ΕΧΕΙ ΤΟ ΜΠΟΥΝΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ; ΜΙΑ “ΑΙΡΕΤΙΚΗ” ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΜΠΟΥΝΤΟ & ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ



Η παραδοσιακή ιαπωνική μέθοδος διδασκαλίας μπορεί να οδηγήσει σε απογοήτευση, ειδικά τους Δυτικούς, οι οποίοι συνήθως έχουν την απαίτηση να διδαχθούν με έναν λογικό, μεθοδικό τρόπο. Οι Ιάπωνες τείνουν να δίνουν στις λέξεις αρκετά χαλαρές ερμηνείες, ενώ συχνά, αυτό που μένει ανείπωτο είναι πιο σημαντικό από αυτό που λέγεται.” (Κιούντο, Η ουσία και η πρακτική της Ιαπωνικής Τοξοβολίας, Χιντεχάρου Ονούμα, Εκδόσεις Αλκίμαχον, μετάφραση Γρηγόρης Μηλιαρέσης) 


Αν τώρα κοιτάξουμε γύρω στον κόσμο και ρωτήσουμε: Σε ποιες χώρες και σε ποιες εποχές το είδος της σκέψης που έχουμε περιγράψει έχει επιτύχει υψηλό βαθμό ανάπτυξης, θα βρούμε μια τέτοια εξέλιξη μόνο στην αρχαία Ελλάδα και στη σύγχρονη Ευρώπη. Υπήρχαν σπουδαίοι πολιτισμοί στην Αίγυπτο, την Κίνα, την Ασσυρία και ούτω καθεξής. Δημιούργησαν τέχνη και θρησκεία, αλλά χωρίς φιλοσοφία. Ακόμη και η αρχαία Ρώμη δεν πρόσθεσε τίποτα στη φιλοσοφική γνώση του κόσμου. Οι λεγόμενοι φιλόσοφοι, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Σενέκας, ο Επίκτητος, ο Λουκρήτιος, ουσιαστικά δεν παρήγαγαν κάποια νέα αρχή. Ήταν απλώς μαθητές των Ελληνικών Σχολών, των οποίων τα γραπτά μπορεί να είναι γεμάτα με μια ενδιαφέρουσα και ευγενή αίσθηση, αλλά των οποίων οι βασικές σκέψεις δεν περιείχαν τίποτα που δεν είχαν ήδη αναπτυχθεί από τους Έλληνες.” (A Critical History of Greek Philosophy, W. T. Stace)

 

Η ιδέα ότι άνθρωποι διαφορετικών πολιτισμών στην πραγματικότητα σκέφτονται διαφορετικά ήταν αργή στο να βρει τον δρόμο της στην καρδιά της δυτικής φιλοσοφίας. Κάπου τον περασμένο αιώνα περίπου, ανθρωπολόγοι, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι και θεωρητικοί επιστήμονες εξέτασαν αυτό το ζήτημα και συνέκριναν τα αποτελέσματα. Αλλά μέχρι πρόσφατα, η πλειοψηφία των φιλοσόφων στη Δύση έχει αυτοεξαιρεθεί από τη συζήτηση, θεωρώντας συχνά ότι η σκέψη φιλοσοφικού τύπου είναι καθολική και διαπολιτισμική. Άλλοι, αντίθετα, ισχυρίστηκαν, ότι η φιλοσοφία είναι ένα τόσο διακριτά δυτικό εγχείρημα που δεν έχει νόημα να την ψάξουμε αλλού. Και στις δύο περιπτώσεις, η «μη δυτική φιλοσοφία» απορρίπτεται ως οξύμωρο.” (Japanese Philosophy: A Sourcebook, Maraldo, Kasulis, Heisig)


Ουσιαστικά με τις παραπάνω απόψεις και θα διαφωνήσω και θα συμφωνήσω, εν μέρη. Το θέμα που εξετάζω, λοιπόν, σε αυτό το άρθρο είναι τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στην “φιλοσοφία του μπούντο” και μήπως εν τέλη το μπούντο δεν έχει φιλοσοφία. 

Για να προλάβω τυχών παρεξηγήσεις, δεν εννοώ ότι το μπούντο δεν έχει υψηλά ιδανικά, ευγενής σκοπούς ή εσωτερικές διεργασίες. Αυτό που εννοώ είναι ότι ενδέχεται το μπούντο να μην έχει εγγενώς και από φυσικού του, αυτήν την διαδικασία που αποκαλούμε φιλοσοφική διεργασία.


Το συγκεκριμένο άρθρο είναι το τρίτο μέρος μια τριλογίας. Για να φτάσω εδώ, ουσιαστικά έπρεπε πριν να εξετάσω την ιστορία των σαμουράι και μετά την αρχαιοελληνική πολεμική κουλτούρα. Ο δρόμος ήταν μακρύς και σίγουρα δεν τελειώνει εδώ. Όμως, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…


Για τι πράμα μιλάμε όταν αναφερόμαστε στην φιλοσοφία του μπούντο;  Προφανώς για να καταλήξουμε στην φιλοσοφία του μπούντο θα πρέπει να αναλύσουμε πρώτα τι είναι η φιλοσοφία, μετά να μιλήσουμε για την ιαπωνική διανόηση, και εάν αυτή μπορεί να χαρακτηριστεί ως φιλοσοφία, και αφού το κάνουμε αυτό, να μιλήσουμε για το τι είναι μπούντο και εάν μπορεί το μπούντο να έχει φιλοσοφία ή όχι.


Η φιλοσοφία, λοιπόν. Παρότι ο ορισμός της είναι περίπου αδύνατος, αλλά και σε αντίθεση με την σημερινή καταχρηστική χρήση του όρου, μπορούμε με σχετική σιγουριά να πούμε τι δεν είναι φιλοσοφία: η φιλοσοφία δεν είναι ούτε τρόπος ζωής, ούτε “η φιλοσοφία της εταιρίας μας”, ούτε κάποια θεωρεία, ούτε οι οποιεσδήποτε αναζητήσεις μας (φυσικές, μεταφυσικές κτλ). Δεν είναι ένα πιστεύω ή μια επιθυμία (Introduction To Philosophy: An Online Textbook | Philip A. Pecorino, Ph.D.).

Δεν είναι το αποτέλεσμα μιας οποιαδήποτε διαδικασίας σκέψης. Πρόκειται για μια δραστηριότητα, μια διαδικασία, μια διεργασία πάρα πολύ συγκεκριμένη, που αποτελείται από την παρατήρηση, την υπόθεση, το πείραμα, την απόδειξη και την επανάληψη, γι’ αυτό και η φιλοσοφία ουσιαστικά υπήρξε η μητέρα των επιστημών. 


Πως προέκυψε, όμως η φιλοσοφία στους αρχαίους Έλληνες; Μια καλή εξήγηση δίνουν ο Νίτσε και ο Μπούρκχαρντ, οι οποίοι έδωσαν έμφαση στην κεντρική θέση που είχε το (αντα-)αγωνιστικό πνεύμα στην ελληνική αρχαιότητα και το οποίο επηρέασε, τουλάχιστον, τον δυτικό πολιτισμό. 

Παρόλο που κάποιου είδους αγώνων/παιχνιδιών υπήρχαν και σε άλλους αρχαίους πολιτισμούς, μόνο οι Έλληνες τους έθεσαν στο επίκεντρο της κοινωνικής, πολιτικής και θρησκευτικής τους ζωής. Έτσι το (αντα-)αγωνιστικό πνεύμα διαπέρασε κάθε πτυχή της ζωής τους και επηρέασε την ελληνική σκέψη, τον τρόπο ζωής των αρχαίων Ελλήνων και το πολιτικό τους σύστημα.

Όταν, κατά την Αρχαϊκή Εποχή εξελίχθηκε η ιδέα της ελληνική πόλις, δηλαδή ότι η κοινωνία είναι μια πολιτική οντότητα, πέραν των κτισμάτων, θεσμοθετήθηκαν και πανελλήνιοι αγώνες (όπως οι Ολυμπιακοί Αγώνες), οι οποίοι έδωσαν στους Έλληνες ένα ακόμη στοιχείο (εκτός της κοινής γλώσσας, του κοινού πάνθεου κτλ.) μια ενιαίας εθνικής ταυτότητας.


Έτσι ο Βρετανός καθηγητής G.E.R. Lloyd, ο οποίος ασχολήθηκε με την έρευνα της ελληνικής επιστήμης και φιλοσοφίας, διαπίστωσε ότι, σε αντίθεση με άλλους πολιτισμούς, η μελέτη της φιλοσοφίας στην αρχαία Ελλάδα έχει μια πολύ έντονη τάση αμφισβήτησης. Με άλλα λόγια, κατακλειζόταν από το αγωνιστικό πνεύμα. Στο δε Adversaries and Authorities, Investigations into Ancient Greek and Chinese Science (Cambridge University Press, 1996), ο Lloyd κάνει μια συγκριτική μελέτη του τρόπου επιστημονικής έρευνας μεταξύ αρχαίας Ελλάδας και αρχαίας Κίνας από ιστορική σκοπιά. Τονίζει ότι, γενικά, στην Ελλάδα, οι ερευνητές είχαν συνηθίσει να εξάγουν συμπρεράσματα μέσω του λόγου και του αντίλογου, ενώ στην αρχαία Κίνα, οι στοχαστές είχαν την τάση να βασίζουν τα συμπεράσματα τους σε παλαίες αρχές και γνωμικά.


Υπάρχουν αξιοσημείωτες διαφορές στην διανοητική διαδικασία ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και την αρχαία Ινδία, Κίνα, Ιαπωνία κτλ.:

1. Σε αντίθεση με την Ανατολή και Άπω Ανατολή, οι φιλοσοφικές σχολές στην Ελλάδα ήταν πιο χαλαρές και συχνά κατακερματίζονταν και δημιουργούνταν νέες, ενώ οι μαθητές μπορούσαν να επιλέξουν ελεύθερα τους δασκάλους τους, στους οποίους μπορούσαν να ασκήσουν κριτική ανοιχτά. Η αντιλογία και η αμφισβήτηση διαδραματίζαν έναν σημαντικό ρόλο στη μελέτη. 

Την ίδια στιγμή στην Ανατολή και στην Άπω Ανατολή, ο μαθητής δεν μπορούσε να αντιταχθεί στον δάσκαλο, ενώ το κύριο καθήκον του ήταν η προστασία της σχολής του. Η συζήτηση επιτρεπόταν, αλλά δεν ενθαρρυνόταν και η διαφωνία ήταν συχνά κάτι πολύ υποτιμητικό.


2. Στην Ανατολή και στην Άπω Ανατολή, το κοινό των στοχαστών ήταν συχνά βασιλιάδες και προύχοντες, σε συστήματα μη δημοκρατικά, όπου η ιεραρχική τάξη (ανατολική έννοια της αρμονίας) έπαιζε μεγάλο ρόλο. Σε αυτή την ανώτερη τάξη ανήκανε και πολλοί από αυτούς τους στοχαστές. Στην Ελλάδα, από την άλλη πλευρά, το κοινό ήταν αντίπαλοι και οπαδοί, σε συνθήκες δημοκρατίας. Έτσι λόγω αυτής της διαφοράς οι Έλληνες φιλόσοφοι έδωσαν περισσότερη προσοχή στις δεξιότητες της συζήτησης, της θεώρησης και της απόδειξης και λιγότερο σε βιωματικές (υποκειμενικές) μεθόδους αναζήτησης της αλήθειας.


3. Οι αρχαίοι Έλληνες αναζήτησαν τη γνώση προς χάριν της ίδιας της γνώσης και την επιδίωξαν με επιστημονικό, ελεύθερο και αμερόληπτο πνεύμα. Επιπλέον, λόγω του χαρακτήρα της ελληνικής θρησκείας, οι Έλληνες ήταν απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε ισχυρή ιερατική τάξη που θα επέβαλλε την θέση της και τις παραδόσεις της, οι οποίες θα έπρεπε να επικρατήσουν στην κοινωνία με το να μεταδίδονται μόνο σε μια ελίτ. Αποτέλεσμα ήταν, στον ελληνικό κόσμο να μην εμποδίζεται ή να μην τιμωρείται η ανάπτυξη της διαφορετικής, ελεύθερης σκέψης και διανοητικής αναζήτησης. 


Γενικά για τους περισσότερους, η φιλοσοφία μπορεί να είναι είτε ένας πολύ συγκεκριμένος τρόπος σκέψης με την χρήση του λόγου, είτε μια πιο ολιστική προσέγγιση, βάση της οποίας, φιλοσοφία είναι οποιοσδήποτε τρόπος επίτευξης της γνώσης και της σοφίας.


Βρίσκω την δεύτερη προσέγγιση αρκετά προβληματική, δεδομένου ότι, για παράδειγμα και η μελέτη βιβλίων επιτυγχάνει γνώση και σοφία, αλλά δεν είναι φιλοσοφία. Από την άλλη ένα ολιστικό σύστημα πειθαρχίας καταλήγει σε δόγματα και πεποιθήσεις, που σταματούν την φιλοσοφική διαδικασία (η οποία προφανώς είναι αέναη). Επιπλέον η βιωματική ταύτιση με την γνώση και την σοφία, εκτός των δογμάτων, έχει ως αποτέλεσμα όχι εραστές της σοφίας (φιλόσοφους), αλλά σοφούς (συχνά αγιοποιημένους) ή τσαρλατάνους των οποίων τις διδαχές καλούμαστε να ακολουθήσουμε κατά γράμμα, άκριτα.

Θεωρώ ότι, αν μη τι άλλο, ειδικά στην εποχή μας, που το παράλογο λαμβάνει διαστάσεις πανδημίας, ακόμα και από τα πιο επίσημα χείλη, πρέπει να επιστρέψουμε σε αυτό που αδιαμφισβήτητα έβαλαν οι αρχαίοι Έλληνες επάνω στο τραπέζι της ανθρωπότητας, πριν από αιώνες.. την λογική!  


Λογική & λόγος

Τα εργαλεία που χρησιμοποιεί η φιλοσοφία, λοιπόν είναι η λογική και ο λόγος και προφανώς η χρήση του λόγου, έχει να κάνει και με την φύση της γλώσσας, στην Ελλάδα, όπου ευνόησε την γέννηση και την ανάπτυξη αυτής της διανοητικής τεχνικής. 


Εδώ να διευκρινίσω εξ’ αρχής ότι σε καμία περίπτωση δεν εννοώ ή υπαινίσσομαι ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν οι μόνοι που σκέφτονταν, ή αυτοί που σκέφτονταν καλύτερα ή πιο βαθιά. Κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του παραδοσιακό τρόπο ή σχολή διανόησης. 

Ωστόσο, η φιλοσοφία ήταν απλά ο τρόπος που ανέπτυξαν οι αρχαίοι Έλληνες και το γιατί ή το πως αυτός ο τρόπος διαδόθηκε στον κόσμο είναι ένα άλλο θέμα προς συζήτηση. Σε καμία περίπτωση δεν βρίσκω τον ινδικό, τον κινεζικό, τον ιαπωνικό, τον αραβικό ή άλλους παραδοσιακούς τρόπους σκέψης υποδεέστερους, είτε χαρακτηρίζονται ως φιλοσοφία, είτε όχι. 

Παραταύτα, ναι, πιστεύω ότι παρότι η διανόηση γενικώς δεν έχει σύνορα και οι ιδέες θα πρέπει να μετακινούνται ελεύθερα, η κάθε σχολή σκέψης έχει εντοπιότητα, αφού είναι πολιτισμικό παράγωγο, που έχει να κάνει με τις γεωγραφικές, κλιματικές, κοινωνικές αλλά και τις πολιτικές συνθήκες. 


Έτσι λοιπόν, για την φιλοσοφία, η σχέση ανθρώπων και αντικειμένου αναζήτησης (πχ. Εγώ, εσύ και η αγάπη, όταν συνδιαλεγόμαστε για το τι είναι η αγάπη) είναι εξωτερική, αναλυτική και λειτουργεί αποκλειστικά μέσω του λόγου, της λεκτικής επεξήγησης και της αντι-λογίας.  


