάσταση σύρραξης κατά μέσο όρο ανά δύο με τρία χρόνια. Η εκτίμηση αυτή αναθεωρήθηκε τα τελευταία χρόνια, ωστόσο η συνεχής παρουσία των συρράξεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Έτσι πολεμικές σκηνές φτάνουν μέχρι εμάς μέσω των εικαστικών και λογοτεχνικών τεχνών της αρχαία και κλασικής Ελλάδας, πράγμα που, εκτός της απλής καταμέτρησης των μαχών, δείχνει το αντίκτυπο που είχε ο πόλεμος στην πολιτιστική κουλτούρα των ανθρώπων εκείνων.


Ναι. Το κλίμα και η γεωγραφία βοήθησε στην διαμόρφωση μιας κοινής ταυτότητας σε σχέση με αυτούς που μίλαγαν διαφορετική γλώσσα, τους βάρβαρους, ωστόσο ενθάρρυνε και τον τοπικισμό με την δημιουργία των πόλεων-κρατών. Άρα η έννοια του πατριωτισμού την εποχή εκείνη περιτοιχιζόταν από τα τείχη αυτών. Και ο πατριωτισμός ήταν αλληλένδετος παράγοντας με το κύρος και την τιμή την εποχή εκείνη. Όταν ο Αισχίνης κατηγορήθηκε από τον Δημοσθένη για προδοσία, υποστήριξε τον πατριωτισμό του στο δικαστήριο, απαγγέλλοντας το ιστορικό της στρατιωτικής του θητείας, υποστηριζόμενος από μαρτυρίες άλλων. 

Ο Πλάτωνας στον Κρίτων φέρει τον Σωκράτη να λέει: “ἢ οὕτως εἶ σοφὸς ὥστε λέληθέν σε ὅτι μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ᾽ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι”. [Αλήθεια, τόση είναι η σοφία σου, ώστε δεν έχεις καταλάβει ότι και από τη μητέρα και από τον πατέρα κι απ᾽ όλους τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιμο, το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο αγαθό είναι η Πατρίδα, σύμφωνα με την κρίση των θεών και των γνωστικών ανθρώπων;] 

Η διακύβευση της ζωής στον πόλεμο για χάρη της πατρίδας ως απόδειξη πατριωτισμού και ανδρείας παραμένει έως τις μέρες μας, όμως για τους αρχαίους Έλληνες - ανεξαρτήτως πολιτικών, θα λέγαμε σήμερα, απόψεων - αυτή η ιδέα είχε ακόμα πιο μεγάλη σημασία και αποτελούσε στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής τους υπόστασης. Στην κλασική Αθήνα η πολιτική δύναμη και η κοινωνική θέση ήταν συνάρτηση του ρόλου σε κάποιο πόλεμο και της στρατιωτικής αριστείας. Ταυτόχρονα η κατοχή μεγάλου πλούτου μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο με την δαπάνη ένα μεγάλου μέρους της για την κάλυψη των πολεμικών εξόδων, μέσω εθελοντικών δωρεών, λειτουργιών και φόρων. 


Όταν αναφερόμαστε στο τι είπε ο τάδε ή ο δείνα αρχαίος, μπορούμε εύκολα και δικαίως να κατηγορηθούμε για γενίκευση. Το ίδιο ισχύει και για την κάθε πόλη-κράτος, ειδικά εάν μιλάμε γενικά για την πολεμική κουλτούρα των αρχαίων. Η αλήθεια είναι ότι οποιαδήποτε μελέτη της αρχαίας και κλασικής Ελλάδας έχει γεωγραφικές προκαταλήψεις, δεδομένων των στοιχείων που έχει φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη και των γραπτών που έχουν επιβιώσει. Κατά συνέπεια γνωρίζουμε πολύ περισσότερο την Αθήνα, ενώ και ο περίφημος Σπαρτιατικός στρατός είναι σχετικά γνωστός. Προφανώς αυτές οι δύο πόλεις-κράτη μπορούν να μας δώσουν κάποια ιδέα για την ελληνική πολεμική κουλτούρα, δεδομένης της τάσης τους να κυριαρχήσουν καθώς και, λόγω της αποτελεσματικότητας τους που τι έκανε παραδείγματα προς μίμηση.

Από την μια η Αθήνα ήταν εξαιρετικά μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής, ανακάλυψε την δημοκρατία, ενώ εξελίχθηκε σε μεγάλη θαλάσσια δύναμη. Η Σπάρτη, από την άλλη, είχε μόνιμο και άρα επαγγελματικό στρατό που υποστηριζόταν από τους είλωτες. Η Σπάρτη ήταν εξαιρετικά διαφορετική τόσο από την Αθήνα όσο και από την Κόρινθο, τα Μέγαρα, τα νησιά του Αιγαίου, το Άργος ή την Θήβα. Μέχρι την έλευση του επαγγελματικού στρατού του Φιλίππου τον 4ο π.Χ. αιώνα, συχνά οι βόρειες ελληνικές πόλεις-κράτη ήταν λιγότερο αστικές. Όλες αυτές οι τοπικές διαφορές συνέβαλλαν στην ανάπτυξη των στρατιωτικών δυνάμεων, όμως όπως είπαμε, δεδομένου των στοιχείων, είμαστε αναγκασμένοι, μέχρι την ανακάλυψη νέων, να κάνουμε μελέτες με γνώμονα κυρίως την Αθήνα και την Σπάρτη.


Μιλώντας γενικά, λοιπόν, ελαφρά οπλισμένα τάγματα αναπτύχθηκαν κυρίως στις ορεινές περιοχές, όπως στην Αιτωλία και στην Κρήτη, ενώ η τάση για πιο βαριά οπλισμένο πεζικό εμφανίζεται στις περιοχές που έπρεπε να προστατευθούν πεδιάδες. Το ιππικό, εκτός από τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία και αργότερα σε κάποιο βαθμό την Αθήνα και τη Βοιωτία, δεν αποτελούσε κύριο τάγμα - αν και οι ελληνικοί οικισμοί στη Σικελία ήταν άλλη μια εξαίρεση σε αυτό. Παράλληλα, για μεγάλο μέρος της αρχαιότητας, ο πόλεμος ήταν ουσιαστικά καλοκαιρινή υπόθεση με σύντομες εκστρατείες από στρατιώτες-πολίτες που έπρεπε να επιστρέψουν στις καλλιέργειες τους. Γι’ αυτό και το αποτέλεσμα τους κρινόταν σε μια μάχη, και βάση αυτού εξελίχθηκε η στρατιωτική θεωρεία των αποφασιστικών πολέμων (Decisive Warfare).


Το ιππικό δεν ευνοείται στις βραχώδεις και ορεινές περιοχές της Ελλάδας, παρά μόνο στις πεδιάδες της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και, σε μικρότερο βαθμό, στη Βοιωτία, όπου και ενθαρρύνθηκε μεγάλης κλίμακας ιπποτροφία. Από τη μυκηναϊκή εποχή μέχρι την ελληνιστική περίοδο, η χρήση του ιππικού στον πόλεμο άλλαζε, φτάνοντας στο ζενίθ του στα τέλη του 4ου π.Χ. αιώνα με τον Φίλιππο Β΄ και τον γιου του, Αλέξανδρο Γ΄ (τον Μέγα). Το ιππικό στον ελληνικό κόσμο δεν καλλιεργήθηκε σοβαρά μέχρι την Κλασική Περίοδο, και μάλιστα έτεινε να διαδραματίσει δευτερεύοντα ρόλο στις στρατιές των οπλιτών που αγωνίζονταν σε στενό σχηματισμό. Πριν από τον Αλέξανδρο, οι μάχες κερδίζονταν ή χάνονταν από το πεζικό. Οι νίκες του Φιλίππου Β΄ και του Μεγάλου Αλεξάνδρου ήταν περίπου μοναδικές περιπτώσεις σχετικά με τον τρόπο χρήσης του ιππικού σε στενή συνεργασία με το πεζικό και τις άλλες βοηθητικές δυνάμεις. Οι διάδοχοι της Ελληνιστικής περιόδου, ωστόσο, δεν τους μιμήθηκαν.


Κατά τη Μυκηναϊκή Περίοδο, γνωρίζουμε ότι οι μεγάλοι πολέμαρχοι της Ελλάδας χρησιμοποιούσαν άλογα, αλλά μόνο σε άρματα. Ωστόσο, στα Ομηρικά έπη, το άρμα χρησιμεύει ως μέσο μεταφοράς του ήρωα από και προς το πεδίο της μάχης. Διαφορετικά, πολεμούσε πεζός.

Σε αγγεία του 7ου και 6ου π.Χ. αιώνα απεικονίζονται δύο διαφορετικοί τύποι ιππέων: (1) πεζικάριοι που φέρουν ασπίδες οπλιτών, οι οποίοι μάλλον χρησιμοποιούσαν άλογα μόνο για την μετακίνηση τους στο πεδίο της μάχης και μετά ξεπέζευαν για να πολεμήσουν, όπως γινόταν και με τους αναβάτες των αρμάτων κατά την ομηρική εποχή και (2) άοπλοι νεαροί που ασχολούνται με την ιππασία, ίσως τα πρώτα δείγματα αληθινού ιππικού στον ελληνικό κόσμο ή ίσως να ήταν απλοί συνοδοί των οπλιτών. 

Πάντως, δύο αιώνες πριν, οι Ασσύριοι είχαν αληθινό ιππικό, δηλαδή άντρες που πολεμούσαν έφιπποι.


Πρέπει να σημειωθεί ότι στην πραγματικότητα οι ιππείς, σχεδόν πάντα αναφέρονται στις τάξεις πλουσίων, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά το τεράστιο κόστος της διατήρησης των αλόγων. Ωστόσο, αυτό δεν αποδεικνύει ότι αυτοί οι άνδρες πολέμησαν πραγματικά ως αληθινό ιππικό. Για παράδειγμα, η δεύτερη υψηλότερη τάξη στο αθηναϊκό σύνταγμα του Σόλωνα, τον 6ο π.Χ. αιώνα, ονομάστηκε ιππείς, αλλά υπάρχουν λίγες ενδείξεις ότι αυτό σήμαινε κάτι άλλο εκτός από το ότι μπορούσαν να αντέξουν οικονομικά να κατέχουν άλογο.


Στη μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ., η συνεισφορά της Αθήνας δεν περιελάμβανε καθόλου ιππικό. Ήταν όλοι οπλίτες ή ελαφρά οπλισμένα σώματα. Η αποτυχία του Περσικού ιππικού να διαδραματίσει πιο ενεργό ρόλο στη μάχη εξακολουθεί να αποτελεί σημείο συζήτησης μεταξύ στρατιωτικών ιστορικών. Ο Θουκυδίδης (4.55.2) μας πληροφορεί ότι η Σπάρτη δεν ανέπτυξε ιππικό μέχρι το 424 π.Χ, επτά χρόνια μετά την έναρξη του Πελοποννησιακού πολέμου. Βασιζόμενη σε άλλους για την παροχή υποστήριξης ιππικού, όπως οι Βοιωτοί σύμμαχοι της, η Σπάρτη δεν αισθάνθηκε καμία επιτακτική ανάγκη να δημιουργήσει ιππικό, δεδομένου ότι οι περίφημοι οπλίτες της συνήθως αντιμετώπιζαν οποιονδήποτε στο πεδίο της μάχης.


Βέβαια οι ιππείς δεν ήταν εντελώς ασήμαντοι στον πόλεμο των Ελλήνων. Ανίχνευαν άγνωστο έδαφος και καταδίωκαν ή κάλυπταν δυνάμεις που υποχωρούσαν. Ένας επιπλέον ρόλος ήταν να καλύπτουν την ευάλωτη δεξιά πλευρά των φαλαγγιτών, δεδομένου ότι αυτή δεν προστατεύονταν από τις ασπίδες, αφού η ασπίδα φερόταν στον αριστερό βραχίονα. Το μόνο πράγμα που το ελληνικό ιππικό δεν έκανε ποτέ ήταν να επιτεθεί στις φάλαγγες των οπλιτών. Ακόμα και ο Μέγας Αλέξανδρος δεν διακινδύνευε τέτοιες μετωπικές επιθέσεις.


Η Αθήνα δημιούργησε ιππικό για να αντιμετωπίσει τους Θηβαίους και για να ικανοποιήσει τις εδαφικές της επιδιώξεις στην κεντρική Ελλάδα, κατά την εποχή της Συμμαχίας της Δήλου, η οποία ουσιαστικά μετατράπηκε σε Αθηναϊκή Αυτοκρατορία. Η Αθήνα ένιωθε υπερηφάνεια για το καινούριο ιππικό της και αυτό αποτυπώθηκε στη ζωφόρο του Παρθενώνα στην Ακρόπολη των Αθηνών.


Το ιππικό της Κλασικής Ελλάδας το επάνδρωναν νεαροί καλών οικογενειών. Ο ιππέας της Κλασικής περιόδου δεν είχε αναβολείς, δεν έφερε ασπίδα και φορούσε σχετικά ελαφριά ή καθόλου πανοπλία. Μια πιο προσεχτική ματιά της Παναθηναϊκής ζωφόρου δείχνει κάποιους ιππείς με πανοπλία, και κάποιους χωρίς (μάλλον μια περίπτωση καλλιτεχνικής άδειας). Με γρήγορες επιθέσεις, οι ιππείς έριχναν ακόντια στις εχθρικές γραμμές και στη συνέχεια αποσύρονταν για να αφήσουν το πεδίο ελεύθερο στους οπλίτες. Είμαστε πολύ τυχεροί που έχουμε τα πολύτιμα έργα για το ιππικό που γράφει ο Ξενοφών, ο οποίος εκτός από Αθηναίος ιστορικός του τέταρτου αιώνα, υπήρξε και βετεράνος του αθηναϊκού ιππικού.


Ο Φίλιππος Β΄ ξεκίνησε σημαντικές στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, που όσον αφορούσαν στο ιππικό είχαν να κάνουν με τον σχηματισμό των εταίρων, ένα επίλεκτο βαρύ ιππικό. Το ιππικό των εταίρων χρησιμοποιούσε μόνο τα καλύτερα άλογα, και έφερε τον καλύτερο διαθέσιμο οπλισμό. Τον καιρό του Αλέξανδρου, ο καθένας από αυτούς διέθετε δόρυ και φορούσε μπρούτζινο θώρακα ή λινοθώρακα, επωμίδες και Βοιωτικά κράνη, χωρίς να διαθέτουν ασπίδα. Ήταν επίσης εξοπλισμένοι με ξίφος για μάχες σώμα με σώμα, καθώς και για την περίπτωση όπου το δόρυ έσπαγε.


Εκτός του ότι οι Έλληνες δεν ανέπτυξαν αναβολείς για τα άλογα τους, ερωτηματικό παραμένει το γιατί δεν εξόπλισαν τους ιππείς τους με ασπίδες, όταν οι αντίστοιχοι Έλληνες της Ιταλίας είχαν. Η εισαγωγή των ασπίδων στο ιππικό αποδίδεται είτε στον Πύρρο της Ηπείρου (318 - 272 π.Χ.), τον αρχαίο Έλληνα ηγεμόνα της πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου, βασιλιά των Μολοσσών, που μάλλον δανειστικέ την ιδέα είτε από τους ιππείς του Τάραντα (στην σημερινή Ιταλία), είτε από τους Γαλάτες, οι οποίοι εισέβαλαν στον ελληνικό κόσμο στα 280/79 και των οποίων το ιππικό έφερε μια επιμήκη ασπίδα που ονομαζόταν θυρεός.


Οι περσικές εκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου καταδεικνύουν την αποφασιστική δύναμη των εταίρων της Μακεδονίας και των Θεσσαλών ιππέων σε κάθε μεγάλη μάχη. Ο ίδιος διεύθυνε το ιππικό του στις τρεις μεγάλες μάχες του Γρανικού, της Ισσού και των Γυγαμήλων. Σε αντίθεση με τους τυπικούς στρατούς της Κλασικής εποχής αναλογίας 10 προς 1, πεζικό προς ιππικό, ο Αλέξανδρος ανέπτυξε στρατούς με αναλογία 6 προς 1. Οι Διάδοχοι του δεν θα υποστήριζαν αυτή την αυξημένη συμμετοχή του ιππικού, και μέχρι το τέλος του τρίτου αιώνα, παράτασσαν αριθμούς πιο κοντά στα κλασικά επίπεδα. Η μεγάλη εποχή του πολέμου του ιππικού που ξεκίνησε ο Μεγάλος Αλέξανδρος φαίνεται να ξεθωριάζει από τη δεύτερη και την τρίτη γενιά των Διαδόχων του.


Στην ελληνιστική περίοδο, στο πεδίο της μάχης εμφανίζονται δύο νέοι τύποι ιππικού: οι ταραντίνοι και οι κατάφρακτοι, που αντιπροσωπεύουν το ελαφρύ και το βαρύ ιππικό, αντίστοιχα. Οι ταραντίνοι μπορούν να περιγραφούν ως ένα ελαφρύ ιππικό που έριχνε πολλά ακόντια και έφεραν ασπίδα για προστασία. 

Ο όρος κατάφρακτοι σημαίνει κυριολεκτικά "πλήρως θωρακισμένος ή καλυμμένος" και ο όρος αυτός εφαρμόζεται τόσο στο βαριά οπλισμένο ιππικό όσο και στα πλοία. Οι ιππείς αυτοί αντιπροσωπεύουν το τελικό στάδιο στην ανάπτυξη του βαρύ ιππικού, όπου τόσο ο αναβάτης όσο και το άλογο είχαν πανοπλία. Αναφέρονται εμφανώς στις στρατιές του Μεγάλου Αντίοχου Γ’ του 200 π.Χ. και εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γιου του, Αντίοχου Δ' Επιφανίου στα 160 π.Χ. Παρόλο που ήταν αποτελεσματική ως δύναμη κρούσης κατά των ρωμαϊκών λεγεώνων στη μάχης της Μαγνησίας το 190 π.Χ. ανάμεσα στους Σελευκίδες και τους Ρωμαίους, οι κατάφρακτοι του Αντίοχου Γ’ δεν μπόρεσαν να σώσουν την κατάσταση μετά την κατάρρευση των άλλων μονάδων. Η περιορισμένη ανάπτυξη αυτού του τύπου ιππικού προέκυψε από το υψηλό κόστος συντήρησης του, την έλλειψη του σε ταχύτητα και κινητικότητα λόγο του βάρους και τις αποπνικτικές επιπτώσεις του θερμού κλίματος. Ήταν, ωστόσο, ο πρόδρομος του μεσαιωνικού ιππότη.


Οι ναυμαχίες ήταν μια ακόμα διάσταση του πολέμου για τους Έλληνες, ως προέκταση της ενασχόλησης τους με την θάλασσα μέσω του εμπορίου, των μετακινήσεων, και της διατροφής τους (ψάρεμα). Οι Έλληνες έχουν μια μακρά και πλούσια ναυτική ιστορία, από τότε που ο μυθικός βασιλιάς Μίνωας δημιούργησε θαλασσοκρατία από το νησί της Κρήτης. Ο Ναυτικός πόλεμος διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στις συγκρούσεις κατά τις Κλασικές και Ελληνιστικές περιόδους, τόσο μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών όσο και μεταξύ Ελλήνων και ξένων. 


Εκτός από τα λογοτεχνικά έργα, λίγα στοιχεία έχουν διασωθεί για τις πολεμικές συγκρούσεις των Ελλήνων. Ωστόσο, πολλές ναυτικές μάχες είχαν καθοριστικές επιπτώσεις στις συγκρούσεις και τους πολέμους της εποχής. Η μεγάλη ναυμαχία της Σαλαμίνας το 480 π.Χ. βοήθησε να σταματήσει τους Πέρσες και το 405 π.Χ. ήταν η ναυμαχία στην περιοχής Αιγός ποταμοί στο Ελλήσποντο που εξασφάλιζε τη νίκη της Σπάρτης κατά τον Δεύτερο Πελοποννησιακό Πόλεμο.


