Η ΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΤΙΘΕΤΟ ΤΗΣ: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΣΕΡΒΙΑ



“Καλύτερα να το αφήσεις εδώ αυτό, σήμερα”, μου είπε ο Ράνκο, δείχνοντας μου το τζο, το ξύλινο ραβδί που χρησιμοποιούμε στο αϊκίντο. Ο Ράνκο είχε μετατρέψει το διαμέρισμα του σε ντότζο (χώρο άσκησης) και ήταν εκεί που τον επισκεπτόμουν για έξτρα εκπαίδευση (εκτός από το κύριο ντότζο μου, υπό τον Γκόραν) στην αγαπημένη μου πολεμική τέχνη. Το αϊκίντο τότε ήταν πιο “πρωτόγονο” για κάποιους, ενώ για κάποιους άλλους πιο “ειλικρινές”. Όπως και να έχει, το αϊκίντο είναι εντελώς αμυντικό και σε μαθαίνει να επιβάλλεσαι “στο κακό”, απλά εν αντιθέσει με άλλες πολεμικές τέχνες σε διδάσκει να το κάνεις με τη χρήση μη βίας. “Και είναι καλό αυτό;” θα ρωτήσεις; “Ποιο;” θα σου πω. “Το να επιβάλεις το δικό σου σε κάτι που εσύ θεωρείς λάθος, ακόμα και εάν το κάνεις χωρίς βία!” (…..)


Έξω οι δρόμοι “βράζανε”. Λεωφορεία και τρόλεϊ δεν πέρναγαν. Ο δρόμος ήταν κλειστός. Διάνυσα μερικά μέτρα στο κρύο και βρέθηκα μπλεγμένος με την ουρά μίας ακόμα μεγάλης πορείας εναντίον του Μιλόσεβιτς. Το 2000, κάθε απόγευμα, κόσμος κάθε ηλικίας, έβγαινε στους δρόμους του Βελιγραδίου και με σχεδόν πάντα ειρηνικές πορείες, καλούσε το καθεστώς να παραιτηθεί. Βουβουζέλες, σφυρίχτρες, έξυπνα συνθήματα και λουλούδια στους αστυνομικούς που παρακολουθούσαν. 


* * * * *


Όταν, το 2000, ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς, ο Γιουγκοσλάβος πρόεδρος, προσπαθούσε να επανεκλεγεί, για τη Δύση δεν ήταν παρά ένας “Μοσχοβίτης” κομμουνιστής, ένας ύπερ-εθνικιστής με γενοκτονίες και εθνοκαθάρσεις στο ιστορικό του (Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Κόσοβο) και ένας στυγνός δικτάτορας που καταπίεζε τον λαό του. Είχαν προηγηθεί οι βομβαρδισμοί του ΝΑΤΟ στη Σερβία, το 1999. 

Στην Ουάσινγκτον, ο Μιλόσεβιτς είχε εχθρούς και στα δύο αμερικανικά κόμματα. Οι εκλογές του 2000 στη χώρα ήταν μια καλή ευκαιρία να απαλλαχθούμε όλοι από τη παρουσία του.


Οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ως στόχο να μην τον αφήσουν να νοθεύσει για μια ακόμα φορά τις εκλογές. Βέβαια, ο Μιλόσεβιτς είχε εμπειρία στη νοθεία και έλεγχε ολόκληρη τη κρατική μηχανή. “Εάν η αντιπολίτευση δεν είχε να αντιμετωπίσει κάτι τέτοιο, θα υπήρχε πολύ μικρή ανάγκη για την εμπλοκή μας”, δήλωσε Αμερικάνος αξιωματούχος, υποστηρίζοντας την προσπάθεια των ΗΠΑ να βοηθήσουν την αντιπολίτευση.

Από τα μέσα του 1999 έως τα τέλη του 2000, δημόσιοι και ιδιωτικοί οργανισμοί των ΗΠΑ ξόδεψαν περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια σε σερβικά προγράμματα, υποστηρίζοντας όχι μόνο την αντιπολίτευση αλλά και ανεξάρτητα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτικές οργανώσεις και πρωτοβουλίες που αποσκοπούσαν στο να ενθαρρύνουν τους πολίτες να ενδιαφερθούν για τις εκλογές - πολλοί δεν ήθελαν να ψηφίσουν, αφού “πάλι ο Μιλόσεβιτς θα βγει” - και να να διασφαλίσουν ότι οι ψήφοι τους θα μετρηθούν δίκαια.


* * * * *


Πολλοί από εμάς εναποθέτουμε τις ελπίδες μας, για να ξεφύγουμε από καταπιεστικές καταστάσεις, στη λογική, η οποία οργανώθηκε στην αρχαία Ελλάδα, και πήρε σχεδόν θεϊκές διαστάσεις στην αρχή της σύγχρονης περιόδου στην Ευρώπη. Η λογική συνδέεται ιστορικά και διανοητικά με τη δημοκρατία. 

Το πρόβλημα είναι ότι, για πολλούς από εμάς, κάθε τι επιθυμητό εμπεριέχει το αντίθετο του, και έτσι κάθε σοβαρή προσπάθεια για τον εξορθολογισμό ενός πράγματος μπορεί να περνά μέσα από πράξεις παράλογες. Και εδώ τίθεται το ερώτημα: Μπορούμε να εξαλείψουμε τον παραλογισμό, επιβάλλοντας τη λογική με πράξεις παράλογες; Εάν το σκεφτείς, η ειρηνική αντιμετώπιση της βίας, είναι μια πράξη παράλογη, όπως και η αποκατάσταση της δημοκρατίας με παρασκηνιακές παρεμβάσεις. 


Λέγεται, ότι μια σημαντική στιγμή στην ιστορία της λογικής ήταν ο διαχωρισμός των φιλόσοφων από τους σοφιστές, με στόχο των πρώτων να είναι η αναζήτησή της αλήθειας ως το αποτέλεσμα μιας συζήτησης, ενώ των δεύτερων μόνο η επικράτηση. Έτσι κάποιοι μπορούν να καταγγείλουν τη λογική ως κάτι που είτε τρέφεται από τις σάρκες του και τελικά δεν καταλήγει πουθενά, είτε εκφυλίζεται σε σοφιστικούς περισπασμούς. 

Και κάπου εκεί εμφανίζεται ο Βολταίρος να προσπαθεί να επιβάλλει τον Διαφωτισμό, πιστεύοντας ότι υπάρχει μόνο ένας τρόπος για να κάνουμε τα πράγματα σωστά και ένα μόνο παγκόσμιο πρότυπο για το πώς πρέπει να οργανωθεί μια κοινωνία. Απόγονοι του ήταν όλοι αυτοί που υποστήριξαν, όχι μόνο τον επηρεασμό των Σερβικών εκλογών του 2000, αλλά - μεταξύ άλλων - την εισβολή στο Ιράκ και την υποστήριξη της Αραβικής Άνοιξης.   

