«1821»: ΑΠΟ ΤΟΝ ΗΡΟΔΟΤΟ ΣΤΟΝ ΦΑΛΜΕΡΑΥΕΡ ΚΑΙ ΣΤΟΝ ΓΚΕΛΝΕΡ



«Η ιστορία της Ελληνικής Αυτοκρατορίας δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από ένα 

πλέγμα επαναστάσεων, ανταρσιών και προδοσιών.» (Μοντεσκιέ)1, 1-Α 

«Η γενική της όψη παρουσιάζει μια αηδή εικόνα μωρίας άθλια 

και ανισόρροπη με τα πάθη της, έπνιγε την ανάπτυξη κάθε 

ευγενούς σκέψεως ή πράξεως. Επαναστάσεις στρατηγών, εκθρονίσεις 

των αυτοκρατόρων από υπηκόους τους ή από τις πανουργίες 

των αυλικών, δολοφονίες ή δηλητηριάσεις των αυτοκρατόρων 

από τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους, γυναίκες γεμάτες λαγνεία 

και βδελυρές πράξεις κάθε είδους - τέτοιες είναι οι εικόνες που

 η ιστορία μας παρουσιάζει, μέχρις ότου, επιτέλους, στα μέσα του 

15ου αιώνα (1453 μ.Χ.) το σαθρό οικοδόμημα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας 

σκορπίστηκε σε κομμάτια μπροστά στην παντοδυναμία των Τούρκων» (Χέγκελ)1, 1-Β


Περίπου δύο χιλιάδες χιλιόμετρα βορειοανατολικά από την Κωνσταντινούπολη - σήμερα İstanbul, «η Μοσχοβία ή Ρωσία, περιλαμβάνει το αρκτικό τμήμα της Ασίας και Ευρώπης και από τα σύνορα της Κίνας εκτείνεται σε διάστημα 1500 λευγών μέχρι τα σύνορα της Πολωνίας και της Σουηδίας· αλλά η απέραντη αυτή χώρα ήταν ελάχιστα γνωστή στην Ευρώπη προ του Τσάρου Πέτρου. Οι Ρώσοι ήταν λιγότερο πολιτισμένοι από τους Μεξικανούς, όταν ανακαλύφθηκαν από τον Κορτές. Όλοι γεννημένοι δούλοι κυρίων, τόσο βάρβαρων όσο και οι ίδιοι, έμειναν στάσιμοι στην άγνοια, στην ανάγκη όλων των τεχνών και στην αδιαφορία για αυτές τις ανάγκες, που έπνιξαν όλη τη βιομηχανία.» (Βολταίρος)2, 2-Α, 2-Β


Η Ανατολική Ευρώπη διαχωρίστηκε από τη Δύση (αυτό που ονομάζουμε Δυτικό πολιτισμό) πολύ πριν την επικράτηση του κομμουνιστικού σιδηρούν παραπετάσματος, με στερεότυπα αστάθειας και έλλειψης υψηλού πολιτισμού. Και όμως, η Ευρώπη δεν χωριζόταν πάντα έτσι. Από την αρχαία Ελλάδα και τη Ρωμαίο-βυζαντινή περίοδο μέχρι και την εποχή της Αναγέννησης η βασική διαίρεση της Ευρώπης ήταν μεταξύ του «πολιτισμένου» Νότου και του «απολίτιστου» Βορρά. Κατά την Αναγέννηση, οι πόλεις της σημερινής Ιταλίας, έγιναν τα αδιαμφισβήτητα κέντρα εμπορίου, τέχνης, μάθησης και φιλοσοφίας, κληρονόμοι των αρχαιοελληνικών και βυζαντινών πόλεων. Έτσι οι λατίνοι ανθρωπιστές δεν μπορούσαν, από τη μια, να αγνοήσουν το παρελθόν τους, αλλά ούτε, από την άλλη, να ξεχάσουν την πραγματικότητα που ζούσαν με τις εφορμήσεις των «βόρειων βαρβάρων» από την εποχή του Αττίλα ή των Γότθων μέχρι τη λεηλασία της Ρώμης από τους Γερμανούς το 1527. Ωστόσο, από την Αναγέννηση (15ος-17ος αι.) μέχρι και τον Διαφωτισμό (17ος-18ος αι.), τα κέντρα πολιτισμού και εμπορίου (που έπαιξαν ρόλο στη διαμόρφωση αυτού που λέμε «Δύση» σήμερα) μετατοπίστηκαν από τη Ρώμη, τη Φλωρεντία και τη Βενετία στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Άμστερνταμ. Τότε είχε ανακαλυφθεί η Αμερική (15ο αι.) και είχε εγκαθιδρυθεί η οικονομική και εμπορική σχέση μαζί της, ενώ είχε «πέσει» η Κωνσταντινούπολη (15ος αι.) και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.3


Ο εννοιολογικός αναπροσανατολισμός της Ευρώπης σε «ανατολική» και «δυτική» από τα προηγουμένως αποδεκτά «Βόρεια» και «Νότια» ήταν αποτέλεσμα μιας πολιτιστικής κατασκευής και ενός διανοητικού τεχνάσματος που δημιουργήθηκε από τους στοχαστές του Διαφωτισμού, οι οποίοι, από το Παρίσι και υπό το πνεύμα της εποχής, καλλιέργησαν την ιδέα της καθυστερημένης «Ανατολικής Ευρώπης», ώστε να επιβεβαιώσουν τη σημασία της «δικής τους» Ευρώπης. Η Ανατολική Ευρώπη, λοιπόν, λειτούργησε ως ένα είδος απόκοσμης και σκοτεινής αντίθεσης για να αυτό-προσδιοριστεί η Δύση και ένα παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα φαντασίας του Bram Stoker Δράκουλας (1897), στο οποίο ένας δικηγόρος φτάνει στα Καρπάθια Όρη, όπου και μπαίνει σε μια ατμόσφαιρα μυστηρίου, αγριότητας και οπισθοδρόμησης.4 

Βέβαια το έδαφος γι’ αυτό το σχίσμα προετοιμαζόταν από την Ρωμαϊκή περίοδο και το μοντέλο συνδιοίκησης του Διοκλητιανού το 285 μ.Χ.· πολύ πριν ακόμα «καταρρεύσει» η δυτική πτέρυγα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή διαχωριστεί η Χριστιανική εκκλησία σε Δυτική και Ανατολική. 


Αποτέλεσμα ήταν μέσα στους αιώνες τα εδάφη της πρώην Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας να διαχωριστούν στη συνείδηση των ανθρώπων από τις περιοχές της πάλαι ποτέ Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και ο ελληνορωμαϊκός κόσμος να διαρραγεί. Για την Δύση του Διαφωτισμού το δικό της παρελθόν έγινε «μεσαίωνας» και «βάρβαρο γοτθικό», ενώ η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έγινε Βυζάντιο και «σκοτείνιασε»· ο ελληνικός πολιτισμός -η βάση του δυτικού πολιτισμού- συνεχίστηκε από την ίδια, αφού κάπου στη πορεία οι Έλληνες είχαν εξαφανιστεί βιολογικά και το νεότερο ελληνικό κράτος κατασκευάστηκε από του Δυτικούς στην Επανάσταση του 1821, της οποίας όλη η ιδεολογία οφείλεται στις ιδέες του Διαφωτισμού. Αυτό το νέο κράτος με την σειρά του δημιούργησε τους «νέο-Έλληνες» από ένα συνοθύλευμα άλλων λαών που είχαν κατακλύσει το χώρο! Και κάπου εδώ ξεκινά η ιστορία ή τουλάχιστον μια πιο μοντέρνα προσέγγιση της. Τι ισχύει όμως τελικά από όλα αυτά;


* * * * *

Ενότητες:

1. Ας συστηθούμε 

2. Κράτος και έθνος: μια παλιά ιστορία

3. Αρχαία Ελλάδα: η αναγκαστική αρχή

4. Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: κατέρρευσε ποτέ;

5. Το χαμένο κομμάτι του παζλ

6. Η νέα θρησκεία

7. Το έθνος του Ισλάμ

8. Οθωμανική Αυτοκρατορία: σχεδόν ανατολή

9. Μια σύντομη ιστορία της ιστορίας

10. Συγνώμη για την ενόχληση, αλλά είναι επανάσταση

11. Το άλλο ’21

12. Δεν χωράς πουθενά

13. Αντί επιλόγου

14. Σημειώσεις - βιβλιογραφία - πηγές


* * * * *


1. Ας συστηθούμε


Πως διδάσκεται η ιστορία στα σχολεία; Η΄ καλύτερα πως πρέπει να διδάσκεται; Στο συνέδριο του Συμβουλίου της Ευρώπης με θέμα Ιστορία και Ταυτότητα, το 1995, διατυπώθηκε το εξής τελικό συμπέρασμα: «η εθνική ταυτότητα - συνείδηση δεν είναι κάτι καθ’ αυτό “κακό” εφόσον δεν οδηγεί σε εθνικιστική νοοτροπία.»5 Όμως, πάνω από δέκα χρόνια μετά το «βιβλίο της Μαρίας Ρεπούση» για την Στ΄ Δημοτικού, Στα νεωτέρα και σύγχρονα χρόνια6 και της θύελλας αντιδράσεων που ξεσήκωσε για την ιστορία, τη μνήμη και την εθνική ταυτότητα, η διδασκαλία της ιστορίας στα ελληνικά σχολεία παραμένει «καυτή πατάτα» για όλες τις κυβερνήσεις. Τάσεις και απόψεις «ηροδοτικές», «φαλμεραϋερικές» και «γκελνερικές» δίνουν και παίρνουν στη δημόσια συζήτηση· απόψεις που αρκετές από αυτές ενδεχομένως ούτε ο Ηρόδοτος, ούτε ο Φαλμεράυερ, ούτε ο ίδιος ο Γκέλνερ θα αναγνώριζαν. Ας συστηθούμε, λοιπόν ή καλύτερα ας ξανασυστηθούμε.


Ο Ηρόδοτος (484 π.Χ. - 425 π.Χ./410 π.Χ.) υπήρξε αρχαίος Έλληνας ιστορικός, περιηγητής, και γεωγράφος του 5ου αιώνα π.Χ., ο οποίος θεωρείται ως ο θεμελιωτής της επιστήμης της ιστορίας. Το μόνο έργο που έχει συγγράψει φαίνεται να είναι οι Ιστορίαι (450 π.Χ.) και ως βάση του χρησιμοποίησε αυτό που ο ίδιος αποκάλεσε «ιστορίης απόδεξις», δηλαδή έρευνα, αυτοψία και κριτική. Παρά το ερώτημα του πόσο αντικειμενικός θα μπορούσε να είναι, ο Ηρόδοτος γενικώς είναι μια αξιόπιστη πηγή, αλλά και η μόνη συνεχής και πλήρης καταγραφή που είναι διαθέσιμη για την περίοδο που αφηγείται. Εκτός από πατέρας της ιστορίας μπορεί να θεωρηθεί και πατέρας της γεωγραφίας και πρόδρομος όλων των περιηγητών.


Στο «διάσημο» σημείο περί έθνους αναφέρει: «[8.144.2] Γιατί είναι πολλά και μεγάλα αυτά που μας εμποδίζουν να το κάνουμε αυτό, έστω κι αν το θέλαμε, πρώτα πρώτα και πάνω απ᾽ όλα τα αγάλματα και οι ναοί των θεών που πυρπολήθηκαν κι έγιναν ερείπια, που μας υποχρεώνουν να πάρουμε τη μεγαλύτερη εκδίκηση που μπορούμε, και πολύ λιγότερο να συνομολογήσουμε συνθήκες μ᾽ αυτόν που τα έπραξε· και κατόπιν ο ελληνισμός, ένας κόσμος που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες — η προδοσία όλων αυτών θα ήταν αίσχος για τους Αθηναίους.» 

Τη δήλωση αυτή για το ομόαιμον, το ομόγλωσσον, το ομότροπον και το ομόθρησκον ως συστατικά στοιχεία του ελληνικού έθνους, ο Ηρόδοτος φέρει να τη διατυπώνουν οι Αθηναίοι στους Λακεδαιμονίους, όταν οι τελευταίοι τους ζήτησαν να μη συνθηκολογήσουν με τους Πέρσες μετά τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.). Κατά συνέπεια δεν γνωρίζουμε εάν αυτή ήταν και η άποψη του ιδίου. Από την άλλη, δεν μας δίνει να καταλάβουμε και ότι δεν είναι, αφού με κάποιο τρόπο θα της ασκούσε κριτική. Προκαλεί όμως την έννοια του Πανελληνισμού, την οποία εξηγεί μέσω του πολιτισμού και όχι κάποιας γενετικής κληρονομιάς ή γεωγραφικού χώρου.


Εντωμεταξύ σε ένα άλλο σημείο του έργου του δίνει την δική του εκδοχή για την καταγωγή των Ελλήνων: «[1.58.1] Το ελληνικό έθνος, αφότου φάνηκε, την ίδια πάντα γλώσσα μιλεί — αυτή είναι η πεποίθησή μου· αφότου όμως ξέκοψε από το πελασγικό, αδύνατο τότε και στην αρχή μικρό, αυξήθηκε ύστερα και πλήθαινε σε έθνη, καθώς προσχώρησαν σ᾽ αυτό κυρίως οι Πελασγοί, αλλά και πολλά άλλα βαρβαρικά φύλα. Τέλος είμαι της γνώμης ότι το Πελασγικό έθνος πρωτύτερα και εφόσον ήταν βαρβαρικό, ποτέ δε γνώρισε μεγάλη δύναμη.» 

Μια από τις πολλές ερμηνείες των γραφομένων του Ηροδότου είναι ότι ο ίδιος θεωρούσε τη φυλετική μίξη των Ελλήνων με ξένους θετικό στοιχείο, ενώ υπαινίσσεται τη δύναμη του ελληνισμού να «ελληνοποιεί», μέσω της γλώσσας.


Η γλώσσα για τον Ηρόδοτο λειτουργεί ως αναγνωριστικό φυλής ή εθνότητας· κάποιος μπορεί να γεννηθεί ως μέλος μιας εθνοτικής ομάδας, αλλά μπορεί να γίνει μέρος μιας άλλης μέσω της υιοθέτησης μιας νέας γλώσσας: «[1.56.2] Και ψάχνοντας έβρισκε πως ξεχώριζαν οι Λακεδαιμόνιοι και οι Αθηναίοι, οι πρώτοι ανάμεσα στους Δωριείς, οι δεύτεροι ανάμεσα στους Ίωνες. Γιατί αυτά τα έθνη ήσαν τα πιο γνωστά, όντας τα παλιά χρόνια το τελευταίο πελασγικό, το πρώτο ελληνικό. Οι Αθηναίοι ποτέ ώς τώρα δεν ξεσηκώθηκαν από τον τόπο τους, ενώ οι άλλοι ήσαν πολυπλάνητοι. [1.56.3] Γιατί όσο βασίλευε ο Δευκαλίων, κατοικούσαν τη Φθιώτιδα, στα χρόνια πάλι του Δώρου, γιου του Έλληνος, τη χώρα στις πλαγιές της Όσσας και του Ολύμπου που τη λεν Ιστιαιώτιδα. Κι αφότου και από την Ιστιαιώτιδα τους ξεσήκωσαν οι Καδμείοι, κατοικούσαν στην Πίνδο με το όνομα έθνος Μακεδνόν. Από εκεί πάλι άλλαξαν τόπο και πήγαν στη Δρυοπίδα και από τη Δρυοπίδα έφτασαν πια εκεί που είναι, δηλαδή στην Πελοπόννησο, και ονομάστηκαν έθνος Δωρικό. [1.57.1] Ποιά γλώσσα μιλούσαν οι Πελασγοί δεν ξέρω να πω με βεβαιότητα. Αν όμως πρέπει να πω τη γνώμη μου βασισμένος στους Πελασγούς, που και τώρα ακόμη κατοικούν πάνω από τους Τυρρηνούς στην πόλη Κρηστώνα και που κάποτε ήταν γείτονες αυτών που τώρα ονομάζονται Δωριείς (αφού τότε οι Πελασγοί κατοικούσαν τη χώρα που τώρα τη λεν Θεσσαλιώτιδα)· [1.57.2] βασισμένος ακόμη στους Πελασγούς που έχτισαν στον Ελλήσποντο την Πλακία και τη Σκυλάκη, και που παλιότερα συγκατοικούσαν με τους Αθηναίους· αν πρέπει με βάση αυτά να μιλήσω, οι Πελασγοί μιλούσαν βαρβαρικά. [1.57.3] Αν ωστόσο αυτό ισχύει για το σύνολο των Πελασγών, όμως το αττικό έθνος, κι ας ήταν πελασγικό, έτσι που μεταβλήθηκε σε ελληνικό, άλλαξε και τη γλώσσα του. Γιατί ούτε οι κάτοικοι της Κρηστώνος είναι ομόγλωσσοι με κανέναν από τους γείτονές τους ούτε οι Πλακιανοί· αυτοί όμως οι δύο μεταξύ τους είναι ομόγλωσσοι, και αποδείχνουν ότι τον χαρακτήρα της γλώσσας που πήραν μαζί τους μετοικώντας στα νέα αυτά μέρη, τον κράτησαν και δεν τον άλλαξαν.»


Αλλού αναφέρεται στη καταγωγή των Μακεδόνων: «[5.22.1] Πως Έλληνες είναι αυτοί οι απόγονοι του Περδίκκα, όπως λένε κι οι ίδιοι, κι εγώ προσωπικά είμαι σε θέση να το ξέρω, αλλά και στη συνέχεια της ιστορίας μου θα αποδείξω πως είναι Έλληνες· κι επιπλέον και οι οργανωτές των αγώνων των Ελλήνων που γίνονται στην Ολυμπία αυτή την απόφαση έβγαλαν. [5.22.2] Γιατί, όταν ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να πάρει μέρος στους αγώνες και κατέβηκε γι᾽ αυτό το σκοπό, οι Έλληνες που ήταν αντίπαλοί του σε αγώνα δρόμου ήθελαν να τον αποκλείσουν με τον ισχυρισμό πως ο αγώνας δεν είναι για βαρβάρους αθλητές, αλλά για Έλληνες. Κι ο Αλέξανδρος, επειδή απέδειξε πως η καταγωγή του ήταν από το Άργος κι οι κριτές παραδέχτηκαν πως είναι Έλληνας, πήρε μέρος στο αγώνισμα δρόμου ενός σταδίου και τερμάτισε στον ίδιο χρόνο με τον πρώτο. Κάπως έτσι λοιπόν έγιναν αυτά.»


Σε άλλα σημεία, φέρει είτε τον Ξέρξη να προσπαθεί να χρησιμοποιήσει γενεαλογίες για να πείσει τους Αργείους να παραμείνουν ουδέτεροι στην κατάκτηση της Ελλάδας [7.150], είτε εξηγεί αυτό που θεωρεί ως φυσική ή γενετική διαφορά μεταξύ Αιγυπτίων και Περσών μέσω της περιγραφής του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με τις πολιτιστικές διαφορές [3.12], είτε τέλος αφηγείται μια ανέκδοτη ιστορία για τον Κύρο, τον πρώτο βασιλιά της Περσίας, σχετίζοντας τη σκληρότητα ενός λαού με τη σκληρότητα του κλίματος στο οποίο ζει [9.122].7, 8


Ο Jakob Philipp Fallmerayer (1790-1861), από την άλλη, ήταν Αυστριακός περιηγητής, δημοσιογράφος, πολιτικός και ιστορικός, περισσότερο γνωστός για τις θεωρίες του σχετικά με τη φυλετική καταγωγή των «νέο-Ελλήνων». Στα βιβλία του Ιστορία της Χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους (Ιστορία της Χερσονήσου του Μόρια κατά το Μεσαίωνα Α΄ & Β΄ τόμος, μτφ. Παντελής Σοφτζογλου, 2002, εκδ. Μεγάλη Πορεία) και Περί της καταγωγής των σημερινών Ελλήνων (μτφ. Κωνσταντίνος Π. Ρωμανός, 1984, εκδ. Νεφέλη), τα οποία έγραψε τη δεκαετία του 1830, διατυπώνει την άποψη πως οι Έλληνες της νεότερης εποχής δεν κατάγονται από τους αρχαίους Έλληνες, αλλά προέρχονται από Σλάβους που εισέβαλαν στην Ελλάδα κατά την περίοδο του μεσαίωνα και Αλβανούς που εξαπλώθηκαν κατά τον ύστερο μεσαίωνα και τους νεότερους χρόνους. Όλοι αυτοί, κατά τον Φαλμεράυερ, αναμείχθηκαν με ελληνόφωνους μη-Έλληνες, Βυζαντινούς, δημιουργώντας το έθνος των σύγχρονων Ελλήνων. 


Ο Φαλμεράυερ είχε σαφή πολιτική ατζέντα: «Είναι ούτως ή άλλως γνωστό στους πάντες ότι τα μεγάλα συμφέροντα της παρούσας τάξης πραγμάτων δεν είναι άλλα από την αναχαίτιση και τη χαλιναγώγηση της μοσκοβίτικης υπεροχής.»9 Έτσι θεωρούσε απαραίτητη την επιβίωση και την υποστήριξη της υπό διάλυση μεγάλης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Παρεπιπτόντως το 1848, παρασημοφορήθηκε από τον σουλτάνο και ζήτησε ειδική άδεια να φοράει το παράσημο σε επίσημες περιστάσεις. 


Τους Έλληνες τους θεωρούσε έτοιμους ή ύποπτους, ως «Γραικοσλάβους», να προσχωρήσουν στην πλευρά των «Ρώσων αδερφών» τους και να τους υποστηρίξουν στις βλέψεις που είχαν τόσο προς την Κωνσταντινούπολη όσο και προς τη Γερμανία. Το Βυζάντιο το έβλεπε περίπου ειδωλολατρικό (εικονολατρία) και τους βαλκάνιους ανίκανους να κατανοήσουν τον Χριστιανισμό, ο οποίος -κατ’ αυτόν- διαθέτει μεταφυσικές θεωρήσεις που μόνο στη Δύση ήταν γραφτό να πιάσουν αληθινές ρίζες. Έτσι αποδέχτηκε την Ελληνική Επανάσταση του 1821 με την προϋπόθεση ότι το νέο ελληνικό κράτος θα παρέμενε υπό τον άμεσο έλεγχο της Δυτικής Ευρώπης. 


Βέβαια ούτε για τους Οθωμανούς υπήρξε κολακευτικός και γράφει, μεταξύ άλλων: «Ο Τούρκος δεν οικοδομεί και δεν βελτιώνει τίποτε, δεν δίνει κανένα μάθημα, δεν θέλει να αυξηθεί ο αριθμός των ανθρώπων, διότι αυτό βάζει σε κίνδυνο την ιδιοκτησία και μεγαλώνει το βάρος της κυβέρνησης· ο Τούρκος, δηλ. η κυβέρνηση του, δεν δίνει ποτέ, παίρνει όσο βρίσκει και βασανίζει την χριστιανό υπήκοο, μέχρις αυτός να ασπασθεί το Ισλάμ, είτε να φύγει μακριά, είτε να εξοντωθεί. Μόνο επί ερειπίων κοιμάται ήσυχος ο Τούρκος δυνάστης.»10  «Να οδηγείται ο άξεστος και άγριος λαός των καμηλιέρηδων εκ Τουρκεστάν στην παραμυθένια φωτισμένη αίθουσα της υψηλής Αυτοκρατορίας της Δύσης, με επικεφαλής τον Αβδούλ Μετζίτ και τον Ταχίρ Πασά - ω τι θέαμα!»11 

Το έργο του Φαλμεράυερ έχει ενδιαφέρον, διότι όπλισε με επιχειρήματα (στην πλειοψηφία τους ανιστόρητα ή τουλάχιστον αμφίβολα) πολλές και εκ διαμέτρου αντίπαλες πλευρές· από εθνομηδενιστές μέχρι υπέρ-εθνικιστές και από ανθελληνικούς/φιλοτουρκικούς μέχρι φιλελληνικούς/αντιτουρκικούς κύκλους, εντός και εκτός της Ελλάδας.


Ο Ernest André Gellner (1925-1995), τέλος, υπήρξε ένας από τους πιο γνωστους φιλοσόφους και κοινωνικούς ανθρωπολόγους, ο οποίος εξέφρασε δημοφιλέστατες απόψεις για την εθνική ταυτότητα. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε αποκλειστικά με τη μελέτη του εθνικισμού, διευθύνοντας το Κέντρο για τη Μελέτη του Εθνικισμού στο Πανεπιστήμιο της Κεντρικής Ευρώπης στην Πράγα, ενώ το βιβλίο του Nationalism (1997) υπήρξε το κύκνειο άσμα του. 


Για τον Gellner, ο εθνικισμός είναι ένα σύγχρονο φαινόμενο, το οποίο γέννησε τα έθνη. Κατά συνέπεια, η ιστορία και η παράδοση είναι δημιουργήματα της εθνικιστικής προπαγάνδας. Στο Nationalism, ο Gellner μελέτησε και το ρόλο της θρησκείας στην ανάπτυξη του εθνικισμού και συμπέρανε ότι η θρησκευτική πίστη, από μόνη της, δεν μπορεί να προκαλέσει εθνικιστικά αισθήματα, γι’ αυτό εξάλλου, όπως τόνισε, η εποχή του στην Ευρώπη ξεκινά κατά την περίοδο του Διαφωτισμού (εκκοσμίκευση). Αντίθετα ήταν ο εθνικισμός, ο οποίος εργαλειοποίησε τη θρησκεία.

Ο ισλαμισμός ωστόσο, για τον Gellner, παρέκαμψε τον εθνικισμό με την επικράτηση των φονταμενταλιστικών στοιχείων της πίστης έναντι των εθνικιστι­κών αισθημάτων, αφού στις ισλαμικές κοινωνίες ο συνεκτικός κρίκος στο όνομα του οποίου δημιουργείται το έθνος, είναι η θρησκευτική πίστη.

Όπως ο ισλαμισμός χρησιμοποιεί την πίστη, ο Gellner θεώρησε ότι ο μαρξισμός χρησιμοποιεί τις κοινωνικές τάξεις, ως συνεκτικό στοιχείο της κοινής κουλτούρας των ανθρώπων που απαρτίζουν την εθνοτική ομάδα. Σε αντίθεση με το Ισλάμ όμως, ο μαρξισμός την περίοδο της ακμής του και εκεί όπου επικράτησε, πολέμησε τον εθνικισμό, ενώ όταν τα κομμουνιστικά κράτη κατέρρευσαν, κατέρρευσε και ο ίδιος ο μαρξισμός μαζί τους, μην αφήνοντας τίποτα που θα απότρεπε την ραγδαία ανάκαμψη του εθνικισμού.12


Ο Gellner - όπως και άλλοι γνωστοί μελετητές των εθνικών ταυτοτήτων - ήταν Εβραίος πρόσφυγας από την κεντρική Ευρώπη του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Και αυτός, όπως και οι υπόλοιποι- ειδικά οι Εβραίοι, βίωσε με τον πιο τραγικό τρόπο τα, ούτως ή άλλως, βασανιστικά ερωτήματα για τον αυτό-προσδιορισμό, τη στιγμή που συνέβαιναν ακραίες και βίαιες εθνικιστικές και ρατσιστικές εκρήξεις με θηριωδίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.


* * * * *


2. Κράτος και έθνος: μια παλιά ιστορία


Το ερώτημα εάν το κράτος δημιουργεί το έθνος ή το αντίθετο μοιάζει με το ερώτημα εάν «η κότα έκανε το αυγό ή το αυγό τη κότα.» Σε αυτό το δίλλημα υπάρχουν τρανταχτές εξαιρέσεις, μέχρι και σήμερα, περιπτώσεων σύγχρονων κρατών, τα οποία προσπαθούν να διαμορφώσουν κοινή εθνική συνείδηση στις ετερόκλητες πληθυσμιακές ομάδες τους και κράτη που βασίζουν την ύπαρξη τους σε κάποιο κοινό χαρακτηριστικό του πληθυσμού τους. Όμως εκτός αυτών των ξεκάθαρων περιπτώσεων, το δίλημμα δεν έχει εύκολη απάντηση και η ιστορία ή η αρχαιολογία μάλλον δεν μπορούν να συνεισφέρουν αποφασιστικά, δεδομένου ότι η όποια κοινωνική οργάνωση υπήρχε ήδη κάποιες χιλιάδες χρόνια από την εποχή που χρονολογούνται τα ευρήματα και οι πηγές. Άρα επιστήμες και επιστήμονες μπορούν μόνο να υποθέσουν πράγματα και να δημιουργήσουν πιθανά μοντέλα για τη δημιουργία του ανθρώπινου πολιτισμού.


Οι πρώτες ανθρώπινες μεγάλες κοινότητες με ένα και μοναδικό κέντρο διακυβέρνησης («κράτη») αναπτύχθηκαν αρχικά στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία και μέχρι πρότινος υπήρχε η άποψη ότι η μετάβαση από τις μικρές ομάδες κυνηγών-συλλεκτών στις μεγάλες κοινωνίες οφειλόταν στην ανάπτυξη της γεωργίας. Ωστόσο πιο πρόσφατα στοιχεία δείχνουν ότι οι άνθρωποι συγκεντρώθηκαν σε μεγαλύτερες κοινωνίες πριν αναπτυχθούν οι καλλιέργειες και μια ερμηνεία είναι ότι αυτό προέκυψε μέσω κοινών ιστοριών, μύθων και πεποιθήσεων σε συνδυασμό με τη μοναδική ικανότητα επικοινωνίας των ανθρώπων. Αυτό ίσως ήταν που τελικά οδήγησε στη Γεωργική επανάσταση και όχι το αντίστροφο.13

Με άλλα λόγια, η υλιστική αντίληψη ότι ξαφνικά με κάποιο τρόπο αναπτύχθηκε η τεχνολογία και επέφερε την έναρξη του κράτους, το οποίο δημιούργησε μια τεχνητή εθνική συνείδηση, πιθανότατα δεν ισχύει, τουλάχιστον στο βαθμό ή με τον τρόπο που νομίζουμε. Φυσικά, μόλις τα κράτη άρχισαν να υπάρχουν, επηρέασαν την εθνότητα, με τα δύο να αλληλο-διαμορφώνουν το ένα το άλλο, αναπτύσσοντας μια στενή και αμοιβαία αλληλοεξάρτηση.14


Ισχύει, άραγε, ότι η μυθοπλασία μας επέτρεψε όχι μόνο να φανταστούμε πράγματα, αλλά να το κάνουμε συλλογικά και σε τέτοιο βαθμό που δημιουργήσαμε αφηγήματα όπως η ιστορία της δημιουργίας της Βίβλου και οι εθνικές ιστορίες των σύγχρονων κρατών;15 Ή μήπως έτσι, μαζί με την φαντασία υποτιμάμε τη δύναμη και την αλήθεια που έχει κάθε αποτέλεσμα της ανθρώπινη νοημοσύνης και διανόησης, όπως οι ιδέες, τα «πιστεύω», η αγάπη, ο έρωτας, η ελπίδα, η ελευθερία, η δημοκρατία και κάθε άλλη μη-υλική έννοια που έχει εμπνευστεί το ανθρώπινο είδος ως «τρόπο προσαρμογής» στη κοινωνική του ζωή; Ως προέκταση, μήπως τελικά η παράδοση είναι μια πολύ αληθινή μήτρα και όχι ένα ex nihilo εφεύρημα;16 


Όπως και να έχει, το γεγονός είναι ότι στα πρώτα οργανωμένα κράτη η πολιτειακή κατάσταση και συνέχεια δεν οριζόταν από υλιστικούς όρους και από έναν άνθρωπο, ο οποίος καταλάμβανε την εξουσία, αλλά στη πεποίθηση ότι θεϊκές δυνάμεις υποδείκνυαν τον άνθρωπο αυτό: σε αρχαία Σουμερία, Αίγυπτο, Κίνα, Ινδία και αλλού, οι θεοί επιθυμούσαν ένα συγκεκριμένο πρόσωπο ως βασιλιά. Όταν αυτό πέθαινε, οι θεοί ή οι ουρανοί έδειχναν ένα άλλο πρόσωπο, πιθανότατα συγγενή του, αφού κάποιου είδους θεϊκά βιολογικά χαρακτηριστικά θεωρούνταν ότι κληρονομούνται. Αυτό το μοντέλο «ιεράς μοναρχίας» το συναντάμε και αργότερα στην μεσαιωνική Δυτική Ευρώπη, αλλά όχι στην αρχαία Ελλάδα ή στη Ρωμαίο-βυζαντινή Αυτοκρατορία. Αυτό που διαφοροποίησε τους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίο-βυζαντινούς κληρονόμους τους ήταν η ελληνική σκέψη. Βάση αυτής, για τους αρχαίους Έλληνες το κράτος ήταν η κοινότητα των πολιτών - πόλις, ενώ για τους Ρωμαίο-βυζαντινούς κράτος ήταν η δημόσια σφαίρα - res publica. Άρα η ιδέα στα 1651 του Thomas Hobbes περί του απαραίτητου τεχνητού «Λεβιάθαν» είναι συζητήσιμη και υπό όρους, ανάλογα για ποια περίπτωση μιλάμε.17    


Για τους αρχαίους Φοίνικες, Ετρούσκους, Έλληνες καθώς και τους Ρωμαίο-βυζαντινούς, η εναλλακτική λύση στο κράτος με θείες καταβολές ήταν μια πολιτειακή οντότητα που οριζόταν από κάποια μορφή συλλογικότητας, ακόμα και αν επιλεγόταν εντέλει κάποιος ή κάποιοι να ηγηθούν. Μια ιδιαίτερη και άκρως ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι ο αρχαίος λαός του Ισραήλ, ο οποίος έθεσε πάνω από όλους τον ίδιο τον Θεό (Γιαχβέ) και το Νόμο του. Με αυτή την έννοια βλέπουμε ότι τελικά το έθνος και το έθνος-κράτος δεν είναι και τόσο σύγχρονα φαινόμενα, αφού όταν για την ελληνική σκέψη κράτος και πολίτες ήταν το ίδιο (πολίτες ήταν αυτοί που συγκέντρωναν ένα σύνολο απαραίτητων χαρακτηριστικών -καταγωγή, φύλο, ηλικία, ενεργή συμμετοχή σε πολιτικές, στρατιωτικές και θρησκευτικές δραστηριότητες), στην εβραϊκή παράδοση το κράτος ήταν πανομοιότυπο με τη φυλή. Οι πολίτες για τους αρχαίους Έλληνες και η φυλή για τους αρχαίους Εβραίους είναι οι βάσεις της κοινωνικής, πολιτικής, θρησκευτικής και νομικής ταυτότητας και ως συνέπεια αυτών δημιουργείται το κράτος.


Την ίδια στιγμή, όσο πίσω στην ιστορία και να πάμε, αυτό που συναντούμε είναι οι διαφοροποιήσεις μεταξύ ομάδων, φυλών, φατριών κτλ., των οποίων τα μέλη συνδέονται με γραμμές αίματος, γλώσσα, σύμβολα, πεποιθήσεις, τρόπο ζωής κτλ., πολλές φορές εκφραζόμενες μέσω επιθετικών συμπεριφορών εναντίων των «ξένων». Αυτό μας κάνει να αναρωτιόμαστε μήπως, μεταξύ των άλλων, τελικά υπάρχει και κάποια φυσική προδιάθεση που οδηγά στην εθνογένεση. Εάν αυτό ισχύει και στο ποσοστό που ισχύει, τότε μάλλον υπάρχει ένα επιπλέον επιχείρημα στο ότι το έθνος δεν είναι πιο σύγχρονο ή πιο τεχνητό φαινόμενο από την ιδέα ότι «όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια» όπως εκφράσθηκε από τον κινεζικό Μοϊσμό ή τον ελληνικό Στωικισμό. 


Έτσι, βλέπουμε ότι στην αρχαία Αίγυπτο και Κίνα οι «ξένοι» θεωρούνταν γενικά κατώτεροι, όταν στην αρχαία Ινδία φυλετικά υποδεέστεροι ήταν αυτοί που άνηκαν στις κατώτερες κάστες. Οι Αχαμενίδες Πέρσες με κάποιο τρόπο σέβονταν τους υπόδουλους πληθυσμούς τους και τους επέτρεπαν να διατηρούν ως ένα βαθμό τους δικούς τους νόμους, θρησκεία και πολιτισμό. Από την άλλη, οι αρχαίοι Έλληνες είχαν έντονη αίσθηση γλωσσικής και πολιτι(στι)κής ταυτότητας και έβλεπαν εκείνους που μιλούσαν ελληνικά και έμεναν σε δημοκρατίες ως ανώτερους από τους άλλους, αλλά αυτό δεν απέκλειε τους υπόλοιπους «βαρβάρους» με (μη-αναστρέψιμα) φυλετικά κριτήρια. Τέλος, τη Ρωμαϊκή περίοδο, η επέκταση της ρωμαϊκής ιθαγένειας σε όλη την σημερινή Ιταλία (91 π.Χ.) είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας πρώτης αίσθησης κοινής ρωμαϊκής ταυτότητας και η προέκταση αυτής σε σχεδόν όλους τους ελεύθερους άντρες, κατοίκους της αυτοκρατορίας (212 μ.Χ.) ήταν η πρώτη απόπειρα δημιουργία μιας πολιτικής ταυτότητας, εκτός εθνικών, θρησκευτικών, φυλετικών κ.α. διαφορών. Έτσι κατά την άποψη των Ρωμαίων, η διαφορά που είχε σημασία ήταν μεταξύ εκείνων που ήταν έτοιμοι να κυβερνηθούν από τη Ρώμη - ανεξάρτητα από τη φυλή τους - και εκείνων που δεν ήταν.


Οι Έλληνες πάντως, όχι μόνο ήταν έτοιμοι να κυβερνηθούν, αλλά κατά μία έννοια τελικά μοιράστηκαν τον κόσμο με τους Ρωμαίους, απολαμβάνοντας μια σχεδόν ολοκληρωτική αυτονομία σε κάθε πόλη (αυτό φαίνεται από το πόσες λεγεώνες στάθμευαν σε κάθε περιοχή), ενώ το κύριο εξαγώγιμο προϊόν τους, το οποίο εκμεταλλευόταν η Ρώμη, ήταν ο πολιτισμός, η παιδεία, η φιλοσοφία και οι επιστήμες, με Έλληνες δάσκαλους, φιλόσοφους και επιστήμονες να εξελληνίζουν άμεσα ή έμμεσα περεταίρω τον τότε γνωστό κόσμο και ειδικά την Ανατολική Μεσόγειο. Έτσι φτάσαμε στο σημείο να πρέπει να προσπαθήσουμε πάρα πολύ -και μάλλον όχι με ιδιαίτερη επιτυχία - να διαχωρίσουμε τι ήταν ρωμαϊκό και τι ήταν ελληνικό, από κάποια στιγμή και μετά, στον ελληνορωμαϊκό κόσμο. Για κάποιους βέβαια, το μόνο που πραγματικά έκαναν οι Ρωμαίοι ήταν να πολεμούν και να φτιάχνουν δρόμους, χωρίς καν οι δρόμοι να είναι δική τους ιδέα, ενώ σχεδόν όλα τα άλλα τα δανείστηκαν από του Έλληνες. Ωστόσο, η ιστορία δεν λειτουργεί ακριβώς έτσι.


* * * * *


3. Αρχαία Ελλάδα: η αναγκαστική αρχή


Από πότε μπορούμε να μιλάμε για Έλληνες; Προφανώς δεν υπάρχει ρητή απάντηση σε αυτό και έτσι χρησιμοποιώντας ένα σύμπλεγμα κριτηρίων προσπαθούμε να βγάλουμε άκρη: καταγραφές, κοινωνικές και υλικές συνθήκες, κοινές πολιτι(στι)κές, θρησκευτικές και γλωσσικές παραδόσεις, η διάκριση όλων αυτών από τα αντίστοιχα γειτονικών πληθυσμών και οι σχέσεις που διαμόρφωσαν οι Έλληνες με αυτούς τους γειτονικούς λαούς, οι οποίες μαρτυρούν κάποια κοινή συνείδηση των Ελλήνων προς τους μη-Έλληνες. 


Για κάποιους, ο πρώτος γνωστός ελληνικός πολιτισμός είναι ο Μινωικός (τουλάχιστον από το 3000 π.Χ.), ο οποίος, από κάποια στιγμή και μετά, συνυπήρξε -μέχρι να καταρρεύσει ή να μεταλλαχτεί από την συνεύρεση του- με τον Μυκηναϊκό (τουλάχιστον από το 1600 π.Χ.). Και αναρωτιόνται οι επιστήμονες εάν κατάρρευσε ή μεταλλάχτηκε, διότι δεν γνωρίζουν ακόμη πόσο ειρηνική ή πολεμική ήταν η επαφή μεταξύ αυτών των δύο. Επίσης, ακόμα μέχρι και σήμερα δεν είναι σίγουρο, εάν οι Μινωίτες αρχικά μίλαγαν κάποια πρώτο-ελληνική διάλεκτο ή άλλη γλώσσα και ποια, καθώς και πως αποκαλούσαν τους εαυτούς τους. Θολή είναι και η σχέση τους με του Αιγυπτίους (τη μεγάλη δύναμη της περιοχής), οι οποίοι μάλλον τους αποκαλούσαν «κεφτιού». Σε κάθε περίπτωση, οι πολιτισμοί της νησιωτικής - να μη ξεχνάμε τον λαμπρό Κυκλαδικό πολιτισμό (τουλάχιστον από την 3η χιλιετία π.Χ) και της ηπειρωτικής σημερινής Ελλάδας διαμόρφωσαν τα περεταίρω θαυμαστά άλματα του πολιτισμού στο σημερινό ελλαδικό χώρο και όχι μόνο (π.χ. Μικρά Ασία). 