Στην ελληνική γλώσσα, κάθε λέξη από μόνη της, σημαίνει λίγο ως πολύ και κάτι συγκεκριμένο, οπότε η επιλογή μιας λέξης ορίζει και το πλαίσιο και το ύφος της πρότασης, εν αντιθέσει με την ιαπωνική γλώσσα που συμβαίνει το αντίθετο. 

Ο διάλογος ή ο αντίλογος χρειάζεται οπωσδήποτε, τουλάχιστον, δύο ανθρώπους, οι οποίοι συζητούν επί ίσοις όροις, χωρίς η κοινωνική ή άλλη θέση να παίζει ρόλο στο δίκαιο (στο ποιος έχει δίκιο ή ποιανού η γνώμη θα επικρατήσει). Έτσι ουσιαστικά μιλάμε για το ότι η φιλοσοφική διαδικασία, εκτός του ότι αντικατέστησε τον μύθο με την λογική και την πίστη από την αμφιβολία, γέννησε και γεννά δημοκρατία.


Για τον ελληνικό και γενικώς Δυτικό πολιτισμό, η φιλοσοφία οδήγησε στην ανάπτυξη του ατομικισμού, που μαζί με τα αρνητικά του, είχε και τα θετικά του, αφού υπήρξε και η βάση για την ανάπτυξη των ατομικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, της πρωτοβουλίας και της προσωπικής ελευθερίας. Ωστόσο κακά τα ψέμματα, ο εγωισμός, ο άκρατος υλισμός, η αδιαφορία προς το καλό του συνόλου κτλ. είναι παρενέργειες της δυτικής σκέψης, που πρώτοι τις εντόπισαν οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες. 


Ενδεχομένως άλλη μία αιτία που η λογική, η ρητορική και ο λόγος αναπτύχθηκαν τόσο πολύ στην αρχαία Ελλάδα, να ήταν επειδή λειτουργούσαν ως αντίδοτο, όταν οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν ότι η βία και οι συνεχείς συγκρούσεις στις έντονα ανταγωνιστικές τους σχέσεις όχι μόνο δεν έλυναν τα προβλήματα τους, αλλά τους δημιουργούσαν νέα και μεγαλύτερα. Χαρακτηριστική είναι η φράση “Πάταξον μέν ἄκουσον δέ”, την οποία βάζει ο Πλούταρχος στο στόμα του Αθηναίου Θεμιστοκλη, στο συμβούλιο της Σαλαμίνας (480 π.Χ.), προς τον Σπαρτιάτη ναύαρχο Ευρυβιάδη, όταν ο τελευταίος θέλησε να τον χτυπήσει, οργισμένος, επειδή ο Θεμιστοκλής υποστήριζε πως η ναυμαχία έπρεπε να γίνει εκεί και όχι στον ισθμό, όπως πρότεινε ο Ευρυβιάδης: 

[11.3] Δηλαδή, όταν ο Ευρυβιάδης του είπε «Θεμιστοκλή, στους αγώνες, όσους ξεκινούν πριν από την ώρα τους τους ραβδίζουν», «ναι» αποκρίθηκε ο Θεμιστοκλής, «αλλά όσους μένουν πίσω δεν τους στεφανώνουν». Και μόλις εκείνος σήκωσε το ραβδί του για να τον χτυπήσει, ο Θεμιστοκλής του λέει· «Χτύπησέ με, μα άκουσέ με!» [11.4] Και όταν ο Ευρυβιάδης θαυμάζοντας την πραότητα του Θεμιστοκλή, του έδωσε την άδεια να μιλήσει, αυτός προσπάθησε πάλι να τον φέρει στην άποψή του.” (Πλουταρχος, ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ 11.3-4, μετάφραση: Μ.Χ. Οικονόμου). 

Ο Ευρυβιάδης, ως Σπαρτιάτης και αρχιναύχαρχος απαιτεί υπακοή. Ο Θεμιστοκλής, παρότι υφιστάμενος του, αντιλέγει και τον προσβάλλει, κάνοντας υπαινιγμό περί δειλίας σε Σπαρτιάτη. Ο Ευρυβιάδης πάει να βιαιοπραγήσει. Και ο Θεμιστοκλής προτείνει αποκλιμάκωση και συνέχιση της διαδικασίας, θέτοντας την δύναμη του λόγου, πάνω από την βία.    


Ανατολή-Δύση: Γνώθι σαυτόν 

Mια ενδιαφέρουσα πτυχή της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφικής παράδοσης είναι το Γνώθι σαυτόν που πολλοί το ανάγουν στην ανατολική σκέψη και το οποίο αναφέρεται ότι υπήρχε στο αέτωμα του ναού του Απόλλωνος στους Δελφούς μαζί με άλλα δύο Δελφικά Παραγγέλματα, το Μηδέν Άγαν (να κάνεις τα πάντα με μέτρο) και το μυστηριώδες Εν Δελφοίς Έψιλον ή ΕΙ.


Μια ερμηνεία του Γνώθι σαυτόν, είναι ότι η κατάκτηση της σοφία, τελικά, δεν θα έπρεπε να βασίζεται στον λόγο ή στις λέξεις, αλλά στην ενδοσκόπηση και στην αυτό-αναφορά. Κάτι που προφανώς μοιάζει στην ανατολική σκέψη. Το πρόβλημα όμως είναι ότι δεν ξέρουμε ακριβώς από που προέρχεται, από πότε και από ποιον, ώστε βασισμένοι σε κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο να μπορέσουμε να καταλάβουμε τι εννοεί, και εάν η ερμηνεία του συνδέεται με την ερμηνεία των άλλων παραγγελμάτων ή όχι.

Για παράδειγμα τον εαυτό σου μπορείς να τον γνωρίσεις και μέσω του διαλόγου με άλλους ανθρώπους, βάζοντας όρια και σε εσένα και στους άλλους (μέτρο), ώστε να μη καταπατά ο ένας τα δικαιώματα του άλλου και να υφίσταται πραγματική ελευθερία.


Βέβαια, σήμερα υπάρχουν κάποιοι, οι οποίοι πιστεύουν, ότι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, ουσιαστικά αντέγραψαν ή έκλεψαν την φιλοσοφία από την Κίνα, την Ινδία, την Αίγυπτο και την Βαβυλώνα. Απαντήσεις σε όλους αυτούς τους ισχυρισμούς έχουν δοθεί, οι οποίοι ουσιαστικά δεν αντέχουν σε καμία σοβαρή κριτική εξέταση.

Από την άλλη μεριά, το σίγουρο είναι ότι οι πολιτισμοί, ήταν σε επαφή μεταξύ τους, οπότε οι ιδέες, όπως και τα αγαθά ή η τέχνη κτλ. ανταλλάσσονταν. Αν και δεν είναι περίεργο κάποιες ιδέες να μοιάζουν ή να συμφωνούν από περίοδο σε περίοδο, σε διαφορετικές τοποθεσίες και από άνθρωπο σε άνθρωπο, χωρίς να έχουν έρθει σε επαφή μεταξύ τους ποτέ, ο ελληνικός πολιτισμός ήρθε σε επαφή με τον ινδικό, εάν όχι νωρίτερα, σίγουρα μέσω της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Έτσι υπήρξε βέβαιη πολιτισμική πρόσμιξη στοιχείων του ελληνικού πολιτισμού και του βουδισμού, η οποία ξεκίνησε τον 4ο π.Χ. αιώνα με την έναρξη της Ελληνιστικής Περιόδου, και συνεχίστηκε ως τον 5ο μ.Χ. αιώνα (Ελληνοβουδισμός). Κατά συνέπεια είχαμε και διανοητικές ανταλλαγές. Άλλωστε τον Αλέξανδρο τον ακολουθούσαν και φιλόσοφοι, όπως ο Πύρρων ο Ηλείος (360 π.Χ. – 270 π.Χ.) και ο Ανάξαρχος ο Αβδηρίτης (380 – 320 π.Χ.), οι οποίοι λέγεται ότι μπόρεσαν να αλληλεπιδράσουν με τους Ινδούς Βραχμάνους, τους οποίους ανέφεραν ως γυμνοσοφιστές.


Είναι σχεδόν σίγουρο ότι όσοι αποφασίσουν να ψάξουν σχέσεις και διαφορές μεταξύ ελληνικής φιλοσοφίας και ανατολικής σκέψης, θα σταθούν στον Πύρρωνα, οπότε μάλλον αξίζει να σταθώ και εγώ. Η αλήθεια είναι ότι ο Πύρρωνας δεν άφησε γραπτά, οπότε ως πηγές χρησιμοποιούμε τα γραπτά άλλων (π.χ. του Διογένη Λαέρτιου). Έτσι, ενώ το τι διδάχθηκε είναι ουσιαστικά άγνωστο, φαίνεται να επηρεάστηκε από τη Δημοκρίτεια θεωρία περί αισθήσεων, τον σχετικισμό των Σοφιστών και την Κυρηναϊκή επιστημολογία. Πιο απλά, μπορεί να είχε επηρεαστεί από διάφορους παλαιότερους Έλληνες φιλόσοφους των οποίων τα ανταγωνιστικά επιχειρήματα τον έπεισαν ότι οι αισθήσεις και οι απόψεις μας είναι αδύναμες, αντιφατικές και αβέβαιες. Αβέβαιος είναι και ο ρόλος που μπορεί να έπαιξε η αναφερόμενη επαφή του με του Ινδούς Βραχμάνους.


Ο Πύρρων δίδαξε ότι ο ανθρώπινος λόγος δεν μπορεί να διεισδύσει στην εσωτερική ουσία των πραγμάτων (τα πράγματα είναι ακατάληπτα από την πλευρά μας). Μπορούμε να γνωρίζουμε μόνο πώς φαίνονται αυτά σε εμάς. Τα ίδια πράγματα φαίνονται διαφορετικά σε διαφορετικούς ανθρώπους, και δεν μπορούμε να ξέρουμε τι είναι σωστό: σε οποιονδήποτε ισχυρισμό θα μπορούσαμε να αντιταχθούμε με αντιφατικό ισχυρισμό με εξίσου καλά επιχειρήματα (ισοσθένεια των λόγων). Δεν μπορούμε, επομένως, να είμαστε σίγουροι για οτιδήποτε και ο σοφός άνθρωπος θα κατακρατήσει την άποψη του (‘επέχειν). Αντί να πούμε, "αυτό είναι έτσι", πρέπει να πούμε, "έτσι μου φαίνεται" ή "μπορεί να είναι έτσι.”

Ο ίδιος σκεπτικισμός και η επακόλουθη αναστολή της κρίσης επεκτείνεται και στα πρακτικά πράγματα. Τίποτα δεν είναι από μόνο του άσχημο ή όμορφο, σωστό ή λάθος ή τουλάχιστον δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για αυτό: όλα τα εξωτερικά πράγματα στη ζωή μας είναι αδιάφορα και ο σοφός άνθρωπος πρέπει να στοχεύει απλά στην ηρεμία της ψυχής, την οποία πρέπει να προσπαθεί να την διατηρεί συνέχεια στην κατάσταση αυτή. Είναι αλήθεια ότι ακόμη και ο σοφός δεν μπορεί να αποφύγει να συμμετάσχει στην καθημερινή ζωή και έτσι θα ακολουθήσει στην πράξη κάποια πιθανή γνώμη, κάποιο έθιμο ή νόμο, έχοντας, όμως, επίγνωση ότι η απόλυτη αλήθεια είναι ανέφικτη.


Ο Πύρρωνας είναι διάσημος για τον ριζοσπαστικό σκεπτικισμό του, που παραμένει θέμα μεγάλης αντιπαράθεσης.

Ο στόχος του ήταν μια ζωή ευτυχίας που χαρακτηρίζεται από μια ήρεμη και μελετημένη ειρήνη του νου. Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει περιθώρια για άγχος, ανυπομονησία, θυμό, φόβο ή απογοήτευση που συνήθως αισθανόμαστε όταν αντιμετωπίζουμε σωματικές δυσκολίες ή όταν δεν παίρνουμε αυτό που θέλουμε ή ζηλεύουμε τους άλλους. Πρόκειται για μια ιδανική στάση που δοκιμάζεται σε αντίξοες συνθήκες, όταν η δυσκολία, η καταστροφή, η ταλαιπωρία και η απογοήτευση κάνουν τους περισσότερους από εμάς να χάνουμε την ψυχραιμία μας.


Λέγεται για τον Πύρρωνα ότι πραγματικά ζούσε αυτό που δίδασκε, μια ζωή αντοχής, ανοχής, αφασίας (μια τάση να μην λαμβάνονται αποφάσεις) και αταραξίας (ελευθερία από την αδημονία/άγχος). Στην ιστορία της φιλοσοφίας, είναι σημαντική προσωπικότητα, επειδή οι οπαδοί του Πυρρωνισμού συνέλεξαν και συστηματοποίησαν τον Σκεπτικισμό, παρουσιάζοντας τη φιλοσοφία του Πύρρωνα ως ένα είδος αντι-φιλοσοφίας, που υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να εδραιωθούν απόλυτες αλήθειες και ότι οι φιλόσοφοι δεν μπορούν να αποδείξουν τις αλήθειες που προτείνουν.


Όπως αναφέρθηκε, είναι άγνωστο εάν και σε τι βαθμό τον επηρέασε ο ινδικός τρόπος σκέψης, ωστόσο η αντι-φιλοσοφία του Πύρρωνα θυμίζει αρκετά την ανατολική διανοητική διαδικασία, ειδικά της Βουδιστική σχολής Madhyamaka.


Ερωτηματικά

Οι σχολές διανόησης της Ιαπωνίας, πολύ-πολύ χοντρικά, είναι: 

  1. Το λεγόμενο Σίντο και οι τοπικές-γηγενείς μελέτες της χώρας, αν και υπάρχουν και κάποιοι μελετητές που θα διαφωνούν έντονα με αυτόν τον χαρακτηρισμό.  
  2. Ο Βουδισμός και οι διάφορες σχολές αυτού, όπως το Ζεν, το Pure Land, κτλ. 
  3. Ο Κομφουκιανισμός και ειδικά ο Νέο-κομφουκιανισμός. 
  4. Η δυτική σκέψη... αυτό που λέμε εμείς φιλοσοφία ή αυτό που λένε πολλοί Δυτική φιλοσοφία και
  5. Μείξεις των προηγούμενων. 

Εδώ για κάποιους, το μπουσίντο, παρότι προέρχεται από μια μείξη κάποιων από των προηγούμενων, διαμόρφωσε μια ξεχωριστή σχολή σκέψης από μόνο του. 


Άρα λοιπόν, σήμερα, όταν κάποιος αναφέρεται στην Ιαπωνική φιλοσοφία, έτσι απλά, δεν είναι σαφές τι εννοεί: 

- Εννοεί τον δυτικό/ελληνικό τρόπο σκέψης που ασκούν οι Ιάπωνες λόγιοι; 

- Εννοεί κάποια από τις ιαπωνικές σχολές διανόησης (Βουδισμός, Κομφουκιανισμός, Σίντο), οι οποίες αναπτύχθηκαν πριν την εισαγωγή της Δυτικής σκέψης στην χώρα; 

- Εννοεί κάποια μορφή τεχνικής για την σκέψη, με δυτικές καταβολές, η οποία όμως εφαρμόζεται ή ανάγεται στην ιαπωνική παραδοσιακή σκέψη; 

- Και εν τέλη τι είναι ο Βουδισμός, ο Κομφουκιανισμός ή το Σίντο... φιλοσοφίες ή θρησκείες;;;;;


Τα ίδια ακριβώς ερωτήματα μπαίνουν και όταν κάποιος μιλά για την φιλοσοφία του μπούντο:

  • Εννοεί κάτι από τα προηγούμενα; 
  • Εννοεί ένα μείγμα από τα προηγούμενα; 
  • Εννοεί το μπουσίντο συγκεκριμένα; Και εάν ναι, εννοεί το μπουσίντο ως ανεξάρτητη σχολή διανόησης ή όχι;


Για τι ακριβώς μιλάμε, λοιπόν, όταν λέμε ιαπωνική φιλοσοφία; Κατά συνέπεια για τι πράγμα μιλάμε όταν αναφερόμαστε στην φιλοσοφία του μπούντο;


Διανόηση στην Ιαπωνία

Εάν θα θέλαμε να συνοψίσουμε τα παραπάνω ερωτήματα θα καταλήγαμε σε ένα και μόνο που αποτελεί θέμα μεγάλης κουβέντας διαχρονικά: Έχουμε ιαπωνική φιλοσοφία ή έχουμε φιλοσοφία στην Ιαπωνία; Και προφανώς το δεύτερο υπαιννίσεται ότι οι Ιάπωνες και άρα και το μπούντο έχουν δική τους σχολή διανόησης που όμως δεν χαρακτηρίζεται ως φιλοσοφία. 