Απέναντι στον Βολταίρο στέκεται ο Ρουσώ, ο οποίος με τη σειρά του είναι πρόγονος εκείνων των αντι-ηγεμονικών δυνάμεων που αντιστέκονται στον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και την παγκοσμιοποίηση τον 20ο και 21ο αιώνα, δίνοντας χώρο στον ισλαμικό φονταμενταλισμό και στους λαϊκισμούς που οδήγησαν στην εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ και το παρολίγον πραξικόπημα του, με εξωφρενικές θεωρίες συνωμοσίας.

Ποιος από του δύο είχε δίκιο; Ο οικουμενισμός του Βολταίρου, που όταν εφαρμόζεται, παρασύρει στο διάβα του τυφλά και καταστροφικά τα πάντα ή η αντίσταση του Ρουσώ που φέρνει το έρεβος, είτε έμμεσα είτε όταν αποκτήσει δύναμη;


* * * * *


Τα φοιτητικά μου χρόνια στο Βελιγράδι ήταν πραγματικά όμορφα. Οι κύριες ασχολίες μου ήταν παρέες, ροκάδικα, διάβασμα και αϊκίντο. Περπάταγα τότε· και περπάταγα πολύ, γνωρίζοντας κόσμο παντού. Κάποιοι Σέρβοι πίστευαν ότι ξέρω το Βελιγράδι καλύτερα και από αυτούς.

Μπαίνοντας στη διαδήλωση, σίγουρα θα έπεφτα επάνω σε κάποιον γνωστό ή γνωστή. Θα ήταν μια καλή ευκαιρία να πάμε για μπύρες ή σε καμία αντικυβερνητική ροκάδικη συναυλία· βαριόμουν να πάω σπίτι. Έτσι συνάντησα μια παρέα από ένα αγόρι και δύο κορίτσια. Το αγόρι και το ένα κορίτσι ήταν οργανωμένα στο Ότπορ!.


Τη Μάρια, τη μία κοπέλα της παρέας, την είχε γνωρίσει ο Μάρκο - το αγόρι της παρέας - στην Ακαντέμια - στο κλαμπάκι της Σχολής Καλών Τεχνών, όταν ήταν ακόμα και οι δύο ελεύθεροι, αφού είχε πάρει πρώτα το “οκ”, από το βλέμμα της. Χάθηκαν για κάποιο καιρό και από εκεί και έπειτα, όταν ξανά βρεθήκανε, δεν έτυχε ποτέ να είναι και οι δύο χωρίς σχέση ταυτόχρονα. Οι ματιές τους όμως συνέχιζαν να είναι το ίδιο, με ένα “δυστυχώς, τώρα πια δεν γίνεται τίποτα.”

Της άρεσε η αλτέρνατιβ (Nirvana, Pearl Jam κτλ.) και σπούδαζε θεολογία!! Οι Σέρβες έχουν μια αφοπλιστική ευθύτητα. Ξέρεις από πριν εάν ενδιαφέρονται ή όχι, και γιατί πράγμα ενδιαφέρονται. Υποψιάζομαι, ότι κάθε άνθρωπος που ζει υπό καθεστώς καταπίεσης, αρχίζει και αναπτύσσει άλλους κώδικες επικοινωνίας. Σε ένα καθεστώς που οι αρχές εντοπίζουν κάθε λέξη και τη λογοκρίνουν, δεν υπάρχει χώρος για “παιχνίδι”. Το μήνυμα δεν πρέπει να ειπωθεί, αλλά να εκπεμφεί τη στιγμή που πρέπει με άλλα μέσα, όπως μια ματιά ή μια διακριτική κίνηση του σώματος. Ωστόσο πρέπει να είναι ξεκάθαρο ώστε να διασφαλίσει ο/η αποστολέας ότι θα παραληφθεί. 


Οι Σέρβες δεν θα αποκλείσουν ποτέ μια συζήτηση, αλλά θα βάλουν τα όρια τους εκεί που θέλουν από τη πρώτη στιγμή οπότε δεν έχεις να παρεξηγήσεις κάτι, εκτός και εάν είσαι ανόητος ή προκατειλημμένος. Θυμάμαι κάποια στιγμή σε ένα κλαμπ, ένας πολύ καλοβαλμένος Έλληνας είχε τη φαεινή ιδέα να σηκώσει ένα μπουκάλι ακριβού ποτού προς μια παρέα από πέντε ασυνόδευτες “σπόνσουρκες” (κοπέλες που έψαχναν σπόνσορες), για να εισπράξει πέντε ταυτόχρονα “μεσαία δάκτυλά” σηκωμένα στον αέρα. Οι Σέρβες στη πλειοψηφία τους θα δέχονταν κέρασμα από άγνωστο, μόνο εάν το έκανε με σεβασμό και εάν είχαν εξασφαλίσει ότι κάποια επόμενη φορά θα τον κερνούσαν αυτές. Με άλλα λόγια εάν έβλεπαν κάποια συνέχεια φιλική ή άλλη με ίσους όρους.  

Σε Ανατολή και Δύση υπάρχουν πολλά στερεότυπα για διάφορα πράγματα, συμπεριλαμβανομένου και του τομέα της σεξουαλικότητας. Ένα από αυτά, για τους Δυτικούς είναι η μέτα-αποικιακή τους ανωτερότητα, σε συνδυασμό με τη σεξουαλική τους απελευθέρωση, ενώ την Ανατολική Ευρώπη τη βλέπουν ως σεξουαλικά καταπιεσμένη και ηθικά έκλυτη. Από τη μεριά των “Ανατολικών”, οι Δυτικοί είναι ηθικά ανοργασμικοί και πολιτισμικά διεφθαρμένοι. 

Η Μάρια δεν είχε μπει στο Ότπορ! αλλά πήγαινε στις πορείες.


* * * * *


Ένα χρόνο πριν, η ατμόσφαιρα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου ήταν υπνωτιστική. Κάποια ποτά και απαλός φωτισμός. Ήταν Οκτώβριος του 1999, στη Βουδαπέστη της Ουγγαρίας, όταν Αμερικάνοι ειδήμονες συναντήθηκαν με ηγέτες της σερβικής αντιπολίτευσης και τους παρουσίασαν τη στρατηγική ανατροπής του τελευταίου εναπομείναντος κυβερνήτη της κομμουνιστικής εποχής. 

Το μήνυμα που τους παραδόθηκε ήταν απλό και ισχυρό: Ο Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς - έχοντας επιβιώσει φυσικά και πολιτικά από τρεις χαμένους πολέμους, δύο μεγάλες κοινωνικές εξεγέρσεις, 78 ημέρες νατοϊκών βομβαρδισμών και μια δεκαετία διεθνών κυρώσεων - ήταν πια “εντελώς ευάλωτος” σε μια καλά οργανωμένη εκλογική διαδικασία. Το κλειδί, σύμφωνα με στοιχεία μιας δημοσκόπησης, η οποία είχε επιχορηγηθεί από τη Διεύθυνση Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ (DNI), μέσω τρίτων και από πληροφορίες, ήταν η ενότητα της αντιπολίτευσης.