Τα κέντρα του Μυκηναϊκού (ή «Μινωμυκηναϊκού») πολιτισμού καταστράφηκαν την περίοδο από το 1200 έως το 1000 π.Χ. ως μέρος της εκτεταμένης αναταραχής σε όλη την περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Στο βιβλίο 1177 B.C.: The Year Civilization Collapsed (2015, εκδ. Princeton University Press), ο Eric Cline δίνει μια εκδοχή για το πώς επήλθε η κατάρρευση του παγκοσμιοποιημένου εμπορικού δικτύου που είχε δημιουργηθεί την Εποχή του Χαλκού και η οποία, μέσω κλιματικών αλλαγών και φυσικών καταστροφών που κατέληξαν σε πολεμικές συρράξεις, σήμανε το «τέλος» ή τη μετάλλαξη πολλών πολιτισμών, μεταξύ των οποίων του Μινωικού και του Μυκηναϊκού. 

Και εδώ όμως, οι επιστήμονες δεν είναι σίγουροι, εάν αυτό έγινε με τη συμμετοχή ξένων (π.χ. κάθοδος των Δωριέων) ή μιλάμε μόνο για εσωτερικές αναταραχές ή και τα δύο. Οι μελετητές σήμερα θεωρούν την έλευση των Δωριέων -ενός ελληνικού πληθυσμού, πιθανότατα από την Πίνδο- ασήμαντη, αφού μάλλον ήταν περιορισμένη σε αριθμό, όπως όλες οι μετακινήσεις πληθυσμών. Πάντως, οι απόγονοι των Ελλήνων που επέζησαν από αυτές τις καταστροφές αναβίωσαν τελικά τον ελληνικό πολιτισμό.18


Η δημιουργία της πόλης και της δημοκρατίας ξεκινά στην Ελλάδα από την ομηρική «δικαιοσύνη». Τόσο η Ιλιάδα (γράφτηκε περίπου τον 8ο αιώνα π.Χ) όσο και η Οδύσσεια (γράφτηκε λίγο αργότερα) παρουσιάζουν και οι δύο μια πολύ παλαιότερη ελληνική κοινωνία, όπου οι άνθρωποι ήταν ήδη οργανωμένοι σε τοπικές ενότητες που ονομάζονταν πόλεις ή δήμοι («λαός»). Στο τέλος της Οδύσσειας περιγράφεται πως οι συγγενείς των δολοφονημένων μνηστήρων πήγαν να εκδικηθούν τον Οδυσσέα. Όμως μετά από μια σύντομη διαμάχη, αποφεύγεται η περαιτέρω αιματοχυσία, όταν ο Δίας συμβουλεύει την Αθηνά (μεταμφιεσμένη σε φίλο του Οδυσσέα) να κάνει τα δύο μέρη να ορκιστούν ότι ο Οδυσσέας θα είναι ο βασιλιάς τους για πάντα. Έτσι τελειώνει το συγκεκριμένο έπος και μπορούμε να πούμε πώς ξεκινά η πόλις: ο συγγραφέας ή οι συγγραφείς της Οδύσσειας περνάνε το μήνυμα ότι μακροπρόθεσμα ο δήμος έχει τον τελικό λόγο.19, 20


Η εξέλιξη των οπλιτών και της φάλαγγας φέρονται να σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τη δημιουργία της πόλις και της δημοκρατίας: μέλη από όλες τις κοινωνικές τάξεις πολιτών, εξαιρουμένης της ελίτ που ήταν έφιππη, μάχονταν ο ένας δίπλα στον άλλο. Ο τρόπος που μάχονται οι άνθρωποι έχει σχέση με τη γεωγραφία και το ανάγλυφο του εδάφους, που επηρεάζει τα όπλα που χρησιμοποιούνται και άρα τη τακτική του πολέμου. Έτσι η ζωή και η νίκη ενός οπλίτη ήταν εξαρτημένη από τον διπλανό του. Εκεί το προσωπικό θάρρος και η ατομική αρετή ήταν σίγουρα σημαντικά, αλλά η πειθαρχία της ομάδας και η ακρίβεια στο σχηματισμό ήταν απολύτως απαραίτητες.

Μεταξύ 8ου και 6ου αι. π.Χ. οι ελληνικές αποικίες εξαπλώθηκαν σε όλη τη Μεσόγειο και το ελληνικό εμπόριο εντάθηκε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα μια νέα εμπορική κάστα να προστεθεί δίπλα στους γεωκτήμονες, τους αριστοκράτες και όσους είχαν υπηρετήσει στις τάξεις των οπλιτών, ενισχύοντας περαιτέρω την αρχή της συναίνεσης και την ιδέα ότι όλοι είχαν ισότιμο ρόλο στην επιτυχία της πόλις. Προοδευτικά, χάρη στο τρόπο σκέψης, στις παραδόσεις και στις συνθήκες, η πόλις από ένας χώρος που υπήρχε το παλάτι του μονάρχη, η ελίτ, ο κεντρικός ναός και οι κάτοικοι, πήρε την έννοια του πολιτικού σώματος όπου οι λύσεις στα κοινά προβλήματα επιτεύχθηκαν μέσω ενός μείγματος τάξης και ελευθερίας και όχι μέσω θεών, θεών-βασιλιάδων ή θεόσταλτων ηγετών.


Οι αρχαίοι Έλληνες δεν ήταν άθεοι, αλλά η κοινωνία τους δεν ήταν και θεοκρατική. Εδώ θα πρέπει να καταλάβουμε το ρόλο της θρησκείας που ήταν κομμάτι του συστήματος της πόλις. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η πόλις δεν ήταν μόνο πολιτικό σύστημα για τους Έλληνες, αλλά πάνω από όλα κουλτούρα. Κατά συνέπεια τόσο η φιλοσοφία όσο και η δημοκρατία βασίστηκαν σε μια αντίληψη, στην οποία δεν υπήρχε κάποιος θεϊκός παράγοντας (αποκάλυψη, νόμος, κείμενο, εντολές) να ορίζει τις πολιτικές, δικαστικές ή νομοθετικές αποφάσεις. Έτσι οι ιερείς δεν είχαν καμία πολιτική και κοινωνική εξουσία, ενώ η έμφαση στις αρετές και στην αριστεία (ατομικά και συλλογικά) όριζαν τον τρόπο ζωής, την ηθική ή ακόμα και τη θρησκευτική πίστη. Ταυτόχρονα η πνευματικότητα - το θρησκευτικό συναίσθημα, η «πίστη»- δεν ήταν ελιτίστικος μυστικισμός όπως στην Ανατολή, ούτε όμως μόνο δημόσιος θεσμός όπως στη Ρώμη αργότερα, αλλά κυρίως τμήμα της διανοητικής διεργασίας. Δηλαδή κατά κάποιο τρόπο η πνευματικότητα/«πίστη» ήταν εκλογικευμένη ως κομμάτι της φιλοσοφίας. Αυτό το βλέπουμε στη φύση των αρχαιοελληνικών θεοτήτων, οι οποίες είχαν -για πρώτη φορά στην ιστορία- ανθρώπινα χαρακτηριστικά και αδυναμίες και το συναντούμε αργότερα στην κουβέντα για τη θεάνθρωπη φύση Του Ιησού και τον Τριαδικό Θεό, όταν ο Χριστιανισμός ελληνοποιήθηκε/διεθνοποιήθηκε. 


Φυσικά θα μας διχάζει πάντα ο Μέγας Αλέξανδρος· όχι βέβαια για το πόσο Έλληνας ήταν ή δεν ήταν, αλλά γιατί το όποιο όραμα του έμεινε ανολοκλήρωτο. Έτσι ενώ παλαιότερα οι μελετητές μιλάγανε για το τέλος της ελληνικής δημοκρατίας κατά την Ελληνιστική περίοδο, σήμερα πολλοί διακρίνουν ότι το σύστημα της πόλις, σε έναν νέο και τεράστιο κόσμο, εξελίχθηκε σταδιακά στη κοσμόπολις και αφού είχε προηγηθεί το σύστημα της ηγεμονίας μέσω των συμμαχιών. Άλλωστε η ιδέα της «ένωσης της ανθρωπότητας» ήταν μια ελληνική ιδέα, η οποία στηρίχτηκε στο πως έβλεπαν τους εαυτούς τους οι αρχαίοι Έλληνες σε σχέση με τους άλλους λαούς: αν και σήμερα συνήθως οι περισσότεροι μνημονεύουν τον Ηρόδοτο με το «ομοαίμον, ομόγλωσσον, ομότροπον και ομόθρησκον» ή διαφωνούν για το εάν ο Ισοκράτης εννοούσε όλους τους ανθρώπους ή μόνο τους Έλληνες με το «όσοι μετέχουν της ελληνικής παιδείας είναι Έλληνες»,21 ο Ιπποκράτης απέδιδε τις διαφορές μεταξύ των Ελλήνων και των «βαρβάρων» στο κλίμα και στο πολιτικό σύστημα22, ενώ ο Αντιφών θεωρούσε Έλληνες και «βάρβαρους» εκ γενετής ίσους.23 Γενικότερα, συχνά βλέπουμε να απασχολεί τους αρχαίους Έλληνες ποιητές, τραγικούς, φιλοσόφους κ.α. «ο άνθρωπος» ή οι «θνητοί», παρά οι διαχωρισμοί και η ελληνική «ανωτερότητα» που έβλεπε ο Αριστοτέλης, την οποία όμως και αυτός απέδιδε στο κλίμα και σε σημαντικό ποσοστό στα πολιτικά συστήματα, παρότι δεν κάνει αναφορά στην δυνατότητα των μη-Ελλήνων να εξελιχθούν.24     


Πάνω στο σύστημα της κοσμόπολις, περισσότερο εναρμονιζόμενοι με τον κλασικό ελληνικό και ελληνιστικό κόσμο και λιγότερο κατακτώντας και αλλάζοντας τον, οι Ρωμαίοι δημιούργησαν το σύστημα της ηγεμονίας τους και πολιτικοποίησαν περεταίρω τις έννοιες των εθνών και των νόμων με το ius gentium (Δίκαιο των εθνών ή λαών/Διεθνές Δίκαιο), μαρτυρόντας την ανάγκη για ισότητα και δικαιοσύνη μεταξύ των λαών· ο Κικέρωνας θεωρούσε το Δίκαιο των εθνών διακριτό μεν του Ιδιωτικού δικαίου (Αστικό Δίκαιο/ius civile), αλλά μέρος αυτού. 

Οι Ρωμαίοι χρησιμοποίησαν τη σχέση με την πόλη της Ρώμης ως ταυτότητα, για να επιτευχθεί κάποιου είδους κοινωνικής συνοχής, την οποία λίγο ως πολύ ενίσχυσαν, όταν πέρασαν στην ηγεμονία, με τη λατρεία στο πρόσωπο του αυτοκράτορα αρχικά και αργότερα με τη λατρεία στο Χριστιανικό Θεό. Θα δούμε ότι στα εδάφη της πρώην Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία η λατρεία (θρησκεία) παρέμεινε ως το κεντρικό στοιχείο κοινωνικής συνοχής μέχρι τον Διαφωτισμό και το σύγχρονο έθνος-κράτος, ενώ στην Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά.


* * * * *


4. Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία: κατέρρευσε ποτέ;


Πότε ξεκινά η ιστορία της Ευρώπης; Οι κοινότητες της ελληνικής Λίθινης Εποχής δεν έχουν κερδίσει τον τίτλο των «πρώτων πολιτισμών της Ευρώπης» και αυτό διότι ωχριούν μπροστά στις κοινωνίες που δημιουργήθηκαν στην ύστερη ελληνική Εποχή του Χαλκού. Κατά συνέπεια αυτός ο τίτλος αποδίδεται στον Μινωικό πολιτισμό της Κρήτης και στον Μυκηναϊκό πολιτισμό της ηπειρωτικής Ελλάδας καθώς και των νησιών και των ακτών του Αιγαίου πελάγους.25 

Η έννοια του έθνους στη Δυτική Ευρώπη, λοιπόν, δεν είναι εντελώς καινούρια, αφού οργανωμένους και συστηματοποιημένους ταυτοτικούς προσδιορισμούς στον ευρωπαϊκό χώρο έχουμε από τον Όμηρο και τον Ησίοδο μέχρι τους Ρωμαίο-βυζαντινούς χρόνους με τη ταυτότητα του «Ρωμαίου πολίτη» στο διάταγμα του Καρακάλλα (Constitutio Antoniniana) το 212 μ.Χ. και τον Ιουστινιάνειο Κώδικα (529-534 μ.Χ.). Αυτή η συγκροτημένη συνείδηση όμως πλήγηκε στη Δυτική Ευρώπη με την λεγόμενη «κατάρρευση» της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπου υπήρχε μια πανσπερμία πληθυσμών, που είχαν φτάσει, εγκατασταθεί και αναμιχθεί μεταξύ τους και με τους ντόπιους, χωρίς οργανωμένη ιστορία και πολιτισμό. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι «βάρβαροι» που κατέλαβαν την Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία δεν είχαν λαϊκές ιστορίες και μύθους ή κάποια πολιτική οργάνωση, έστω και πρωτόγονη για τα μέτρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. 


Τι εννοούμε με τον όρο «κατάρρευση», όμως, που διαβάζουμε συχνά στα βιβλία της ιστορίας; Ξεπερνώντας τις εσωτερικές και εξωτερικές αιτίες, με το «κατέρρευσε» η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εννοούμε μια χρόνια, προοδευτική κατάσταση (περ. από το 376 έως το 476 μ.Χ.) διάσπασης της σε πολιτειακές οντότητες («βαρβαρικά βασίλεια») και απώλειας του κεντρικού ελέγχου. Οι ομάδες που είχαν εισέλθει και εγκατασταθεί στη Ρωμαϊκή επικράτεια κατά τη διάρκεια του 4ου και 5ου αιώνα - κυρίως οι Γότθοι και οι Βάνδαλοι - καταγράφηκαν από τους Ρωμαίους συγγραφείς εκείνης την εποχής με εθνοτικές ονομασίες που τους συνέδεαν με ιστορικά τεκμηριωμένες φυλετικές συνθέσεις του ανατολικού γερμανικού κόσμου (ένας χάρτης της εποχής θα βοηθούσε στο τι εννοούμε Γερμανία εκείνη την περίοδο) του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ. - μια περίοδο μείζονος κοινωνικής εξέλιξης στη Γερμανία- και οι οποίες συνέχισαν να χρησιμοποιούνται και αργότερα. Ωστόσο, αυτοί οι πληθυσμοί μόνο εθνικά/φυλετικά διακριτοί δεν ήταν: αυτές οι ομάδες ήταν σύνθετα πλήθη και συνομοσπονδίες, αποτελούμενες από πολεμιστές και τις οικογένειες τους συχνά διαφορετικής γεωγραφικής και εθνοτικής καταγωγής, των οποίων η μη συγκροτημένη ταυτότητα ήταν ικανή, χάρη στην έλλειψη υψηλού πολιτισμού, να αλλάξει και να εξελιχθεί σύμφωνα με εκείνη του στρατιωτικού άρχοντα ή ελίτ που υπηρετούσαν τώρα.26

Για κάποιους μελετητές, τόσο αυτές οι φυλετικές/εθνοτικές ταμπέλες όσο και η ταυτότητα/συνείδηση αυτών των «βάρβαρων» οφείλεται όχι μόνο στους ίδιους, αλλά και στους Ρωμαίους. Οι τελευταίοι τους απέδιδαν ονομασίες, ενώ μέσω των ειρηνικών και πολεμικών επαφών με την αυτοκρατορία, καθώς και η ιμπεριαλιστική πολιτική αυτής, τελικά τους εξανάγκασαν στην όποια ενοποίηση, στην περεταίρω συγκρότηση και στην εξέλιξη τους.


Αυτό δεν σημαίνει ότι οι λαϊκές αναμνήσεις των ανθρώπων αυτών ήταν καθαρά πλασματικές ή τέτοιες ταυτότητες κατασκευάστηκαν εξ ολοκλήρου. Αντίθετα, τα στοιχεία υποδηλώνουν ότι μεταξύ των τάξεων της «βαρβαρικής» ελίτ και όχι μόνο, τέτοιες εθνοτικές παραδόσεις και ταυτότητες διαφυλάχθηκαν με ζήλο και διατηρήθηκαν προσεκτικά: κάποια μέλη της βάρβαρης ελίτ υπηρετούσαν ως Traditionskerne - «πυρήνες της παράδοσης« - ικανά να μεταδώσουν μια κληρονομική ταυτότητα όχι μόνο στους συγγενείς τους αλλά και στους ακόλουθους τους. Ο Προκόπιος (500-565, βυζαντινός ιστορικός) εντοπίζει μια τέτοια ομάδα, την οποία ονομάζει δόκιμοι, μεταξύ των Γότθων στην κορυφή της Οστρογοτθικής κοινωνίας στην Ιταλία. Αυτοί οι δόκιμοι, μας λέει, χρησίμευαν ως σύντροφοι του Οστρογότθου βασιλιά στη μάχη και μια ομάδα από αυτούς μάλιστα επέκρινε δημόσια τη βασίλισσα των Οστρογότθων Αμαλασούνθα για την παροχή στο γιο της, του μικρού βασιλιά Αθαλάριχου, υπερβολικά -κατά την άποψη τους- «ρωμαιοποιημένη» εκπαίδευση. Κατά συνέπεια, από τον 4ο αιώνα μ.Χ. έως και τον 6ο συναντάμε σημαντική ρευστότητα προσωπικών και συλλογικών ταυτοτήτων τόσο εντός όσο και πέραν της αυτοκρατορική μεθοριακή ζώνη, αλλά αυτή η ρευστότητα δεν ήταν καθολική και η επακόλουθη μετατροπή των ταυτοτήτων δεν ήταν απόλυτη.27


Όμως όσο ρωμαιοποιημένα και εάν ήταν ή δεν ήταν τα πρώτα δυτικοευρωπαϊκά «βαρβαρικά βασίλεια», κάποια πράγματα είχαν αλλάξει για πάντα όπως αποδείχθηκε. Ένα από αυτά ήταν ότι οι γερμανικοί λαοί δεν αυτό-αποκαλούνταν Ρωμαίοι: έβλεπαν σαφώς τους εαυτούς τους ως ξεχωριστούς από τους Δυτικό-Ρωμαίους, τους οποίους κατέλαβαν και κυβέρνησαν και σε αυτό διαφέρουν από τους «βάρβαρους» πολέμαρχους παλαιότερων περιόδων, οι οποίοι ρωμαιοποιήθηκαν και υπηρέτησαν την αυτοκρατορία. Υπάρχουν λοιπόν περιπτώσεις όπως οι ηττημένοι Οστρογότθοι και Βάνδαλοι που φαίνεται ότι απορροφήθηκαν, αφού δεν εμφανίζονται ξανά στις πηγές και υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπως τα βασίλεια των Βισιγότθων της Ισπανίας και των Φράγκων της Γαλατίας όπου συνέβη το αντίστροφο και οι Ρωμαίοι άρχισαν να βλέπουν τους εαυτούς τους ως Γότθους και Φράγκους.28


Οι τότε «Δυτικοί» (ντόπιοι και νεοεισερχόμενοι), λοιπόν, ετερόκλητοι πολιτι(σμι)κά, συγκροτήθηκαν σε νέα βασίλεια τη περίοδο της μεσαιωνικής Ευρώπης: ο Μεσαίωνας για τη Δυτική Ευρώπη σήμανε την έναρξη της διανοητικής, πολιτιστικής και πολιτικής της ταυτότητας, με το σύγχρονο έθνος-κράτος να προκύπτει από τις μοναρχίες που δημιουργήθηκαν από βασιλείς όπως ο Φίλιππος Β΄ της Γαλλίας (1165-1223) και ο Ιωάννης της Αγγλίας (1166-1216), τις δημοκρατικές μορφές διακυβέρνησης να βασίζονται στα συστήματα εκπροσώπησης και συγκατάθεσης που εξελίχθηκαν από τον 13ο αιώνα και την ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας να αναδύεται από τα γραπτά του Μαρσιλιου της Πάδοβα (1275-1342).29 Βέβαια μπορεί τα κυρίαρχα κράτη να εμφανίστηκαν στη Δυτική Ευρώπη κατά τη Μεσαιωνική περίοδο καθώς οι ηγεμόνες κινήθηκαν προς μεγαλύτερη εξουσία και ανεξαρτησία, όμως, για να είμαστε σαφείς, αυτά τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη δεν ήταν έθνη-κράτη με τη σύγχρονη έννοια, στα οποία οι πολίτες αισθάνονταν ότι ανήκουν σε ένα έθνος, π.χ. Ισπανοί, Γάλλοι ή Ιταλοί: οι μεσαιωνικοί ηγεμόνες κυβερνούσαν ένα περίπλοκο συνονθύλευμα εδαφών, ημιανεξάρτητων πόλεων, φεουδαρχικών υποτελών και εταιρικών θεσμών, όπως οι συντεχνίες, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητες από το στέμμα, ανταλλάσσοντας προσωπικά ή/και εταιρικά προνόμια με αφοσίωση και υποστήριξη.30


Κατά την Αναγέννηση εμφανίσθηκαν οι πρώτοι πυρήνες πόλεων-κρατών, όπου και τότε δεν υπήρχε τίποτα δημοκρατικό ή εθνοτικό στις πόλεις-κράτη της Αναγεννησιακής Ιταλίας, αφού ήταν ολιγαρχίες, οι οποίες κυβερνούσαν ανθρώπους χωρίς συγκροτημένη συνείδηση. Αργότερα ήρθαν ο Διαφωτισμός, η Βιομηχανική Επανάσταση, η εμφάνιση της αστικής τάξης και τελικά τα ισχυρά σύγχρονα έθνη-κράτη δυτικού τύπου. Η ιδέα, λοιπόν, του έθνους-κράτους στη μορφή που τη ξέρουμε σήμερα, παρότι έχει ρίζες στο Μεσαίωνα, εμφανίζεται στη Δυτική Ευρώπη μεταξύ του 18ου και 19ου αιώνα (Ευρωπαϊκός Διαφωτισμός), ως κάτι φιλελεύθερο (προοδευτικό, «αριστερό», ίσως «αναρχικό», με τα σημερινά δεδομένα) το οποίο θέλει να ανατρέψει τις υπάρχουσες μορφές οργάνωσης που στηρίζονταν σε οικογενειακές δυναστείες (απολυταρχία) και στη Δυτική εκκλησία (θεοκρατία). Με άλλα λόγια η δημοκρατική και λαϊκή πολιτική επιταγή να «αποφασίζουμε εμείς για εμάς» και όχι ο βασιλιάς, ο Πάπας και ενδεχομένως ο Θεός, έφερε τη προϋπόθεση μιας πολιτικής απάντησης για τον ορισμό του ποιοι είμαστε «εμείς». Έτσι γεννήθηκε στη Δύση η έννοια του έθνους με τους υλιστικούς όρους του Διαφωτισμού και αφού ιδεολογικοποιήθηκε έγινε εθνικισμός. Το πρόβλημα φυσικά του εθνικισμού (εκτός του τι είναι τελικά ή τι δεν είναι εθνικισμός και που διαφέρει από τη φιλοπατρία ή το πατριωτισμό),31 με σημείο εκκίνησης τη φυλετική, τη πολιτική και τη θρησκευτική ομοιογένεια και όχι την ελευθερία, ήταν ότι, κάποια στιγμή, όταν αναμείχθηκε με άλλες ιδέες, διαστρεβλώθηκε σε ναζισμό, φασισμό, σταλινισμό και όχι μόνο, όπως θα δούμε. 


Στην ανατολική πλευρά της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Εκεί, όπως είδαμε, από την αρχαιότητα υπήρχε κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο έχοντας αναπτύξει μεταξύ των Ελλήνων μια αίσθηση ομαδικού αυτοπροσδιορισμού που βασιζόταν σε γλώσσα, παιδεία, ιστορία, πολιτειακό σύστημα, έθιμα, ίσως κάποια φυλετικά χαρακτηριστικά και φυσικά τη θρησκεία. Αυτό όμως δύσκολα χαρακτηρίζεται ως εθνικισμός με την σημερινή έννοια, διότι το έθνος (ό,τι και να σήμαινε τότε) δεν όριζε το πολιτικό σύστημα, όπως έγινε αργότερα με το νεωτερικό δυτικό μοντέλο έθνους-κράτους, αλλά ήταν ένα μόνο τμήμα (από τα πολλά) της αρχαιοελληνικής κουλτούρας της πόλις.32 Για να έχει κάποιος δικαιώματα έπρεπε να είναι πολίτης (Αθηναίος, Σπαρτιάτης κτλ.) και όχι Έλληνας. 


Όσο, λοιπόν, η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διαμελίζεται από τους νεοεισερχόμενους, η Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία εξελίσσεται σε παγκόσμια υπερδύναμη, βασιζόμενη σε μια αδιάσπαστη πολιτι(σμι)κή συνέχεια, που όλα τα «ξένα» απορροφώνται από την ελληνική κοσμοθεώρηση (γλώσσα, τρόπο σκέψης και αντίληψης) και παρότι για κάποια περίοδο το «Έλληνας» είχε αρνητική έννοια, τελικά όλα ελληνοποιούνται ή εξελληνίζονται. Με την ίδια λογική «συνέχειας», μιλάγαμε πριν για τον ελληνορωμαϊκό κόσμο επί Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ή τη κάποτε μικρή εβραϊκή αίρεση, που σήμερα γνωρίζουμε ως Χριστιανισμό και έγινε αυτό που έγινε, όταν ελληνοποιήθηκε/διεθνοποιήθηκε μέσω του Απόστολου Παύλου και μετά από τις «κόντρες» που είχε με το αδερφό του Ιησού, Ιάκωβο και τον Απόστολο Πέτρο, για τη συμμετοχή των «εθνικών» (μη Ιουδαίων) στη νέα θρησκεία. Και με την ίδια λογική θα μιλήσουμε αργότερα για «συνέχεια», όταν η Κωνσταντινούπολη περνά στα χέρια των Οθωμανών και η πολιτι(σμι)κή συνέχεια του ελληνισμού, παρότι παύει να είναι η μοναδική ή η κυρίαρχη ή όπως την ξέραμε μέχρι τότε, δεν εξαφανίζεται, αλλά συνεχίζει με τα πάνω και τα κάτω της, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία θεωρεί -ως ένα σημείο- τον εαυτό της διάδοχο της Ρωμαίο-βυζαντινής Αυτοκρατορίας και χρησιμοποιεί δομές, θεσμούς και ανθρώπους της προηγούμενης κατάστασης. Μάλιστα κάποιοι χρησιμοποιούν τον όρο «Έλληνο-οθωμανική Αυτοκρατορία». 

Αυτό που φαίνεται να μην έχει συνέχεια κατά την τουρκοκρατία αλλά τελικά έχει, παρότι διχάζεται, είναι η καλλιέργεια της ελληνικής σκέψης, που επιζεί είτε μέσω των δυτικών στους οποίους έχει μετακενωθεί από τους Βυζαντινούς, είτε μέσω Ελλήνων διανοούμενων της διασποράς, είτε μέσω της Ελληνικής εκκλησίας με κληρικούς που ήταν ταυτόχρονα στοχαστές και επιστήμονες όπως ο Μεθόδιος Ανθρακίτης (1660-1736), ο Θεόφιλος Κορυδαλλέας (1570-1645), ο Ευγένιος Βούλγαρης (1716-1806) κ.α. Ο τελευταίος μάλιστα ήταν θιασώτης του Διαφωτισμού και είχε μεταφράσει Βολταίρο, ενώ ο μεσαίος ήταν ο πατέρας του λεγόμενου νέο-αριστοτελισμού.


* * * * *


Σήμερα αναρωτιόμαστε εάν το 1821, συνέβη παλιγγενεσία, εθνεγερσία ή εθνογένεση. Ως εθνογένεση το είδε ο Διαφωτισμός, κρίνοντας εξ ιδίων τα αλλότρια, αφού στη περίπτωση των Δυτικών περιοχών της Ευρώπης, μετά την λεγόμενη «κατάρρευση» της Δυτικής πτέρυγας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα κράτη (απολυταρχικά, θεοκρατικά) δημιουργούν τα έθνη αφού ομογενοποιούν ετερογενείς ομάδες ντόπιων και νεοεισερχόμενων. Στη Δυτική Ευρώπη, λοιπόν, αναπτύσσεται ο εθνοτικός εθνικισμός, ενώ στην Ανατολική Ευρώπη -ακόμα πιο ετερόκλιτη αφού αποτελεί λίγο ως πολύ την κύρια πύλη εισόδου των νεοεισερχόμεων- ως συνδετικός κοινωνικός κρίκος λειτουργεί ο πολιτικός εθνικισμός. Γενικά, στη πολιτική μορφή του εθνικισμού το έθνος είναι ένας πολιτικός πληθυσμός: οι κάτοικοι συνδέονται με κοινές πολιτικές αξίες, εμπνευσμένες από την ίδια αίσθηση αποστολής και με κοινούς οικονομικούς θεσμούς. Στη δεύτερη μορφή - την εθνοτική: το έθνος είναι ο πληθυσμός που αποτελείται από ανθρώπους που συνδέονται με μια (αληθινή ή φανταστική) γραμμή αίματος, μια γενετική (ή φυλετική) ομοιότητα, από έθιμα, θρησκεία και γλώσσα. Και οι δύο εκδοχές, φυσικά έχουν τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό ως στόχο, αλλά η εθνοτική τείνει να είναι πολύ πιο αποκλειστική και λιγότερο ανεκτική.


Τελικά, παρότι ο σοβιετικός μαρξισμός πολέμησε φανατικά τον εθνικισμό, δεν τον απέφυγε στην πολιτική του εκδοχή, γι’ αυτό και η ένταση με την οποία υποστηρίχτηκαν τα μαρξιστικά ιδεώδη ως κοινωνικός συνδετικός κρίκος, με την «κατάρρευση» ή μετάλλαξη της ΕΣΣΔ, ουσιαστικά πήραν άλλη μορφή εθνικισμού.   

Ρίζα, βέβαια, κάθε σύγχρονης πολιτικής σκέψης είναι η αρχαιοελληνική κοσμοθεώρηση. Ο ελλαδικός χώρος βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ Δύσης και Ανατολής με κυρίαρχη τη συνέχεια της πολιτι(στι)κής ταυτότητας, που έκανε ακόμα και τον Ernest Gellner να γράψει στο Nationalism33: «θα ήταν άσκοπο να αρνηθούμε ότι ορισμένα γνωρίσματα της (σ.σ. Ελληνικής Επανάστασης του 1821) συνιστούν κάποιο πρόβλημα για την θεωρεία μας, η οποία συνδέει τον εθνικισμό με τον βιομηχανισμό. Το Ναύπλιο και η Αθήνα του πρώιμου 19ου αιώνα παρουσίαζαν ελάχιστη ομοιότητα με το Μάντζεστερ του Ένγκελς, ενώ ο Μοριάς δεν έμοιαζε με τα λαγκάδια του Λανκασάιρ… είναι εύλογη η άποψη ότι αρχικά το ελληνικό εθνικό κίνημα δεν αποσκοπούσε σε ένα ομοιογενές νεωτερικό εθνικό κράτος, αλλά μάλλον να αντικαταστήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία με ένα νέο Βυζάντιο» και συμπληρώνει «είναι ότι κάποια έθνη διαθέτουν αυθεντικούς αρχαίους ομφαλούς, άλλα έχουν ομφαλούς που επινοήθηκαν για χάρη τους από την ίδια την εθνικιστική προπαγάνδα και άλλα δεν έχουν καθόλου ομφαλό.»34 


Εάν, λοιπόν, με το εθνογένεση εννοούμαι ότι οι Έλληνες έγιναν «Έλληνες» (ή οτιδήποτε αυτό-αποκαλούνταν ή τους αποκαλούσαν ανά εποχές) από το νεωτερικό έθνος-κράτος, τον εθνικισμό και το «1821», τότε σε καμία περίπτωση! Καμία όμως, από όπου και να το πιάσει κάποιος! Το θέμα με τους κατοίκους του ελλαδικού χώρου τότε, δεν ήταν να «εφευρεθεί» κάποια υποτιθέμενη ταυτότητα, για να συγκροτηθούν πολιτισμικά και πολιτειακά, αφού τρόπος αυτοπροσδιορισμού και πολιτειακή συγκρότηση υπήρχαν - με τον τρόπο που υπήρχαν - από την αρχαιότητα και θα δούμε πάρα κάτω. Από την άλλη μεριά, η «παλιγγενεσία», με τον όρο γένος εμπεριέχει μια βιολογική (φυλετική) διάσταση, η οποία διαστρεβλώνει, όπως και η σύγχρονη (μόνο πολιτική) ερμηνεία του όρου «έθνος»35, αυτό που ήταν διαχρονικά ο ελληνισμός. Επίσης δεν είναι τόσο σίγουρο ότι πέθανε τελικά κάτι, για να ξαναγεννηθεί. 


Το ζητούμενο με το «1821» ήταν η απελευθέρωση κάποιων ανθρώπων που θεωρούσαν ήδη, ότι συνδέονταν από μια κοινή ιστορία, γλώσσα, θρησκεία και «κοινά» (αυτόνομη τοπική πολιτική συγκρότηση) και οι οποίοι έθεταν ως σημείο αναφοράς της κοινής ιστορικής και πολιτι(στι)κής τους υπόστασης τη Κωνσταντινούπολη, η οποία τους ένωνε με το παρελθόν τους. Και έτσι, όλοι οι δρόμοι περνάνε από τη Νέα Ρώμη (τη Κωνσταντινούπολη) ως το αμφιλεγόμενο σημείο που καταλήγουν όλες οι διαφορετικές, ιδεολογικές, προσεγγίσεις της ελληνικής ιστορίας. Και παραμένει αμφιλεγόμενο, διότι - όπως λέει και η Ελένη Γλύκατζη Αλβελέρ- οι Έλληνες είναι ο μοναδικός λαός που δεν κατάφερε να ανακτήσει, αν και με όρους «ρωμαϊκούς» ή/και νεωτερικούς (δυτικού έθνους-κράτους), τη πρωτεύουσα του.


* * * * *


Υπάρχουν όντως ιδεολογικές διαφορές; Φυσικά· και οι οποίες, όσο και εάν εκπλήσσει, βασίζονται σε φιλοσοφικές διαφορές που ελάχιστα έχουν αλλάξει μετά από 200 και πλέον χρόνια. 

Κατά συνέπεια, ένα από τα θέματα που ακόμα μας ταλανίζει από την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, βάση του δυτικού/νεωτερικού μοντέλου έθνους-κράτους, είναι οι φιλοσοφικές διαφορές μεταξύ του Διαφωτισμού και της ελληνικής σκέψης (ως κοσμοθεωρία με πολιτισμική ταυτότητα -με την έννοια που λέμε γαλλικός Διαφωτισμός, κινεζική, ινδική ή αραβική σκέψη κτλ.), φτάνοντας στο αντιφατικό, σήμερα κάποιοι να αντιμαχόμαστε τις αρχές του Διαφωτισμού εν ονόματι του Διαφωτισμού (π.χ. ορθολογισμός και άρνηση της αντικειμενικότητας - σχετικισμός - ταυτόχρονα κτλ.)


Ο Διαφωτισμός -όπως και η ιταλική Αναγέννηση- στηρίχτηκε στην αρχαιοελληνική σκέψη, αλλά εντελώς μεταξύ μας επηρεάστηκε πολύ περισσότερο από τον Βυζαντινό πολιτισμό και γι’ αυτό βρήκε από την αρχή τόσο ενθουσιώδη ανταπόκριση ανάμεσα στους Έλληνες του 1821. Βέβαια ο Διαφωτισμός αυτό-ορίστηκε απορρίπτοντας το Βυζάντιο συλλήβδην και με καθόλου κομψό τρόπο. Τι ήταν όμως ο Διαφωτισμός;

 

Την περίοδο του Διαφωτισμού οι στοχαστές υποστήριξαν την πνευματική ελευθερία και τη χρήση της λογικής στην αναζήτηση της προόδου, αμφισβητώντας το παρελθόν, την εξουσία του κλήρου και της μοναρχίας στη δυτική Ευρώπη.

Ο Διαφωτισμός, λοιπόν, ξεκίνησε στη Γαλλία και επεκτάθηκε σε όλη την Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική, ενώ χοντρικά μπορεί να χωριστεί σε τρεις περιόδους: στη πρώτη, κατά το πρώτο μισό του 18ου αιώνα, υπήρχε μια πιο άμεση επιρροή της Επιστημονική Επανάστασης, ενώ η δεύτερη ξεκινά με το έργο του Μοντεσκιέ Το Πνεύμα των Νόμων (1748) και τελειώνει το 1778 με τους θανάτους του Βολταίρου και του Ρουσώ. Τη τρίτη περίοδο συμβαίνει μια στροφή από την έμφαση στην ανθρώπινη λογική προς στα συναισθήματα και τα πάθη της ανθρωπότητας. Αυτή η τελευταία περίοδος περιλαμβάνει νέες ιδέες που σχετίζονται με την έννοια της ελευθερίας και με τη λειτουργία των οικονομιών, τα οποία εκπροσωπούνται από τη σκέψη του Άνταμ Σμιθ (1723-1790) και του πώς το λελογισμένο ατομικό συμφέρον και ο ανταγωνισμός μπορούν να οδηγήσουν σε οικονομική ευημερία. Τότε, αρκετοί μονάρχες εφάρμοσαν τη φιλοσοφική αρχή ότι οι κυβερνήτες πρέπει να εργάζονται για το καλό των υπηκόων τους («πεφωτισμένη απολυταρχία»). Ωστόσο το πνεύμα της περιόδου υπονόμευσε το κατεστημένο και συνέβαλε στη Γαλλική Επανάσταση.

Οι τέσσερις φιλόσοφοι που κυριάρχησαν στο Διαφωτισμό με ιδέες για την κοινωνία και την πολιτική ήταν ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος, ο Ντιντερό και ο Ρουσώ. Οι απόψεις τους βέβαια ποικίλλουν, συμπεριλαμβανομένων και αυτών περί θρησκείας. Ο Μοντεσκιέ, ο Βολταίρος και ο Ρουσσώ ήταν ντεϊστές: επειδή η επιστήμη φαινόταν να έχει αποδείξει ότι η συνεχής παρέμβαση του Θεού ήταν περιττή για να λειτουργεί ο κόσμος, αυτοί οι στοχαστές θεώρησαν ότι ο Θεός έθεσε τον κόσμο σε κίνηση σύμφωνα με τους νόμους της φύσης και στη συνέχεια άφησε τη γνώση και την ανθρώπινη πρόοδο στα χέρια της ανθρώπινης διάνοιας. Αντίθετα, ο Ντιντερό ήταν άθεος.36


Μαζί με τον Διαφωτισμό γεννήθηκε -όχι ως αντίπαλο δέος, αλλά ως δίδυμο αδερφάκι του- το ρεύμα του λεγόμενου αντί-Διαφωτισμού, στον οποίο συγκαταλέγεται και ο Ρομαντισμός.37 Σήμερα βλέπουμε ότι τα σύγχρονα τέλματα όλης εκείνης της σκέψης και της νεωτερικότητας, η παγκοσμιοποίηση, ο «σύγχρονος Μεσαίωνας» ως το μεσοδιάστημα μεταξύ βιομηχανικής και τεχνολογικής περιόδου, ο φόβος της αναβίωσης του ισλαμικού φονταμελισμού καθώς και η ανασφάλεια από την ανάδυση της Κίνας, της Ινδίας και την επιστροφή της Ρωσίας, φέρει τους δυτικούς -με κρίση ταυτότητας- να μελετούν πιο ουσιαστικά τη Βυζαντινή περίοδο. Μάλλον καταλαβαίνουν πια ότι για να αντέξει εκείνο το σύστημα τόσα χρόνια (μια από τις μακροβιότερες πολιτειακές οντότητες που αναγεννάται από τις στάχτες της), περιτριγυρισμένο από τόσους αντιπάλους, πιθανότατα δεν θα ήταν και τόσο «γελοία ιστορία« ή «ανάξιο συνονθύλευμα», το οποίο «δεν περιλαμβάνει τίποτε άλλο, εκτός από στομφώδεις ρητορίες και θαύματα», όντας «μια ντροπή για την ανθρώπινη σκέψη», όπως έγραφε ο Βολταίρος στο Le pyrrhonisme de l’ histoire (κεφ. 15)

Είναι φυσικά ο ίδιος Βολταίρος που υποστήριζε την Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας στο να διαδώσει το Διαφωτισμό σε Οθωμανούς και Πολωνούς με τα όπλα και είναι ο ίδιος Διαφωτισμός που κατέληξε στη Ναπολεόντια δικτατορία, χωρίς όλα αυτά να μειώνουν την αξία που έχει ο Διαφωτισμός και οι Διαφωτιστές στην ανθρώπινη ιστορία και πρόοδο.