Το κύριο πολεμικό πλοίο της Κλασικής Περιόδου ήταν η τριήρης, η οποία είχε εξελιχθεί από μικρότερα σκάφη γνωστά ως πεντηκόντοροι. Η τριήρης ήταν ένα γρήγορο σκάφος με τρεις σειρές κωπηλατών, που έπλεε είτε με πανιά είτε με κωπηλασία, αν και πάντα χρησιμοποιούνταν κωπηλάτες κατά τη διάρκεια της μάχης. Το ίδιο το πλοίο ήταν ένα όπλο, εξοπλισμένο με ένα μεγάλο έμβολο και σχεδιάστηκε κατά κύριο λόγο για να πραγματοποιεί εμβολισμούς εναντίον άλλων πλοίων χρησιμοποιώντας ταχύτητα και ελιγμούς. Επίσης, έφερε ναυτικούς (επιβάτες) οπλισμένους για κοντινές μάχες σώμα με σώμα ή που έφεραν τόξα και άλλα όπλα εκτόξευσης που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να στοχεύσουν τα πληρώματα των εχθρικών πλοίων.


Ίσως το μεγαλύτερο παράδειγμα αμφίβιας επιχείρησης στην Κλασική Ελλάδα και όχι μόνο, είναι η αθηναϊκή αποστολή κατά της Σικελίας το 415-413 π.Χ. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ότι ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση μέχρι εκείνη την εποχή και αναλύει λεπτομερώς μια δύναμη από 136 πολεμικά πλοία, μερικά από τα οποία είχαν μετατραπεί σε μεταγωγικά, καθώς και μια μεγάλη υποστηρικτική δύναμη 30 πλοίων με προμήθειες και άνω των 100 άλλων βοηθητικών πλεούμενων. Αυτές οι δυνάμεις επιχείρησαν στη νότια Ιταλία και στη συνέχεια σε ολόκληρη την ανατολική ακτή της Σικελίας, με αποκορύφωμα μια μακρά και αιματηρή πολιορκία των Συρακουσών.


Η πιο βασική ναυτική τακτική ήταν αυτή της επιβίβασης, χρησιμοποιώντας οπλίτες και άλλο πεζικό για να επιβιβαστούν σε κάποιο εχθρικό σκάφος και να αποκτήσουν τον έλεγχο του. Μια αθηναϊκή τριήρης είχε συνήθως 10 οπλίτες και 4 τοξότες, παρόλο που ο αριθμός αυτός άλλαξε με την πάροδο του χρόνου. Το μεγαλύτερο μέγεθος των ελληνιστικών σκαφών, τους επέτρεψε να φέρουν περισσότερους τοξότες και πυροβολικό που θα μπορούσαν να αποδυναμώσουν ένα εχθρικό πλοίο πριν πηδήσουν επάνω του.


Μία από τις συνηθισμένες τακτικές που χρησιμοποιούσαν τα πολεμικά πλοία ήταν ο ελιγμός, ο διέκπλους, που προκαλούσε ρήγμα στους αντίπαλους ναυτικούς σχηματισμούς. Αυτό αφορούσε πλοία που σχημάτιζαν γραμμής μπροστά και μπαίνοντας ανάμεσα στα αντίπαλα πλοία επιτίθονταν στις εκτεθειμένες τους πλευρές. Ήταν μια τακτική που είχε μεγάλο ρίσκο, επειδή τα επιθετικά πλοία έμεναν με τις δικές τους πλευρές εκτεθειμένες μέχρι να διεισδύσουν.


Οι τριήρεις δεν ήταν όλες ίδιες. Η κατασκευή τους ήταν πάντα συνάρτηση του ρόλου που καλούνταν να διαδραματίσουν. Μια άλλη κοινή τακτική ήταν ο περίπλους, η κυκλωτική κίνηση. Αυτό ευνοούσε γενικά όταν ο αντίπαλος είχε αριθμητική ανωτερότητα. Η τακτική αυτή απαιτούσε επίσης γρήγορα πλοία, ώστε να φτάσουν οι άκρες του σχηματισμού να επιτεθούν στο πίσω μέρος των αντιπάλων, πιθανώς όσο αυτοί ήταν απασχολημένοι με τα πλoια που βρίσκονταν μπροστά τους. Κάπως έτσι νίκησαν οι Έλληνες στη ναυμαχία της Σαλαμίνας.

Τέλος, τα πολεμικά πλοία θα μπορούσαν να σχηματίσουν έναν σχηματισμό αμυντικού κύκλου. Στο Αρτεμισίο το 480 π.Χ., οι αριθμητικά λιγότεροι Έλληνες σχημάτισαν αυτόν τον αμυντικό κύκλο. Μετά οι Έλληνες επιτέθηκαν ταυτόχρονα προς τα έξω στους Πέρσες, οι οποίοι εκείνη τη στιγμή έπλεαν γύρω από τον ελληνικό σχηματισμό και είχαν αφήσει τις πλευρές τους εκτεθειμένες.


Από την μυκηναϊκή περίοδο υπάρχουν μόνο κάποιες ενδείξεις για τις πρώιμες ελληνικές πολεμικές συρράξεις. Τα επικά ποιήματα του Ομήρου, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, έχουν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για να δώσουν μια εικόνα της μυκηναϊκής κοινωνίας, αλλά μάλλον στην πραγματικότητα περιέχουν λαϊκές μνήμες. Αυτό σημαίνει ότι τα αποδεικτικά στοιχεία περιορίζονται βασικά στα αρχαιολογικά ευρήματα, συμπεριλαμβανομένου και ενός περιορισμένου αριθμού γραμμικών δίσκων Β’, κυρίως από τα παλάτια της εποχής.


Τα ανεξάρτητα μυκηναϊκά βασίλεια ήταν μάλλον κεντρικά ελεγχόμενα, σε πολλές περιπτώσεις από έναν μόνο άνθρωπο, τον βασιλιά. Ένοπλες συγκρούσεις απεικονίζονται σε τοιχογραφίες από διάφορες τοποθεσίες, όπως οι Μυκήνες, η Τίρυνθα και ο Ορχομενός, ενώ τα Μυκηναϊκά ανάκτορα είχαν χώρους όπλων, συμπεριλαμβανομένων και ελαφρών αρμάτων.

Τα άρματα μπορεί να εισήχθησαν στην Ελλάδα από την Μικρά Ασία. Αν και χρησιμοποιήθηκαν εκεί μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η στρατιωτική χρήση τους στην ηπειρωτική Ελλάδα ήταν πολύ περιορισμένη. Αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους: το τραχύ έδαφος στο μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας είναι ακατάλληλο για άρματα, ενώ είχαν υψηλό κόστος και σχετική αναποτελεσματικότητά. Παρά τις περιορισμένες αποδείξεις, φαίνεται ότι οι Έλληνες χρησιμοποίησαν άρματα σε μάχες πριν από τους Σκοτεινούς χρόνους. Το κλασικό άρμα ήταν δίτροχο και το τραβούσαν δύο ή ίσως μερικές φορές τέσσερα άλογα. Το πλήρωμα του περιελάμβανε τον οδηγό και τον πολεμιστή. Ο πολεμιστής χρησιμοποίησε είτε τόξο, είτε δόρυ από το άρμα και ίσως κατέβαινε για να πολεμήσει, ιδιαίτερα σε τραχύ έδαφος. Άρματα και άλογα ήταν πολύ ακριβά και αυτό ουσιαστικά τα περιόριζε στις κοινωνίες των παλατιών των μινωικών και μυκηναϊκών κόσμων. Με το τέλος αυτών των κοινωνιών, τα άρματα εξαφανίστηκαν από τους ηπειρωτικούς ελληνικούς στρατούς.

Στις Αρχαϊκές και Κλασικές περιόδους, τα ελληνικά άρματα χρησιμοποιήθηκαν για τοπικές μετακινήσεις και αθλητικές εκδηλώσεις, τις αρματοδρομίες δύο και τεσσάρων αλόγων, που ήταν δημοφιλή γεγονότα σε πολλούς ελληνικούς αγώνες.


Οι ελληνιστικές μοναρχίες στη Μικρά Ασία, όπου το έδαφος ήταν συχνά καλύτερο για άρματα και μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε μεγαλύτερους αριθμούς, τα υιοθετούσαν συχνά, ωστόσο σπάνια έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο σε κάποια μάχη.

Από την κλασική εποχή, οι ελληνικοί στρατοί έκαναν μερικές φορές μάχες εναντίον λαών όπως οι Καρχηδόνιοι, οι Πέρσες και οι Ινδοί που χρησιμοποιούσαν άρματα. Αυτά σχεδόν πάντα αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά κατά των οπλιτών, ο δε Μέγας Αλέξανδρος είχε ελάχιστα προβλήματα με τα περσικά άρματα στα Γαυγάμηλα (331 π.Χ) ή με τα ινδικά άρματα στον ποταμό Υδάσπη (326 π.Χ).


Τα τείχη σε τοποθεσίες όπως οι Μυκήνες και η Τυρίνθα υποδηλώνουν με τον πλέον αξιόπιστο τρόπο την ύπαρξη συνεχούς απειλής. Το κοινό μοντέλο ήταν να οχυρωθεί μια κεντρική ακρόπολη, χρησιμοποιώντας μεγάλους σμιλευμένους ογκόλιθους για να κατασκευαστούν τεράστια τείχη που αργότερα οι Έλληνες πίστευαν ότι χτίστηκαν από τους Κύκλωπες (γι 'αυτό, τώρα αποκαλούνται "κυκλώπεια τείχη"). Η Τίρυνθα είναι ένα καλό παράδειγμα ελέγχου της πρόσβασης στην ακρόπολη με περιορισμένες εισόδους που έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε να οδηγούν τους επιτιθέμενους σε μια στενή περιοχή και να τους εκθέτουν, υποδεικνύοντας ότι οι συγκρούσεις ήταν κάτι περισσότερο από απλές επιδρομές.


Οχυρώσεις τέτοιου μεγέθους αποτελούσαν έργα με το μεγαλύτερο εργασιακό και οικονομικό κόστος που θα μπορούσε να αναλάβει μια πόλη-κράτος. Η ύπαρξη τους απαιτούσε πολύ μεγάλη κοινωνική οργάνωση. Ο ρόλος των οχυρώσεων ήταν βαθιά ενσωματωμένος στην ανάπτυξη της αρχαίας ελληνικής αστικής και κοινωνικής κουλτούρας, ακόμη και σε πολιτικό επίπεδο, καθώς οι οχυρώσεις εξασφάλιζαν την αυτονομία - πλήρη ή μερική - για τους πολίτες.


Το τείχος έπρεπε να έχει ένα ορισμένο ύψος για να εκπληρώσει το σκοπό του, και φαίνεται ότι κατά την Αρχαϊκή Περίοδο είχαν ύψος περίπου 6 μέτρα εσωτερικά και 8 μέτρα εξωτερικά, συμπεριλαμβανομένης της περιμέτρου. Οι επάλξεις ήταν ένα επιπλέον τείχος που διέτρεχε γύρω από το εξωτερικό ανώτερο άκρο της οχύρωσης για να προστατεύσει τους αμυνόμενους. Τα τείχη έπρεπε επίσης να έχουν ένα ορισμένο πλάτος, για να είναι δομικά σταθερά και για να εξασφαλίζουν ότι οι αμυνόμενοι στρατιώτες θα μπορούσαν να μετακινηθούν στην κορυφή, με αρκετό χώρο για ελιγμούς. Μια οχυρωματική κατασκευή θα έπρεπε να έχει αρκετές πύλες, για να εξασφαλίζει ότι οι άνθρωποι που ζούσαν μέσα θα μπορούσαν να βγουν. Μια πύλη αποτελεί πάντα ένα αδύναμο σημείο σε μια οχύρωση, γεγονός που θα ώθησε τους αρχιτέκτονες να σχεδιάζουν τείχη με όσο το δυνατόν λιγότερες πύλες.


Οι πύργοι είναι παρόντες από την εποχή των πρώτων τειχών, πρώτα απ 'όλα σε αδύναμα σημεία, όπως οι πύλες. Οι πύργοι διακρίνονται από τα τείχη, όντας ψηλότεροι. Ένας πύργος εξυπηρετούσε το σκοπό της παροχής μιας υψηλότερης γωνίας βολής από την κορυφή των τειχών, επιτρέποντας στους υπερασπιστές θέα στο μεγαλύτερο μέρος της γύρω περιοχής.


Οι εξωτερικές δομές - προτειχίσματα -που τοποθετούνταν μπροστά στα τείχη ήταν επιπλέον εμπόδια για τους εχθρούς και εμφανίζονται από πολύ νωρίς. Η τάφρος είναι το πιο συνηθισμένο τέτοιο έργο στην αρχαϊκή περίοδο, Οι οχυρώσεις είχαν, από νωρίς, τεράστιες απαιτήσεις για τις κοινότητες που τις ανέπτυξαν και οι πόλεις κατά τη διαδικασία της κατασκευής επιζητούσαν πολλούς ρεαλιστικούς τρόπους εξοικονόμησης χρόνου και χρήματος. Κατά την Κλασική περίοδο, οι οχυρώσεις είχαν ήδη διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στον αρχιτεκτονικό και τοπογραφικό σχεδιασμό των ελληνικών πόλεων-κρατών για αιώνες. Τον 5ο αιώνα, μια νέα κατηγορία οχύρωσης είναι τα τείχη πολιορκίας, για τα οποία μαθαίνουμε πρώτα στον Δεύτερο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Ένα τοίχο πολιορκίας περικύκλωνε μια ολόκληρη πολιορκημένη πόλη, με στόχο να εμποδίσει τους πολιορκημένους να έρθουν σε επαφή με τον έξω κόσμο και τους πολιορκητές.


Μέχρι να αποκτήσει τείχος στην Ελληνιστική Περίοδο, η Σπάρτη ήταν το εξαιρετικό παράδειγμα μιας πόλις που δεν ήταν περιτοιχισμένη. Στην Αρχαϊκή και την Κλασική εποχή, η Σπάρτη είχε έναν από τους ισχυρότερους στρατούς στην Ελλάδα και οι Σπαρτιάτες ίσως το είχαν δει ως ένδειξη αδυναμίας αν, όπως όλοι οι άλλοι , είχαν τείχη, ώστε να επιστρέψουν και να “κρυφτούν”, αν έχαναν κάποια μάχη.


Τα αστικά τείχη της Ελληνιστικής περιόδου ήταν γενικά υψηλότερα και ισχυρότερα από τα τείχη προηγούμενων περιόδων. Στόχος για την προάσπιση των οικισμών αυτής της περιόδου ήταν να αποφευχθεί η προσέγγιση των μηχανών πολιορκίας κοντά στον τοίχο. Αν συνέβαινε αυτό, ο αγώνας χάθηκε.


Ένα βασικό αμυντικό εργαλείο από τους πρώτους χρόνους, η θέση μιας πόλης σε υψηλή θέση για να καταστήσει τις επιθέσεις δύσκολες, έγινε όλο και πιο κοινή σε αυτή τη χρυσή εποχή των μηχανών πολιορκίας. Όμως, καθώς οι πόλεις της περιόδου ήταν συχνά υπερβολικά μεγάλες για να χωρέσουν σε μια κορυφή λόφου, μεγάλες εκτάσεις αποτελούμενες από ένα κεντρικό λόφο και από τους χαμηλότερους λόφους καθώς και από την απλή επικράτεια, ενσωματώνονταν συχνά σε οχυρώσεις και τα τείχη διέτρεχαν κατά μήκος κορυφογραμμών και λόφων, ώστε να γίνονται οι προσεγγίσεις των μηχανών όσο το δυνατόν πιο δύσκολα. Οι πεδιάδες, όπου υπήρχαν κοντά στα κάστρα, είχαν βαθιά τάφρο, ή μερικές τάφρους, όχι ακριβώς μπροστά στον τοίχο, αλλά περίπου 20 μέτρα μακριά από αυτό, και ένα ή περισσότερα μικρότερα τείχη και φράχτες. Αυτά θα εμπόδιζαν έναν στρατό, με ή χωρίς πολιορκητικές μηχανές, να φτάσουν κοντά στα κύρια τείχη, θα χάλαγαν την τακτική του, θα τον απασχολούσαν και θα έδιναν την άνεση στους υπερασπιστές να βάλλουν.


Φαίνεται απολύτως πιθανό ότι οι μη αριστοκράτες συμμετείχαν σε πολέμους και ίσως παρείχαν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων, αλλά η ηγεσία ήταν σίγουρα υπό την αριστοκρατίας. Στην Πύλο, δίσκοι Γραμμικής Β’ καταγράφουν ονόματα αξιωματικών, τον αριθμό των ανδρών τους και την τοποθεσία τους. Αυτό υποδηλώνει κάποιο είδος στρατιωτικής οργάνωσης, πιθανώς αποκεντρωμένης, με τοπικούς διοικητές που παρείχαν στρατεύματα σε μια κεντρική αρχή. Παρόλο που είναι πολύ πιθανό αυτό το σύστημα να ήταν ευρέως διαδεδομένο, υπάρχουν ανεπαρκή ευρήματα δίσκων από άλλες περιοχές, για να το επιβεβαιώσουν.


Τα όπλα και οι πανοπλίες, και εκείνων που καταγράφονται και εκείνων που θάφτηκαν με πολεμιστές, υποδηλώνουν ότι υπήρχε ένα μίγμα βαρέως και ελαφρού πεζικού, συμπεριλαμβανομένων των τοξοτών. Το βαρύ πεζικό είχε χάλκινα δόρατα, σπαθιά, μεγάλες ασπίδες και πανοπλίες. Υπάρχουν κάποιες μικρές ενδείξεις που δείχνουν ότι προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής οι μάχες αφορούσαν πιο οργανωμένους σχηματισμούς, ωστόσο, αυτό βασίζεται σε μεγάλο βαθμό σε περιορισμένο φάσμα εικονογραφικών και αρχαιολογικών στοιχείων.


Οι τοξότες εμφανίζονται στον Όμηρο όπου περιγράφονται συχνά να βάλλουν υπό την προστασία στρατευμάτων που φέρουν ασπίδα. Αυτό το στυλ μάχης εμφανίζεται στην γεωμετρική και αρχαϊκή ελληνική κεραμική και οι αναπαραστάσεις της χρονολογούνται σε χρόνους πριν από τη δημιουργία της Κλασικής ελληνικής πόλις, όταν οι πολεμιστές ήταν απόλυτα υπεύθυνοι για τον δικό τους εξοπλισμό και εκπαίδευση, χωρίς κρατική συμμετοχή. Η μόνη περιοχή στην Ελλάδα όπου οι νεαροί συστηματικά εκπαιδεύτηκαν για να πολεμήσουν ως τοξότες ήταν η Κρήτη, και οι Κρητικοί τοξότες χρησιμοποιήθηκαν ως μισθοφόροι από άλλες ελληνικές πόλεις - κράτη από τους πρώτους χρόνους.


Αττικά αγγεία, που χρονολογούνται την εποχή του τύραννου Πεισίστρατου, δείχνουν Σκύθες μισθοφόρους τοξότες που βάλλουν πίσω από τις ασπίδες οπλιτών. Τόσο ο τύραννος Πολυκράτης της Σάμου (574-522 π.Χ.) όσο και ο Γέλων ο Συρακούσιος (540-478 π.Χ.) διατηρούσαν δυνάμεις τοξοτών, 1.000 και 2.000, αντίστοιχα, αλλά δεν είναι γνωστό και στις δύο περιπτώσεις αν ήταν αλλοδαποί μισθοφόροι ή ντόπιοι στρατιώτες. Η Αθήνα δεν αναφέρεται να διαθέτει τοξότες στο Μαραθώνα, αλλά είχε και στη Σαλαμίνα, όπου κάθε τριήρης είχε τέσσερις τοξότες και στις Πλαταιές. Την παραμονή του Πελοποννησιακού Πολέμου (431-404) η Αθήνα είχε 200 έφιππους τοξότες και 1.600 τοξότες πεζικού. Οι Αθηναίοι πήραν 480 τοξότες μαζί τους στη Σικελία, από τους οποίους 80 ήταν Κρήτες.

