ΑΪΚΙΝΤΟ

Το Αϊκίντο (合気道), "η Ατραπός (Ντο) της αρμονίας (Αϊ) με το Κι", είναι ένα σύγχρονο μπούντο, το οποίο δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα από τον Ο-Σενσέι (Μεγάλος Δάσκαλος) Μοριχέι Ουεσίμπα (1883-1969). Ο Ουεσίμπα είχε βαθιά γνώση των πολεμικών τεχνών και της φιλοσοφίας και μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τέχνη έγινε μια από τις πιο δημοφιλείς πολεμικές τέχνες στον κόσμο, υπό την ηγεσία του γιου του, του δεύτερου Αϊκίντο Ντόσου, Ουεσίμπα Κισομάρου (1921-1999). Σήμερα, ο τρίτος Ντόσου, Ουεσίμπα Μοριτέρου (γεν. 1951), ο εγγονός του Ιδρυτή, είναι ο ηγέτης της Παγκόσμιας Έδρας του Αϊκίντο (Αϊκικάι Χόμπου) στο Τόκιο, καθώς και της κοινότητας του Αϊκίντο σε ολόκληρο το κόσμο.

Το Αϊκίντο χρησιμοποιεί τις μεθόδους εκπαίδευσης των παραδοσιακών ιαπωνικών πολεμικών τεχνών στα πλαίσια της σύγχρονης κοινωνίας, και υπογραμμίζει την πνευματική ανάπτυξη. Το Αϊκίντο δεν είναι άθλημα και ως εκ τούτου, δεν έχει αγώνες. Αναπτύσσει πραγματική δύναμη με τη σφυρηλάτηση του μυαλού και του σώματος. Οι τεχνικές του βασίζονται σε φυσικές κινήσεις, χωρίς αδικαιολόγητη πίεση στο σώμα και έτσι άνδρες, γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι μπορούν να ασκηθούν σε αυτό. Η φυσική κατάσταση και η δύναμη βελτιώνονται μέσω της ευελιξίας. Το κι - μια έννοια η οποία γίνεται κατανοητή μέσω της ειλικρινούς και επίμονης άσκησης- κατέχει κεντρικό ρόλο στο Αϊκίντο. Το κι και η δύναμη της αναπνοής (κόκιου-ριόκου) είναι αδιαίρετα και η ίδια η ύπαρξη της τέχνης, καθώς οι κινήσεις επικεντρώνονται στο κέντρο του ανθρώπινου σώματος (σέικαν τάντεν).

Το αϊκίντο αποτελείται απο τεχνικές ακινητοποιήσεων και ρίψεων, οι οποίες εφαρμόζονται ενάντια σε επιθέσεις κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων και ένοπλων επιθέσεων (με μαχαίρι, ξίφος και ραβδί). Οι τεχνικές του εκμεταλλεύονται τη δύναμη και τη φορά της επίθεσης, χωρίς να την διακόπτουν ή να την αντικρούουν. Η επίθεση αποφεύγεται με την κίνηση του σώματος και η ορμή της επίθεσης ανά-κατευθύνεται. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται όχι μόνο στη διαχείριση των τεχνικών, αλλά και στο πνεύμα αρμονίας και ανθρωπισμού κατά την εφαρμογή αυτών, κάτι που παίρνει πολλά χρόνια για να φτάσει σε υψηλό επίπεδο.

Ο Μοριχέι Ουεσίμπα, γιος του Γιορόκου Ουεσίμπα (1844-1920) και της Γιούκι Ιτογκάουα (1850-1922), γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 1883 στο Τανάμπε της Επαρχίας Ουακαγιάμα. Η ιστορία της ευρύτερης περιοχής του Κουμάνο φτάνει έως τις προϊστορικές εποχές και ο θρησκευτικός της ρόλος προηγείται του ρόλου που έπαιξαν τα υπόλοιπα θρησκευτικά κινήματα στην διαμόρφωση της Ιαπωνικής κοινωνίας και κουλτούρας. Εκεί οι θρησκευτικές λατρείες διαμόρφωσαν ένα μοναδικό μείγμα που κάνουν το Κουμάνο να θεωρείται έως και σήμερα τόπος ίασης. Ο ίδιος ο Μοριχέι επαναλάμβανε συχνά «Θα είμαι πάντα γιος του Κουμάνο».

Οι γονείς του Μοριχέι πρέπει να παντρεύτηκαν στα τέλη του 1860 και εκτός απο τον Μοριχέι απέκτησαν και άλλες τέσσερις κόρες. Ο Γιορόκου ήταν εύπορος γαιοκτήμονας και μέλος της τοπικής πολιτικής σκηνής από το 1892 έως το 1910. Χωρίς ιδιαίτερη ακαδημαϊκή μόρφωση, ο πατέρας του Μοριχέι είχε τη φήμη δυνατού άνδρα και θιασώτη των πολεμικών τεχνών.

Από την άλλη μεριά η Γιούκι ήταν θρησκευόμενη. Όταν ήταν έγκυος στον Μοριχέι είχε μια σειρά ενορατικών ονείρων, πράγμα που έκανε να λέγεται για τον γιο της, μετά την γέννηση του ότι «Αυτό το παιδί είναι δώρο των θεών του Κουμάνο». Και ο ίδιος ο Μοριχέι απο μικρή ηλικία, είχε βαθιά πίστη και επιδείκνυε ασυνήθιστη διαίσθηση.