Ιστορικά, εάν κοιτάξουμε στην ιαπωνική παράδοση, οι Ιάπωνες είχαν τις δικές τους σχολές διανόησης, πριν εισαχθεί η δυτική φιλοσοφία στην χώρα. Το Σύνταγμα Σοτόκου, το Σύνταγμα των 17 Άρθρων στα 604 μ.Χ, θεωρείται μια πολύ καλή αρχή, γι’ αυτόν που θέλει να ψάξει την ιστορία της Ιαπωνικής διανόησης. Και παρότι ως σύνταγμα η μορφή του θα ξένιζε έναν σύγχρονο νομικό, είναι εκπληκτικό το γεγονός, ότι ως νόμους καθιστά ηθικές και πνευματικές αξίες, θέτοντας τον τόνο σε ότι ακολούθησε ως ιαπωνική διανόηση. 


Από τα τρία ρεύματα, αυτά του Σίντο, του Κομφουκιανισμού και του Βουδισμού, και παρά την σχετική τους αρμονική συνύπαρξη, ο τελευταίος υπήρξε αυτός που επηρέασε περισσότερο την διαμόρφωση της Ιαπωνικής διανοητικής αναζήτησης, και αυτό συνέβη για πολλούς λόγους. 

Όταν το Σίντο ασχολιόταν με το θείο και τους μύθους και ο Κομφουκιανισμός διαμόρφωνε την βάση της ηθικής και της πολιτικής θεωρίας, ο Βουδισμός ασχολιόταν πιο πρακτικά με την ανθρώπινη ύπαρξη καθώς και με όλες τις πτυχές της ιαπωνικής κοινωνίας, δίνοντας βάση στην διανόηση, στην διάρθρωση των διδαχών του, καθώς και στην οργάνωση των θεσμών του. Ως αποτέλεσμα ήταν να βρει εύφορο έδαφος και στην τάξη των πολεμιστών, που διακυβέρνησαν την χώρα για πολλά χρόνια, ειδικά στα θέματα διαχείρισης του θανάτου. Σε αυτό όμως θα επιστρέψουμε.


Φαίνεται ότι ο Βουδισμός αρχικά ήρθε σε επαφή με του Ιάπωνες από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, με την μεταφορά πληθυσμών από την ηπειρωτική Ασία. Ωστόσο διαδόθηκε πολύ περισσότερο από τον 6ο μ.Χ. αιώνα με την συμμαχία μεταξύ Ιαπωνίας και του Βασιλείου του Πέκτσε, στην σημερινή Κορέα.


Ο κινεζικός Κομφουκιανισμός έφτασε στην Ιαπωνία μεταξύ 3ου και 5ου μ.Χ. αιώνα και έθεσε περισσότερο ηθικά και οργανωτικά ζητήματα. Ειδικά ο μετά-βουδιστικός κομφουκιανισμός ή Νέο-κομφουκιανισμός ήταν αυτός που προώθησε το καθεστώς Τοκουγκάουα, την περίοδο Έντο (1603-1868), ως κυρίαρχη ιδεολογία. Για κάποιους εκείνη η περίοδος σχετικής ειρήνης, χαρακτηρίζεται και ως η χρυσή εποχή του Κομφουκιανισμού στην Ιαπωνία και  

ο Κομφουκιανισμός επηρέασε το μπούντο πολύ περισσότερο από ότι οι μπουντόκα πιστεύουν. 

Ο Κουμφουκιανικός στοχασμός έκρινε ότι υπήρχε μια βασική τάξη στο σύμπαν και μια φυσική αρμονία που το συνδέει με τον άνθρωπο και τη φύση. Έκρινε επίσης ότι ο άνθρωπος ήταν από τη φύση του ένα κοινωνικό ον και ότι η φυσική τάξη του σύμπαντος πρέπει να αντανακλάται στις ανθρώπινες σχέσεις. Η οικογένεια θεωρήθηκε ως η κύρια κοινωνική μονάδα με τις οικογενειακές σχέσεις να αποτελούν πρότυπο για όλες τις άλλες σχέσεις: ηγεμόνας - υπήκοος, ο σύζυγος - η σύζυγος, γονέας - παιδί, μεγαλύτερος αδελφός - μικρότερος αδελφός, φίλος - φίλος. 

Σε αυτήν την ιεραρχία των κοινωνικών σχέσεων, κάθε ρόλος είχε σαφώς καθορισμένα καθήκοντα. Η αμοιβαιότητα ή η αμοιβαία ευθύνη μεταξύ κατώτερων και ανώτερων ήταν θεμελιώδης για την Κομφουκιανική έννοια των ανθρώπινων σχέσεων. Η αρετή της υιικής ευσέβειας, ή η αφοσίωση του παιδιού στους γονείς του, ήταν θεμελιώδης και όταν επεκτεινόταν σε όλα τα ανθρώπινα όντα, καλλιεργούσε την υψηλότερη αρετή, το ren ή jen («ανθρωπιά», «καλοσύνη», «αγαθοεργία», «αγάπη). 

Από τον 11ο αιώνα και μετά, οι νεο-κομφουκιανοί στοχαστές, που ασχολήθηκαν με την ανανέωση και την επεξεργασία της κομφουκιανικής διανόησης, υιοθέτησαν και τη γραμμή του Μένκιου, τονίζοντας τη διανοητική καλοσύνη της ανθρώπινης φύσης και τη σημασία της ανάπτυξης αυτής της καλοσύνης μέσω της εκπαίδευσης. Έτσι το να αποκαλούμε τα Ανάλεκτα του Κομφούκιου (ανθολογία των λόγων και των πράξεων του Κομφούκιου) θρησκευτική ή φιλοσοφική πραγματεία, μάλλον, αποτελεί υποβιβασμό της μοναδικής της κοσμολογικής προσέγγισης. 

 

Όσον αφορά το Σίντο, την αυτόχθονη θρησκεία της Ιαπωνίας, τα πράγματα δεν είναι και τόσο απλά, και αυτό έχει να κάνει με την αρχαιότητα και τον μύθο του στην ιαπωνική ιστορία, αλλά και με την έλλειψη σαφούς πλαισίου, τουλάχιστον μέχρι την σύγχρονη εποχή. Το θέμα με το Σίντο είναι ότι οι άνθρωποι προφανώς πίστευαν σε κάτι και διαμόρφωναν παραδόσεις, ο καθένας τοπικά, πριν την έλευση του Βουδισμού και του Κομφουκιανισμού, ωστόσο ακόμα και μετά την έλευση αυτών, ο απλός λαός στην αρχή δεν είχε πρόσβαση ούτε στον Βουδισμό, ούτε στον Κομφουκιανισμό. Mε την σχετικά πιο εύκολη μετακίνηση απο διαμέρισμα σε διαμέρισμα της χώρας, και με τις πολιτικές αλλαγές, τα τοπικά έθιμα άρχισαν να έρχονται σε επαφή μεταξύ τους, ενώ σε επαφή άρχισαν να έρχονται και με τον Βουδισμό και τον Κομφουκιανισμό. Κάποια στιγμή στην σύγχρονη εποχή, και στα πλαίσια μια εθνικής Ιαπωνικής ταυτότητας, γεννήθηκε και η ιδέα να δημιουργηθεί μια εθνική θρησκεία.  


Μια παρόμοια κατάσταση υπάρχει και με το μπουσίντο. Το ερώτημα εάν υπήρξε το μπουσίντο, ως σχολή σκέψης των σαμουράι, αποτελεί ένα περίπλοκο ζήτημα της ιαπωνικής διανόησης, ειδικά από τα 1890 και μέχρι και τα μεταπολεμικά χρόνια, όταν και διαδόθηκε μια ρομαντική εικόνα για τους σαμουράι, βάση των πολιτιστικών και πολιτικών επιταγών της κάθε εποχής. Όπως περίπλοκο είναι και το εάν αυτή η εξιδανίκευση αποτελεί μια ανεξάρτητη και σχετικά ομοιογενή διανοητική παράδοση. Μια ξεχωριστή σχολή σκέψης. Όμως κράτα το λίγο, γιατί θα επανέλθω και στο μπουσίντο.


Τέλος η δυτική σκέψη. Η φιλοσοφία έφτασε στην Ιαπωνία στα μέσα του 16ου μ.Χ αιώνα, αρχικά με κάποια μορφή από τους Καθολικούς Χριστιανούς ιεραπόστολους, οι οποίοι δίδαξαν κυρίως Αριστοτέλη, Αυγουστίνο και Ακινάτη. Ωστόσο ήταν κατά την περίοδο Μειτζί (1868-1912), όταν υπήρξε ο εναγκαλισμός της χώρας με την δυτική κουλτούρα και αφού είχε προηγηθεί μια περίοδος σχετικής απομόνωσης. Η ιδέα τότε ήταν ότι για να μπορέσει η Ιαπωνία να ανταγωνιστεί τις δυτικές μεγάλες δυνάμεις και να αποφύγει να γίνει αποικία τους, όπως άλλες περιοχές της Ασίας, έπρεπε να εκσυγχρονιστεί βάση των δυτικών προτύπων. Τότε μεταξύ άλλων, η δυτική φιλοσοφία, έπιασε λιμάνι στην χώρα του Ανατέλλοντος ηλίου.


Κάπου στα 1870, ο Νίσι Αμάνε (1829-1897), εισήγαγε τον όρο φιλοσοφία και ο ίδιος στα 1874 δημιούργησε τον νεολογισμό τετσουγκάκου για την απόδοση του δυτικού κόνσεπτ της φιλοσοφία, ο οποίος και ξεχώριζε την δυτική τεχνοτροπία σκέψης από τις παραδοσιακές σχολές διανόησης των Ιαπώνων. 


Ως τετσουγκάκου, η δυτική φιλοσοφία έγινε βασικό μάθημα στα νεοσύστατα ιαπωνικά πανεπιστήμια που σχεδιάστηκαν στα δυτικά πρότυπα. Αρχικά, τα μαθήματα φιλοσοφίας, όπως και τα περισσότερα μαθήματα δυτικής προέλευσης, διδάσκονταν από Δυτικούς, κυρίως καθηγητές από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ που πήγαν στην Ιαπωνία για να διδάξουν στις μητρικές τους γλώσσες.

Αν και η Ρωμαιοκαθολική χριστιανική σκέψη εισήχθη από τους ιεραπόστολους τον 16ο αιώνα, είχε μια βραχύβια επιρροή περίπου ενός αιώνα πριν απαγορευτεί ως μέρος του κλεισίματος της Ιαπωνίας σε σχεδόν όλες τις ξένες επαφές. Ως εκ τούτου, ο πρώτος ισχυρός και μόνιμος αντίκτυπος της δυτικής φιλοσοφίας ήρθε στα τέλη του 19ου αιώνα. Αν και ο αντίκτυπος της δυτικής φιλοσοφίας ήταν ευρύς και δύσκολο να συνοψιστεί, μερικά βασικά σημεία είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτα:

Κατ’ αρχήν με το νέο άνοιγμα της Ιαπωνίας στις δυτικές ιδέες, τον εκσυγχρονισμό και τη δημοκρατία που υποσχέθηκε το Σύνταγμα Μεϊτζί του 1889, υπήρξε αρχικά μια έλξη στις φιλελεύθερες πολιτικές ιδέες, όπως αυτές των Ζαν Ζακ Ρουσσώ και Τζον Στιούαρτ Μιλ. Δεύτερον, η επείγουσα τεχνολογικής και επιστημονικής ανάπτυξης καθώς και η ευκαιρία για απελευθέρωση από τους κανονισμούς του Κομφουκιανισμού (και σε μικρότερο βαθμό του Βουδισμού) οδήγησε σε σχεδόν άμεσο ενδιαφέρον για τον θετικισμό του Αυγουστου Κοντ και τον ωφελιμισμό του Μιλ. 

Με τη νέα έμφαση στα μαθηματικά και την επιστήμη, υπήρχε επίσης ενδιαφέρον για το νέο (ακόμα «φιλοσοφικό») πεδίο της πειραματικής ψυχολογίας που εκπροσωπήθηκε από τον Βίλχελμ Βουντ και τον Ουίλιαμ Τζέιμς.

Μακροπρόθεσμα ωστόσο, η γερμανική φιλοσοφία, ειδικά ο γερμανικός ιδεαλισμός, είχε την πιο διαρκή και βαθιά επιρροή. Αυτό ήταν εν μέρει μια τυχαία σύνδεση που γεννήθηκε από τις στενές σχέσεις που δημιουργήθηκαν στα τέλη του 19ου αιώνα μεταξύ του Αυτοκρατορικού Πανεπιστημίου του Τόκιο και της Γερμανίας. (Stanford Encyclopedia of Philosophy, Japanese Philosophy)


Η εισαγωγή της φιλοσοφίας, ξεκίνησε μια μεγάλη συζήτηση για την ερμηνεία και τον σκοπό αυτής στην Ιαπωνία. Το εάν η φιλοσοφία είναι μόνο δυτική, ήταν και παραμένει λόγος μεγάλης κουβέντας και διαφωνιών μεταξύ των Ιαπώνων -και όχι μόνο- μελετητών, ακαδημαϊκών και λογίων.


O καθηγητής ανατολικής φιλοσοφίας και συγγραφέας βιβλίων και εργασιών για την Ιαπωνική φιλοσοφία, Τόμας Κασούλις γράφει στο πόνημα του Japanese Philosophy? No Such Thing: Japan's Contribution to World Philosophizing (2019): “ Για σχεδόν πέντε δεκαετίες μελετώ την ιαπωνική φιλοσοφία, αλλά μόνο σταδιακά συνειδητοποίησα ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Το φάντασμα του Νακάε Τσόμιν (σσ. δες παρακάτω) πιθανότατα ατενίζει με ικανοποίηση που ακούει αυτόν τον γκαϊτζίν να το λέει αυτό. Η δήλωσή μου φαίνεται να απηχεί την εκτίμησή του, περισσότερο από έναν αιώνα πριν, όταν δήλωσε ότι η Ιαπωνία από πάντα και συνεχίζει να στερείται φιλοσοφίας. Παρόλο που θαυμάζω τον Τσόμιν για το διανοητικό του θάρρος, ορθώνοντας ανάστημα στην αστυνομία σκέψης, ακόμη και στο βαθμό που προσωρινά εξορίστηκε από το Τόκιο, η θέση μου δεν είναι καθόλου ίδια με τη δική του. Ο Νακάε Τσόμιν δεν είναι μόνο νεκρός, αλλά δυστυχώς, όταν κατάλαβε την φιλοσοφία και τη σχέση της με την Ιαπωνία, ήταν και νεκρός και λάθος. Έτσι, παρόλο που σε σχέση με την ιαπωνική φιλοσοφία, ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, δεν εννοώ αυτό που εννοούσε ο Τσόμιν. Για να γίνει κατανοητό τι εννοώ, πρέπει να εξετάσουμε την αξίωση μου λέξη προς λέξη.


Εάν το σκεφτείς, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον ότι αρκετοί Ιάπωνες λόγιοι έχουν δηλώσει ότι δεν υπάρχει ιαπωνική φιλοσοφία. Ο Νακάε Τσόμιν (1847-1901), ψευδώνυμο του Νακάι Τοκουσούκε (δημοσιογράφος, θεωρητικός και στοχαστής, σημαντικός για την διάδοση και προώθηση του φιλελευθερισμού στην Ιαπωνία) προς το τέλος της ζωής του, έκανε την περίφημη δήλωση, ότι «απο τα αρχαία χρόνια, μέχρι τώρα, ποτέ δεν υπήρξε οποιοδήποτε τετσούγκάκου στην Ιαπωνία», αρνούμενος να χαρακτηρίσει και τον Κομφουκιανισμό, και τον Βουδισμό ως φιλοσοφίες. [Νακάε Τσόμιν, zenshū (Τόκιο: Iwanami, 1983–1986), τομ. 10, σελ. 155.] 