Οι Λακεδαιμόνιοι αντίπαλοι τους δεν είχαν τα χρήματα να πληρώνουν για τοξότες σε τακτική μόνιμη βάση. Οι “σπαρτιάτες” τοξότες που το 424 ήταν Κρητικοί μισθοφόροι που πιθανότατα προσελήφθησαν από την Κνωσό και τις δυτικές Κρητικές πολιτείες σύμμαχες της Σπάρτης. 


Οι τοξότες ήταν θανατηφόροι ενάντια σε άλλα ελαφριά στρατεύματα που δεν είχαν προστατευτική πανοπλία. Όμως ο οπλισμός τον οπλιτών δεν κινδύνευε από αυτούς. Καθώς όμως η θωράκιση των οπλιτών άρχισε να γίνεται ελαφρότερη με την πάροδο του χρόνου, η τοξοβολία απέκτησε κεντρικότερο ρόλο. Ο μακεδονικός στρατός του Φίλιππου και του Αλέξανδρου είχε ένα σύνταγμα Μακεδόνων τοξοτών καθώς και ένα σύνταγμα Κρητικών μισθοφόρων, που κατά πάσα πιθανότητα, αρχικά εκπαιδεύονταν τους Μακεδόνες. Πιθανότατα ήταν λόγω των Περσών που δημιουργήθηκαν συνδυασμένες μονάδες τοξοτών και σφενδονιστών. 


Η σφεντόνα ήταν ένα όπλο χαμηλού στάτους. Κατά τη διάρκεια του δεύτερου Πελοποννησιακού Πολέμου στη Σφακτήρια ήταν ένα από τα όπλα που χρησιμοποίησαν οι Αθηναίοι ναυτικοί για να εξαναγκάσουν την παράδοση της φρουράς. Σε αντίθεση με τους τοξότες, η Κλασική Αθήνα ποτέ δεν οργάνωσε σώμα σφενδονιστών και αυτό συνέβη παρά τις στρατιωτικές αρετές του όπλου. 


Για τους σφενδονιστές διαβάζουμε στον Ξενοφών και στην Κύρου Ανάβασις, όπου οι μύριοι δεινοπαθούν από τις βολές σδενδονιστών, οι οποίοι ξεπέρναγαν τις βολές των Κρητών τοξοτών:

Ἡμεῖς οὖν εἰ μέλλοιμεν τούτους εἴργειν ὥστε μὴ δύνασθαι βλάπτειν ἡμᾶς πορευομένους, σφενδονητῶν τὴν ταχίστην δεῖ καὶ ἱππέων. ἀκούω δ᾽ εἶναι ἐν τῷ στρατεύματι ἡμῶν Ῥοδίους, ὧν τοὺς πολλούς φασιν ἐπίστασθαι σφενδονᾶν, καὶ τὸ βέλος αὐτῶν καὶ διπλάσιον φέρεσθαι τῶν Περσικῶν σφενδονῶν. 

ἐκεῖναι γὰρ διὰ τὸ χειροπληθέσι τοῖς λίθοις σφενδονᾶν ἐπὶ βραχὺ ἐξικνοῦνται, οἱ δὲ Ῥόδιοι καὶ ταῖς μολυβδίσιν ἐπίστανται χρῆσθαι. 

ἢν οὖν αὐτῶν ἐπισκεψώμεθα τίνες πέπανται σφενδόνας, καὶ †τούτῳ† μὲν δῶμεν αὐτῶν ἀργύριον, τῷ δὲ ἄλλας πλέκειν ἐθέλοντι ἄλλο ἀργύριον τελῶμεν, καὶ τῷ σφενδονᾶν ἐν τῷ τεταγμένῳ ἐθέλοντι ἄλλην τινὰ ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν, ἴσως τινὲς φανοῦνται ἱκανοὶ ἡμᾶς ὠφελεῖν.

[Αν έχουμε λοιπόν σκοπό να τους εμποδίσουμε, ώστε να μην μπορούν να μας κάνουν κακό όσο προχωρούμε, τότε είναι ανάγκη να ετοιμάσουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα, σφεντονήτες και ιππείς. Μαθαίνω πως έχουμε στο στρατό μας άντρες από τη Ρόδο και πολλοί απ᾽ αυτούς, όπως λένε, ξέρουν να χτυπούν με τις σφεντόνες και μάλιστα η πέτρα που ρίχνουν φτάνει σε διπλάσια απόσταση απ᾽ ό,τι φτάνει με τις περσικές. 

Και ρίχνουν οι Πέρσες σε μικρότερη απόσταση, γιατί στις σφεντόνες τους χρησιμοποιούν πέτρες σε μέγεθος γροθιάς, ενώ οι Ροδίτες ξέρουν να μεταχειρίζονται και μολυβένιες μπάλες. 

Έτσι, αν ερευνήσουμε να δούμε ποιοί απ᾽ αυτούς έχουν σφεντόνες, και τις πάρουμε δίνοντάς τους χρήματα, κι αν πληρώσουμε κι άλλα σε κείνους που θα δεχτούν να πλέκουν κι άλλες σφεντόνες, αν ακόμα απαλλάξουμε από κάποιες αγγαρείες όσους θα θέλουν να είναι σφεντονήτες μέσα στην παράταξη, ίσως θα παρουσιαστούν μερικοί που θα έχουν την ικανότητα να μας φανούν χρήσιμοι.]


Η μυκηναϊκή κοινωνία φαίνεται να αρχίζει να εξαφανίζεται από τον 13ο αιώνα, με τη Θήβα και τον Ορχομενό στη Βοιωτία να καταστρέφονται γύρω στα 1250 π.Χ. Ορισμένες περιοχές που βρίσκονται πιο νότια φαίνεται να έχουν επιβιώσει από τις επιθέσεις την ίδια εποχή και ως εκ τούτου ενίσχυσαν την οχύρωση τους. Η άποψη για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν ότι η τελική καταστροφή ή η καταστροφή στο σημείο που οι οικισμοί έγιναν σκιά του πρώην εαυτού τους, συνέβησαν στις αρχές του 12ου π.Χ. αιώνα. Οι συγκρούσεις μεταξύ των οικισμών και ακόμη και φυσικές καταστροφές συνέβαλαν πιθανότατα, αλλά για πολλά χρόνια η κλίμακα και το χρονοδιάγραμμα της καταστροφής καθώς και οι μεταβολές στην κεραμική έκαναν τους μελετητές να ευνοήσουν την εξήγηση της εισβολής. Οι μεταγενέστεροι Έλληνες πίστευαν σίγουρα ότι η Ελλάδα προσβλήθηκε από το βορρά από τους Δωριείς, οι οποίοι αντικατέστησαν την υπάρχουσα κοινωνία, μετατρέποντας πολλούς από τους αρχικούς κατοίκους σε υποτακτικού. Οι Δωριείς ήταν ελληνικό φύλο, το οποίο καταγόταν σύμφωνα με τις γραπτές παραδόσεις από την οροσειρά της Πίνδου. Κατά την παλαιά παραδοσιακή θεωρία και κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες, οι Δωριείς κατέβηκαν στη νότια Ελλάδα περίπου τον 12ο π.Χ. αιώνα και κατέλυσαν τον Μυκηναϊκό πολιτισμό, καθώς διέθεταν όπλα από σίδηρο, που ήταν ανώτερα από τα χάλκινα των Μυκηναίων. Ωστόσο, πιο πρόσφατες ανασκαφές έχουν δείξει ότι σε κάποιες τοποθεσίες οι κάτοικοι επέστρεψαν και οι μεταβολές στην αγγειοπλαστική θα μπορούσαν να προέρχονται από εισαγωγή παρά από κατάκτηση. Η εικόνα μιας συνολικής σειράς στρατιωτικών καταστροφών δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο κάποτε πιστευόταν, με τα διαθέσιμα στοιχεία να είναι επί του παρόντος ανεπαρκή για να επιτρέψουν μια τεκμηριωμένη κρίση για το τι συνέβη πραγματικά και κατέρρευσαν “οι Μυκηναίοι”.


Σκοτεινοί χρόνοι - Όπως υποδηλώνει το όνομα, λίγα στοιχεία είναι διαθέσιμα για την περίοδο αυτή της ελληνικής ιστορίας, αν και η εικόνα αρχίζει να βελτιώνεται από τον 8ο π.Χ. αιώνα και μετά. Υπάρχουν στοιχεία για κάποια συνέχεια των όπλων μετά την «κατάρρευση» της μυκηναϊκής κοινωνίας. Εάν τα αποδεικτικά στοιχεία από τους δίσκους της Πύλου είναι ακριβή και η στρατιωτική δύναμη που διατίθεται σε έναν άρχοντα παρέχεται από τοπικούς διοικητές, τότε η καταστροφή των παλατιών μπορεί να μην επηρέασε τόσο τη στρατιωτική υποδομή. Ωστόσο, θα ήταν σίγουρα κατακερματισμένη σε κάποιο βαθμό και πιθανώς θα μείωσε σημαντικά το μέγεθος των δυνάμεων που θα μπορούσαν να συγκεντρωθούν από ένα άτομο. Για έναν περίπου αιώνα μετά τις καταστροφές των ανακτόρων, η μυκηναϊκή κουλτούρα εξακολούθησε να υφίσταται, αν και παρουσιάζει σημάδια οικονομικής εξασθένησης και σημαντικής μείωσης του πληθυσμού. Τότε φαίνεται ότι υπήρξε ένα πολύ σημαντικό πολιτιστικό διάλειμμα, καθώς χάθηκαν οι αναμνήσεις του παρελθόντος της Εποχής του Χαλκού. Η αναζωπύρωση του ελληνικού πολιτισμού τον 8ο π.Χ. αιώνα επηρεάστηκε βαθιά από μη ελληνικούς πολιτισμούς, όπως εκείνοι της Αιγύπτου, της Φοινίκης και της Ασσυρίας.


Η Ιλιάδα και η Οδύσσεια του Ομήρου, που πιθανότατα χρονολογούνται στις αρχές του 7ου π.Χ. αιώνα, μπορούν να παράσχουν κάποια βοήθεια στην ανασυγκρότηση των πολέμων κατά το τελευταίο μέρος αρχαιοελληνικού μεσαίωνα. Ενώ τα έπη είναι πιθανό να περιέχουν κάποιες αναμνήσεις από τη Μυκηναϊκή Ελλάδα, ιδιαίτερα τα «ηρωικά» στοιχεία. Οι διενέξεις συνεχίστηκαν σαφώς, τόσο μεταξύ των Ελλήνων όσο και με το κύμα αποικισμού από τα 750 π.Χ., με τοπικούς πληθυσμούς γύρω από τη Μεσόγειο. Η ομηρική λογοτεχνία υποδηλώνει ότι ο πόλεμος κυριαρχείται από οπλαρχηγούς που διοικούν ομάδες ακολούθων. Αν και οι επιδρομές πρέπει να ήταν κοινές, οι πολεμικές συρράξεις ήταν επίσης ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα, αλλά τα μεγέθη των στρατών που εμπλέκονταν δεν θα μπορούσαν να είναι μεγάλα. Προς το τέλος της περιόδου φαίνεται ότι, παρά τη λογοτεχνική έμφαση στους οπλαρχηγούς και τους αριστοκρατικούς ήρωες, μεγάλο μέρος των μαχών έγινε από άτομα με μέσο κοινωνικό βαθμό σε κάποιο είδος πεζικού σχηματισμού. Οι άντρες σε αυτούς τους σχηματισμούς χρησιμοποίησαν πιθανότατα εξοπλισμό κοντά ή και πανομοιότυπο με την μεταγενέστερη πανοπλία του οπλίτη, και ίσως έφεραν ακόντιο καθώς και δόρυ που ήταν χαρακτηριστικό των οπλιτών στους επόμενους αιώνες.


Τίποτα δεν είναι γνωστό για τον Όμηρο και υπάρχουν αντεπιχειρήματα για το αν ο ίδιος ο ποιητής έγραψε και τα δύο έπη. Ωστόσο συμφωνείται γενικά ότι και τα δύο έργα προέρχονται από μια παράδοση της προφορικής ποίησης στην οποία οι ραψωδίες έπαιρναν παραδοσιακές ιστορίες και τις επαναλάμβανε σε διαφορετικές εκδοχές.


Οι περιγραφές μάχης του Ομήρου δείχνουν σαφώς μεγάλες συρράξεις πεζικών τμημάτων, αλλά επικεντρώνουν στις πράξεις των ηρώων, που είναι συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής. Οι ομηρικές μάχες συχνά κρυσταλλώνονται σε μια σειρά ατομικών μαχών, και η ζημιά που προκαλούν τα όπλα στα ανθρώπινα σώματα περιγράφονται με εκπληκτική λεπτομέρεια, σχεδόν σε αργή κίνηση. Οι ήρωες κάνουν απίστευτα μεγάλες ομιλίες στη μέση της μάχης και οι θεοί είναι αρκετά συχνά διατεθειμένοι να παρέμβουν για να σώσουν έναν ευνοημένο θνητό. Η εστίαση στους ήρωες της ανώτερης τάξης θα πρέπει να ευχαριστούσε ιδιαίτερα τους αριστοκρατικούς προστάτες των ραψωδών, πολλοί από τους οποίους έβλεπαν τους εαυτούς τους ως απογόνους του Αχιλλέα, του Αίαντα, του Διομήδη και των υπολοίπων. Το ίδιο βέβαια θα συνέβαινε και για ολόκληρες κοινότητες και περιοχές που άκουγαν αυτές τις ιστορίες. Τόσο η Ιλιάδα όσο και η Οδύσσεια εμπεριέχουν έναν συνδυασμό τοπικής και εθνικής συνείδησης, που από την μια διαχωρίζουν την κάθε περιοχή, αλλά και την συνδέουν με τις υπόλοιπες ελληνικές κοινότητες.


Τα όπλα και οι πανοπλίες των ηρώων ποικίλλουν, αλλά δεν διαφέρουν πολύ από τον εξοπλισμό του οπλίτη που ήταν πιθανό να χρησιμοποιείται την στιγμή που τα έπη πήραν την τελική μορφή τους. Οι ασπίδες, ειδικότερα. φαίνεται να είναι στρογγυλές και εξαιρετικά μεγάλες. Τόσο μεγάλες και προφανώς βαριές που μόνο ήρωες θα μπορούσαν να τις χειριστούν. Την ίδια στιγμή, οι πολεμιστές χειρίζονται δόρατα (μερικές φορές πάλι εξαιρετικού μεγέθους) που τα χρησιμοποιούν για νύξη ή ρίψη. Μερικοί αριστοκρατικοί πολεμιστές, όπως ο Πάρης και ο Τεύκρος, ήταν τοξότες, αλλά γενικά ο Όμηρος φαίνεται να θεωρεί το τόξο μαζί με τη σφεντόνα ως όπλο πιο κατάλληλο για τους κοινούς πεζικάριους. Οι ήρωες συνήθως φορούν χάλκινους θώρακες και περικνημίδες, με χάλκινο κράνος που έφερε λοφίο. Περιστασιακές περιγραφές δερμάτινων σκούφων κάνουν την εμφάνιση τους, ωστόσο όντας μυθικοί ήρωες, ο εξοπλισμός τους είναι επίσης συχνά από χρυσό και ασήμι. 


Γύρω από τους ήρωες και στις δύο πλευρές - Ελλήνων και Τρώων - υπάρχει μια μεγάλη ανώνυμη μάζα στρατιωτών, που διαδραματίζουν σαφώς σημαντικό ρόλο στη μάχη, έστω και αν ο ποιητής τους αφήνει συχνά στο παρασκήνιο. Κάποιες φορές γίνονται αναφορές σε σχηματισμούς που θυμίζουν την μετέπειτα φάλαγγα, και κάποιοι εικάζουν ότι ο ομηρικός πόλεμος ήταν στην πραγματικά ίδιος με τις μετέπειτα τακτικές, εκτείνοντας προς τα πίσω την συνέχεια της ελληνικής πολεμικής κουλτούρας. Σε ένα σημείο, για παράδειγμα, οι στρατιώτες προχωρούν

"Και ότ᾽ έφθασαν και εβρέθηκαν εις έναν τόπον όλοι,

τα τόμαρα και τ᾽ άρματα και τ᾽ ανδρειωμένα στήθη,

τα χαλκοθώρηκτ᾽ έσμιξαν· κι οι ομφαλωτές ασπίδες

απ᾽ τα δυο μέρη εγγίζονταν, και ο κόσμος εβροντούσε.” 

(Ομήρος, Ιλιάδα, Θ.60-67,)


Στα ελληνικά αγγεία του πρώτου μισού του 7ου π.Χ. αιώνα (700-650) απεικονίζονται πολεμικοί εξοπλισμοί που ταιριάζουν με αυτό που περιγράφεται στον Όμηρο. Αυτό, λοιπόν, γίνεται ένα σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο για τη χρονολόγηση της τελικής σύνθεσης της Ιλιάδας. Μέχρι τα τέλη του 7ου π.Χ. αιώνα, στα ποιήματα του Τυρταιού, μπορούμε να δούμε την εξέλιξη προς την τακτική των στενών σχηματισμών. Αυτό μπορεί να υποδηλώνει ότι ο ομηρικός πόλεμος είναι στην πραγματικότητα, αφού αφαιρεθεί η ποιητική αδεία, μια ακριβής αναφορά του πολέμου σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όταν είχε αρχίσει να υιοθετείται ο εξοπλισμός των οπλιτών, πιθανώς για μεγαλύτερη αυτοπροστασία μέσα σε ένα ρευστό πεδίο μάχης, αλλά πριν από τη φάλαγγα των στενών σχηματισμών και της υπεροχής της.


Το φαινόμενο της αποικιοκρατίας, που ξεκίνησε ακριβώς στο τέλος της Σκοτεινής Εποχής, είναι ενδεικτικό εσωτερικής σύγκρουσης. Η αποικιοποίηση προέρχεται συχνά από τις πιέσεις που προκαλούνται λόγο έλλειψη γης που οφείλεται σε υπερπληθυσμό, ξηρασία ή άλλες επιρροές ή, πιθανότατα, σε εσωτερικές αντιπαραθέσεις. Δεδομένης της φύσης της αριστοκρατικής κοινωνίας, ιδιαίτερα της "κοινωνίας της τιμής και του κύρους" που απεικονίζεται στον Όμηρο, οι εσωτερικές συγκρούσεις μεταξύ ατόμων ή οικογενειών αριστοκρατών πρέπει να ήταν σχετικά συχνές. Οι ισχυροί δεσμοί μεταξύ των αριστοκρατών από διαφορετικές πόλεις ή περιφέρειες, συμπεριλαμβανομένης της κοινής πρακτικής έγγαμων σχέσεων μεταξύ των οικογενειών τους, πρέπει επίσης, σε ορισμένες περιπτώσεις, να προκάλεσε εξωτερικές συγκρούσεις.


Αρχαϊκή περίοδος - Από πολλές απόψεις η Αρχαϊκή περίοδος χαρακτηρίστηκε από αναδυόμενες κοινωνικές καταστάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις. Παράλληλα συνέβησαν σημαντικές εξελίξεις στις διακρατικές συγκρούσεις. Η εσωτερική σύγκρουση αντικατοπτρίστηκε στα φαινόμενα του αποικισμού και της τυραννίας, ενώ η ανάπτυξη των οπλιτών επηρεάστηκε από αυτά και τα επηρέασε.


Κατά την αρχαϊκή περίοδος είχαμε τη συνέχιση του κύματος αποικισμού και αυτό θα μπορούσε να είναι μια αιτία σύγκρουσης με ντόπιους πληθυσμούς. Ωστόσο, αυτό λειτούργησε και ως βαλβίδα αποσυμπίεσης στις μητρικές περιοχές, που προέρχονταν από συγκρούσεις μεταξύ αριστοκρατικών φατριών ή μεταξύ πλουσίων και φτωχών.


Άλλες φορές, λύσεις στις εσωτερικές συγκρούσεις έδινε η εγκαθίδρυση τυραννιών και το συνακόλουθο φαινόμενο των νομοθετών, συχνά ως μια εναλλακτική λύση στην τυραννία. Η τυραννία και οι νομοθέτες - μεταρρυθμιστές - υπήρχαν και σε όλες τις άλλες περιόδους της ελληνικής ιστορίας, αλλά ήταν αναμφισβήτητα πιο συχνές στην Αρχαϊκή περίοδο. Η περίοδος από την άνοδο του Φείδωνα στο Άργος (περίπου στα 675) μέχρι το τέλος των Πεισιστρατίδων στην Αθήνα (510) ονομάστηκε εποχή των τυράννων, λόγω του αριθμού των τυραννιών και των τυραννικών δυναστειών. Τυραννίες υπήρχαν στο Άργος, την Κόρινθο, στη Σικυώνα, στην Αθήνα, σε άλλες ηπειρωτικές πολιτείες και προς το τέλος της περιόδου στη Σικελία. 