Και οι δύο γονείς του προέρχονταν από οικογένειες με παράδοση στις πολεμικές τέχνες, ωστόσο ως παιδί ο Μοριχέι ήταν σωματικά αδύναμος. Ήταν όμως έξυπνος και είχε κλίση στα μαθηματικά. Παράλληλα με την σχολική του μόρφωση, ξεκίνησε η σωματική του αγωγή με πάλη, κολύμβηση και ψάρεμα με λόγχη.

Σε ηλικία δεκαεννέα ετών ο Μοριχέι αναζήτησε την τύχη του ως έμπορος στο Τόκιο, όπου αφού εργάστηκε για κάποιο χρονικό διάστημα στην επιχείρηση κάποιων συγγενών, ξεκίνησε τη δική του επιχειρηματική δραστηριότητα με ένα κατάστημα χαρτικών υπό την επωνυμία Ουεσίμπα Σοκάι. Ωστόσο, τον επόμενο χρόνο ασθένησε απο Μπέρι-μπέρι και αφού μεταβίβασε την επιχείρηση του στους υπαλλήλους του, επέστρεψε στο Τανάμπε.

Κατά την σύντομη διαμονή του στο Τόκιο, ο Μοριχέι εκτέθηκε για πρώτη φορά στις κλασσικές ιαπωνικές πολεμικές τέχνες, αφού για μικρό χρονικό διάστημα ασκήθηκε στην κλασσική σχολή της Τένσιν Σιν’γιο-ρίου στο ντότζο του Τοκουσαμπούρο Τοζάουα (1848-1912).

Στο Τανάμπε ο Μοριχέι ανέκαμψε απο την ασθένεια του και παντρεύτηκε την Χάτσου Ιτογκάουα (1881-1969), η οποία είχε μακρινή συγγένεια με ένα παρακλάδι της περίφημης φατρίας των Τακέντα. Ο Μοριχέι και η Χάτσου γνωρίζονταν από τότε που ήταν παιδιά, καθώς ήταν μακρινοί συγγενείς.

Την ίδια χρονιά, στα 1903, ο Μοριχέι κατατάχθηκε στο στρατό και υπηρέτησε στο 37οΣύνταγμα που στάθμευε στην Οσάκα. Γρήγορα προσέλκυσε το ενδιαφέρον των ανωτέρων του χάρη στην ξεχωριστή του δύναμη και αντοχή. Ταυτόχρονα με την στρατιωτική του εκπαίδευση- η οποία περιελάμβανε τζούκεντζουτσου (τεχνικές με ξιφολόγχη)- τις ημέρες των αδειών του μελετούσε κλασσικές πολεμικές τέχνες, ενώ παράλληλα συνέχιζε και τις θρησκευτικές του ασκήσεις. Κάποια στιγμή εκείνη την περίοδο, ο Μοριχέι γράφτηκε επίσημα στην διάσημη σχολή του Μασακάτσου Νακάι (1891-1908), όπου και έλαβε την πρώτη του συστηματική εκπαίδευση στις κλασσικές πολεμικές τέχνες και η οποία περιελάμβανε άοπλες τεχνικές, τεχνικές ξίφους, ραβδιού, λόγχης ακόμα και παλαιές τεχνικές με πανοπλίες. Ο Μοριχέι συνέχισε την μελέτη του υπό τον Νακάι και μετά την απόλυση του απο τον στρατό το 1906.

Ωστόσο κατά τη θητεία του στο στρατό, ξέσπασε ο Ρώσο-Ιαπωνικός πόλεμος (1904-1905) και ο Μοριχέι στάλθηκε να υπηρετήσει στην Ματζουρία. Στο στρατό κέρδισε τον τίτλο του «βασιλιά των στρατιωτών», λόγω των ικανοτήτων του στην ξιφολόγχη και του ακέραιου χαρακτήρα του. Παρ’ ταύτα αργότερα απέρριψε την επιλογή που του πρόσφεραν οι ανώτεροι του να ακολουθήσει στρατιωτική καριέρα, φοιτώντας στην διάσημη σχολή αξιωματικών της Ακαδημίας Τογιάμα και έτσι μετά την απόλυση του προτίμησε να επιστρέψει στη γενέτειρα του και να εργαστεί στο οικογενειακό αγρόκτημα.

Εκείνη την εποχή στην Ιαπωνία συνέβαιναν τεράστιες αλλαγές και ο Μοριχέι υπό την επιρροή του εκκεντρικού λόγιου Κουμαγκούσου Μινακάτα (1867-1941) ενεπλάκει σε διάφορα κινήματα διαμαρτυρίας ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης. Βλέποντας τον γιο του προβληματισμένο και ανήσυχο, ο Γιορόκου κατασκεύασε ένα ντότζο στο οικογενειακό τους αγρόκτημα και προσκάλεσε έναν εκπαιδευτή Τζούντο, τον Κιγιόσι Τακάκι (1894-1972) να διδάξει, ελπίζοντας να διοχετεύσει την νευρικότητα του γιου του σε μια παραγωγική δραστηριότητα.