Ο Νίσι Αμάνε επίσης είχε πει ότι σε Ιαπωνία και Κίνα υπήρχαν λίγα που θα μπορούσαν να ονομαστούν «φιλοσοφία» με τη δυτική έννοια, όπως η κριτική λογική που δεν επηρεάζεται από τη θρησκεία (Fujita 2000b, 6-7). Ωστόσο, ο Νίσι σημείωνε συχνά και τις ομοιότητες μεταξύ της κινεζικής και της ιαπωνικής κομφουκιανικής σκέψης με την δυτική φιλοσοφία, και αναζήτησε την ανάπτυξη του πρώτου φέρνοντάς το σε επαφή με το δεύτερο (Steineck 2014).


Αυτό έχει το ενδιαφέρον του, έτσι; Κάποιες δεκαετίες αργότερα, ο Μίκι Κιγιόσι (1897-1945), θα γράψει ένα πόνημα με τον τίτλο “Δεν υπάρχει φιλοσοφία στην Ιαπωνία” (“Tetsugaku-no nai Nihon”「哲学のない日本」). Προφανώς αυτοί και άλλοι Ιάπωνες λόγιοι, δεν εννοούσαν ότι οι Ιάπωνες δεν σκέφτονται ή δεν έχουν σχολές διανόησης. Αυτό που εννοούσαν ήταν ότι ως τεχνική σκέψης ή στην ακαδημαϊκή της μορφή, η φιλοσοφία είναι ξενόφερτη για τους Ιάπωνες. 


Βέβαια, αξίζει τον κόπο να δούμε πότε και υπό ποιες συνθήκες λέει κάποιος κάτι. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ιαπωνία πέρασε μια περίοδο πιεστικής εκ-δυτικοποίησης, που έφερε αντιδράσεις και μάλλον ήταν η αιτία (ή μία από τις κύριες αιτίες) που ευνοήσαν την έντονη αντίδραση σε οτιδήποτε μη-ιαπωνικό.  


Η αλήθεια είναι ότι μόνο κατά τη σύγχρονη εποχή υπήρξαν αρκετοί λόγιοι που προσπάθησαν να ενσωματώσουν τον δυτικό με τον ανατολικό τρόπο σκέψης, όπως ο Άρθουρ Σοπενχάουερ, η Σχολή του Κιότο, ο Τετσούρο Γουατσούτζι ή κατά κάποιους ακόμα και ο Μάρτιν Χάιντεγκερ, αν και κάποιοι αναφέρουν ότι ο τελευταίος είχε δηλώσει ότι μόνο τα ελληνικά και τα γερμανικά είναι ικανές γλώσσες ώστε να υποστηρίξουν την φιλοσοφική διαδικασία. 


Φυσικά στον ισχυρισμό ότι η Ιαπωνία και γενικά η Ανατολή, δεν έχουν δική τους φιλοσοφία, υπάρχει και ισχυρός αντίλογος, ο οποίος κάνει αναφορά στον Ευρωκεντρισμό και εν τέλη τον εθνοκεντρισμό των δυτικών, καθώς και στον ιμπεριαλισμό τους και την αποικιοκρατία τους. Υπήρξαν (και υπάρχουν) δυτικοί, οι οποίοι θεωρούσαν ότι η κατάκτηση περιοχών και το σκλάβωμα λαών στον υπόλοιπο κόσμο είναι αποτέλεσμα της "ανωτερότητας" της Δύσης (και της δυτικής φιλοσοφίας) και ότι εν τέλη καλό έκαναν, αφού έφεραν τα “φώτα” του πολιτισμού στους “απολίτιστους”. Ο διαχωρισμός μεταξύ των, εκ φύσεως, δουλικών όντων -των μη-Ελλήνων, και του, εκ φύσεως, ηγεμονικού στοιχείου - του ελληνικού, βρίσκεται στον ίδιον τον Αριστοτέλη. 

Άρα, ακόμα και εάν αγαπάμε τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την φιλοσοφία, δεν θα πρέπει να τα εξιδανικεύουμε, αφού υπήρξαν πηγές τόσο αγαθών όσο και δεινών.   


Στο μυαλό των Ιαπώνων

Εάν θα θέλαμε, πολύ-πολύ γενικά και πολύ-πολύ χοντρικά να καταλάβουμε την παραδοσιακή σκέψη των Ιαπώνων, θα λέγαμε ότι η διανοητική τους αναζήτηση δεν είχε να κάνει με το ελληνικό ευ ζην, αλλά με την ανεκτικότητα. Δηλαδή, να καταφέρει το άτομο να ανεχτεί και να διαχειριστεί τα προβλήματα του, στο πλαίσιο, όχι της αλλαγής, αλλά της διατήρησης της ίδιας σταθερής και υπό πλήρη τάξη κατάστασης. Άλλωστε ο Βουδισμός, ο οποίος παρεμπιπτόντως ευνοεί τον συγκεντρωτισμό, ξεκινά από την παραδοχή ότι, όχι απλά η ζωή δεν είναι ωραία - όπως λέμε στην Δύση, αλλά ότι είναι γεμάτη θλίψη: η γέννηση, η ασθένεια, το γήρας και ο θάνατος είναι δυστυχία (dukkha).

Για τον παραδοσιακό ιαπωνικό τρόπο σκέψης, η σχέση μεταξύ ατόμου και αυτού που αναζητεί είναι εσωτερική, βιωματική, προσωπική, πρακτική και ολιστική. Με άλλο λόγια, άνθρωπος, διαδικασία αναζήτησης και θέμα αναζήτησης αλληλοκαλύπτονται. 


Το Ολογραφικό μοντέλο της ιαπωνικής διανόησης 

Κατά τον καθηγητή, Τόμας Κασούλις, τα μοντέλα της πραγματικότητας που βασίζονται σε εξωτερικές σχέσεις μοιάζουν συχνά με ένα μωσαϊκό, στο οποίο η σημασία του κάθε τμήματος σε σχέση με το σύνολο μπορεί να προσδιοριστεί μόνο εφαρμόζοντας ένα εξωγενές σχέδιο ή πρότυπο, που αντιπροσωπεύει τις εξωτερικές σχέσεις και που συνδέει όλα τα τμήματα μαζί. Κάθε μεμονωμένο τμήμα από μόνο του δίνει ελάχιστες ή καθόλου πληροφορίες σχετικά με το πώς σχετίζεται με τα υπόλοιπα.

Αντίθετα, τα μοντέλα πραγματικότητας που βασίζονται στις εσωτερικές σχέσεις συνήθως μοιάζουν περισσότερο με παζλ στα οποία ανακαλύπτουμε τη σχέση του ενός κομματιού με το άλλο κοιτάζοντας πιο προσεκτικά τις πληροφορίες που ήδη υπάρχουν σε κάθε μεμονωμένο κομμάτι: τις προεξοχές, τις εσοχές και τον χρωματισμό. Κάθε κομμάτι έχει μέσα του τις πληροφορίες για το πώς συνδέεται με τα παρακείμενα κομμάτια του. Σε ορισμένες περιπτώσεις η διαμόρφωση εντός της εσωτερικής σχέσης είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική έτσι ώστε κάθε κομμάτι να έχει πληροφορίες όχι μόνο για παρακείμενα κομμάτια, αλλά και για όλα τα άλλα κομμάτια στο σύνολο. Αυτό το παράδειγμα μπορεί να ονομαστεί ολογραφικό με την ετυμολογική έννοια -δηλ. ότι το ολόκληρο (όλο-) θεωρείται εγγεγραμμένο (-γραφικό) σε καθένα από τα μέρη του. Έτσι, το σύνολο δεν είναι απλώς κατασκευασμένο από τα μέρη του, αλλά κάθε τμήμα περιέχει το μοτίβο ή τη διαμόρφωση του συνόλου, του οποίου είναι μέρος. Τέτοιες ολογραφικές σχέσεις μεταξύ ολόκληρου και μέρους είναι κοινές στα ιαπωνικά φιλοσοφικά συστήματα. (Thomas Kasulis, Japanese Philosophy: A Sourcebook & The Stanford Encyclopedia of Philosophy) 


Για να επεξηγήσει τα επιχειρήματά του ο Κασούλις χρησιμοποιεί διαγράμματα Venn: δύο κύκλοι, a και b, βρίσκονται σε εξωτερική σχέση R και οι κύκλοι παραμένουν άθικτοι εάν η σχέση παύσει να υπάρχει. Σε μια εσωτερική σχέση, από την άλλη πλευρά, οι κύκλοι αλληλοσυνδέονται και εάν η σχέση σπάσει, οι κύκλοι παύουν να είναι πλήρεις. Τα πράγματα γίνονται πιο περίπλοκα εάν αυξηθεί ο αριθμός των κύκλων, γιατί στην εσωτερική σχέση όλοι οι κύκλοι έχουν σχέση μεταξύ τους.


Ο Κασούλης χρησιμοποιεί και το παράδειγμα του DNA, στο βιβλίο του 

Intimacy or Integrity: Philosophy and Cultural Difference:Συνήθως, ένα σκέλος τρίχας είναι απλώς ένα μέρος αυτού που είναι ένα άτομο. Ωστόσο, σε μια ιατροδικαστική έρευνα, αυτό το απλό σκέλος των μαλλιών αποκαλύπτει ολόκληρο το μοτίβο της γενετικής σύνθεσης ενός ατόμου. Όλο το φυσικό σώμα - όχι μόνο τα μαλλιά αλλά και τα μάτια το χρώμα, το ύψος, το σχήμα του σώματος, ο τύπος του αίματος, ακόμη και η ευαισθησία σε ορισμένες ασθένειες - σχεδιάζεται σε κάθε κύτταρο του ατόμου, συμπεριλαμβανομένων των κυττάρων αυτού του τμήματος των μαλλιών. Το τμήμα αντανακλά το σύνολο· το σύνολο βρίσκεται σε κάθε τμήμα.


Κατ’ αυτό το μοντέλο, δεν υπάρχει αποστασιοποίηση και ανάλυση, δηλαδή τη χρήση του λόγου ως αποκλειστικό εργαλείο. Παράδειγμα, μπορούμε να μιλάμε μια ζωή για το μουσιν, ωστόσο εάν δεν ασκηθούμε σε αυτό με κάποιον τρόπο, η συζήτηση μας δεν έχει κανένα νόημα. 

Συγκεκριμένα η κατάσταση του μουσιν, που στα αγγλικά μεταφράζεται ως no mind, Μη-νους, δεν είναι ακριβώς η απερισκεψία, αλλά η μη εμμονή στην σκέψη. Βέβαια, αμέσως-αμέσως έχουμε μια διαφορά, δεδομένης της εμμονής της φιλοσοφίας στον λόγο και στην σκέψη, τα οποία λίγο ως πολύ θεωρούνται ταυτόσημα. 


Αν μέσα στον νου σου υπάρχει κάποια σκέψη, δεν θα μπορέσεις να ακούσεις τον άλλον, ακόμα και αν ακούς τα λόγια του. Αυτό συμβαίνει επειδή ο νους σου έχει σταματήσει πάνω στις δικές σου σκέψεις. Ο Μη-Νους δεν είναι τοποθετημένος πουθενά. Αν κανείς βάζει τον νου στη δράση του σώματος του αντιπάλου, ο νους του θα καταληφθεί από την δράση του σώματος του αντιπάλου.” (Ο Απελευθερωμένος Νους, Τάκουαν Σόχο, Αλκίμαχον, μετάφραση Γ. Μηλιαρέσης)


Στον ινδικό Βουδισμό, η αλλαγή και η παροδικότητα θεωρούνταν κάτι αρνητικό που έπρεπε να μετατραπούν σε μια κατάσταση καθαρή, και κενής φώτισης. Στην Κίνα, όπου η αλλαγή θεωρήθηκε η μεταφυσική βάση του Τάο, η βουδιστική άσκηση έπρεπε να προσαρμοστεί στη μεταβαλλόμενη ροή της πραγματικότητας, όπως αναγνωριζόταν από όλες τις κινεζικές θρησκευτικές παραδόσεις. Ο Τάκουαν Σόχο (1573–1645) υπήρξε κορυφαία προσωπικότητα της σχολής Ρινζάι του Βουδισμού Ζεν και ένας από τους πιο πολυσχιδείς Ιάπωνες στοχαστές. Συνδύασε την Ταοϊκή ιδέα της αβίαστης δράσης με τις βουδιστικές έννοιες της μηδενικότητας, της μη-προσκόλλησης, την ενσυνειδητότητα και τις παραδοσιακές ιαπωνικές αξίες της απλότητας, της συναισθηματικής-διαισθητικής συνείδησης και της πνευματικής ανακάλυψης μέσω της σωματικής δραστηριότητας. Έτσι για τους Ιάπωνες η κάθε αίσθηση και η κάθε δραστηριότητα είναι μόνο ένα κομμάτι της πραγματικότητας. Η προσκόλληση σε ένα μόνο μέρος αυτής, όπως οι λέξεις, δημιουργεί μια διαστρεβλωμένη εικόνα.  


Στον αντίποδα, μέσω της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας και της εβραϊκής κοσμοθεωρίας, στην Δύση, ο λόγος (και η λογική) έλαβε διαστάσεις θείου: 

Εν αρχή ην ο Λόγος, και ο Λόγος ην προς τον Θεόν, και Θεός ην ο Λόγος. 2 Ούτος ην εν αρχή προς τον Θεόν. 3 πάντα δι' αυτού εγένετο, και χωρίς αυτού εγένετο ουδέ εν ό γέγονεν.” (Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, 1,1-3)


Στην Ιαπωνία δεν συνέβη αυτό. Και ναι, αυτή η διαφορά έχει να κάνει και με την χρήση του ιαπωνικού λόγου. Στα ιαπωνικά το πλαίσιο, η πρόταση ή η κατάσταση, ορίζει και την σημασία μιας λέξης. Και ενώ τα ιαπωνικά είναι μια υπέροχη γλώσσα, όπως λένε όσοι ξέρω και γνωρίζουν, υπάρχουν κύκλοι (και μέσα στην Ιαπωνία), κυρίως άνθρωποι της φιλοσοφίας ή των επιστημών, που ισχυρίζονται ότι τα Ιαπωνικά δεν στηρίζουν την λογική, με την έννοια της μελέτης του τρόπου συλλογισμού: όταν δύο αλήθειες παράγουν μια τρίτη αλήθεια. (Ένας περίπου μαθηματικός τρόπος σκέψης).


Ιαπωνική γλώσσα

Όπως αναφέρει και η συγγραφέας Έρι Ότα, στο βιβλίο της Japan 1941: Countdown to Infamy:H Ιαπωνική γλώσσα, ενώ είναι λαμπρή στη διαπραγμάτευση περίπλοκων κοινωνικών σχέσεων, στη διατήρηση αποχρώσεων και στο να περισώζει αξιοπρέπειες, δεν είναι γνωστή για την ισχύ της να διευκρινίζει σκέψεις ή να προωθεί ανοιχτές συζητήσεις. 


Ο Νακαμούρα Χατζίμε (1912-1999), φιλόσοφος, μελετητής του Βουδισμού, και ιστορικός της δια-πολιτιστικής σκέψης έθεσε το ερώτημα: “γιατί η λογική σκέψη, ακόμα και όταν ήρθε από το εξωτερικό στην Ιαπωνία, δεν εξελίχθηκε καλά; 

Ο Χιντέκι Γιουκάουα (1907-1981), φυσικός και νομπελίστας, δέκα χρόνια μετά αφότου έλαβε το Βραβείο Νόμπελ, δήλωσε λίγο ως πολύ, ότι λόγω της γλώσσας τους και κατά συνέπεια του πως αντιλαμβάνονται, οι Ιάπωνες είναι καλοί στα πρακτικά θέματα, όπως στην τεχνολογία και στις καλές τέχνες - εδώ να βάλω εγώ και τις πολεμικές - ωστόσο, επισήμανε μια αδυναμία τους στο να αναγνωρίσουν και να εκτιμήσουν πράγματα τα οποία δεν είναι γνωστά στο Ιαπωνικό κλίμα. Έτσι, συνεχίζει ο Γιουκάουα, οι υπάρχουσες καταστάσεις παραμένουν ανέγγιχτες και απαράλλαχτες, διασφαλίζοντας την εμφανή σταθερότητα των παραδοσιακών στοιχείων. Για τον Γιουκάουα, οι Ιάπωνες δέχονται κάθε σύστημα λογικής σκέψης ως κάτι μυστήριο, το οποίο ικανοποιεί την διανοητική τους περιέργεια και μέχρι εκεί. 