Η τακτική αυτή σηματοδότησε την έναρξη μιας νέας προσέγγισης των ΗΠΑ για την απομάκρυνση ξένων ηγετών, όχι μέσω δράσεων όπως στο Ιράν και τη Γουατεμάλα, αλλά με σύγχρονες, ειρηνικές τεχνικές εκλογικών εκστρατειών.

To USAID (United States Agency of International Development) - πάλι μέσω τρίτου - είχε φτιάξει εκατομμύρια  αυτοκόλλητα κατά του Μιλόσεβιτς με ένα μονολεκτικό σλόγκαν: “Τελείωσε!” (Gotov je!), ενώ αμερικανικά κονδύλια και εκπαίδευση άρχισαν να κατευθύονται προς πρωτοβουλίες, όπως το Ότπορ! (Αντίσταση) - μια δραστήρια, αντικυβερνητική, πολιτική ομάδα. 


Στην απέναντι μεριά του Ατλαντικού ο Μπιλ Κλίντον έλεγε στον νέο πρόεδρο της Ρωσίας, Βλάντιμιρ Πούτιν ότι “αυτές οι εκλογές θα είναι σημαντικές, αλλά πιθανότατα δεν θα είναι δίκαιες”. Ήταν λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές των Σέρβων. “Ο Μιλόσεβιτς είναι πίσω στις δημοσκοπήσεις, οπότε πιθανότατα θα κλέψει”, πρόσθεσε. Ο Πούτιν ήταν διαφορετικός τότε είτε γιατί ήθελε να κερδίσει χρόνο για να δυναμώσει ο ίδιος και η χώρα του, είτε γιατί πραγματικά πίστευε στη σύγκληση με τη Δύση, είτε γιατί ήταν εξαρτημένος από την Δυτική βοήθεια, για να ορθοποδήσει τη Ρωσία. Κάποια στιγμή αργότερα, κατάλαβε ότι η Δύση δεν θα το άφηνε ελεύθερο με τα σχέδια του στην εξωτερική πολιτική. Ο Πούτιν θεώρησε, ότι η Δύση μπλέκεται συνεχώς στα πόδια του και δεν υπολογίζει ούτε αυτόν, ούτε τη Ρωσία πια ως δύναμη. Μάλλον οι Δυτικοί θεωρούσαν πια τη Ρωσία τελειωμένη υπόθεση και τη σνόμπαραν. “Η Ρωσία είναι μεγάλη και περήφανη και δεν άξιζε τέτοια υποτιμητική συμπεριφορά”, λένε πια αναλυτές. Και όμως ο Πούτιν ήξερε πολύ καλύτερα από αυτούς τους “καπιταλιστές” τη τακτική εμπλοκής και επηρεασμού εκλογικών αποτελεσμάτων σε άλλες χώρες. Ήταν τομέας της προηγούμενης δουλείας του στη KGB!


* * * * *


Η ιστορία του καπιταλισμού έχει διάφορες εκδοχές. Ωστόσο ο πλήρης καπιταλισμός μάλλον εμφανίστηκε στη βορειοδυτική Ευρώπη, ειδικά στη Μεγάλη Βρετανία και τις Κάτω Χώρες, από τον 16ο έως τον 17ο αιώνα. Στη σύγχρονη μορφή του μπορεί να ανιχνευθεί στην εμφάνιση του αγροτικού καπιταλισμού και της εμποροκρατίας κατά την πρώιμη Αναγέννηση, σε πόλεις-κράτη όπως η Φλωρεντία. 


Η περίοδος της Αναγέννησης άρχισε τον 15ο με 16ο αιώνα και έφερε αλλαγές στη διανόηση. Οι ορθολογιστές και οι εμπειρικοί ανέπτυξαν συστήματα σκέψης για να τοποθετήσουν στρατηγικά τα ιδανικά του Θεού, του ανθρώπου και της φύσης στις κατάλληλες θέσεις τους. Κατά τη διάρκεια του Διαφωτισμού, που μερικές φορές ονομάζεται και ως η Εποχή της Λογικής, προέκυψε μεγαλύτερη αναζήτησή για την επιστημολογία. Γενικά, αυτός ο κλάδος μελέτης ξεκίνησε με το δοκίμιο του Λοκ για την ανθρώπινη κατανόηση (1690) και έκλεισε με την κριτική του Καντ για τον καθαρό λόγο (1781). 

Κατά τον 18o αιώνα, το κοινό λάμβανε τη «φώτιση» του λιγότερο μέσω της άμεσης επαφής με φιλοσοφικά έργα και περισσότερο μέσω περιοδικών και ομιλιών.



Από τον Διαφωτισμό (17ος-18ος αι.) πίσω στην αρχή του Σερβικού Έθνους (6ος-7ος αι.)


Στη περίοδο του Διαφωτισμού πιστώνεται η προσπάθεια για πολιτική ανεξαρτησία, οικονομική ελευθερία, θρησκευτική ανοχή και ελευθερίες σχετικά με τη σκέψη, που υποκινούνταν από την πίστη στην ανθρώπινη πρόοδο. Η κοσμοθεωρία του Διαφωτισμού μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τρεις ιδέες: Τη λογική - η κοινή λογική που ακονίζεται από τη λογική και την επιστήμη. Τη φύση - η αντίληψη του καλαίσθητου και του καλού (με βάση ηθικά και αισθητικά πρότυπα), αποθαρρύνοντας, όμως, οτιδήποτε υπερφυσικό. Και τη πρόοδο - κάνοντας το παρόν καλύτερο από το παρελθόν. Αυτή η πλευρά του Διαφωτισμού έδωσε το έναυσμα να κατανοηθεί ο κόσμος κυρίως “πολιτικά” και όχι μέσω των “φυσικών νόμων” της ελληνικής αρχαιότητας ή της “θείας βούλησης” από τη θρησκεία κατά το μεσαίωνα.

Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το αντιθρησκευτικό κίνημα αυτής της εποχής πήγε από τον θεϊσμό στον αθεϊσμό και τον υλισμό. Στην πραγματικότητα, οι περισσότερες σύγχρονες κοσμοθεωρίες που απορρίπτουν τη θρησκεία και την αντικαθιστούν με διάφορες μορφές κοσμικών “πιστεύω”, είτε είναι ο θετικισμός, είτε ο υλισμός, ο μαρξισμός, ο ορθολογισμός, ή ο ουμανισμός κτλ -εκτός από τον αθεϊσμό, έχουν τις ρίζες τους στην περίοδο του Διαφωτισμού. Επίσης τον 18ο αιώνα υπήρξε μια μετάβαση από τον Χριστιανισμό στον ντεϊσμό και τον ουνιταριανισμό.


Παρόλο που η στάση του Χριστιανισμού εκείνη τη στιγμή ήταν η δυσπιστία στη λογική, οι Χριστιανοί δεν έμειναν παθητικοί, όταν αμφισβητήθηκαν από τα δόγματα του Διαφωτισμού. Το 18ο αιώνα είχαμε αύξηση του Προτεσταντισμού, ενώ στη Βρετανία και την αποικιακή Αμερική, υπήρχε το μεθοδιστικό κίνημα, όπως επίσης ο Πιετισμός στη Γερμανία και ο Γιανσενισμός στη Γαλλία. Αυτά ήταν ευαγγελικά, πολιτικά, κοινωνικά και συντηρητικά κινήματα που έφτασαν στην εργατική τάξη που παραμελήθηκε από τον Διαφωτισμό. Εντωμεταξύ, η ιστορία της θρησκείας και της λογικής στις περιοχές της Ανατολικής Ευρώπης και της Ανατολική Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (αυτό που ονομάστηκε αργότερα Βυζαντινή Αυτοκρατορία) είχε διαφορετική πορεία.