Ένας τύραννος, συχνά με αποδεδειγμένη επιτυχή στρατιωτική καριέρα και με κάποια λαϊκή υποστήριξη, παρουσιαζόταν ως λύση σε διάφορα αδιέξοδα. Σε αρκετές περιπτώσεις οι τύραννοι αρχικά επιλύαν ειρηνικά ή με βία εσωτερικές συγκρούσεις και, αν και υπήρχαν εξαιρέσεις, έτειναν γενικά να αποφεύγουν τις εξωτερικές συγκρούσεις. Τόνιζαν τα μέτρα εσωτερικής ασφάλειας για την καταστολή της αντιπολίτευσης και δεν ήταν ασυνήθιστο τα καθεστώτα να γίνονται σκληρότερα με την πάροδο του χρόνου - στις περιπτώσεις τυρρηνικών δυναστειών. Αυτό συχνά οδηγούσε σε εσωτερικές, αριστοκρατικές εξεγέρσεις για να σκοτώσουν ή να απελαθούν τύραννοι.


Όταν δεν είναι απλώς συνώνυμο του βασιλέως, στην αρχαϊκή περίοδο η λέξη τύραννος φαίνεται να υποδεικνύει τον τρόπο που ένας κυβερνήτης ήρθε στην εξουσία, όχι τη φύση του καθεστώτος. Οι αρνητικοί συνειρμοί της τυραννίας αναπτύχθηκαν αργότερα. Αρχικά, όταν τα κληρονομικά συστήματα της μοναρχίας ή της αριστοκρατίας ήταν ο κανόνας, τύραννος ήταν ο άνθρωπος που ανέβαινε στην εξουσία χωρίς να την κληρονομήσει. Σε αυτή την περίοδο, η τυραννία φαίνεται να έχει σχεδόν το νόημα της επιλογής που βασίζεται στην αξία - κάποιος που επιλέχθηκε για “την δουλειά” αντί να την κληρονομήσει.


Οι αρνητική σημασία άρχισε - επίσης αρκετά νωρίς - όταν η δεύτερη γενιά ήταν λιγότερο ταλαντούχα από την πρώτη. Μολονότι υπήρχαν διάφοροι εξίσου σημαντικοί λόγοι για την εμφάνιση της τυρρανίας στην Ελλάδα, ένας από αυτούς ήταν η διάλυση της αριστοκρατικής κυριαρχίας και η εισαγωγή του πολέμου των οπλιτών. Ο Ισίοδος, ένας από τους πρώτους Έλληνες ποιητές (έγραψε περίπου στα 700), παρουσιάζει την άποψη της καταπιεστικής και διεφθαρμένης αριστοκρατικής κυριαρχίας. Αυτό σίγουρα φαίνεται να ήταν ένας παράγοντας στην άνοδο του Κύψελου - που συχνά θεωρείται ως ο πρώτος «αληθινός» τύραννος- στην Κόρινθο, ο οποίος εκτόπισε την οικογένεια των Βακχιάδων που ήταν αυταρχικοί, ενώ οι συνεχείς διαμάχες μεταξύ των αριστοκρατικών φυλών στην Αθήνα δημιούργησε τις συνθήκες για την τυραννία του Πεισίστρατου.


Γενικά οι τυραννίες αυξάνονταν σε περιόδους συγκρούσεων, είτε εσωτερικών, μεταξύ αριστοκρατικών ή άλλων φατριών, είτε μεταξύ τάξεων ή διαφορετικών φυλετικών εξωτερικών στοιχείων ή και των δύο συνδυασμένων. Το κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν η απόφαση πολλών ή αρκετών ανθρώπων με επιρροή να δώσουν την εξουσία σε κάποιον που πίστευαν ότι θα μπορούσε να αντιμετωπίσει μια σύγκρουση ( φυλετική, ταξικής, οικονομικής ή στρατιωτική). Τυρρανίες επιβάλλονταν και  εξωτερικά, όπως στην περίπτωση της Περσικής κυριαρχίας στην ελληνική Μικρά Ασία και της Μακεδονικής ηγεμονίας στην υπόλοιπη Ελλάδα μετά τον Αλέξανδρο.


Μια εναλλακτική της τυραννίας ήταν ο διορισμός ενός ατόμου για τη μεταρρύθμιση των νόμων. Ο Λυκούργος, που φέρεται ως ο υπεύθυνος για την ίδρυση του Σπαρτιάτικου Συντάγματος, είναι ένα ενδιαφέρον παράδειγμα, αλλά ιδιαίτερα προβληματικό. Μπορεί να μην υπήρξε ποτέ και αν υπήρξε, οι ημερομηνίες που νομοθέτησε είναι αρκετά αβέβαιες. Το πιο διάσημο παράδειγμα από όλα είναι του Σόλωνα της Αθήνας, του οποίου οι μεταρρυθμίσεις στις αρχές του 6ου π.Χ. αιώνα φαινομενικά αποσκοπούν στην επίλυση σοβαρών εσωτερικών συγκρούσεων, προφανώς με μεγάλη οικονομική βάση. Μια ελαφρώς παλαιότερη προσπάθεια επίλυσης αυτής της έντασης, ήταν η κωδικοποίηση των νόμων υπό τον Δράκοντα. Οι βίαιες διαμάχες στην Αθήνα ανάμεσα σε δύο αριστοκράτες, τον Ισάγορα και τον Κλεισθένη και τους υποστηρικτές τους οδήγησαν στη στρατιωτική επέμβαση της Σπάρτης, που απέτυχε χάρη στη λαϊκή αντίσταση. Το αποτέλεσμα (περίπου στα 506) ήταν μια σειρά σημαντικών μεταρρυθμίσεων από τον Κλεισθένη, ο οποίος βασίστηκε στο έργο του Σόλωνα και έτσι προέκυψε η περίφημη αθηναϊκή δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα.


Η σχέση της αθηναϊκής δημοκρατίας με τον πόλεμο ήταν άμεση και διττή. Παρά τις αριστοτελικές αντιλήψεις, ότι η άνοδος της δημοκρατίας είχε ως αποτέλεσμα την άνοδο της στρατιωτικοποίησης, το δημοκρατικό πολίτευμα ναι μεν έδωσε την δυνατότητα στον δήμο να γίνουν οπλίτες και ναυτικοί σε μεγαλύτερους αριθμούς, ωστόσο η δημόσια συζήτηση μείωσε τον μιλιταρισμό, ανοίγοντας το θέμα των συνεπειών ενός πολέμου σε ολόκληρη την κοινωνία που συχνά ήταν αντίθετες με τα συμφέροντα της αριστοκρατικής ελίτ. Βέβαια η ανοιχτή συζήτηση ευνόησε και τις καινοτομίες, μεταξύ άλλων και στον στρατιωτικό τομέα. 


Λίγο ως πολύ υπάρχουν δύο είδη δημοκρατικής κουλτούρας: η “δημοκρατία των οπλιτών” και η “ναυτική δημοκρατία” που προέκυψε με το τέλος των Περσικών πολέμων. Η πρώτη θεωρείται μια αγνή, ευρεία ολιγαρχία. Η δεύτερη συνδέεται με την ηγεμονική επέκταση.



Η πολιτική φιλοσοφία άρχισε στην Κίνα και στην Ελλάδα σχεδόν την ίδια εποχή. Αλλά μόνο οι Έλληνες μπήκαν σε μια διαδικασία συστηματικής ανάλυσης των πολιτικών θεσμών και συμπεριφορών. Ήταν οι πρώτοι που το έκαναν στην ανθρώπινη ιστορία. Δεδομένου ότι όλα είχαν ως βάση την πολιτική, οι Έλληνες είδαν τον πόλεμο μέσα από αυτό το πρίσμα και σήμερα κάποιοι το αποκαλούν πολιτική στρατιωτικοποίηση: η ιδέα του ελεύθερου πολίτη να ψηφίζει για να δημιουργήσει τις συνθήκες της στρατιωτικής του θητείας.


Ο Ηρόδοτος υπονοεί μάλλον ότι το μεγάλος λάθος που διέπραξε ο Ξέρξης κατά την εισβολή του στην Ελλάδα ξεκινά από τις εγγενείς αδυναμίες της απολυταρχικής διακυβέρνησης. Η νίκη των Ελλήνων ήταν αποτέλεσμα των συνταγματικών τους ισονομιών, που τους επέτρεψαν να πολεμήσουν ως ελεύθεροι άνδρες κατά δούλων.

Έτσι στον διάλογο μεταξύ Δημάρατου και Ξέρξη, ο βασιλιάς της Σπάρτης φέρεται να εξηγεί στον Πέρση βασιλιά: “Το ίδιο και οι Λακεδαιμόνιοι· πολεμώντας ένας προς ένα δεν είναι κατώτεροι από οποιονδήποτε πολεμιστή, πολεμώντας όμως όλοι τους μαζί είναι οι πιο αντρειωμένοι του κόσμου. Γιατί είναι βέβαια ελεύθεροι, όμως η ελευθερία τους δεν είναι απόλυτη· γιατί πάνω τους στέκεται δυνάστης ο νόμος, που τον τρέμουν πολύ περισσότερο απ᾽ ό,τι οι δικοί σου εσένα. Εκτελούν λοιπόν ό,τι τους προστάζει αυτός· και τους δίνει πάντοτε την ίδια προσταγή, απαγορεύοντάς τους να υποχωρούν στη μάχη μπροστά σε πλήθος ανθρώπων, όσο μεγάλο κι αν είναι αυτό, αλλά να μένουν στις γραμμές τους και να ζητούν ή τη νίκη ή τη θανή.” (Ηρόδοτος, Ιστορίαι, 7.104.4-5)


Κατά την άποψη του Ηρόδοτου, η ενδυνάμωση των μοναρχιών έχει ως αποτέλεσμα την έναρξη άδικων πολέμων που είναι η αιτία της καταστροφής τους. Στην ομιλία του ο Ηρόδοτος δίνει στον Σπαρτιάτη βασιλιά το σκοπό της ελληνικής στρατιωτικής επιδίωξης, που είναι να προστατεύει την ελληνική ελευθερία, όχι να κυριαρχεί σε άλλους. Στην πραγματικότητα, η ιδεολογία του οπλίτη ήταν ουσιαστικά απροσδιόριστη και ικανή μόνο για περιορισμένους πολέμους, ως εκ τούτου σε κάποιο βαθμό πιθανώς ενήργησε ως φρένο για τη φυσική επιθετικότητα και την εγγύτητα του ελληνικού κώδικα δίκαιου πολέμου.


Για τους Αθηναίους, ελευθερία σήμαινε την ικανότητα να εκφράζει κανείς τις απόψεις του και να ζει όπως επιθυμούσε, καθώς και την ανεξαρτησία της πόλις του από ξένες δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, ήταν ευρέως αποδεκτό ότι τα δημόσια όργανα της πόλις έλεγχαν τις οικονομικές και θρησκευτικές υποθέσεις.


Αν και οι μαζικοί σχηματισμοί πεζικάριων προϋπήρχαν της Αρχαϊκής περιόδου, είναι σε αυτή την εποχή που έχουμε την άνοδο των οπλιτών και της φάλαγγας. Οι οπλίτες, οι βαριά οπλισμένοι πεζικάριοι, έγιναν το “όπλο” επιλογής και η βάση της ανόδου ή της πτώσης πόλεων - κρατών, καθώς και αιτία δημιουργίας συμμαχιών, επιμαχιών και ηγεμονιών.

  

Το όνομα των οπλιτών προέρχεται από την ελληνική λέξη όπλον, η οποία είναι και το ένα από τα ονόματα της ασπίδας ενώ επίσης σημαίνει “εξ-οπλισμένος”, δηλαδή αυτός που φέρει πολεμικά εφόδια. Η προέλευση και ο τρόπος μάχης των οπλιτών αποτελεί θέμα προς συζήτηση με διάφορες θεωρίες.


Οι οπλίτες ήταν από τα σημαντικότερα σώματα και ακολουθούνταν από τέσσερα άλλα σώματα στρατού ξηράς: το ιππικό, τους πελταστές (ελαφρά οπλισμένοι ακοντιστές), τους τοξότες και τους σφενδονιστές. Κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι η βασική τάση στις στρατιωτικές δυνάμεις των αρχαίων Ελλήνων από την πρώιμη αρχαϊκή περίοδο μέχρι και την κλασική περίοδο χαρακτηρίστηκε από την εγκαθίδρυση και στη συνέχεια την παρακμή της υπεροχής των οπλιτών. Σύμφωνα με αυτό το μοντέλο, η υπεροχή τους φάνηκε στις αρχές του 7ου αιώνα π.Χ. Έτσι όλες οι πόλεις που ήθελαν να υπερισχύσουν σε χερσαίες μάχες έπρεπε να διατηρούν μεγάλους στρατούς οπλιτών, οι οποίοι θα πολεμούσαν στις μικρές αγροτικές πεδιάδες της Ελλάδας. Τα ελαφριά οπλισμένα σώματα και το ιππικό είχαν ελάχιστη σημασία εκεί. Στα τέλη του 5ου και κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., βάση αυτής της θεωρίας, η ισχύς των οπλιτών αμφισβητήθηκε καθώς τα ευάλωτα σημεία τους και τα πλεονεκτήματα των μικτών στρατιωτικών δυνάμεων έγιναν προφανή.


Η άποψη αυτή, μολονότι, καθόλου παράλογη, έχει αμφισβητηθεί από δύο απόψεις, επίσης καθόλου παράλογες. 

Καταρχήν υπάρχει η πιθανότητα, η μάχη σώμα με σώμα των οπλιτών να αναπτύχθηκε τόσο αργά ώστε να συνυπήρξε με άλλα σώματα στρατιωτικών δυνάμεων της αρχαϊκής περιόδου. Για παράδειγμα πελταστές με ακόντια που φέρουν ιμάντες ρίψεων (οι ιμάντες προσδίδαν περιστροφική κίνηση στο ακόντιο κατά την εκτόξευση του) εμφανίζονται σε αγγεία του τέλους του 7ου αιώνα π.Χ. Επίσης ο ελεγειακός ποιητής του 7ου αιώνα π.Χ. Τυρταίος περιγράφει ελαφρά οπλισμένα σώματα μαζί με τους οπλίτες. Επιπλέον, αττικά αγγεία του τέλους του 6ου αιώνα π.Χ. απεικονίζουν τοξότες δίπλα σε οπλίτες. Τέλος, στην πρώτη λεπτομερή περιγραφή των πολέμων μεταξύ των ελληνικών πόλεων-κρατών, από τον Θουκιδίδη στον Πελοποννησιακό Πόλεμο (431-404), διαβάζουμε για την ήττα ακάλυπτων -από συνοδευτικά σώματα- οπλιτών σε ανώμαλο έδαφος. Επομένως, η απόλυτη κυριαρχία των οπλιτών μπορεί και να μην ήταν τόσο μακροχρόνια ή και τόσο ανεξάρτητη όπως πιστεύεται. 


Η δεύτερη άποψη, υποστηρίζει ότι η πτώση της κυριαρχίας των οπλιτών τον 4ο αιώνα π.Χ. ενδεχομένως να έχει μια δόση υπερβολής, αφού ναι μεν οι οπλίτες ήταν ευάλωτοι και αργοί στο δύσκολο ορεινό έδαφος της ελληνικής υπαίθρου, ωστόσο αυτό που έπρεπε να ελεγχθεί ήταν οι εύφορες πεδιάδες και εκεί οι δυνάμεις των οπλιτών, σε σχηματισμό φάλαγγας, είχαν το μεγαλύτερο πλεονέκτημα. Τουλάχιστον αυτό καταδεικνύεται από την μίσθωση Ελλήνων οπλιτών, ως μισθοφόροι, από μονάρχες της Μέσης Ανατολής. Έτσι, ενώ οι οπλίτες μπορεί να μην ήταν οι μόνοι σημαντικοί στρατιώτες κατά την αρχαϊκή περίοδο, ήταν συνήθως η πιο πολυάριθμη και αποφασιστική δύναμη στις μάχες ακόμα και κατά τον 4ο αιώνα π.Χ., τη περίοδο, δηλαδή, της υποτιθέμενης κατάργησης τους.


Ανεξάρτητα από την προέλευση τους, η ασπίδα και το μακρύ δόρυ για νύξεις αποτέλεσαν το βασικό τους εξοπλισμό. Άλλα αντικείμενα όπως κράνη, σπαθιά, κράνος, περικνημίδες και πανοπλία ήταν προαιρετικά σε πολλές πόλεις-κράτη της αρχαίας Ελλάδας. Ο λόγος γι 'αυτή την ευελιξία στον εξοπλισμό των οπλιτών ήταν ότι πολλές πόλεις-κράτη όπως η Αθήνα δεν κατείχαν μόνιμο στρατό του οποίου ο οπλισμός να παρέχεται από το κράτος. Αντίθετα, κάθε άνδρας πολίτης που διέθετε επαρκές πλούτο ήταν υποχρεωμένος να προμηθεύεται τον δικό του εξοπλισμό ως μέρος της δυνατότητας του να υπηρετεί στην πολιτοφυλακή μερικής απασχόλησης του κράτους.


Έτσι ήταν μόνο τα μέλη της μεσαίας και χαμηλής ανώτερης τάξης της αθηναϊκής κοινωνίας που υπηρετούσαν ως οπλίτες. Οι πολύ πλούσιοι γενικά υπηρετούσαν ως ιππείς. Αυτοί οι άνδρες είχαν άλλα επαγγέλματα στην αθηναϊκή κοινωνία και κινητοποιούνταν μόνο όταν το κράτος έκρινε ότι ήταν απαραίτητο. Οι άνδρες που έπρεπε να τεθούν σε υπηρεσία προσδιορίζονταν τυχαία είτε λόγω της ηλικία τους είτε από τον δήμο στον οποίο ανήκαν. Στη συνέχεια δημοσιεύονταν ανακοινώσεις επιστράτευσης στην Αγορά και, σε συγκεκριμένη ημέρα, οι άνδρες που είχαν επιλεγεί έπρεπε να συγκεντρωθούν με τον εξοπλισμό τους.


Όταν οι συρράξεις τελείωναν, οι επιζώντες απλώς επέστρεφαν στα κανονικά επαγγέλματα τους μέχρι να τους καλέσουν ξανά. Τον 4ο π.Χ. αιώνα, η Αθήνα καθιέρωσε την Εφηβεία, ενώ πριν από αυτήν, η Αθήνα δεν είχε μόνιμους στρατιώτες. 

Ο σημαντικός θεσμός της Εφηβείας αντιγράφηκε ευρέως, συμπεριλαμβανομένων και των ελληνιστικών πόλεων του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Ο θεσμός ίσως υπήρξε με κάποια μορφή από τα τέλη του πέμπτου αιώνα, δεδομένου ότι ο Θουκυδίδης καταγράφει τους «νεότερους» Αθηναίους να φρουρούν τα τείχη και τα φυλάκια των Αθηνών, αλλά φαίνεται ότι επίσημα καθιερώθηκε αργότερα.


Η μορφή, που περιγράφεται στο Αθηναϊκό Σύνταγμα (Αθηναίων Πολιτεία) που αποδόθηκε στον Αριστοτέλη, όριζε μια διετή περίοδο στρατιωτικής θητείας για τους Αθηναίους ηλικίας 18 με 20 ετών. Στην πρώτη τους χρονιά ζούσαν από κοινού, λάμβαναν τέσσερις οβολούς ως ημερομίσθιο και εκπαιδεύονταν ως οπλίτες αλλά και με το τόξο, το ακόντιο και τον καταπέλτη (η ιππική εκπαίδευση προστέθηκε κατά την Ελληνιστική Περίοδο). Κατά το δεύτερο έτος (μετά από δημόσια επίδειξη όσων έμαθαν), λάμβαναν ασπίδα και δόρυ δημόσια δαπάνη και επάνδρωναν τα συνοριακά φυλάκια και τις οχυρώσεις. 