Η τέχνη της μη-σύγκρουσης

Στην Δύση, αρχής γενομένης από το αρχαιοελληνικό (αντα-)γωνιστικό πνεύμα, η επικράτηση μιας φιλοσοφικής θέσης ή θεωρίας είναι να επιβεβαιωθεί με ευθεία επίθεση στην αντίθετη θέση, αποκαλύπτοντας τις ασυνέπειες ή τις αδυναμίες της. Στην Ιαπωνία, ωστόσο, μια πιο συνηθισμένη τακτική στη στοχαστική αντιπαράθεση είναι η επιβεβαίωση της μιας θέσης, αφομοιώνοντας το κεντρικό νόημα της αντίθετης άποψης, μέσω μιας διαδικασίας κατανομής, υποβιβασμού ή υβριδισμού. Έτσι πολύ συχνά στις ιαπωνικές συζητήσεις, οι πλευρές ανταγωνίζονται προσπαθώντας να απορροφήσουν παρά να (αντι-)κρούσουν την άλλη άποψη. (Thomas Kasoulis, Japanese philosophy)


Ο καλός άνθρωπος δεν είναι παντού καλός

Τι είναι αυτό που λέμε ο καλός άνθρωπος, ο άνθρωπος με αρετές για τους Ιάπωνες; 

Για τον Ιάπωνα ο καλός άνθρωπος μάλλον σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ατομικιστής. Οι αποφάσεις και οι πράξεις πρέπει να ορίζονται λίγο ως πολύ από το σύνολο -όπως και οι λέξεις στην γλώσσα που μιλήσαμε πριν. Το άτομο, αναμένεται -και το αναμένεται είναι η λέξη κλειδί- να δρα ανάλογα της θέσης του στην ιεραρχία. Για τους Ιάπωνες, ο μοναχικός καβαλάρης, ο άνθρωπος που θα παρά-ταράξει τα νερά και ενδεχομένως θα προκαλέσει αναστάτωση ή θα εκβιάσει αλλαγές, δεν εκτιμάται με αρετές. Ακόμα και οι αναγκαίες αλλαγές, φαίνεται να έχουν για τους Ιάπωνες κάποιο συγκεκριμένο μοτίβο και πρωτόκολλο. Δεν είναι ή δεν θα έπρεπε να είναι επανάσταση.


[…] ο μοναχικός λύκος δεν εκφράζει το ρομαντικό ιδεώδες που εκφράζει στην Δύση. Αν και υπάρχει κάποιος ρομαντισμός που σχετίζεται με την εικόνα αυτή, βασικά θεωρείται η ναρκισσιστική έκφραση ενός επικίνδυνου αντάρτη, ο οποίος πιστεύει ότι μπορεί να επιβιώσει βασίζοντας τη ζωή του στις πεποιθήσεις του, στις επιθυμίες του και στα καπρίτσια του.” (Ο μύθος του Σοφού Πολεμιστή, Έλλις Άμντουρ, Αλκίμαχον, μετάφραση: Γ. Μηλιαρέσης).

  

Άρα, εν τέλη μήπως η ιαπωνική διανόηση και κατά συνέπεια και το μπούντο χτίζει έναν διαφορετικό καλό άνθρωπο απο αυτό που χτίζει η φιλοσοφία; Μήπως αυτό που εννοούν οι Ιάπωνες με το character development, είναι διαφορετικό απο αυτό που εννοούμε εμείς με την διάπλαση του χαρακτήρα; Μήπως η φιλοσοφία και το μπούντο, ενώ λέμε ότι έχουν τον ίδιο στόχο, αυτός καθαυτός ο στόχος εν τέλει είναι διαφορετικός; Μήπως τα διαφορετικά μονοπάτια οδηγούν και σε διαφορετικές βουνοκορφές; 


Προσωπικά τείνω στην ιδέα ότι η χρήση του όρου φιλοσοφία είναι ανεπαρκής για να συμπεριλάβει κάθε ανθρώπινη σχολή διανόησης, σε κάθε μέρος και κάθε εποχή. Θεωρώ ότι ενδεχομένως με το να αποκαλούμε την ιαπωνική ή γενικά την ανατολική διανόηση, ως φιλοσοφία, είναι κάτι που μπορεί να παρεξηγηθεί ως οριενταλισμός. Με άλλα λόγια, πως μπορούμε να “κοτσάρουμε” δικές μας - δυτικές- ταμπέλες σε πράγματα που ενδεχομένως να μην καταλαβαίνουμε, μόνο και μόνο για να τα φέρουμε στα δικά μας μέτρα; Ακόμα και ο όρος ανατολική φιλοσοφία υποβιβάζει, “τσουβαλίαζει” και ενδεχομένως εκ-δυτικοποιεί τις τόσες διαφορετικές σχολές διανόησης που αναπτύχθηκαν σε βάθος αιώνων σε Ανατολή και Άπω Ανατολή.   


Και το μπέρδεμα που προκύπτει μπορείς να το δεις και στο μπούντο. Για παράδειγμα, όταν μιλάμε για αρμονία. Η φιλοσοφική αρμονία είναι διαφορετική από αυτό που παράγει ο τρόπος σκέψης των Ιαπώνων και μεταφράζεται ως αρμονία: η τάξη μέσα σε μια προκαθορισμένη ιεραρχία, όπου το άτομο πρέπει να λειτουργεί, όπως του επιβάλλεται.


Η ιδέα της μη-διαταραχής, της ηρεμίας, της εξισορρόπησης των σχέσεων και των αντικρουόμενων στοιχείων είναι τόσο βαθιά στην ιαπωνική συνείδηση που δεν πρέπει να παραξενεύει ότι οι Ιάπωνες τη θεωρούν ταυτόσημη με την εθνική τους ταυτότητα. Μια από τις πιο συνηθισμένες δικαιολογίες που ακούει κανείς σχετικά με το γιατί τα πράγματα στην Ιαπωνία γίνονται με τον τρόπο που γίνονται είναι “για να μη διαταραχτεί το ‘ουά’”· το γεγονός ότι ενίοτε το “ουά” αντιμετωπίζεται περίπου σαν ένα τοτέμ μπροστά από το οποίο θυσιάζονται στοιχεία απαραίτητα για την εξέλιξη των ανθρώπων όπως η λογική ή η δημιουργικότητα, μάλλον περνάει απαρατήρητο.” (Γράμματα από έναν Αιωρούμενο Κόσμο, Γ. Α. Μηλιαρέσης, 24 Γράμματα,)


Ενώ, λοιπόν, για τους Ιάπωνες η αρμονία είναι η προσπάθεια έλληψης συγκρούσεων, για τον (αντ-)αγωνιστικό αρχαiοελληνικό πολιτισμό η αρμονία γεννιέται από τον Άρη (πόλεμος) και την Αφροδίτη (ομορφιά, έρωτας) και είναι αδελφή του Φόβου και του Δείμου (τρόμος). Σύμφωνα με το λεξικό της ελληνικής γλώσσας των Liddell & Scott, η λέξη αρμονία - με την έννοια του αρμόζω - προέρχεται από τη ρίζα “αρ-“, από όπου και οι έννοιες αρμονία, άριστος, αρετή, και ίσως και Άρης. 


Ενδεχομένως και μία από τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ιαπωνικές πολεμικές τέχνες στην Δύση να είναι και αυτό το χάσμα στον τρόπο σκέψης. Λίγο από τον κινηματογράφο, λίγο από τις προκαταλήψεις του, λίγο από την μετάφραση και πολύ από τον τρόπο σκέψης του, ο μη- Ιάπωνας και δη ο δυτικός που θα ακούσει για την φιλοσοφία του μπούντο στο μυαλό του δημιουργεί ένα μείγμα Αριστοτέλη και Μουσάσι. 


Εδώ να πούμε ότι, όπως ο Αριστοτέλης, αλλά για διαφορετικούς λόγους, και ο Μουσάσι, μάλλον δεν έχαιρε και μεγάλης εκτίμησης από τους σύγχρονους του και σε κάποιες περιπτώσεις που γνωρίζω και των σύγχρονων μας, λόγω του ότι η στάση του... ο ατομικισμός του... ο τρόπος που ήθελε να φέρει τις αλλαγές του, ίσως και κάποιες από τις ιδέες του δεν “κόλλαγαν” με την Ιαπωνία. Ένας από του πιο πολυμαθέστατους σίχαν του μπούντο και εξαιρετικός άνθρωπος, ο Σότζι Νίσιο (1927-2005. 8. dan Aikikai Hombu, 6. dan Kodokan Judo, 5. dan Shindō jinen-ryū, 7. dan Nihon Zendoku Iaido, jōdō, Shintō Musō-ryū jōjutsu, Hōzōin-ryū sōjutsu), έχει δηλώσει για τον Μουσάσι: “.. δειλός.. οικτρός.... ένα άγριο ζώο φοβισμένο... δεν είχε σύζυγο, δεν έκανε μπάνιο και πέθανε σε μια σπηλιά... Το βιβλίο του δεν περιλαμβάνει ανθρώπινο συναίσθημα... ήταν το χαμηλότερο είδος ανθρώπου... Μην γίνεται ποτέ σαν και αυτόν..”! (Aikido Journal. Interview with Shoji Nishio (1984), Part 2 by Stanley Pranin)

Ναι αυτό είναι το πρότυπο του σοφού πολεμιστή για τους δυτικούς και πως βλέπει αυτό το μοντέλο η ματιά ενός παραδοσιακού Ιάπωνα, άσχετο ότι μετά θάνατον ο νεκρός δεδικαίωται, ειδικά στο εξωτερικό. 


Εκεί, ο μοναχικός λύκος θεωρείται εγωιστικό μοντέλο ζωής. […] Ο ήρωας αυτός μνημονεύεται στην Ιαπωνία, όμως, μόνο αφότου έχει θυσιαστεί ως απειλή της οργανωμένης κοινωνίας. Μπορεί να τον θαυμάσει κανείς εκ του ασφαλούς μόνον όταν έχει φυλαχτεί στον τάφο του” (Ο μύθος του Σοφού Πολεμιστή, Έλλις Άμντουρ, Αλκίμαχον, μετάφραση: Γ. Μηλιαρέσης) 


Ποιος είναι κατά τον Αριστοτέλη ο άριστος πολίτης; Είναι ο ενεργός πολίτης, που συμμετέχει στις αποφάσεις της πόλης του και στην άσκηση της εξουσίας. Είναι ο ελεύθερος νους που δημιουργεί εν αυτονομία και ζει κατά προαίρεσιν, αλλά ταυτόχρονα υπακούει εθελότρεπτα στο νόμο και παράγει ατομικά και συνολικά έργα αρετής. «Πολίτης δ' ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἂλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἢ τῷ μετέχειν κρίσεως και ἀρχῆς». (Αριστοτέλης, Πολιτικά 1275a24).   

Στον αντίποδα, η έννοια του πολίτη, με την πολιτική έννοια που την καταλαβαίνουμε εμείς (σε Ελλάδα και γενικώς στη Δύση) είναι δύσκολο να μεταφραστεί στα Ιαπωνικά με τρόπο που να διατηρεί την αρχική έννοια του όρου. “Αντικατοπτρίζοντας την προέλευσή της στη δυτική κοινωνική σκέψη, η λέξη μεταφράζεται συχνότερα είτε ως shimin είτε kokumin. Κάθε μια από αυτές μεταφέρει διαφορετικές, μερικές φορές αντιφατικές αντιλήψεις σύμφωνα με τα πολιτικά πλαίσια στα οποία παρουσιάζονται.” (Is Everyone Capable of Becoming a ‘Good Citizen’ in Japanese Society? Inequality and the Realization of the ‘Good Citizen’ Education, Takehiko Kariya)


Όσον αφορά τον Κομφουκιανισμό, ο οποίος αποτέλεσε ισχυρή ιδεο-πολιτική βάση στην Ιαπωνία: “Δεν υπάρχει ιστορική καταγραφή του Κομφούκιου (551–479 π.Χ.) που να συζητά την ιδιότητα μέλους και την πολιτική ταυτότητα των πολιτών ή τη νομοθεσία, τα συστήματα και τις διαδικασίες σε ένα έθνος-κράτος, δεδομένου ότι αυτές οι έννοιες και πρακτικές δεν υπήρχαν κατά την εποχή του. […] Ο Κομφούκιος δηλώνει ότι ένα άτομο συμμετέχει στην διακυβέρνηση απλώς με το να είναι καλός γιος και αδελφός (Ανάλεκτα 2.21). Διευκρινίζοντας τη θέση του Κομφούκιου, ο Σιλς (1996) γράφει: «Ο Κομφούκιος εννοεί ότι η διατήρηση της οικογένειας είναι μια συμβολή στη διατήρηση της δημόσιας τάξης ή της κοινωνικής αρμονίας και ως εκ τούτου αποτελεί συμβολή στο έργο της διακυβέρνησης”. (A Confucian conception of citizenship education, Charlene Tan)


Όταν λοιπόν στην πορεία ο δυτικός ασκούμενος ανακαλύπτει, ότι η παραδοσιακή ματιά των Ιαπώνων, δεν είναι ακριβώς αυτό που θεωρεί ο ίδιος ως φιλοσοφία, με κάποια σημεία να είναι εντελώς αντίθετα από αυτό που νόμιζε, τότε “ξινίζει”. Και είναι και κάπου λογικό, αφού και του μίλησες για φιλοσοφία στο μπούντο, και ο ίδιος δεν κατέχει μια βασική εικόνα ούτε για την φιλοσοφία ούτε για το μπούντο και κυρίως ούτε για τον τρόπο σκέψης των Ιαπώνων. 


Τι είναι εν τέλη όμως το μπούντο;

The Definition of Budō - Budō is a form of Japanese physical culture that has its origins in the ancient tradition of bushidō – literally, “the way of the warrior.” Practitioners of budō develop technical martial skills while striving to unify of mind, technique and body; to develop their character; to enhance their sense of morality; and to cultivate a respectful and courteous demeanour. Thus, budō serves as a path to self-perfection. Budō as a general term refers to the modern Japanese martial arts disciplines comprised of jūdō, kendō, kyūdo, sumō, karatedō, aikidō, shōrinji kempō, naginata, and jūkendō.

The Philosophy of Budō - Budō, the martial ways of Japan, have their origins in the traditions of bushidō– the way of the warrior. Budō is a time-honoured form of physical culture comprising of jūdō, kendō, kyūdō, sumō, karatedō, aikidō,shōrinji kempō, naginata and jūkendō. Practitioners study the skills while striving to unify mind, technique and body; develop his or her character; enhance their sense of morality; and to cultivate a respectful and courteous demeanour. Practised steadfastly, these admirable traits become intrinsic to the character of the practitioner. The Budō arts serve as a path to self-perfection. This elevation of the human spirit will contribute to social prosperity and harmony, and ultimately, benefit the people of the world.” (The Japanese Budo Association, Αγγλική έκδοση της επίσημης ιστοσελίδας του Nippon Budokan)


Έτσι λοιπόν, βάση της πλέον επίσημης εκδοχής, αυτής του Japanese Budo Association, του επίσημου κρατικού σώματος της Ιαπωνίας για τις πολεμικές τέχνες, “Το μπούντο είναι μια μορφή Ιαπωνικού physical culture, το οποίο έχει τις ρίζες του στην αρχαία παράδοση του μπουσίντο.” 


Να λοιπόν! Τι γίνεται με την περιβόητη φιλοσοφία του μπουσίντο, στο οποίο βασίζεται το μπούντο;

Παρότι η ιστορικότητα ή η αρχαιότητα του μπουσίντο είναι θέμα συζήτησης μεταξύ των μελετητών -αποφεύγοντας αυτό, αξίζει να αναρωτηθούμε, εάν το μπουσίντο, έτσι όπως το ξέρουμε σήμερα, μπορεί να χαρακτηριστεί ως  φιλοσοφία. Το Japanese Budo Association πάντως αποφεύγει να το κατονομάσει ως τέτοιο.