Ακολουθώντας το σχέδιο ανάπτυξης της απομακρυσμένης νήσου Χοκάιντο, το 1912 ο Μοριχέι οδήγησε πάνω απο ογδόντα κατοίκους του Τανάμπε στην άγονη περιοχή του Σιρατάκι. Οι συνθήκες εκεί ήταν αντίξοες και οι έποικοι έπρεπε να αντιμετωπίσουν τις σκληρές καιρικές συνθήκες, ενώ παράλληλα έπρεπε να οργανώσουν τη ζωή τους με υποδομές και να μετατρέψουν τα κακοτράχαλα εδάφη σε καλλιεργήσιμη γη. Χάρη στην άνοδο της υλοτομίας το Σιρατάκι, άρχισε να εξελίσσεται γρήγορα, ωστόσο το 1917 η πόλη καταστράφηκε ολοσχερώς απο μια πυρκαγιά και ο Μοριχέι ως εκλεγμένο μέλος του συμβουλίου της κοινότητας, ανέλαβε ηγετικό ρόλο στα έργα ανακατασκευής.

Τον Φεβρουάριο του 1915, ο Μοριχέι συνάντησε τον θρυλικό Σοκάκου Τακέντα (1859-1943), ο οποίος ήταν επικεφαλής του Ντάιτο Ρίου Τζουτζούτσου, σε ένα παραδοσιακό ιαπωνικό πανδοχείο της πόλης Ένγκαρου του Χοκάιντο. Έτσι παράλληλα με τις υποχρεώσεις του ως ηγέτης του Σιρατάκι, ο Μοριχέι άρχισε να ασκείται σκληρά. Η επαφή του με τον Δάσκαλο Τακέντα ήταν παροδική, ωστόσο κάθε συνεδρία προπόνησης ήταν πολύ απαιτητική. Ο Μοριχέι ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος και αφοσιωμένος και αργότερα, έλαβε απο τον δάσκαλο Τακέντα άδεια διδασκαλίας.

Σε όλη του τη ζωή, ο Μοριχέι πάντα απέδιδε στον Σοκάκου τον σεβασμό προς τον άνθρωπο που του άνοιξε τα μάτια στο αληθινό νόημα των πολεμικών τεχνών. Ωστόσο αυτό που έψαχνε ήταν κάτι πέρα απο θανατηφόρες τεχνικές και τη «νίκη με κάθε μέσο». Έψαχνε για κάτι βαθύτερο και πιο ανθρώπινο. Η επιθυμία του, εκείνη την εποχή, να μη μείνει στην απλή γνώση των πολεμικών τεχνικών, αλλά να εμβαθύνει στην ανθρώπινη πνευματικότητα, σήμανε την απαρχή της ανάπτυξης του Αϊκίντο.

Τον Νοέμβριο του 1919, ο Μοριχέι έλαβε ένα τηλεγράφημα που τον πληροφορούσε ότι ο πατέρας του ήταν στα τελευταία του. Αμέσως μεταβίβασε ολόκληρη την περιουσία του στον δάσκαλο του, Σοκάκου Τακέντα και εγκατέλειψε το Χοκάιντο για πάντα. Στο τραίνο της επιστροφής άκουσε απο τους άλλους επιβάτες να μιλούν για κάποιον δάσκαλο, τον ηγέτη της θρησκευτικής σέχτας Ομότο-κίο, ο οποίος είχε την φήμη θεραπευτή. Τότε βιαστικά ο Μοριχέι, παρέκαμψε και πήγε μέχρι το Αγιάμπε, κοντά στο Κιότο, με σκοπό να επισκεφθεί τον Θεραπευτή, έναν εκκεντρικό σαμάνο ονόματι Ονισαμπούρο Ντεγκούτσι (1871-1948), και να του ζητήσει να προσευχηθεί για τον πατέρα του. «Ο πατέρας σου είναι πολύ καλά εκεί που βρίσκεται» του απάντησε ο Ντεγκούτσι.

Ο Γιορόκου απεβίωσε το 1920 και ο Μοριχέι πέρασε μια νέα συναισθηματική κρίση. Ελκόμενος από τις διδαχές του Ντεγκούτσι, αποφάσισε να επιστρέψει με την οικογένεια του και να ζήσει στο αρχηγείο της Ομότο. Εκεί με την παρότρυνση του Ονισαμπούρο ξεκίνησε να διδάσκει πολεμικές τέχνες σε ένα ντότζο, το Ουεσίμπα Τζούκου(Ακαδημία Ουεσίμπα), που κατασκευάστηκε στις εγκαταστάσεις της σέχτας, σηματοδοτώντας την επίσημη έναρξη της καριέρας του, ως εκπαιδευτή πολεμικών τεχνών. 