* * * * * 


5. Το χαμένο κομμάτι του παζλ


Το Βυζάντιο είναι το χαμένο κομμάτι του παζλ, για να καταλάβουμε πολλά πράγματα για εμάς και το «1821». Ο Michael J. Decker στην εισαγωγή του The Byzantine Art of War38, γράφει ότι το πιο εντυπωσιακό πράγμα για τη βυζαντινή κοινωνία γενικότερα, ήταν η αξιοσημείωτη μακροζωία της, με αυτούς τους ανθρώπους με την ελληνική ομιλία και τη χριστιανική τους πίστη, να προσκολλούνται έντονα στον πολιτισμό τους ενόψει συνεχών εσωτερικών και εξωτερικών πιέσεων. Παρατηρεί δε, ότι ο πόλεμος δεν αγκάλιασε ποτέ τη πλειοψηφία των Βυζαντινών ως αρετή με τον τρόπο που το έβλεπαν πολλοί δυτικοί (πρώην «βάρβαροι») λαοί.

Ο Edward Luttwak αναφέρει ότι από στρατηγικής άποψης, το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας βρισκόταν σε μειονεκτικότερη θέση σε σύγκριση με το δυτικό της τμήμα: «Με πιο ισχυρούς εχθρούς και μια λιγότερο ευνοϊκή γεωγραφία, η ανατολική αυτοκρατορία ήταν σίγουρα η πιο ευάλωτη από τις δύο. Και όμως ήταν η δυτική αυτοκρατορία που εξαφανίστηκε κατά τον πέμπτο αιώνα. Στην ουσία, η ανατολική ή βυζαντινή αυτοκρατορία ξεπέρασε σε μεγάλο βαθμό τη δυτική της ομόλογο, επειδή οι ηγέτες της ήταν σε θέση να προσαρμοστούν στρατηγικά στις αρνητικές συνθήκες, επινοώντας νέους τρόπους αντιμετώπισης παλαιών και νέων εχθρών.»39


Ο ρώμαιο-ελληνορθόδοξος χαρακτήρας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με τα καλά και τα κακά του, εκτός του ότι επηρέασε ολόκληρη την Ευρώπη (Δυτική και Ανατολική), έδωσε στο Βυζάντιο μια αξιοπρόσεκτη ευελιξία, αντοχή και ανεκτικότητα, ενώ το έκανε ως ένα σημείο «πόρτα ασφαλείας», για να αναπτυχθεί αυτή η Δυτική Ευρώπη που κάποιοι αγαπούμε ή που λατρεύουμε να μισούμε. Έτσι ο Lars Brownworth ενδεχομένως να υπερβάλλει, αλλά δεν λέει ψέματα στην εισαγωγή του Lost to the West: The Forgotten Byzantine Empire That Rescued Western Civilization40: «Ο δυτικός πολιτισμός, ωστόσο, οφείλει ένα απίστευτο χρέος στην περιφρονημένη πόλη του Βοσπόρου. Για περισσότερο από μια χιλιετία, η πρωτεύουσά του στάθηκε, ο μεγάλος προμαχώνας της Ανατολής προστατεύοντας μια νεογέννητη, χαοτική Ευρώπη, καθώς ο ένας μετά τον άλλο επίδοξοι παγκόσμιοι κατακτητές κατέρρεαν στα τείχη της. Χωρίς το Βυζάντιο, οι ανερχόμενοι στρατοί του Ισλάμ σίγουρα θα είχαν σαρώσει την Ευρώπη τον έβδομο αιώνα και, όπως συνειδητοποίησε ο Gibbon (σ.σ.1737-1794, Άγγλος ιστορικός), η έκκληση για προσευχή θα είχε ηχήσει από τα ονειρεμένα κωδωνοστάσια της Οξφόρδης. Υπήρχε όμως κάτι παραπάνω από την απλή δύναμη των όπλων στο βυζαντινό δώρο. Καθώς ο πολιτισμός τρεμόπαιζε αμυδρά στα απομακρυσμένα ιρλανδικά μοναστήρια της Δύσης, λαμπύριζε στην Κωνσταντινούπολη, κάποιες φορές λαμπαδιάζοντας, άλλες φορές εξασθενώντας, αλλά πάντα ζωντανός. Ο μεγαλύτερος αυτοκράτορας του Βυζαντίου, ο Ιουστινιανός, μας έδωσε το ρωμαϊκό δίκαιο - τη βάση των περισσότερων ευρωπαϊκών νομικών συστημάτων ακόμη και σήμερα - οι τεχνίτες του μας έδωσαν τα λαμπρά ψηφιδωτά της Ραβέννας και τον υπέρτατο θρίαμβο της Αγίας Σοφίας και οι λόγιοι του μας έδωσαν τα εκθαμβωτικά ελληνικά και λατινικά κλασικά που οι Σκοτεινοί Αιώνες σχεδόν εξαφανίστηκαν στη Δύση.» 

ΜΙλάμε για τον ίδιο Ιουστινιανό, τον οποίο «στολίζει» ο Προκόπιος -μαζί με τη γυναίκα του, την αυτοκράτειρα Θεοδώρα και έναν από τους σημαντικότερους στρατιωτικούς ηγέτες της ιστορίας και συνάμα πιο αδικημένους, τον Βελισάριο- στα Ανέκδοτα, των οποίων η ιστορικότητα και η αντικειμενικότητα κάποιων πτυχών ακόμα ελέγχονται.41, 42


Η εικόνα, όμως, που έχουμε οι περισσότεροι για το Βυζάντιο (ακόμα και το όνομα «Βυζάντιο») είναι επηρεασμένη από την Παπική μεσαιωνική αντί-Ορθόδοξη αφήγηση, την πολιτική βλέψη της Δύσης να διεκδικήσει τη συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, την υλιστική φιλοσοφία του Διαφωτισμού αργότερα και την αξίωση του ίδιου όσον αφορά στην αποκλειστική συνέχεια του αρχαιοελληνικού πνεύματος, φυσικά τη δυτική αποικιοκρατική κοσμοθεώρηση περί ανωτερότητας της Δύσης και τη διάσωση των «κατώτερων άλλων» από αυτήν, αλλά και τη Χριστιανό-ορθόδοξη «αντεπίθεση» σε «Δύση», Καθολικισμό και νεωτερικό έθνος-κράτος με τη μονοπώληση της ιστορίας της Βυζαντινής περιόδου από την Ορθόδοξη εκκλησία.


Έτσι αγνοήθηκαν εκατέρωθεν κάποιες σημαντικές διαστάσεις: η Βυζαντινή Αυτοκρατορία θεωρούσε πάντα ότι ήταν η γνήσια Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και εκεί ήταν το σημείο τριβής με τη Δύση, όταν η Δύση, μετά τη «κατάρρευση» ή «μη-κατάρρευση» της, «στάθηκε στα πόδια της» πάλι. Βάση της πολιτικής τους φιλοσοφίας, την οποία οι Ρωμαίο-βυζαντινοί είχαν πάρει από την αρχαιοελληνική δημοκρατία (πόλις), τα δύο βασικά πολιτικά συστήματα ήταν η βασιλεία και η κοινοπολιτεία/κοσμόπολις (res publica). Οι κοινοπολιτείες, όπως έλεγε και ο Κικέρων, μπορούσαν να είναι μοναρχικές, αριστοκρατικές ή δημοκρατικές. Παρά την ποικιλότροπη διακυβέρνηση της, η διοίκηση μιας κοινοπολιτείας έπρεπε να έχει ένα και μόνο στόχο: το κοινό καλό. 


Στη Βυζαντινή «κοινοπολιτεία» -όπως αποκαλείται όλο και πιο συχνά- η εκλογή, η καθαίρεση ή η νομιμότητα των αυτοκρατόρων εξαρτιόνταν από τη δημοτικότητα τους και όχι από κάποιο σύνταγμα, κάποια γραμμή αίματος ή τη «θεία βούληση». Γεγονός που εξηγεί τις όσες ίντριγκες, τα «διαπλεκόμενα», τις δολοφονίες και τη διαφθορά που συνέβαιναν και εάν θεωρήσουμε ότι όλα αυτά ήταν περισσότερα από το «κανονικό» ή από αυτά που συνέβαιναν σε Δύση και Ανατολή. Με λίγες εξαιρέσεις, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες κυβερνούσαν με «φόβο λαού» και όχι βάση του ελέω θεού της μεσαιωνικής Δύσης, καθώς ο αδιαφιλονίκητος κριτής τους ήταν η κοινωνία, η οποία περιλάμβανε τους πάντες – την αριστοκρατία, την διοίκηση, τον στρατό, τον κλήρο, τους εμπόρους, τους βιοτέχνες, τους αγρότες κ.λ.π. Αυτό μπορεί να εξηγήσει σε μεγάλο βαθμό αποφάσεις και έργα -πολλές φορές όχι καλά- αυτοκρατόρων, που ήθελαν να κερδίσουν την εύνοια των πολιτών ή τις έριδες και διαμάχες για τη νομιμοποίηση τους. Από την άλλη, οι βυζαντινοί πολίτες (όπως πριν οι Ρωμαίοι και οι αρχαίοι Έλληνες) δεν χρειάστηκε ποτέ να αναρωτηθούν ούτε από που πηγάζει η εξουσία, ούτε για το εάν ο αυτοκράτορας ήταν θεόσταλτος, αλλά αναρωτιόντουσαν για τις προθέσεις της διοίκησης του. Κάτι παρόμοιο συνέβαινε και με τους βυζαντινούς (Ορθόδοξους) θρησκευτικούς ηγέτες που πότε δεν υιοθέτησαν κάποιο αλάθητο


Την ίδια στιγμή, ο ελληνικός κοινοτισμός (η τοπική αυτοδιοίκηση) - η Ρωμαίο-βυζαντινή εκδοχή της αρχαιοελληνικής πόλις/δημοκρατίας - τόσο επί Ρώμης όσο και επί Βυζαντίου διατηρήθηκε, παρά τις επιδρομές Αράβων, Σλάβων, Αβαρών, Αράβων, Βουλγάρων και Σελτζούκων κ.α. ή την μετοίκηση Αλβανών, Αρβανιτών, Αρμενίων, Εβραίων κ.α. και τις πολιτικές κάποιων Βυζαντινών Αυτοκρατόρων. Ένας σημαντικός παράγοντας που έπαιξε ρόλο σε αυτό -εκτός της βαθιάς και συνεχιζόμενης αρχαιοελληνικής κουλτούρας της πόλις- ήταν και ο ρόλος του Χριστιανισμού: οι πρώτοι Χριστιανοί δεν ήταν πολιτικοποιημένοι, ωστόσο οι διδασκαλίες του Χριστιανισμού είχαν κοινωνικές και πολιτικές προτάσεις με ερμηνείες που απλώνονταν από τον ησυχασμό (ο οποίος προκάλεσε πολιτικές και κοινωνικές έριδες στην υστεροβυζαντινή περίοδο) ως την επανάσταση, από την «ιερή μοναρχία« ως τη δημοκρατία και από τον φιλελευθερισμό ως στον σοσιαλισμό. Σε κάθε περίπτωση οι Χριστιανοί ήταν αυτό-οργανωμένοι σε ένα παράλληλο κράτος μέσα στις αυτοκρατορίες, βασισμένο σε τοπικές θρησκευτικές κοινότητες, όπου δεν υπήρχε κοινωνική και φυλετική διαφορετικότητα. Έτσι, δημιουργήθηκαν και διατηρήθηκαν οι χριστιανικές εκκλησίες με αναφορές τόσο στη βιβλική έννοια των «κλητών» του Θεού από τον κόσμο της αμαρτίας όσο και στη «δημοκρατική συνέλευση» της αρχαιοελληνικής πόλις


Σήμερα λοιπόν κάποιοι αναρωτιόνται - και τα ερωτήματα έχουν και πολιτική βάση: καταρχήν είμαστε ιστορικά σωστοί, όταν ονομάζουμε «Βυζαντινή» την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία; Και δεύτερον, πόσο ακριβείς είμαστε, όταν χαρακτηρίζουμε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως «καισαροπαπισμό», «αυτοκρατορία» ή ακόμα και «σκοτεινή»;


Το Βυζάντιο δεν ήταν καθόλου «σκοτεινό» υποστηρίζουν οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί, αρχαιολόγοι, κοινωνιολόγοι, στοχαστές κ.α. (Έλληνες και ξένοι). Ταυτόχρονα έχει καταρριφθεί ο μύθος της διάσωσης της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας από το Ισλάμ. Έτσι, ο Paul Émile Lemerle, στο Le premier humanisme byzantine43 απορρίπτει το μύθο της διάσωσης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού από τους Άραβες και το Ισλάμ: «Με τις σημερινές γνώσεις μας, νομίζω ότι πρέπει να απορρίψουμε χωρίς δισταγμό την υπόθεση - a priori ήδη ελάχιστα αληθοφανή - ότι η διατήρηση στο γειτονικό Ισλάμ κάποιας ελληνικής παράδοσης και ελληνικών χειρογράφων προκάλεσε στο Βυζάντιο ένα είδος αναγέννησης. Δεν έχουμε καμιά απόδειξη, ούτε καν ένδειξη, ότι υπήρξε αντίστροφη κίνηση, από το Ισλάμ προς τις ελληνόφωνες χώρες, προς το Βυζάντιο. Η Βαγδάτη μπορεί να προμηθεύτηκε μερικά κείμενα από το Βυζάντιο, δεν έχουμε όμως παραδείγματα χειρογράφων που πήγαν στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία από το χαλιφάτο. Με άλλα λόγια, αυτή την εποχή διαπιστώνεται μια φανερή επίδραση του αρχαίου ελληνισμού στον ισλαμισμό, αλλά δεν έχουμε κανένα σημάδι έμμεσης μετάδοσης του αρχαίου ελληνισμού στον μεσαιωνικό, βυζαντινό ελληνισμό με την μεσολάβηση του Ισλάμ. Είναι λοιπόν βέβαιο, και αυτό ακριβώς έχει σημασία για μας, ότι ο Φώτιος (σ.σ. 810-891 μ.Χ., Πατριάρχης και ένας από τους πιο πολυσχιδής διανοητές του Βυζαντίου) προμηθεύτηκε σε βυζαντινό έδαφος και διάβασε στην Κωνσταντινούπολη τα ελληνικά βιβλία που αναλύει στην βιβλιοθήκη του.»


Ο Klaus Oehler αναφέρει ότι, «για περισσότερο από χίλια χρόνια το Βυζάντιο αποτέλεσε την έπαλξη, υπό την προστασία της οποίας ζούσε ολόκληρος ο δυτικός κόσμος. Μέσα σε αυτήν την ασφαλή ζώνη ήταν που μπόρεσε να αναπτυχθεί ο δυτικός πολιτισμός στην πρώτη του φάση, την μεσαιωνική. Η διαδεδομένη φλυαρία περί δήθεν χιλιετούς παρακμής της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας αντιφάσκει προς την τιτάνια στρατιωτική προσπάθεια των τάχα παρηκμασμένων Βυζαντινών. Η εξαιρετική ζωτικότητα τους δεν έγκειται μόνο στην φυσική και υλική αντοχή τους αλλά και στα πολιτιστικά τους επιτεύγματα. Κατʼ αρχάς, οφείλουμε να θυμηθούμε ότι το σύνολο σχεδόν της αρχαιοελληνικής γραμματείας που έχουμε σήμερα στην διάθεση μας διασώθηκε χάρη στους αντιγραφείς χειρογράφων των βυζαντινών σχολών (σ.σ. κοσμικών) και μοναστηριών. Στο Βυζάντιο - και όχι στην Λατινική Δύση - βρήκε η παράδοση της ελληνικής αρχαιότητας την φυσική της συνέχεια. Εκεί - και όχι στην Δύση - συνέχιζαν να διαβάζονται, να μελετώνται, να σχολιάζονται και να αντιγράφονται τα μεγάλα έργα των αρχαίων Ελλήνων. Ο κόσμος θα ήταν φτωχότερος, πιθανότατα πολύ φτωχότερος, αν οι Βυζαντινοί δεν πρόσφεραν στην ανθρωπότητα την υπηρεσία αυτή.»44


Στο βιβλίο Στα χρόνια του Βυζαντίου - Οι θετικοί επιστήμονες, ιατροί, χρονολόγοι και αστρονόμοι45 των Σ. Θεοδοσίου και Μ. Δανέζη, γίνεται μια λεπτομερή και ενδελεχή καταγραφή των θετικών επιστημόνων και αστρονόμων στην Βυζαντινή αυτοκρατορία. Ταυτόχρονα όμως, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου καταρρίπτεται ολόκληρη η επιχειρηματολογία κάποιων ότι στο Βυζάντιο δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από θεολογία: το Βυζάντιο ήταν τεχνολογικά και επιστημονικά πολύ ανεπτυγμένο και αυτό φαίνεται μέσα από τα κείμενα και τα συγγράμματα της εποχής. Τα πιο γνωστά τεχνολογικά επιτεύγματα του βυζαντινού πολιτισμού ήταν το «υγρό πυρ» και τα «αυτόματα» - κατασκευές διαφόρων τύπων που εκτελούσαν προγραμματισμένες μηχανικές κινήσεις από μόνες τους, ύστερα από εντολή ενεργοποίησης.


Η «δαιμονοποίηση» της Βυζαντινής περιόδου και η οριενταλίστικη εικόνα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε ως αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Δύση να θεωρεί ότι δημιούργησε η ίδια τους Έλληνες από έναν ετερόκλιτο πληθυσμό, αφού φτιάχτηκε το νέο ελληνικό κράτος και στον αντίποδα η Ρωσία (που σήμερα προτείνει τον εαυτό της ως «προστάτιδα της Ορθοδοξίας»· μια διακήρυξη που πρωτοέκανε το 1774 με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καιρνατζή) να πιστεύει περίπου το ίδιο με το ρόλο που έπαιξε στα εκκλησιαστικά, όπως υποστηρίζει ο Lucien Frary, κατά τη δημιουργία του πρώτου διεθνώς αναγνωρισμένου κράτους μετά την Γαλλική Επανάσταση· του ελληνικού.46 


Από την άλλη μεριά, αυτό το «σβήσιμο» του Βυζαντίου και η εμμονή στην αρχαία Ελλάδα, εκτός της κωμικοτραγικής κατάστασης των πρώτων φιλελλήνων που έφτασαν στην επαναστατημένη Ελλάδα του ’21, περιμένοντας να συναντήσουν τον Αχιλλέα και να συμμετάσχουν σε έναν νέο Τρωικό πόλεμο, κάνει κάποιους Έλληνες να πιστεύουν, μέχρι σήμερα, είτε ότι είμαστε κάτι «μοναδικό» και «ανώτερο», ξεχνώντας ότι υπήρχαν και άλλοι εξαιρετικοί (πιο) αρχαίοι πολιτισμοί, είτε να «παραιτούνται», αφού λίγο ως πολύ «εξαφανιστήκαμε» είτε από τους Ρωμαίους, είτε από τον Χριστιανισμό, είτε από τους Οθωμανούς κτλ. και σήμερα είμαστε μια σύγχρονη «κατασκευή» άλλων, οι οποίοι έχουν και την ευθύνη. Σε αυτό το «κενό μνήμης» οφείλεται και ο αντισημιτισμός που ερμηνεύει με διάφορους τρόπους την αντίδραση μερίδας του Εβραϊκού πολιτισμού στη κατοχή, στις έντονες επιρροές και στη πολιτιστική (και όχι μόνο) πίεση του ελληνικού πολιτισμού, κυρίως από την Ελληνιστική περίοδο και μετά, η οποία εντάθηκε με την κρατική Ρωμαίο-βυζαντινή υποστήριξη και διάδοση του Χριστιανισμού και τον συνεπαγόμενο αντί-Ιουδαϊσμό. Κίνηση που χτύπησε τον Εβραϊκό πολιτισμό στον πυρήνα της ύπαρξης του (θρησκεία, ιστορία, παράδοση κτλ.) και παραλίγο να τον εξαφανίσει.47


Ακόμα υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν τον Μέγα Κωνσταντίνο να φεύγει σχεδόν κατατρεγμένος από τη Ρώμη, παρατώντας τα πάντα στα χέρια του Πάπα, για να πάει σε μία νέα πόλη που φτιάχνει -τη Κωνσταντινούπολη- και εκεί «φυτρώνει» από το πουθενά μια πολιτειακή οντότητα (αυτοκρατορία), όπου οι κάτοικοι είναι ένα «σκορποχώρι» λαών, χωρίς ταυτότητα και συνοχή -κάτι σαν «άνθρωποι σκιές» ή ρομπότ- και αυτή η αυτοκρατορία καταφέρνει να επιβιώσει μυστηριωδώς, εξωφρενικά πολύ (1100 χρόνια), βασισμένη σε ένα σκοτεινό και καταπιεστικό «χριστιανοκρατικό» σύστημα. Ε, μάλλον η αλήθεια δεν ήταν ποτέ αυτή!


Ήταν όμως ελληνικό το Βυζάντιο; Το πόσο ελληνικό ήταν ή δεν ήταν το Βυζάντιο και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μεταξύ άλλων το έχει περιγράψει η Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ σε μια συνέντευξη στον Νίκο Μπακουνάκη και στο Βήμα, με αφορμή το βιβλίο της Γιατί το Βυζάντιο: «Το Βυζάντιο είναι η ελληνική γλώσσα και η ορθοδοξία, δηλαδή τα δύο βασικά συστατικά της ελληνοσύνης. Βέβαια το Βυζάντιο ήταν μια πολυεθνική αυτοκρατορία, αλλά ήταν μια αυτοκρατορία ελληνόφωνη. Το ότι το Βυζάντιο ήταν ελληνόφωνο έσωσε όλον τον ελληνικό πολιτισμό. Όταν ο μεγάλος Γάλλος ιστορικός Φερνάν Μπροντέλ έγραφε ότι δεν υπάρχουν Γάλλοι, υπάρχουν μόνο γαλλόφωνοι, και όποιος μιλάει γαλλικά είναι Γάλλος εννοούσε ότι η γλώσσα είναι η σύμπτυξη όλου του πολιτισμού και όλης της παράδοσης.»48


Μια εκδοχή με το τι σημαίνει το «πολυεθνικό» στο Βυζάντιο, μας δίνει ο Αντώνης Καλδέλλης: «Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού του, ταυτοποιείται ως Ρωμαίοι και γνώριζαν, ανεξάρτητα από το αν κατάγονταν από τη Ναύπακτο ή την Αττάλεια ή εάν γνώριζαν ο ένας τον άλλον προσωπικά, ότι ήταν όλοι Ρωμαίοι ακριβώς επειδή μοιράζονταν την ίδια θρησκεία, γλώσσα, τέχνη και αρχιτεκτονική, ιστορία, πολιτεία και νόμους, έθιμα και πιθανώς υλικές συνθήκες. Δεν χωρίζονταν σε εθνοτικές ομάδες ή κοινωνικές κάστες. Υπόκεινται στους ίδιους νόμους και καθένας από αυτούς θα μπορούσε θεωρητικά να καταλάβει οποιοδήποτε θέση στο κράτος. Η επίσημη εξουσία προερχόταν από το κράτος και τις υπηρεσίες του και όχι από τη φυλή ή τη κάστα. Όλα αυτά κάνουν τους Βυζαντινούς έθνος.

«Επίσης, το κράτος τους δεν ήταν ομοσπονδία φυλών ή περιφερειακών κρατών. Τα σύνορα του, πέρα ​​από τα οποία ζούσαν εχθρικοί βάρβαροι, ήταν συντριπτικά με την εμβέλεια και τη δικαιοδοσία των εθνικών τους θεσμών, δηλαδή της Εκκλησίας τους, του στρατού, των δικαστηρίων, των κοινωνικών ιεραρχιών και της γραφειοκρατίας. Όλα αυτά κάνουν το Βυζάντιο ένα έθνος-κράτος. Δεδομένης της παραχώρησης ότι ακόμη και στη σύγχρονη εποχή η εθνική ταυτότητα είναι θεμελιωδώς πολυδιάστατη και δεν μπορεί ποτέ να μειωθεί σε ένα μόνο στοιχείο, καθώς επίσης και ότι οποιοδήποτε συγκεκριμένο στοιχείο μπορεί να απουσιάζει από τη σύνθεση ενός συγκεκριμένου έθνους, εδώ έχουμε τέλειο συνταίριασμα μεταξύ του Βυζαντίου και των σύγχρονων ορισμών του έθνους-κράτους.

«Οι αντιρρήσεις των μοντερνιστών, οι οποίοι, ακολουθώντας τον Ernest Gellner, πιστεύουν ότι η πιθανότητα να φανταστεί κανείς το έθνος περιορίζεται στον σύγχρονο κόσμο, πάσχουν από μια σχεδόν απόλυτη άγνοια των ισχυρών μέσων που βρίσκονταν στη διάθεση των ρωμαϊκών αρχών, όταν έκαναν Ρωμαίους κάποιους από τους υπηκόους τους στα τέλη της αρχαιότητας και τη βαθιά διείσδυση στη ζωή και στο μυαλό όλων των Ρωμαίων της ιδεολογίας και των θεσμών του βυζαντινού κράτους στους μεταγενέστερους χρόνους.

«Στο βαθμό που το Βυζάντιο ήταν ταυτόχρονα Ρωμαϊκό, Χριστιανικό και Ελληνικό, οφείλει την ύπαρξη του σε τρεις παραδόσεις που προέρχονταν χοντρικά από την ίδια περίοδο, δηλαδή από τον έκτο έως τον τέταρτο αιώνα π.Χ. Τότε ήταν που δημιουργήθηκαν το Ρωμαϊκό res publica, ο εβραϊκός Βιβλικός μονοθεϊσμός και η ελληνική παιδεία. Η ιστορία των αλληλεπιδράσεων τους στην αρχαιότητα ήταν μια συνεχής εξέλιξη που έδειχνε προς και τελικά κατέληξε στο Βυζάντιο. Αντιστρόφως, η βυζαντινή ιστορική συνείδηση ​​επεκτεινόταν σταθερά πίσω σε εκείνη την εποχή της προέλευσης και ακόμα πιο πέρα, στους ηρωικούς πολέμους, τις μεταναστεύσεις και τις επιφοιτήσεις της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.

«Ένας Βυζαντινός θα μπορούσε ταυτόχρονα να είναι Ρωμαίος, Χριστιανός και Έλληνας, επειδή αυτές οι τρεις ταυτότητες ορίζουν διαφορετικά μέρη της ζωής του.»49


Στο «πολυεθνικό», η Ελένη Γλύκατζη-Αλβελέρ επανέρχεται με το βιβλίο της Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο; Πόσο Βυζαντινοί είναι οι Νεοέλληνες; όπου υποστηρίζει ότι «αν και πολυεθνικό, γρήγορα το Βυζάντιο, χάρη στην επικράτηση της ελληνοφωνίας, αναδείχτηκε σε μόρφωμα μονοπολιτιστικό, όπως διαμορφώθηκε με τη ρωμαϊκή του καταβολή, μπολιασμένη με την ελληνική παράδοση και με τη χριστιανική Ορθοδοξία που εκφράστηκε ελληνόφωνα.

 Είναι πιστεύω η βυζαντινή εμπειρία αναμφίβολα η ιστορική συνέχεια, στον ίδιο χώρο της αρχαιοελληνικής και της ελληνιστικής. [...] Σίγουρα λοιπόν το Βυζάντιο αποτελεί σταθμό στην ιστορία του Ελληνισμού.

 Είναι αναμφισβήτητα πλέον γνωστό, και αυτό ασχέτως εθνικών σκοπιμοτήτων, ότι το βυζαντινό κράτος είναι η οργανική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ότι η τέχνη του χρωστά πολλά στο ελληνιστικό κατόρθωμα και στην ανατολική εμπειρία των χρόνων εκείνων, αλλά ως πολιτιστική συνέχεια (και όχι μόνο γλωσσική) εγγράφεται το Βυζάντιο μονάχα ως βίωμα του Ελληνισμού.»50


Για τον Γιώργο Κοντογιώργη, «το Βυζάντιο εγγράφεται ως προς όλα στην αρχαιότητα, ότι αποτελεί την συνέχειά της και μάλιστα την πιο ολοκληρωμένη μήτρα της ελληνικής οικουμένης.» Μελετώντας την εξέλιξη της ελληνικής ταυτότητας στο Βυζάντιο, την οικειοποίηση της ιδέας της πολιτικής «Ρώμης» από τον ελληνισμό, του κόσμου μιας «αυτοκρατορίας πόλεων-κρατών» και της εταιρικής οικονομίας, ο Κοντογιώργης θεωρεί ότι το Βυζάντιο αποτελεί την «ανάδειξη των θεμελίων της ελληνικής εποποιίας της βυζαντινής οικουμένης (η οποία διήρκεσε ένδεκα αιώνες, έναντι τεσσάρων μόλις αιώνων της Ρώμης και άλλων τόσων περίπου των ελληνιστικών χρόνων).» Υποστηρίζει δε τον κομβικό ρόλο που έπαιξε το Βυζάντιο «στην απόσειση της δυτικής φεουδαρχίας», «στην επανεκκίνηση της διαδικασίας του ανθρωποκεντρικού μετασχηματισμού της Δύσης», «στην πολιτισμική ενοποίηση του ευρωπαϊκού χώρου» και «στη διαμόρφωση εν τέλει του νεότερου κόσμου.» «Το Βυζάντιο υπήρξε μια ζώσα πραγματικότητα, καθόλου στατική, στο πλαίσιο της οποίας επήλθαν μεταβολές στον ανθρωποκεντρικό κορμό του ελληνισμού, που υπερβαίνουν ακόμη και εκείνες της κλασικής και ελληνιστικής αρχαιότητας.»51


Από όλα τα παραπάνω καταλαβαίνουμε ότι ρωτάμε να μάθουμε κάτι μάλλον με λάθος τρόπο. Διότι στην ερώτηση «ήταν το Βυζάντιο ελληνικό;» η πρώτη και μάλλον κάπως πρόχειρη απάντηση είναι ότι «όχι! Το Βυζάντιο ήταν Ρωμαϊκό!» Ενδεχομένως η σωστή ερώτηση να είναι: «αποτελεί η Βυζαντινή ιστορία κομμάτι της ελληνικής;» Η απάντηση σε αυτό είναι: αδιαμφισβήτητα ναι και μάλιστα κομβικό κομμάτι! Όπως αποτελεί κομμάτι της ιστορίας και άλλων πληθυσμών της περιοχής, που μάλιστα στη περίπτωση σχεδόν όλων αυτών, η Ρωμαίο-βυζαντινή περίοδος είναι κατά κάποιο τρόπο η προϊστορική τους φάση με την έννοια της πρώιμης περιόδου διαμόρφωσης της ιστορίας, του πολιτισμού και εντέλει των πολιτειακών οντοτήτων τους.


Έτσι, εάν κάποιος ρωτούσε έναν Βυζαντινό «τι είναι», αυτός θα του απαντούσε στα ελληνικά «Ρωμαίος» και τη χώρα του θα την αποκαλούσε «Ρωμανία» (η χώρα των Ρωμαίων). Και αυτό φαίνεται να είναι διεθνώς αποδεκτό έως τον 8ο αιώνα μ.Χ., όταν για όλους το Βυζάντιο ήταν res publica Romana. Ωστόσο αυτό άλλαξε κατά το δεύτερο μισό του 8ου αιώνα με το πρώτο «τείχος» -πολύ πριν του Βερολίνου- μεταξύ Ανατολής και Δύση, όταν και ο όρος Graeci άρχισε να εκτοπίζει το «Ρωμαίος» στις δυτικές αναφορές για τους κατοίκους της Ανατολική Αυτοκρατορίας. Μέχρι τον 9ο αιώνα, η Δύση αμφισβητούσε ευθέως πια το δικαίωμα του ανατολικού αυτοκράτορα να αποκαλείται Αυτοκράτορας των Ρωμαίων.


Όμως συζητάμε για την ίδια πολιτειακή οντότητα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία στη Δύση εάν δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς, τουλάχιστον σίγουρα είχε διαμελιστεί. Σε ένα αντίστοιχο παράδειγμα, η Κινεζική Αυτοκρατορία του 10ου αιώνα ήταν πολύ διαφορετική από αυτήν του 1ου αιώνα ή του 18ου αιώνα. Και όμως υπάρχει μια θεμελιώδης συνέχεια κάτω από τις αλλαγές, οι οποίες αφορούν στις ίδιες γεωγραφικές περιοχές και στις πολιτι(στι)κές οντότητες με βαθιές ρίζες. Έτσι κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να αλλάξει το όνομα της Κινεζικής Αυτοκρατορίας ή να θεωρεί ότι οι Κινέζοι εξαφανίστηκαν. Βέβαια οι όροι «Βυζάντιο» και «Βυζαντινοί» υπάρχουν σε γραπτά Βυζαντινών της εποχής, οι οποίοι όμως αναφέρονται κυρίως στη πόλη της Κωνσταντινούπολης και στους κατοίκους της. Με τη γενικότερη σημασία, όπου εμφανίζονται, οι όροι αυτοί δεν ορίζουν πολιτειακή οντότητα, έθνος ή φυλή, αλλά απλά ότι κάποιος ή κάποιοι είναι πιστοί στην κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης και στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία.


Μετά από αιώνες ήρθε ο Διαφωτισμός, ο οποίος κλιμάκωσε κι άλλο την επίθεση εναντίον του Βυζαντίου, το οποίο είδε ως μια «παρακμή» που καμία σχέση δεν θα μπορούσε να έχει με το «φως» της αρχαίας Ελλάδας και Ρώμης. Από την άλλη μεριά, οι Άραβες, έχοντας την δική τους ατζέντα, ναι μεν θεωρούσαν το Βυζάντιο ως «Ρουμ» (Ρωμανία), αλλά το έκαναν διεκδικώντας και αυτοί την αποκλειστική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής διανοητικής παράδοσης με το να αρνούνται στους Βυζαντινούς, οποιαδήποτε σχέση με την αρχαία Ελλάδα. Τέλος, για τους Ρώσους, τους Γερμανούς και τους Οθωμανούς τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, τη συνέχισαν οι ίδιοι, αναγνωρίζοντας ή απορρίπτοντας τη βυζαντινή συνέχεια.


Φτάνοντας στο 1821, οι Έλληνες ήθελαν να απελευθερωθούν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ανασυστήνοντας την «Ελληνική Αυτοκρατορία» (αυτή που καταρχήν η Δύση είχε ονομάσει έτσι) του Βυζαντίου. Ωστόσο οι πολιτικές συνθήκες και βλέψεις εκείνης της εποχής στην Δυτική Ευρώπη ήταν ενάντια σε αυτό, αφού θεωρήθηκε ότι θα βόλευε τα σχέδια της Ρωσίας, η οποία μέσω της Ορθοδοξίας θα ενίσχυε τη θέση της στο γεωπολιτικό χάρτη. Στη Δυτική ιστοριογραφία λοιπόν - κάπου μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1853-1856), υιοθετείται σταδιακά ο απρόσωπος όρος «Βυζάντιο» για την Ανατολική Ρωμαϊκή (Βυζαντινή) Αυτοκρατορία· ούτε «Ρωμαϊκή», ούτε «Ελληνική». Ταυτόχρονα, ενώ πριν καταγραφόταν από τους Δυτικούς ως η πολιτειακή κατάσταση των Ελλήνων, τώρα η έμφαση δόθηκε στη θρησκευτικότητα της αυτοκρατορίας, με ασαφείς πολιτικές και ταυτοτικές αναφορές. 


Βλέπουμε λοιπόν ότι η διεκδίκηση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, η ρήξη μεταξύ των Εκκλησιών, η αντιπαλότητα με την Ρωσία και η θεωρεία του Πανσλαβισμού (ο οποίος, παρά τις παλιότερες του ρίζες, έκανε «επίσημα» την εμφάνιση του τον 19ο αιώνα), η αρχή των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων στα Βαλκάνια (τα οποία, παρεπιπτόντως, για τους Έλληνες έχουν ξεκινήσει από την λατινοκρατία επί Βυζαντίου), καθώς και το ανοιχτό «Ανατολικό Ζήτημα» οδήγησαν τον Φαλμεράυερ και άλλους να διατυπώσουν τις θεωρίες τους για του «νέο-Έλληνες». Αυτές έτυχαν υποστήριξης κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου από τον Άξονα (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) και τους συμμάχους/συνεργαζόμενους του (Ουγγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, Βουλγαρία, Κροατία, Φινλανδία), οι οποίοι τις χρησιμοποίησαν για τους δικούς τους λόγους, αλλά και ως άλλοθι για την στήριξη τόσο των ναζιστικών εγκλημάτων όσο και των εγκλημάτων που διέπραξαν στην Ελλάδα κάποιοι από αυτούς. Και οι ναζί όμως διεκδίκησαν την αρχαία Ελλάδα με την ψεύτο-θεωρεία ότι οι Δωριείς ήταν «αρχαίοι Γερμανοί». Κάπως έτσι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει και το ότι ο Χίτλερ «σεβόταν τους Έλληνες» ή ότι τους θεωρούσε «εκλεκτή φυλή», που κάποιοι επαναλαμβάνουν απερίσκεπτα. 


Την ιστορία μας, προφανώς, τη μοιραζόμαστε και με άλλους λαούς. Όμως, με τις ιδέες της «ασυνέχεια» και του «νεαρού έθνους» ή από την άλλη της αποκλειστικά «φυλετικής συνέχειας» δεν μπορούμε να εξηγήσουμε πολλά πράγματα για τον εαυτό μας και να συνεχίσουμε μπροστά. Η συνέχεια μας δεν ξέρουμε σε τι βαθμό είναι μόνο φυλετική. Και τι νόημα θα είχε, εάν κάποιος είναι «χ» γενιάς Έλληνας εξωτερικού και δεν ξέρει, ούτε τον νοιάζει να ξέρει, ότι είναι Έλληνας εν αντιθέσει με κάποιον «ψ» γενιάς αλλοδαπό της Ελλάδας που αισθάνεται και αυτοπροσδιορίζεται ως Έλληνας; Η συνέχεια μας είναι σίγουρα οργανική με την έννοια των ουσιαστικών χαρακτηριστικών που παίζουν ρόλο στη συγκρότηση ενός συνόλου και που έστειλε τον ελληνισμό στα πέρατα του κόσμου. Και η Ρωμαίο-βυζαντινή περίοδος μας θυμίζει που συνδεόμαστε και που διαφοροποιούμαστε πολιτι(σμι)κά και με την Ανατολή και με τη Δύση, παρότι (και πιθανότατα καλά κάναμε) αποφασίσαμε να «ανήκουμε» στη Δύση, αφού με τον «ελληνοδυτικό κόσμο», όπως έλεγε και ο Κορνήλιος Καστοριάδης (1922-1997), μοιραζόμαστε πολλά κοινά τόσο πολιτικά όσο και πολιτιστικά. Όμως οι διαφορές μας με τη Δύση υπάρχουν και είναι πέρα από το «εμείς δεν είμασταν αποικιοκράτες και δεν “βγάλαμε” Χίτλερ». 


Μια από τις διαφορές μεταξύ Διαφωτισμού και ελληνικής σκέψης είναι η σχέση φύσης - πολιτισμού. Για την ελληνική σκέψη αυτή η σχέση είναι συνάρτηση αρμονίας (με την αρχαιοελληνική και όχι ανατολίτικη έννοια) και όχι αντίθεσης. Αυτό, εκτός από την αρχαιοελληνική φιλοσοφία, το ανακαλύπτουμε στα ακριτικά τραγούδια του Βυζαντίου και στο κλέφτικο δημοτικό της τουρκοκρατίας. Η φύση για τον Έλληνα αποτελούσε πάντα πεδίο κάλλους και «καλού» που συνδέει τη διανόηση και την πνευματικότητα με τον υλικό κόσμο. 

Αντίθετα, οι Διαφωτιστές, επηρεασμένοι μόνο από ένα κομμάτι της αρχαιοελληνικής σκέψης, υποστήριξαν τον ρασιοναλισμό (ορθολογισμό), πάνω στον οποίο θεμελίωσαν την υλιστική αντίληψη τους για τον κόσμο. Αυτό έκανε τον Δυτικό πολιτισμό πιο πρακτικό και οδήγησε τη Δύση στα τεχνολογικά και επιστημονικά της επιτεύγματα, που όμως κατέληξαν να καταστρέφουν και την ίδια την ύλη (οικολογικές καταστροφές). Από την άλλη, οδήγησε τους δυτικούς στοχαστές και στην αυτολογοκρισία τους, αφού μαζί με τη πνευματικότητα/πίστη απέρριψαν και εκείνες τις διαστάσεις αυτής που έχουν να κάνουν με την απόλυτη ελευθερία της λελογισμένης ανθρώπινης διανοητικής διαδικασίας και την «ενσυναίσθηση» (δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής φιλοσοφίας) και έτσι εγκλωβίστηκαν σε μια μονόπλευρη υλιστική/πρακτική/ατομιστική/λογικοφανή σκέψη, που σήμερα καταλαβαίνουμε ότι παρά την υλιστική πρόοδο, άφησε πίσω την εξέλιξη του ίδιου του ανθρώπου, της διανόησης (ακόμα για ιδέες που έχουν τη βάση τους σε περασμένους αιώνες μαλώνουμε π.χ. καπιταλισμό και μαρξισμό) και της ποιότητας της ζωής. Το κενό αυτό ευνόησε έναν νέο σκοταδισμό είτε με τη «θεοποίηση» της πολιτικής (κομματοκρατία) και της οικονομίας, είτε με την ανάπτυξη ανελεύθερων ιδεολογιών στις οποίες εκτός από το φασισμό, ναζισμό και σταλινισμό συγκαταλέγονται (και σε κάποιες περιπτώσεις εμπεριέχονται) και φαινόμενα όπως των ψευδοεπιστημών-ψευδοθρησκειών, όπου η πνευματικότητα αντικαταστάθηκε από τον πνευματισμό ή τον ψευδό-πνευματισμό, για να δοθούν απαντήσεις σε ερωτήματα που ο υλισμός δεν διέθετε. Ή στη πολύ καλή περίπτωση, οι Δυτικοί άρχισαν να ψάχνονται με τις ανατολικές κοσμολογίες (Ισλάμ, Βουδισμό, Κομφουκιανισμό, Ινδουισμό κτλ.) για να καλύψουν τις πνευματικές αναζητήσεις, που ο Διαφωτισμός θεωρούσε ότι δεν χρειάζονταν, ωστόσο όμως δεν απέφυγαν να προβάλουν σε αυτές πράγματα που έφεραν από τη δική τους κουλτούρα, δημιουργώντας παρεξηγήσεις και διαστρεβλώσεις (Οριενταλισμός). 