Το σημερινό μπουσίντο είναι σίγουρα υψηλά ιδεώδη. Για παράδειγμα ένα από αυτά είναι η αφοσίωση. Ωστόσο πρακτικά για πια αφοσίωση μιλάμε; Γιατί εμείς ως δυτικοί μπορούμε να αρχίσουμε να φιλοσοφούμε και εν τέλη να φτάσουμε σε εντελώς δικά μας συμπεράσματα, για λογαριασμό των Ιαπώνων χωρίς τους Ιάπωνες.


Ιστορικά, εάν το δούμε, θα διακρίνουμε δύο εκφάνσεις αυτής της αφοσίωσης στην Ιαπωνία. Η πρώτη είχε την έννοια της αμοιβαίας και συμβατικής σχέσης. Ένα πάρε-δώσε. Γι’ αυτό και οι επαγγελματίες πολεμιστές, τουλάχιστον πριν τα 1600 -ως σωστοί επαγγελματίες- άλλαζαν πλευρές, ακόμα και κατά την διάρκεια της μάχης -ακόμα και άνω της μίας φοράς μέσα στην ίδια μάχη- ανάλογα με το ποια πλευρά τους προσέφερε τα περισσότερα. Και αυτό ήταν κανόνας, όχι εξαίρεση. Ένας λόγος που “έπεσε” το καθεστώς του σογκουνάτου της Καμακούρα, ήταν η δυσαρέσκεια των σαμουράι προς το καθεστώς, το οποίο δεν τους πλήρωσε, μετά την αντιμετώπιση της εισβολής των Μογγόλων. Και δεν τους πλήρωσε, διότι όπως συνηθιζόταν, οι σαμουράι πληρώνονταν με γη -την γη των ηττημένων σαμουράι. Εδώ ήταν θέμα εθνικής άμυνας, οπότε δεν κατέκτησαν κάποια γη, για να διαμοιραστεί. Παραταύτα, η κουλτούρα ήταν ότι αφού πολέμησαν, έπρεπε να πληρωθούν. 


Η ανιδιοτελής αφοσίωση, που έχουμε στο μυαλό μας για τους σαμουράι γεννήθηκε κατά την ειρηνική περίοδο Έντο, για να κρατήσει το καθεστώς τους πολεμιστές ήσυχους, χωρίς επαναστάσεις και αναταραχές. Κατά την περίοδο Μειτζί, αυτή η αφοσίωση ανά-κατευθύνθηκε από την αφοσίωση στον σογκούν, στην ανιδιοτελή αφοσίωση στον Αυτοκράτορα. 

[…] μια κοινωνία που αξιολογεί την αφοσίωση πιο ψηλά από τον ίδιο τον στόχο […] (Ο μύθος του Σοφού Πολεμιστή, Έλλις Άμντουρ, Αλκίμαχον, μετάφραση: Γ. Μηλιαρέσης)


Βάση αυτού, όταν ακούω παράπονα ή σχόλια για δασκάλους σε μπούντο που προωθούν την αρμονία και την ειρήνη, όπως το αϊκίντο, το οποίο αντιτίθεται σε κάθε στοιχείο ανταγωνισμού και εγωισμού, πραγματικά σκέφτομαι πόσο μπερδεμένοι είμαστε εμείς οι δυτικοί. Για παράδειγμα, το ότι προτεραιότητα δεν έχει η γνώση, αλλά η αφοσίωση, όταν δύο δάσκαλοι δεν τα πάνε καλά μεταξύ τους σε προσωπικό επίπεδο και επιβάλλουν στους μαθητές τους να μη έχουν καμία σχέση με τους μαθητές του άλλου ή να μην ανταλλάσσουν επισκέψεις σε μαθήματα και σεμινάρια, δεν είναι μόνο θέμα προσωπικοτήτων. Αλλά είναι η ιαπωνική κοσμοθεώρηση, της οποίας παράγωγα είναι τα μπούντο. 


Όμως έχει ενδιαφέρον να δούμε την σχέση σαμουράι και διανόησης. - Αξίζει, κατ’ αρχήν να αναφερθεί ότι μέχρι τον Πόλεμο Γκεμπέι (1180-1185), όπου έχουμε μεγαλύτερο μέγεθος στρατευμάτων και ευρύτερη χρήση δυνάμενων και οχυρώσεων, οι πόλεμοι που πολεμούσαν οι σαμουράι δεν ήταν ακριβώς αυτό που οι περισσότεροι έχουμε στο μυαλό μας. Μιλώντας για τους πολεμιστές εκείνης της εποχής, ουσιαστικά μιλάμε για “αστυνομικές” δυνάμεις ελέγχου, ταχείας αντίδρασης, εάν σκεφτούμε τον εξοπλισμό και τον τρόπο που επιχειρούσαν, εναντίον παρανόμων, συμμοριών και επαναστατών ή για μονάδες ασφαλείας χώρων (πχ. τεμένη) Για περισσότερα περί σαμουράι: https://giosardelis.blogspot.com/2020/03/blog-post.html


Συνοπτικά, αφού το θέμα είναι τεράστιο, θα μπορούσε να ειπωθεί, ότι:

- Όλοι οι άνθρωποι, όλων των εποχών, έχουν αναζητήσεις. 

- οι Ιάπωνες πολεμιστές μελέτησαν τα διανοητικά ρεύματα της Ιαπωνίας, ως ηθικό/θρησκευτικές διδαχές. 

-Στα πλαίσια του μεταφυσικού, τα χρησιμοποίησαν και για ψυχολογική προετοιμασία για τον πόλεμο και την διαχείριση του θανάτου ή του φόβου.

- Η εμπλοκή τους με τους ναούς και τα τεμένη άρχισε στο πλαίσιο της κεντρικής Αυτοκρατορικής πολιτικής για την διαμόρφωση και διατήρηση ιδιωτικών στρατών κατά τον 9ο και 10ο μ.Χ. αιώνα στα πλαίσια του συστήματος ρίτσουρίο. Έτσι το κάθε Μοναστήρι ή Ναός είχε τον δικό του στρατό για να προστατεύεται και να προστατεύει ή να επιβάλλει τα συμφέροντα και την θέση του.

- Η άνοδος της κάστας των πολεμιστών, ουσιαστικά και αναπόφευκτα, άνοιξε την πρόσβαση τους στην ανώτερη εκπαίδευση, που μέχρι τότε ήταν προνόμιο της αυτοκρατορικής αριστοκρατίας. Εκπαίδευση σήμαινε την μελέτη των «ηθικό/θρησκευτικών» ρευμάτων του Βουδισμού και του Κομφουκιανισμού. 

- Οι ελίτ της κάστας των σαμουράι, με την εγκαθίδρυση του θεσμού του σογκουνάτου, έπρεπε να μπορεί να κυβερνήσει και ταυτόχρονα να εγκαθιδρύσει την θέση της ως ευγενής, με καλλιέργεια, τύπους και γνώσεις ανταγωνιστικά ως προς την αυτοκρατορική αυλή. 

- Η προτίμηση των σαμουράι σε συγκεκριμένα διανοητικά ρεύματα, εκτός της ουσιαστική, θρησκευτικής και διδακτικής διάστασης, είχε και την μορφή της συμμαχίας, με τους μεν σαμουράι, να προστατεύουν και να διαδίδουν τις συγκεκριμένες σχολές, ενώ αυτές, με την σειρά τους, τους προωθούσαν ως τάξη, διαμορφώνοντας τους μια ιδεολογική βάση.    

- Οι σαμουράι σχετίστηκαν με διανοητικά ρεύματα, όπως το Ζεν, τα οποία περιορίζονταν ή απαγορεύονταν απο την αυτοκρατορική αριστοκρατία ως αιρέσεις, όχι μόνο γιατί τους ταίριαζαν, αλλά και για να αποστασιοποιηθούν απο την παλαιά άρχουσα τάξη. Χωρίς τους σαμουράι και το Ζεν και το pure land κ.α., δύσκολα θα επιβίωναν.

- Υπήρχαν πιεστικοί πολιτικοί και ηθικοί λόγοι για τους πολεμιστές να έχουν μια “θεϊκή δικαιολογία”, ώστε να νομιμοποιήσουν πολέμους και πολιτικές, που δεν ήταν πάντα δίκαιες. 

- Η ενοποίηση των πολεμικών τεχνών με την διανόηση θεσμοθετήθηκε επίσημα, κατά την ειρηνική περίοδο Έντο, οπότε οι πολεμιστές ήταν κατ’ επίφαση πολεμιστές, και η άσκηση τους πήρε μια διαφορετική μη-μαχητική μορφή, με το καθεστώς να θέλει να κρατήσει ναρκωμένο το «τέρας», προς χάριν της διατήρησης της ειρήνης και φυσικά και της θέσης του στην εξουσία. Ωστόσο το μπούνμπου, τα γράμματα και οι πολεμικές τέχνες, το ταυτόσημο της πνευματικής καλλιέργειας (γραφή, διάβασμα, στοχασμός, καλές τέχνες κτλ.) με την πολεμικής άσκησης είχε, όπως είδαμε, παλαιότερες ρίζες. 

- Προφανώς η μορφή άσκησης στον πόλεμο και στα όπλα, άλλαζε ανά εποχές. Η ανάπτυξη και δόμηση των παραδοσιακών πολεμικών σχολών ως συστήματα, ακολούθησε το εκπαιδευτικό πρότυπο που προερχόταν από τις σχολές των διανοητικών ρευμάτων. Δηλαδή οι πολεμικές τέχνες έγιναν διδακτικά συστήματα στα πρότυπα των τότε εκπαιδευτικών θεσμών, που λίγο ως πολύ ήταν οι ναοί και τα μοναστήρια.


Θρησκεία, φιλοσοφία ή και τα δύο;

Η διανοητική μέθοδος που ακολουθήθηκε για να αναπτυχθεί το μπουσίντο όπως το ξέρουμε σήμερα δεν ήταν φιλοσοφική, δεδομένου ότι ο Βουδισμός, ο Κομφουκιανισμός και ο Σιντοϊσμός δεν είναι ακριβώς φιλοσοφίες, αν και διαθέτουν έντονα και αυτό το στοιχείο. Για την ακρίβεια και οι τρεις σχολές δεν διαχωρίστηκαν ποτέ από τις θρησκευτικές τους αναζητήσεις, ενώ σπάνια έχουν ως μοναδικός στόχος το ιδανικό της γνώσης. Γι’ αυτές η γνώση είναι επιθυμητή μόνο ως μέσο προς τη σωτηρία. Βέβαια δεν είναι ούτε θρησκείες, τουλάχιστον όπως καταλαβαίνουμε τον όρο στην Δύση.


Η αλήθεια είναι ότι, η φιλοσοφία, όπως είπε και ο Αριστοτέλης, έχει τις ρίζες της στην αναζήτησή - δηλ. την επιθυμία να γνωρίζουμε και να κατανοούμε μόνο για χάρη της γνώσης και της νόησης. Οι ρίζες της ινδικής, κινεζικής ή ιαπωνικής διανόησης βρίσκονται στην αδημονία του ατόμου να ξεφύγει από τα δεινά που προϋποθέτει η ύπαρξη του ανθρώπου από την γέννηση του - όπως πιστεύουν. Αυτό το πνεύμα δεν είναι καθαρά φιλοσοφικό ή επιστημονικό και έχει ως αποτέλεσμα περισσότερο τη γένεση θρησκειών και κοσμολογιών και λιγότερο φιλοσοφιών. 


Ωστόσο είναι λάθος να φανταζόμαστε ότι η φιλοσοφία και η θρησκεία είναι δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα και δεν έχουν τίποτα κοινό. Στην πραγματικότητα είναι ουσιαστικά παρόμοια, αλλά είναι επίσης και διακριτά. Ίσως η πιο ακριβής άποψη είναι ότι έχουν την ίδια ουσία, αλλά διαφορετική μορφή. Η ουσία και των δύο είναι η απόλυτη πραγματικότητα και η σχέση όλων των πραγμάτων, συμπεριλαμβανομένων και των ανθρώπων, με αυτήν. Όμως, ενώ η φιλοσοφία παρουσιάζει αυτό το αντικείμενο επιστημονικά, με τη μορφή της λογικής, του λόγου, της σκέψης και της απόδειξης, η θρησκεία περισσότερο και η κοσμολογία λιγότερο, αποδίδει το ίδιο με τη μορφή δογμάτων και συμβόλων.


Επιστρέφοντας στον ορισμό του μπούντο απο το Japanese Budo Association, τα ερωτήματα που γεννιόνται είναι αρκετά: τι σημαίνει "Ιαπωνικό physical culture"; και τι σημαίνει "έχουν τις ρίζες τους στο μπουσίντο";.. σημαίνει ότι βασίζονται και σε κάτι άλλο και εάν ναι, σε τι; Τελικά μπορούν όλα τα μπούντο να μπούνε υπό τον ίδιο ορισμό;


Όπως το βλέπω εγώ, εδώ συμβαίνουν τα εξής: 

  1. Τονίζεται η εθνικότητα των μπούντο... ΙΑΠΩΝΙΚΟ physical culture. 
  2. Το μπούντο ορίζεται ως μια άσκηση πνευματικο/φυσική βασισμένη όμως, όχι στην διανόηση, στην φιλοσοφία, στην ιδεολογία ή στην θρησκεία αλλά στην φυσική άσκηση...physical culture. Έτσι εδώ τονίζεται ότι τα μπούντο μπορούν να ασκούνται απο όλους σε όλο τον κόσμο και δεν προπαγανδίζουν κάποια συγκεκριμένη θρησκεία, ιδεολογία κτλ. Το physical δεν σημαίνει μόνο σωματική άσκηση.
  3. Τονίζεται η συνέχεια και η παράδοση...ΑΡΧΑΙΑ λέει... από τις παραδοσιακές «ριούχα» 
  4. Αφαιρούνται οι σχετικά πρόσφατες σκοτεινές σελίδες κατά την προπολεμική και πολεμική περίοδο, του Πολέμου του Ειρηνικού (Β’ Παγκοσμίου Πολέμου)… ΑΡΧΑΙΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΤΟΥ ΜΠΟΥΣΙΝΤΟ.
  5. Δίνεται χώρος για την διαφορετικότητα του κάθε μπούντο, αφού αναφέρει ότι ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ στην αρχαία παράδοση του μπουσίντο και υπονοείται, ότι το υπόλοιπο είναι η ιδιαιτερότητα κάθε διαφορετικού μπούντο.  


Τι σημαίνει όμως μπουσίντο στην μεταπολεμική Ιαπωνία; - Προσωπικά, το μπουσίντο γενικώς, το παραλληλίζω με τα κάστρα της Ιαπωνίας: κάποια στιγμή οι ίδιοι οι Ιάπωνες τα γκρέμισαν, ως κάτι αναχρονιστικό και αχρείαστο, ωστόσο ήρθε ο καιρός που πάνω στις ίδιες βάσεις (θεμέλια) τα ανακατασκεύασαν. Πόσο παλιά ή πόσο καινούρια μπορούν να θεωρούνται, λοιπόν; Προσωπικά δεν έχω απάντηση σε αυτό. 

Σήμερα, όμως, αποτελούν μοναδικό δείγμα πολιτισμού, αρχιτεκτονικής, ομορφιάς, αρμονίας και καλαισθησίας, “σβήνοντας” όλα αυτά που θύμιζαν τα δεινά που φέρνουν οι πόλεμοι: τις αιματοχυσίες, τα διαμελισμένα κορμιά, τις κραυγές πόνου, τα ορφανά, τις χήρες, τον επιθανάτιο ρόγχο κτλ. 


Αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το μπουσίντο και απαγορεύτηκε από τις δυνάμεις κατοχής, αλλά και αγνοήθηκε από μεγάλη μερίδα Ιαπώνων. 