* * * * *


Η Ανατολική Ευρώπη δαιμονοποιήθηκε από τη Δύση πολύ πριν την επικράτηση του κομμουνιστικού σιδηρούν παραπετάσματος, με στερεότυπα αστάθειας και έλλειψης υψηλού πολιτισμού. Όταν μιλάμε για Ανατολική Ευρώπη, με ιστορικούς όρους και όχι πολιτικούς, αναφερόμαστε στα σημερινά εδάφη των χωρών: Ρωσία, Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία, Λευκορωσία, Πολωνία, Ουκρανία, Τσεχική Δημοκρατία και Σλοβακία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Μολδαβία, Κροατία, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Αλβανία, Σερβία, Βόρεια Μακεδονία, Βουλγαρία, Τουρκία, Ελλάδα, Αυστρία, και μέρος της Γερμανίας και της Τουρκίας. 


Και όμως, η Ευρώπη δεν χωριζόταν πάντα, έτσι. Την περίοδο της Αναγέννησης, η βασική διαίρεση της Ευρώπης ήταν μεταξύ του πολιτισμένου Νότου και του απολίτιστου Βορρά. Οι πόλεις της Ιταλίας, τότε, ήταν τα αδιαμφισβήτητα κέντρα εμπορίου, τέχνης, μάθησης και φιλοσοφίας, απόγονοι των Ελληνικών πόλεων-κρατών της Μικράς Ασίας και του σημερινού Ελλαδικού χώρου ως και πρόσφατα της Κωνσταντινούπολης. Έτσι οι Ιταλοί ανθρωπιστές δεν μπορούσαν να αγνοήσουν τη κληρονομιά τους, αλλά ούτε και την πραγματικότητα που ζούσαν με τις εφορμήσεις των βόρειων “βαρβάρων” από την εποχή του Αττίλα ή των Γότθων μέχρι τη λεηλασία της Ρώμης από τους Γερμανούς το 1527.  

Από την εποχή της Αναγέννησης (15ος-17ος αι.)  μέχρι την εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος αι.), τα κέντρα πολιτισμού και εμπορίου μετατοπίστηκαν από τη Ρώμη, τη Φλωρεντία και τη Βενετία στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Άμστερνταμ. Τότε είχε ανακαλυφθεί η Αμερική (15ο αι.) και είχε εγκαθιδρυθεί η οικονομική και εμπορική σχέση μαζί της, ενώ είχε “πέσει” η Κωνσταντινούπολη (15ος αι.) και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Έτσι ο Διαφωτισμός επέφερε τον αναπροσανατολισμό της ηπείρου και τη χώρισε σε δυτική και ανατολική. Τα εδάφη της σημερινής Πολωνίας και Ρωσίας διαχωρίστηκαν, διανοητικά, από αυτά των σημερινών Σουηδίας και Δανίας και συνδέθηκαν στη συνείδηση των ανθρώπων με τα εδάφη της σημερινής Ουγγαρίας και τα Βαλκάνια. Φυσικά το έδαφος ήταν έτοιμο, αφού είχε προηγηθεί το σχίσμα των Δύο Εκκλησιών. 


Η γεωγραφία της Ανατολικής Ευρώπης έχει παίξει ουσιαστικό ρόλο στην ιστορική της εξέλιξη. Χωρίζοντας την, έχουμε τρεις ζώνες: Στα βόρεια υπάρχει η λεγόμενη Μεγάλη Πεδιάδα, η οποία επεκτείνεται μέχρι τις στέπες της Ρωσίας. Πρόκειται για μια περιοχή χωρίς πολλά φυσικά σύνορα (ψηλά βουνά, μεγάλα ποτάμια κτλ.), γεμάτη λίμνες και δάση. 

Στο κέντρο βρίσκεται ο ποταμός Δούναβης με μια εύφορη λεκάνη, που εκτείνεται από το οροπέδιο της Βοημίας στα δυτικά έως τα Καρπάθια Όρη και τη Λεκάνη της Τρανσυλβανία στα ανατολικά.

Και στα νοτιοανατολικά, η Βαλκανική χερσόνησος εκτείνεται στη Μεσόγειο, με την Αδριατική θάλασσα στα δυτικά και το Αιγαίο πέλαγος στα ανατολικά. Τα απόκρημνα βουνά της Βαλκανικής χερσονήσου σχηματίζουν διάφορες υπό-περιοχές. Το πλεονέκτημα στις μετακινήσεις και εν τέλη στην ομογενοποίηση, που είχαν οι άνθρωποι που ζούσαν κοντά στη θάλασσα, δεν υπήρχε στους πληθυσμούς που βρίσκονταν βαθύτερα και Βορειότερα. 


Τέσσερις παράγοντες καθόρισαν την ιστορία της Ανατολικής Ευρώπης:

Αρχικά ήταν η ποικιλομορφία της με πληθώρα λαών και φυλών να καταφθάνουν. Διάφοροι κλάδοι Σλάβων, λαοί της Βαλτικής, Βούλγαροι, Ούγγροι (Μαγιάροι), Μογγόλοι, Εβραίοι, Ρομά, Τούρκοι και Γερμανοί ήρθαν να αναμιχθούν με τους ντόπιους πληθυσμούς ανά εποχές. Αυτή η πολυπολιτισμικότητα εκφράστηκε με δύο κυρίους τρόπους: τη πολυγλωσσία και ένα μωσαϊκό θρησκειών με παγανιστικές παραδόσεις, ιεραποστολικά έργα που διέδωσαν την Ορθόδοξη πίστη και τον Καθολικισμό, την άφιξη των Εβραίων, την εξάπλωση του Ισλάμ, τη Προτεσταντική Μεταρρύθμιση, και τους Ιησουίτες που έφεραν την Αντι-μεταρρύθμιση.


Ένας δεύτερος παράγοντας που έπαιξε ρόλο είναι η ιστορία των διαρκώς διαφιλονικούμενων περιοχών με αυτοκρατορίες να προσπαθούν επανειλημμένα να κατακτήσουν εδάφη ή να χαράξουν σφαίρες επιρροής. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, οι τοπικοί πληθυσμοί να αναζητήσουν αφηγήματα και στρατηγικές για την επιβίωση και την αυτοδιοίκηση τους, μερικές φορές μέσω της συνεργασίας.


Ο τρίτος παράγοντας, που προκάλεσε και τις μεγαλύτερες αντιθέσεις με τη Δύση, ήταν ότι κινήματα και αντιλήψεις, όπως του Διαφωτισμού, είχαν διαφορετικά αποτελέσματα στην Ανατολική Ευρώπη. 