Ένα καλό παράδειγμα είναι η ταινία “Troy” («Τροία») του 2004, στην οποία πρωταγωνιστούν ο Μπραντ Πιτ, ο Έρικ Μπάνα, ο Ορλάντο Μπλουμ και ο Πήτερ Ο' Τουλ. Πρόκειται για μια «Ιλιάδα» χωρίς τις αρχαιοελληνικές θεότητες και την ενεργή συμμετοχή τους στην ιστορία, με δράσεις που συνυπάρχουν με αυτές των ανθρώπων, τους οποίους άλλοτε επηρεάζουν ή από τους οποίους αρκετές φορές επηρεάζονται. Αποτέλεσμα είναι πολλά πράγματα της πλοκής να μην έχουν νόημα γιατί γίνονται ή να παραλείπονται ή να παρουσιάζονται διαφορετικά. Με άλλα λόγια καταλήγει να είναι μια «Ιλιάδα» χωρίς περιεχόμενο πια· μια ακόμα πολεμική ιστορία και όχι μια αφήγηση που έθεσε μέρος των θεμελίων μιας ολόκληρης σχολής σκέψης, η οποία επηρέασε πολυδιάστατα - άμεσα ή έμμεσα- ολόκληρο το πλανήτη. 


Η σχέση με τα θεία (πνευματικότητα) ή το «μεταφυσικό» ή η μελέτη της μη-ύλης ή η «πίστη» ή τέλος πάντων οτιδήποτε σημαίνουν όλα αυτά ανά εποχές και ανθρώπους, πάντα ήταν κομμάτι της ελληνικής ζωής και σκέψης, κάτι που παρέβλεψε ο Διαφωτισμός μελετώντας τον αρχαιοελληνικό κόσμο (π.χ. οι χρησμοί και οι θρησκευτικές τελετές ήταν απαραίτητες πριν κάθε εκστρατεία και μάχη, ενώ οι τέσσερις μεγάλοι πανελλήνιοι αγώνες αποτελούσαν μέρος θρησκευτικών εορτών κτλ.). Ωστόσο, ποτέ η ελληνική ζωή δεν ήταν θεοκρατική, αλλά η «πίστη» ήταν βασικό στοιχείο του μεγαλύτερου συνόλου που λεγόταν «στοχασμός» και «κοινωνία». Και ήταν κάπου εκεί - και μετά από διαμάχες - που τελικά τα βρήκε ο Χριστιανισμός με την κλασική αρχαιοελληνική κοσμοθεώρηση. Ο Χριστιανισμός λοιπόν έγινε αυτό που ξέρουμε σήμερα, όταν καβάλησε το άλογο της ελληνικής σκέψης (γλώσσα/έννοιες, φιλοσοφία, ναοί, συμβολισμοί, τέχνη, εορτές, αρχέτυπα κτλ.) και ένα σύγχρονο ερώτημα είναι εάν την έριξε ποτέ πραγματικά από το άλογο ή πια μιλάμε για κάτι αδιαίρετο. Άλλωστε τους αρχαίους κλασικούς, το Βυζάντιο (συμπεριλαμβανομένης και της Ορθόδοξης εκκλησίας) τους διέσωσε, ενώ ο Παρθενώνας της βυζαντινής Αθήνας έζησε μια ακόμα χρυσή περίοδο, αφότου μετατράπηκε σε χριστιανικό ναό Της Θεοτόκου.51-Α Ωστόσο έχει ενδιαφέρον πως εξελίχθηκε αυτή η θρησκεία σε Δύση και Βυζάντιο. 


* * * * *


6. Η νέα θρησκεία


Ο Χριστιανισμός ήταν κάτι βαθιά ξένο για τους Μεσογειακούς λαούς· δεν ήταν ούτε φιλοσοφία βάση των ελληνικών προτύπων, αλλά ούτε και θρησκεία ως δημόσιος πολιτικό-κοινωνικός θεσμός βάση των ρωμαϊκών αντιλήψεων (αν κάποιος ψάχνει να βρει ποιος θεσμοθέτησε στη Δύση επίσημα τη πολιτικοποίηση της θρησκείας -δηλ. την καθιέρωσε στη δημόσια σφαίρα- πριν εμφανιστεί ο Χριστιανισμός, μάλλον βρήκε τον υπεύθυνο). Ένα άλλο θέμα με τον Χριστιανισμό ήταν η πρόσφατη προέλευση του, όταν οι θεωρούμενες ως αξιοσέβαστες θρησκείες ήταν αρχαίες και έτσι μπορούσαν να επικαλεστούν άμεση σχέση με την «αρχή του κόσμου και του ανθρώπου». Αυτό ίσως απαντάει εν μέρει στη σημερινή ερώτηση, γιατί ο Χριστιανισμός διατήρησε την Παλαιά Διαθήκη (εκτός του ότι έπρεπε να ανταγωνιστεί τον Ιουδαϊσμό, από τον οποίο προερχόταν).52 


Μεταξύ των διάφορων αιτιών που έκαναν το Χριστιανισμό αυτό που έγινε ήταν η φιλοσοφία των παγανιστών Ρωμαίων, η οποία έδινε περισσότερη βάση στο «μεταφυσικό» (με σημερινούς όρους, τους Ρωμαίους θα τους θεωρούσαμε λίγο ως πολύ «δεισιδαίμονες» ή θεούσους) της ελληνικής φιλοσοφίας και έτσι άνοιξε την πόρτα στη θρησκεία να εμπλακεί σοβαρά μαζί της. Ταυτόχρονα ο Χριστιανισμός ξεκίνησε να αλληλεπιδρά έντονα με τον ελληνισμό και μάλιστα σε μια εποχή -κακά τα ψέμματα- που ερώτημα είναι πόσους κάλυπτε απολύτως ο παγανισμός, που ποτέ δεν ήταν «ένα πράγμα» ή σε αρκετές περιπτώσεις δεν ήταν όσο πολυθεϊστικός νομίζουμε («ενοθεϊσμός»). Τελικά η νέα θρησκεία ήρθε να παίξει το ρόλο του συνεκτικού κρίκου μαζί με την ελληνική σκέψη και τη ρωμαϊκή πολιτική ταυτότητα στο σύστημα παγκοσμιοποίησης της ελληνορωμαϊκής εποχής.53 


Τι ειρωνία γι’ όλους αυτούς που βλέπουν σήμερα τη παγκοσμιοποίηση ως κάτι πρωτόγνωρο, το οποίο απεργάζονται, συνωμοτικά, εχθροί της θρησκείας και του έθνους! Όμως η αλήθεια είναι ότι καταγεγραμμένα συστήματα παγκοσμιοποίησης -με τα πάνω και τα κάτω τους- έχουμε από την Εποχή του Χαλκού, τον Μέγα Αλέξανδρο, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία κτλ. όπου το κάθε ένα είχε και διαφορετικά χαρακτηριστικά και που το κάθε ένα «κατέρρευσε» ή μεταλλάχτηκε για διαφορετικούς λόγους. Ο Χριστιανισμός έχει στη καρδιά του από όταν από-ιουδαιοποιήθηκε και ελληνοποιήθηκε στοιχεία που ξεπερνούσαν τα φυλετικά και γεωγραφικά «σύνορα», γι’ αυτό και όπως θα δούμε έχουμε την αντίθεση της Ελληνικής εκκλησίας στον εθνικισμό του Διαφωτισμού.


Για κάποιους μελετητές, ο Χριστιανισμός είναι αποτέλεσμα της σύνθεσης της ελληνικής και της εβραϊκής κουλτούρας. Έτσι, ο ελληνισμός αλληλεπιδρά με τον Χριστιανισμό μέσω της γλώσσας, η οποία μεταφέρει όλα εκείνα τα στοιχεία που συγκροτούν τον πολιτισμό του (παιδεία, φιλοσοφία, επιστήμες, τέχνη, θεσμοί, κοινωνικές αξίες κλπ). Ο Χριστιανισμός, από την άλλη μεριά, με όχημα την ελληνική γλώσσα και παιδεία εισάγει καινοτόμες ιδέες για τον Θεό, τον κόσμο, τον άνθρωπο, την ιστορία, την κοινωνία, την ανθρωπότητα κλπ., επιδρώντας με τη σειρά του μέσα στον Ελληνισμό. Λαμβάνουμε, λοιπόν, ένα αποτέλεσμα, του οποίου η μελέτη είναι και ενδιαφέρουσα και περίπλοκη και κομβική για την εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού.54


Ο Jaroslav Pelikan γράφει για τους τέσσερις Καππαδόκες - Γρηγόριο Ναζιανζηνό (329-390 μ.Χ.), Μέγα Βασίλειο (330-379 μ.Χ.), Γρηγόριο Νύσσης (335-394 μ.Χ.) και Οσία Μακρίνα (324-379 μ.Χ.) - αδελφή των δύο τελευταίων και ιδρύτρια του πρώτου κοινόβιου μοναστηριού για γυναίκες - που απέκτησαν κλασική ελληνική παιδεία, αλλά ήταν ταυτόχρονα και θεολόγοι: «Η φύση της θρησκευτικής γλώσσας, οι τρόποι γνώσης, η ύπαρξη του Θεού, το σύμπαν ως Κόσμος, ο χρόνος και ο χώρος, η ελεύθερη βούληση, η αθανασία, η φύση της καλής ζωής, ο σκοπός του σύμπαντος κ.α. ήρθαν να μελετηθούν μέσω του Χριστιανισμού και της αρχαιοελληνικής φιλοσοφίας.» Και αυτό έγινε με τρόπο που, όπως υποστηρίζει ο Pelikan, «το σύστημα τους εξακολουθεί να είναι το κλειδί για την κατανόηση μας όχι μόνο των διαφορετικών τάσεων του Χριστιανισμού αλλά και των πνευματικών και φιλοσοφικών παραδόσεων του.»55

Στο Plato's Shadow: The Hellenizing of Christianity (2013, εκδ. Little Frog Publishing), ο πάστορας Gary Petty εξετάζει μερικές θεμελιώδεις διδασκαλίες των πρώτων Χριστιανών, διερευνώντας πώς η ελληνική και η ρωμαϊκή κοινωνία διαμόρφωσαν αργότερα τα μηνύματα τους και τονίζει ιδιαίτερα τις δυνάμεις της ελληνιστικής κοινωνίας, οι οποίες αναδιαμόρφωσαν αυτές τις διδασκαλίες.


Ο Χριστιανισμός, λοιπόν, ελληνοποιήθηκε φιλοσοφικά και ρωμαιοποιήθηκε κοινωνικά και έτσι έγινε η κυρίαρχη θρησκεία της Ρωμαίο-βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αποκτώντας κέντρα που γίνονται και φορείς παιδείας και πολιτισμού. Ωστόσο με την άνοδο του Ισλάμ, τα εδάφη που βρίσκονταν κάποια από αυτά τα κέντρα άρχισαν να χάνονται (Ιερουσαλήμ, Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια) από τα χέρια της Κωνσταντινούπολης. Όμως και στη λατινική Δύση, η Κωνσταντινούπολη απέτυχε να κρατήσει τα εδάφη της και η Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έπεσε στα χέρια των «βαρβάρων». 


Αλλά γιατί οι «Ευρωπαίοι βάρβαροι» δέχτηκαν τον Χριστιανισμό εξαρχής; Και πώς ο δυτικός Χριστιανισμός επηρέασε τη νέα κατάσταση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας; 

Ο κόσμος των πρώην επαρχιών της Δυτικής αυτοκρατορίας πέρασε στα χέρια μιας ελίτ «βάρβαρων» πολεμιστών, των οποίων ο τρόπος ζωής είχε τις ρίζες του, μεταξύ άλλων, στη βία και στον πόλεμο, παρότι κάποιοι είχαν ήδη εκχριστιανιστεί. Φυσικά, το πρώτο ζητούμενο για αυτούς ήταν η επιτυχία στις μάχες. Έτσι, ενώ ο εκχριστιανισμός τους πριν από την «κατάρρευση» ή «μη-κατάρρευση» λειτουργούσε ως προσπάθεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να συνάψει σχέσεις μαζί τους και ενδεχομένως να τους απορροφήσει χωρίς πολυέξοδες εκστρατείες, μετά ήταν, αρχικά θέμα «επιβίωσης» και στη συνέχεια, «εξουσίας» από τη μεριά της Δυτικής εκκλησίας. Οι Χριστιανοί ιεραπόστολοι, επομένως, προσπαθούσαν να πείσουν αυτούς τους άρχοντες ότι οι διδασκαλίες τους προωθούσαν τα πολεμικά ιδεώδη και συγκεκριμένα ότι ο Χριστιανικός Θεός χάριζε νίκες και δόξα στο πεδία των μαχών, όπως στον Μέγα Κωνσταντίνο κατά τη Μάχη της Μιλβίας Γέφυρας το 312 ή στους βασιλιάδες της Παλαιάς Διαθήκης, όπου όσοι ακολουθούσαν το θέλημα του Θεού νικούσαν. Παράλληλα προσέφεραν πιο «πρακτικές» απαντήσεις για τη μεταθανάτια ζωή -που πάντα είναι απαραίτητες στους πολεμιστές- από ότι οι παγανιστικές λατρείες. Όλα αυτά μαζί κατέληξαν στην ανάπτυξη της ευρωπαϊκής μεσαιωνικής ιπποσύνης.


Επιπροσθέτως, υπάρχουν και οι περιπτώσεις όπως της Βισιγοτθικής Ισπανίας, όπου η στροφή προς τον Καθολικισμό ήταν μια καθαρά πολιτική πράξη των νέων -«βάρβαρων»- αρχόντων, ώστε να προσεταιριστούν την Καθολική ντόπια κοινωνία και έτσι να την απομακρύνουν από τη σφαίρα επιρροής της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα, τους επέτρεψε να στηριχτούν σε όσες τοπικές δομές της Δυτικής εκκλησίας είχαν επιζήσει, ώστε να επιτύχουν μεγαλύτερη εδαφική συνοχή σε μια κατά τα άλλα κατακερματισμένη περιοχή, αφού στο μετά-ρωμαϊκό ευρωπαϊκό περιβάλλον η Δυτική εκκλησία ήταν η μόνη διαπεριφερειακή δομή εξουσίας που επέζησε.


Συνοπτικά, ο Χριστιανισμός για τη «βάρβαρη» άρχουσα τάξη ήταν θέμα πρεστίζ και εκπολιτισμού· έδινε «θεϊκή» νομιμότητα και κληρονομικότητα· προσέφερε ανθρώπους εγγράμματους έτοιμους να οργανώσουν και να στελεχώσουν το κράτος· έφερε πολιτισμό (άρα και πολεμική τεχνολογία) και έσοδα· προωθούσε τις διπλωματικές σχέσεις και τις συμμαχίες και τέλος όπως είδαμε, προσέφερε ενοποίηση και ομογενοποίηση. Βέβαια σε όλα αυτά είναι σημαντικό να μελετηθεί και η αντίστροφη πορεία του πως η νέα «βάρβαρη» και πολεμοχαρής ελίτ επηρέασε τον Δυτικό Χριστιανισμό με αποκορύφωμα τις σταυροφορίες, οι οποίες δεν ήταν τόσο απλό εκκλησιαστικό ή θρησκευτικό φαινόμενο όσο πιστεύουμε.


Τα «βαρβαρικά βασίλεια» στη μετά-ρωμαϊκή Δυτική Ευρώπη έφεραν στη Χριστιανική εκκλησία φιλοσοφικά, πολιτιστικά και πολιτικά προβλήματα. Παρότι μέχρι τον 8ο αιώνα οι κυρίαρχες αριστοκρατίες των ευρωπαϊκών βασιλείων είχαν υιοθετήσει σχεδόν καθολικά τον Χριστιανισμό, δεν άλλαξαν τις κοινωνικές συνήθειες και τα συστήματα πεποιθήσεων τους, στα οποία ο πόλεμος παρείχε μια μορφή ηθικής, έναν υψηλότερο τύπος ζωής από την ειρήνη, πολιτική εξουσία, κοινωνική θέση καθώς και οικονομική και κοινωνική συνοχή.56


Ήταν λοιπόν στη δυτική Ευρώπη που η έννοια του χριστιανικού ιερού πολέμου ρίζωσε και αναπτύχθηκε και ενώ οι Μαυριτανοί σάρωναν όλη τη χριστιανική Βόρεια Αφρική και τελικά πέρασαν και κατέλαβαν την Ισπανία. Μέχρι τον 8ο αιώνα, οι εκστρατευτικές δυνάμεις των Μουσουλμάνων διέσχιζαν τα Πυρηναία και βάδιζαν στην καρδιά της Καθολικής Ευρώπης. Το 732, στη διάσημη Μάχη του Πουατιέ, ο Φράγκος ηγέτης Charles Martel νίκησε τους Μουσουλμάνους, ωθώντας τους πίσω στην Ιβηρική Χερσόνησο. Η Ισπανία όμως ήταν ακόμα χριστιανικός κόσμος και οι Ευρωπαίοι πίστευαν ακράδαντα ότι οι Μουσουλμάνοι δεν θα έπρεπε να βρίσκονται εκεί. Από την δική τους οπτική γωνία, αυτά τα εδάφη ήταν αφιερωμένα στον Ιησού.57


Συνδυάζοντας τον αριστοτελικό «δίκαιο πόλεμο», με τις ρωμαϊκές αντιλήψεις και τις βιβλικές πολεμικές αφηγήσεις, ο Αυγουστίνος Ιππώνος (354-430 μ.Χ) και μετέπειτα άλλοι είχαν εφοδιάσει τη Δύση με όλο εκείνο το ιδεολογικό αφήγημα που χρειαζόταν για το κάλεσμα των σταυροφοριών.58 Ωστόσο παρά τις σημερινές ερμηνείες και ήθη, δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε ότι για την πλειοψηφία των ανδρών και γυναικών της μεσαιωνικής Δύσης, η θρησκεία ήταν η ραχοκοκαλιά της ζωής τους ατομικά και κοινωνικά, φιλοσοφικά και πρακτικά. Επομένως, οι σταυροφορίες από την Ισπανία, τη Σικελία, τη Βαλτική ως την Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή (η 4η Σταυροφορία αποτελεί κάτι εντελώς ιδιαίτερο) ήταν φυσιολογικά ένα μέσο υπεράσπισης του κόσμου, του πολιτισμού και του τρόπου ζωής τους. Άλλωστε η ιδέα της «ανεκτικότητας», με τη σημερινή έννοια, η οποία και επιτρέπει στους ανθρώπους να «διαφωνούν», δεν υπήρχε σε κανένα μέρος του χριστιανικού και ισλαμικού κόσμου το 1500 και ειδικά οι μεθοριακές κοινωνίες που είχαν επαφή με άλλους πολιτισμούς είχαν μια ιδιαίτερη ευαισθησία. Έτσι και η Ισπανία, ανάμεσα σε αυτές, ήταν όσο πλουραλιστική θα μπορούσε να ήταν για την εποχή και πριν η «ανεκτικότητα» αναχθεί σε μείζων φιλοσοφικό ζήτημα, σχετιζόμενη με τα ατομικά δικαιώματα. Εδώ λογικά το μυαλό μας πάει σε έναν ακόμα μεγάλο κεφάλαιο της μεσαιωνικής δυτικοευρωπαϊκής ιστορίας: την Ιερά Εξέταση.58-Β


Το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι ποιος είχε το επάνω χέρι μεταξύ των κοσμικών και των θρησκευτικών ηγετών της μεσαιωνικής Δύσης τόσο στο θέμα των σταυροφοριών όσο και στη γενικότερη πολιτική κατάσταση: η απάντηση δεν μπορεί να είναι ρητή, αφού υπάρχουν διαφορετικές περιπτώσεις. Γενικά όμως βλέπουμε να εξελίσσεται σε βάθος χρόνου μια μείωση της πολιτικής επιρροής των θρησκευτικών ηγετών της Δυτικής εκκλησίας. Ανεξάρτητα, όμως, με το ποιος έλεγχε τον άλλον ανά εποχές και τοποθεσίες, στη μεσαιωνική Δύση έχουμε τη σύμπραξη εκκλησίας και πολιτικής με την επιβολή «ιερών μοναρχιών». 


Ο ανταγωνισμός μεταξύ Δύσης και Κωνσταντινούπολης για το που είναι το αληθινό κέντρο της θρησκείας υπέβοσκε (για πολιτικούς και θεολογικούς λόγους). Έτσι η Δυτική εκκλησία και ήθελε και αναγκάστηκε να συμπράξει με την αναδυόμενη μεγάλη δύναμη της Δύσης, τον Οίκο των Καρολιδών (Φράγκων) - τον Πιπίνο και τον γιο του Καρλομάγνο, οι οποίοι φυσικά ήθελαν να στεφθούν «νόμιμα» Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Από εκείνη τη στιγμή, η Δυτική εκκλησία αρχίζει να επικαλείται επίσημα το πλαστό Constitutum Donatio Constantini (Κωνσταντίνεια Δωρεά), κατά το οποίο ο Μέγας Κωνσταντίνος, ιδρύοντας την Κωνσταντινούπολη, υποτίθεται ότι ανέθεσε την εξουσία της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στον Πάπα και τους διαδόχους του· μια αξίωση της Δυτικής εκκλησίας και προς την Κωνσταντινούπολη, αλλά και προς τους νέους δυτικούς ηγέτες/μονάρχες, οι οποίοι θα έπρεπε να λογοδοτούν σε αυτή.


* * * * *


Συνοψίζοντας, μέχρι κάποια στιγμή στη μεσαιωνική Δύση ο Χριστιανισμός -παρότι τελικά απέτυχε να ενώσει και να ομογενοποιήσει τη Δυτική Ευρώπη, για διάφορους λόγους- παίζει το ρόλο του μοναδικού ιδεολογικού, φιλοσοφικού, κοινωνικού, οικονομικού, εμπορικού κτλ. συνεκτικού κρίκου που έχει επιβιώσει - και όσο έχει διατηρηθεί- από θέση ισχύος και όχι όπως στο Βυζάντιο ως τμήμα ενός πολιτι(σμι)κού συστήματος, το οποίο δεν έζησε «μεσαίωνα». Όμως και η μεσαιωνική Δύση δεν ήταν «μεσαιωνική» (σκοτεινή, χαοτική και οπισθοδρομική) στο βαθμό και στη διάρκεια που νομίζουμε (άλλος ένας μύθος των Διαφωτιστών), αφού έχουμε εξαιρετικά επιτεύγματα, ενώ μάλλον περισσότεροι «αιρετικοί» και «μάγισσες» κάηκαν κατά την Αναγέννηση. 


Σε κάθε περίπτωση, στη πλευρά της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας «η πίστη» δεν είχε καμία σχέση με την κάλυψη κάποιου πολιτικού κενού. Μετά την λεγόμενη «κατάρρευση» της Δυτικής πτέρυγας, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία συνέχισε στην Ανατολή, με ένα εκπαιδευτικό σύστημα και μια δημόσια διοίκηση, τα οποία δεν παραχώρησαν στους κληρικούς το είδος του πολιτιστικού κλειστού μαγαζιού που είναι γνωστό στη μεσαιωνική Δύση. Αυτό που έχει ενδιαφέρον επίσης είναι η ότι εξάπλωση του βυζαντινού Χριστιανισμού δεν ήταν εργαλείο της αυτοκρατορίας υπό την ακατέργαστη έννοια αλλά φορέας και σύμμαχος μιας πολύ πιο ντελικάτης διαδικασίας πολιτιστικής σύγκλισης, της «Βυζαντινής κοινοπολιτείας», της οποίας ο χαρακτήρας συνεχίζει να είναι αμφιλεγόμενος. Ο βυζαντινός Χριστιανισμός συνέχισε -ακόμη και όταν το Βυζάντιο άρχιζε να παρακμάζει πολιτικά- με ποικίλα πολιτιστικά και πνευματικά εγχειρήματα, ένα από τα οποία, η Μοσχοβίτικη Ρωσία, είναι ίσως το πιο αξιοπρόσεκτο. 

Η βυζαντινή, λοιπόν, Χριστιανική ιστορία ακόμα και σήμερα δεν ταιριάζει εύκολα στις περισσότερες τυπολογίες «πίστης και πολιτισμού» που είναι γνωστές στη δυτική θεολογική και ιστορική καταγραφή.59


Φτάνοντας στο «1821», η αντίδρασης της Ορθόδοξης Εκκλησίας στις δυτικές ιδεολογικές επιρροές που ασκούσε ο Διαφωτισμός στην Ορθόδοξη κοινωνία κατά τη πρώτη και τρίτη πατριαρχεία του Γρηγορίου Ε΄ (1797–99, 1818–21) έχει δημιουργήσει μεταξύ πολλών μελετητών την εντύπωση μιας ξεκάθαρης αντιπαλότητας της Ορθόδοξης Εκκλησίας προς τον Διαφωτισμό. Όμως με λίγο περισσότερη σπουδή, αυτό που φαίνεται στην πραγματικότητα από τις αντιδράσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Γαλλική Επανάσταση στα τέλη του 1790 και στην Ελληνική Επανάσταση στη δεκαετία του 1820 είναι η σύγκρουση μεταξύ Ορθοδοξίας και εθνικισμού.60

Ναι, το 1821, το πρόβλημα της Ελληνικής εκκλησίας δεν ήταν ο Διαφωτισμός, η Δύση και ο προοδευτισμός ή η απώλεια του «βολέματος» υπό τους Οθωμανούς, αλλά το κομμάτι αυτό που καταλάβαινε ως «αθεϊκή» στάση, δεδομένου ότι η εκδοχή του έθνους και ο εθνικισμός που γέννησε ο Διαφωτισμός είχαν αποκλειστικά υλιστικά/επιστημονικά (μέχρι κάποια στιγμή καθαρά φυλετικά/γονιδιακά) και ως ένα σημείο αντιθρησκευτικά (μη πνευματικά) χαρακτηριστικά, προσβάλλοντας τον πανανθρώπινο όραμα του Χριστιανισμού (έναν κόσμο χωρίς φυλετικές και εθνοτικές συγκρούσεις- υπό τη σκεπή της Ορθόδοξης εκκλησίας φυσικά) και προβάλλοντας τον εξοβελισμό της εκκλησίας από τα κοινά και της πνευματικότητας από τη ανθρώπινη διανοητική διαδικασία. Ταυτόχρονα, αυτός ο εθνικισμός νομιμοποιούσε επίσημα τον δυτικό επεκτατισμό και προς την μεριά του ελληνορθόδοξου κόσμου από την εποχή του Βυζαντίου. Από την άλλη μεριά, η Ορθόδοξη εκκλησία γνώριζε, αλλά και καταλάβαινε περισσότερο το θεοκρατικό σύστημα τόσο των Οθωμανών όσο και των Αράβων.


* * * * *


7. Το έθνος του Ισλάμ


Πώς ξεκίνησαν οι Άραβες; Αν για τις φυλές της κεντρικής Ασίας ήταν ζωτικής σημασίας η εξημέρωση του αλόγου, για τις αραβικές φυλές, η εξημέρωση της καμήλας, μια αργή διαδικασία που ξεκίνησε γύρω στο 3000 π.Χ., επέτρεψε σε ομάδες ανθρώπων να διασχίσουν τις αχανείς ερήμους της Αραβίας, της ανατολικής Περσίας και τελικά της Βόρειας Αφρικής.

Τα επιτεύγματα των αρχαίων Αιγυπτίων και των Μεσοποταμίων· ο πρώτος νομικός κώδικας στον κόσμο από τον Χαμουραμπί (περ. 1810-1750 π.Χ.)· η ανάπτυξη του μονοθεϊσμού από τους Πέρσες, τους Αιγυπτίους και ιδιαίτερα από τους Εβραίους· η ελληνική φιλοσοφία και το ρωμαϊκό δίκαιο· οι διαμάχες μεταξύ των χριστιανών, οι οποίες ενέπνευσαν, αλλά και υπονόμευσαν τη χριστιανική αντίσταση στην επέκταση του Ισλάμ· και η κουλτούρα των Σασσανιδών της Περσίας με τις γραφειοκρατικές παραδόσεις και την σχετική ανοχή στις διαφορετικές θρησκείες έθεσαν το μοντέλο για τα μεταγενέστερα μουσουλμανικά, πολυπολιτισμικά, δυναστικά κράτη. Η εμπειρία των Αράβων πριν από το Ισλάμ αποτέλεσε τη βάση για την άνοδο του, με αρχαίους θεσμούς και έθιμα να διατηρούνται.


Και όντως αυτή η εμπειρία ήταν πολύπλοκη όσο και η πολιτική κατάσταση της Αραβίας με τρεις εξωτερικές δυνάμεις να διεκδικούν τον έλεγχο της: τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία με τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό· τη Σασσανιδική Περσία που κυβερνήθηκε από Ζωροαστρίους, αλλά ανεχόταν Χριστιανούς Νεστοριανούς, Ιουδαίους, Βουδιστές, Μανιχαϊστές και άλλες θρησκείες· και την Αιθιοπία, η οποία υποστήριζε τον ίδιο Μονοφυσιτικό Χριστιανισμό με τους εξεγερμένους Αιγύπτιους υπηκόους των Βυζαντινών, τους Κόπτες. Έτσι κάθε μεγάλη δύναμη είχε μια αραβική φυλή/φατρία «πελάτη» την οποία χρηματοδοτούσε και εξόπλιζε με αντάλλαγμα τη στρατιωτική συμμαχία. Η Αραβική Χερσόνησος συχνά δεινοπαθούσε από πολέμους μεταξύ τριών τέτοιων φυλών: των φίλο-βυζαντινών Γασσανίδων βορειοδυτικά, των φίλο-σασσανιδών Λαχμιδών και τη χριστιανική φυλή της Κίντα, η οποία ήταν φιλική προς την Αιθιοπία. Άλλες αραβικές φυλές, κάποιες ακόμα ανιμιστικές (απέδιδαν πνευματική δύναμη σε φυσικά αντικείμενα) και άλλες εν μέρει Ζωροαστρικές, Εβραϊκές ή Χριστιανικές, συμμετείχαν στις διαμάχες.61


Ο Μωάμεθ (571-632), λοιπόν, εκτός από μεγάλος θρησκευτικός ηγέτης ήταν και άνθρωπος της εποχής του. Οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι δεν τον αποκαλούν «ιδρυτή του Ισλάμ», ωστόσο τα λόγια και οι πράξεις του διαμόρφωσαν σε μεγάλο βαθμό αυτό που πιστεύουν και πράττουν οι ίδιοι. Έτσι εκατοντάδες βιβλία έχουν γραφτεί και χιλιάδες ομιλίες έχουν πραγματοποιηθεί προσπαθώντας να απαντήσουν στην ερώτηση «τι είναι το Ισλάμ;» Κάτι πολύ περισσότερο από πίστη ή θρησκεία· ένας ολοκληρωμένος τρόπος ζωής και σκέψης.


Ωστόσο θα πρέπει να είμαστε σκεπτικοί απέναντι στη μεταγενέστερη αραβική ιστορική παράδοση, ακόμη και εάν το περίγραμμα της είναι ότι πιο ασφαλές έχουμε για την ιστορία του Μωάμεθ και του Ισλάμ: φαίνεται ότι πριν από τον 4ο αιώνα η Αραβία άρχισε να αποκτά σταδιακά όλο και μεγαλύτερη πολιτιστική και γλωσσική συνοχή με την αυξανόμενη διάδοση μιας κοινής σημιτικής διαλέκτου που θα αποτελούσε τη βάση της αραβικής. Η αυξανόμενη εμπλοκή των υπερδυνάμεων, που είδαμε, σε αυτόν τον ολοένα και πιο ομοιογενή αραβικό κόσμο πυροδότησε αναμφίβολα αυτό που ορισμένοι ιστορικοί ονομάζουν ως «νατιβιστική αντίδραση». Μέσω αυτής, οι ταυτότητες, οι ιδεολογίες και οι ιδέες που είχαν εισαχθεί στον κόσμο της σκέψης της Αραβίας κυρίως με την κλασική αρχαιοελληνική φιλοσοφία ή/και πρόβαλλαν οι ίδιοι οι Άραβες, εσωτερικεύτηκαν και οικειοποιήθηκαν ως μέσο εξέλιξης προς μια αυτόνομη, παναραβική ταυτότητα, ικανή να ξεπεράσει τον φυλετισμό και τον φατριασμό και έτσι να χρησιμεύσει ως μέσο αντίστασης στις εξωτερικές ισχυρές πιέσεις. Στοιχεία αυτής της τάσης, ενδεχομένως να διακρίνουμε στα μηνύματα του Μωάμεθ. Γιατί, όπως μαρτυρούν τόσο οι μεταγενέστερες αραβικές όσο και οι πιο σύγχρονες μη-αραβικές πηγές, ο Προφήτης κήρυξε την ενότητα των Αράβων (ή τουλάχιστον εκείνων της Μέκκας και της βόρειας Αραβίας) μέσω: του Ισμαήλ, μιας αραβικής ταυτότητα ως λαός του (Αβρααμικού) Θεού, της αποκάλυψης του ίδιου του Μωάμεθ και του επείγοντα χαρακτήρα της ένωσης όλων των Αράβων στην αγκαλιά της πίστης και της υπέρβασης της ενδημικής διαμάχης που επικρατούσε στη φυλετική πολιτική της εποχής και την οποία οι μεγάλες δυνάμεις συνεχώς τροφοδοτούσαν.62


Η ιστορία του έθνους στην ισλαμική κουλτούρα, παρότι το Ισλάμ δεν είναι κάτι μονολιθικό και υπάρχουν διάφορες τάσεις (κλάδοι), μας παραπέμπει σε μια πνευματική παράδοση όπου το πρώτο πράγμα που θα διακρίνουμε είναι η σχέση μεταξύ θρησκείας (με έντονες επιρροές από τον Χριστιανισμό και κυρίως τον Ιουδαϊσμό), της πολιτικής και της φιλοσοφίας (με έντονες επιρροές από την ελληνική σκέψη). Το Ισλάμ αρχικά εκλήφθηκε ως κάποια νέα εκδοχή του χριστιανικού Μονοφυσιτισμού. Ωστόσο ήταν μια κοσμοθεωρία αποφασισμένη να κατακτήσει και να αλλάξει τον κόσμο. Κατά συνέπεια, η «πολιτική», η «φιλοσοφία» και το «κράτος» εντάχθηκαν στην αποστολή της θρησκείας. Όμως το 850 μ.Χ., η εξουσία διαιρέθηκε μεταξύ του σουλτάνου, ο οποίος διαχειριζόταν τις στρατιωτικές υποθέσεις και επέβαλε το νόμο και την τάξη και του ουλεμά που διαχειριζόταν τις κοινωνικές, οικογενειακές και εμπορικές υποθέσεις. Αυτός ο σχετικός διαχωρισμός της πολιτικής από τη θρησκεία χαρακτήρισε περισσότερο τους Οθωμανούς, που αποτελούσαν μόνο ένα τμήμα -σε πολλά διακριτό- του ισλαμικού κόσμου.


Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό στην ιστορία του έθνους της ισλαμικής σκέψης είναι η σχέση μεταξύ του «φυλετισμού» και της «πατρογονικότητας». Αυτά ως κάποιο βαθμό ορίζουν τη σχέση μεταξύ θρησκείας και πολιτικής μέχρι και σήμερα. Τόσο η «πατρογονικότητα» όσο και ο «φυλετισμός» βρίσκονται πίσω από αυτό που διαφοροποιεί την ισλαμική από την ευρωπαϊκή πολιτική σκέψη. Έτσι στην ισλαμική κοινωνία δεν υπήρχε καμία σοβαρή προσπάθεια, πριν από τη χρόνια δυτική επιρροή, να αντικατασταθεί το Ιμαμάτο ή το Σουλτανάτο με το έθνος-κράτος δυτικού τύπου (η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντικαταστάθηκε από το Τουρκικό «έθνος-κράτος» -το κοσμικό κράτος του Μουσταφά Κεμάλ-Ατατούρκ- μόλις το 1922).


Οι πρώτοι, λοιπόν, Οθωμανοί φαίνεται ότι κυβερνούσαν τα εδάφη τους εν μέρει με βάση φυλετικές και νομαδικές ιδέες, όπου η φυλή (ένα μείγμα χαρακτηριστικών με εξέχουσα τη θρησκευτική ταυτότητα) λειτούργησε ως μέσο για τη συγκέντρωση των διαφορετικών λαών και πληθυσμιακών ομάδων γύρω από την οθωμανική εξουσία. Τις περιοχές που κατακτούσαν τις διοικούσαν ως υποτελείς ηγεμονίες, επιτρέποντας τους να διοικηθούν από τους πρώην άρχοντες τους με ανταλλάγματα φόρους και στρατιωτικές συμμαχίες. Η επαφή με του Βυζαντινούς διατήρησε ή προσάρμοσε σημαντικές δομές του Βυζαντίου στην οθωμανική διοίκηση, όπως το σύστημα γαιοκτησίας της πρόνοιας που έγινε το οθωμανικό σύστημα των τιμαρίων ή η βυζαντινή μονάδα μέτρησης της γης στρέμμα, που έγινε το οθωμανικό ντονούμ κ.α.


Σε αντίθεση με την εικόνα του απολυταρχισμού, η αυτοοργάνωση άνθισε σε ορισμένα τμήματα της οθωμανικής κοινωνίας, η οποία όμως έδωσε λαβή για μεγαλύτερη διαφθορά και καταπιέσεις. Ο κεντρικός «δεσποτισμός» σήμαινε τη συνδιοίκηση τοπικών κοσμικών και θρησκευτικών αρχόντων και με την ενσωμάτωση των ουλεμάδων και των καδήδων (κάτι σαν ιεροδίκες) στο πολιτικό και νομικό σύστημα, τμήματα της εξουσίας αποκεντρώθηκαν εντελώς και άνοιξε το πεδίο για παζαρέματα, διαπραγματεύσεις, δωροδοκίες και εξαγορές, που έφταναν σε κανονικά «μπραβιλίκια» των τοπικών αξιωματούχων κατά των υπόδουλων.


Αυτή η αυτοοργάνωση και ποικιλομορφία διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν δυναστικό και όχι φυλετικό καθεστώς, γι’ αυτό και παρά τις επαναστάσεις, ξεκίνησε και τελείωσε με την δυναστεία του Οσμάν. Έτσι οι ηγεμόνες της θεωρήθηκαν ως Οθωμανοί και εμφατικά όχι ως Τούρκοι, όπου το «Τούρκος» αποδιδόταν στους λιγότερο καλλιεργημένους ημι-νομαδικούς λαούς της Ανατολίας και μάλιστα μερικές φορές λεγόταν ότι οι Τούρκοι ήταν ακατάλληλοι για κυβέρνηση. Σε αυτά τα πλαίσια οι Οθωμανοί ανέπτυξαν το παραδοσιακό σύστημα αυτοδιαχείρισης για τους μη μουσουλμάνους μονοθεϊστές από τις δικές τους θρησκευτικές αρχές εντός της ομολογιακής τους κοινότητας (μιλλέτι).