Οι έφηβοι έπαιρναν όρκο που διατηρήθηκε στην ομιλία του Λυκούργου Κατά Λεωκράτη και σε μια επιγραφή: 

Οὐ καταισχυνῶ τά ὄπλα,

Οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερὰ, οὐδ' ἐγκαταλείψω τὸν παραστάτην ὅτῳ ἂν στοιχήσω· ἀμυνῶ δὲ καὶ ὑπὲρ ἱερῶν καὶ ὁσίων καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν. καὶ τὴν πατρίδα οὐκ ἐλάσσω παραδώσω, πλείω δὲ καὶ ἀρείω ὅσης ἂν παραδέξωμαι. καὶ εὐηκοήσω τῶν ἀεὶ κραινόντων ἐμφρόνως καὶ τοῖς θεσμοῖς τοῖς ἰδρυμένοις πείσομαι καὶ οὕστινας ἂν ἄλλους τὸ πλῆθος ἰδρύσηται ὁμοφρόνως·καὶ ἂν τις ἀναιρῇ τοὺς θεσμοὺς ἢ μὴ πείθηται οὐκ ἐπιτρέψω, ἀμυνῶ δὲ καὶ μόνος καὶ μετὰ πολλῶν. καὶ ἱερὰ τὰ πάτρια τιμήσω. ἵστορες τούτων Ἄγλαυρος, Ἐνυάλιος, Ἄρης, Ζεύς, Θαλλώ, Αὐξώ, Ἡγεμόνη.

[ Δε θα ντροπιάσω τα όπλα τα ιερά,

ούτε θα εγκαταλείψω το συμμαχητή μου, με οποιονδήποτε κι αν ταχθώ στη γραμμή. θα αμυνθώ και για τα ιερά και τα όσια και μόνος και μαζί με πολλούς και την πατρίδα δε θα παραδώσω μικρότερη αλλά μεγαλύτερη και ισχυρότερη απ' όση την παρέλαβα. και θα υπακούσω πρόθυμα σ΄αυτούς που δικάζουν κάθε φορά και Θα πολιτεύομαι σύμφωνα με τους καθιερωμένους θεσμούς και σύμφωνα με όσους άλλους ο λαός με κοινή απόφαση θα καθιερώσει. Και σε περίπτωση που κάποιος θα αποπειραθεί να καταλύσει τους θεσμούς ή να μην πειθαρχεί σ΄ αυτούς, δεν θα επιτρέψω, θα αμυνθώ και μόνος και μαζί με πολλούς. Και θα τιμήσω τα πατροπαράδοτα ιερά. Μάρτυρες μου γι αυτά ας είναι η Άγλαυρος, Ενυάλιος, Άρης, Ζευς, Θαλλώ, Αυξώ, Ηγεμόνη.]


Ο θεσμός της Εφηβείας εξασφάλιζε ότι η Αθήνα θα διέθετε μόνιμη δύναμη προστασίας των συνόρων της και ένα βασικό στρατιωτικό επίπεδο κατάρτισης στους πολίτες της, ώσπου κατά την ρωμαϊκή περίοδο, άρχισε να πέρνει όλο και λιγότερο στρατιωτικό χαρακτήρα.


Η τακτική της κινητοποίησης μιας πολιτοφυλακής μερικής απασχόλησης σε κράτη όπως η Αθήνα αντιπαραβάλλεται από τις πρακτικές της πόλης-κράτους της Σπάρτης, όπου όλοι οι άνδρες πολίτες εισέρχονταν σε ένα αυστηρό εκπαιδευτικό σύστημα του κράτους -την αγωγή, σε πολύ μικρή ηλικία για να εκπαιδευτούν ως στρατιώτες και να εγκλιματιστούν στο πολεμικό περιβάλλον.

Η αγωγή θεωρήθηκε ως μια καθοριστική πτυχή της σπαρτιατικής κουλτούρας και περιλάμβανε ένα βαθμό συμμετοχής του κράτους που ήταν μοναδικό στα τότε χρονικά των ελληνικών πόλεων-κρατών.


Η επίσημη εκπαίδευση ενός παιδιού της Σπάρτης ξεκινούσε γύρω στην ηλικία των επτά ετών, όπως και σε άλλα ελληνικά κράτη. Ωστόσο, αντί να διδάσκεται από έναν δάσκαλο, το ανάθεταν σε έναν παιδικό στρατώνα της ηλικίας του, υπό την εντολή ενός μεγαλύτερου αγοριού, και κάτω από την καθοδήγηση ενός κρατικού αξιωματούχου, του παιδονόμου.

Τα αγόρια υποβάλλονταν σε σκληρή εκπαίδευση, ενώ αναμενόταν να συμπεριφέρονται με τρόπο μετριοπαθή, να είναι υπάκουα, να περπατούν με γυμνά πόδια, να φορούν ένα μόνο είδος ρουχισμού όλες τις εποχές και να συντηρούνται με λιτή τροφή. Ταυτόχρονα, ενθαρρύνονταν σιωπηρά να κλέψουν φαγητό. Ο Ξενοφών στη Λακαιδεμονίων Πολιτεία αναφέρει ότι εκείνοι που αποκαλύπτονταν τιμωρούνταν όχι για κλοπή, αλλά γιατί πιάστηκαν. Συμμετείχαν επίσης σε μια σειρά αθλητικών δραστηριοτήτων, συμπεριλαμβανομένης της τελετουργικής κλοπής τυριών από τον βωμό της Ορθίας Αρτέμιδος. Τουλάχιστον μερικά αγόρια συμμετείχαν στην αινιγματική κρυπτεία.


Η κρυπτεία ήταν κάποιου είδους κρατικής μυστικής δύναμης, η κύρια λειτουργία της οποίας ήταν να διατηρεί τον έλεγχο του υποτελούς πληθυσμού των ειλωτών*. Ο Αριστοτέλης πρότεινε ότι η κρυπτεία είχε εισαχθεί στη Σπάρτη από τον Λυκούργο. Παρόλο που λίγα είναι γνωστά γι 'αυτήν, φαίνεται ότι αποτελείτο από έξυπνους νέους άνδρες ηλικίας 18 ή 19 χρονών. Κατά την ανάληψη ετήσιου γραφείου, οι Έφοροι θα κήρυτταν τον πόλεμο στους είλωτες, στέλνοντας τα μέλη της κρυπτείας γύρω από τη Σπάρτη, οπλισμένα μόνο με ένα μαχαίρι και με ελάχιστες προμήθειες για να σκοτώσουν είλωτες που κυκλοφορούσαν τη νύχτα και ιδιαίτερα τους πιο δυνατούς και ηγετικούς από αυτούς. Έχει επίσης προταθεί ότι ο θεσμός της κρυπτείας σχεδιάστηκε για να διδάξει στους πιο ικανούς πολεμιστές της Σπάρτης να δρουν μόνοι τους ή σε μικρές ομάδες, δεξιότητες που μπορεί να σχετίζονται με τον ανταρτοπόλεμο.


Οι πληροφορίες που έχουμε τόσο για την κρυπτεία όσο και για την αγωγή των Σπαρτιατών προέρχονται επί το πλείστον από μεταγενέστερες πηγές. Σήμερα κάποιοι μελετητές θεωρούν ότι οι δύο θεσμοί μπορεί να αντιπροσωπεύουν μόνο μία πτυχή της εκπαίδευσης της σπαρτιατικής νεολαίας, με την ακαδημαϊκή εκμάθηση να υφίσταται με ίδια μέσα. Μια παρόμοια συζήτηση υπάρχει σχετικά με τον ιδιωτικό ή δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης των γυναικών της Σπάρτης, η οποία, αν και περιορισμένη σε σύγκριση με αυτήν των αγοριών, ήταν επίσης αξιοσημείωτη σε σύγκριση με τις άλλες πόλεις.


Όταν τελείωνε η αγωγή γύρω στα 21 χρόνια, ο Σπαρτιάτης έμπαινε στον μοναδικό μόνιμο στρατό της Ελλάδας κατά την Κλασική περίοδο. Οι Σπαρτιάτες οπλίτες φορούσαν παρόμοια είδη ρουχισμού, ειδικότερα το διακριτό κόκκινο μανδύα τους, και τις ασπίδες που έφεραν το εθνικό τους έμβλημα, ένα κεφάλαιο λάμδα (Λ), που αναφέρεται στη Λακωνία. Αυτό ήταν ότι πιο κοντινό σε τυποποιημένη στολή είχε να επιδείξει ο στρατός οποιασδήποτε ελληνικής πόλης-κράτους. Δεδομένου ότι ο στρατός αυτός ήταν μόνιμος και επαγγελματικός, χωρίς να υπάρχουν ξεκάθαρες πηγές, μάλλον ο οπλισμός τους ήταν δημόσια δαπάνη.


*Οι είλωτες ήταν σκλάβοι στη Σπάρτη, ωστόσο πρόκειται για ένα διαφορετικό τύπο, σκλάβων από τους ιδιόκτητους σκλάβους που έχουμε αλλού.

Ο πληθυσμός ειλώτων της Λακωνίας δημιουργήθηκε από την κατάκτηση της περιοχής από τους Σπαρτιάτες σε πολύ πρώιμους χρόνους (περίπου 900-800;). Η μετέπειτα κατάκτηση της Μεσσηνίας από τους Σπαρτιάτες (στον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο, περίπου το 736-716) αύξησε περαιτέρω τον αριθμό των ειλώτων. Σε αντίθεση με τους ιδιόκτητους σκλάβους σε άλλα μέρη της Ελλάδας, που δεν είχαν προσωπική ταυτότητα, οικογένεια ή κοινοτική ζωή και κοινωνική κατάσταση, οι είλωτες ζούσαν σε κοινότητες και είχαν δικές τους οικογένειες και λατρείες. Καλλιεργούσαν τα εδάφη των κυρίων τους με αντάλλαγμα ένα σταθερό μέρος των ετήσιων προϊόντων, το οποίο δεν μπορούσε να ξεπεραστεί. Είχαν καθορισμένο καθεστώς, αλλά η υποταγή τους ενισχύθηκε από υποχρεώσεις όπως η συμμετοχή στο πένθος ενός νεκρού Σπαρτιάτη βασιλιά (Ηρόδοτος 6.58).

Σε πόλεμο, οι είλωτες εμφανίζονται για πρώτη φορά στην μάχη των Πλαταιών (479), όπου 35.000 είλωτες, λέγεται, ότι συνόδευσαν τους 5.000 Σπαρτιάτες οπλίτες και άλλοι 5.000 τους 5.000 περιοίκους οπλίτες που έστειλε η Σπάρτη (Ηρόδοτος 9.10, 28–29). Παρόλο που ο Ηρόδοτος (9.29) δηλώνει σαφώς ότι αυτοί οι άντρες χρησίμευαν ως ελαφριά οπλισμένα στρατεύματα, δεν είναι βέβαιο αν είχαν σταλεί κυρίως για να πολεμήσουν ή ως συνοδευτικά/βοηθητικά τμήματα (εργάτες και αχθοφόροι) ή απλά του πήραν μαζί τους, ώστε να μην επαναστατήσουν, μένοντας πίσω. Αργότερα, αναφέρει ο Θουκυδίδης (5.57) ότι είλωτες συνόδευαν τον Σπαρτιατικό στρατό σε εκστρατείες, αλλά όχι σε τόσο μεγάλους αριθμούς. Τα ελαφριά οπλισμένα στρατεύματα είναι συχνά ασήμαντα στις ελληνικές πηγές και ήταν συχνά ελάχιστης στρατιωτικής σημασίας. Λείπουν οι σαφείς ενδείξεις ότι οι είλωτες χρησιμοποιούνταν ως ελαφριά οπλισμένα στρατεύματα, γεγονός που μπορεί να αντικατοπτρίζει την έλλειψη εκπαίδευσης και οργάνωσης και ότι έπαιζαν μόνο δευτερεύοντα ρόλο περιφερειακά της μάχης.

Οι περίοικοι (που σημαίνει «εκείνοι που κατοικούν γύρω») ήταν όρος που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαία Ελλάδα για εξαρτώμενες κοινότητες που αποτελούσαν μέρος ενός μεγαλύτερου κράτους. Παρόλο που υπήρχαν και αλλού (για παράδειγμα, η Αχαΐα Φθιώτιδα φαίνεται να είχε τέτοια σχέση με τη Θεσσαλία), ο όρος περίοικοι εφαρμόστηκε ιδιαίτερα στις πόλεις που βρίσκονταν υπό τη Σπάρτη, την κεντρική πόλη των Σπαρτιατών. Μαζί με τους Σπαρτιάτες, συγκρότησαν το κράτος που είναι γνωστό στους Έλληνες ως Λακεδαίμονα.

Υπήρχαν πυρήνες περίοικων τόσο στη Λακωνία όσο και στη Μεσσηνία. Ο καθένας περιλάμβανε ελεύθερους πολίτες, οι οποίοι θεωρητικά είχαν αποφύγει την υποταγή με κατάκτηση όπως είχε συμβεί στην αρχή με τους πληθυσμούς των ειλώτων. Οι περίοικοι φαίνεται να είχαν αυτονομία τις εσωτερικές τους υποθέσεις, αλλά δεν είχαν κανένα ρόλο στη διακυβέρνηση του Σπαρτιατικού κράτους, ενώ παρείχαν οπλίτες και ιππικό σε περίοδο πολέμου. Στη μάχη των Πλαταιών (479), μάλλον πολέμησαν σε ξεχωριστές μονάδες από τους Σπαρτιάτες (Ηρόδοτος 9.28). Αργότερα, πολεμούσαν μαζί τους στις ίδιες τάξεις (Θουκυδίδης 5.67). Εν πάση περιπτώσει, οι περίοικοι οπλίτες ήταν αρκετά ικανοί για να συνθέσουν έναν σύνθετο στρατό με τους Σπαρτιάτες. Οι αρχαίες πηγές δεν διακρίνουν τους Σπαρτιάτες και τους περίοικους στην περιγραφή των σπαρτιάτικων δυνάμεων. Εξαίρεση είναι οι σκιρίτες, ένα σύνταγμα που προσλήφθηκε από τους περίοικους στα βόρεια σύνορα της Λακωνίας (Αρκάδες μάλλον) και το οποίο είχε τη διάκριση να συντάσσεται στην αριστερή πτέρυγα του σπαρτιάτικου στρατού (Θουκυδίδης 5.67).


Παρόλο που η έννοια της εκπαίδευσης αναπτύχθηκε με την πάροδο του χρόνου στην αρχαία Ελλάδα (και ήταν πάντα κυρίαρχη στη Σπάρτη όπου υπήρχε η πρόβλεψη για την ανάπτυξη υψηλής ποιότητας οπλιτών), για τις χερσαίες δυνάμεις ήταν αρκετά περιορισμένη μέχρι το δεύτερο μισό του 5ου αιώνα. Σε γενικές γραμμές, η ατομική εκπαίδευση θεωρήθηκε ως ευθύνη του ατόμου, όχι του κράτους, και η συλλογική εκπαίδευση ήταν πολύ βασική. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα στις περιοχές και κατά τη διάρκεια αυτών των περιόδων, όπου οι οπλίτες ήταν τα κυρίαρχα στρατεύματα.


Αυτό δεν θα πρέπει να προκαλεί έκπληξη καθώς (με εξαίρεση τη Σπάρτη και τα ελίτ στρατεύματα άλλων πόλεων-κρατών που ιδρύθηκαν τον πέμπτο και τον τέταρτο αιώνα) τα ελληνικά κράτη δεν διέθεταν ανεξάρτητα επαγγελματικά στρατεύματα. Αντ 'αυτού, οι περισσότερες κρατικές δυνάμεις οπλιτών ήταν στρατιώτες- πολίτες που εκτελούσαν το καθήκον τους μόνο όταν υπήρχε ανάγκη. Άλλωστε ο παραδοσιακός πόλεμος των οπλιτών περιλάμβανε σύντομες εκστρατείες, οι οποίες συνήθως λύνονταν μετά από μια και μόνο μάχη. Στην πλειοψηφία τους οι οπλίτες ήταν αγρότες ή έμποροι που έπρεπε να κερδίσουν τα προς το ζην και συνεπώς δεν είχαν αρκετό χρόνο για εκπαίδευση.


Άλλοι φραγμοί στην στρατιωτική εκπαίδευση περιελάμβαναν την επιθυμία να αποφευχθεί η επαχθής ή η περιττή ή ακόμα και η επιβλαβής στο πνεύμα αυτή δραστηριότητα. Ο Περικλής, για παράδειγμα, απορρίπτοντας την αφοσίωση της Σπάρτης στην στρατιωτική εκπαίδευση, δήλωνε ότι:

"Διαφέρομεν δὲ καὶ ταῖς τῶν πολεμικῶν μελέταις τῶν ἐναντίων τοῖσδε. τήν τε γὰρ πόλιν κοινὴν παρέχομεν, καὶ οὐκ ἔστιν ὅτε ξενηλασίαις ἀπείργομέν τινα ἢ μαθήματος ἢ θεάματος, ὃ μὴ κρυφθὲν ἄν τις τῶν πολεμίων ἰδὼν ὠφεληθείη, πιστεύοντες οὐ ταῖς παρασκευαῖς τὸ πλέον καὶ ἀπάταις ἢ τῷ ἀφ᾽ ἡμῶν αὐτῶν ἐς τὰ ἔργα εὐψύχῳ· καὶ ἐν ταῖς παιδείαις οἱ μὲν ἐπιπόνῳ ἀσκήσει εὐθὺς νέοι ὄντες τὸ ἀνδρεῖον μετέρχονται, ἡμεῖς δὲ ἀνειμένως διαιτώμενοι οὐδὲν ἧσσον ἐπὶ τοὺς ἰσοπαλεῖς κινδύνους χωροῦμεν. 

τεκμήριον δέ· οὔτε γὰρ Λακεδαιμόνιοι καθ᾽ ἑαυτούς, μεθ᾽ ἁπάντων δὲ ἐς τὴν γῆν ἡμῶν στρατεύουσι, τήν τε τῶν πέλας αὐτοὶ ἐπελθόντες οὐ χαλεπῶς ἐν τῇ ἀλλοτρίᾳ τοὺς περὶ τῶν οἰκείων ἀμυνομένους μαχόμενοι τὰ πλείω κρατοῦμεν.


[»Και στα πολεμικά πράγματα διαφέρομε από τους εχθρούς μας. Η πόλη μας είναι φιλόξενη για όλους τους ανθρώπους και δεν υπάρχει σε μας νόμος ξενηλασίας που να εμποδίζει τον ξένο να μάθει ή να δει κάτι που θα μπορούσε, αν δεν ήταν κρυφό, να ωφελήσει τον εχθρό μας που θα το έβλεπε. Και τούτο, επειδή πιστεύομε περισσότερο στην αξία μας παρά σε μυστικές ετοιμασίες και στρατηγήματα. Και στην ανατροφή, ενώ οι εχθροί μας απ᾽ τα μικρά τους χρόνια υποβάλλονται στην πιο σκληρή εκγύμναση, εμείς έχομε ευχάριστη ζωή, χωρίς γι᾽ αυτό να υστερούμε στο να αντιμετωπίζομε τους ίδιους κινδύνους.

 Και νά η απόδειξη. Ποτέ οι Λακεδαιμόνιοι δεν κάνουν μόνοι τους επιδρομές εδώ, στη γη μας. Έρχονται πάντα με τους συμμάχους τους. Ενώ εμείς μόνοι εισβάλλομε σε εχθρικές χώρες και τις περισσότερες φορές νικούμε εύκολα, σε ξένη γη, εκείνους που υπερασπίζονται τα ίδια τους τα σπίτια.] (Θουκυδίδη, Ιστορίαι, 2.39.1-2) 


Μέχρι τον τέταρτο αιώνα, άλλες ελληνικές πόλεις - κράτη φαίνεται να ήταν σε μεγάλο βαθμό προετοιμασμένες να δεχτούν την ανωτερότητα της σπαρτιατικής στρατιωτικής δύναμης, παρά να θεσπίσουν δικούς τους πιο αυστηρούς στρατιωτικούς θεσμούς. Τέλος, υπήρχαν πάντα και οι έμπειροι μισθοφόροι που μπορούσαν να μειώσουν την ανάγκη για πολύ καλά εκπαιδευμένες δυνάμεις πολιτών. Ωστόσο, καθώς ο πόλεμος έγινε πιο περίπλοκος και λιγότερο προσανατολισμένος στους οπλίτες, η τακτική εκπαίδευση έγινε πιο συνηθισμένη.