Περίπου απο το 1922, Ο Μοριχέι άρχισε να αποκαλεί την τέχνη του Αϊκι Μπουτζούτσου, υιοθετώντας το όρο Αϊκι με την έννοια της αρμονίας μεταξύ του εαυτού και των άλλων. Ωστόσο χρησιμοποιούνταν και άλλα ονόματα για το στυλ του Μοριχέι όπως το Ουεσίμπα-ρίου Αϊκι-Μπουτζούτσου. Ο όρος Αϊκι μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορες παλαιές ιαπωνικές μαχητικές παραδόσεις, ωστόσο ο Μοριχέι Ουεσίμπα ανανέωσε το νόημα του Αϊκι και το άλλαξε. Ως εκ τούτου παρέμεινε στην παγκόσμια ιστορία των πολεμικών τεχνών ως ο μόνος Αυθέντης (Μάστερ) του Αϊκι.

Το 1924, ο Μοριχέι μαζί με μια ομάδα άλλων ατόμων, συνόδευσε τον Ονισαμπούρο Ντεγκούτσι σε ένα ταξίδι που ονομάστηκε Η Μεγάλη Περιπέτεια της Μογγολίας. Επρόκειτο για μια θρησκευτική αναζήτηση στις ερημιές της Μογγολίας με στόχο την εύρεση ενός άγιου τόπου, όπου ο Ονισαμπούρο θα ίδρυε ένα νέο παγκόσμιο βασίλειο, πάνω σε θρησκευτικές βάσεις. Όμως φτάνοντας στην περιοχή, ο Ονισαμπούρο ενεπλάκη στα τοπικά πολιτικά με αποτέλεσμα τη σύλληψη τους, τη καταδίκη τους σε θάνατο, την διάσωση τους απο τις ιαπωνικές αρχές την ύστατη στιγμή και τον επαναπατρισμό τους.

Η περιπέτεια στην Μογγολία άλλαξε τον Μοριχέι, ο οποίος επέστρεψε στη διδασκαλία και στην άσκηση των πολεμικών τεχνών, σχετίζοντας αυτή τη δραστηριότητα με την καλλιέργεια της γης, μια σχέση που υποστήριξε σε όλη του τη ζωή. Επιπλέον ανέπτυξε ένα μοναδικό τρόπο προσωπικής άσκησης στις πολεμικές τεχνικές.

Έτσι το 1925 συνέβη ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Ο Μοριχέι αντιμετώπισε την πρόκληση ενός ξιφομάχου, στρατιωτικού της Ναυτικής Ακαδημίας. Κατά την συμπλοκή, ο Μοριχέι αντιλαμβανόταν κάθε επίθεση του ξύλινου ξίφους ως ακτίδα φωτός και έτσι απέφευγε εύκολα κάθε κόψιμο του ξιφομάχου. Αφού ο ξιφομάχος υποχώρησε δεχόμενος ολοκληρωτική ήττα, ο Μοριχέι είχε μια μυστηριώδη εμπειρία φώτισης. Ένιωσε να περιβάλλεται από ένα νέφος από χρυσό φως, που κατέβαινε από τον ουρανό και ανάβλυζε από τη γη. Ο Μοριχέι αισθάνθηκε να μεταμορφώνεται σε χρυσό ον, ένα με το σύμπαν.
«Φωτίστηκα μονομιάς. Δεν χρειαζόταν πλέον να διαφιλονικώ για τη νίκη. Αντιλήφθηκα ότι η αγάπη αγκαλιάζει όλα τα πράγματα, αυτή η αγάπη που έδωσε σε όλα τα πράγματα ζωή. Για πρώτη φορά, κατάλαβα την ενότητα μεταξύ του πνεύματος, της καρδιά και του σώματος του εαυτού και των άλλων, και πώς να χρησιμοποιήσω αυτή τη λειτουργία για τη δημιουργία ενός νέου κόσμου. Η αληθινή νίκη είναι η νίκη επί του εαυτού. Το να κερδίζεις χωρίς μάχη, αυτός είναι ο αληθινός θρίαμβος, ένας θρίαμβος πάνω από τον εαυτό, μια στιγμιαία και γρήγορη νίκη, ένας θρίαμβος του πνεύματος σε αρμονία με τον εαυτό και τους άλλους, την ανθρωπότητα και το Θείο, ένα με το σύμπαν, και μια νίκη βασιζόμενη στην απεριόριστη αγάπη. Με άλλα λόγια, ξεπέρασα το ατομικό κομμάτι της νίκης και της ήττας και έφθασα στον τελικό θρίαμβο του Τακεμούσου (Δημιουργική και Ανδρείως Διαβίωσης). Αυτό είναι το επίπεδο του επιτεύγματος για το οποίο όλοι πρέπει να πασχίσουμε στο πολεμικό μας μονοπάτι.»
Αυτό το πνεύμα είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό και η ουσία του Αϊκίντο.

Το 1927, ο Μοριχέι αποδέχτηκε την πρόσκληση του σημαίνοντα Ναυάρχου, Ισάμου Τακεσίτα (1869-1949) να εγκατασταθεί και να διδάξει στο Τόκιο και έτσι η βάση του Μοριχέι μεταφέρθηκε στην πρωτεύουσα. Αρχικά στο Τόκιο, ο Μοριχέι δίδαξε σε διάφορα προσωρινά μέρη, ενώ κάποια στιγμή δέχθηκε την επίσκεψη του Τζίγκορο Κάνο (1860-1938), του Ιδρυτή του Τζούντο, ο οποίος παρακολουθώντας τον έμεινε πολύ εντυπωσιασμένος. Έτσι διάφοροι μαθητές του Ινστιτούτου Κόντοκαν προωθήθηκαν στην σχολή του Μοριχέι Ουεσίμπα για να μελετήσουν υπό αυτόν.