Πρακτικά την οθωμανική κοινωνία αποτελούσαν η φορολογούσα άρχουσα τάξη και οι φορολογούμενοι υποτελείς τους (ραγιάδες). Την άρχουσα τάξη αποτελούσαν ο στρατός, το θρησκευτικό κατεστημένο και η γραφειοκρατία. Αυτή η απλοϊκότητα καταδεικνύει την απουσία μιας εκλεπτυσμένης πολιτικής θεωρίας που ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά χαρακτηριστικά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και είχε άμεση επίδραση στον τρόπο αντιμετώπισης των κρίσεων που αργότερα την έπληξαν.63 


* * * * *


8. Οθωμανική Αυτοκρατορία: σχεδόν ανατολή


Ποιοι ήταν οι «Τούρκοι» του 1821; Υπάρχει ένα θέμα, όπως είδαμε, με το τι σημαίνει Τούρκος και τι Οθωμανός εκείνη την εποχή. Τη διαφορά μπορούμε να την καταλάβουμε περισσότερο κάπως έτσι: 

Κοινοί φυλετικοί και εθνολογικοί (όχι όμως και γλωσσικοί) πρόγονοι των Τουρκικών φύλων του Μεσαίωνα θεωρούνται οι Ογούζοι Τούρκοι, των Αλτάιων Ορέων, που ίδρυσαν τις πρώτες εκτενείς συνομοσπονδίες τουρκόφωνων νομαδικών φύλων στις στέπες της κεντρικής Ασίας. Στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες ξεκίνησαν από τις πεδιάδες των ποταμών Ορχόν και Σελεγκά, νότια από την λίμνη Βαϊκάλη στη σημερινή Μογγολία, στο βόρειο σύνορο της Κίνας. Ήδη κατά τους 4ο-6ο αιώνα το έσχατο δυτικό τμήμα των Μογγολοτουρκικών φύλων, οι Ούννοι και οι Άβαροι, είχαν επιδράμει στις Ρωσικές στέπες και εξαπλωθεί σε ευρωπαϊκές περιοχές. Οι Σελτζούκοι προέρχονται από τη φυλή Κινίκ των Ογούζων Τούρκων.64


Ο Σελτζούκ (πέθανε γύρω στα 1038), ήταν ένας πολέμαρχος της φυλής Κινίκ της συνομοσπονδίας των Ουγούζων Tούρκων στη Κεντρική Ασία. Γύρω στα 985, διαχωρίστηκε με τους ακόλουθους του από το κύριο σώμα των Ουγούζων και εγκαταστάθηκε στη Τζεντ στον Συρ Ντάρια (ποταμός της Κεντρικής Ασίας, αρχαία ελληνικά: Ιαξάρτης) και εξισλαμίστηκε. Όλοι οι γιοι του έφεραν ονόματα της Παλαιάς Διαθήκης καταγεγραμμένα στις πηγές με τις αραβικές τους μορφές: Mikâ’îl (Μιχαήλ) Isrâ’îl (Ισραήλ), Mûsâ (Μωυσής) και Yûnus (Ιωνάς), το οποίο μπορεί να υποδηλώνει προηγούμενες επαφές με τον Ιουδαϊσμό ή τον Χριστιανισμό (Νεστοριανισμό). Στη Τζεντ, ο Σελτσούκ και οι γιοι του πολέμησαν τους παγανιστές Τούρκους, ενώ οι απόγονοι του συμμετείχαν στους αγώνες μεταξύ των Καραχανιδών και των Γαζναβίδων, αλλάζοντας συχνά πλευρά. 


Εντωμεταξύ οι πληθυσμοί που οδηγούνταν από τον λιμό και την πολιτική αναταραχή από τα σύνορα Μογγολίας - Μαντζουρίας προς τα δυτικά, ανάγκασαν τα εγγόνια του Σελτσούκ, Τογκρούλ-Μπεκ και Σαγκρί-Μπεκ, να μετακινηθούν προς το Χορασάν (σήμερα περίπου Ανατολικό Ιράν και Δυτικό Αφγανιστάν) έως το 1034. Πεινασμένοι και απελπισμένοι έκαναν επιδρομές όπου μπορούσαν και οι αναταραχές που προκαλούσαν σε αυτήν την επαρχία των Γαζναβίδων, ανάγκασαν τον γιο και διάδοχο του Μαχμούντ, Μασούντ Α΄ (κυβέρνησε από το 1031 έως το 1041 τους Γαζναβίδες), να κινηθεί εναντίον τους με ένα μεγάλο στρατό, συμπεριλαμβανομένων και ινδικών πολεμικών ελεφάντων. Τον Μάιο του 1040, ο στρατός του Μασούντ, εξαντλημένος μετά από μια φρενήρη πορεία προς τα δυτικά, πρόλαβε τελικά τους Σελτζούκους. Οι Τογκρούλ και Σαγκρί, μαζί με άλλες ομάδες Ουγούζων, νίκησαν απροσδόκητα τις ανώτερες δυνάμεις του Μασούντ στο Νταντανακάν. Αυτή η ήττα μοιραία αποδυνάμωσε τους Γαζναβίδες.


Μέχρι το 1042, οι Σελτζούκοι ήταν κύριοι μιας αυτοκρατορίας που περιελάμβανε τη Χωρασμία, το Ανατολικό και Κεντρικό Ιράν και επεκτείνονταν στην Υπερκαυκασία. Οι Αββασίδες τους κάλεσαν στη Βαγδάτη το 1055 για να απελευθερώσουν τους χαλίφηδες από τον έλεγχο των Σιιτών Μπουγίδων. Με αυτόν τον τρόπο, οι Σελτζούκοι έγιναν η κυρίαρχη δύναμη στον σουνικό ισλαμικό κόσμο. Το 1071, ο σουλτάνος ​​Άλπ Αρσλάν, γιος του Σαγκρί Μπεγκ, νίκησε τους Βυζαντινούς στο Μαντζικέρτ και έτσι τούρκικες ομάδες εισέβαλαν στη Βυζαντινή Ανατολία, θέτοντας τα θεμέλια για το Σελτζούκικο Σουλτανάτο του Ρουμ («Ρώμη», δηλαδή η Ανατολική Ρωμαϊκή/Βυζαντινή Αυτοκρατορία) και στη συνέχεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτές οι διάφορες νομαδικές φυλές των Σελτζούκων (ποιμένες ή/και ληστές Τουρκομάνοι), έθεσαν σε κίνηση μια σταδιακή εξάπλωση του Ισλάμ (στην τουρκική του εκδοχή) στη χριστιανική Μικρά Ασία. Η υιοθέτηση της τουρκικής γλώσσας από τον ντόπιο πληθυσμό (κυρίως ελληνικό και αρμένικο) ξεπέρασε ακόμη και τις προσδοκίες του ίδιου του Ισλάμ. Αυτό συνέβαλε στη σημαντική εθνό-γλωσσική και δημογραφική στροφή, που αναδιαμόρφωσε τη Μικρά Ασία.65


Ωστόσο, μεταξύ 1219 και 1405, ο ισλαμικός κόσμος καταλύθηκε, όταν οι Μογγόλοι κατέστρεψαν τις περιοχές της Υπερωξιανής και του Χορασάν (1219–1231) καθώς και κατέβαλαν τους Σελτζούκους του Ρουμ (1235–1236). Το 1258, η Βαγδάτη ισοπεδώθηκε και δολοφονήθηκε ο τελευταίος χαλίφης των Αββασιδών. Λίγο πριν, η Χρυσή Ορδή, μια ομοσπονδία μογγολικών φυλών, είχε μπει στην Ουκρανία, τη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη. 

Οι Μογγόλοι - αρχικά παγανιστές - είχαν ασπαστεί το Βουδισμό και έβλεπαν τον Χριστιανισμό θετικά, ωστόσο σιγά-σιγά, ενώ από τη μια εξάλειψαν τη δύναμη των Σελτζούκων τον 13ο αιώνα, από την άλλη, η Μογγολική Αυτοκρατορία άρχισε να διασπάται, να ισλαμοποιείται και εντέλει να τουρκοποιείται, μέσω της γλώσσας. Αποτέλεσμα ήταν να ξεπηδήσουν διάφορα τουρκικά πριγκιπάτα, ένα εκ των οποίων ήταν αυτό του Οσμάν Γαζή (1258-1326) από όπου και προκύπτει το όνομα των Οθωμανών (Οσμανλήδες = Οθωμανοί).66

 

Οι Οθωμανοί, λοιπόν, ήταν μια μείξη τουρκικών φύλων, Μογγόλων, Αράβων και Περσών, οι οποίοι είχαν ενωθεί με το κυρίαρχο βυζαντινό στοιχείο της Μικράς Ασίας (Έλληνες και Αρμένιους κατά κύριο λόγο). Οι Οθωμανοί που άλωσαν το 1453 την Κωνσταντινούπολη, 129 χρόνια μετά τον Οσμάν Γαζή, ήταν ουσιαστικά κυρίως «οθωμανοποιημένοι Μικρασιάτες», των οποίων η ελίτ είχε και ελληνική παιδεία. Το 1821, ο οθωμανικός στρατός - οι «Τούρκοι» που πολεμούσαν οι Έλληνες και οι δυτικοί φιλλέληνες- ήταν μία μίξη από περίπου 70 φυλές, μεταξύ των οποίων ήταν εξισλαμισμένοι Έλληνες-Αλβανοί-Σλάβοι-Βούλγαροι-δυτικοί, Μογγόλοι, Τάταροι, Αιγύπτιοι, Εβραίοι, Πέρσες, μισθοφόροι δυτικοί κ.α.    

 

Τι ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία; Ίσως το πρώτο πράγμα που πρέπει να θυμόμαστε για την Οθωμανική Αυτοκρατορία είναι ότι δεν συνέβαιναν τα ίδια πράγματα κάθε εποχή και κυρίως δεν συνέβαιναν τα ίδια πράγματα την ίδια εποχή από τόπο σε τόπο. Οπότε μιλάμε για μια εξαιρετικά ανομοιογενή ιστορία σε βάθος χρόνου, αλλά και κατά τόπους. Αυτό είναι καλό να το θυμόμαστε. 


Γιατί η οικογένεια του Οσμάν κυριάρχησε στους γείτονές της και πώς το Οθωμανικό εμιράτο, μόνο ένα από τα πολλά στα σύνορα μεταξύ Βυζαντίου και Σελτζουκικού ιλχανάτου έγινε ο μοναδικός κληρονόμος και των δύο αυτών κρατών; Και πως εξελίχθηκε σε μια μεγάλη και μακροχρόνια αυτοκρατορία εκτεινόμενη σε τρεις ηπείρους; Τι ρόλο έπαιξε ο «ιερός πόλεμος» (τζιχάντ) - ο αγώνας ενάντια στους μη μουσουλμάνους που ήταν τυπική υποχρέωση για όλους τους πιστούς; Για τους μουσουλμάνους, ο κόσμος χωριζόταν εννοιολογικά στην «κατοικία του Ισλάμ», όπου επικρατούσε το Ισλάμ, και στην «κατοικία του πολέμου»: οι άπιστες χώρες που πρέπει μια μέρα να αποδεχτούν το Ισλάμ και ο «ιερός πόλεμος» ήταν το μέσο για να επιτευχθεί αυτό. Ο «ιερός πόλεμος» είχε εξάλλου παρακινήσει τη μουσουλμανική κοινότητα στα πρώτα χρόνια της καθώς η νέα πίστη επιδίωκε να επεκταθεί και όπως και η ανακήρυξη μιας χριστιανικής σταυροφορίας, έδωσε έμπνευση στους μαχητές στο πέρας των αιώνων. 

Ή μήπως ήταν ο ρευστός χαρακτήρας της βυζαντινής μεθοριακής κοινωνίας εκείνη τη στιγμή που επέτρεψε στο Οθωμανικό εμιράτο να αποκτήσει τον έλεγχο σε εκτεταμένες περιοχές; Ήταν θέμα ευνοϊκής στρατηγικής θέσης ή ήταν η πολιτική οξύνοια και η καλή τύχη; Οι σύγχρονοι ιστορικοί προσπαθούν να διαχωρίσουν τα ιστορικά γεγονότα από τους μύθους που περιέχονται στις μεταγενέστερες ιστορίες.67


Οι λόγοι που επικράτησαν οι Οθωμανοί είναι πολλοί, χρόνιοι και καθόλου ρομαντικοί, όσον αφορά στους χειρισμούς των Βυζαντινών, αλλά και του ρόλου που έπαιξε η Δύση. Για παράδειγμα, ένας σταθμός είναι η ήττα στο Μαντζικέρτ (1071). Ως δεύτερο σταθμό, πολλοί μελετητές θεωρούν κομβικό το 1204 και τη πρώτη άλωση και κατάληψη της Κωσταντινούπολης, κατά τη 4η Σταυροφορία, από τους Λατίνους. Ένας τρίτος σταθμός είναι η στροφή της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας προς την Ευρώπη μετά το 1261, μια πολιτική που για κάποιους μελετητές σήμανε την εγκατάλειψη της Μικράς Ασίας. Αυτό το κενό κάλυψαν αργά και σταθερά οι Οθωμανοί.68 Έτσι για κάτι που δεν μιλάμε συχνά (εκτός των σφαγών, αρπαγών, εκφοβισμών και εξανδραποδισμών που οδήγησαν στην διαφυγή και αραίωση) είναι οι συνθήκες και τα αίτια που η καρδία του ελληνισμού που βρισκόταν όχι στη σημερινή Ελλάδα, αλλά στην Ανατολία τουρκοφώνησε ή/και εξισλαμίστηκε. Το έργο του Σπύρου Βρυώνη, Η παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και διαδικασία εξισλαμισμού 11ος-15ος αιώνας, το οποίο εκδόθηκε το 1971 από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια,69 συνεχίζει να είναι η βάση για κάθε σοβαρή σχετική μελέτη. Βέβαια το σύγχρονο ερώτημα δεν είναι πως «έπεσε» το Βυζάντιο, αλλά πως άντεξε τόσο πολύ, αν και ο Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής δεν θεωρούσε ότι κατέλυσε την Ρωμαίο-βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά ότι την «ανέλαβε». Ως εκ τούτου υιοθέτησε τον τίτλο του «Καίσαρα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας» (Qayser-i Rum), όπως έκαναν και οι Ρώσοι με το «Τσάρος« ή οι Γερμανοί με το «Κάιζερ», διεκδικώντας όλοι τη κληρονομιά της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και κάποιοι προσπαθώντας να παρακάμψουν τη φυσική «βυζαντινή συνέχεια» αυτής.


Οι Οθωμανοί κατέκτησαν σταδιακά και απορρόφησαν τα βυζαντινά εδάφη στην Ανατολία και τα Βαλκάνια, ενώ με την κατάκτηση και των αραβικών εδαφών το 1517, έγιναν το πιο ισχυρό κράτος στον ισλαμικό κόσμο. Υπό την ηγεσία του Σουλεϊμάν Α’ (1520–1566), η επέκταση από την κεντρική Ευρώπη έως τον Ινδικό Ωκεανό, έκανε την Οθωμανική Αυτοκρατορία μια από τις παγκόσμιες δυνάμεις με τη δομή και τους θεσμούς της να προσαρμόζονται στις διαφορετικές συνθήκες μέχρι κάποια στιγμή. Στα τέλη του 16ου αιώνα, με την πολιτική και τη διοικητικής της οργάνωση, τις χρηματοοικονομικές πολιτικές της, το σύστημα γης και τη στρατιωτική οργάνωση, ήταν ότι πιο σύγχρονο για μια «σχεδόν ανατολική» αυτοκρατορία. Ωστόσο, κάποια στιγμή όλα αυτά ξεπεράστηκαν και οι Οθωμανοί δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις. Έτσι από τότε και μετά, η ιστορία τους γίνεται ένας αγώνας δρόμου, για να προσαρμοστούν στην ευρωπαϊκή οικονομική, πολιτική και πολιτιστική πρόοδο.


Όπως γράφει ο Δημήτρης Σταθακόπουλος, «φτάνοντας περίπου στον 17ο και 18ο αιώνα (εποχή της τουλίπας/lale devri), τα προνόμια (και όχι δικαιώματα) που είχε εκχωρήσει ο Πορθητής ήδη από το 1453 στα έθνη/γένη (millet) των “απίστων” υπηκόων του και δεν πολυ-ασκούντο απ’ αυτούς, ξαφνικά ενισχύονται με την συμμετοχή των απίστων στη διοίκηση (συλλογή φόρων, αρματολίκια , φαναριώτες κ.λ.π), ο γενιτσαρισμός θ’ αρχίσει να φθίνει σιγά σιγά, παρότι ήταν μια πολύ καλή προοπτική ανέλιξης των τέκνων των “απίστων” στη στρατιωτική διοίκηση, ενώ ενισχύεται και η ίδρυση σχολείων (π.χ μεγάλη του γένους σχολή). Οι μάχες στα σύνορα και κυρίως με τους ευρωπαίους, οι διομολογήσεις, η προσκόλληση στην αγροτική οικονομία και η μη εξέλιξη σε άλλες μορφές προόδου φέρνουν το κράτος σε κρίση/ύφεση, το οποίο αναγκαζόμενο να συντηρηθεί επιβάλει φόρους επί φόρων.»70


Στο γεωπολιτικό πεδίο, η ειρήνη του Κατού-Καμπρέση το 1559 καθιέρωσε την ισπανική ηγεμονία στην Ευρώπη και καθώς η Γαλλία μπήκε σε εμφύλιο πόλεμο έπαψε να είναι ο κύριος σύμμαχος των Οθωμανών στην ευρωπαϊκή πολιτική. Η απόσυρση από τη Μάλτα το 1565 και η τελευταία Ουγγρική εκστρατεία του Σουλεϊμάν Α’ του Μεγαλοπρεπή το 1566 σηματοδότησε την αρχή του τέλους της οθωμανικής επέκτασης στη Κεντρική Ευρώπη και τη Μεσόγειο.

Μεταξύ του 1578 και του 1606 οι Οθωμανοί πραγματοποίησαν μια σειρά εξαντλητικών πολέμων ενάντια στους Πέρσες στα ανατολικά και των Αψβούργων στην κεντρική Ευρώπη.

Η καταστροφή της ισπανικής Αρμάδας το 1588 είχε σημαντικές συνέπειες στη Μεσόγειο. Με την παρακμή της εξουσίας της, η Ισπανία, η μεγάλη αντίπαλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, δεν ήταν πλέον ικανή για τεράστιες επιχειρήσεις στη Μεσόγειο. Όμως δεν επωφελήθηκαν οι Οθωμανοί.

Με την απώλεια της υπεροχής τους στη θάλασσα, οι Οθωμανοί έχασαν επίσης τον έλεγχο των επαρχιών τους στη Βόρεια Αφρική. Οι ναυτικές δυνάμεις της Τρίπολης, της Τύνιδας και του Αλγερίου δεν αποτελούσαν πλέον κανονικό τμήμα των στόλων του σουλτάνου, αλλά έγιναν κουρσάροι δρώντας αυτοβούλως. Ταυτόχρονα η ήττα στη Ναυμαχία του Λεπάντο (Ναύπακτο) το 1571 ήταν σημάδι του ενισχυμένου ρόλου των Χριστιανών στην ανατολική Μεσόγειο.

Στις αρχές του 17ου αιώνα η επιρροή των Μαμελούκων στην Αίγυπτο αυξήθηκε, υπονομεύοντας την οθωμανική κυβέρνηση, ενώ στον Λίβανο ο Εμίρης Φακρ Αλ-Ντιν άρχισε να ενεργεί ως ανεξάρτητος κυβερνήτης. Όλα αυτά δείχνουν ότι η κεντρική κυβέρνηση έχανε τον έλεγχο των μακρινών επαρχιών της.

Από το 1590 δε οι Κοζάκοι, κατεβαίνοντας τον Δνείπερο ποταμό με τους στόλους τους από μικρά πλεούμενα, ενέτειναν τις επιδρομές τους στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, καίγοντας τη Σινώπη το 1614 και το Yeniköy (Νεοχώρι) στον Βόσπορο το 1625. Μεταξύ 1637 και 1642 κατέκτησαν ακόμη και τη θάλασσα του Αζόφ στη Κριμαία και έτσι δεν υπήρχε ασφάλεια στον Εύξεινο Πόντο, τη ζωτική ζώνη της Οθωμανικής οικονομίας με το εμπόριο και τα λιμάνια της να αρχίζουν να μειώνονται.71


Σε όλα αυτά, για να ανταγωνιστεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία τις δυτικές δυνάμεις, από κάποια στιγμή και έπειτα προστέθηκε και η προσπάθεια εκδυτικισμού με τη κεντρικοποίηση και την εθνικοποίηση/ισλαμοποίηση της διοίκησης, του στρατού και της κοινωνίας, τείνοντας προς το μελλοντικό μοντέλο έθνους-κράτους δυτικού τύπου. Έτσι υπό τον Μαχμούτ Β΄ (1785-1839) ο κύριος στόχος των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων ήταν να μεταφερθεί η εξουσία από την παραδοσιακή άρχουσα τάξη στον σουλτάνο και το υπουργικό του συμβούλιο. Τα κυβερνητικά υπουργεία αναδιοργανώθηκαν για να τερματίσουν τις επικαλυπτόμενες δικαιοδοσίες και τις περιττές θέσεις. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσουν αναταραχές και επαναστάσεις στο μουσουλμανικό και στον ήδη καταπιεσμένο χριστιανικό πληθυσμό της αυτοκρατορίας, για διαφορετικούς λόγους σε κάθε περίπτωση.72

 

* * * * *


Πόσο Έλληνες ήταν οι Έλληνες του 1821; Η ονομασία «Έλληνας» έχει περάσει από χίλια κύματα δια μέσου των αιώνων. Για τα Έλληνας, Ρωμιός ή Γραικός κάποιος μπορεί να ανατρέξει σε πολύ ενδιαφέρουσες αναλύσεις στη βιβλιογραφία και στο διαδίκτυο, οι οποίες αναδεικνύουν από τη μια το πόσο σχετική ως εντελώς άνευ αξίας μπορεί να είναι η εμμονή σε θεωρίες περί «φυλετικής καθαρότητας» και «ταμπέλες» σε έναν λαό με καταγεγραμμένη πολιτική και πολιτισμική οργάνωση τόσων χιλιάδων ετών, αλλά και πόσο αδιαμφισβήτητη είναι η ιστορική (πολιτική, πολιτισμική, διανοητική κ.α.) εξέλιξη του.   


Εάν θα έπρεπε -υποχρεωτικά- να συγκρίνουμε τη φυλετική συνέχεια Τούρκων και Ελλήνων, οι Τούρκοι ήταν μέχρι κάποια στιγμή διαφορετικά νομαδικά φύλα που αναμείχθηκαν με πολλούς άλλους (και με Έλληνες Μικρασιάτες), εν αντίθεση με τους Έλληνες που διαχρονικά αποτελούσαν έναν ισχυρό ομοιογενή πυρήνα που απορροφούσε τους νεοεισερχόμενους πληθυσμούς και τους πρόσθετε στο δυναμικό του. Ωστόσο δεν θα πρέπει να αγνοούμε ότι διαχρονικά οι Έλληνες είχαν διασκορπιστεί στο κόσμο και είχαν σχηματίσει τον λεγόμενο «οικουμενικό ελληνισμό». Το θέμα βέβαια με τη στενή έννοια της φυλετικής καθαρότητας ή μη των Ελλήνων, μας ταλανίζει ακόμα με τρομερές υπερβολές: κάποιοι πιστεύουν ότι είναι απευθείας απόγονοι του Αχιλλέα και άλλοι νομίζουν ότι είμαστε είτε «τουρκόσποροι», είτε Σλάβοι, είτε Αλβανοί, όμως - κάπως μαγικά - σε καμία περίπτωση ούτε «λίγο» Έλληνες. Που βρίσκεται, τελικά, η αλήθεια; 


Οι πληθυσμιακές μειονότητες είναι πάντα εξαιρετικά ενδογαμικές, ειδικά στη περίπτωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τους πως ήταν οργανωμένη. Όπως συμβαίνει πάντα και παντού, έτσι και στο ελλαδικό χώρο, όσοι κατέφθαναν διαχρονικά έπαυαν να είναι ενδογαμικοί, όταν «ομογενοποιούνταν» με τον ντόπιο πληθυσμό, μέσω της γλώσσας, της παιδείας, του πολιτισμού και της θρησκείας. Αν και το λογικό στη τουρκοκρατία θα ήταν όλες οι φερόμενες (σήμερα) ως «φυλετικές μειονότητες» να «τουρκέψουν» και να γευτούν τα προνόμια αυτού (π.χ. να μη πληρώνουν κεφαλικό φόρο), πολλοί θεώρησαν τους εαυτούς τους αρκετά Έλληνες/Χριστιανούς ώστε να προτιμήσουν να παραμείνουν υπόδουλοι, να πολεμήσουν και να σκοτωθούν. Το εάν σκοτώθηκαν μόνο για ελευθερία ή μόνο για οικονομικούς λόγους, ή το εάν ήταν -εκτός από αγωνιστές/ήρωες- και Έλληνες το λένε κάποιοι σε αυτά που έγραψαν οι ίδιοι ή έγραψαν σύγχρονοι τους γι’ αυτούς. Ας τους ακούσουμε κάποια στιγμή!


Εντωμεταξύ μεικτοί γάμοι Ελλήνων/Χριστιανών και Οθωμανών/Μουσουλμάνων από έρωτα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν αναφέρονται, αφού το χάσμα ήταν πολύ βαθύ. Οι όποιοι γάμοι γίνονταν μεταξύ τους, πραγματοποιούνταν κυρίως δια της βίας και αφού η «κόρη» εξισλαμιζόταν. Φυσικά τα παιδιά καταγράφονταν ως Οθωμανοί/Μουσουλμάνοι. Και προς επίρρωση αυτών, μια ματιά στα βιογραφικά πολλών Οθωμανών σουλτάνων και βεζύριδων θα μας έπειθε. Άλλωστε αναφέρθηκε ήδη ότι το σύστημα των Οθωμανών ήταν δυναστικό και όχι φυλετικό. 


«Ή μικρός-μικρός παντρέψου ή μικρός-μικρός καλογερέψου». Το devşirme (παιδομάζωμα) ήταν ένας θεσμός με μακρά παράδοση και ανάλογα συστήματα βλέπουμε και σε άλλους πολιτισμούς. Προφανώς οι Οθωμανοί δεν έμπαιναν σε κάθε χωριό, ανά πάσα στιγμή και το άδειαζαν από μωρά, διότι έτσι θα ξεμέναν από την εργατική/φολορογική τους βάση. Τα παιδομαζώματα, τουλάχιστον επίσημα, γινόντουσαν ανά κάποια χρόνια και με συγκεκριμένα κριτήρια κάθε εποχή, ανάλογα με τις ανάγκες (ηλικία, οικογενειακή κατάσταση κτλ.). Οι μικροπαντρεμένοι και τα καλογερόπαιδα αποκλείονταν πάντα.

Η ειρωνεία με το παιδομάζωμα ήταν ότι οι υπόδουλοι αντιδρούσαν, γιατί έχαναν τα παιδιά τους και γιατί αυτά εξισλαμίζονταν (δηλαδή «τουρκεύανε»), ενώ οι Οθωμανοί παραπονιόντουσαν, διότι τα δικά τους παιδιά δεν είχαν την ευκαιρία να γίνουν μέλη της στρατιωτικής και κοινωνικής ελίτ των γενίτσαρων

Γενικότερα οι εξισλαμισμοί είναι ένα σύνθετο θέμα αφού έχουμε οικειοθελείς, βίαιους, ατομικούς, ομαδικούς, άμεσους, χρόνιους, παροδικούς, ωφελιμιστικούς κτλ. εξισλαμισμούς. Ωστόσο αξίζει κάποια στιγμή να μελετήσουμε τις πολιτικές, τις φιλοσοφικές και τις κοινωνικές αιτίες πίσω από αυτόν το θεσμό, ώστε να τον κατανοήσουμε.  


Όπως πρέπει να κατανοήσουμε γενικότερα και πως λειτουργεί η ιστορία και ότι η δύναμη των πολιτισμών βρίσκεται στη σύνθεση και όχι στην απομόνωση. Στον αντίποδα, ο διεθνισμός και η παγκοσμιοποίηση θα είναι πάντα υποδιαιρέσεις του κοσμοπολιτισμού. Ακριβώς ο τελευταίος ήταν διαχρονικά το δυνατό σημείο του ελληνισμού, τον οποίο η Δύση κατάλαβε ως ιμπεριαλισμό και αποικιοκρατία και η πάλαι ποτέ Σοβιετική Ένωση ως «σφαίρες επιρροής». 


* * * * *


9. Μια σύντομη ιστορία της ιστορίας


Οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι, όπως και εμείς οι σημερινοί άνθρωποι, είχαν διάφορες θεωρίες, για να καταλάβουν την ιστορία των ανθρώπων: οι μύθοι της προέλευσης της ανθρωπότητας στην αρχαία Ελλάδα και Εγγύς Ανατολή έτειναν να υποστηρίζουν ένα κοινό πρόγονο για όλους τους ανθρώπους. Για τον Ησίοδο και άλλους αρχαίους Έλληνες, οι ανθρώπινες «φυλές» δεν προέρχονταν από διακριτές ομάδες ανθρώπων. Έτσι, έχοντας τον ίδιο πρόγονο, οι άνθρωποι με κάποιο τρόπο διαφοροποιούνταν σε ομάδες με ξεχωριστά φυσικά χαρακτηριστικά, γλώσσες και έθιμα. Βέβαια, οι αρχαίοι Έλληνες σε αντίθεση με τους αρχαίους Εβραίους δεν είχαν μια κοινή και ρητή -θεϊκή- εξήγηση για τις ανθρώπινες διαφορές. Κατά συνέπεια, η ελληνική σκέψη (κυρίως οι ιπποκρατικές ιατρικές σχολές) έθεσε τις βάσεις για τις διάφορες ντετερμινιστικές (αιτιοκρατικές) γεωγραφικές και κλιματικές θεωρίες. Ωστόσο, αρχαίοι Έλληνες και Ρωμαίοι δεν φαίνεται να μπορούσαν να συμφωνήσουν σχετικά με τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν, για να συζητήσουν τις διαφορές σε όρους όπως γένος, έθνος ή φυλή. Έτσι τις χρησιμοποιούν με διάφορους τρόπους, για να περιγράψουν εθνοτικές ομάδες, πολιτειακές οντότητες, κοινωνικά σύνολα και πολιτισμούς. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι θεωρούσαν τον «βαρβαρισμό» πολιτι(στι)κό, κατά μια έννοια τεχνητό και αρκετά ευέλικτο, ώστε να μπορεί κάποιος «βάρβαρος» να γίνει Έλληνας ή Ρωμαίος και κάποιος Έλληνας ή Ρωμαίος να γίνει «βάρβαρος».


Περίπου η ίδια κατάσταση συνεχίζεται και κατά την Βυζαντινή περίοδο, παρότι οι περιγραφές όσον αφορά στους «άλλους» κατακλύζονται από καχυποψία, ξενοφοβία, πολιτισμικούς διαχωρισμούς και φυσικά σε κάποια σημεία επιθετικότητα. Και πως να μην ήταν έτσι, δεδομένου ότι η απώλεια της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, οι αλώσεις της Ρώμης από τους «βαρβάρους» και οι συνεχείς επιθέσεις που δεχόταν το Βυζάντιο ήταν μια πραγματικότητα που οι κάτοικοι του είτε δεν θα μπορούσαν να ξεχάσουν, είτε ζούσαν σε πραγματικό χρόνο. Έτσι οι Βυζαντινοί δεν αυτοπαρουσιάζονται ως ποιοτικά ανώτεροι -αν και δεν ξέρουμε κατά πόσο το πίστευαν ή όχι- και ορίζουν τους ξένους από τα έθιμα, τους νόμους, τους θεσμούς, τη γλώσσα, τη θρησκεία και τον τόπο καταγωγή τους, καθιστώντας το κάθε έθνος και φυλή. Αυτό είναι εμφανές σε πολλά κείμενα και πολιτικές της εποχής (με κάποιες εξαιρέσεις), όπου θεωρείται ότι οι «ξένοι» που υιοθετούν το ρωμαϊκό (δηλ. βυζαντινό) τρόπο ζωής και τα ιδεώδη θα γίνουν κάποια στιγμή Ρωμαίοι (πιθανότατα αυτό, εκτός από την ομογενοποίηση, υπονοεί και ότι θα εκπολιτιστούν).


Η σύγχρονη έννοια της φυλής είναι προϊόν των αποικιακών ευρωπαϊκών δυνάμεων από τον 16ο έως τον 18ο αιώνα, οι οποίες ταυτοποίησαν τη φυλή ως προς το χρώμα του δέρματος και τη φυσική διαφορά. Ο ορθολογισμός και υλισμός του Διαφωτισμού εισήγαγαν την - «επιστημονική» - βιολογική εξήγηση, βάση της οποίας οι ανθρώπινες διαφορές μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο εάν οι άνθρωποι ήταν βιολογικά διαφορετικοί μεταξύ τους και αποτελούσαν διαφορετικά είδη, τα χαρακτηριστικά των οποίων παρουσιάζονταν στην εμφάνιση τους (κυρίως το χρώμα του δέρματος τους). Όταν η ιδέα αυτή εφαρμόσθηκε στο πεδίο της πολιτικής και του πολιτισμού έγινε αυτά που σήμερα ονομάζουμε ρατσισμός και σωβινισμός.


Μόλις η ιστοριογραφία έγινε πιο επαγγελματική, από τη δεκαετία του 1880 και μετά, το δυτικοευρωπαϊκό μεσαιωνικό παρελθόν άρχισε να αποκτά μια θετική εικόνα, ενώ το Βυζάντιο απορρίπτεται σχεδόν ολοκληρωτικά: οι Καθολικοί ιστορικοί εξήραν τη θρησκευτική καθαρότητα του δυτικοευρωπαϊκού Μεσαίωνα, ενώ οι δυτικοί ιστορικοί επικεντρώθηκαν στις μεσαιωνικές ρίζες της ταυτότητας των χωρών τους και στην «φυλετική καθαρότητα» των προγόνων τους που μετακινήθηκαν στον ευρωπαϊκό χώρο. 

Μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η μετανάστευση θεωρήθηκε ως φαινόμενο τεράστιας σημασίας στον μετασχηματισμό της Ευρώπης. Έτσι, πολλές από τις πληθυσμιακές ομάδες της σύγχρονης Ευρώπης θεώρησαν ότι οι ρίζες της δικής τους ιδιαιτερότητας βρίσκονται σε μια συνεχή ιστορία που εκτείνεται σε μια μεταναστευτική στιγμή κάπου εκείνα τα συγκεκριμένα χρόνια της πτώσης της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.73


Κάποιες από αυτές τις πληθυσμιακές κινήσεις είναι καλά τεκμηριωμένες και άλλες καθόλου. Από αυτές που υπάρχουν ιστορικές καταγραφές, σε κάποιες έχουμε όντως «μεγάλες» συμπαγείς ομάδες ανδρών, γυναικών και παιδιών που κινούνται μαζικά με σκόπιμο τρόπο από τον ένα τόπο στον άλλο. Βέβαια πάντα τίθεται το ερώτημα πόσο πραγματικά «μεγάλες» ήταν αυτές οι μετακινήσεις, όταν, για παράδειγμα, την εποχή που καταλήφθηκε η Μικρά Ασία από τις τουρκικές φυλές, ο βυζαντινός της πληθυσμός υπολογίζεται γύρω στα 15 εκατομμύρια, με άλλους να ανεβάζουν τον αριθμό πολύ παραπάνω, τη στιγμή που οι Οθωμανικές πηγές μιλάνε για κάποιες δεκάδες χιλιάδες νεοεισερχόμενων Τούρκων (μαζί με τα γυναικόπαιδα). Έτσι ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όλες οι πληθυσμιακές κινήσεις (τεκμηριωμένες και μη) αποδόθηκαν σε μεγάλες και ομοιογενείς - πολιτισμικά και φυλετικά διακριτές - ομάδες πληθυσμών που μετακινήθηκαν, είτε ανεπηρέαστες από τους ανθρώπους που βρήκαν μπροστά τους, είτε σπρώχνοντας τους en masse (θεωρεία των μπάλων του μπιλιάρδου), είτε σκοτώνοντας τους όλους.


Ο φασισμός και οι ναζιστικές φρικαλεότητες μαζί με τη προπαγάνδα που τα περιέβαλλε, έπαιξαν βασικό ρόλο στο να ενθαρρύνουν τους ιστορικούς, τους κοινωνιολόγους, τους αρχαιολόγους κ.α. να τα ξανασκεφτούν όλα αυτά και να τα ξανά μελετήσουν, διατυπώνοντας νέες θεωρίες. Μια εναλλακτική θεωρεία της «μαζικής εισβολής» είναι των κυμάτων πολιτισμικής προόδου. Πρόκειται για μετακινήσεις μικρής κλίμακας, όπου μικρές ή μεγάλες οικογένειες μετακινούνται σε περιοχές που υπάρχουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης (προηγμένος πολιτισμός, κλίμα, γεωγραφία κτλ.) και οι οποίες, εάν δεν αφανιστούν, τελικά προσαρμόζονται και ομογενοποιούνται με τους αυτόχθονες.

Ένα άλλο πιο δημοφιλές μοντέλο, στους αρχαιολόγους και στους ιστορικούς, λόγω του μεγαλύτερου εύρους πιθανών εφαρμογών του, είναι το μοντέλο «μετάβασης της ελίτ». Βάση αυτού, ο νεοεισερχόμενος πληθυσμός δεν είναι πολύ μεγάλος, αλλά καταλαμβάνει επιθετικά μια περιοχή με πόλεμο. Στη συνέχεια εκδιώκει τη ντόπια ελίτ της περιοχής και καταλαμβάνει τη θέσης της, ενώ φυλετικά και σε πολλές περιπτώσεις κοινωνικά, ο πληθυσμός παραμένει αναλλοίωτος και ανεπηρέαστος. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι η «ξένη» ελίτ, ως μειονότητα, που θα απορροφηθεί -τουλάχιστον βιολογικά- τελικά. 


H απάντηση στην υπέρ-απλουστευτική υπόθεσης της «μαζικής εισβολής» περιλαμβάνει μοντέλα τα οποία με διαφορετικούς τρόπους ελαχιστοποιούν τη σημασία της μετανάστευσης, μειώνοντας είτε τους πιθανούς αριθμούς που εμπλέκονται, είτε τον βαθμό βίας, είτε τη σημασία των αποτελεσμάτων της, είτε το βαθμό στον οποίο υπήρχε πραγματική πρόθεση για μετανάστευση. Αυτά τα μοντέλα είναι προφανώς πολύ πιο πιθανά από την υπόθεση της «μαζικής εισβολής» και αρνούνται ότι τεράστιες, συμπαγείς ομάδες ανθρώπων θα μπορούσαν ποτέ να κινηθούν σκόπιμα ως ένα συνεκτικό μπλοκ από τη μία τοποθεσία στην άλλη. Ωστόσο, ενώ αυτά τα μοντέλα είναι σίγουρα πιο εξελιγμένα και έτσι κάνουν ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, δεν έχουν, ακόμη και σε συνδυασμό, μια ικανοποιητική συνολική προσέγγιση για όλα τα κύματα μεταναστεύσεων. 


Προφανώς μια ικανοποιητική μελέτη ενός μεταναστευτικού κύματος σε οποιαδήποτε εποχή απαιτεί έναν συνδυασμό γενικότερης ανάλυσης (π.χ. τις οικονομικές, πολιτικές, κλιματικές, γεωγραφικές, φιλοσοφικές κ.α. συνθήκες, οι οποίες καθιστούν πιθανό ένα μεταναστευτικό ρεύμα) με απαντήσεις σε μια σειρά συγκεκριμένων ερωτήσεων: ποιοι και πόσοι συμμετείχαν ακριβώς στη ροή ενός μεταναστευτικού κύματος, γιατί και πώς ακριβώς ξεκίνησε και εξελίχθηκε η διαδικασία; κ.α. 

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε και άλλες αλλαγές στην ιστορία και στις ερμηνείες της στη Δύση. Ενώ μέχρι τότε ο δυτικός ρασιοναλισμός απέδιδε κυρίως φυλετικές ερμηνείες στο έθνος, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες απέρριψαν, ως μυθοπλασία, την ιδέα ότι τα βιολογικά χαρακτηριστικά που μεταδίδονται γενετικά σχετίζονται με την ταυτότητα των ανθρώπων και των κοινωνιών. Κατά συνέπεια, οι εθνοτικές διαφορές άρχισαν να θεωρούνται ιστορικά και πολιτι(στι)κά κατασκευασμένες: καμία πληθυσμιακή ομάδα δεν είναι «καθαρή», καθώς όλες εμφανίζονται και εξελίσσονται μέσω συγχωνεύσεων με άλλες, χωρίζοντας, επαναπροσδιορίζοντας ή αλλάζοντας την «εθνικότητα» τους ανάλογα με τις περιστάσεις.

 

Ειδικά η μετακίνηση των Σλάβων στο σημερινό ελλαδικό χώρο από τον 6ο έως το 7ο αιώνα προκάλεσε μεγάλες διαφωνίες μεταξύ των Γερμανών ρατσιστών, των Ελλήνων εθνικιστών και των υποστηρικτών της θεωρίας του Πανσλαβισμού. 

Φυσικά η παρουσία των Σλάβων είναι καταγεγραμμένη και αδιαμφισβήτητη και οι Βυζαντινοί τους θεωρούσαν διαφορετική εθνότητα: ήταν αλλόθρησκοι (μέχρι να προσηλυτιστούν), απολίτιστοι (βάση των βυζαντινών μέτρων), αλλότριοι (από ξένο τόπο καταγωγής), ξενόγλωσσοι και τουλάχιστον αρχικά ήταν εχθρικοί προς το Βυζαντινό κράτος και τους υπηκόους του. Δεδομένου όμως του αριθμού τους, της έλλειψης συγκρότησης και μιας σειράς άλλων λόγων, όπως η βυζαντινή πολιτική, αυτοί που μπήκαν στα εδάφη της αυτοκρατορίας τελικά αφομοιώθηκαν. Κατά συνέπεια ποτέ δεν αντικατέστησαν ή εξαφάνισαν βιολογικά τον γηγενή πληθυσμό του ελλαδικού χώρου. 