Το πρώτο μέρος αυτής της περιόδου είδε πολλούς πολέμους για τους οποίους έχουμε λίγες λεπτομέρειες. Αυτές περιλαμβάνουν τον Πρώτο Μεσσηνιακό Πόλεμο, τον Ληλάντιο Πόλεμο και τον Πρώτο Ιερό Πόλεμο. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν για τη σπαρτιατική κατάκτηση και υποταγή της Μεσσηνίας και τη σύγκρουση τους με το Άργος και την Τεγέα. Κατά το δεύτερο μισό του 6ου αιώνα, η Σπάρτη χρησιμοποίησε τη νέα της εξουσία για την καταστολή των τυραννιών σε γειτονικές περιοχές, συμπεριλαμβανομένης της απομάκρυνσης των Πεισιστράτιδων από την Αθήνα (511-510).


Στα δυτικά, προς το τέλος της περιόδου, είχαμε την καταστροφή πολλών πόλεων, όπως η Καμαρίνα, περίπου στα 550. Η ναυμαχία της Αλαλίας (περίπου 540) καταδεικνύει την πίεση των ελληνικών αποικιών από την Καρχηδόνα και την Ετρουρία. σε συνέχεια αυτής της σύγκρουσης, το 524 έπρεπε να αντιμετωπιστεί μια εισβολή Ετρουσκάνων.

Στα ανατολικά, στα μέσα του 6ου αι., Ο Κύρος ο Μέγας της Περσίας κατέκτησε τους Έλληνες της Ιονίας, βάζοντας τα θεμέλια για τους Περσικούς Πολέμους με την ηπειρωτική Ελλάδα. Η Κύπρος καταλήφθηκε από την Περσία περίπου στα 525 και περίπου το 512 ο Δαρείος Α΄ της Περσίας επέκτεινε τον έλεγχο του στη Θράκη και τον Ελλήσποντο, συμπεριλαμβανομένης της Θρακικής Χερσονήσου, προκαλώντας την απόσυρση των Αθηναίων από την περιοχή. Την ίδια στιγμή που η απειλή των Περσών αυξανόταν, συγκρούσεις υπήρχαν και μεταξύ των Ελλήνων.


Η αποτυχία της επανάστασης των Ιόνων (499-493) οδήγησε στις δύο περσικές εισβολές της Ελλάδας το 490 και 480-479. Ένας αριθμός ελληνικών πόλεων-κρατών δημιούργησε την Ελληνική Συμμαχία, υπό σπαρτιατική ηγεσία, αν και η Αθήνα συνέβαλε σημαντικά στο ναυτικό τομέα. Οι νίκες της Ελλάδας στο Μαραθώνα (490) και στις Πλαταιές (479) έδειξαν την υπεροχή του ελληνικού βαρύ πεζικού σε σχέση με το Περσικό πεζικό, η οποία τελικά τελείωσε με την κατάκτηση της Περσικής Αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Αλεξάνδρο (334-327). Η ελληνική ναυτική νίκη στη Σαλαμίνα (480) και η αμφίβια νίκη στη Μυκάλη (479) οδήγησαν στην αθηναϊκή κυριαρχία του Αιγαίου για το υπόλοιπο πέμπτο αιώνα. Στο τέλος του δεύτερου Περσικού πολέμου, η Αθήνα καθιερώθηκε ως η νέα μεγάλη και αδιαμφισβήτητη δύναμη, θέτοντας το σκηνικό για την ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου / Αθηναϊκή αυτοκρατορία και της μεγάλης σύγκρουσης με τη Σπάρτη.


Κλασική περίοδος - Η σύγκρουση στην κλασική περίοδο χαρακτηρίζεται από σχετική ελληνική ενότητα στην αρχή, ακολουθούμενη από έντονη σύγκρουση μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων, της Αθήνας και της Σπάρτης, επικεφαλής δύο σημαντικών συμμαχιών - της Πελοποννησιακής και της Δήλου. Μετά από αυτό, ο τέταρτος αιώνας βρήκε τη Θήβα και μια ποικιλία άλλων πόλεων να αμφισβητούν και, τελικά, να ανατρέπουν τη σπαρτιατική ηγεμονία. Η περίοδος έληξε με την ηγεμονία της Μακεδονίας στην υπόλοιπη Ελλάδα και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου στην Ασία. Οι εσωτερικές συγκρούσεις, οι οποίες τροφοδοτούνταν συχνά ή τροφοδοτούσαν τις εξωτερικές συγκρούσεις, επικεντρώνονταν στον αγώνα για εξουσία, που εκδηλωνόταν μερικές φορές στις ανταγωνιστικές ιδεολογίες της δημοκρατίας και της ολιγαρχίας.


Ένας από τους λόγους που οδήγησε σε συγκρούσεις αυτή την περίοδο ήταν το ελληνικό ιδανικό της αυτονομίας. Η αυτονομία είναι κυριολεκτικά η ελευθερία ενός κράτους ή μιας ομάδας να καθορίζει τους δικούς της νόμους, αλλά ουσιαστικά σήμαινε την ικανότητα να καθορίζει το δικό της μέλλον χωρίς τον έλεγχο από άλλους. Παραδόξως, αυτό σήμαινε ότι η αυτονομία ίσχυε μόνο για τον εαυτό του καθενός και όχι για την υπόλοιπη Ελλάδα. Επιπλέον, εάν καμία πόλη -ή καμία συμμαχία- δεν ήταν αρκετά ισχυρή για να επιτύχει πραγματική αυτονομία, το αποτέλεσμα ήταν η συνεχής σύγκρουση. Αυτό ήταν ακριβώς που συνέβη και μια παρενέργεια αυτού ήταν στην προσπάθεια διαφόρων πόλεων να σπάσουν το αδιέξοδο χρησιμοποιώντας περσικά χρήματα και/ή την απειλή της περσικής παρέμβασης για να στηρίξουν αγώνα τους για ηγεμονία.


Όσον αφορά τις στρατιωτικές εξελίξεις, συνεχίστηκε ο επαγγελματισμός που σημειώθηκε κατά τον Δεύτερο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Πολλά κράτη δημιούργησαν μόνιμες δυνάμεις οπλιτών δημοσία δαπάνη και αυτά τα επιλεγμένα σώματα αποτέλεσαν τον πυρήνα πολλών στρατών. Αυτό εξηγεί γιατί η Σπάρτη δεν είχε πια το ποιοτικό πλεονέκτημα έναντι των αντιπάλων της. Αυτό, και νέες τακτικές, βοήθησαν τη Θήβα να νικήσει τη Σπάρτη στα 371 και 362, αλλά οι εξελίξεις έφτασαν στο αποκορύφωμα τους από τον Φίλιππο και τον Αλέξανδρο. Ο Φίλιππος δημιούργησε πραγματικά μικτά σώματα, βασισμένος στον συνδυασμό μιας ουσιαστικά επαγγελματικής φάλαγγας πεζικού, εξοπλισμένης με σάρισες - που ήταν μακρύτερες από τα παραδοσιακά δόρατα των οπλιτών - με ένα εξαιρετικό ιππικό. Η δύναμη αυτή επέτρεψε την κατάκτηση της Περσίας και παρέμεινε ένα ισχυρό σύστημα μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση τον δεύτερο και πρώτο αιώνα. Στο ναυτικό τομέα, η τάση ήταν να αντικατασταθεί η τριήρης με μεγαλύτερα πλοία και η τακτική να επικεντρωθεί λιγότερο στους ναυτικούς ελιγμούς και περισσότερο στην λιγότερο απαιτητική τακτική της επιβίβασης στα αντίπαλα πλοία, αν και η τελευταία ήταν πιο δαπανηρή σε ανθρώπινες ζωές ακόμα και για τον νικητή.


Οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποίησαν μαζικούς σχηματισμούς πεζικού τουλάχιστον από την αρχή της Αρχαϊκής περιόδου, αν όχι νωρίτερα. Κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου, οι οπλίτες έφεραν δύο όπλα - ένα ακόντιο ρίψης και ένα δόρυ νύξης. Η χρήση ακόντιων μέσα σε ένα μαζικό σχηματισμό απαιτούσε από τους άνδρες να κρατούν κάποιες αποστάσεις μεταξύ τους, τουλάχιστον λίγο λιγότερο από ένα μέτρο.


Το δόρυ μήκους 2-2,7 μ. ήταν το κύριο όπλο των οπλιτών. Το μικρό σιδερένιο ξίφος ήταν δευτερεύον όπλο, είτε για να αποτελειώσει του πεσμένους είτε για την περίπτωση που ο οπλίτες έμενε χωρίς δόρυ.

Η ασπίδα του οπλίτης κατασκευαζόταν όχι από χαλκό, αλλά από τμήματα ξύλου που σκληρύνονταν και κολλούσαν μαζί για να σχηματίσουν ένα ελασματοποιημένο κοίλο πιάτο. Ένας λεπτός καπλαμάς από χαλκό χρησίμευσε ως πρόσοψη για την προστασία του ξύλου από τις καιρικές συνθήκες και για να εξασφαλίσει ότι μια πολύ γυαλισμένη επιφάνεια μπορεί να αντικατοπτρίζει τον ήλιο. Οι φτωχότεροι οπλίτες δεν μπορούσαν να έχουν μεταλλικό καπλαμά και ζωγράφιζαν απλώς την οικογένεια ή τα τοπικά τους διακριτικά στην επιφάνεια του ξύλου. Το πραγματικό κλειδί για την επιτυχία εκείνης της ασπίδας ήταν η μοναδική μορφή και το σχήμα της. Η κοιλότητα της επέτρεπε στο πάνω χείλος να στηριχτεί στον ώμο, χαλαρώνοντας το βάρος από το χέρι ενώ η καμπύλη επιφάνεια σήμαινε ότι τα περισσότερα χτυπήματα είτε θα αναπηδούσαν είτε θα εισέρχονταν στο ξύλο σε λοξές γωνίες, μειώνοντας τις πιθανότητες τους ξίφους να διεισδύσει στο ξύλο.

Ο θώρακας, η πανοπλία από χαλκό με πάχος 6- 4 χιλιοστών, προσέφερε ουσιαστική προστασία έναντι σχεδόν σε κάθε είδους βέλους, δόρυ ή ξίφος, επιτρέποντας στο ελληνικό πεζικό να περνά μέσα από τις «θάλασσες των λόγχων». Τα μειονεκτήματα ήταν το βάρος της, ο ελλιπής αερισμός της και ότι αποτελούσαν θερμοσυσορρευτές στα θερινά πεδία των μαχών. 

Το κλασικό κορινθιακό κράνος έδινε απαράμιλλη προστασία και πρόσφερε στον πολεμιστή μια τρομοκρατική εικόνα. Ωστόσο, από το δεύτερο τρίτο του 5ου αιώνα, πολλοί οπλίτες βρήκαν τέτοια κορινθιακά κράνη είτε πολύ άβολα, είτε πολύ ακριβά καθώς οι τακτικές των πολέμων άλλαζαν, μαζί με την αυξανόμενη συχνότητα τους.

Τα ζωτικά όργανα που έμεναν ακάλυπτα με αυτόν τον εξοπλισμό ήταν κυρίως η βουβωνική χώρα και ο λαιμός.


Κατά την Κλασική περίοδο η φάλαγγα αναπτύχθηκε περαιτέρω. Οι ευάλωτες πλευρές της καλύφθηκαν τακτικά από ελαφρά στρατεύματα ή ιππικό, και χρησιμοποιήθηκαν σχηματισμοί διαφόρων μορφών για την κάλυψη των τακτικών απαιτήσεων. Είναι αβέβαιο πότε δημιουργήθηκε η κλασική φάλαγγα των οπλιτών. Έχει προταθεί ότι πρώτος δημιούργησε μια μορφή φάλαγγας ο Φείδωνας του Άργους για τη μάχη στις Υσιές το 669 π.Χ και ότι η κλασική φάλαγγα φαίνεται να ήταν εξέλιξη εκείνης της τακτικής.

Η δομή της φάλαγγας σε υπομονάδες υποδηλώνει ότι η κλασική ελληνική φάλαγγα δεν μαχόταν ως μπλοκ, αλλά αντίθετα, είναι πιθανότερο ότι την αποτελούσαν μικρότερες «ομάδες μάχης» που δρούσαν σε συντονισμό. 

Το τυπικό της βάθος ήταν οκτώ άνδρες, αν και υπάρχουν διάφορες αναφορές. Τόσο ο Θουκυδίδης όσο και ο Ξενοφών αναφέρουν ότι το βάθος της προσαρμοζόταν ανάλογα με το έδαφος και την τακτική. Μάλλον το ίδιο ίσχυε και για τις αποστάσεις των ανδρών μεταξύ τους καθώς και για το σχήμα της φάλαγγας. 

Όλα αυτά δείχνουν ότι η κλασσική φάλαγγα, παρά την δυσκολία της στoυς ελιγμούς, προσαρμοζόταν στην ποικίλη φύση του πεδίου της μάχης.


"καὶ γὰρ δὴ ὡς πρὸς τῷ ὄρει ἐγένετο, ἐπεὶ ἐξετάθη αὐτῷ ἡ φάλαγξ, ὑπὸ τοῖς ὑψηλοῖς ἔθετο τὰ ὅπλα, ὥστε εἰκάσθη στρατοπεδευομένῳ. τοῦτο δὲ ποιήσας ἔλυσε μὲν τῶν πλείστων πολεμίων τὴν ἐν ταῖς ψυχαῖς πρὸς μάχην παρασκευήν, ἔλυσε δὲ τὴν ἐν ταῖς συντάξεσιν. ἐπεί γε μὴν παραγαγὼν τοὺς ἐπὶ κέρως πορευομένους λόχους εἰς μέτωπον ἰσχυρὸν ἐποιήσατο τὸ περὶ ἑαυτὸν ἔμβολον, τότε δὴ ἀναλαβεῖν παραγγείλας τὰ ὅπλα ἡγεῖτο· οἱ δ᾽ ἠκολούθουν. οἱ δὲ πολέμιοι ὡς εἶδον παρὰ δόξαν ἐπιόντας, οὐδεὶς αὐτῶν ἡσυχίαν ἔχειν ἐδύνατο, ἀλλ᾽ οἱ μὲν ἔθεον εἰς τὰς τάξεις, οἱ δὲ παρετάττοντο, οἱ δὲ ἵππους ἐχαλίνουν, οἱ δὲ θώρακας ἐνεδύοντο, πάντες δὲ πεισομένοις τι μᾶλλον ἢ ποιήσουσιν ἐῴκεσαν.

ὁ δὲ τὸ στράτευμα ἀντίπρῳρον ὥσπερ τριήρη προσῆγε, νομίζων, ὅποι ἐμβαλὼν διακόψειε, διαφθερεῖν ὅλον τὸ τῶν ἐναντίων στράτευμα. καὶ γὰρ δὴ τῷ μὲν ἰσχυροτάτῳ παρεσκευάζετο ἀγωνίζεσθαι, τὸ δὲ ἀσθενέστατον πόρρω ἀπέστησεν, εἰδὼς ὅτι ἡττηθὲν ἀθυμίαν ἂν παράσχοι τοῖς μεθ᾽ ἑαυτοῦ, ῥώμην δὲ τοῖς πολεμίοις. καὶ μὴν τοὺς ἱππέας οἱ μὲν πολέμιοι ἀντιπαρετάξαντο ὥσπερ ὁπλιτῶν φάλαγγα βάθος ἐφεξῆς καὶ ἔρημον πεζῶν ἁμίππων·" (Ξενοφών, Ελληνικά, 7.5.22-23)


[Και πραγματικά, μόλις έφτασε στο βουνό ανέπτυξε τη φάλαγγα του και στάθμευσε στο ριζοβούνι, μοιάζοντας σαν να στρατοπεδεύει. Συνέπεια αυτού του ελιγμού ήταν να χαλαρώσει η ψυχική ετοιμότητα των αντιπάλων για μάχη, και να χαλαρώσει κι ο σχηματισμός τους. Κατόπιν όμως, μετακινώντας τους λόχους που ώς τότε βάδιζαν ο ένας πίσω από τον άλλον, δημιούργησε μιαν ισχυρή δύναμη κρούσης στο πλευρό όπου βρισκόταν ο ίδιος. Τότε πρόσταξε να πάρουν τα όπλα και τράβηξε μπροστά, ενώ οι υπόλοιποι τον ακολουθούσαν.

Όταν οι εχθροί τους είδαν να έρχονται έτσι απροσδόκητα καταπάνω τους, κανένας τους δεν κατόρθωσε να διατηρήσει την ψυχραιμία του: άλλοι έτρεχαν στις μονάδες τους, άλλοι παρατάσσονταν, άλλοι περνούσαν χαλινάρια στ᾽ άλογα, άλλοι φορούσαν τους θώρακές τους — όλοι όμως με το ύφος ανθρώπων που ετοιμάζονται να παίξουν παθητικό κι όχι ενεργητικό ρόλο στα γεγονότα. 

 Στο μεταξύ ο Επαμεινώνδας οδηγούσε τον στρατό του σαν πολεμικό πλοίο, με τη δύναμη κρούσης μπροστά στην πλώρη, πιστεύοντας ότι αρκούσε να διασπάσει τις εχθρικές γραμμές σ᾽ ένα σημείο για να καταστρέψει ολόκληρο τον αντίπαλο στρατό. Για τούτο ετοιμαζόταν ν᾽ αγωνιστεί με το πιο ισχυρό του πλευρό· το πιο αδύναμο, αντίθετα, το κρατούσε σ᾽ απόσταση — ξέροντας ότι μια ενδεχόμενη ήττα του θ᾽ αποθάρρυνε τους άνδρες του και θα τόνωνε το ηθικό των εχθρών.

Αντίκρυ του, οι εχθροί παρέταξαν το ιππικό τους σαν να ᾽ταν φάλαγγα οπλιτών — σε βάθος έξι ανδρών και δίχως υποστήριξη βοηθητικών πεζών·]


“[...] παράταξε τους οπλίτες του σε τετράγωνο με τους ψιλούς στη μέση, με σκοπό να επιχειρήσει υποχώρηση. 

Τους νεότερους στρατιώτες τούς έταξε κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μπορούν να κάνουν εξορμήσεις έξω από το τετράγωνο, αν ο εχθρός έκανε επίθεση σε κάποιο σημείο." (Θουκυδίδης, Ιστορίαι, 4.125)


Ο Ξενοφών αναφέρεται στην ομορφιά ενός καλά οργανωμένου στρατού, ενώ μας δίνει πληροφορίες για τα στρατιωτικά σώματα:

τεταγμένη δὲ στρατιὰ κάλλιστον μὲν ἰδεῖν τοῖς φίλοις, δυσχερέστατον δὲ τοῖς πολεμίοις. τίς μὲν γὰρ οὐκ ἂν φίλος ἡδέως θεάσαιτο ὁπλίτας πολλοὺς ἐν τάξει πορευομένους, τίς δ᾽ οὐκ ἂν θαυμάσειεν ἱππέας κατὰ τάξεις ἐλαύνοντας, τίς δὲ οὐκ ἂν πολέμιος φοβηθείη ἰδὼν διηυκρινημένους ὁπλίτας, ἱππέας, πελταστάς, τοξότας, σφενδονήτας, καὶ τοῖς ἄρχουσι τεταγμένως ἑπομένους;” (Ξενοφών, Οικονομικός, 8.6)


[Αντίθετα, ο στρατός που βρίσκεται σε τάξη είναι το πιο όμορφο θέαμα για τους φίλους και το πιο δυσάρεστο για τους εχθρούς. Γιατί ποιος φίλος δεν θα έβλεπε με ευχαρίστηση πλήθος οπλίτες να προχωρούν στοιχημένοι, ποιος δεν θα θαύμαζε τους ιππείς, βλέποντας τους να προελαύνουν σε ίλες και ποιος εχθρός δεν θα φοβόταν, αντικρίζοντας παραταγμένους με ξεχωριστή τάξη οπλίτες, ιππείς, πελταστές, τοξότες, σφενδονηστές, που ακολουθούν με απόλυτη πειθαρχία τους αξιωματικούς τους;]


Ο πελταστής ήταν ένας τύπος στρατιώτη μεσαία ή ελαφρά οπλισμένου πεζικάριου και το όνομα του προέρχεται από την πέλτη, μια ξύλινη, σε σχήμα ημισέληνου ασπίδα. Εκτός από την ασπίδα, οι πελταστές ήταν συνήθως εξοπλισμένοι με ακόντια ως πρωταρχικά προσβλητικά όπλα, αν και μερικοί ίσως είχαν δόρατα. Χωρίς να φοράνε πανοπλίες ήταν σχετικά γρήγοροι, πράγμα που δυσκόλευε τους οπλίτες να τους αντιμετωπίσουν σε ανοιχτό ή ανώμαλο έδαφος.