Οι πρώτοι το απαγόρευσαν, ως μέσω καλλιέργειας προπαγάνδας, μιλιταρισμού, ύπερ-εθνικισμού και ως αιτία εγκλημάτων πολέμου. Οι δεύτεροι το αγνόησαν απογοητευμένοι από αυτό, ενώ άρχισε να διαμορφώνεται η ιδέα για το αληθινό αρχαίο μπουσίντο, το οποίο δεν είχε σχέση με το διαστρεβλωμένο ιμπεριαλιστικό μπουσίντο του Β’ ΠΠ. Οι μεγαλύτεροι επικριτές του ιμπεριαλιστικού μπουσίντο πάντως υπήρξαν οι ίδιοι οι Ιάπωνες βετεράνοι του πολέμου, οι οποίοι είχαν βιώσει την πλήρη αποτυχία αυτής της εκδοχής στα πεδία των μαχών, αφού απλά τους οδηγούσε στο θάνατο χωρίς καμία τακτική λογική.

 

Για παράδειγμα δεν μάθαινε στους στρατιώτες, να συνεργάζονται. Απλά ο καθ’ ένας έπεφτε επάνω στα πυρά του αντιπάλου. Και όσο ηρωικό ή φανατικό και εάν ακούγεται αυτό, εν τέλη δεν οδήγησε στη τελική νίκη. Από την άλλη τους μάθαινε να αυτοκτονούν και να μην παραδίνονται, αλλά δεν τους έλεγε τι να κάνουν όταν πιαστούν αιχμάλωτοι. Έτσι άνοιγαν το στόμα τους και έδιναν πληροφορίες που δεν έπρεπε.

 

Πιο χαρακτηριστική είναι μια επιστολή του ίδιου του Αυτοκράτορα Χιροχίτο προς τον γιο του Ακιχίτο, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1945, που απέδωσε την ήττα της Ιαπωνίας σε τρία πράγματα:

1. Στην υποτίμηση των Βρετανών και των Αμερικάνων. 

[σσ. Η ιαπωνική προπαγάνδα τους θεωρούσε θύματα της δημοκρατίας και του ατομικισμού. Ανθρώπους χωρίς ψυχή και πνεύμα... Βιομήχανους..... που “δεν έχουν το yamato-damashii ( αρχαίο ιαπωνικό πνεύμα)”, όπως είχε πει και ο Χορίμπα Καζούο στα μέλη του Ιαπωνικού Ινστιτούτου Έρευνας Ολοκληρωτικού Πολέμου, παρότι οι μελέτες τους έδειχναν ότι μια σύρραξη με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της ήταν αδύνατον να κερδηθεί με τα ισχύοντα δεδομένα.] 

2. Στο γεγονός ότι ως Ιάπωνες βασίστηκαν πιο πολύ στο πνεύμα και όχι στην τεχνολογία (επιστήμη) και

3. Σε κάποιους αλαζόνες ηγέτες του στρατού, οι οποίοι ήξεραν μόνο πως να πάνε μπροστά. 


Και πραγματικά, για την ματιά ενός δυτικού, ένας λαός τόσο πρακτικός όσο οι Ιάπωνες, φαντάζει απίστευτο, πως επιδεικνύουν τόσο μικρή ευελιξία και πως καταφέρνουν απλά πράγματα να τα κάνουν περίπλοκα. 

Όπως περίπλοκη είναι και η εμπλοκή των Ιαπώνων στον Πόλεμο του Ειρηνικού και στον Β’ ΠΠ, ειδικά εάν τους γνωρίσεις από κοντά με την φιλοξενία τους, την καλοσύνη τους, την φυσική τους ευγένεια και την φιλειρηνικότητα τους. ‘Όμως... είπαμε...  ο πόλεμος είναι περίπλοκο πράγμα. Ωστόσο το να πούμε ότι οι Ιάπωνες ή το μπουσίντο ήταν οι μόνοι που έφταιγαν στον Β’ ΠΠ, μάλλον ακόμα και για τους Δυτικούς πια, είναι ιστορικά ανακριβές. Όπως ανακριβές είναι να μην αναφέρεται ότι μέσα στην Ιαπωνία και μάλιστα σε υψηλές θέσεις υπήρχαν άνθρωποι αντίθετοι στον πόλεμο κατα των ΗΠΑ, ο καθένας για τους δικούς του λόγους.  


Από την άλλη μεριά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και πραγματικά κτήνη ανάμεσα τους. Η πλειοψηφία των Ιαπώνων στρατιωτών ήταν σε πόλεμο, ήταν θυμωμένοι, ήταν βίαιοι, ήταν ιδεολογικά ντοπαρισμένοι, είχαν άκριτη αφοσίωση και τυφλή πίστη και τέλος, ήταν εξαναγκασμένοι και από τους "έξω" και από τους ανώτερους τους. Είναι όλα αυτά δικαιολογία για τα εγκλήματα πολέμου που έγιναν στον Β’ ΠΠ; Όχι φυσικά! Έφταιγε το ιμπεριαλιστικό μπουσίντο; Εν μέρη ναι, αφού ήταν προπαγάνδα. Εάν δεν υπήρχε το μπουσίντο θα ήταν το ίδιο; Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας, ακρότητες έχουν γίνει και αλλού και εκεί δεν υπήρχε μπουσίντο. Ωστόσο μπουσίντο, προφανώς όχι το ίδιο μπουσίντο, υπήρχε και στον Ρώσο-ιαπωνικό πόλεμο (1904-1905) και κατά τον Α’ ΠΠ. Γιατί τότε η συμπεριφορά των Ιαπώνων όχι απλά δεν ήταν ακραία, αλλά αντιθέτως ήταν άκρως ευγενική και ανθρωπιστική προς τους αντιπάλους τους; Νομίζω αξίζει να αναρωτηθούμε.....


Στην προσπάθεια να αρθούν τα μέτρα κατά της άσκησης των μπούντο από τις δυνάμεις κατοχής με το τέλος του Β’ ΠΠ, τα αρχικά επιχειρήματα των Ιαπώνων, ενώ ανέφεραν τα σωματικά και τα πνευματικά οφέλη, δεν έκαναν καθόλου νύξη στο πνεύμα των σαμουράι ή στην ιαπωνική παράδοση. Τα μπούντο προωθούνταν από τους ίδιους τους Ιάπωνες ως αθλήματα κατά την δυτική έννοια.


Και μετά ήρθε ο Τομ Κρουζ......

Τα επόμενα χρόνια ο διαχωρισμός των πράξεων της Ιαπωνίας στο πόλεμο από την παράδοση των σαμουράι αναπτύχθηκε ακόμη περισσότερο, κυρίως μέσα από τον κινηματογράφο. Οι πολιτικές εξελίξεις που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια και η προσχώρηση της Ιαπωνίας στην σφαίρα επιρροής των ΗΠΑ, έφερε αρκετή κουβέντα μέσα στην χώρα και μάλλον όχι μόνο κουβέντα, αλλά και αντιδράσεις. 


Το 1970 ήρθε, ξανά, έντονα στο προσκήνιο το θέμα μπουσίντο, με τον Γιούκιο Μισίμα να προσπαθεί να κάνει -ένα μάλλον εξαρχής προδιαγεγραμμένο να αποτύχει- πραξικόπημα και εν τέλη να αυτοκτονεί με σεπούκου (χαρακίρι). Ο Μισίμα ήταν εθνικιστής και λάτρης του μπουσίντο ή τουλάχιστον μιας εκδοχής του.


Η αναθεώρηση του μπουσίντο μεταπολεμικά ξεκίνησε από Ιάπωνες ακαδημαϊκούς ιστορικούς και λόγιους με πολλές και διαφορετικές απόψεις.  Το θαύμα της μετά-πολεμικής Ιαπωνίας, έδωσε χώρο στην διανόηση να εξηγήσει αυτό το κατόρθωμα, μιλώντας για μια μοναδικότητα της Ιαπωνίας, ισχυριζόμενη εθνικά χαρακτηριστικά, όπως η αφοσίωση, η αρμονία και η συλλογικότητα. Πονήματα και αναλύσεις, περισσότερο συναισθηματικά και λιγότερο διανοητικά, γράφτηκαν, τα οποία αποτέλεσαν ένα ξεχωριστό είδος, το nihonjinron (θεωρίες για τους Ιάπωνες).


Το Μπουσίντο της δεκαετία ’80 ήταν παρών για να συνδράμει σε αυτή την πολιτισμική και ιστορική εξήγηση που έψαχναν Ιάπωνες και μη-Ιάπωνες, για να ερμηνεύσουν το θαύμα της Ιαπωνίας, η οποία μέσα από τις στάχτες της αναδείχθηκε σε παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη.


Ωστόσο, θεωρίες μπουσίντο όπως του Ινούε Τετσουτζίρο ή του Νόγκι Μαρεσούγκε -ναι υπάρχουν και αυτές, και άλλες- ξεχάστηκαν και το Μπουσίντο πια είναι η διεθνοποιημένη και πασιφιστική, ενδεχομένως και λίγο εκ-δυτικοποιημένη εκδοχή του Ιναζο Νιτόμπε με το Μπουσίντο: Η ψυχή της Ιαπωνίας. Ένα βιβλίο το οποίο, όταν πρωτοεκδόθηκε στα 1900 (στα Αγγλικά παρακαλώ!), δέχτηκε ισχυρή κριτική από τους ίδιους τους Ιάπωνες.


Το μπουσίντο και η Ιαπωνική παράδοση γενικώς, ήταν και από τις απαντήσεις, ότι η Ιαπωνία δεν ήταν ένα αδίστακτο οικονομικό κτήνος, όπως άρχισαν να την κατηγορούν την δεκαετία το ’80 οι οικονομικοί της αντίζηλοι, αλλά είχε βάθος και πνεύμα και μάλιστα «αρχαίο», ακόμα όμως τόσο ζωντανό, που οδηγούσε την επιτυχία της στον παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο. 

Το μπουσίντο και το μπούντο, όπως και άλλα πολιτισμικά στοιχεία, διεθνοποιήθηκαν συστηματικά από το ιαπωνικό κράτος και  χρησιμοποιήθηκαν για να εξηγήσουν οι Ιάπωνες, το ποιοι πραγματικά είναι, στους δυτικούς.

 

Στα 1988, το Υπουργείο Παιδείας της Ιαπωνίας - και αφού τα μπούντο έχουν απομιλιταριστεί, τροποποιηθεί και μπει ξανά στα εκπαιδευτικά ιδρύματα απο την δεκαετία του ’50 - στράφηκε στην ιδέα των “δια-βίου αθλημάτων”, επαναφέροντας την ιδέα του ‘mind and body as one’ στα μπούντο. Έτσι, στα τέλη της δεκαετίας το ’80, το μπούντο επανήλθε στην προ-μιλιταριστική του ιδεολογία, αφού για τους Ιάπωνες, η δυτική αθλητική φιλοσοφία άφηνε κενά στην εκπαίδευση - ειδικά των νέων ανθρώπων. 

Μεταφέρω την Αγγλική μετάφραση της δήλωση του Ιαπωνικού Υπουργείου Παιδείας: “Budo and Sports have many things in common, but differ in the matter of character development [ningen-keisei]… Compared to sports, which developed in the West, budo contains a stronger bent for moral cultivation and hard training [tanren: to forge body and mind]”. (Kendo, Alexander Bennett)  

[“Το μπούντο και τα αθλήματα έχουν πολλά κοινά πράγματα, αλλά διαφέρουν στο ζήτημα της διάπλασης του χαρακτήρα… Σε σύγκριση με τα αθλήματα, τα οποία αναπτύχθηκαν στην Δύση, το μπούντο εμπεριέχει ισχυρότερη κλίση για ηθική καλλιέργεια και σκληρή προπόνηση νου και σώματος μαζί”.]


Το αρχαίο, δηλαδή το γνήσιο πνεύμα των σαμουράι και η ψυχή της Ιαπωνίας, εξήγησαν το πως η χώρα άντεξε δυο ατομικές βόμβες, πως αναγεννήθηκε, αλλά και πως ξεπέρασε την οικονομική και πολιτική κρίση της δεκαετίας του ’90, ακόμα-ακόμα και φυσικές καταστροφές, όπως ο μεγάλος σεισμός του Κόμπε, το 1995, με 5.000 θύματα ή πιο πρόσφατα στη Φουκουσίμα.


Σήμερα ο αναγνώστης μπορεί να προστρέξει σε πολλές εξαιρετικές πηγές όπου θα δει να μιλάνε, όχι για την φιλοσοφία του μπούντο, αλλά για το πνεύμα του (kokoro), το οποίο είναι διαφορετικό από τη φιλοσοφία. Από την άλλη θα δει άλλες αξιόλογες ιαπωνικές πηγές, όπως η επίσημη ιστοσελίδα του Nippon Budokan, να μιλάνε στις αγγλικές τους εκδόσεις για την φιλοσοφία του μπούντο, ωστόσο λόγω της φύσης της ιαπωνικής γλώσσας, ανάλογα με το πλαίσιο που αναφέρεται ο όρος (συνήθως αναγράφεται ως ρίνεν), έχει περισσότερο την έννοια του Πλατωνικού ιδεώδους, της θεώρησης, και της βαθύτερης σημασίας.


Kokoro

Για τους Ιάπωνες η γνώση είναι μια εσωτερική διεργασία, σχεδόν πάντα σωματική και μία από τις κύριες ιαπωνικές λέξεις για τον νου, το κοκόρο, φέρει την έννοια της ενοποιημένης συναισθηματικής ευαισθησίας με την σκέψη (νους και καρδιά μαζί). Έτσι, ενώ εμείς χρησιμοποιούμε διάφορους ξεχωριστούς όρους όπως θέληση, πάθος και επιθυμία, στην Ιαπωνία για όλα αυτά χρησιμοποιούν το κοκόρο. 


Στην Δύση έχουμε την τάση για ανάλυση η οποία επιτυγχάνει την ακρίβεια εις βάρος μιας συνολικότερης εικόνας. Αντίθετα οι Ιάπωνες συνθέτουν, επιτυγχάνοντας μια πιο ολιστική άποψη, αλλά στερούνται συγκεκριμενοποίησης. Γενικότερα, η Ανατολή παρέχει έναν τρόπο να εκπαιδευτεί ο νους και όχι απλώς να μελετηθεί. Θα μπορούσαν, άραγε, οι δύο προσεγγίσεις, δυτική-εξωτερική και ανατολική-βιωματική/εσωτερική να συνδυαστούν για να σχηματίσουν μια νέα κατεύθυνση στη φιλοσοφία;


Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα, που δημιούργησε η φιλοσοφία στους Ιάπωνες ήταν η αποδοχή του καρτεσιανού “σκέφτομαι, άρα υπάρχω” (cogito, ergo sum). Το ρήμα που χρησιμοποιήθηκε για τη μετάφραση του cogito, το omou, δεν αντιστοιχεί στην σκέψη. Ετυμολογικά, μπορεί να σχετίζεται με τις λέξεις απόκρυψη και επιφάνεια (Ōno Susumu 1974, 249), υποδηλώνοντας ότι το omou αρχικά σήμαινε την κατακράτηση μέσα μας συναισθημάτων όπως το άγχος, το μίσος, η ελπίδα, η αγάπη, οι προσδοκίες κτλ. χωρίς να επιτρέπεται η εξωτερίκευση τους. 


Το omou συμβαίνει μέσα μας, στο κοκόρο, το οποίο είναι η κινητήρια δύναμη πίσω από την εξωτερίκευση των συναισθημάτων και υπό αυτήν την έννοια, φαίνεται αρχικά να αναφέρεται στην αποκάλυψη των εσωτερικών σκέψεων και συναισθημάτων κάποιου. Με άλλα λόγια, η ιαπωνική μετάφραση του “σκέφτομαι, άρα υπάρχω” σημαίνει στην πραγματικότητα ότι η ύπαρξή μου μπορεί να εξηγηθεί μόνο από το omou μου, δηλαδή, τη λαχτάρα μου για κάτι ή κάποιον, τις ελπίδες μου ότι θα συμβεί κάτι, η αγωνία για κάτι, η συνειδητοποίησή μου ότι κάτι συμβαίνει μέσα μου. Το στοιχείο των παθών στο ρήμα omou επιτρέπει στους Ιάπωνες να μιλούν για “σκέψη με την καρδιά”, κάτι που μοιάζει στους Δυτικούς με αντίφαση, αφού ταυτίζουμε τη σκέψη με τον νου και το συναίσθημα με την καρδιά. Έτσι για του Ιάπωνες ισχύει το “δι-αισθάνομαι, άρα υπάρχω”.