Άλλωστε, μια περιοχή που θα είχε τουλάχιστον τους μισούς κατοίκους της Σλάβους, θα χανόταν από τον έλεγχο της αυτοκρατορίας. Ωστόσο η Κωνσταντινούπολη είχε τον αδιάλειπτο έλεγχο σε σημαντικές πόλεις, ενώ κάποια τμήματα των εδαφών που χάθηκαν, τελικά ανακτήθηκαν. Κάποιες πρόσφατες γενετικές μελέτες74 - με τα λίγα που σημαίνουν αυτές για την ιστορία- στη Πελοπόννησο δεν ανιχνεύουν σχεδόν καθόλου σλαβικά στοιχεία. Ο Ihor Ševčenko το είχε συνοψίζει ως εξής: οι Σλάβοι «εξαναγκάστηκαν να εξαφανιστούν ως Σλάβοι όχι μόνο με το σπαθί και σίγουρα όχι από την ενθάρρυνση των σλαβικών γραμμάτων, αλλά - έτσι υποθέτουμε περισσότερα από όσα γνωρίζουμε - από την επανέναρξη της ελληνικής διοίκησης, τη εισαγωγή της ιεραρχίας της ελληνικής εκκλησίας και τον εορτασμό των θρησκευτικών λειτουργιών στα ελληνικά».75


Η έλλειψη στοιχείων γεννά ερωτήματα που σχετίζονται με την προέλευση των Σλάβων, τη φύση της μετανάστευσης τους και την έκταση της εγκατάστασης τους στα εδάφη της σημερινής Ελλάδας. Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος με την υιοθέτηση πιο εξελιγμένων μοντέλων και εννοιών ταυτότητας και έχει δοθεί μεγαλύτερη προσοχή στα αρχαιολογικά στοιχεία.76 Παραταύτα, υπάρχουν ακόμα μελετητές οι οποίοι, ενώ αναφέρονται στις μειονότητες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας με σχεδόν απόλυτο και σίγουρο τρόπο ως «καθαρές» φυλετικά, όταν μιλούν για την πλειοψηφία του πληθυσμού ισχυρίζονται ότι ήταν τόσο ανακατεμένοι που είναι αδύνατον να υπάρξει βεβαιότητα γι’ αυτούς. 


Αυτό που φαίνεται είναι ότι για ένα διάστημα περίπου τριών αιώνων, οι Σλάβοι κατέκτησαν και διοίκησαν κάποιες περιοχές της σημερινής Ελλάδας, έχοντας υπεροχή διοικητική και όχι πληθυσμιακή, με ότι σημαίνει αυτό για τον εθνογραφικό χάρτη της εποχής. Στην μεγάλη πλειοψηφία τους εγκαταστάθηκαν σε αραιοκατοικημένες, έρημες ή απομονωμένες περιοχές, κατάλληλες για κτηνοτροφία και γεωργία. Αυτά μέχρι τον 9ο περίπου αιώνα, όταν οι Βυζαντινοί βάζουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο επανάκτησης και αφομοίωσης των εισβολέων, μια διαδικασία μεθοδική αλλά και χρονοβόρα- π.χ. στις πλαγιές του Ταΰγετου οι σλάβικες κοινότητες διατήρησαν την γλώσσα τους και την παράδοση τους μέχρι και τον 15ο αιώνα, αφήνοντας στο τέλος μόνο τοπωνύμια. Ωστόσο ήδη από τη βυζαντινή περίοδο, ο όρος «Σλάβοι» εργαλειοποιήθηκε πολιτικά. Για παράδειγμα ο Κωνσταντίνος Ζ' Πορφυρογέννητος, υποκινούμενος από αυλικούς κύκλους, κατηγορεί ως «σλαβογενή» τη πελοποννησιακή αριστοκρατία.


Η δυτική ιστοριογραφία μέχρι κάποια στιγμή, αντιμετώπιζε γενικότερα την ελληνική ιστορία και ιδιαίτερα την Ρωμαίο-βυζαντινή περίοδο ως χαώδη και στο βαθμό που δεν το έκανε επί τούτου, αυτό οφειλόταν σε μια σειρά αιτιών που δεν πολυκαταλάβαινε και στην οποία συνηγορούν: η (κακιά) διαχρονική συνήθεια να κακό-χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι με εθνοτικούς χαρακτηρισμούς, βάση ρατσιστικών στερεοτύπων. Για παράδειγμα ο αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ αποκαλούσε τον Πατριάρχη Φώτιο ως «χαζαρόφατσα» και η αυτοκράτειρα Θεοφανώ φώναζε τον Βασίλειο Λακαπήνο «Σκύθο» (βάρβαρο). Από την άλλη μεριά, δημιουργεί σύγχυση η αρχαία συνήθεια να αποδίδονται τοπικιστικές ταμπέλες σε πρόσωπα (πχ. «Καππαδόκες», «Θράκες» κτλ.), ενώ το περιβάλλον δεν είναι σαφές για τις εθνοτικές αναλογίες των αντίστοιχων περιοχών, με αποτέλεσμα όταν κάποιες από αυτές έγιναν κράτη, βάση του έθνους-κράτους δυτικού τύπου, τα ιστορικά πρόσωπα να χαρακτηριστούν με αντίστοιχες εθνοτικές ή/και φυλετικές τεμπέλες. Παράδειγμα είναι η περίπτωση του Αναστασίου Α΄, ο οποίος γεννήθηκε στο Δυρράχιο και «ήταν» Ιλλυριός, από μια περιοχή - τη σημερινή Αλβανία- που έχουν ζήσει μεταξύ άλλων Σλάβοι, Ρωμαίοι, Βενετοί, Τούρκοι, Βούλγαροι, Αμάντες, Αλβανοί, Αρδιαίοι, Βυλλιόνες, Χελιδόνες, Δορδάνιοι και Έλληνες, οι οποίοι ζουν ακόμα και η οποία ανακήρυξε την ανεξαρτησία της το 1912. Σε όλα αυτά προστίθεται και η εθνικότητα κατοίκων από περιοχές που κατακτήθηκαν ή προσαρτήθηκαν, καθώς και νεοαφιχθέντες που εγκαταστάθηκαν (και αφομοιώνονταν ή όχι) σε περιοχές που ίσως χάθηκαν διά παντός ή για κάποια περίοδο. Παρόλα αυτά, οι Βυζαντινοί είχαν συγκεκριμένη ταυτότητα και οι νεοεισερχόμενοι, οι περισσότεροι τουλάχιστον, ελληνό-χριστιανό-ρωμαιοποιούνταν πλήρως μετά από κάποιες λίγες γενιές.


Παρόλο που σήμερα οι εθνικές και άλλες ταυτότητες θεωρούνται κοινωνικές και πολιτιστικές και μια πληθυσμιακή ομάδα μπορεί να έχει αλλάξει το όνομα και την αφήγηση της χωρίς απαραίτητα να έχει «αντικατασταθεί» βιολογικά, στη πράξη πολλοί συνεχίζουν να ακούνε εθνικότητα ή εθνική ταυτότητα και να καταλαβαίνουν γονίδια και γραμμές αίματος. Αυτή τη νοοτροπία τη βλέπουμε ειδικά στην περίπτωση του Βυζαντίου και φυσικά το ερώτημα είναι «γιατί;» Ένας λόγος είναι ότι κάποιοι προτιμούν να ακολουθούν μοντέλα ξεπερασμένα. Ένας άλλος λόγος είναι ότι κάποιοι, ανεξαρτήτως τι δηλώνουν, πιστεύουν και καταλαβαίνουν τον κόσμο γύρω τους μόνο με φυλετικούς όρους. Ένα τρίτος λόγος είναι ότι χώρες που βρίσκονται γεωγραφικά σε περιοχές της αυτοκρατορίας εξακολουθούν να προωθούν επίσημες ιστοριογραφίες που βασίζονται σε φυλετικές απόψεις του παρελθόντος.77


Ανάλογο πρόβλημα εμφανίζεται και κατά την Οθωμανική περίοδο για την δυτική ιστοριογραφία, δεδομένης της έλλειψης μιας καθαρά πολιτικής ή έστω καθαρά φυλετικής ταυτότητας. Ωστόσο δεδομένων των σχετικά σαφών θρησκευτικών διαχωριστικών γραμμών, βάση των οποίων οι εθνοτικές ομάδες χωρίζονταν με θρησκευτικά κριτήρια (τα οποία είχαν και κοινωνικές διαστάσεις κάποια στιγμή), το Ρουμ μιλλέτ (η θρησκευτική κοινότητα αυτών που ανήκαν στην πρώην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία/Βυζάντιο) συμπεριελάμβανε Ορθόδοξους, ανεξάρτητα με το εάν ήταν Έλληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι ή Αλβανοί κτλ. και λειτουργούσε ως έθνος μέσα στο κράτος. Ωστόσο δεν ήταν όλοι Ρωμιοί (οι Έλληνες και ελληνόφωνοι Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας). 


Εκτός των γλωσσικών διαφορών, με «εσωτερικά» -«ένδο-Χριστιανικά»- κριτήρια (αυτά ήταν τα ήθη και οι νόμοι της αυτοκρατορίας) και οι Σέρβοι αυτοπροσδιορίζονταν διαφορετικά με αυτοκέφαλη εκκλησία από το 1219 και οι Βούλγαροι ήταν διαφορετική κοινωνία, αφού ξεκίνησαν την πορεία τους προς την αυτοκλεφαλη εκκλησίας τους (1870) πριν το 899. Οι Εβραίοι φυσικά θεωρούνταν ξεχωριστή εθνοτική ομάδα, λόγω της θρησκείας τους, ενώ οι Αλβανοί (η ονομασία «Αλβανοί» αναφέρεται για πρώτη φορά τον 2ο αιώνα από τον ιστορικό Πτολεμαίο ως μια από τις πολλές φατρίες/φυλές που κατοικούσαν στα ορεινά της σημερινής κεντρικής και βόρειας Αλβανίας),78 όντας μάλλον μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση, εξαρτιόντουσαν από το εάν ήταν εξισλαμισμένοι («Τουρκαλβανοί»), λατινοτραφείς («Αρβανιτόβλαχοι») ή όχι (στη περίπτωση αυτή ενδεχομένως να συγχέονταν ως ένα βαθμό με εξαλβανισμένους Έλληνες -κατά μια εκδοχή Αρβανίτες - που επίσης μετακινήθηκαν από την σημερινή Αλβανία μεταξύ 14ου και 16ου αιώνα).


Οι εποικισμοί από την σημερινή Αλβανία στην Ελλάδα και κυρίως στην Πελοπόννησο υπήρξε πολύ πιο σημαντική από την σλάβικη και σήμερα υπάρχει μια σχετικά ολοκληρωμένη εικόνα για τα μέρη στα οποία εγκαταστάθηκαν αυτοί οι άνθρωποι καθώς και για την πυκνότητα των πληθυσμών τους. Σε αρκετές δε περιπτώσεις συνέβη εξαλβανισμός κάποιων κοινοτήτων (π.χ. στην Αττική) με την έννοια ότι οι γηγενείς κάτοικοι έμαθαν να μιλούν και αλβανικά ή με το πέρας των καιρών αλβανοφώνησαν ολοκληρωτικά. Αυτό σε κάποιες εποχές και περιοχές υπήρξε ένα πραγματικά πολύτιμο εφόδιο, για να αποφύγουν τις βιαιότητες των Οθωμανών ή των Τουρκαλβανών. Βάση των νέων μοντέλων και των σύγχρονων μέσων μελέτης, φαίνεται ότι πάντα οι νεοεισερχόμενοι στον ελλαδικό χώρο αποτελούσαν μειοψηφία σε σύγκριση με τον ντόπιο πληθυσμό. Ταυτόχρονα τίθεται το ερώτημα πόσο «καθαροί», αν θέλουμε να μιλήσουμε με φυλετικούς όρους, ήταν κάποιοι νεοεισερχόμενοι.


Αυτό που προφανώς καταλαβαίνουμε είναι ότι η κουβέντα περί φυλετικής καθαρότητας εκτός από επικίνδυνη είναι και ατέρμονη. Από την άλλη μεριά η πολιτι(σμι)κή συνέχεια είναι πιο απτή, ουσιαστική και ανιχνεύεται πιο εύκολα. Έτσι ο κοινοτισμός τον καιρό της τουρκοκρατίας (ένα διαφωτιστικό κεφάλαιο υπάρχει στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, Β΄ τόμος, Απόστολος Βακαλόπουλος, 1976, Εκδοτικός Οίκος Αντ. Σταμούλη) διανύει μια λαμπρή περίοδο, αφού γίνεται η κιβωτός που διατήρησε τον ελληνισμό. Ουσιαστικά, όταν μιλάμε για κοινοτισμό, όπως είδαμε ήδη, αναφερόμαστε σε ένα οργανωμένο και επίσημο «παρακράτος» μέσα στην αυτοκρατορία με καταβολές και συνέχεια από την αρχαιοελληνική πόλη και το οποίο ευνοήθηκε λόγο των γλωσσικών και θρησκευτικών διαφορών καθώς και του τρόπου που ήταν οργανωμένο το Οθωμανικό κράτος: φορολογούσε κοινότητες συλλογικά και όχι πρόσωπα. Την ίδια στιγμή άλλες βαλκανικές πληθυσμιακές ομάδες (π.χ. Σέρβοι, Βούλγαροι) ήταν οργανωμένοι υπό ημιαυτόνομα ξεχωριστά πριγκιπάτα.79      


Το λάθος που διαπράττουμε με την ελληνική ιστορία (και όχι μόνο την ελληνική) είναι διττό: από την μια τη μελετάμε ακόμα με τους υλιστικούς όρους του 18ου και 19ου αιώνα και από την άλλη τη μελετάμε ακόμα με τους υλιστικούς όρους του 18ου και 19ου αιώνα, ανθρώπων που δεν θα μπορούσαν να την κατανοήσουν απόλυτα, έχοντας διαφορετικές καταβολές, ιστορία και προβληματισμούς (καθώς και ατζέντες). Εδώ έρχεται ο Peter Harrison στο The Territories of Science and Religion (2015, εκδ. University of Chicago Press) να το περιγράψει εξαιρετικά: πολλοί ισχυρισμοί σχετικά με τις υποτιθέμενες ιστορικές σχέσεις συγχέονται. Δηλαδή, περιλαμβάνουν την παραμόρφωση των σημερινών εννοιολογικών χαρτών μας πίσω στα πνευματικά εδάφη του παρελθόντος.


Η ιστορία από μόνη της είναι μια επιστήμη ανοιχτή, όπως όλες οι επιστήμες που σέβονται τον εαυτό τους. Υπάρχουν πολλά εργαλεία (ιστορικές πηγές, αρχαιολογία, κοινωνιολογία, γλωσσολογία, γενετική, ανθρωπολογία, ιστορία της τέχνης κτλ.) που συνδυαστικά (και σε καμία περίπτωση το καθένα από μόνο του) μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να ενώσουν τα λίγα, πολλά ή πάρα πολλά κομμάτια ενός παζλ και να μας οδηγήσουν στη διατύπωση ενός πιθανού σεναρίου για μια εικόνα του παρελθόντος. Βέβαια, κάποιοι φτάνοντας στην υπερβολή, ουσιαστικά ακυρώνουν την ίδια την ιστορία και τη σημασία της, πολτοποιώντας την ομορφιά που έχει η διαφορετικότητα του κάθε πολιτισμού. Μήπως τελικά και η ατομική διαφορετικότητα για κάποιους είναι μια πρόσκαιρη επίφαση και δεν την πιστεύουν πραγματικά;


Το πρόβλημα της δυτικής ιστοριογραφίας δεν είναι ότι μέχρι κάποια στιγμή προωθούσε τον ύπερ-εθνικισμό και σήμερα την εθνοφοβία, αλλά ο διαχρονικός της υλισμός που τελικά καταλήγει σε σωβινισμό, με το να αφήνει διανοητικά κενά που με κάποιο τρόπο πρέπει να καλυφθούν. Ο σημερινός μηδενισμός και ο αποδομητισμός ως αντίδοτο στον εθνικισμό, κάνουν τα πράγματα χειρότερα, αφού δεν αφήνουν μόνο διανοητικά κενά, αλλά ολόκληρους χώρους άδειους από περιεχόμενο και ουσία. Και η φύση «μισεί» τους κενούς χώρους, τους οποίους θα γεμίσει αργά ή γρήγορα· ακόμα και με ιδεολογικές «χίμαιρες»: οι άνθρωποι ποτέ δεν επέλεξαν να είναι «ουδέτεροι» ή απλώς «άνθρωποι» και η φανταστική ή η πραγματική «ταυτότητα» (κοινωνική, σεξουαλική, εθνική, θρησκευτική κτλ.) θα είναι πάντα αποτέλεσμα της ανθρώπινης διανοητικής αναζήτησης και των υπαρξιακών ερωτημάτων· άλλοτε φωτεινών και άλλοτε διαστρεβλωμένων. 


Το ότι τα κράτη δημιούργησαν τα έθνη και ότι η παράδοση εφευρέθηκε κάπου το 18ο με 19ο αιώνα είναι μια τάση που βασίστηκε στο έργο του ιστορικού και φιλόσοφου Hans Kohn (1891-1971) - πρωτοπόρου της ακαδημαϊκής μελέτης του εθνικισμού. Κατά την άποψη του Kohn, ο εθνικισμός είναι ένα τεχνητό ιστορικό κατασκεύασμα, που φτιάχτηκε τον 19ο αιώνα πάνω σε παλαιότερα και πιο φυσικά συναισθήματα αγάπης για τη θέση, τη γλώσσα και τα έθιμα κάποιου. Όμως ο Kohn, όπως και πολλοί συνεχιστές του, όπως ο Gellner, ο Hobsbawm κ.α. σπάνια κάνουν λόγο για τις καταγεγραμμένες έννοιες των εθνών και πολιτών κατά την αρχαιότητα σε ιστορίες όπως η αρχαία ελληνική, εβραϊκή, ρωμαϊκή, βυζαντινή κτλ.  


Αφήνοντας κατά μέρος το πως η έννοια του εθνικισμού από πατριωτισμός άρχισε να σημαίνει φασισμός και σωβινισμός, το πρόβλημα του Kohn και των συνεχιστών του είναι ο δυτικοκεντρισμός τους και κυρίως ο ευρωκεντρισμός τους. Δηλαδή βγάζουν τα συμπεράσματα τους από το πως δημιουργήθηκαν τα σύγχρονα έθνη-κράτη στη Δυτική Ευρώπη μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση (μεταξύ 18ου και 19ου αιώνα). Όμως η δυτικοευρωπαϊκή ιστορία και μάλιστα η νεωτερική δεν είναι ολόκληρη η ιστορία, ακόμα και για την ίδια την Ευρώπη, πολλώ δε μάλλον για ολόκληρο το κόσμο. 


Όπως είδαμε, ένας από τους συνεχιστές του Kohn, ο Ernest Gellner είχε αναγνωρίσει ότι το «1821», όπως και τα επαναστατικά κινήματα και άλλων Βαλκανικών λαών αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για τη θεωρεία του σχετικά με τη γέννηση του εθνικισμού ως συνέπεια της εκβιομηχάνισης. Για να το ξεκαθαρίσουμε, προφανώς οι Έλληνες επηρεάστηκαν από τις ευρωπαϊκές ιδέες της περιόδου του Διαφωτισμού, ωστόσο εκείνη την εποχή η ελληνική κοινωνία ήταν στο σύνολο της εξαιρετικά μη-Δυτικοευρωπαϊκή και εντελώς προ-βιομηχανική. Τα επίπεδα αστικοποίησης και αλφαβητισμού ήταν αρκετά χαμηλά και παρόλο που οι Έλληνες - διασκορπισμένοι σε όλη την Οθωμανική Αυτοκρατορία - ήταν από τις πιο εμπορικά και επιχειρηματικά ενεργές κοινότητες της, δεν υπήρχε σχεδόν καμία εμπορική-καπιταλιστική οικονομία σε επίπεδο ανεξάρτητου κεντρικού κράτους. Έτσι η επανάσταση, όπως το θέτει ο Douglas Dakin, ήταν αποτέλεσμα του έντονου αισθήματος εθνικής ταυτότητας μεταξύ των Ελλήνων όλων των τάξεων -ένα συναίσθημα που προέρχεται από την κοινή τους γλώσσα, από τις παραδόσεις της εκκλησίας τους και από τη συνείδηση ​​ότι βρίσκονταν υπό ξένη διοίκηση.80

Όπως παραδέχεται ο Gellner στο Nationalism, οι συμμορίτες επαναστάτες στα βουνά των Βαλκανίων, γνώριζαν ότι είναι πολιτισμικά διακριτοί από εκείνους που πολεμούσαν.81 Τους έκαναν όλα αυτά εθνικιστές; Ο Georges Castellan υποστηρίζει ότι η ελληνική επανάσταση δεν προέκυψε από τις στάχτες του Διαφωτισμού, «αλλά πιο άμεσα από ένα πανελλήνιο όνειρο εμπνευσμένο από τους Ρώσους και βασισμένο σε παραδοσιακά αγροτικά κινήματα.»82  

Μήπως τελικά όλα αυτά απλά ενίσχυσαν την ήδη υπαρκτή εθνική συνείδηση και το διαχρονικό αίτημα ελευθερίας, στα οποία βασίστηκαν οι αγώνες ολόκληρου του ελληνικού λαού;


* * * * *


Είχαν οι φτωχοί και αγράμματοι Έλληνες εθνική συνείδηση; Για κάποιους συνεχιστές του Kohh, οι φτωχοί, καταπιεσμένοι, αγράμματοι και απομονωμένοι αγρότες των αυτοκρατορικών επαρχιών δεν θα μπορούσαν να έχουν ιστορική συνείδηση. Βάση αυτής της θεωρίας, εάν υπήρχε συνείδηση, αυτή περιοριζόταν μόνο σε κάποια ελίτ και αυτή ήταν που χειραγωγούσε τον απλό λαό. Δημιούργησε κάποια ελληνική ελίτ αυτό που αναφέρει ο Benedict Anderson (1936-2017) με την εξαιρετικά επιτυχημένη φράση μια «φανταστική κοινότητα» (στην οποία ρόλο έπαιξε και η επέκταση της τυπογραφίας),83 όταν τα συμφέροντα της εναντιώθηκαν στις αλλαγές της πολιτικής των Οθωμανών και έτσι εφευρέθηκε η «συνέχεια» μιας ελληνικής παράδοσης που δεν υπήρχε;84


Όλες αυτές οι θεωρίες έχουν εφαρμογή στο πως δημιουργήθηκαν τα σύγχρονα έθνη-κράτη στη Δύση, αν και όχι απόλυτη όπως είδαμε. Ωστόσο ακόμα και εκεί, ότι εφευρέθηκε ή αναδιατυπώθηκε ως παράδοση, ήταν επάνω σε μια προϋπάρχουσα βάση. Όμως δυστυχώς ο απλός λαός δεν έχει φωνή στην καταγεγραμμένη ιστορία και έτσι τα μόνα κριτήρια που έχουμε είναι κυρίως η συνέχεια της γλώσσας, των λαϊκών παραδόσεων, της θρησκείας, της τέχνης κτλ. Στη περίπτωση των Ελλήνων βέβαια έχουμε και κάτι άλλο· τη συνέχεια του κοινοτισμού και εν αντιθέσει με τους νεοαφιχθέντες πληθυσμούς που μπήκαν στη Ρωμαίο-βυζαντινή Αυτοκρατορία και δημιούργησαν αργότερα κράτη, έχουμε πολλές πηγές για την αρχαία, ελληνιστική και Ρωμαίο-βυζαντινή ιστορία ώστε να συγκρίνουμε και να δούμε τις «συνέχειες» και «ασυνέχειες» του ελληνισμού. Όμως πως ήξεραν οι Έλληνες του 1821 για την αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο; Από το κρυφό σχολειό;

 

Υπήρχε κρυφό σχολειό; Η αντίφαση με την υπόθεση των κρυφών σχολειών είναι ότι οι ίδιοι που πιστεύουν ότι οι Έλληνες πέρναγαν καλά επί τουρκοκρατίας, έχοντας μεταξύ άλλων και κανονική παιδεία, είναι και οι ίδιοι που θεωρούν ότι οι Έλληνες ήταν αρκετά αγράμματοι για να έχουν ιστορική συνείδηση. Όμως, τι εννοούμαι, όταν μιλάμε για το «κρυφό σχολειό»; Πως ορίζουμε το «κρυφό»; Για πιο τόπο ή για πια περίοδο της τουρκοκρατίας μιλάμε;

Τα σχολεία της εποχής είναι γνωστά και καταγεγραμμένα και γνωρίζουμε που και για πόσο λειτούργησαν. Πολλές φορές σχολεία ήταν οι νάρθηκες των ναών. Βέβαια, κρατικό σύστημα παιδείας, οργανωμένο για όλους τους υπόδουλους, δεν υπήρχε και το προνόμιο να έχει παιδεία κάποιος ήταν από τη μια βασισμένο στην ιδιωτική πρωτοβουλία, στην εκκλησία και στην οικονομική επιφάνεια της οικογένειας και από την άλλη στην ανακλητή χάρη - και όχι δικαίωμα, ανάλογα με το τι επιθυμούσε ο εκάστοτε σουλτάνος ή τοπικός άρχοντας μια δεδομένη χρονική στιγμή. 

Αλλά ναι! Ο απλός λαός πήγαινε σε «κρυφά» σχολειά, αφού το «κρυφό» έχει και τις έννοιες του «περιστασιακού» και του «υπό το σκότος»/μακρυά απά κοινή θέα. Η καθημερινή ζωή του απλού λαού ήταν οργανωμένη έτσι ώστε τα παιδιά το πρωί δούλευαν με τους γονείς τους και πήγαιναν - εάν και όταν πήγαιναν - σχολείο τη νύχτα («φεγγαράκι μου λαμπρό») και παρανόμως, εφόσον εκείνη την εποχή ή σε εκείνον τον τόπο απαγορευόταν. Εντωμεταξύ η ελεύθερη πρόσβαση σε σχολεία γινόταν πολύ πιο δύσκολη, εάν όχι αδύνατη, σε καιρούς και τόπους που ξέσπαγαν επαναστάσεις ή άλλες εντάσεις.

Φυσικά έπρεπε να υπάρχει και δάσκαλος, ο οποίος δεν υπήρχε πάντα. Το ρόλο των δασκάλων σε διάφορα χωριά τον έπαιζαν πολλές φορές κάποιοι κληρικοί, που ήξεραν «πέντε κολλυβογράμματα» (τα «κολοβά»/ατελή γράμματα που χρειάζονταν, για να διαβάσουν ένα πιάτο κόλλυβα). 


Τι ρόλο έπαιξε η εκκλησία στη παιδεία; Ο δεσμός εκκλησίας-παιδείας ήταν στενός από τη Βυζαντινή περίοδο (όχι αποκλειστικός όσο στη μεσαιωνική Δύση ή στο Ισλάμ) και έγινε στενότερος επί τουρκοκρατίας, λόγω του τρόπου που ήταν οργανωμένη η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι ιερείς και δάσκαλοι επί τουρκοκρατίας λίγο ως πολύ χρησιμοποιούσαν εκκλησιαστικά και αρχαία κλασικά κείμενα, για να διδάξουν αριθμητική, γραφή, ανάγνωση, θρησκευτικά και ιστορία. Θα μπορούσε αυτή η ανοργάνωτη, κατακερματισμένη, ελλιπής και αποσπασματική μάθηση να εφεύρει κοινή ιστορική συνείδηση σε έναν ολόκληρο λαό, μεγάλη μερίδα του οποίου -κατά την άποψη κάποιων- δεν καταλάβαινε ούτε λέξη στα ελληνικά;


* * * * *


10. Συγνώμη για την ενόχληση, αλλά είναι επανάσταση


Αγία Λαύρα: To be or not to be? Τα απομνημονεύματα ανθρώπων όπως των Π. Π. Γερμανού, του Φωτάκου, του Ρηγόπουλου, του Αχμέτ Σεβντέτ Πασά, ξένων ανταποκριτών κ.α είναι προσβάσιμα σε όλους, για να μάθουμε ακριβώς που, πως και πότε ξεκίνησε η επανάσταση στο Μοριά και τι έγινε και πότε στην Αγία Λαύρα. Και ήταν όλοι - όσοι είχαν επιζήσει και οι απόγονοι όσων είχαν σκοτωθεί - οι οποίοι μάλλον συμφώνησαν το 1838 με το διάταγμα του Όθωνα να καθιερωθεί συμβολικά η 25η Μαρτίου ως η ημέρα της εορτής μιας επανάστασης που προφανώς δεν ξεκίνησε ούτε τελείωσε σε μια ημέρα. 

Η επιλογή της ημέρας του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου δεν ήταν κάποια εκκλησιαστική συνωμοσία, αλλά το αποτέλεσμα αυτού που θεωρούσε σωστό, βάση των ηθών και των αξιών του, ο ελληνικός λαός. Ναι, εκείνη την εποχή για τον απλό λαό και όχι μόνο Έλληνας σήμαινε απαραίτητα και Ορθόδοξος Χριστιανός.


Τι μας έπιασε όμως και επαναστατήσαμε «ξαφνικά» το 1821; Η Άλωση της Πόλης έγινε το 1453, ως γνωστόν. Τα ελληνικά επαναστατικά κινήματα ξεκινούν κιόλας από το 1457 με τον Βησσαρίων. Έτσι, έχουμε περίπου 124 επαναστάσεις πριν το 1821, οι οποίες δεν πέτυχαν. Σε αυτή τη λίστα δεν αναφέρονται οι επαναστάσεις περιοχών όπως η Κρήτη, όπου κινήματα ξέσπασαν από τον καιρό της ενετοκρατίας, αφού ξεχνάμε ότι η υποδούλωση κάποιων περιοχών είχε ξεκινήσει πολύ πριν το 1453. Άρα το «ξαφνικά» μάλλον δεν ισχύει. Την ίδια στιγμή, η περιορισμένη έκταση ή η τοπικότητα που είχαν κάποιες από αυτές τις επαναστάσεις, μάλλον αποτελεί αναμενόμενο γεγονός σε μια κουλτούρα πόλις και κοινοτισμού. Ακόμα και η Επανάσταση του 1821 αντανακλά αυτή την κουλτούρα πόλις/κοινοτισμού που όριζε την έννοια του κράτους στην αντίληψη των Ελλήνων. 


Οι Έλληνες, λοιπόν, ποτέ δεν αποδέχτηκαν τη μοίρα τους υπό τους Οθωμανούς ή τους Λατίνους. Μιλάμε για μια κουλτούρα (τη κουλτούρα της πόλις), που είχε βαθιές πολιτισμικές ρίζες, ενώ η ελευθερία άγει και φέρει την συμπεριφορά και την σκέψη τους, σαν να αποτελεί δομικό κομμάτι της ψυχοσύνθεσης τους και εκφράζεται στον πολιτισμό, στην πολιτική, στη σκέψη και στη θρησκεία τους. Αυτή η παρατήρηση έκανε τον Jacob Burckhardt να γράψει ότι οι αρχαίοι Έλληνες ότι πέτυχαν και υπέφεραν, το πέτυχαν και το υπέφεραν ελεύθερα και διαφορετικά. Σε αντίθεση με άλλους που οδηγούνταν από την αναγκαιότητα, οι Έλληνες παρουσιάζονταν ως γνήσιοι, αυθόρμητοι και ενσυνείδητοι.   

Προφανώς σήμερα γνωρίζουμε περισσότερα από τον Burckhardt, ο οποίος γεννήθηκε το 1818 και πέθανε το 1897, για τις θεοκρατίες της Ανατολής και τις απολυταρχίες και αποικιοκρατίες της Δύσης. Και σε σύγκριση με όλους αυτούς του πολιτισμούς οι Έλληνες από την αρχαιότητα έχουν το προνόμιο να είναι οι μόνοι που διαμόρφωσαν έναν πολιτισμό για χάρη της ελευθερίας και όχι της κυριαρχίας. Πως το πετύχανε αυτό; Δεν μπορεί κανείς να εντοπίσει την ανάπτυξη πολιτισμών σε γονίδια ή έμφυτες ικανότητες. Αυτό που ήταν οι Έλληνες, έγιναν κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους, με και ως άμεσο αποτέλεσμα της κουλτούρας τους, την οποία ανέπτυξαν στη πορεία και τη χρειάζονταν ως μέσο στήριξης στην περαιτέρω ανάπτυξη τους. Το καθήκον του ιστορικού είναι να ανακαλύψει πώς συνέβη αυτό, να το εξηγήσει και, εάν είναι δυνατόν, να το καταστήσει κατανοητό.85


Εννοείται πως ο Διαφωτισμός δεν ανακάλυψε ή εφηύρε την ελευθερία. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν διαχώριζαν την πολιτική αυτό-διοίκηση από την ατομική και διανοητική ελευθερία, συνειδητοποιώντας τον ρόλο των αρετών, της σοφίας και της δικαιοσύνης. Αυτή η λογική συντηρήθηκε κατά τη Ρωμαίο-Βυζαντινή περίοδο και ενισχύθηκε με την καθιέρωση του Χριστιανισμού, με την θεσμοθέτηση των νόμων, το διαχωρισμό των εξουσιών, τη σύνδεση μεταξύ ατομικής και συλλογικής ταυτότητας κ.α. Ωστόσο ο δυτικός φιλελευθερισμός (με την φιλοσοφική έννοια) του Διαφωτισμού έφερε σημαντικές αλλαγές στο νόημα της ελευθερίας. Είχε προηγηθεί η επιρροή των σοφιστών με την αλλαγή της έννοιας της από φυσική κατάσταση (αρετή) σε τέχνη (κάτι που κατακτάται), έτσι την περίοδο του Διαφωτισμού η ελευθερία πήρε τη μορφή της επιστήμης, απορρίπτοντας οποιοδήποτε στοιχείο δεν είχε απτή και έμπρακτη εφαρμογή, πράγμα που οδήγησε στη υλιστικοποίηση και εξατομίκευση του τρόπου που γίνεται αντιληπτή.


Από το υπαρξιακό ερώτημα του Ρήγα «ως πότε παλικάρια θα ζούμε στα στενά;» μέχρι το μοναδικό στην ανθρώπινη ιστορία, τουλάχιστον έως τότε, να αναγραφεί πάνω σε εθνικό-θρησκευτικά σύμβολα το Ελευθερία ή Θάνατος, όλα επιβεβαιώνουν ότι ακόμα και εάν οι Έλληνες «ζούσαν καλά επί τουρκοκρατίας» -που δεν ζούσαν, ούτε η «αχαριστία τους, παρά τα ειδικά προνόμια που απολάμβαναν» (κατά την άποψη των Τούρκων), ούτε μόνο «ταξικοί λόγοι», ούτε μόνο ο «πατριωτισμός» ή ο «εθνικισμός» τους έκανε να οργανώνουν επαναστάσεις και να τις εκτελούν. Κυρίως ήταν το γεγονός ότι δεν ήταν ελεύθεροι.


Αναφερόμαστε φυσικά σε ένα αγροτικό οθωμανικό σύστημα που βασιζόταν σε δούλους με καθόλου δικαιώματα και ανακλητά (λίγα ή πολλά) προνόμια (χάρες) και όπου το δουλεμπόριο ήταν νόμιμο και σημαντικός τομέας της Οθωμανικής οικονομίας. Έτσι, το πόσο καλά ζούσαν ή δεν ζούσαν οι Έλληνες επί τουρκοκρατίας, δεν μπορεί να κριθεί μόνο με την όση κεντρική (επίσημη) θρησκευτική και πολιτική ανοχή επιδείκνυαν οι Οθωμανοί ανά εποχές, αλλά -δεδομένου του αποκεντρωμένου τρόπου διακυβέρνησης- πόσο το δουλοκτητικό οθωμανικό σύστημα ευνοούσε την τοπική και ατομική διαφθορά και καταπίεση εις βάρος των υπόδουλων και πόσο ανεκτικό ήταν σε αυτά τα φαινόμενα. Επίσης με τι κριτήρια αποφασίζουμε εάν ζούσε κάποιος καλά ή όχι τότε; Με την κατάσταση που επικρατούσε επί Βυζαντίου; Με τη κατάσταση που επικρατούσε την ίδια εποχή στην υπόλοιπη Ευρώπη; Ή με την κατάσταση που ζούσε η οθωμανική ελίτ της εποχής; Σε κάθε περίπτωση οι Έλληνες δεν ζούσαν καλά μόνο και μόνο επειδή δεν ήταν ελεύθεροι.


Η άνοδος του εθνικισμού, από την άλλη, ως ο κύριος ή ακόμα και ως ο μοναδικός λόγος που οδήγησε στις ελληνικές και όχι μόνο επαναστάσεις κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παραβλέπει μια σειρά παραγόντων που έπαιξαν ρόλο ανά εποχές και περιπτώσεις κινημάτων καθώς και με τη κουλτούρα κάθε πληθυσμιακής ομάδας. Για παράδειγμα τα κινήματα των Σέρβων δεν είχαν τα ίδια χαρακτηριστικά με τα ελληνικά, ενώ οι συνθήκες που ξεκίνησαν οι απελευθερωτικοί αγώνες -τουλάχιστον στις περιπτώσεις των Ελλήνων και των Σέρβων- δεν συμπίπτουν με τις θεωρίες περί ανόδου του εθνικισμού στην Ευρώπη, ούτε καν χρονικά, πολλώ δε μάλλον κοινωνικά. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η στροφή του οθωμανικού κράτους προς την εθνικοποίηση/ισλαμοποίηση των δομών του δεν κέντρισε, μαζί με τις ιδέες του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού, περεταίρω τα υπαρκτά εθνικά αντανακλαστικά των υπόδουλων Ελλήνων. Ωστόσο, η θεωρεία περί εθνικισμού το «1821» που για κάποιους συνδυάζεται με αναφερόμενα εγκλήματα πολέμου κατά των Τούρκων, προφανώς με κριτήριο τον συσχετισμό του εθνικισμού με το φασισμό και το ναζισμό στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν ευσταθούν: δεν μπορεί κάτι που συνέβη αργότερα να αποτελεί μοντέλο προς μίμηση για κάτι που είχε προηγηθεί· δεν σημαίνει ότι ένα μοντέλο που ταιριάζει σε κάτι, ταιριάζει σε όλα και πάντα. 


Διέπραξαν όμως, οι Έλληνες εγκλήματα πολέμου στην Άλωση της Τριπολιτσάς (1821) ή άλλες ακρότητες αλλού; Ο Τουρκοκύπριος μελετητης Salâhi R. Sonyel (1932- 2016) υποστήριξε στο How The Turks of the Peloponnese were Exterminated During the Greek Rebellion? ότι οι Έλληνες διέπραξαν γενοκτονία και εθνοκάθαρση στη Πελοπόννησο: «Εκτιμάται ότι περίπου 50.000 Μουσουλμάνοι, συμπεριλαμβανομένων γυναικών και παιδιών, ζούσαν στην Πελοπόννησο τον Μάρτιο του 1821. Ένα μήνα αργότερα, όταν οι Έλληνες γιόρταζαν το Πάσχα τους, σχεδόν κανείς δεν είχε απομείνει86 Εκτός των ζητημάτων με τους αριθμούς, το χρονικό διάστημα και τη φύση των πηγών που τα αναφέρουν όλα αυτά, το οποία είναι προβληματικά, το κύριο ερώτημα είναι τι σημαίνει «Μουσουλμάνοι» εκείνη την εποχή και πόσο Τούρκοι ήταν. 


Από τις μελέτες φαίνεται ότι έως περίπου τον 17ο αιώνα οι εξισλαμισμοί στην Πελοπόννησο ήταν σχετικά περιορισμένοι και δεν πήραν ομαδικό χαρακτήρα, παρά τις κάποιες εκούσιες μεταστροφές στο Ισλάμ τιμαριωτών ή ως αποτέλεσμα των οικονομικών δυσκολιών, του παιδομαζώματος, των μεικτών γάμων κ.λ.π. Ένα άλλο ζήτημα αργότερα, εκτός της επιδείνωσης της θέσης των Χριστιανών, ήταν η στενή σχέση ανάμεσα στους εξισλαμισμούς ως αντίδραση στους εκχριαστιανισμούς που είχαν προηγηθεί κατά την περίοδο της Βενετο­κρατίας καθώς και η ύπαρξη κρυπτοχριαστιανών ή μιας σειρά παραγόντων (π.χ. η πανώλη) που έπαιξαν ρόλο στην αυξομείωση του χριστιανικού και του μουσουλμανικού, αντίστοιχα, πληθυσμού. Είναι ωστόσο σαφές ότι κατά την διάρκεια του αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας έγιναν εκχριστανισμοί ή/και επανεκχριστιανισμοί.87 


Έτσι κάποιοι είναι απολογητικοί σε ιστορικούς αναχρονισμούς, αμφίβολα ιστορικά στοιχεία και λογικά άλματα, θυμίζοντας το ποιοι ήταν οι κατακτητές και ποιοι οι κατακτημένοι, ανατρέχοντας στις σφαγές, απαγωγές, βιασμούς κτλ. αιώνων των κατακτητών, ότι είχαμε πόλεμο κτλ. 