Για τη Δυτική Ευρώπη, η Ανατολική λειτούργησε συγκριτικά, ώστε να αυτοπροσδιοριστεί. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το μυθιστόρημα του Μπραμ Στόκερ, Δράκουλας του 1897, για το οποίο υπάρχουν διάφορες πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές ερμηνείες. Μια διάσταση του Δράκουλα είναι η σύγκριση της Δυτικής δημοκρατία, επιστήμης και λογικής με την “άλλη Ευρώπη” των οικογενειακών δυναστειών, της οπισθοδρόμησης και των δεισιδαιμονιών. Η πολιτισμένη Δύση ένιωθε ότι κινδυνεύει από την Ανατολική Ευρώπη, η οποία ήθελε να τη ξελογιάσει με την “ανηθικότητα” της και να τη κάνει σαν και αυτή, μια νεκροζώντανη.  


Ο Τζόναθαν Χάρκερ, ένας από τους πρωταγωνιστές του Δράκουλα, πηγαίνοντας προς τα Καρπάθια, κάνει ένα ταξίδι προς τα πίσω, στο χρόνο και στην ιστορία των σχέσεων των “πολιτισμένων” λαών με τις “απολίτιστες” φυλές. Η αλληλεπίδραση μεταξύ Μεσογείου και των λαών της Ανατολική Ευρώπης, δεν ξεκίνησε, αλλά οργανώθηκε κατά την κλασική αρχαιότητα, όπου μέσω του εμπορίου -κυρίως του Ελληνικού, ο κλασικός πολιτισμός άρχισε να αλληλεπιδρά με τους κατοίκους εκεί, σε μεγαλύτερο και σταθερότερο βαθμό.


Από το 400 μ.Χ. αρχίζουν να εμφανίζονται μετακινήσεις πληθυσμών πιο μαζικά και οργανωμένα, σε βαθμό να καταγραφούν. Έτσι έχουμε τα σλαβικά φύλα που επεκτείνονται δυτικά (Πολωνία, Τσεχία, Σλοβακία), ανατολικά (Ουκρανία, Λευκορωσία, Ρωσία) και νότια (Σέρβοι, Κροάτες, Σλοβένοι). Το όνομα “Σλάβοι” προέρχεται από τη σλαβική λέξη slovo (γράμμα, λέξη), το οποίο καταδεικνύει τη κοινή ρίζα στις γλώσσες τους. Ταυτόχρονα ο όρος ήταν και μια τραγική πραγματικότητα με πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες να αναφέρονται στους “σ(κ)λάβους” (Αγγλικά: “slaves”, Λατινικά: “servus”) καθώς αυτοί οι λαοί δέχθηκαν επιδρομές, υποδουλώθηκαν και πωλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα του μεσογειακού κόσμου.


Όταν οι πρωτοβούλγαροι έφθασαν στα Βαλκάνια αναμείχθηκαν με Σλάβους που είχαν ήδη φθάσει και αναμιχθεί με ντόπιους λαούς. Η μετοίκηση των Μαγιάρων (Ούγγρων) στη σημερινή Ουγγαρία λειτούργησε ως σφήνα μεταξύ των Νότιων και των υπολοίπων Σλάβων. Οι Εβραίοι ζούσαν στην Ανατολική Ευρώπη από το 600, αλλά έφτασαν σε μεγαλύτερους αριθμούς μετά το 1095, εξωθούμενοι από τις διώξεις των σταυροφόρων. Αργότερα ήρθαν περισσότεροι από τη δυτική Ευρώπη, αφού τους είχαν κατηγορήσει για τον Μαύρο Θάνατο (πανούκλα) και άλλοι κατέφτασαν από τα γερμανικά εδάφη. Στα Βαλκάνια ήρθαν μαζικά όταν εκδιώχθηκαν από την Ισπανία. Το Μεσαίωνα (5ος-15ος αι.) έφτασαν και οι Ρομά, μάλλον από τη Βόρεια Ινδία καθώς και ένα κύμα Γερμανών που μετακινήθηκε από το 1000 έως το 1300.


Σε αυτό το παζλ πληθυσμών, η εξάπλωση του Χριστιανισμού είχε και πολιτικές επιπτώσεις, επιφέροντας στους περισσότερους από αυτούς τους λαούς κάποια οργάνωση σε όλους του τομείς. Έτσι η ταυτότητα και η συνείδηση καθώς και η καθιέρωση του πολιτισμού τους συνδέθηκε με τη θρησκεία. Σε αυτό ήρθε να προστεθεί και η άφιξη των Οθωμανών, μίας ετερόκλητης ομάδας ανθρώπων, φυλών και λαών αναμεμιγμένη με λαούς από τους οποίους είχαν περάσει και οι οποίοι ως συνδετικό κρίκο μεταξύ τους δεν είχαν κάποιο φυλετικό αφήγημα, αλλά τη θρησκεία του Ισλάμ.  


Για τους αρχαίους Έλληνες η θρησκεία ήταν ένα σώμα τελετουργιών και μια αρχαία κληρονομιά που εκτελούσαν τόσο οικογενειακά, όσο και δημοσίως, για να εξευμενιστούν οι Θεοί και να διασφαλιστεί το ευ ζην. Για τους Ρωμαίους, η θρησκεία ήταν περισσότερο πολιτική παρά οικογενειακή υπόθεση και για αυτό η αυτοκρατορία τους ήταν, ουσιαστικά, θεοκρατική. Γι' αυτούς, θρησκεία και φιλοσοφία ήταν δύο εντελώς ξεχωριστά πράγματα. Ωστόσο, οι Ρωμαίοι άρχισαν να φέρνουν την φιλοσοφία πιο κοντά στον μυστικισμό, με αποτέλεσμα η θρησκεία να αρχίσει να αποκτά και φιλοσοφικές πτυχές. 


Τι ήταν όμως αυτό το νέο “φρούτο” που ονομαζόταν Χριστιανισμός; Θρησκεία, φιλοσοφία ή ένα σύνολο προλήψεων; Με τα δεδομένα των Ρωμαίων, ο Χριστιανισμός δύσκολα ήταν θρησκεία. Μεταξύ άλλων, δεν είχε τα χαρακτηριστικά της λατρείας (π.χ. θυσίες, αγάλματα κτλ.) και είχε τελετουργίες πίσω από κλειστές πόρτες. Όμως ούτε φιλοσοφία ήταν, αφού βασιζόταν σε αποκαλυπτικές γραφές, που συνδύαζαν μια ξένη φυλετική ιστορία, τελετουργικές οδηγίες, κοσμολογία, προφητείες και εμπνευσμένους συλλογισμούς. Όλο αυτό ήταν ξένο για τους λαούς της Μεσογείου. 

Η μετουσίωση του Χριστιανισμού σε φιλοσοφία είχε διάφορα λογικά προβλήματα. Ο Λόγος Του Θεού πήρε σάρκα και οστά, δίδαξε ταπεινά το αντί-λογικό “αγάπα τον εχθρό σου”, βρήκε υποτιμητικό θάνατο και μετά αναστήθηκε!  