Αν και οι πελταστές ήταν γνωστοί σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο, πιθανότατα προέρχονταν και συνδέονταν στενά με τη Θράκη και συχνά απασχολούνταν ως ξένοι μισθοφόροι στους ελληνικούς στρατούς για να συμπληρώνουν τους βαριά οπλισμένους οπλίτες. Μέχρι τα τέλη του τέταρτου αιώνα, οι πελταστές είχαν συνεχή παρουσία σε πολλούς στρατούς, ειδικά σε εκείνους των Μακεδόνων.

Τυπικά κάνουν αισθητή την παρουσία τους στον 2ο Πελοποννησιακό Πόλεμο, όπου στα 425 τους χρησιμοποιούν οι Αθηναίοι για να καταβάλλουν μια δύναμη Σπαρτιατών οπλιτών, οι οποίοι είχαν εγκλωβιστεί στο νησάκι της Πύλου, Σφακτηρία. Οι θρυλικοί οπλίτες της Σπάρτης ήταν αδύνατον να τους πλησιάσουν και έγιναν θύματα των βολών τους από απόσταση. Τελικά παραδόθηκαν και αιχμαλωτίστηκαν από τους Αθηναίους. 


Ελληνιστική περίοδος - Την Ελληνιστική περίοδο υπήρξαν αρκετές στρατιωτικές εξελίξεις. Στο ναυτικό πόλεμο, ενάντια στην τάσης για μεγαλύτερα πολεμικά πλοία, στα οποία τώρα πλέον τοποθετούνται καταπέλτες, έγινε στροφής προς την ανάπτυξη ελαφρότερων πλοίων, ειδικά των λεμβών, που χρησιμοποιούνταν για να προσεγγίζουν τις ακτές και να παρεμβαίνουν στην εμπορική ναυτιλία.


Στην ξηρά, δεν υπήρξαν σημαντικές αλλαγές, αλλά η φάλαγγα μακεδονικού τύπου υιοθετήθηκε γενικά σε όλη την Ελλάδα και ήταν ο κυρίαρχος βραχίονας, καθώς λίγα από τα βασίλεια των διαδόχων ήταν σε θέση να χρησιμοποιήσουν το ιππικό με τον ίδιο αποτελεσματικό τρόπο που είχαν κάνει ο Φίλιππος και ο Αλέξανδρος. Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι στα ανατολικά υιοθετήθηκαν τοπικά όπλα και στρατιωτικοί τύποι - π.χ. άμαξες, τοξότες, ελαφρύ ιππικό και ελέφαντες, έτσι ώστε οι στρατοί των διαδόχων πήραν σταδιακά έναν ανατολικό χαρακτήρα. Η φάλαγγα αποδείχθηκε πειστικά κατώτερη της Ρωμαϊκής Λεγεώνας κατά τον Τρίτο Μακεδονικό Πόλεμο (171-168 π.Χ.). Στη σκληρή μάχη της Πύδνας (168 π.Χ.), η φάλαγγα δεν μπόρεσε να υπερισχύσει ενάντια στους πιο κινητικούς και ευέλικτους ρωμαϊκούς χειρισμούς.


Η τελική μάχη του πολέμου στη Πύδνα διήρκεσε λιγότερο από μία ώρα και είναι γνωστή ως η τελική ήττα της μακεδονικής φάλαγγας με τις σάρισες και κατά συνέπεια είχε ως αποτέλεσμα το τέλος της πρωτοκαθεδρίας των Μακεδόνων.

Η φάλαγγα αρχικά ήταν επιτυχής και το μήκος των σαρισών εμπόδιζαν τους Ρωμαίους να φτάσουν σε απόσταση που θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα σπαθιά τους. Το θέαμα και η ανδρεία των φαλαγγιτών άρχισαν να επηρεάζουν το ρωμαϊκό ηθικό, δείχνοντας πόσο τρομερή ήταν σε μετωπικές επιθέσεις. Μόλις, όμως, μπήκε σε ανώμαλο έδαφος, η φάλαγγα άρχισε να χάνει την συνόχή και τον σχηματισμό της. Το ρωμαϊκό πεζικό επιτέθηκε στα κενά δημιουργώντας πολλές ανεξάρτητες συγκρούσεις μικρής κλίμακας, διασπάζοντας το τείχος που σχημάτιζαν οι σάρισες. Το μέτωπο της φάλαγγας έσπασε και άρχισε η σφαγή.


Με ιδέες και θεσμούς σφυρηλατημένους μέσα από νίκες και ήττες στα πεδία των μαχών από τα Ομηρικά χρόνια, και δεδομένης της σημασίας του πολέμου στην Ελλάδα, η λέξη μισθοφόρος, ακόμα μέχρι και σήμερα δεν ηχεί καλά στα αυτιά του Έλληνα. Βέβαια, το γεγονός ότι πολλοί στον ελληνικό κόσμο ήταν διατεθειμένοι να μισθώσουν τα ξίφη τους δεν θέλει πολλές εξηγήσεις. Η Ελλάδα ήταν πάντα φτωχή, ενώ οι συχνοί πόλεμοι απομάκρυναν τους άνδρες από την γη και την θάλασσα, όπου έβρισκαν την τροφή τους. Η εμπειρία όμως στον πόλεμο μπορούσε να εξαργυρωθεί. Έτσι για αιώνες οι Έλληνες υπηρετούσαν ως μισθοφόροι, σε Ελλάδα, Ανατολή - όπου η φήμη τους ως πεζικό ήταν μεγάλη, και Δύση, για παράδειγμα στη Σικελία. Το ερώτημα είναι γιατί, παρά το κόστος, την αμφίβολη πίστη και την κακή φήμη των μισθοφόρων, οι ελληνικές πόλεις άρχισαν να τους χρησιμοποιούν σε ευρεία κλίμακα, όταν μπορούσαν να συνεχίσουν να χρησιμοποιούν το δικό τους λαό ως στρατιώτες;


Η ευρεία χρήση των μισθοφόρων από τους Έλληνες της κεντρικής Ελλάδας προδίκασε την άνοδο του Φιλίππου Β’. Στον Πελοποννησιακό Πόλεμο η Αθήνα χρησιμοποίησε ελαφρύ πεζικό από τη Θράκη. Η χρήση μισθοφόρων με ασυνήθιστες δεξιότητες - οι τοξότες από την Κρήτη είναι ίσως η πιο εξέχουσα περίπτωση - παραμένει κοινή τακτική στην ελληνιστική εποχή. Τον 4ο π.Χ αιώνα η χρήση μισθοφόρων για τη συμπλήρωση - ή περιστασιακά αντικατάσταση - των στρατιωτών πολιτών έγινε πιο συνηθισμένη. Για κάποιους ήταν σημάδι παρακμής: της αποσύνθεση του πολιτικού πατριωτισμού και/ή την επέκταση της ιδιωτικής σφαίρας εις βάρος του κοινού καλού.


Μέχρι τον πέμπτο αιώνα και λίγο μετά, οι περισσότεροι Έλληνες πίστευαν ότι το κράτος το υπερασπιζόταν ο στρατός οπλιτών. Πόλις και οπλίτης είχαν μια σχέση αλληλένδετη. Το ήθος της πολιτείας πήγαζε από τους κάλλιστους άνδρες, στην κοινωνική και ηθική ανωτερότητα των οποίων αποδίδονταν η αρετή, η αριστεία, η ανδρεία, το θάρρος, και κατά συνέπεια η επιτυχία στο πεδίο της μάχης. Οι μισθοφόροι - απόκληροι, απάτριδες, εξόριστοι, δολοφόνοι, και κλέφτες - ήταν ακριβώς το αντίθετο. Πώς μπορούσαν τέτοιοι κακοποιοί, ελλειμματικοί εξ ορισμού σε αρετή και ανδρεία να νικήσουν στο πεδίο της μάχης; Η ευρεία χρήση των μισθοφόρων τον 4ο αιώνα π.Χ. και η ελληνιστική εποχή συνεπάγεται αναγκαστικά μια αλλαγή στη στάση απέναντι σε αυτό που όριζε τον αποτελεσματικό πολεμιστή.


Στην Αθήνα, από τον πέμπτο αιώνα, έγινε μια έντονη συζήτηση σχετικά με το αν η αρετή (η ανδρεία και ικανότητα στην μάχη) ήταν ένα εκ γενετής προνόμιο ή επίκτητο και άρα θα μπορούσε να μεταδοθεί μέσω μιας διδασκαλίας. Οι φιλόσοφοι ασχολήθηκαν με το σχετικό πρόβλημα, δεδομένου ότι εάν θα έπρεπε να διδαχθεί, η αρετή θα  έπρεπε να οριστεί επαρκώς. 


Η στρατιωτική αριστεία ως τέχνη - Στα Ελληνιστικά γυμνάσια επαγγελματίες εκπαιδευτές δίδασκαν τους νέους πολεμικές δεξιότητες και αυτό ήταν κάτι πολύ διαφορετικό από το ερασιτεχνικό ήθος της Αθήνας του 5ου αιώνα, όπου ο Περικλή θα μπορούσε να καυχιόταν ότι οι ελεύθεροι Αθηναίοι πολίτες μπορούσαν να θριαμβέψουν στις μάχες, χωρίς καμία εξειδικευμένη στρατιωτική εκπαίδευση. Έτσι δεν ήταν μόνο η δεξιότητα στα όπλα που αποκτήθηκε. Έμφαση δόθηκε στην σωστή παράταξη, και στην διατήρηση του σχηματισμού σε όλες τις περιστάσεις. Ότι γινόταν πριν εμπειρικά, τώρα πια μεταδιδόταν μέσω επαγγελματικής και συστηματικής εκπαίδευσης στους έφηβους. Το Θάρρος ήταν αποτέλεσμα των εγγενών χαρισμάτων και της εμπειρίας, ενώ η πολεμική δεξιότητα κατανοήθηκε περισσότερο ως επίκτητη από ό,τι φυσική. Έτσι ο μισθοφόρος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ικανοποιητικός ή ανώτερος αντικαταστάτης του πολίτη στρατιώτη. Η εκτεταμένη χρήση των μισθοφόρων πήγαζε από τη στρατιωτική τους ποιότητα που βασιζόταν λιγότερο στην εγγενή αρετή και περισσότερο στην μαθηματική επιστήμη, την τέχνη. Βέβαια, δεν ήταν μόνο ο κοινός στρατιώτης του οποίου η αριστεία έγινε αντιληπτή ως τέχνη, αλλά και η αριστεία των στρατηγών.


Για τους αρχαίους η τέχνη δεν ήταν η πραγμάτωση μιας ελευθεριάζουσας έμπνευσης, αλλά υπολογισμός. Οι Έλληνες πάντοτε παραδέχονταν την ύπαρξη δεξιοτήτων, τέχνες, στις οποίες μπορεί κανείς να εκπαιδευτεί. Αλλά στην κλασική ελληνική πόλη έτεινε να έχει εμπορική σημασία. Η αρετή, η ανδρεία και οι ευγενείς δραστηριότητες -ιδιαίτερα η πολιτική και ο πόλεμος- αποδίδονταν στην φύση του ανθρώπου ή της πόλης. Η φυσική ικανότητα μπορούσε απλώς να ενισχυθεί με την κατάρτιση. Η αντιμετώπιση των πολεμικών επιτευγμάτων, ως αποτέλεσμα κατάρτισης ή εμπειρίας - ως τέχνη - σηματοδοτεί την στροφή από την παλαιότερη σκέψη ή τουλάχιστον τη νίκη ενός νέου τρόπου αντίληψης, που μπορεί να τον δει κανείς στον Θουκυδίδη, στον Πλάτωνας και στον Ξενοφών.


Τον πέμπτο αιώνα, η ιδέα ότι οι δεξιότητες που είναι κατάλληλες για άτομα ανώτερης τάξης θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως τέχνες συνδέονταν ειδικά με τους σοφιστές, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να διδάξουν δεξιότητες που παραδοσιακά θεωρούνταν εγγενείς και οι οποίοι σκέφτονταν σοβαρά για το εάν οι άνδρες ενεργούσαν λόγω της φύσης και της φυλής τους ή λόγω των ανθρώπινων συμβάσεων, όπως ο νόμος. Έτσι, προέκυψε μια διάκριση μεταξύ των κοινωνικά αποδεκτών (στρατιωτικών και διανοητικών) και των ποταπών, βάναυσων, τεχνών.


Η σοφιστική διδασκαλία μπορεί να εξηγήσει γιατί η στρατηγική έγινε αντιληπτή ως τέχνη και γιατί δόθηκε έμφαση στους σχηματισμούς και στις στρατηγικές, στα κομμάτια, δηλαδή, της στρατιωτικής εκπαίδευσης που μπορούσαν πιο εύκολα να αποδωθούν θεωρητικά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να υπογραμμίζεται τι θα μπορούσε να διδαχτεί καλύτερα από το τι λειτούργησε στον πραγματικό κόσμο. 


Οι Σπαρτιάτες ήταν οι πρώτοι που σκέφτηκαν την επίκτητη στρατιωτική αριστεία. Άνθρωπος από άνθρωπο διαφέρει ελάχιστα, αλλά καλύτερος είναι αυτός που εκπαιδεύεται στο σκληρότερο σχολείο, φέρει ο Θουκυδίδης να λέει κάποιος Σπαρτιάτης. Έτσι, οι Σπαρτιάτες ήταν οι πρώτοι που είδαν την μάχη - τουλάχιστον εν μέρει - ως τέχνη. Όπως το έθεσε ο Ξενοφών, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε όλους τους άλλους ως απλούς “αυτοσχεδιαστές” στον πόλεμο και τους Λακεδαιμονίους ως τους μοναδικούς τεχνίτες του πολέμου. Και πράγματι έχουμε τις νίκες των Σπαρτιατών τον πέμπτο αιώνα, τον θρίαμβο τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο και την υπεροχή τους στη συνέχεια. Παράλληλα τους μιμήθηκαν, άλλες πόλεις όπως η Θήβα με τον Ιερό Λόχο. Τον 4ο αιώνα η Θήβα νίκησε τη Σπάρτη και ο επαγγελματικός στρατός των Μακεδόνων κατάφερε να τους νικήσει όλους.


Ο Ιερός Λόχος ήταν το επαγγελματικό επίλεκτο σώμα 300 οπλιτών των Βοιωτών, ο οποίος σχηματίστηκε το 378 π.Χ. και διακρίθηκε στις μάχες της Τεγύρας το 375 π.Χ. και των Λεύκτρων το 371 π.Χ. Εξαφανίστηκε μετά την μάχη της Χαιρώνειας το 338 π.Χ.

Τα επίλεκτα σώματα στην αρχαία Ελλάδα εμπίπτουν σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Το πρώτο περιλαμβάνει επαγγελματικά στρατεύματα πολιτών, που διατηρούνται με δημόσια έξοδα από μια πόλη ή μια συμμαχία. Το δεύτερο περιλαμβάνει μονάδες που χαρακτηρίζονται από ειδική εύνοια ή κατέχουν μια ειδική θέση σε βασιλικούς στρατούς, όπως αυτοί του Φίλιππου και του Αλέξανδρου ή των διαδόχων τους.


Η αντίληψη του πολέμου ως τέχνη έφερε αλλαγές και καινοτομίες. Ενώ πάντα υπήρχε εξέλιξη και πρόοδος, ειδικά οι ελληνιστικοί αιώνες ήταν μια εποχή ταχείας εξέλιξης. Όσο η μέθοδος πολέμου ήταν τμήμα των πολιτισμικών ιδεωδών, η καινοτομία στην μάχη ήταν αργή. Όταν ο άνθρωπος οριζόταν “στα μάτια θεών και ανθρώπων” από τον τρόπο που πολεμούσε, οι αλλαγές ήταν δύσκολες. Σε μεγάλη αντίθεση με όλους τους προηγούμενους κατά την ελληνιστική εποχή, ήταν δυνατόν και σύνηθες οι πολεμιστές να επαναεκπαιδεύονται  ώστε να αλλάζουν το τρόπο που πολεμούσαν, πράγμα που τους έκανε πιο ικανούς στο να προσαρμόζονται στους διαφορετικούς τρόπους πολέμου που αντιμετώπιζαν σε όλο το μήκος και πλάτος του τότε γνωστού κόσμου.


Ωστόσο, όσο η στρατιωτική αρετή μετατρεπόταν σε τέχνη και η χρήση μισθοφόρων και επαγγελματιών αυξανόταν στα πεδία των μαχών, άρχισε να χάνεται η συνοχή της κοινωνίας. Με άλλα λόγια ο γείτονας δεν χρειαζόταν τον γείτονα, ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης κτλ. για να τον προστατέψει σε κατάσταση πολέμου. Ταυτόχρονα οι πλούσιοι ήταν αυτοί που μπορούσαν να υπερασπιστούν την πόλη ή να ασκήσουν εξωτερική πολιτική πληρώνοντας. Σε αντάλλαγμα ζητούσαν περισσότερες εξουσίες και έτσι έχουμε έναν από τους πολλούς λόγους που στην Ελληνιστική περίοδο τα δημοκρατικά καθεστώτα εξελίχθηκαν σε ολιγαρχικά. Και όπως είναι επόμενο για να προστατευθεί καλύτερα η πόλη ή για να ασκηθεί περισσότερη εξωτερική πίεση, οι πλούσιοι χρειάζονταν περισσότερα χρήματα, με αποτέλεσμα να αυξάνουν την πίεση στα χαμηλότερα οικονομικά στρώματα πολιτών.


Το αρχαιοελληνικό “Δίκαιο του Πολέμου”

Μεταξύ των Ελλήνων της αρχαιότητας υπήρχε ένα σύστημα διακρατικών σχέσεων, χτισμένο γύρω από τους πρόξενους (πιο κοντά ίσως στον σύγχρονο επίτιμο πρόξενο). Αυτοί ήταν πολίτες που είχαν κληρονομικό οικογενειακό δεσμό με μια άλλη πόλη - κράτος και παρείχαν χαμηλό επίπεδο εκπροσώπησης, συμπεριλαμβανομένης της φιλοξενίας απεσταλμένων. Αυτό ήταν μέρος της γενικής πεποίθησης ότι οι Έλληνες συνδέονταν από μια κοινή γλώσσα και πολιτισμό. Παρά τον πόλεμο και τα ζητήματα μεταξύ των ελληνικών πόλεων - κρατών, κοινοί δεσμοί θεωρήθηκε ότι ξεχώριζαν τους Έλληνες από τους βάρβαρους (μη Ελληνόφωνους ξένους). Μέρος αυτής της πεποίθησης, της «ελληνικότητας», ήταν η άποψη ότι ορισμένες συμπεριφορές ήταν αντίθετες με τη ελληνική φύση ή τα ελληνικά έθιμα (μερικές φορές αναφέρονται ως «νόμοι των Ελλήνων») και ως εκ τούτου απαράδεκτες ακόμη και στον πόλεμο.