Οι συζητήσεις για τη σύγκρουση μεταξύ λογικής και συναισθημάτων έγιναν πολύ δημοφιλείς τον δέκατο έβδομο και δέκατο όγδοο αιώνα, όταν μέλη της Σχολής Εγγενών Σπουδών αντιμετώπισαν τον ορθολογισμό του Νεο-κομφουκιανισμού, του οποίου η τήρηση των κοινωνικών υποχρεώσεων (γκίρι) συγκρούστηκε με την πραγματικότητα του ανθρώπινου πάθους (νίντζο).


Τελικά το κοκόρο θα πάρει την μορφή μιας ζωντανής και γνήσιας υποκειμενικότητας, μιας κατάστασης υποκειμενικής ισορροπίας, η οποία δεν μπορεί να είναι ούτε αντικείμενο γνωστικής δραστηριότητας οποιουδήποτε είδους, ούτε δραστηριότητας που βασίζεται στη γλωσσική άρθρωση. Είναι η υποκειμενική πληρότητα της αυτοφωτιζόμενης συνειδητοποίησης, μια ιδέα που μπορεί να αποδόθεί ως “η εμπειρία του αυτο-φωτισμού”, κεντρική στην Mohe zhiguan του Βουδισμού Tiantai (μιας μεγάλης βουδιστικής πραγματεία που βασίζεται σε διαλέξεις που δόθηκαν το 594, από τον Κινέζο Zhiyi, πατριάρχη του Tiantai.)


Το μπούντο στα χωράφια της φιλοσοφίας

Ένα κλασικό θέμα προς συζήτηση είναι κατά πόσο μπορούμε να διατηρήσουμε, ως μη-Ιάπωνες ασκούμενοι, μόνο την μεριά των μπούντο που μας αρέσει ή μας ταιριάζει. Πως μπορούμε και εάν γίνεται τελικά, ένα ξένο πολιτισμικό προϊόν, να το προσαρμόσουμε στα δικά μας μέτρα και σταθμά; Και εν τέλη, μήπως έχουν δίκιο κάποιοι Ιάπωνες που υποστηρίζουν ότι οι ξένοι δύσκολα μπορούν να κατανοήσουν το αληθινό πνεύμα του μπούντο, δεδομένου του διαφορετικού τρόπου που αντιλαμβανόμαστε, μέσω της εκλογίκευσης (φιλοσοφία) και όχι μέσω της συναίσθησης του κοκόρο;


Στη πορεία των ετών, το μπούντο, προσεγγίστηκε από μια δυτική ιδεολογία - αυτή της Ολυμπιακής Ιδέας. Και εκεί υπάρχει πια μια μεγάλη συζήτηση, κατά πόσον τα σύγχρονα μπούντο μπορούν να διατηρήσουν τον χαρακτήρα τους ή όχι, εάν ή όταν γίνονται Ολυμπιακά αθλήματα. Δηλαδή κατά πόσον θα παραμείνουν ή παραμένουν μπούντο, παράγωγα του ιαπωνικού πολιτισμού και της ιαπωνικής διανόησης, εάν ή όταν υιοθετήσουν δυτικούς τρόπους σκέψης, παράγωγα του δυτικού πολιτισμού και συγκεκριμένα του αρχαιοελληνικού (αντα-)αγωνιστικού πνεύματος.


Και όλη αυτή η κουβέντα είναι πολύ βαθύτερη από το εάν το αϊκίντο μπορεί να έχει αγώνες ή όχι ή εάν το κέντο πρέπει να μπει στους Ολυμπιακούς Αγώνες ή εάν θα έπρεπε το τζούντο και το καράτε να συνεχίσουν την Ολυμπιακή τους πορεία. Άλλωστε με τους δικούς τους πολιτισμικούς όρους, όλα τα μπούντο είχαν ήδη δοκιμασίες είτε δύναμης - έλα να με σπρώξεις, έλα να με ρίξεις ή να μου λυγίσεις το χέρι- είτε με την μορφή εξάσκησης μέσω της συνεύρεσης των ασκούμενων - το λεγόμενο σιάι.


Απόδειξη όλου αυτού - δηλαδή ότι τα μπούντο ενώ έχουν δοκιμασίες, δεν είναι αθλήματα, όπως τα εννοούμε εμείς οι δυτικοί- είναι η στάση του Τζίγκορο Κάνο, ιδρυτή του τζούντο, για το ενδεχόμενο, τότε, της εισαγωγής της τέχνης του, στους Ολυμπιακούς Αγώνες και οι αμφιβολίες που εξέφρασε. Όπως και η περίπτωση του Μοριχέι Ουεσίμπα που απαγόρευε το δυτικό αθλητικό μοντέλο στο αϊκίντο, ως πηγή του επικίνδυνου (κατά την γνώμη του) αντ-αγωνιστικού του χαρακτήρα, για την διατήρηση της αρμονίας και της ειρήνης. Ο Μοριχέι, λίγο ως πολύ θεωρούσε την καλλιέργεια του ανταγωνισμού ως την αιτία εμπλοκής (ενδεχομένως του τρόπου εμπλοκής, που οδήγησε στην ήττα) της Ιαπωνίας στον Β’ ΠΠ.


Η διεθνοποίηση του μπούντο δεν είναι απλό θέμα και έχει τόσο πολιτικές όσο και διανοητικές διαστάσεις. Ναι προφανώς και οι Ιάπωνες φοβούνται μην χάσουν την ηγεσία των μπούντο τους μέσα σε παγκόσμιες ομοσπονδίες που όλα τα μέλη-χώρες έχουν ισοδύναμη ψήφο. Προφανώς και η Ιαπωνία σαν χώρα ανησυχεί μήπως εκδυτικοποιηθεί το, μάλλον, καλύτερο εξαγώγιμο της πολιτιστικό προϊόν. Ωστόσο το να θέτουμε έτσι το θέμα, προσωπικά το βρίσκω κάπως επιφανειακό. Για εμένα το θέμα είναι βαθύτερο, ενδεχομένως φιλοσοφικό. Πως μπορείς να μπολιάσεις κάτι με δημοκρατία, όταν από την φύση του είναι ιεραρχικό; Η σχέση σεμπάι-κοχάι είναι αναπόσπαστο τμήμα των μπούντο τεχνικά, διδακτικά και οργανωτικά, άρα διέπει ολόκληρο το "είναι" τους! 

Πως μπορείς να βάλεις τα προϊόντα του αρχαιοελληνικού (αντα-)αγωνιστικού πνεύματος (φιλοσοφία και Ολυμπιακή Ιδέα) σε κάτι που παραδοσιακά λειτουργεί σε διαφορετική διανοητική συχνότητα, και να περιμένεις αυτό να συνεχίσει να παράγει τα δικά του αποτελέσματα όσον αφορά την διάπλαση του ανθρώπινου χαρακτήρα; Αφού ουσιαστικά του αλλάζεις το περιεχόμενο και την ουσία!


Εδώ μια υποσημείωση: Η απάντηση στο ερώτημα τι κάνουν η IAF του αϊκίντο ή η FIK του κέντο σε παγκόσμια αθλητικά σώματα, ή τι δουλεία έχουν το τζούντο και το καράτε στους Ολυμπιακούς αγώνες είναι απλή: 1) προάγουν την Ιαπωνία και τα συστήματα σε ένα διεθνές κοινό, και 2) υπεραμύνονται της θέσης τους και της “σωστής” διατήρησης των τεχνών τους, έναντι ανταγωνιστικών παγκόσμιων ομοσπονδιών αϊκίντο, κέντο, τζούντο, καράτε που θέλουν να νομιμοποιηθούν και να πάρουν τα παγκόσμια ηνία των συστημάτων αυτών. 


Θα μπορούσες να το πεις και αναγκαίο κακό ή αποτέλεσμα της διεθνοποίησης του μπούντο. Όμως και πάλι το θέμα είναι πολύ βαθύτερο, στον τρόπο σκέψης. Για την φιλοσοφία, ως βάση του τρόπου που αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα στην Δύση, υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές και εξειδίκευση. Έτσι “'ή είσαι ή δεν είσαι άθλημα”, με την δυτική έννοια. Εάν δεν είσαι, τι κάνεις στην ΔΟΕ, στην SportAccord ή στην AIMS; Για τον Ιαπωνικό τρόπο σκέψης, ως πιο ολιστικός, δεν υπάρχουν τέτοιοι ρητοί διαχωρισμοί. Tα μπούντο δεν είναι αθλήματα με την δυτική αντίληψη, αλλά είναι physical culture (φυσικό-πνευματική “αγωγή”/κουλτούρα) κατά το ιαπωνικό πρότυπo, άρα ναι μπορούν χωρίς κανέναν ιδεολογικό παράδοξο για τους Ιάπωνες, να είναι μέλη σε αυτά τα διεθνή αθλητικά σώματα.    

 

Και τα μπούντο και τα δυτικά αθλήματα πλάθουν χαρακτήρα, αλλά διαφορετικό “καλό” χαρακτήρα. Όπως διαφορετικό “καλό” χαρακτήρα πλάθει ο δυτικός από τον ανατολικό τρόπο σκέψης, για τα οποία μιλάμε τόσην ώρα. Και βέβαια, πάντα με την προϋπόθεση τι θεωρεί “καλό” χαρακτήρα η κάθε κουλτούρα, ανάλογα με την “φιλοσοφία” της, η οποία πηγάζει από τις ανάγκες της (Μέχρι και σήμερα, οι Έλληνες βάζουν ψηλά την ελευθερία, ενώ οι Ιάπωνες, μέχρι και σήμερα, αξιολογούν ως ένα από τα πιο ύψιστα αγαθά την αρμονία/τάξη της ιεραρχίας.) 


Στα πολύ πεταχτά, στην ελληνορωμαϊκή πάλη ή στην πυγμαχία χάνω ή κερδίζω έναν αγώνα ή ένα μετάλλιο. Αυτό έχει να κάνει με την αρχαιοελληνική αριστεία, που είναι πολύ σπουδαίο πράγμα. Η αρετή και η αριστεία έχουν κοινή ρίζα και κατά Liddell & Scott έχουμε την αριστεία -με οξεία: η υπεροχή, υπεροχή εν ανδρεία και μεγαλοψυχία, γενναιότης, και την αριστεία -με περισπωμένη: το βραβείον του αρίστου και γενναιοτάτου, η αμοιβή επί γενναιότητι και ανδρεία.


Στα μπούντο, από την άλλη μεριά, λόγω της όποιας, αλλά αδιαμφισβήτητα κάποιας, συνέχειας τους μέσα στους αιώνες και λόγω του διαφορετικού τρόπου σκέψης δεν χάνω ή κερδίζω. Δεν είναι το θέμα η αριστεία, αλλά η ζωή ή ο θάνατος -πεθαίνω ή ζω. Τώρα πόσο ίδια είναι αυτά τα δύο;

Αυτή η έστω διανοητική, εικονική, επαφή με τον θάνατο, θέτει τις βάσεις για μια εντελώς διαφορετική σκέψη και την διάπλαση ενός εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα. Άλλωστε είπαμε ότι, η βάση της ελληνικής φιλοσοφίας ήταν το ευ ζην, ενώ του ιαπωνικού στοχασμού η ανοχή.


Βέβαια, εδώ τίθεται ένα θέμα που αφορά και τα μπούντο και τα δυτικά αθλήματα. Μπορεί στ’ αλήθεια η άσκηση σε ένα άθλημα ή σε ένα μπούντο να μας κάνει καλύτερους ανθρώπους από μόνη της; Βάση της δυτικής φιλοσοφίας κύριο ρόλο παίζουν οι άνθρωποι (γονείς, δάσκαλοι, φίλοι κτλ.), ενώ στον Ιαπωνικό τρόπο αντίληψης, στα μπούντο, ως ολιστικές πειθαρχίες, ο δάσκαλος, η άσκηση και ο μαθητής παίζουν λίγο ως πολύ ισότιμο ρόλο και λειτουργούν ως σύνολο. 

Αν και ο παραδοσιακός ιαπωνικός τρόπος σκέψης, μάλλον αδικεί τα δυτικά αθλήματα, τα οποία θεωρεί ως μόνο φυσικές/υλιστικές δραστηριότητες, η αλήθεια είναι ότι τα μπούντο δομικά (κατασκευαστικά) διαθέτουν πιο ρητά συστηματοποιημένες φυσικό-πνευματικές διδαχές, ευδιάκριτες στην τεχνική. Και αυτό έχει να κάνει πάλι με τις διαφορές στον τρόπο αντίληψης μεταξύ του ευ ζην και της ανοχής στις δυσκολίες. Ωστόσο και για τους Ιάπωνες ο δάσκαλος με ελλείψεις σε παιδεία, μόρφωση, χαρακτήρα κτλ., χαλάει το τρίπτυχο του εκπαιδευτή - άσκηση - μαθητή.  


Αυτά! Δεν ξέρω κατά πόσο έγινα σαφής, παρά τις αναπόφευκτες γενικεύσεις μου, ωστόσο θα σε ξανά ρωτήσω: τι εννοείς με το “φιλοσοφία του μπούντο”;... Όχι με την έννοια ποιο είναι το αδιαμφισβήτητο πνεύμα του ή το διανοητικό του βάθος, αλλά με την έννοια της τέχνης της φιλοσοφίας αυτής καθ’ αυτής και αυτών που παράγει. Και εν τέλη πιστεύοντας  ότι τα μπούντο έχουν φιλοσοφία, μήπως περιμένεις από αυτά, πράγματα, τα οποία δεν ανήκουν στον κόσμο τους και απορρίπτεις υπέροχες αλήθειες που ανήκουν μόνο σε αυτόν;


————————

Προκαταρκτικές εργασίες:


Η άνοδος των Σαμουράι


Η πολεμική κουλτούρα των αρχαίων Ελλήνων


———————-

Ενδεικτικές πηγές:


A Critical History of Greek Philosophy | W. T. Stace


A History of Philosophy, Vol. 1: Greece and Rome From the Pre-Socratics to Plotinus | Frederick Copleston


A New History of Shinto | John Breen and Mark Teeuwen


A World History of Ancient Political Thought: Its Significance and Consequences | Antony Black


An Introduction to Chinese Philosophy: From Ancient Philosophy to Chinese Buddhism | JeeLoo Liu


Inventing the Way of the Samurai: Nationalism, Internationalism, and Bushido in Modern Japan | Oleg Benesch


Japan 1941: Countdown to Infamy | Eri Hotta


Japanese Philosophy: A Sourcebook | John C. Maraldo , Thomas P. Kasulis


Japanese and Continental Philosophy: Conversations with the Kyoto School | Bret W. Davis  (Editor), Brian Schroeder  (Editor), Jason M. Wirth (Editor)


Kendo: Culture of the Sword | Alexander C. Bennett


Meet the Philosophers of Ancient Greece: Everything You Always Wanted to Know About Ancient Greek Philosophy But Didn't Know Who to Ask | Patricia F. O'Grady


Nippon Budokan: The Definition of Budo https://www.nipponbudokan.or.jp/english/teigi_eng


Prophet Motive: Deguchi Onisaburō, Oomoto, and the Rise of New Religions in Imperial Japan | Nancy K. Stalker


Pyrrhonism: How the Ancient Greeks Reinvented Buddhism | Adrian Kuzminski


Shinto: A History | Helen Hardacre


The Oxford Dictionary of Philosophy (Oxford Quick Reference) 3rd Edition | Simon Blackburn


The Oxford Handbook of Japanese Philosophy | Introduction: What Is Japanese Philosophy? | Bret W. Davis


The Primacy of the Political: A History of Political Thought from the Greeks to the French and American Revolutions | Dick Howard


The Shape of Ancient Thought: Comparative studies in Greek and Indian Philosophies | Thomas McEvilley 


What Is Ancient Philosophy? | Pierre Hadot and Michael Chase


What is Japanese about Japanese Philosophy? | Rein Raud


Introduction To Philosophy: An Online Textbook | Philip A. Pecorino, Ph.D. Professor of Philosophy https://www.qcc.cuny.edu/socialsciences/ppecorino/INTRO_TEXT/default.htm


Τι είναι Φιλοσοφία; | Παναγιώτης Αποστολόπουλος Πέρρος

https://www.perros.com.gr/article.php?id=246&category_id=107