Η νομιμοποίηση και η υιοθέτηση του Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έχει διάφορες εκδοχές. Μετά την Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο (787), οι Χριστιανοί έκλεισαν τα βιβλία τους, αφού πίστεψαν ότι το εγκεκριμένο δόγμα είχε διατυπωθεί τέλεια και δεν υπήρχε κάτι να προστεθεί ή να αφαιρεθεί. Η φιλοσοφία είχε λίγο ως πολύ ελεγχθεί και χειραγωγηθεί. Τελικά το 1054 (11ος αι.) επήλθε το τελικό σχίσμα των εκκλησιών μεταξύ Ανατολής και Δύσης.  


Από τους ιστορικούς θεωρείται ότι στις αρχές του 8ου αιώνα η ελεύθερη εκπαίδευση κατέρρευσε στο Βυζάντιο, ως αποτέλεσμα της αστάθειας και διασώθηκε στον Αραβικό κόσμο, όπου είχε διαδοθεί. Αυτό μάλλον είναι μόνο εν μέρει ακριβές. Διανοητές από εκεί, λέγεται, ότι ήρθαν στην Κωνσταντινούπολη και συνέβαλαν στην αναζοπύρωση του πνεύματος. Έτσι εκτός από τη “βελτίωση” της σκέψης και των “γραμμάτων”, είχαμε τη διατήρηση ενός σημαντικού μέρους των αρχαίων ελληνικών κλασικών και παλαιοχριστιανικών κειμένων.


Παρά την αποδυνάμωση του, το ύστερο Βυζάντιο, δεμένο πιο στενά με τον Ελληνισμό και την κλασική ελληνική σκέψη (αφού μόνο αυτά του είχαν απομείνει) γνώρισε μια σημαντική πολιτιστική άνθιση. Κάποιοι την ονομάζουν Βυζαντινή Αναγέννηση, ωστόσο αυτό δημιουργεί σύγχυση με την Ευρωπαϊκή. Το πλοίο, όμως, βυθιζόταν και ήταν μεγάλη τύχη για τη διανόηση που η γνώση της ελληνικής γλώσσας και των αρχαίων κειμένων καθώς και η πρόσβαση σε χειρόγραφα, εκτιμήθηκε στην Ιταλία. Η μετανάστευση ήταν μια δύσκολη επιλογή για τους βυζαντινούς λόγιους, που συχνά έπρεπε να αλλάξουν της πίστης τους, ωστόσο μερικοί το τόλμησαν. Αρχικά, όπως στην περίπτωση του Δημητρίου Κυδώνη, πήγαιναν στη Βενετία για λίγα χρόνια και μετά επέστρεφαν ή σταμάταγαν στα μισά του δρόμου, στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Αργότερα άρχισαν να μεταναστεύουν μόνιμα.


Λόγιοι, όπως, ο Μανουήλ Χρυσολωράς και ο Ιωάννης Αργυρόπουλος δίδαξαν στη Πάδοβα, στη Ρώμη, στο Μιλάνο, στην Παβία και κυρίως στο νέο κέντρο της διανόησης, τη Φλωρεντία. Εκεί εισήγαγαν στην Ιταλία τις βυζαντινές διδακτικές πρακτικές, πιθανώς τα προγράμματα σπουδών τους και σίγουρα τις τεχνικές τους στη φιλολογία. Μετέφρασαν Αριστοτέλη και Πλάτωνα στα Λατινικά και δίδαξαν ή επηρέασαν εξέχοντες ανθρωπιστές όπως ο Λεονάρντο Μπρούνι. Το εάν και πόσα χρωστάει η Ευρωπαϊκή Αναγέννηση στους Βυζαντινούς, είναι μεγάλο θέμα προς συζήτηση. 

Για πολλούς ιστορικούς πια, μια σοβαρή σχέση της Δύσης με τη φιλοσοφία και την ελεύθερη σκέψη ξεκινά με την ανάπτυξη της οικονομίας της από την ανακάλυψη του Νέου Κόσμου (Αμερική). Μέχρι τότε η οργανωμένη διανόηση ήταν προνόμιο των κατοίκων της Μεσογείου και ειδικά της ανατολικής πλευράς της, καθώς και των ανθρώπων της εγγύς, κεντρικής και άπω Ανατολής. 


Πίσω στα πάτρια εδάφη, η επιβολή της οθωμανικής κυριαρχίας σήμανε το διαχωρισμό των υπηκόων όχι με φυλετικά ή γεωγραφικά κριτήρια, αλλά με θρησκευτικά (μιλλέτ) και έτσι Έλληνες και Σέρβοι ήρθαν πιο κοντά μεταξύ τους (Ρουμ μιλλέτ), ενώ παρέμειναν, ως επί το πλείστον, διαχωρισμένοι από τους μουσουλμάνους και του εξισλαμισμένους (αυτούς που είχαν “τουρκέψει”).


Οι πρόγονοι των Σέρβων, οι Νότιοι Σλάβοι, κατέβηκαν από το Βορρά και εγκαταστάθηκαν μαζικά στα Βαλκάνια τον 6ο και τον 7ο αιώνα. Πολέμησαν με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τους Άβαρους και τους Βούλγαρους και σταδιακά συνενώθηκαν σε ξεχωριστές φυλές/ηγεμονίες. Από τον 11ο αιωνα, τόσο οι Ρωμαιοκαθολικοί όσο και οι Ορθόδοξοι ανταγωνίστηκαν για να προσηλυτίσουν τους παγανιστές Σλάβους. Πιο πριν όμως, τον 9ο αιώνα, είχε δημιουργηθεί το Γλαγολιτικό αλφάβητο από δύο βυζαντινούς ιεραπόστολους, τον Κύριλλο και τον Μεθόδιο. Αυτό το αλφάβητο χρησιμοποιήθηκε κυρίως στα βόρεια και δυτικά της Σερβίας, αλλά αργότερα αντικαταστάθηκε από το Κυριλλικό αλφάβητο που σχεδιάστηκε για να ταιριάζει στους σλαβικούς ήχους, βασιζόμενο πιο στενά στους ελληνικούς χαρακτήρες. (Τα ελληνικά δεν ήταν από την πρώτη στιγμή η επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου, αλλά ήταν πάντα η γλώσσα της διανόησης)


Για κάποιους μελετητές, η πραγματική πολιτική ιστορία της Σερβίας ξεκινά με τη βασιλεία του Στέφανου Ά Νέμανια (Άγιος Συμεών o Χιλανδαρινός). Ο Στέφανος κυβέρνησε τα εδάφη της Ράσκας, (σημερινής Σερβίας, Μαυροβουνίου, Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και τμήματος της Νότιας Κροατίας) από το 1169 έως το 1196 (12ος αι.), ιδρύοντας αυτό που αργότερα μετεξελίχθηκε σε Σερβική Αυτοκρατορία. Για 25 χρόνια, από το 1346 μέχρι το 1371, η Σερβική Αυτοκρατορία περιελάμβανε τα εδάφη των σημερινών Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, τμήμα της Σερβίας (χωρίς το Βελιγράδι και βορειότερα), το Κόσοβο, το Μαυροβούνιο, την Αλβανία και τμήμα της Ελλάδας    

Οι Οθωμανοί άρχισαν να κατακτούν εδάφη στα Βαλκάνια από το 1350, και διείσδυσαν τόσο ώστε ήρθαν σε πόλεμο με τους Σέρβους.