Φυσικά, δεν υπήρχε κανένα μέσο επιβολής αυτών - εκτός από μεμονωμένα κράτη, ή μερικές φορές επίσημες ομάδες (όπως η Δελφική Αμφικτυονία) που επέβαλαν ποινές στους παραβάτες. Αυτές οι ποινές, φυσικά, ήταν ανάλογες της ικανότητας του κράτους ή της ομάδας να τις επιβάλλουν. Στην ουσία, βασίζονταν στους θεούς για να τιμωρήσουν τις παραβάσεις των «νόμων των Ελλήνων».


Ο πιο γνωστός θεός του πολέμου είναι ο Ολύμπιος θεός Άρης, γιος του Δία και της Ήρας και πρώην σύντροφος της Αφροδίτης. Από τον Άρη, έχουμε την αρετή, την αρμονία και την αριστεία. Ουσιαστικά ο Άρης δεν συμπαθής, γι’ αυτό και δεν έχουν βρεθεί πολλά ιερά προς τιμήν του. Φέρεται δε ο Δίας, στην Ιλιάδα του Ομήρου, να του λέει: «και απ᾽ τους θεούς του Ολύμπου σε μισώ με την καρδιά μου, ότι την έριδ᾽ αγαπάς, τες μάχες, τους πολέμους.» 

(5.890–891)

Αυτό ουσιαστικά μας δίνει μια απάντηση ότι ο πόλεμος, παρά το αγωνιστικό πνεύμα των Ελλήνων, δεν έχαιρε εκτίμησης. 


Η σημασία των θρησκευτικών πρακτικών πριν από τη μάχη δεν πρέπει να υποτιμάται. Στiς Πλαταιές, οι Έλληνες αρνήθηκαν να κινηθούν, παρόλο που δέχονταν καταστροφικές βολές από τους Πέρσες, δεδομένου ότι δεν είχαν λάβει ακόμη ευνοϊκούς οιωνούς. Μόνο όταν οι τελετές είχαν ολοκληρωθεί με επιτυχία, ξεκίνησαν να πολεμούν.


Οι πιο συνηθισμένες τελετές που διεξάγονταν πριν από τις μάχες ήταν οι θυσίες αίματος ζώων και παρότι στους μύθους, διαβάζουμε για ανθρώπινες θυσίες πριν ή μετά τη μάχη, αυτό μπορεί να συνέβαινε μόνο στους μυκηναϊκούς χρόνους. Οι ποιητές λένε ότι η κόρη του Αγαμέμνονα, η Ιφιγένεια, θυσιάστηκε στον Αυλίδα προς χάριν της εύνοιας των θεών πριν ο ελληνικός στόλος πλεύσει εναντίον της Τροίας. Ωστόσο πέρα ​​από τη βιβλιογραφία, δεν υπάρχει σχεδόν καμία ένδειξη ανθρώπινης θυσίας στην ελληνική θρησκεία μετά την Εποχή του Χαλκού.


Ο έλεγχος ή η εύνοια των πανελλήνιων ιερών ήταν επίσης σημαντικός. Τις πρώτες μέρες του Δευτέρου Πελοποννησιακού Πολέμου, η Αθήνα συνάντησε την δυσμένεια του μαντείου των Δελφών, του μεγαλύτερου από όλους τους μαντικούς χώρους και των πανελλήνιων ιερών. Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί οι Αθηναίοι στράφηκαν στη Δήλο, που ήταν υπό τον έλεγχο τους, ως εναλλακτική τοποθεσία όπου μπορούσαν πιο εύκολα να έχουν την εύνοια των θεών και τις προφορικές συμβουλές που τους ταίριαζαν. Αλλά ακόμα κι αν μία πόλη ήταν υπέρ του ιερού και λάμβανε θετικές συμβουλές, έπρεπε να ερμηνεύσει τις απαντήσεις πολύ προσεκτικά.


Οι Δελφοί ήταν προεξέχοντες, όχι μόνο ως το θρησκευτικό και φυσικό κέντρο του ελληνικού κόσμου, αλλά επειδή το μαντείο του Απόλλωνα θεωρείτο το πιο αυθεντικό. Η αρχαία Δελφική Αμφικτυονία, μια ένωση γειτονικών ανεξάρτητων πόλεων-κρατών, ενήργησε για την προστασία της ακεραιότητας των Δελφών. Έως τέσσερις ιεροί πόλεμοι, ένας θρυλικός και τρεις ιστορικοί, πιστεύεται ότι διεξήχθησαν υπό τον έλεγχο του.


Η θρησκεία χρησίμευε ως σημείο επαφής για όλους τους Έλληνες. Οι τέσσερις μεγάλοι Πανελλήνιοι Αγώνες, που αποτελούν μέρος θρησκευτικών εορτών, στην Ολυμπία, στους Δελφούς, στη Νεμέα και στον Ισθμό, δημιούργησαν περιόδους στις οποίες πολίτες πολλών πόλεων-κρατών αγωνίζονταν μαζί. Άλλα ιερά που προσέλκυσαν επισκέπτες από όλο τον ελληνικό κόσμο περιλαμβάνουν το Ηραίον του Άργους, το Ηραίο στη Σάμο και τα Καβείρια στη Σαμοθράκη. Η Αθήνα δημιούργησε τα δική της Παναθήναια, τα μυστήρια της Ελευσίνας και της Δήλου.


Η ξεκάθαρη ύπαρξη της έννοιας του ακήρυχτου πολέμου στην αρχαία Ελλάδα καταδεικνύει ότι υπήρχε το αντίθετο - ένας πόλεμος, δηλαδή, που πολεμήθηκε (ή τουλάχιστον ξεκίνησε) υπό κάποιους κανόνες. Ωστόσο, δεν υπάρχει κάποια ρητά κωδικοποιημένη έκδοση των «νόμων των Ελλήνων». Τα στοιχεία μας ουσιαστικά συνοψίζονται από διάσπαρτες αναφορές, συχνά παράπονα ότι κάποιος τους έχει παραβιάσει.

Η κατάσταση ήταν πιο περίπλοκη καθώς οι πόλεμοι εναντίον των βαρβάρων θεωρούνταν έξω από αυτό το σύστημα.


Έτσι οι περισσότεροι από τους «Νόμους» αυτούς αναφέρονται (ή υπονοούνται) στις πηγές αλληλοκαλυπτόμενοι με γενικές ιδέες πολιτισμένης συμπεριφοράς. Σε αυτά περιλαμβάνονται η ασφάλεια των επίσημων αγγελιοφόρων (κήρυκες), οι οποίοι διαβίβαζαν μηνύματα και αιτήματα μεταξύ των αντιπάλων, οι χώροι των ιερών, το καθήκον των νικητών να επιστρέψουν τα σώματα των αντιπάλων για ταφή, άθικτα, να μεταχειρίζονται τους κρατούμενους ανθρώπινα κ.τ.λ. καθώς και ότι όλοι οι μαχητές έπρεπε να τηρούν τις συμφωνίες και τους όρκους τους.


Μέγας Αλέξανδρος: Η τέχνη του πολέμου

Ο Πελοποννησιακός πόλεμος, ο οποίος είχε δημιουργήσει ανθρώπους και συνθήκες υπό τις οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν εκτενώς τόσο στην Ασία όσο και στην Ελλάδα, οδήγησε στην ανάπτυξη μιας πραγματικής ελληνικής στρατιωτικής επιστήμης, πέρα από το να κρατά κανείς τη θέση του σε σχηματισμό και να νικά ή να πεθαίνει - ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς.


Καθώς ο ελληνικός πόλεμος έγινε πιο περίπλοκος, η μελέτη της σωστής στρατηγικής εξελίχθηκε σε επιστήμη και προκάλεσε την εμφάνιση επαγγελματιών στρατηγών. Έτσι φτάσαμε στο σημείο το τελευταίο μισό του τέταρτου αιώνα π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος να εισβάλλει στην Ασία με έναν στρατό που νίκησε κάθε περσική δύναμη στο δρόμο του και τελικά μπήκε στην 'Ινδία, όπου αντιμετώπισε τον μεγάλο στρατό και τους ελέφαντες του βασιλιά Πώρου. Προφανώς αυτό το στρατιωτικό επίτευγμα απλά δεν θα ήταν δυνατό να συμβεί τον πέμπτο αιώνα. 


Αν και οι Έλληνες είχαν ήδη σταματήσει τον περσικό στρατό στο ελληνικό έδαφος, δεν διέθεταν την δυναμική που ήταν απαραίτητη για εισβολή στην Ασία. Ωστόσο μεταξύ του τέλους του Πελοποννησιακού πολέμου το 404 και του Μεγάλου Αλεξάνδρου το 336, υπήρξε μια στρατιωτική επανάσταση που άλλαξε την φύση του ελληνικού πολέμου και παρήγαγε έναν από τους καλύτερους στρατούς στη στρατιωτική ιστορία του δυτικού κόσμου. Η επανάσταση αυτή άφησε μόνιμο αποτύπωμα στην αρχαιότητα, σε σημείο που ακόμη και οι Ρωμαίοι λίγο ως πολύ τον αντέγραψαν.


Για να μπορέσουν οι Έλληνες να διεισδύσουν στην καρδιά της Περσίας, έπρεπε να δημιουργήσουν έναν ολοκληρωμένο στρατό, με βαρύ και ελαφρύ πεζικό, βαρύ και ελαφρύ ιππικό και να οργανώσουν μέσα υποστήριξης, υλικοτεχνικά μέσα και διοικητική μέριμνα.


Πολλά είναι γνωστά για τον στρατό που ο Αλέξανδρος οδήγησε στην Ασία το 334 π.Χ., αν και υπάρχει μεγάλη συζήτηση σχετικά με ορισμένα σημεία της οργάνωσης και του εξοπλισμού. Παραταύτα πολλοί ιστορικοί συμφωνούν στο ότι ο στρατός του Αλεξάνδρου δημιουργήθηκε από τον πατέρα του, τον Φίλιππο Β ‘. 

Ήταν ένας ολοκληρωμένος στρατός που αντιπροσώπευε μια συγχώνευση των καλύτερων στοιχείων του αρχαιοελληνικού πολέμου. Σε ποιο βαθμό ο Φίλιππος επηρεάστηκε ή εμπνεύστηκε από μη ελληνικούς στρατούς της εποχής παραμένει άγνωστος.


Ωστόσο, όλα αυτά σκιάζονται από το μεγαλείο της στρατηγικής του Αλέξανδρου, ο οποίος έγινες θρύλος. Έτσι έχουμε τις μεγάλες μάχες ιππικού στον Γρανικό και τον Υδάσπη, όπου το ένστικτό του τον οδήγησε να κινηθεί επιθετικά. Ακόμη και σε αυτές τις μάχες, ωστόσο, ήταν προσεκτικός για να συντονίσει τις επιθέσεις ιππικού του με υποστήριξη από το πεζικό, για να εκμεταλλευτεί ολόκληρο τον στρατό του. Στις μεγάλες μάχες στην Ισσό και στα Γαυγάμηλα, χρησιμοποίησε γνήσιες τακτικές “σφυριού και αμονιού”, ενώ στην Τύρο επέδειξε το μεγαλείο του σε τεχνικές πολιορκίας.


Μετά τον Αλέξανδρο, ο πόλεμος δεν ήταν ποτέ ο ίδιος…. 


Επίλογος

Μεταξύ άλλων, μια από τις πρωτότυπες συμβολές των Ελλήνων στη στρατιωτική κουλτούρα ήταν η θεώρηση του πολέμου ως ένα λογικό και χρηστικό εργαλείο πολιτικής και σκέψης. Βάση αυτού, η προσέγγιση των διακρατικών υποθέσεων πρωτοστάτησε στους σοφιστές του 5ου π.Χ. αιώνα. Η “ιστορία” του Θουκυδίδη είναι το μεγάλο μνημείο αυτής της παράδοσης. 


Η καταγεγραμμένη αρχαία ελληνική στρατιωτική δύναμη είναι αναμφισβήτητη. Μετά την αποτυχημένη εισβολή του του Ξέρξη το 480, η Ελλάδα παρέμεινε απαλλαγμένη από ξένες εισβολές μέχρι τη ρωμαϊκή κατάκτηση τρεις αιώνες αργότερα. ΟΙ θριαμβευτικές λεγεώνες της Ρώμης όφειλαν μεγάλο μέρος της επιτυχίας τους στη μάχη στην ελληνική προσέγγιση του πολέμου. Κανένας μη δυτικός εισβολέας, μετά το 480, θα κατάφερε να καταλάβει και να κρατήσει την ελληνική ενδοχώρα για πολύ καιρό μέχρι την οθωμανική αυτοκρατορία, δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα. Οι οπλίτες και οι φαλαγγίτες πολέμησαν ως μισθοφόροι στην Αίγυπτο, πήγαιναν στον Ινδό και υπό τον Πύρρο διέσχισαν την Ιταλία και τη Σικελία. Ο ελληνικός στρατιωτικός εξοπλισμός εξαπλώθηκε στην Ιλλυρία, τη Σκυθία και την Περσία και αντιγράφηκε στην Ιταλία στη νότια Ρωσία. 


Η ελληνική βλητική επιστήμη ήταν υπεύθυνη για το τεράστια δύναμη του ρωμαϊκού πυροβολικού. 

Ο Διόδωρος αποδίδει την πρώτη εξέλιξη του καταπέλτη στον Διονύσιο Α΄ από τις Συρακούσες της Σικελίας το 399 π.Χ. Οι καταπέλτες μαρτυρούνται και στην Αθήνα από επιγραφές του πρώτου μισού του 4ου π.Χ. αιώνα και σε λογοτεχνικές πηγές για τους Μακεδόνες στα μέσα του 4ου π.Χ. αιώνα. Οι καταπέλτες αναφέρονται πιο συχνά σε πηγές για τον πόλεμο του Αλεξάνδρου κατά της Περσικής Αυτοκρατορίας, ειδικά στις πολιορκίες του.


Πέρα όμως από τα τεχνικά, η βίρτους (ανδρεία/θάρρος) συνέχιζε να είναι μια σημαντική αξία στη ρωμαϊκή στρατιωτική κουλτούρα. Οι σύγχρονοι μελετητές έδωσαν μεγαλύτερη προσοχή στη σημασιολογικής και πολιτισμικής σημασίας της βίρτους κατά τους τελευταίους δύο αιώνες της Ρωμαϊκής δημοκρατίας. Ο παράλληλος ελληνικός όρος, αρετή, σήμανε αρχικά την αριστεία του νικητή στη μάχη ή σε αθλητικούς αγώνες, αλλά ήρθε να υποδηλώσει κάθε μορφή αριστείας. Παρομοίως, η έννοια της βίρτους επεκτάθηκε, για να σημαίνει οποιαδήποτε αριστεία. Η μετατόπιση αυτή συνέβη στην ύστερη Ρωμαϊκή δημοκρατία, καθώς η λατινική λογοτεχνία αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε, ενσωματώνοντας ελληνικές φιλοσοφικές και τεχνικές έννοιες.


Ο βυζαντινός στρατός θα προστάτευε τα διαρκώς πολιορκούμενα εδάφη του μέσω της διατήρησης της ελληνορωμαϊκής στρατιωτικής οργάνωσης, επιστήμης και κουλτούρας, αναπτύσσοντας την αποκαλούμενη Υψηλή στρατηγική, κάνοντας την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία την μακροβιότερη αυτοκρατορία στον Ευρωπαϊκό και Ευρασιατικό χώρο.  

Οι Ρωμαίοι δεν ανέπτυξαν ποτέ πολιτική κουλτούρα, ώστε να αντικατασταθεί η παλαιότερη ελληνική. Όμως, άλλαξαν την ιδεολογία του πολέμου, προσεγγίζοντας την “θεολογικά”, δεδομένου ότι η θρησκεία έπαιζε σημαντικότερο ρόλο στο ρωμαϊκό γίγνεσθαι από ότι στην κλασική ελληνική κοινωνία. 

Για τους “προβυζαντινούς” Ρωμαίους, η στρατιωτική επιτυχία ήταν στενά συνδεδεμένη με τη θρησκευτική ευσέβεια, δεδομένου ότι η βίρτους, εν αντιθέσει με την αρετή, ήταν η θεότητα της γενναιότητας, της στρατιωτικής ισχύος και η προσωποποίηση της ρωμαϊκής δύναμης.


Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, βρήκε εύφορο έδαφος, ώστε να εμπλακεί άμεσα στην πολιτική και στρατιωτική ζωή. Ωστόσο οι γραφές του δημιουργούσαν ερωτήματα, που δεν έχουν απαντηθεί μέχρι και σήμερα, σε σχέση με τον πόλεμο και την βία. Από την μια μεριά, η Παλαιά Διαθήκη, περιγράφει τους πρώτους Εβραίους να πολεμούν με τη ρητή εντολή του Θεού, ο οποίος τους διέταξε να εξοντώσουν όλους τους ειδωλολάτρες των Αγίων Τόπων. Από την άλλη, η Καινή Διαθήκη διδάσκει την απόλυτη αγάπη και συγχώρεση, χωρίς να ξεχνά να τονίσει την υπακοή στη “αρχή”. Η αλήθεια είναι ότι η Καινή Διαθήκη δεν προσέφερε ποτέ κανένα προφανή τρόπο για να συμβιβάσει τις διαφορές της με την Παλαιά Διαθήκη.

Την αντίφαση προσπάθησαν να γεφυρώσουν μεγάλοι πατέρες του Χριστιανισμού, όπως ο Αμβρόσιος και ο Αυγουστίνος, ωστόσο κάποιο πρακτικό συμβιβασμό προσέφερε η αναβίωση των αρχαίων ελληνικών φιλοσοφιών και κυρίως αυτής του Αριστοτέλη. 


———-


Πηγές


Διάλεξη του Δρ. Donald Kagan / 09.18.2007, Πρύτανη στο τμήμα ιστορίας του Πανεπιστημιού Γέιλ. https://brewminate.com/the-rise-of-the-polis-in-ancient-greece/


Ο Πόλεμος ως ηθικό πρόβλημα: Μια σύντομη αναφορά στις φιλοσοφικές πηγές, Περικλής Σ. Βαλλιάνος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας, στο Τμήμα ΠΕΕΔ, του Πανεπιστημίου Αθηνών. http://www.grissh.gr/system/articles/assets/54bf/4eff/d36a/36c0/f600/0186/original/JRN-5381_FZ4214_05.pdf?1421823743


Ο πόλεμος είναι ο πατέρας και ο βασιλιάς των πάντων, Σπύρος I. Ράγκος, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Cambridge, Αναπληρωτής Καθηγητής της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών. http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/history/arxaiotita/page_024.html


The Cambridge History of Greek and Roman Warfare, Volume 1. Greece, The Hellenistic World and the Rise of Rome, Philip Sabin, Hans van Wees, Michael Whitby.


The Wars of the Ancient Greeks, Victor Davis Hanson


ΚΙΚΕΡΩΝ ΠΕΡΙ ΚΑΘΗΚΟΝΤΩΝ ΒΙΒΛΙΟ Α’ Μετάφραση Δ. Χαλκωματά (2017)  https://eclass.uop.gr/modules/document/file.php/HAMCC222/ΤΙΑΔΠΑ_Κείμενο%20Λατινικών%202019.pdf


Aeneas Tacticus http://www.aeneastacticus.net


Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας http://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html



Conflict in Ancient Greece and Rome [3 volumes]: The Definitive Political, Social, and Military Encyclopedia | Sara E. Phang, Iain Spence Ph.D., Douglas Kelly Ph.D., Peter Londey Ph.D. 


The Origins Of Western Warfare: Militarism And Morality In The Ancient World (History and Warfare) | Doyne Dawson


War and Peace in the Ancient World (Ancient World: Comparative Histories) | by Kurt A. Raaflaub


War In World History: Society, Technology, and War from Ancient Times to the Present, Volume 1 | Stephen Morillo, Jeremy Black, Paul Lococo


The Wars of the Ancient Greeks: And Their Invention of Western Military Culture |  Victor Davis Hanson, John Keegan


The Cambridge History of Greek and Roman Warfare (Volume 1) | Philip Sabin, Hans van Wees, Michael Whitby


Selected Papers of Beijing Forum 2007 | On the Ancient Greek Αγών | Prof. Wang Daqing, Renmin University of China 


Greeks and Greek Civilization | Jacob Burckhardt