Το 1931, η σχολή του Μοριχέι, το Κόμπουκαν Ντότζο, χτίστηκε στην περιοχή Ουακαμάτσου του Τόκιο και οι δραστηριότητες του καλύφτηκαν υπό το νεοσυσταθέν Ίδρυμα Κόμπουκαι, το οποίο έλαβε επίσημη κρατική αναγνώριση το 1940. Τη πρώτη γενιά μαθητών του Κόμπουκαν αποτελούσαν κυρίως υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί, έμπειροι ασκούμενοι των πολεμικών τεχνών, αριστοκράτες, εύποροι επιχειρηματίες, και μέλη με διασυνδέσεις στην Ομότο-κίο, δεδομένου ότι ο Μοριχέι έδειχνε απροθυμία στο να διδάξει το ευρύ κοινό, αφού πάντα τον απασχολούσε η κακή χρήση των τεχνικών του.

Η σχολή του Μοριχέι απέκτησε τη φήμη του «ντότζο της κολάσεως», λόγω της σκληρής άσκησης, ενώ η δική του φήμη, ως δασκάλου, επεκτεινόταν συνεχώς. Γύρω στα 1931 ο Σοκάκου Τακέντα επισκέφτηκε το Κόμπουκαν, ωστόσο λόγω των υπερβολικών απαιτήσεων του, οι σχέσεις τους είχαν αρχίσει να ψυχραίνονται. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του '30, ο Μοριχέι Ουεσίμπα είχε γίνει πολύ δημοφιλής, διδάσκοντας όχι μόνο στο Κόμπουκαν Ντότζο, αλλά και σε άλλες τοποθεσίες.

Το 1939 προσκλήθηκε στην Ματζουρία, όπου και συμμετείχε σε μια δημόσια επίδειξη πολεμικών τεχνών στην οποία αντιμετώπισε και ακινητοποίησε στο έδαφος με το ένα δάκτυλο έναν πρώην παλαιστή του σούμο. Οι επισκέψεις του στην Κίνα και στην Ματζουρία συνεχίστηκαν και αφού η Ιαπωνία ενεπλάκη στον Πόλεμο του Ειρηνικού (Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο).

Το 1942 το όνομα Αϊκίντο υιοθέτησε επίσημα, ενώ ο Μοριχέι επέλεξε να μετακομίσει με την σύζυγό του στην Ιουάμα της Νομαρχίας Ιμπαράκι, αφήνοντας επικεφαλής του Ντότζο στο Τόκιο τον γιο του Κισομάρου Ουεσίμπα. Στα 1943 το Τέμενος του Αϊκι χτίστηκε στην Ιουάμα της Νομαρχίας Ιμπαράκι και το 1945 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες του Ιμπαράκι Ντότζο.

Ο Κισομάρου έγινε επικεφαλής σε νεαρή ηλικία με τα λόγια του πατέρα του «Θα αφήσω πάνω σου την προώθηση του Αϊκίντο στην κοινωνία. Θέλω να αφιερώσω την υπόλοιπη ζωή μου στην περαιτέρω άσκηση.» Έτσι κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Κισομάρου έγινε υπεύθυνος για την οργάνωση και την προώθηση του Αϊκίντο, ενώ ο Μοριχέι, αφού ανέστειλε την διδασκαλία του στο Τόκιο, περνούσε τον καιρό του στην Ιουάμα τελειοποιώντας την τεχνική του και το πνεύμα του.

Ο ρόλος του Ντόσου Κισομάρου Ουεσίμπα (1921-1999) στην ιστορία του Αϊκίντο είναι πάρα πολύ σημαντικός για ολόκληρη την παγκόσμια κοινότητα του Αϊκίντο. Ο Κισομάρου γεννήθηκε στην έδρα της Ομότο, στο Αγιάμπε, στις 27 Ιουνίου του 1921. Το 1927, μετακόμισε με την οικογένεια του στο Τόκιο όπου και ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος της φοίτησης του. Έχοντας γεννηθεί μέσα στο περιβάλλον των πολεμικών τεχνών και έχοντας μεγαλώσει δίπλα στον Μοριχέι, συνόδευε τον πατέρα του στις διδακτικές του υποχρεώσεις ως βοηθός.

Το όραμα του Κισομάρου Ουεσίμπα ήταν να διαδώσει το Αϊκίντο, ιδιαίτερα τις πνευματικές πτυχές του, ως ένα κεντρικό κομμάτι της καθημερινής ζωής της νέας γενιάς της μεταπολεμικής Ιαπωνίας. Αυτή η γενιά θα ήταν η κυρίως υπεύθυνη για την ανασυγκρότηση της χώρας. Επιπλέον, ο Δεύτερος Ντόσου είχε την ισχυρή πεποίθηση ότι η ιαπωνική κουλτούρα είχε πολύτιμα πράγματα να προσφέρει στα άλλα έθνη, ιδίως σε εκείνα που είχαν κερδίσει τον πόλεμο. Αντιλήφθηκε τη δημιουργία του πατέρα του ως ένα εξαιρετικό κομμάτι του ιαπωνικού πολιτισμού και μια πολεμική τέχνη, η οποία δεν πρότεινε συγκρούσεις και διατηρούσε μια θετική στάση απέναντι στον αντίπαλο.