Η Εκκλησία της Σερβίας είχε γίνει αυτοκέφαλη από το 1219, όταν ο Σέρβος πρίγκιπας Ράστκο Νέμανιτς (Άγιος Σάββας), γιος του Στέφανου Ά Νέμανια, χειροτονήθηκε ως ο πρώτος Αρχιεπίσκοπος της Σερβικής Εκκλησίας από τον Πατριάρχη Μανουήλ Α΄ της Κωνσταντινούπολης. Ένα από τα πολλά επιτεύγματα του Άγιου Σάββα ήταν η συγγραφή του Krmčija (Νομοκανόνας), ενός κώδικα εκκλησιαστικού δικαίου που βασιζόταν στο βυζαντινό μοντέλο. Πολλοί ηγεμόνες των Νέμανιτς τον υιοθέτησαν και γρήγορα οι σχέσεις εκκλησίας-κράτους έγιναν πολύ στενές.

Η Ορθοδοξία μαζί με τη σερβική γλώσσα, έδωσε μια αίσθηση «χωροταξικής ταυτότητας» (προσκόλληση σε συγκεκριμένα εδάφη) και ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτικών εθίμων, που έκανε τους Σέρβους να δημιουργήσουν μια αίσθηση ενότητας και διαφοροποίησης από τους γείτονές τους. 


Από την εποχή του Αγίου Σάββα, οι Σέρβοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί απόλαυσαν μια παράδοση εκκλησιαστικής ανεξαρτησίας. Η Σερβική Ορθόδοξη Εκκλησία υπέστη πολλά σκαμπανεβάσματα κατά τα χρόνια της “τουρκοκρατίας”. Διατήρησε, όμως, τον παραδοσιακό της ρόλο ως θεματοφύλακας του σερβικού πολιτισμού, εκτός από τις πνευματικές της λειτουργίες. Τα μοναστήρια διατήρησαν τις αναμνήσεις του Πρίγκιπα Λάζαρ, του Τσάρ Ντουσάν, και δεκάδων άλλων μεσαιωνικών ηγεμόνων, με τοιχογραφίες, εικόνες και χειρόγραφα. 


“Θα νικήσουμε! Δεν γίνεται να μη νικήσουμε!”


Τα μάτια του έβγαζαν φλόγες. Ο φίλος της παρέας, ο Μάρκο, ήταν πανύψηλος και γεροδεμένος, ακόμα και για τα δεδομένα των ψηλών Σέρβων. Περπατούσε με αυτοπεποίθηση και προστατευτικότητα, βάζοντας το σώμα του έτσι ώστε να ανοίγει διακριτικά το δρόμο μέσα στα σώματα των διαδηλωτών, για να περνάνε οι δύο κοπέλες. Ήταν λάτρης του επικού μέταλ και των μεσαιωνικών ιστοριών. Δεν παραδέχτηκε ποτέ ότι ήταν εθνικιστής.


Η Σερβία όπως και άλλα έθνη του πρώην Ανατολικού μπλοκ, μετά την πτώση του κομμουνισμού, και ειδικά στη περίπτωση των εθνών της πρώην Γιουγκοσλαβίας, μετά από μια περίοδο πολεμικών συρράξεων, χρειάζονται τη θρησκεία και τον εθνοτικό τους εθνικισμό, ώστε να υπερβούν τη μεταβατική περίοδο επαναπροσδιορισμού της ταυτότητας τους και να πλασαριστούν σε μια νέα (γι’ αυτά) διεθνή πραγματικότητα. 

Έτσι η Σερβία, σε συνδυασμό με το παρελθόν της συνεχίζει, ακόμα και σήμερα, να είναι μια άκρως πατριαρχική κοινωνία, συντηρητική, όπου η οικογένεια είναι στόχος ζωής. Με άλλα λόγια, το πρώτο πράγμα που σε ρωτάνε οι Σέρβοι - εντελώς φυσιολογικά και χωρίς καμία παρεξήγηση - είναι εάν έχεις σχέση και με αυτό εννοούν τη προοπτική του γάμου. 

Αυτός ο τρόπος, αφού συστηθείς, θεωρείται ένας καλός τρόπος να ξεκινήσεις ένα φλερτ. Παραταύτα η σεξουαλικότητα ανδρών και γυναικών είναι πλήρως απενοχοποιημένη και σε αυτό έχει συντελέσει από τη μία, ο επί δεκαετίες περιορισμένος ρόλος της εκκλησίας υπό το κομμουνισμό και από την άλλη, ότι για χρόνια τα παντρεμένα ζευγάρια ζούσαν σε διαμερίσματα ή σπίτια μαζί με τους γονείς του ενός συζύγου και τα παιδιά τους, τα οποία (δεδομένου ότι ξενοδοχεία και αυτοκίνητα δεν “έπαιζαν”) έφερναν τις σχέσεις τους στο σπίτι. Αυτό θυμίζει τη κουλτούρα της “αγροτικής κοινότητας”, όπου τα παιδιά, λόγω του περιορισμένου χώρου, έβλεπαν ή άκουγαν τους γονείς τους να κάνουν σεξ. 


Η Μάρια, παραπατώντας μέσα στο πλήθος πήγε να πιάσει το χέρι του Μάρκο. Βρίσκονταν και οι δύο σε άλλη σχέση. Όταν το κατάλαβε, το τράβηξε και έπιασε το μανίκι του παλτού του. Τον άφησε να προηγηθεί λίγο και σχεδόν κόλλησε στο δεξί του μπράτσο για στήριγμα. 

Όσο τα ανθρώπινα όντα ήταν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, οι σχέσεις των δύο φύλων ήταν πιο ίσες. Όταν διαμορφώθηκαν οι πρώτες αγροτικές κοινωνίες, ήρθε η έννοια της μόνιμης κατοικίας και μαζί η έννοια της ιδιοκτησίας. Στη συνέχεια άρχισαν να παρουσιάζονται τα φαινόμενα της διαφοροποίησης στο ρόλο του κάθε φύλου και εντέλει της πατριαρχίας. 

Επιπλέον το “θαύμα” της γέννησης, όπως και άλλα “θαύματα” θα έπρεπε να εξηγηθούν με κάποιο τρόπο. Ερμηνεύοντας συνεχώς τα ίδια ανεξήγητα πράγματα, δημιουργήθηκε ένα μοτίβο που οδήγησε στις οργανωμένες θρησκείες. Με την διαμόρφωση κοινοτήτων σε συνδυασμό με τη πατριαρχία, προέκυψε η κοινωνική ιεραρχία με κριτήριο τη δύναμη (σωματική, οικονομική, γνωστική) και έτσι σχηματίστηκαν κοινωνικές και πνευματικές συμβάσεις (θρησκευτικοί και κοινωνικοί νόμοι). Ένα άλλο “ανεξήγητο”, η ύπερ-απόλαυση κατά τη διάρκεια του ερωτικού οργασμού, έγινε επίσης κατανοητή με θρησκευτικούς όρους και έτσι συνδέθηκε με τη θρησκεία, το θείο και τη θέωση.