Στη Τριπολιτσά (για πολλούς λόγους το σύμβολο της οθωμανικής τυραννίας), συνέβησαν συγκεκριμένα πράγματα με τη σφαγή, που όντως συνέβη και που μάλλον σόκαρε ακόμα και τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη: τα άτακτα μπουλούκια των περισσότερων Ελλήνων, που ήταν κοινοί αγρότες ήθελαν να εκτονωθούν μετά από τόσα χρόνια καταπίεσης, φόνων, βιασμών και απαγωγών· έπρεπε να μάθουν να σφάζουν κυριολεκτικά· έπρεπε να «φανατιστούν»· να πιστέψουν στους εαυτούς τους, καθώς και να “ενοχοποιηθούν”, ώστε φοβούμενοι τα αντίποινα για τους εαυτούς τους και τις οικογένειες τους, να μην επιστρέψουν στα σπίτια τους, αλλά να μείνουν και να συνεχίσουν το πόλεμο. Όπως «έγραψε» ο Κολοκοτρώνης, εκεί έγιναν πραγματικοί πολεμιστές. Και παρότι η μετανεωτερική εποχή έχει χαλαρώσει τις έννοιες των λέξεων (“ειρηνικοί πολεμιστές”, “πολεμιστές της καθημερινότητας” κτλ.), ο πόλεμος ήταν και παραμένει κάτι τραγικό και απάνθρωπο. 

Το να κρίνουμε τα τεκταινόμενα του 1821, του 1453 ή του 479 π.Χ. με τα δεδομένα των Συμβάσεων της Γενεύης (1864, 1906, 1929 και 1949), δεν ισχύει νομικά, διότι τότε δεν υπήρχαν τέτοιοι νόμοι· δεν ισχύει ιστορικά, διότι είναι ιστορικός αναχρονισμός και δεν ισχύει ηθικά, αφού τα χρηστά ήθη κάθε εποχής αλλάζουν και ευτυχώς μάλλον προοδεύουν. Αλλιώς θα έπρεπε να καταγγείλουμε τη Μπουμπουλίνα στην Επιθεώρηση Εργασίας για αδήλωτη εργασία των ναυτών της και τον Μέγα Αλέξανδρο στην Κτηνιατρική Διεύθυνση Περιφέρειας Γαυγαμήλων για την έκθεση του Βουκεφάλα σε κίνδυνο.


Βέβαια μαρτυρίες όπως του Brengeri δεν συγκλονίζουν μόνο σήμερα, παρότι θα δούμε παρακάτω τα προβλήματα με την αξιοπιστία των απομνημονευμάτων της εποχής. Ο Brengeri ήταν Ιταλός φιλέλληνας αξιωματικός, ο οποίος αποβιβάστηκε στη Καλαμάτα το καλοκαίρι του 1821 και παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι τις αρχές του 1823. Το 1826 εξέδωσε το Adventures of a Foreigner in Greece στο Λονδίνο: «Μια μέρα, περνώντας από την αγορά, είδα πλήθος συγκεντρωμένο. Ζύγωσα και είδα μια νεαρή Τουρκάλα που οι Έλληνες στρατιώτες, ύστερα από κάθε λογής προσβολές και ταπεινώσεις, την είχαν μαχαιρώσει πολλές φορές στο πρόσωπο και στα χέρια. Το θύμα σύρθηκε όλη τη νύχτα με τα γόνατα και έφθασε στην πλατεία για να ζητήσει βοήθεια. Οι Έλληνες που την τριγύριζαν, την έφτυναν, ξέσχιζαν τα ρούχα της και την έβριζαν πουτάνα Τουρκάλα.

 Τα ανοιχτά τραύματα της που αιμορραγούσαν θα μπορούσαν να συγκινήσουν και πέτρινη καρδιά. Έτρεξα στο σπίτι του Κωλέττη, μινίστρου του πολέμου, και τον παρακάλεσα να στείλει δύο στρατιώτες για να απομακρύνουν αυτό το δύστυχο πλάσμα και να δώσουν ένα τέλος στο μαρτύριο του. Ο Κωλλέτης έδωσε αμέσως εντολή. Σε λίγο ήρθαν στην Αγορά δύο άνδρες, άρπαξαν την Τουρκάλα με βάρβαρο τρόπο, την πήραν παράμερα, τη σκότωσαν με τρεις σπαθιές και την παράτησαν στα σκυλιά. Ήταν μια από τις φρικαλέες σκηνές που αντίκριζα καθημερινά (σ.σ. αναφέρεται στις ωμότητες των Ελλήνων εναντίον των Οθωμανών αιχμαλώτων μετά τη Δεύτερη Πολιορκία της Κορίνθου και αφού είχε συμφωνηθεί η ασφαλή αποχώρηση των Οθωμανών.» (από το βιβλίο του Νίκου Πλατή, Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο, 2020, εκδ. Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων)


Ο ρόλος των γυναικών κατά τη τουρκοκρατία και την Επανάσταση ήταν πολύ σημαντικός και περίπου μοναδικός για τα ήθη της εποχής σε ολόκληρο τον κόσμο, αν και αυτό δεν αναφέρεται συχνά όσο πρέπει και στις μεγάλες διαστάσεις που πήρε. Εκτός από τις γνωστές «καπετάνισσες», όπως η Μπουμπουλίνα και η Μαυρογένους, υπήρξαν γυναίκες που είτε στάθηκαν δίπλα στους άνδρες, πολεμώντας όπως αυτοί, είτε αναλάμβαναν τη προετοιμασία και τη τροφοδοσία των επαναστατών (φαγητό, νερό, βόλια κτλ.), είτε συνέβαλαν στο δίκτυο πληροφοριών. Πλούσιες Ελληνίδες του εξωτερικού βοήθησαν στην ανάδειξη του ελληνικού ζητήματος στα ευρωπαϊκά σαλόνια, ενώ πολλές βοηθούσαν και οικονομικά. 


Μερικά μόνο ονόματα είναι: η Ελισάβετ Υψηλάντη, η Κωνσταντίνα Ζαχαριά, η Σταυριάννα Σάββαινα, η Δόμνα Βισβίζη, η Μόσχω Τζαβέλα, η Ελένη Μπότσαρη, η Δέσπω Μπότση, η Χάιδω Γιαννάκη Σέχου και όλες οι Σουλιώτισσες, η Χαρίκλεια Δασκαλάκη, η Καρατάσαινα, η Ζαφειράκαινα και πολλές άλλες που η ιστορία δεν κατέγραψε με λεπτομέρειες δυστυχώς. Ωστόσο και πιο πριν την επανάσταση ή από τη μεριά πια της εκκλησίας, έχουμε τις ηρωικές στάσεις γυναικών εναντίον των Οθωμανών που κόστισε τη ζωή τους, όπως: η Κυράννα της Θεσσαλονίκης, η Αγία Ακυλίνα από το Ζαγκλιβέρι, η Λυγερή από τη Χίο, η Αγία Αργυρή από την Προύσσα της Μικράς Ασίας, η Ρηγούλα Μπενιζέλου (Αγία Φιλοθέη) κ.α. 


Ήταν η εκκλησία βολεμένη και «πολέμησε» την επανάσταση; Η Ορθόδοξη εκκλησία ήταν «βολεμένη», αρκεί να προσδιορίσουμε τι σημαίνει το «βολεμένη». Προφανώς απολάμβανε την θέση που της παραχωρούσε ο τρόπος οργάνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά ταυτόχρονα καταπιεζότανε κιόλας. Η διαμάχη μεταξύ ενωτικών, ανθενωτικών και «τρίτης τάσης», μετά το 1204 και μέχρι το 1453, παραμένει ζήτημα μέχρι και σήμερα, πολλώ δε μάλλον το 1821, ενώ το «σχίσμα των εκκλησιών» είχε πάρει επίσημες διαστάσεις από το 1054. Βυζαντινό κράτος, εκκλησία και πολίτες έφτασαν στο τραγικό σημείο να πρέπει να διαλέξουν κατακτητή και επέλεξαν να αντισταθούν στους Οθωμανούς ως πιο «ανεκτικούς» και διαχειρίσιμους. Άλλωστε οι δυτικοί Πάπες είχαν ξεκαθαρίσει από παλιά ότι το «παραμάγαζο» των σχισματικών Ορθοδόξων θα το έκλειναν και σχεδόν το έπραξαν σε κάποιες λατινοκρατούμενες, πρώην βυζαντινές, περιοχές. Εντωμεταξύ οι Οθωμανοί είχαν θέσει υπό το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης τα Πατριαρχεία της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων, πράγμα που από τη μια έδωσε δύναμη στη Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία και από την άλλη αναπτέρωσε τη δυναμική ολόκληρου του ελληνισμού, αφού έδωσε δυνατό «πάτημα» για να επιστρέψει εκεί το ελληνικό πολιτιστικό/οικονομικό δίκτυο. Ταυτόχρονα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης (αποκλειστικά Έλληνας) είχε ρόλο επικεφαλής των Ορθοδόξων του Ρουμ μιλλέτ (μιλλέτ-μπασί/εθνάρχης των Ορθοδόξων), ενώ η εκκλησία απολάμβανε προνόμια όπως το απαραβίαστο, το αδιάσειστο και το αφορολόγητο. Βέβαια ο Οικουμενικός Πατριάρχης έπρεπε να λογοδοτεί στο σουλτάνο. 


Εκτός της δυσπιστίας προς τη Δύση, τον Καθολικισμό και τους Λατίνους, είναι προφανές ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης έβλεπε τον εαυτό του ως το μόνο θεσμό, ο οποίος αποτελούσε συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και προσέβλεπε μελλοντικά στην αναβίωση της, πιθανότατα με πιο κεντρικό το ρόλο τον δικό του. Σε αυτή τη «συνέχεια» του Βυζαντίου πατούσε και η νομιμοποίηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που η διατήρηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως κέντρο όλων των Ορθοδόξων Χριστιανών την εξυπηρετούσε σε πολλά επίπεδα, γιατί ας μην γελιόμαστε, όσο και ανεκτικοί να ήταν οι Οθωμανοί, εάν δεν τους συνέφερε, θα το είχαν κλείσει. 


Φυσικά, ο υλισμός, ο ντεϊσμός και ο αθεϊσμός καθώς και ο εθνικισμός του Διαφωτισμού, δεν έκαναν καθόλου ευτυχισμένη την Ορθόδοξη εκκλησία. Δεν ήταν μόνη όμως σε όλο αυτό. Πολλοί εκ των Ελλήνων, συμπεριλαμβανομένων κληρικών και λογίων προσπάθησαν να ενσωματώσουν ευρωπαϊκές ιδέες στην ελληνική κουλτούρα της εποχής (1821), αντιλαμβανόμενοι πως η πίστη (όπως συνέβαινε διαχρονικά στους Έλληνες) ήταν σημαντικό κομμάτι της κοινωνικής ζωής και της διανόησης, με ενισχυμένο βέβαια πια το ρόλο της Ορθόδοξης εκκλησίας στα πολιτικά.


Από την άλλη μεριά, υπάρχουν πολλές ερμηνείες για κείμενα όπως η περιβόητη Πατρική Διδασκαλία,88 η οποία γράφτηκε το 1798 είτε από τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Άνθιμο, είτε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριος Ε΄, είτε αποτελεί «πόνημα» του Αθανασίου Πάριου (Άγιος Αθανάσιος ο Πάριος), ο οποίος πολεμήθηκε τόσο από τους εκκλησιαστικούς κύκλους όσο και από τους «ευρωπαϊστές» της εποχής ως ηγετική μορφή του κινήματος των Κολλυβάδων. Μια από τις πολλές εξηγήσεις είναι ότι η φερόμενη ως φιλό-οθωμανική στάση είναι παραχάραξη του κειμένου, ενώ ο Άνθιμος (και όχι μόνο) γνώριζε την άσχημη τύχη που θα είχαν οι Ορθόδοξοι Έλληνες υπό την κατοχή του νέου Γάλλου Αυτοκράτορα και πρόκρινε την υπάρχουσα κατάσταση. Άλλωστε μια γεύση πήραν οι Επτανήσιοι για την αμφιλεγόμενη ελευθερία που έφερνε ο Ναπολέοντας. Βέβαια ακόμα και εάν απορρίψουμε αυτή την εκδοχή δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε το γεγονός  ότι υπήρχαν Έλληνες γαλλόφιλοι, ευρωπαϊστές και «διαφωτιστές» που ούτε λίγο ούτε πολύ -τουλάχιστον μέχρι κάποια στιγμή- πρότειναν ουσιαστικά την υποταγή των Ελλήνων στους Γάλλους και όχι κάποιο από τα διακυβεύματα του Διαφωτισμού για ελευθερία.89, 90    


Με τούτα και με τ’ άλλα, έχουμε μια μεγάλη λίστα με κληρικούς που συμμετείχαν στην επανάσταση ή που εκτελέστηκαν από τους Τούρκους για υπόθαλψη απίστων-στασιαστών/τρομοκρατών (προφανώς αυτό ήταν οι επαναστάτες στα μάτια του Οθωμανικού κράτους, αφού η ταυτότητα του πολίτη δεν ήταν πολιτική ή εθνοτική, αλλά θρησκευτική). Από την άλλη έχουμε τα καταγεγραμμένα μέλη της Φιλικής Εταιρείας όπου υπήρχαν πολλοί ορθόδοξοι ιερωμένοι (9,5% επί συνόλου δεκάδων χιλιάδων μελών, αναφέρουν κάποιες πηγές). 


Το θέμα με τον αφορισμό της Επανάστασης από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε’, ο οποίος ήταν συγγενής του Παλαιών Πατρών Γερμανού, έχει πολλά κενά. Ένα ερώτημα είναι γιατί δεν εναντιώθηκε με το που έμαθε τα σχέδια των Ελλήνων ή γιατί δεν τον εισάκουσε ο κλήρος και κυρίως οι θρήσκοι Έλληνες επαναστάτες; Πάντως, ο Αχμέτ Σεβντέτ Πασά (1822-1895, εξέχων Οθωμανός διανοούμενος, γραφειοκράτης και ιστορικός) αναφέρει ότι ο λόγος για τον οποίον κρεμάστηκε ο Γρηγόριος ήταν επειδή υπήρξε μυστικός αρχηγός της Ελληνικής Επανάστασης και ότι έκανε ψεύτικο αφορισμό, για να ρίξει στάχτη στα μάτια των Οθωμανών και να γλιτώσει τις χιλιάδες των Ελλήνων που ζούσαν στη Κωνσταντινούπολη από τη σφαγή.91  Άλλωστε πως δικαιολογούνται οι προσωπικές επιστολές του Γρηγορίου, όπως αυτή προς τον Επίσκοπο Σαλώνων Ησαϊα, με ημερομηνία 20.12.1820, στον οποίο γράφει: «Κρυφά υπερασπίζου, φανερώ δε άγνοιαν υποκρίνου. Ιδία πράυνον τον Βεζύρην λόγοις και υποσχέσεσιν, αλλά μη παραδοθήτω εις λέοντος στόμα.»92 Είχε διπλό ρόλο; Και γιατί δεν άφησε τους Ρώσους να τον φυγαδεύσουν; 


Ποιος ήταν ο στόχος της Επανάστασης; Ο αρχικός στόχος των Ελλήνων δεν ήταν να απελευθερώσουν τη Πελλοπόνησο και κάποια νησιά, ούτε την Ελλάδα που ξέρουμε σήμερα. Η «Ελλάδα» γι’ αυτούς ήταν η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και θέμα διαφωνιών ήταν εάν θα αφήναν την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να εξελιχθεί και να την «αντικαταστήσουν» εκ των έσω ή θα το έκαναν άμεσα με τα όπλα. 

Η Επανάσταση δεν ξεκίνησε στη Πελλοπόνησο, αλλά με το αποτυχημένο κίνημα της Μολδοβλαχίας και θα συνδυαζόταν με εξεγέρσεις παντού (ποιος θυμάται τις επαναστάσεις της σημερινής βορείου Ελλάδας το ‘21;) καθώς και με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Ο κύριος στόχος των Ελλήνων/Χριστιανών ήταν η Κωνσταντινούπολη, η οποία τους συνέδεε με το παρελθόν τους, όπως οι ίδιοι θεωρούσαν.

(Να θυμόμαστε ότι οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως Έλληνες τότε ήταν πληθυσμιακά πολλοί και διασκορπισμένοι σε διάφορα σημεία, εντός και εκτός της Οθωμανικής Αυτοκρατορία.) 


Μας βοήθησαν οι ξένες δυνάμεις; Η επανάσταση του ’21 συντάραξε ότι έμενε ακόμα όρθιο από τα θεμέλια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και παρολίγον να ανατινάξει και τα θεμέλια της ευρωπαϊκής μοναρχίας πριν της ώρας της. 


Υπήρχε φυσικά μια αντίφαση στις αρχές της Ιεράς Συμμαχίας την οποία η μαεστρία του Ιωάννη Καποδίστρια εκμεταλλεύτηκε: η δέσμευση των μεγάλων δυνάμεων να υπερασπίζονται τη Χριστιανική θρησκεία (τους Έλληνες) προσέκρουε στη δέσμευση τους να υπερασπίζονται το πολιτικό κατεστημένο (της απολυταρχία), πράγμα που σήμαινε αυτόματα την υποστήριξη του σουλτάνου. Έτσι, στην ελληνική επανάσταση, η επιρροή των δυνάμεων της Ευρώπης αναπόφευκτα προήλθε από τα συμφέροντα κάθε μιας και η μόνη ελπίδα για την Ελλάδα ήταν ότι τα συμφέροντα κάποιων θα μπορούσαν να συμπέσουν με τα δικά της.93


Η επανάσταση, λοιπόν, ξεκίνησε ενάντια στη θέληση των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες ως πολυεθνικές απολυταρχίες ήταν ενάντια σε οποιαδήποτε κοινωνικό και εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Χρειάστηκε ο Καποδίστριας, πολύ πριν γίνει κυβερνήτης του νέου ελληνικού κράτους, να δώσει διπλωματικές μάχες για να πείσει την Ιερά Συμμαχία (μεγάλες δυνάμεις) τουλάχιστον να μην βοηθήσει τους Οθωμανούς να την καταπνίξουν, όπως είχε κάνει σε άλλες περιπτώσεις (Ισπανία και Ιταλία). Προφανώς όταν οι ξένες δυνάμεις είδαν ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία «πνέει τα λοίσθια» και ότι οι Έλληνες δεν θα σταμάταγαν, άρχισαν να τους βοηθούν, ο καθένας για τα δικά του συμφέροντα. Άλλωστε, ένα σχέδιο για τον διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας βρισκόταν από παλιά σε κάποια ευρωπαϊκά συρτάρια. Η Ρωσία θα υποστήριζε, οποιονδήποτε, απέναντι στον κύριο αντίπαλο της που ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία: λίγο ως πολύ η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης και των στενών της Μαύρης Θάλασσας είναι διαχρονικά θέμα γεωπολιτικού και ιστορικού στόχου καθώς και εθνικής ασφαλείας για τους Ρώσους. Όμως και οι άλλες δυνάμεις, κυρίως η Αγγλία (η υπερδύναμη της εποχής), δεν θα άφηναν τη Ρωσία να σχηματίσει μια τόσο μεγάλη σφαίρα επιρροής με το να κατέβει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στις «ζεστές θάλασσες» του Αιγαίου και της Μεσογείου. Όπως και δεν θα διακινδύνευαν να επιτρέψουν σε έναν άλλο ναυτικό λαό (τους Έλληνες) να «επιστρέψει» και να ανταγωνιστεί ελεύθερα τη θαλασσοκρατία τους και τους ναυτικούς τους δρόμους προς την Ινδία και τη Νοτιανατολική Ασία.


Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827), όσο κομβική και εάν ήταν, δεν σήμανε το τέλος της επανάστασης (αλήθεια αυτή τελικά πότε τελείωσε;) ή την απελευθέρωση για τους Έλληνες, οι οποίοι εν μέσω αγώνα, σπαράζονταν από εμφύλιες διενέξεις και πολέμους. Η Αγγλία και η Γαλλία καταδίκασαν το «λάθος» του Ναυαρίνου και ο Κόδρικτον κλήθηκε για εξηγήσεις. Ο Αιγυπτιακός στόλος ξαναφτιάχτηκε από τις ΗΠΑ και ο Ιμπραήμ παρέμεινε με τον στρατό του άθικτο στην Πελοπόννησο για έναν ακόμα χρόνο. Στον πάτο του Ναυαρίνου βρέθηκαν είτε ελληνικά γυναικόπαιδα που είχαν φορτωθεί στα πλοία, για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολή ή/και Μουσουλμάνοι (κυρίως «τουρκεμένοι» Αλβανοί, Αρβανίτες και Έλληνες) άμαχοι που έφευγαν από την Πελλοπόνησο, για να σωθούν από τα διασταυρούμενα πυρά.


Όταν η Ρωσία αποφάσισε να στηρίξει την αυτονομία (όχι ανεξαρτησία) της Ελλάδας, η Αγγλία αποφάσισε να την υπερκεράσει και να στηρίξει την ανεξαρτησία των Ελλήνων. Ο δανεισμός στην «ανύπαρκτη» -ακόμα- κρατική οντότητα της Ελλάδας, από τη μια εγκαθίδρυσε μια σχέση εξάρτησης, αλλά από την άλλη ήταν πράξη αναγνώρισης. 


* * * * *


11. Το άλλο ’21


Πάντα υπάρχει και η «άλλη» ματιά για μια ιστορία, όπως αυτή του «μπαρμπα-Γιάννη» του Σκαρίμπα (1893-1984) που εν μέσω δικτατορίας και αφού είχε καταργηθεί η προληπτική λογοκρισία, γράφει Το 21 και η Αλήθεια, το οποίο εκδόθηκε αργότερα (1975, εκδ. Κάκτος 1995) και το οποίο, σήμερα δεν ακούγεται καθόλου αιρετικό: «Το είπα και το ξαναλέω: Το 21 δεν ήταν όμοιο με καμία επανάσταση του κόσμου. Το ότι, παρά τον Μέττερνιχ και το Συνέδριο της Βιέννης, παρά τον Ιμπραήμ και τον Ιγνάτιο, παρά τον Κοραή και το Βρυώνη, παρά την αντίδραση του Ιερατείου και των Προκρίτων, μπόρεσε και να εκραγεί και να σταθεί, αυτό δεν ήταν θαύμα – γιατί το θαύμα είναι μια παραβίαση της φυσικής διαδικασίας της ύλης (πράγματα της δικαιοδοσίας των Αγίων μας). Το 21, ήταν μια Εθνικο-Κοινωνική επανάσταση, η πρώτη και η τελευταία της Ιστορίας. Χτύπησε τον Κιουταχή και τον Δράμαλη, όσο και το ντόπιο τσορμπατζή και το δυνάστη. Αποθέωσε τον Κανάρη, ενώ κατέλαβε την Καγκελαρία της Ύδρας εξ εφόδου.»


Το αποδέλοιπο Κολοκοτρωνέικο (2020, εκδ. Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων), που είναι και η συνέχεια στο μικροΜέγα Κολοκοτρωνέικο (2019, εκδ. Οι Εκδόσεις των Συναδέλφων) του Νίκου Πλατή, παρουσιάζει ένα πλήθος σκανδαλιστικών ως και σοκαριστικών λεπτομερειών του «1821», για τις οποίες δεν μιλάμε συχνά και που όμως χρειάζονται και αυτές για να έχουμε πλήρη εικόνα.

Ο Δημήτρης Ν. Κοκκινάκης (Γυθεάτης) υποστηρίζει, στο Ποιοι δολοφόνησαν τον Καποδίστρια, Αθώοι οι Μαυρομιχαλαίοι - Δεν «κτύπησαν» αυτοί (1998, εκδ. Πελασγός), ότι ο πρώτος κυβερνήτης της Ελλάδας δολοφονήθηκε από συνωμότες, δείχνοντας προς την Αγγλική πλευρά.


Σε μια συνέντευξη του (Τι μας διδάσκει η Ελληνική Επανάσταση του 1821, LIFO, 25.03.2021) στο Γιάννη Πανταζόπουλο, ο καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας στο ΑΠΘ, Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, λέει: «Οι Έλληνες είναι από τους λαούς εκείνους που ασχολούνται πολύ με το ιστορικό παρελθόν τους. Αυτό είναι κατά βάση θετικό, γιατί η γνώση της Ιστορίας είναι χρήσιμη για την εξαγωγή συμπερασμάτων για πρόσωπα, καταστάσεις και συμπεριφορές. Ωστόσο, η αναδίφηση στο ιστορικό παρελθόν δεν γίνεται πάντοτε μέσα από επιστημονικούς διαύλους αλλά και μέσα από πρόσωπα και πολιτικές ή κοινωνικές ομάδες που σκοπίμως εργαλειοποιούν την Ιστορία για ίδιον όφελος. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, αν και η κοινότητα των ιστορικών είναι πολύ υψηλού επιπέδου, η διαμεσολάβηση της ιστορικής γνώσης στο ευρύ κοινό ‒αυτό που ονομάζουμε δημόσια ιστορία‒ δεν γίνεται με συστηματικό τρόπο, ούτε έχει αποκτήσει την αξία που της αναλογεί. Το αποτέλεσμα είναι να έχουμε συχνά μια «ποδοσφαιροποίηση» της Ιστορίας, με οπαδούς της μιας ή της άλλης άποψης που επιδιώκουν την επικράτηση τους με κάθε τρόπο και επιθυμούν να ηγεμονεύσουν στο παρελθόν προκειμένου να ελέγχουν το παρόν και το μέλλον.»94


Όλοι οι ιστορικοί και απομνημονευματογράφοι έχουν δεχθεί επικρίσεις για την αξιοπιστία του έργου τους και τους σκοπούς τους. Κάποιοι γράφουν στρατευμένα εξυπηρετώντας κόμματα, πολιτικούς και ιδεολογίες. Άλλοι είναι επηρεασμένοι από τα τοπικιστικά τους συναισθήματα. Και κάποιοι άλλοι είτε γράφουν με σκοπό να προωθήσουν το ρόλο που έπαιξαν κοινωνικές τάξεις, ομάδες ή οικογένειες, είτε με το έργο τους θέλουν να δικαιολογήσουν ή να ανασκευάσουν δράσεις και κατηγορίες. Παρότι οι σημαντικότεροι Έλληνες που κατέγραψαν τα απομνημονεύματα τους για την Επανάσταση του 1821 δεν ξεφεύγουν από τα παραπάνω, τα έργα τους δεν μπορούν να ακυρωθούν, αφού οι ίδιοι υπήρξαν μάρτυρες και συντελεστές των γεγονότων και ως γνώστες της τότε ελληνικής πραγματικότητας, πιθανότατα να τα κατανοούν βαθύτερα.

Όσον αφορά στα απομνημονεύματα που γράφτηκαν από ξένους, συνήθως έχουν προσωπικό χαρακτήρα και παρουσιάζουν μερικές μόνο πλευρές του ελληνικού ξεσηκωμού, χωρίς να καλύπτουν τον ευρύτερο χώρο των γεγονότων. Σε πολλά είναι ευδιάκριτες οι προκαταλήψεις (πχ. φιλελληνισμός, κλασικισμός, ρομαντισμός κ.α.), οι πολιτικές των ξένων δυνάμεων, αλλά και η αδυναμία κατανόησης της ελληνικής κουλτούρας, της πραγματικότητας, καθώς και της γλώσσας.95


* * * * *


Το ανεξάρτητο νέο ελληνικό κράτος είχε δομικά προβλήματα (και το κεφάλαιο «Καποδίστριας» είναι από μόνο του ξεχωριστό). Ήταν ένα μικρό, θνησιγενές κρατίδιο, στις παρυφές διαφορετικών κόσμων και έρμαιο των διεθνών σφαιρών επιρροής. Αυτό οδήγησε στην ιδέα ότι πρέπει να μεγαλώσει, για να μπορεί να σταθεί χωρίς «προστασία». Κάτι τέτοιο συνειδητοποίησαν και άλλοι βαλκανικοί λαοί, όπως οι Σέρβοι, των οποίων την ιστορία προτείνω ανεπιφύλακτα για όσους θέλουν να δουν και την ελληνική ιστορία με άλλο μάτι. Βέβαια η Ελλάδα είχε το ιστορικό αφήγημα της «απελευθέρωσης» και όχι της «κατάκτησης» των εδαφών που θεωρούσε δικά της από την αρχαιότητα έως και την κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και στα οποία ζούσαν ακόμα Έλληνες. Έτσι, για παράδειγμα, το εάν η Μικρασιατική Εκστρατεία του 1919-1922, ήταν ελληνικός ιμπεριαλισμός και υπέρ-εθνικισμός ή το τραγικό τέλος της Επανάστασης του 1821, με την ενδιάμεση συνέχεια των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), είναι τώρα πια μια καλοδεχούμενη διανοητική άσκηση, που θα πρέπει να μπει σε ένα μεγαλύτερο πλαίσιο: τη πόλη της Κατερίνης, φερειπείν, την απελευθερώσαμε ή τη κατακτήσαμε το 1912 και γιατί; 


Στα εδάφη, λοιπόν, του νέου ελληνικού κράτους, το 1830, δεν συμπεριλήφθηκε ολόκληρος ο ελληνισμός και κατά συνέπεια σημαντικό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης (μια δυτική έννοια μόλις του 18ου αιώνα) μένει στη διασπορά. Την ίδια στιγμή η απελευθέρωση σήμανε τη σχεδόν βίαιη εκδυτικοποίηση μιας κοινωνίας που διέπεται από τις δικές της ιστορικές αξίες και νοοτροπίες - σε κάποια σημεία εκ διαμέτρου αντίθετες από τις δυτικές. Η όποια εγχώρια αστική τάξη (ερώτημα είναι αν πραγματικά υπήρχε καν), λόγω του διαφορετικού ρου της ιστορίας και του τρόπου που δημιουργήθηκε, δεν διέθετε τους μηχανισμούς, τη συνείδηση και τις ικανότητες να παίξει το ρόλο του διάμεσου μεταξύ της ελίτ με τον λαό: δεν είχε τη «προμηθεϊκή» διάσταση -τουλάχιστον θεωρητικά- της αντίστοιχης αστικής τάξης των δυτικών, που αντιτάχθηκε σε απολυταρχία και θεοκρατία, και αυτό διότι απολυταρχία και θεοκρατία δεν υπήρχαν μέχρι τότε στην ελληνική ιστορία. Έτσι ουσιαστικά στην Ελλάδα απόκτησε την έννοια του αντίπαλου της εργατικής τάξης. Το αποτέλεσμα ήταν στην ελληνική κοινωνία να δημιουργηθεί ένα δίπολο, όπου το μάτι του κάθε πόλου είτε «στάζει αίμα», είτε επιζητεί πελατειακές σχέσεις, είτε υποστηρίζει ένα κράτος-υπερεργοδότη, είτε βλέπει εχθρικά οτιδήποτε «κρατικό»- ως περιουσία της ελίτ από την οποία προσπαθεί να απελευθερωθεί (π.χ. με φοροδιαφυγή)· ένα συναίσθημα που είχε ξεκινήσει επί τουρκοκρατίας και πήρε διαστάσεις με το ρόλο των ξένων δυνάμεων στη δημιουργία του νεοσύστατου ελληνικού κράτους μετά το 1821.


Όμως το μεγαλύτερο αντίτιμο για την ανεξαρτησία ήταν ότι (εκτός του ότι ο εθνικισμός έσβησε αργά, αλλά σταθερά, τον οικουμενικό ελληνισμό) με το άρθρο 3 του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου (1830), η μορφή κοινοτισμού (άμεσης δημοκρατίας), η οποία είχε επιβιώσει (και με τη βοήθεια της θρησκείας) από την αρχαία Ελλάδα ως και το τέλος της τουρκοκρατίας, ουσιαστικά καταργήθηκε από μια ελέω θεού δυτική μοναρχία. Έτσι, «η ελληνική κυβέρνησις θέλει είναι μοναρχική και κληρονομική κατά τάξιν πρωτοτοκίας» με τις τρεις μεγάλες δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) να έχουν το δικαίωμα της εκλογής του προσώπου του Βασιλιά της Ελλάδας χωρίς να ερωτάται ο ελληνικός λαός. 


Όλες αυτές είναι «αμαρτίες», οι οποίες, με τις προεκτάσεις τους, μας ακολουθούν ακόμα. Βέβαια πάντα υπάρχει και το ερώτημα για το τι άλλο θα μπορούσε να γίνει και πολλά μπορούν να ειπωθούν κατόπιν εορτής. Τότε, για τον Ρήγα Βελεστινλή (Φεραίο) έπρεπε να υπάρξει συνεργασία των υπόδουλων βαλκανικών λαών για την απελευθέρωση τους από τον οθωμανικό ζυγό και τη δημιουργία ενός σύγχρονου, ευνομούμε­νου δημοκρατικού κράτους, όπου θα κυριαρχούσε το ελληνικό στοιχείο. Ενώ για τον Αδαμάντιο Κοραή, για να ελευθερωθεί το ελληνικό έθνος, έπρεπε πρώτα να «φωτι­στεί» διαμέσου της παιδείας, με κατάλληλη όμως μέθοδο διδασκαλίας και χρησιμοποιώντας μια νέα ελληνική γλώσσα, με απλούστερη μορφή από την αρχαία. 

Όμως το δυτικό έθνος και το νεωτερικό έθνος-κράτος δεν «μας εξαφάνισε», όπως κάποιοι αφήνουν να εννοηθεί. Ωστόσο δημιούργησαν διαστρεβλώσεις.  


* * * * *


12. Δεν χωράς πουθενά


Μια ακόμα διαφορά μεταξύ δυτικοευρωπαϊκού Διαφωτισμού και ελληνικής σκέψης αφορά στη σχέση ατόμου-κοινωνίας: η αρχή της μη σύζευξης των αντιθέτων - θεμέλιο του ρασιοναλισμού - οδήγησε τη Δύση στην αναγκαστική επιλογή μόνο ενός εκ των δύο. Σχηματικά, κάποιοι επέλεξαν τα ατομικά δικαιώματα ως σημείο εκκίνησης, που γέννησε την «ελεύθερη αγορά» και κάποιοι άλλοι την κοινωνία, που γέννησε τον σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. 


Το δίλημμα «άτομο ή κοινωνία», δεν υπάρχει στην ελληνική κοσμοθεώρηση, όπου οι ατομικές ελευθερίες από μόνες τους δεν εξασφαλίζουν τη δημοκρατία, όταν εκλείπουν οι συλλογικές (πολιτικές, κοινωνικές κ.α. ελευθερίες) και το αντίθετο. Και εδώ βρίσκεται η διαφορά με την σημερινή δυτική τάση, όπου η προώθηση στα ατομικά δικαιώματα είναι καλό και αναγκαίο και υπάρχει πολύ δρόμος ακόμα να διανυθεί, αλλά στη πραγματικότητα, όσο και να «ιδεολογικοποιηθούν», τα ατομικά δικαιώματα από μόνα τους δεν θα σημάνουν ποτέ τη βελτίωση της ποιότητας της δημοκρατίας και της ισονομίας, διότι απλά δεν είναι ιδεολογία. Έτσι, για παράδειγμα, ακόμα και εάν η πλειοψηφία έχει το ατομικό δικαίωμα να διαδηλώνει και να απεργεί (κατά μόνας) εναντίον ενός νομοσχεδίου, δεν έχει τη θεσμική δυνατότητα να το σταματήσει από το να γίνει νόμος του κράτους στο όνομα το δικό της, παρότι αυτή διαφωνεί.


Στην Ελλάδα, οι νέες και ξενόφερτες ιδεολογίες δεν προσαρμόστηκαν ποτέ στην ελληνική πραγματικότητα. Τι νόημα είχε ο σοσιαλισμός, χωρίς να απορροφηθεί, από μια κουλτούρα που χτίστηκε επάνω στον κοινοτισμό, λόγω των θυλάκων που σχηματίζουν τα τόσα βουνά και νησιά αυτού του χώρου; Αυτό που με την άφιξη του δυτικού μοντέλου έθνους-κράτους εκλήφθηκε ως αναρχία. 

Τι νόημα είχε η «ελεύθερη αγορά», χωρίς να προσαρμοστεί, σε έναν πολιτισμό που έτσι κι αλλιώς βάσισε την ύπαρξη και την ανάπτυξη του στο κοσμοπολιτισμό και στην οικουμενικότητα, πλέοντας με κωπήλατα και ιστιοφόρα σε μάκρυνα μέρη κάνοντας εμπόριο ή μετοικίζοντας; Αυτό που η Δύση μετέτρεψε σε διεθνισμό/παγκοσμιοποίηση (το πρώτο εισηγείται κυρίως την ελεύθερη μετακίνηση εργασίας, ενώ το δεύτερο την ελεύθερη μετακίνηση αγαθών και κεφαλαίων). 

Τι νόημα έχουν οι τόνοι μελάνης και αίματος που έχουν χυθεί στη κόντρα «ιδιώτης ή κράτος» στο όνομα της κοινωνίας (η οποία και στις δύο περιπτώσεις παίζει απλά το ρόλο του υπαλλήλου), σε μια φιλοσοφία που πάντα απέρριπτε και την απόλυτη ιδιωτεία και τον τυφλό κρατισμό, φέρνοντας σε πρώτο πλάνο την κοινωνία και εμβαθύνοντας σε αυτή, με όπλο μια γλώσσα που μιλιέται για τόσες χιλιάδες χρόνια και η ομιλία της αποτελεί από μόνη της πνευματική άσκηση; - Ή τουλάχιστον έτσι λένε όσοι γνωρίζουν. 

Τέλος, τι νόημα είχε ο αναρχισμός, σε μια κουλτούρα, η οποία γέννησε την πόλις


Στη πόλις/κοινοτισμό/κοινοπολιτεία (ακόμα και επί/υπό ηγεμονία ή δεσποτεία), συνέβη ένα αναγκαστικό «κόντεμα» μετά το 1821, για να χωρέσει στο στενότερο ένδυμα του σύγχρονου έθνους-κράτους. Η ελληνική σκέψη που συνδύασε το «μεταφυσικό» με τη λογική στη πολιτεία των ανθρώπων, περιορίστηκε και διαχωρίστηκε είτε σε υλιστικούς, είτε σε υπερβατικούς στοχασμούς. Η δημοκρατία που ασκήθηκε, στην έκταση που ασκήθηκε -με τις ατέλειες της- από την Πνύκα της αρχαίας Αθήνας (δίπλα σε ένα μεγαλοπρεπή ναό) και τις κερκίδες του Ιπποδρόμου της Κωνσταντινούπολης (απέναντι από έναν άλλο μεγαλοπρεπή ναό), μέχρι τις πλατείες των χωριών μετά τη Κυριακάτικη λειτουργία κατά την τουρκοκρατία, μετά-εισήχθη ως «διαιτητική» (επιλογή ανάμεσα μόνο σε ότι μας προσφέρεται), ως «μη-συμμετοχική», αλλά κυρίως πιο «ανέμπνευστη» (υλιστική) δημοκρατία δυτικού τύπου, παρότι πιο πρακτική και εύκολη. Έτσι νιώθουμε, ως Έλληνες, στο πετσί μας το λεγόμενο «δημοκρατικό έλλειμμα», φτάνοντας στην επικίνδυνη υπερβολή να εξισώνουμε έστω και αυτή την προβληματική αστική δημοκρατία δυτικού τύπου με «χούντες», «αγιάζοντας» και οπλίζοντας με το μηδενισμό μας δικτάτορες και δικτατορίες.


Ωστόσο όλα αυτά, απλά εξηγούν τι μας συνέβη και σε καμία περίπτωση δεν εισηγούνται εκείνα τα συστήματα στις σημερινές συνθήκες, όπου μάλλον η εφαρμογή τους θα ήταν καταστρεπτική. Η αρχαιοελληνική πόλη, ακόμα και στις μέρες της, ήταν ένα αδύναμο σύστημα, παρότι πιο δίκαιο, που αρκούσε ένας ή κάποιοι δημαγωγοί - και όχι ένας στρατός, για να την παραπλανήσει ή να την καταλύσει. Επιπλέον ήταν ένα δύσκολο σύστημα, διότι απαιτούσε μια σειρά παραγόντων για να εφαρμοστεί: π.χ. υψηλού επιπέδου παιδεία για όλους τους πολίτες (αριστεία)· αρετές, ηθική, στοχασμό και θρησκεία (με τον τρόπο που γίνονταν κατανοητά τότε)· πολίτες που ζουν καλά, αλλά εργάζονται λίγο ώστε να έχουν το χρόνο να μελετούν, να στοχάζονται και να ασχολούνται με τα κοινά· συχνές αλλαγές δικαστών πολύ υψηλά αμειβόμενων· ένα δυνατό στρατό με την συμμετοχή όλων των ανδρών πολιτών κτλ. Και για όλα αυτά χρειάζονταν δούλοι, που δεν ήταν βεβαίως οι σκλάβοι των ρωμαϊκών γαλερών ή των νότιο-αμερικάνικων φυτειών των μετέπειτα αιώνων - μακράν το αντίθετο - αλλά, παρόλα αυτά ήταν άνθρωποι δεύτερης κατηγορίας.


* * * * *


Τεχεράνη, Ιράν, 1962. Ο Τζαλάλ Αλ-ε Αχμάντ (1923-1969) δημοσιεύει το Gharbzadegi, ένα πόνημα, του οποίου ο τίτλος θα μπορούσε να αποδοθεί ως «δυτικοτοξίνωση», «δυτικοχτυπημένος» ή «δυτικιτιδα» (με την έννοια της φλεγμονώδους ασθένειας, π.χ. παγκρεατίτιδα ή αρθρίτιδα) και στο οποίο κατακεραυνώνει την επιρροή του δυτικού πολιτισμού στη περσική κοινωνία και την αποκοπή αυτής από τις ρίζες της.