Όταν ο Ιδρυτής του Αϊκίντο αποσύρθηκε στην Ιουάμα, ανάθεσε στο γιο του Κισομάρου τη λειτουργία του Κόμπουκαν Ντότζο στο Τόκιο. Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, το Κόμποκαν Ντότζο ήταν σχεδόν άδειο από μαθητές και το ίδιο το κτίριο βρισκόταν σε κίνδυνο από τους βομβαρδισμούς που εξαπολυόταν στο Τόκιο απο τις δυτικές δυνάμεις. Φοιτητής ακόμα του Πανεπιστημίου Ουασέντα, ο Κισομάρου κατάφερε να σώσει το Χόμπου από τις πυρκαγιές και μετά το τέλος του πολέμου, επέτρεψε σε πολλούς άστεγους να εγκατασταθούν εκεί. Τότε, Ο Κισομάρου Ουεσίμπα μοίραζε το χρόνο του ανάμεσα στο Τόκιο και στην Ιουάμα, όπου είχε μεταφερθεί η διοίκηση του Αϊκίντο. Αποφοίτησε από τη Σχολή Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστήμιου Ουασέντα το 1946.

Ήταν το 1947 όταν το Ίδρυμα Κόμπουκαι διαλύθηκε και στη θέση του ιδρύθηκε το Ίδρυμα Αϊκικάι, λαμβάνοντας επίσημη έγκριση το 1948. Το Ίδρυμα Αϊκικάι είναι ο μητρικός οργανισμός του Αϊκίντο και η γνήσια οργάνωση του Ιδρυτή. Το 1949 το καθημερινό πρόγραμμα του Χόμπου (αρχηγείο) ξανάρχισε, οργανωμένο από τον Κισομάρου. Κατά τις αρχές της δεκαετία του '50 ο Κισομάρου Ουεσίμπα με την οικογένεια του και έχοντας αρκετούς οικότροφους μαθητές να φροντίσει, προσλήφθηκε σε μια εταιρεία με εργασία πλήρους απασχόλησης, ενώ το πρωί και το βράδυ, δίδασκε Αϊκίντο. Παραιτήθηκε από τη δουλειά του το 1955, ώστε να συγκεντρωθεί πλήρως στην ανάπτυξη του Αϊκίντο.

Έτσι άρχισε να διαδίδεται το Αϊκίντο στα Πανεπιστήμια, στις δυνάμεις πολιτοφυλακής και στο εξωτερικό, ενώ ο Μοριχέι άρχισε να ταξιδεύει ξανά σε ολόκληρη την Ιαπωνία, διδάσκοντας και δίνοντας διαλέξεις. Ταυτόχρονα άρχισαν να διοργανώνονται επιδείξεις Αϊκίντο σε διάφορα μέρη της χώρας, με μια απο τις πιο γνωστές να λαμβάνει χώρα το 1956, στην ταράτσα του πολυκαταστήματος Τακασιμάγια στο Νιχομπάσι του Τόκιο. Ωστόσο το 1960 το Ίδρυμα Αϊκικάι επιχορήγησε την πρώτη ανοικτή επίδειξη για το ευρύ κοινό, η οποία καθιερώθηκε και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα ως η ετήσια Παν-ιαπωνική Επίδειξη Αϊκίντο με χιλιάδες συμμετέχοντες και θεατές απο ολόκληρο τον κόσμο και με τα μεγάλα μίντια να την καλύπτουν. Έτσι το Αϊκίντο άρχισε να γίνεται γνωστό και να εδραιώνεται.

Το 1961 ο Μοριχέι προσκλήθηκε στη Χαβάη για να διδάξει κατά την τελετή έναρξης του κεντρικού ντότζο της Χονολουλού. Ήταν επίσης κατά τη διάρκεια του 1961, όταν ιδρύθηκε η Παν-ιαπωνική Ομοσπονδία Φοιτητών Αϊκίντο. Το 1968, το παλιό ξύλινο Χόμπου Ντότζο αντικαταστάθηκε από ένα νέο πενταώροφο κτίριο και τον Ιανουάριο του 1969, O Μοριχέι Ουεσίμπα έδωσε την τελευταία του επίδειξη κατά τη γιορτή του Κάγκαμι Μπιράκι (παραδοσιακή Ιαπωνική γιορτή για την αρχή του νέου έτους).

Ο Ιδρυτής του Αϊκίντο, Ο-Σενσέι (Μεγάλος Διδάσκαλος, τίτλος που έχει καθιερωθεί να χρησιμοποιείται μόνο για τον Ιδρυτή) Μοριχέι Ουεσίμπα απεβίωσε στις 26 Απριλίου του 1969. Ο τάφος του βρίσκεται στο ναό Κοζάντζι του Τανάμπε, ενώ τούφες απο τα μαλλιά του τοποθετήθηκαν στο Τέμενος του Αϊκί στην Ιουάμα, στον οικογενειακό τάφο των Ουεσίμπα στο Αγιάμπε και στον Μεγάλο Ναό του Κουμάνο.

Το όραμα του Ο-Σένσεϊ για το Αϊκίντο ως μια ατραπός ειρήνης και αγάπης χαίρει της αναγνώρισης και της εκτίμησης παγκοσμίως. Μετά τον θάνατο του Μοριχέι, ο Κισομάρου Ουεσίμπα διορίστηκε ομόφωνα απο το Αϊκικάι ως ο Δεύτερος Αϊκίντο Ντόσου και συνέχισε το έργο του για την προώθηση του Αϊκίντο στην Ιαπωνία και στο εξωτερικό.

Το Νοέμβριο του 1975, σε μια συνάντηση που έλαβε χώρα στην Μαδρίτη της Ισπανίας, τέθηκαν οι βάσεις για την ίδρυση μιας διεθνούς οργάνωσης Αϊκίντο. Έτσι το 1976, ιδρύθηκε η Διεθνής Ομοσπονδία Αϊκίντο (IAF), ενώ την ίδια χρονιά ιδρύθηκε και ο Παν-Ιαπωνικός Σύνδεσμος Αϊκίντο, κάνοντας το 1976 μια χρονιά ορόσημο για την καθιέρωση της τέχνης διεθνώς.

Ο Δεύτερος Ντόσου, όπως και ο Ο-Σένσεϊ, έλαβε διάφορα μετάλλια και βραβεία από τον Αυτοκρατορικό Οίκο, το ιαπωνικό κράτος και ιδρύματα από όλο τον κόσμο. Ο Ντόσου Κισομάρου Ουεσίμπα απεβίωσε στις 4 Ιανουαρίου του 1999. Μετά τον θάνατό του, του απονεμήθηκε απο τον Πρωθυπουργό της Ιαπωνίας ένα ειδικό δίπλωμα εις αναγνώριση του έργου του.

Καθ όλη την ιστορία της τέχνης, διαφορετικά άτομα έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη και τη διάδοση του Αϊκίντο στην Ιαπωνία και στο εξωτερικό, ωστόσο ο Ντόσου Κισομάρου Ουεσίμπα ηγήθηκε της θεωρητικοποίησης, της διαρθρωτικής οργάνωσης και της διάδοσης της διδασκαλίας του Ο-Σένσεϊ.

Ο Μοριτέρου Ουεσίμπα, γιος του Κισομάρου Ουεσίμπα και εγγονός του Ιδρυτή διαδέχθηκε τον πατέρα του, έγινε ο ηγέτης του Αϊκίντο παγκοσμίως, αφού ανέλαβε τη θέση του Τρίτου Αϊκίντο Ντόσου. Ο σημερινός Ντόσου γεννήθηκε το 1951 και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον όπου το Αϊκίντο βρισκόταν παντού. Σαν παιδί, συνήθιζε να περνά χρόνο με την οικογένειά του και τους οικότροφους μαθητές, ενώ άρχισε να συμμετέχει στα μαθήματα του Αϊκίντο απο όταν ήταν 6 ετών, μαζί με όλους τους άλλους μαθητές του Χόμπου. Δεδομένου ότι δεν υπάρχουν οποιεσδήποτε μυστικές διδασκαλίες στο Αϊκίντο που να μεταδίδονται από Ντόσου σε Ντόσου, ο ίδιος ποτέ δεν είχε κανένα ειδικό ή ιδιωτικό μάθημα από τον Ο-Σένσεϊ ή τον πατέρας του. Και απο τους δύο δέχθηκε τη σημαντικότερη επιρροή, ενώ ήταν 18 ετών, όταν ο Ο-Σένσεϊ απεβίωσε.

Αρχίζοντας με τις γυναικείες τάξεις στο Χόμπου, ο Ντόσου ξεκίνησε να διδάσκει Αϊκίντο στα 1974 και το 1975 ταξίδεψε στο εξωτερικό για πρώτη φορά, συνοδεύοντας τον πατέρα του στην Ευρώπη. Το 1976, αποφοίτησε από την Σχολή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Meiji Gakuin.

Ήταν γύρω στα 1979, όταν ο πατέρας του, Κισομάρου, αρρώστησε για κάποιο χρονικό διάστημα, και ο Ουεσίμπα Μοριτέρου άρχισε να διδάσκει με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον του ως ο επόμενος Αϊκίντο Ντόσου. Το 1980, ταξίδεψε στις ΗΠΑ και το 1996, έγινε Γενικός Διευθυντής του Χόμπου και Πρόεδρος του Ιδρύματος Αϊκικάι. Ανέλαβε τον τίτλο του Αϊκίντο Ντόσου το 1999, μετά τον θάνατο του πατέρα του και την ίδια χρονιά έγινε αέναος πρόεδρος της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αϊκίντο. Το 2012 βραβεύθηκε με το Μετάλλιο της Τιμής απο το Πανεπιστημιακό Ίδρυμα του Πολυτεχνείου της Βαλένθια και το 2013 έλαβε το Παράσημο της Μπλε Κορδέλας απο τον Αυτοκράτορα της Ιαπωνίας και το Ιαπωνικό κράτος.   