Ουσιαστικά ο Αλ-ε Αχμάντ έφερνε ξανά στο προσκήνιο το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας των Ιρανών και η συζήτηση που ξεκίνησε τότε, τελικά κατέληξε στην ανατροπή του σάχη (βασιλιά) Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί το 1979 και την εγκαθίδρυση μιας θεοκρατικής μονοκρατορίας, υπό τον Αγιατολάχ Χομεϊνί και με τη συνέχεια να είναι γνωστή και παρούσα μέχρι τις μέρες μας. 


Φυσικά το ζήτημα με την ιστορία -και ένα λάθος που κάνουμε συχνά οι περισσότεροι- δεν είναι να επιδοκιμάσουμε ή να καταδικάσουμε, αλλά να καταλάβουμε «μέσες-άκρες» τι έγινε, πως φτάσαμε μέχρι εδώ και πως συνεχίζουμε. Και πολλά μπορούν να ειπωθούν για τη Δύση και για τον ρόλο που έπαιξε στην μεσαιωνική, νέα και νεότερη ελληνική ιστορία. Ωστόσο πρέπει να αναγνωρίσουμε δύο πράγματα: πρώτον, ο Δυτικός πολιτισμός που θαυμάζουμε ή σιχαινόμαστε επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον ελληνικό πολιτισμό (όχι μόνο από τον αρχαιοελληνικό) και δεύτερον ούτε ο ελληνικός πολιτισμός ήταν ποτέ τέλειος. 


Έχουμε λοιπόν τη Δύση να κατηγορείται για αποικιοκρατία (για κάποιους ο ρόλος της στη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους υπήρξε μια οργανωμένη απόπειρα για την εγκαθίδρυση αποικίας), ιμπεριαλισμό (οικονομικό, πολιτιστικό κτλ.), κατάπτωση ανθρώπινων αξιών/ασυδοσία κτλ. Ο αντιδυτικισμός που για τους Έλληνες ξεκινά πριν από το 1204, πάντα πάει χέρι-χέρι με τον εκδυτικισμό, ειδικά όταν ο τελευταίος γίνεται βίαια ή με εξαναγκασμό (ειδικά προερχόμενος από έξωθεν). Ωστόσο, εκτός του ότι υπεύθυνοι των πράξεων μας είμαστε εμείς και μόνο εμείς πάντα, ειδικά όταν προς χάρη μια δυτικό-/ξενό-λαγνείας υπονομεύσαμε τον δικό μας πολιτισμό και μέλλον, εγκαταλείποντας κάθε δημιουργική πρωτοβουλία και περιμένοντας έτοιμες συνταγές· εκτός του ότι έχει φτάσει και η ώρα της Δύσης να κριθεί για τα λάθη της (μετά από τη Σοβιετική Ένωση και τη Κίνα)· εκτός του ότι τίθεται το ερώτημα αν η ελληνική κουλτούρα (κοινωνία και κράτος) μπορεί να συμβαδίσει με ίσους όρους με τη Δύση, όχι μόνο οικονομικά (“to Grexit or not”), αλλά και πολιτισμικά όπως περίπου το υπονόησε ο Huntington,96 ως Έλληνες έχουμε περισσότερα κοινά με την Δύση - κυρίως σε θέματα κοσμοθεώρησης, δημοκρατίας, ελευθεριών και σεβασμού στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αυτό φυσικά στο μέλλον μπορεί και να αλλάξει. 


Πάντως, το γεγονός ότι εγώ μπορώ, σήμερα, να γράφω και να δημοσιεύω ότι θέλω, εσύ να το διαβάζεις και να μπορείς να μου απαντήσεις ελεύθερα είναι αποτέλεσμα αυτού του Δυτικού πολιτισμού και Διαφωτισμού. Και παρότι σήμερα το πρόβλημα με τον δυτικοευρωπαϊκό Διαφωτισμό είναι ότι στερούμενος «έμ-πνευσης» πια καταλήγει σε μηδενισμό,97 αφού απαρνήθηκε την πνευματικότητα, η οποία συνεισφέρει στη γέννηση νέων ιδεών, τελικά Δύση και ελληνικός πολιτισμός χρωστάνε ο ένας στον άλλο πολλά και αυτό μας σχετίζει άμεσα. Τόσο απλά! 


* * * * *

13. Αντί επιλόγου


Ένα μέρος της ελληνικής ιστορίας, με την έννοια της ιστορικής ακολουθίας γεγονότων, μπορεί να αποτυπωθεί μόνο σχηματικά και όχι με λεπτομέρειες, διότι δεν υπάρχουν όλα τα στοιχεία, αλλά και γιατί η ελληνική ιστορία είναι πολυδιάστατη. Έχει πολιτική οργάνωση, έχει ιδέες, διαφορετικές απόψεις, γλώσσα, μύθους, αθλητισμό, τρόπους σκέψης, θρησκεία, ποίηση, θέατρο, μουσική, ιστοριογραφία, επιστήμες, πολέμους, εμφυλίους, επιρροές· τόσα πράγματα που το καθένα είναι μια θεματική πολύτομη εγκυκλοπαίδεια από μόνο του και που συνεχώς μεταμορφώνεται ανά περιόδους, διατηρώντας κάποιες σταθερές (ελευθερία, γλώσσα, τρόπο σκέψης, «πίστη» σε θεούς ή/και ιδέες κτλ.) Και αν κάποιος πει «μα και άλλοι τα είχαν αυτά, με κάποιο τρόπο», η απάντηση είναι «φυσικά! Με κάποιο τρόπο!»:

«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξης του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες.

Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι οτιδήποτε κι αν δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκριση του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνόταν, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.

Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφος του. Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ' αυτούς. Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.

Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους, οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα.» - Φ. Νίτσε.98


Σε ένα κόσμο που η νεωτερικότητα πια είναι παρελθόν, η ελληνική ιστορία συνεχίζει να είναι πάντα μια καλή βάση όχι μόνο για να καταλάβουμε τι συνέβη στο παρελθόν ή τι λένε σήμερα οι ειδήσεις, οι πολιτικοί μας και οι αρχηγοί άλλων κρατών, αλλά και για να «γεννήσουμε» νέες ιδέες. Διαβάζοντας τη από κάθε πλευρά, μαθαίνεις να δέχεσαι τη διαφορετική άποψη· να μπαίνεις σε μια κατάσταση και ταυτόχρονα να κρατάς την αποστασιοποίηση σου. Βλέπεις όχι μόνο τα γεγονότα, αλλά τις σκέψεις και τις αμφιβολίες άλλων εποχών, τα συναισθήματα και τις αγωνίες άλλων ανθρώπων. Η ελληνική ιστορία είναι τέτοια σε βάθος χρόνου, ιδεών, ερμηνειών και συνεχών προσαρμογών, που η προσπάθεια κατανόησης της αποτελεί διαλογισμό και στοχασμό από μόνη της. Όχι με την έννοια του «ήσυχου καθίσματος» των ανατολικών συστημάτων πειθαρχίας, αλλά με αυτό το στριφογύρισμα του ζεϊμπέκικου ή των δημοτικών χορών, που με το στήριγμα που δίνει ο ένας στον άλλον, με το αφιονισμένο χτύπημα στο έδαφος για να νικηθεί ο χάρος και μετά το άνοιγμα των χεριών προς τον ουρανό, βιώνουμε σαν άνθρωποι μια κάθοδο στον Άδη σαν της Περσεφόνης και μια ανάληψη σαν Του Χριστού.


Η μελέτη της ελληνικής ιστορίας απαιτεί να βγεις από το «εγώ» σου και να μπεις σε άλλες «πραγματικότητες» γεγονότων και κυρίως ιδεών, που συνεχώς μεταμορφώνονται. Η επαφή μαζί της δεν σε κάνει «ελληναρά» ή υπέρ-εθνικιστή, αφού μας έχει όλους: άνδρες, γυναίκες και παιδιά· ήρωες, δειλούς και προδότες· στρείτ, «μπάι» και γκέι· «πάτερ-φαμίλιες» και φεμινίστριες· πολιτικούς, παπάδες και απλό λαό· αστυνομικούς και αναρχικούς· θρήσκους και άθεους· χριστιανούς, μουσουλμάνους και παγανιστές· οραματιστές και ρεαλιστές· συντηρητικούς και προοδευτικούς· γηγενείς και μη. Έχει ένα κομμάτι από όλους μας και για όλους μας. Έχει τις φοβίες μας και τις σιγουριές μας· τα «σκοτάδια» μας και τα γλέντια μας. Ας τα βρούμε μαζί της, μπας και τα βρούμε κάποια στιγμή και με τον εαυτό μας, ξεπερνώντας τα υπαρξιακά και τις ενοχές μας και τελικά δούμε το κόσμο γύρω μας διαφορετικά - ίσως πιο καθαρά! Ας μη φοβόμαστε να την αντιμετωπίσουμε. 


Η «ομορφιά» του ελληνισμού δεν έγκειται στο ότι προερχόμαστε από αρχαίους ή εξωγήινους, αλλά ότι μπορούμε να «ελληνοποιήσουμε» (δηλ. να «φωτίσουμε» με συγκεκριμένα υψηλά ιδανικά, τα οποία εκτιμούνται ως τέτοια από ολόκληρη την ανθρωπότητα) από αρχαίους μέχρι εξωγήινους. Οι αρχαίοι πρόγονοι μας καθώς και οι Ρωμαίοι/Ρωμιοί/Βυζαντινοί δεν ήταν Έλληνες με τον τρόπο που νομίζουμε. Εμείς οι τωρινοί Έλληνες ενδεχομένως να είμαστε περισσότερο Βυζαντινοί από ότι νομίζουμε. Με κάποιο τρόπο οι αρχαίοι Έλληνες/Δαναοί/Αχαιοί/Αργείοι που ξέρει ο πλανήτης ολόκληρος σήμερα είναι «Βυζαντινοί», αφού οι τελευταίοι διέσωσαν -με τον τρόπο που το έκαναν και όσο το έκαναν- την ελληνική αρχαιότητα που γνωρίζει ο πλανήτης. Ας αποκτήσουμε την αυτοπεποίθηση του συνετού ανοιχτού μυαλού που η ιστορία αυτού του τόπου μας ουρλιάζει στα αυτιά, κάθε πρωί που ξυπνάμε, ότι μας ταιριάζει.  



Στη μνήμη της «Μαμάς-θείας» Τούλας 

και του «αδερφού» μου Θανάση

 

14. Σημειώσεις - βιβλιογραφία - πηγές:

Οι αναγραφόμενες σελίδες της βιβλιογραφίας μπορεί να είναι διαφορετικές ανάλογα την έκδοση και την μορφή του βιβλίου (έντυπη ή ψηφιακή π.χ. kindle, epub, pdf, mobi κτλ.) 


  • 1. Μτφ. από Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Alexandre Alexandrovich Vasiliev, 1995, Πάπυρος, 19-20
  • 1-Α. Considerations sur les causes de la grandeur des Romains et de leur decadence, Μοντεσκιέ, μτφ. J. Baker, κεφ. ΧΧΙ. 
  • 1-Β. Vorlesungen Uber die Philosophie der Geschichte, Χέγκελ, σελ. 111, μέρος 30, «Kapitel», σελ.111. Βλέ­πε και «Lectures οn the Philosophy of History», μτφ. J. Sibree, 1890, σελ. 353
  • 2. Απόδοση στα νέα ελληνικά Γιώργος Σαρδέλης
  • 2-Α. Histoire de Charles XII, Βολταίρος, 1731, εκδ. Garnier-Flammarion, 1968, σελ. 44, 
  • 2-Β. Ιστορία Καρόλου του ΙΒ’, βασιλέως της Σουηδίας, μτφ. Δημήτριος Καλοποθάκης, 1893, εκδ. Εκ του Τυπογραφείου Αλεξ. Παπαγεωργίου, σελ. 21
  • 3. Inventing Eastern Europe: The Map of Civilization on the Mind of the Enlightenment, Larry Wolff, 1994, Stanford University Press, 4-6
  • 4. A History of Eastern Europe, Vejas Gabriel Liulevicius, 2015, The Great Courses, 3
  • 5. Council of Europe , History and Identity: a report from European Teachers’ Seminar, Βιέννη 14-19 Μαϊου, 1995, 16.
  • 6. Στα νεωτέρα και σύγχρονα χρόνια, Ρεπούση Μαρία, Ανδρεάδου Χαρά, Πουταχίδης Αριστείδης, Τσιβάς Αρμόδιος, 2008, Βιβλιόραμα
  • 7. Για περισσότερα δες Race and Ethnicity in the Classical World: An Anthology of Primary Sources in Translation, Rebecca Futo Kennedy, C. Sydnor Roy, Max L. Goldman, 2013, Hackett Publishing Company, Inc.
  • 8. Μετάφραση: Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=153
  • 9. Anatolishe Reisebilder, 1861
  • 10. Ιστορία της Χερσονήσου της Πελοποννήσου κατά τους Μεσαιωνικούς Χρόνους, GHM II, 435
  • 11. Christenthum und Islam, 1841, GW I, 396
  • 12. Ernest Gellner, Εθνικισμός: Πολιτισμός, πίστη και εξουσία. Επιστήμη και Κοινωνία: Επιθεώρηση Πολιτικής και Ηθικής Θεωρίας, Αναστασία Καφέ, 2015, 11, 283-285. doi:https://doi.org/10.12681/sas.928
  • 13. The Birth Gods and Origins Agriculture, Jacques Cauvin, 2000, Cambridge University Press, 70-71, 120, 208-209
  • 14. Nations: The Long History and Deep Roots of Political Ethnicity and Nationalism, Azar Gat & Alexander Yakobson, 2013, Cambridge University Press, 18
  • 15. Sapiens: A Brief History of Humankind, Yuval Noah Harari, 2011, Harper, 27
  • 16. Tom Nairn στο The State of the Nation: Ernest Gellner and the Theory of Nationalism, John A. Hall, 1998, Cambridge University Press, 121
  • 17. Ο Χομπς (1588-1679) θεώρησε ότι οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως κακοί και ότι τα ανθρώπινα κίνητρα διαμορφώνονται εκ φύσεως από το προσωπικό συμφέρον. Αυτό θα μπορούσε να έχει καταστροφικές συνέπειες, αφού ανεξέλεγκτοι οι άνθρωποι και καθοδηγούμενοι από την εσωτερική δυναμική τους, το πιθανότατο είναι πως θα αλληλοκαταστραφούν. Για να διατηρηθεί η κοινωνική ειρήνη, ο Χομπς δημιουργεί κάποιο τέχνασμα, τον Λεβιάθαν (εμπνευσμένο από το πελώριο κήτος της Παλαιάς Διαθήκης) -το Κράτος- είτε με τη μορφή της απόλυτης μοναρχίας είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το σημαντικό στοιχείο είναι ότι αυτό το κράτος έχει το μονοπώλιο της βίας και της απόλυτης εξουσίας (Hobbes T., Λεβιάθαν, μτφρ. Γ. Πασχαλίδης - Α. Μεταξόπουλος, 1989, Γνώση, 240-241)
  • 18. Ancient Greece, From Prehistoric to Hellenistic Times, Thomas R. Martin, 2000, Yale University Press, 17, 34
  • 19. A World History of Ancient Political Thought, Its Significance and Consequences, Antony Black, 2016, Oxford University Press, 123 
  • 20. Political Reciprocity in Dark Age Greece: Odysseus and his Hetairoi, Walter Donlan, 1998, Oxford University Press, 69
  • 21. Ολόκληρο το κείμενο λέει «[Πανηγυρικός, 50] τοσοῦτον δ᾽ ἀπολέλοιπεν ἡ πόλις ἡμῶν περὶ τὸ φρονεῖν καὶ λέγειν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ὥσθ᾽ οἱ ταύτης μαθηταὶ τῶν ἄλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, καὶ τὸ τῶν Ἑλλήνων ὄνομα πεποίηκεν μηκέτι τοῦ γένους, ἀλλὰ τῆς διανοίας δοκεῖν εἶναι, καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.» Σε μετάφραση: «Τόσο πολύ ξεπέρασε η πόλη μας όλους τους άλλους στην πνευματική ανάπτυξη και στην τέχνη του λόγου, ώστε οι δικοί της μαθητές έγιναν δάσκαλοι στους άλλους· το όνομα πάλι Έλληνες κατόρθωσε να μη συμβολίζει πια την καταγωγή, αλλά την καλλιέργεια του πνεύματος, και Έλληνες να ονομάζονται πιο πολύ όσοι δέχτηκαν τον τρόπο της δικιάς μας αγωγής και μόρφωσης παρά αυτοί που έχουν την ίδια με εμάς καταγωγή.» (https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/library/index.html?author_id=166)
  • 22. Ιπποκρατική Συλλογή «Περί αέρα, υδάτων και τόπων» 12-24
  • 23. Αντιφών, «Περί Αληθείας», 1364 και 3647
  • 24. A World History of Ancient Political Thought, Its Significance and Consequences, Antony Black, 2016, Oxford University Press, 123 
  • 25. Ancient Greece, From Prehistoric to Hellenistic Times, Thomas R. Martin, 2000, Yale University Press, 22
  • 26. Empires of Faith, The Fall of Rome to the Rise of Islam, 500–700, Peter Sarris, 2011, Oxford University Press, 84 
  • 27. Empires of Faith, The Fall of Rome to the Rise of Islam, 500–700, Peter Sarris, 2011, Oxford University Press, 85
  • 28. Medieval Europe, Chris Wickham, 2016, Yale University Press, κεφ. 2, 70
  • 29. The Oxford Illustrated History of Medieval Europe, George Holmes, 1988,Oxford University Press, σελ. V
  • 30. A History of Modern Europe: From the Renaissance to the Present, John Merriman, 2010, W. W. Norton & Company, 27
  • 31. Ο Gellner ορίζει τον εθνικισμό ως «την πολιτική αρχή που διατείνεται ότι η ομοιότητα ως προς την κουλτούρα ή τον πολιτισμό είναι ο βασικός κοινωνικός δεσμός, διαθέτοντας βέβαια θεσμική ηγεσία, δηλαδή κράτος.» Κάποιοι προτείνουν, χωρίς να είναι απολύτως αποδεκτό τον όρο «εθνισμό» για τη δημοκρατική και πατριωτική ιδεολογία του 18ου και 19ου αιώνα, αποδίδοντας στον όρο «εθνικισμό» αποκλειστικά αρνητικό περιεχόμενο.
  • 32. Ο Gellner παρουσιάζει τα τρία βασικά στάδια της ιστορίας της ανθρωπότητας: την τροφοσυλλεκτική, την αγροτική και την βιομηχανική. Η κοινωνική κινητικότητα και οι ραγδαίες αλλαγές στη δομή της απασχόλησης, που εξαφάνισαν τον νεποτισμό, για τον Gellner αποτελούν φαινόμενα της κοινωνίας που προέκυψε από την Βιομηχανικής Επανάσταση και μόνο. Αυτά οδήγησαν στον εθνικισμό. Με άλλα λόγια, η οικονομική αλλαγή απαιτεί πολιτισμική ομοιογένεια, η οποία όμως προκαλεί τον εθνικισμό.
  • 33. Στα ελληνικά: Εθνικισμός: πολιτισμός, πίστη και εξουσία, μτφ. Λύδια Παπαδάκη, 2002, εκδ. Αλεξάνδρεια, 69-70. Ο Gellner χωρίζει την άνοδο του εθνικισμού σε δύο περιόδους: α) Τη χάραξη των εθνικών συνόρων το 1815 μετά το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων και την πρώτη εθνικιστική εξέγερση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου επρόκειτο για συγκρούσεις Μουσουλμάνων του αυτοκρατορικού κέντρου και Χριστιανών της περιφέρειας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα εκείνο της ελληνικής επανάστασης. β) Τη συνθήκη των Βερσαλλιών και την έξαρση της διαδικασίας εθνοκάθαρσης που σημειώθηκε τη δεκαετία του 1940, αν και είχε ξεκινήσει νωρίτερα με τους Αρμένιους, τους βαλκανικούς πολέμους και τις ελληνοτουρκικές διαμάχες στις αρχές του 1920.
  • 34. Στα ελληνικά: Εθνικισμός: πολιτισμός, πίστη και εξουσία, μτφ. Λύδια Παπαδάκη, 2002, εκδ. Αλεξάνδρεια, 144-145
  • 35. Σήμερα το έθνος, στη Δύση, ορίζεται «όχι ως πολιτιστική αλλά ως πολιτική έννοια σε συνάρτηση με τη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη, ταυτόσημη με την έννοια του λαού», όπου «λαός είναι το σύνολο των ανθρώπων που ζουν σε μια χώρα και έχουν την ιθαγένεια (ή υπηκοότητα, ή ιδιότητα του πολίτη) του κράτους αυτού», ενώ η ιθαγένεια «είναι η πολιτική και νομική σχέση που έχει ένας πολίτης με ένα συγκεκριμένο κράτος από την οποία προκύπτουν και για τα δύο μέρη συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις.» (Πηγή: Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων: https://foundation.parliament.gr/VoulhFoundation/VoulhFoundationPortal/images/site_content/voulhFoundation/file/Ekpaideytika%20New/nazismos/0_4nazismos.pdf
  • 36. A History of Modern Europe: From the Renaissance to the Present, John Merriman, 2010, W. W. Norton & Company, 312-317
  • 37. Irrationality: A History of the Dark Side of Reason, Justin E. H. Smith, 2019, Princeton University Press, 19 
  • 38. The Byzantine Art of War, Michael J. Decker, 2016, Westholme Publishing
  • 39. The Grand Strategy of the Byzantine Empire, Edward Luttwak, 2009, The Belknap Press of Harvard University Press, 5
  • 40. Lost to the West: The Forgotten Byzantine Empire That Rescued Western Civilization, Lars Brownworth, 2009, Crown 
  • 41. Προκοπίου Ανέκδοτα ή Απόκρυφη Ιστορία, μτφ. Αλόη Σιδερη, Εκδόσεις Άγρα, 2010
  • 42. Prokopios, The Secret History with related Texts, Anthony Kaldellis, 2010, Hackett Publishing Company, Inc.
  • 43. Στα ελληνικά, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουμανισμός, 1971, μτφρ. Μαρία Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου, 1985, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης 
  • 44. Μεσαιωνική Φιλοσοφία: Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, Klaus Oehler, μτφ. Γιάννης Α. Δημητρακόπουλος, 2000, Παρουσία
  • 45. Στα χρόνια του Βυζαντίου - Οι θετικοί επιστήμονες, ιατροί, χρονολόγοι και αστρονόμοι, Μάνος Δανέζης και Στρατός Θοδοσίου, 2010, Δίαυλος. 
  • 46. Russia and the Making of Modern Greek Identity, 1821–1844, Lucien Frary, 2015, Oxford University Press
  • 47. Για περισσότερα αναζήτησε πηγές για το Hellenistic Judaism.
  • 48. Γιατί το Βυζάντιο, Ελένη Γλύκατζη-Αλβελέρ, 2012, Μεταίχμιο. Το Βήμα: https://www.tovima.gr/2010/04/03/culture/b-eleni-glykatzi-arbeler-b-br-eimaste-oloi-byzantinoi/
  • 49. Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition, Anthony Kaldellis, 2011, Cambridge University Press, 77-78, 389, μτφ. Γιώργος Σαρδέλης
  • 50. Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο; Πόσο Βυζαντινοί είναι οι Νεοέλληνες; Ελένη Γλύκατζη-Αλβελέρ, 2016, Gutenberg. Πηγή:http://constantinoupoli.com/πόσο-ελληνικό-είναι-το-βυζάντιο-και/  
  • 51. Πηγή: Προσωπικό ιστολόγιο του πρώην Πρύτανη του Παντείου Πανεπιστημίου, καθηγητή Γιώργου Κοντογιώργη: https://contogeorgis.blogspot.com
  • 51-Α. The Christian Parthenon: Classicism and Pilgrimage in Byzantine Athen, Anthony Kaldellis,  Cambridge University Press, 2009
  • 52. The Oxford History of Byzantium, Cyril Mango, 2002, Oxford University Press,139-140
  • 53. Ένα καλό βιβλίο για τα αίτια που προκάλεσαν την επικράτηση του Χριστιανισμού είναι το The Triumph of Christianity: How a Forbidden Religion Swept the World (2019, εκδ. Simon & Schuster), του δηλωμένα άθεου καθηγητή Bart D. Ehrman
  • 54. Χριστιανισμός και Ελληνισμός: μια ιδιότυπη συνάντηση, Σταύρος Γιαγκάζογλου, 3 https://eclass.uoa.gr/modules/document/file.php/THEOL280/ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ%26ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΣ.pdf
  • 55. Διάβασε περισσότερα στο Christianity and Classical Culture: The Metamorphosis of Natural Theology in the Christian Encounter with Hellenism, Jaroslav Pelikan, 1995,Yale University Press
  • 56. God’s War, A New History of the Crusades, Christopher Tyerman, 2007, Penguin Books, 58
  • 57. The Concise History of the Crusades, Thomas F. Madden, 2013, Rowman & Littlefield, 4
  • 58. St Augustine, City of God, bk XIX, c. 7; cf. bk I, c. 21, μτφ. H. Bettenson 1984, 32, 862
  • 58-Β. The Spanish Inquisition: A Historical Revision, Henry Kamen, 2014, Yale University Press, 21, 24
  • 59. The Cambridge History of Christianity, 2008, Cambridge University Press, τόμος 5, σελ. xvi
  • 60. The Cambridge History of Christianity, 2008, Cambridge University Press, τόμος 5, 229
  • 61. Διάβασε περισσότερα στο A Concise History of the Middle East, Arthur Goldschmidt Jr. & Ibrahim Al-Marashi, 2018, Routledge, 12η έκδοση
  • 62. Διάβασε περισσότερα στο Empires of Faith: The Fall of Rome to the Rise of Islam, 500-700, Peter Sarris, 2011, Oxford University Press
  • 63. Διάβασε περισσότερα στο The History of Islamic Political Thought: From the Prophet to the Present, Antony Black, 2011, Edinburgh University Press
  • 64. Wikipedia 
  • 65. Διάβασε περισσότερα στο Central Asia in World History, Peter B. Golden, 2011, Oxford University Press
  • 66. Διάβασε περισσότερα στο Encyclopedia of the OTTOMAN empire, Gábor Ágoston & Bruce Masters, 2009, Facts on File
  • 67. Osman's Dream: The History of the Ottoman Empire, Caroline Finkel, 2005, Basic Books, 35-36 
  • 68. Μικρασιατικά χρονικά, τόμος 16ος, Ο εξισλαμισμός της Μικράς Ασίας και οι ιστορικές καταβολές των ελληνοτουρκικών σχέσεων, Πασχάλης Μ. Κιτρομηλίδης, 1975, εκδ. Τμήμα Μικρασιατικών Μελετών της Ενώσεως Σμυρναίων, 323
  • 69. Η Παρακμή του μεσαιωνικού ελληνισμού στη Μικρά Ασία και η διαδικασία εξισλαμισμού 11ος-15ος αιώνας, μτφ. Κάτια Γαλαταριώτου, 2008, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
  • 70. Διάβασε περισσότερα στο 1821, Τα ημαρτημένα, Δημήτρης Σταθακόπουλος, 2011, Αντίβαρο
  • 71. The Ottoman Empire, The Classical Age 1300–1600, Halil Inalcik, 2001, Phoenix, κεφ. VI, 63-74
  • 72. Διάβασε περισσότερα στο A Concise History of the Middle East, A. Goldschmidt Jr. & Ibrahim Al-Marashi, 2018, Routledge, 12η έκδοση
  • 73. Διάβασε περισσότερα στο Empires and Barbarians: The Fall of Rome and the Birth of Europe, Peter Heather, 2012, Oxford University Press
  • 74. Δεν υπάρχουν γονίδια που να κωδικοποιούν εντολές για το ποια γλώσσα μιλάει ένας άνθρωπος, τη πίστη του ή όχι και σε ποιο θεό ή την πολιτιστική του ταυτότητα. Ακόμα και οι δημογραφικές πληροφορίες, μόνο από την εξέταση του DNA, είναι εξαιρετικά συζητήσιμες και ανοιχτές σε πολλές ερμηνείες. 
  • 75. Three Paradoxes of the Cyrillo-Methodian Mission, Ihor Ševčenko, 1964, Slavic Review, τόμος 23, τεύχος 2, σελ. 229
  • 76. Empires of Faith: The Fall of Rome to the Rise of Islam, 500-700, Peter Sarris, 2011,Oxford University Press, 396
  • 77. Romanland: Ethnicity and Empire in Byzantium, Anthony Kaldellis, 2019, The Belknap Press of Harvard University Press, 46
  • 78. Keeping an Eye on the Albanians: Selected Writings in the Field of Albanian Studies, Robert Elsie, τομος 16, 2015, σελ. 11-40
  • 79. Διάβασε περισσότερα στο Ο ελληνικός κοινοτισμός και η νεοελληνική κοινοτική παράδοση, Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, 1993
  • 80. The Greek struggle for independence, 1821-1833, Douglas Dakin, 1973, University of California Press
  • 81. Nationalism, 42 
  • 82. History of the Balkans, Georges Castellan, 1992, Boulder, CO: East European Monographs, 253. 
  • 83. Ο Άντερσον δημιούργησε την φράση «φανταστική κοινότητα» για να περιγράψει τον αντίκτυπο της τυπογραφίας από τα τέλη του 15ου αιώνα. Ισχυρίζεται ότι η τυπογραφία δημιούργησε δίκτυα κοινής κουλτούρας μεγάλης κλίμακας, βασισμένα στην τυπωμένη δημοτική γλώσσα, πέρα ​​από τις «πραγματικές» - πρόσωπο με πρόσωπο - κοινότητες σε επίπεδο χωριού και αστικού κέντρου. Imagined Communities: Reflections of the Origins and Spread of Nationalism, Benedict Anderson, 1983, Verso
  • 84. The Invention of Tradition, Erik Hobsbawm, 1983, Cambridge University Press
  • 85. Διάβασε περισσότερα στο A Culture of Freedom: Ancient Greece and the Origins of Europe, Christian Meier, 2011, Oxford University Press)
  • 86. Belleten Türk Tarih Kurumu https://belleten.gov.tr/tam-metin-pdf/2448/eng
  • 87. Εξισλαμισμοί και εκχριστιανισμοί στην Πελοπόννησο από τα μέσα του 17ου αιώνα έως το 1716: προβλήματα έρευνας - τα πρώτα συμπεράσματα, Γιώργος Β. Νικολάου, 60
  • 88. Πατρική και Αδελφική Διδασκαλία: Στο κατώφλι του 19821, Δύο κόσμοι συγκρούονται, πρόλ. Πέτρος Τασόπουλος, επιμέλ. Μυρτώ Μαραγκού, 2021, IWRITE
  • 89. Ἄνθιμος Πατριάρχης τῆς Ἁγίας Πόλεως Ἱερουσαλὴμ καὶ Πάσης Παλαιστίνης καὶ τὸ ἔργο του: Διδασκαλία Πατρική, Μαρία Μαντουβάλου, 2010
  • 90. Ένας αυτόπτης μάρτυρας στην εκτύπωση της Πατρικής διδασκαλίας και οι δύο εκδόσεις του 1798, Γιάννης Κοκκωνάς, 2008 https://ejournals.epublishing.ekt.gr/index.php/mnimon/article/viewFile/7714/7419
  • 91. Διάβασε περισσότερα στο Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης κατά τους Τούρκους Ιστοριογράφους: Εν αντιπαραβολή και προς τους Έλληνες Ιστορικούς, Νικηφόρος Μοσχόπουλος, 1960
  • 92. Ησαΐας, ο Επίσκοπος Σαλώνων και η Μονή του Οσίου Λουκά, Δ. Παπαδήμου, 1969, 26
  • 93. The Greek War of Independence: The Struggle for Freedom from Ottoman Oppression, David Brewer, 2011, Abrams Press, 139
  • 94. https://www.lifo.gr/culture/arxaiologia/ti-mas-didaskei-i-elliniki-epanastasi-toy-1821
  • 95. Το Επιχείρημα στα Απομνημονεύματα του Στρατηγού Μακρυγίαννη, Σοφία Β. Καρυμπαλη, 2012, 114-115, 118, 119
  • 96. The Clash of Civilizations and the Remaking of World Order, Samuel P. Huntington, 1996, Simon & Schuster, 162-163, μτφ. Γιώργος Σαρδέλης: «Η Ελλάδα δεν είναι μέρος του δυτικού πολιτισμού, αλλά ήταν η πατρίδα του κλασικού πολιτισμού που ήταν μια σημαντική πηγή του δυτικού πολιτισμού. Στην αντίθεση τους με τους Τούρκους, οι Έλληνες ιστορικά θεωρούσαν τους εαυτούς τους δόρυτες του Χριστιανισμού. Σε αντίθεση με τους Σέρβους, τους Ρουμάνους ή τους Βούλγαρους, η ιστορία τους ήταν στενά συνυφασμένη με αυτή της Δύσης. Ωστόσο, η Ελλάδα είναι επίσης μια ανωμαλία, το ορθόδοξο αουτσάιντερ στις δυτικές οργανώσεις. Δεν ήταν ποτέ εύκολο μέλος ούτε της ΕΕ ούτε του ΝΑΤΟ και δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στις αρχές και τα ήθη και των δύο. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 διοικούνταν από μια στρατιωτική χούντα και δεν μπορούσε να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα μέχρι να στραφεί στη δημοκρατία. Οι ηγέτες της συχνά φάνηκαν να ξεφεύγουν για να παρεκκλίνουν από τα Δυτικά πρότυπα και να ανταγωνιστούν τις δυτικές κυβερνήσεις. Ήταν φτωχότερο από άλλα μέλη της Κοινότητας και του ΝΑΤΟ και συχνά ακολουθούσε οικονομικές πολιτικές που φαινόταν να παραβιάζουν τα πρότυπα που επικρατούν στις Βρυξέλλες. Η συμπεριφορά της ως προέδρου του Συμβουλίου της ΕΕ το 1994 εξόργισε άλλα μέλη και οι δυτικοευρωπαίοι αξιωματούχοι ιδιωτικά χαρακτηρίζουν τη συμμετοχή της ως λάθος. Στον κόσμο μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι πολιτικές της Ελλάδας αποκλίνουν ολοένα και περισσότερο από αυτές της Δύσης. Ο αποκλεισμός της Μακεδονίας αντιτάχθηκε έντονα από τις δυτικές κυβερνήσεις και είχε ως αποτέλεσμα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να ζητήσει περιοριστικό ένταλμα κατά της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Όσον αφορά τις συγκρούσεις στην πρώην Γιουγκοσλαβία, η Ελλάδα διαχωρίστηκε από τις πολιτικές που ακολουθούν οι κύριες δυτικές δυνάμεις, υποστήριξε ενεργά τους Σέρβους και παραβίασε κατάφωρα τις κυρώσεις των Ηνωμένων Εθνών που τους επιβλήθηκαν. Με το τέλος της Σοβιετικής Ένωσης και της κομμουνιστικής απειλής, η Ελλάδα έχει αμοιβαία συμφέροντα με τη Ρωσία στην αντίθεση με τον κοινό τους εχθρό, την Τουρκία. Επέτρεψε στη Ρωσία να εγκαθιδρύσει σημαντική παρουσία στην Ελληνική Κύπρο (σσ. εννοεί ελληνοκυπριακή πλευρά) και ως αποτέλεσμα της "κοινής τους ανατολικής ορθόδοξης θρησκείας", οι Ελληνοκύπριοι καλωσόρισαν τόσο τους Ρώσους όσο και τους Σέρβους στο νησί. Το 1995 περίπου δύο χιλιάδες επιχειρήσεις ρωσικής ιδιοκτησίας δραστηριοποιούνταν στην Κύπρο. Εκδόθηκαν εκεί ρωσικές και σερβο-κροατικές εφημερίδες και η ελληνοκυπριακή κυβέρνηση αγόραζε μεγάλες προμήθειες όπλων από τη Ρωσία. Η Ελλάδα διερεύνησε επίσης με τη Ρωσία τη δυνατότητα μεταφοράς πετρελαίου από τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία στη Μεσόγειο μέσω ενός βουλγαρο-ελληνικού αγωγού παρακάμπτοντας την Τουρκία και άλλες μουσουλμανικές χώρες. Συνολικά η ελληνική εξωτερική πολιτική έχει λάβει έντονα ορθόδοξο προσανατολισμό. Η Ελλάδα αναμφίβολα θα παραμείνει επίσημο μέλος του NATO και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Καθώς η διαδικασία της πολιτιστικής αναδιάταξης εντείνεται, ωστόσο, αυτές οι ιδιότητες αναμφίβολα θα γίνουν πιο αδύναμες, λιγότερο σημαντικές και πιο δύσκολες για τα εμπλεκόμενα μέρη. Η ψυχροπολεμική ανταγωνίστρια της Σοβιετικής Ένωσης εξελίσσεται σε μετά-ψυχροπολεμική σύμμαχο της Ρωσίας».
  • 97. Παράδειγμα είναι η αδυναμία συγκρότησης μιας πειστικής, σύγχρονης, διαπολιτισμικής ή διαθρησκευτικής φιλοσοφίας. Αυτή η αδυναμία τελικά καταλήγει σε άρνηση, απόρριψη και μηδενισμό του πολιτισμού και εντέλει κάθε συλλογικής διαφορετικότητας, κολλώντας από δίπλα ένα «invented» ή ιδεολογικοποιόντας τη.
  • 98. Η Γέννηση της Τραγωδίας, Φ. Νίτσε, 1872, κεφ. 15, εκδ. Πανοπτικόν/2010, Βιβλιοπωλείον της Εστίας/2009, Βάνιας/2008, Κάκτος/2006, Νησίδες/2001, Γκοβόστης/1983


Βιβλιογραφία και πηγές που δεν αναφέρονται στο κείμενο:

  • A Short History of Western Political Thought, W. M. Spellman, 2017, Springer
  • Byzantine Military Tactics in Syria and Mesopotamia in the Tenth Century: A Comparative Study,  Georgios Theotokis, 2018, Edinburgh University Press
  • Conflict in Ancient Greece and Rome: The Definitive Political, Social, and Military Encyclopedia [3 volumes], Sara Phang, Iain Spence, Douglas Kelly, Peter Londey, 2016, ABC-CLIO
  • Historical Dictionary of Byzantium, John H. Rosser, 2001, Scarecrow Press
  • The Cambridge History of the Byzantine Empire c.500-1492, Jonathan Shepard, 2009, Cambridge University Press
  • The Primacy of the Political: A History of Political Thought from the Greeks to the French and American Revolutions, Dick Howard, 2010, Columbia University Press
  • Η Ελληνική Πατερική και Βυζαντινή Φιλοσοφία, Β. Ν. Τατάκης, 2000, Αρμός
  • Νέα Ελληνική Ιστορία, 1204-1985, Απόστολος Βακαλόπουλος, 1998, Βάνιας
  • Το Εμπόλεμο Βυζάντιο 9ος-12ος αι., 1997, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Ίδρυμα Γουλανδρή-Χορν
  • Φαλμεράυερ: τεχνάσματα τοῦ ἀντιπάλου δέους, Έλλη Σκοπετέα, 1999, Θεμέλιο

—————————————————————————————————————

Φωτογραφία: Μονή Αυγού, Γιώργος Σαρδέλης©:

Υπάρχουν διαφορετικές ιστορίες για το απόκρημνο σημείο αυτού του μοναστηριού και το όνομα του, το «Αυγό», το οποίο βρίσκεται στην Αργολίδα (περίπου μια ώρα από το Ναύπλιο και γύρω στο 40λεπτο από το Κρανίδι. Ο δρόμος για τα επιβατικά αυτοκίνητα θέλει προσοχή σε κάποια σημεία). Αν και δεν είναι γνωστή η ακριβής ημερομηνία ίδρυσης του, το μοναστήρι άρχισε να χτίζεται πιθανότατα τον 11ο αιώνα. Τα ερείπια στην γύρω περιοχή, η θέση και η αρχιτεκτονική του (στενά παράθυρα, λαβυρινθικοί εσωτερικοί χώροι, σχήμα "Γ", καταχύστρες/ζεματίστρες πάνω από την είσοδο, ενοποίηση των εκκλησιών με τα παρακείμενα κτήρια κ.λπ.) δείχνουν τον αμυντικό του χαρακτήρα. Η τελική οχυρωμένη μορφή του μοναστηριού πρέπει να είχε διαμορφωθεί στα τέλη του 15ου αιώνα, όταν η περιοχή ήταν δεσποτάτο (πριγκιπάτο) της δυναστείας των Παλαιολόγων - τη τελευταία και πιο μακροχρόνια αυτοκρατορική οικογένεια της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας. Το μοναστήρι είναι χτισμένο στην απότομη χαράδρα του αρχαίου ποταμού Σέλλα ή Ράδου ή Μπεντένι (Μπεδένι), ο οποίος είναι ο κύριος χείμαρρος της κεντρικής Αργολίδας. Οι μοναχοί του συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση του 1821, ενώ το μοναστήρι δέχθηκε επίθεση δύο φορές από τους Οθωμανούς. Μετά την ελληνική απελευθέρωση, λειτούργησε για λίγο, αλλά εγκαταλείφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1830, λόγω ενός νέου νόμου. Πιστεύεται ότι ξέσπασε πυρκαγιά το 1854, η οποία κατέστρεψε μερικά από τα μέρη και τα αρχεία του. Σήμερα είναι ακατοίκητο.