Το 1981 γεννήθηκε ο γιος του σημερινού Ντόσου, Μιτσουτέρου Ουεσίμπα. Ο Μιτσουτέρου Ουεσίμπα, Ουάκα-Σενσέι (Νεαρός Διδάσκαλος- όρος που ξεκίνησε να χρησιμοποιείται για να ξεχωρίζεται ο Ντόσου Κισομάρου απο τον μελλοντικό Ντόσου Μοριτέρου) είναι ο Αναπληρωτής Επικεφαλής της Παγκόσμιας Έδρα του Αϊκίντο. Ο Ουάκα-Σενσέι ταξιδεύει πολύ συχνά στο εξωτερικό και διδάσκει, ενώ ακολουθεί ένα πολύ έντονο πρόγραμμα άσκησης. Το 2013 ήταν ο Πρέσβης του Αϊκίντο στα SportAccord World Combat Games της Αγίας Πετρούπολης.  Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ουάκα-Σενσέι αναμένεται να διαδεχθεί τον πατέρα του και να γίνει ο Τέταρτος Αϊκίντο Ντόσου. Ο Μιτσουτέρου Ουεσίμπα διορίστηκε Χόμπου Ντότζο-τσο (επικεφαλής του Χόμπου Ντότζο) την 1η Απριλίου 2015.

Το 2002, ιδρύεται η Παν-ιαπωνική Ομοσπονδία Αϊκίντο στις 25 Μαϊου και τον Αύγουστο λαμβάνει χώρα η Παν-ιαπωνική Επίδειξη Αϊκίντο Γυμνασίων στο Τόκιο Μπούντοκαν.

Τον Απρίλιο του 2012, το Ίδρυμα Αϊκικάι καταγράφεται ως κοινωφελές ίδρυμα δημοσίου συμφέροντος.

Το αϊκίντο εισήχθη στην Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας '70 από τον αείμνηστο Κώστα Πολίτη, ο οποίος ίδρυσε τη πρώτη σχολή αϊκίντο, το Athens Aikido Hombu Dojo, στην Αθήνα γύρω στα 1976. Την ίδια περίπου εποχή ιδρύθηκε η Ελληνική Ομοσπονδία Αϊκίντο, η οποία έγινε ένα από τα πρώτα μέλη της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αϊκίντο (IAF). Ο δάσκαλος Καζούο Τσίμπα ήταν ο πρώτος τεχνικός διευθυντής της οργάνωσης, τον οποίο στη συνέχεια διαδέχθηκε ο Μίνορου Κανέτσκα. Αργότερα, ο Κώστας Πολίτης έφυγε από την Ελλάδα και στα τέλη του '70 ιδρύθηκε η Λέσχη Αϊκίντο στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο της Αθήνας, η οποία λειτούργησε για κάποιο καιρό. Μετά απο κάποιο καιρό η Ελληνική Ομοσπονδία Αϊκίντο έπαυσε τις επίσημες δραστηριότητες της.

Από τότε, το αϊκίντο έχει αναπτυχθεί και διαδοθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Σήμερα διαφορετικές σχολές και οργανώσεις συνδέονται επίσημα ή έμμεσα με την Παγκόσμια Έδρα του Αϊκίντο στην Ιαπωνία (Χόμπου), ενώ διακεκριμένοι ξένοι εκπαιδευτές επισκέπτονται την Ελλάδα και διδάσκουν σε διεθνή σεμινάρια που διοργανώνουν ελληνικές σχολές και οργανώσεις αϊκίντο. Σε αυτούς συγκαταλέγονται και Ιάπωνες δάσκαλοι απεσταλμένοι του Χόμπου. Ταυτόχρονα εκπαιδευτές από την Ελλάδα προσκαλούνται στο εξωτερικό για να διδάξουν σε διεθνή σεμινάρια.

Ένα μεγάλο μέρος της ιστορίας του αϊκίντο στην Ελλάδα περιλαμβάνει το καθοριστικό ρόλο ημεδαπών και αλλοδαπών εκπαιδευτών, οι οποίοι αφού εκπαιδεύτηκαν στο εξωτερικό, εγκαταστάθηκαν στη χώρα, ιδρύοντας συλλόγους και οργανώσεις, διοργανώνοντας διεθνή σεμινάρια και διαδίδοντας την τέχνη στην ελληνική κοινωνία.
  
Το 2015 η Γενική Γραμματεία Αθλητισμού του Ελληνικού Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού αποφάσισε την υπαγωγή του Αϊκίντο στην Ελληνική Φίλαθλος Ερασιτεχνική Ομοσπονδία Ζίου Ζίτσου (ΕΦΕΟΖΖ).

Το 2016, στο 12ο Συνέδριο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Αϊκίντο (IAF) στο Τακασάκι της Ιαπωνίας, και μετά απο παύση κάποιων ετών, η Ελλάδα επέστρεψε ως πλήρες μέλος της IAF, μέσω διαφορετικής οργανωτικής σύστασης, του Αϊκικάι Ελλάδος.