   

Καθώς φτάναμε στο “ουσιαστικό” κέντρο του Βελιγραδίου, τη Πλατεία Δημοκρατίας (Trg Republike), ο Μάρκο επανέλαβε “Θα νικήσουμε! Ή τώρα ή ποτέ”. Εκείνη τη στιγμή, οι Αμερικανοί φορολογούμενοι πλήρωναν 5.000 κούτες σπρέι που χρησιμοποιούσαν οι Σέρβοι φοιτητές για τα αντικυβερνητικά τους γκράφιτι σε τοίχους ολόκληρης της Σερβίας και 2,5 εκατομμύρια αυτοκόλλητα με το λόγκο της επανάστασης “Τελείωσε!”.


* * * * *


Ο πρωταρχικός ρόλος αναλήφθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και τον Οργανισμό Διεθνούς Ανάπτυξης των ΗΠΑ, τον κρατικό οργανισμό εξωτερικής βοήθειας, ο οποίος διοχέτευε τα χρήματα μέσω εμπορικών εργολάβων και μη κερδοσκοπικών οργανώσεων.

Ενώ οι αμερικάνοι Δημοκρατικοί επωμίστηκαν το δύσκολο έργο να ενώσουν τα κόμματα της Σερβικής αντιπολίτευσης, το Διεθνές Ρεπουμπλικανικό Ινστιτούτο (IRI) εστίασε την προσοχή του στο Ότπορ!, το οποίο χρησίμευσε ως η ιδεολογική και οργανωτική ραχοκοκαλιά της αντίστασης. Ο IRI πλήρωσε το σεμινάριο δεκάδων μελών του Ότπορ!, ώστε να διδαχθούν τη μη βίαιη αντίσταση στο ξενοδοχείο Χίλτον της Βουδαπέστης.


Κατά τη διάρκεια του σεμιναρίου, Σέρβοι φοιτητές εκπαιδεύτηκαν σε θέματα όπως το πώς να οργανώνουν μια απεργία, πώς να επικοινωνούν κρυπτογραφικά, πώς να ξεπερνούν το φόβο και πώς να υπονομεύουν την εξουσία ενός δικτατορικού καθεστώτος. Κύριος εισηγητής ήταν ο συνταγματάρχης εν αποστρατεία των ΗΠΑ, Ρόμπερτ Χέλβεϊ, ο οποίος είχε μελετήσει μεθόδους μη βίαιης αντίστασης σε όλο τον κόσμο.

Με έκπληξη οι ηγέτες του Σερβικού φοιτητικού κινήματος ανακάλυψαν ότι αυτό που προσπαθούσαν να κάνουν αυθόρμητα και ερασιτεχνικά, υποστηρίχθηκε επιστημονικά από ένα ολόκληρο σύστημα του οποίου την ύπαρξη αγνοούσαν.

Ο Χέλβεϊ, ο οποίος υπηρέτησε δύο φορές στο Βιετνάμ, εισήγαγε τους φοιτητές στις ιδέες του Αμερικάνου θεωρητικού Τζιν Σαρπ, τον “Κλάουσβιτς της μη βίαιης δράσης", όπως έλεγε. Έξι μήνες αργότερα, οι ηγέτες του Ότπορ! γνώριζαν κατά λέξη τις διαλέξεις του Χέλβεϊ και πίσω στη Σερβία, άρχιζαν να υπονομεύουν την εξουσία του Μιλόσεβιτς με όλα τα διαθέσιμα μέσα: Όχι μόνο με συνθήματα σε τοίχους, αλλά και με δημοσκοπήσεις, φυλλάδια, αφίσες, οργανωμένες συγκεντρώσεις, ανοιχτές συναυλίες και πληρωμένες διαφημίσεις. Ήξεραν κάθε στιγμή, τι ήθελαν να ακούσουν οι άνθρωποι, για να ξεσηκωθούν και τους το έλεγαν. Κάθε στιγμή, βέβαια, είχαν από πίσω τους τις κρατικές υπηρεσίες του Μιλόσεβιτς να τους παρακολουθούν, να τους συλλαμβάνουν, να τους ανακρίνουν και να τους χτυπούν.  


Ωστόσο, οι υπηρεσίες αυτές δεν παρατήρησαν κάτι: Τον αυξημένο αριθμό Σέρβων που επισκέπτονταν έναν ιστορικό σερβικό ναό στη νότια Ουγγαρία. Το “προσκύνημα” στο ναό  έγινε η συνήθης δικαιολογία για τους φοιτητές της αντιπολίτευσης σε ένα ακόμα πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από τις ΗΠΑ, στην ουγγρική πόλη Σέγκεντ, μόλις 10 λεπτά με το αυτοκίνητο από τα σύνορα της Σερβίας.

Σκοπός του προγράμματος ήταν να εκπαιδεύσει εκλογικούς εφόρους, προσομοιώνοντας εκλογικά κέντρα με ψηφοδέλτια και εκπαιδεύοντας τους συμμετέχοντες λεπτομερώς, στη διαδικασία ψηφοφορίας. Εκεί εκπαιδεύτηκαν περίπου 400 άτομα, τα οποία επιστρέφοντας στη Σερβία εκπαίδευσαν άλλα 1500. Χωρίς μια οργανωμένη επιχείρηση ελέγχου, ο Μιλόσεβιτς θα νόθευε πάλι τα αποτελέσματα. Μέχρι την ημέρα των εκλογών, τα κόμματα της αντιπολίτευσης διέθεταν τουλάχιστον δύο εκπαιδευμένους εφόρους σχεδόν σε κάθε εκλογικό τμήμα της χώρας.


Ένας απαράβατος κανόνας τόσο για τον συνασπισμό των κομμάτων της αντιπολίτευσης όσο και για το Ότπορ! ήταν ότι “ποτέ δεν μιλάμε” για τη δυτική οικονομική και υλικοτεχνική υποστήριξη. Αν δεν το έκαναν αυτό, η μηχανή προπαγάνδας του Μιλόσεβιτς, η οποία παρουσίαζε τους ηγέτες της αντιπολίτευσης ως “προδότες” ή “υπηρέτες του ΝΑΤΟ”, θα το χρησιμοποιούσε υπέρ της.

Ακόμα και σήμερα, χρόνια  μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς, το θέμα είναι ευαίσθητο. Αν και η προσπάθεια των ΗΠΑ στόχευε σαφώς τον Μιλόσεβιτς, αξιωματούχοι τους προτιμάνε να την αναφέρουν ως μια “ουδέτερη επιχείρηση” οικοδόμησης δημοκρατίας. "Η δουλειά μας ήταν να ισορροπήσουμε τον ανταγωνισμό", δήλωνε ο Πολ Ρόλαντ, επικεφαλής του προγράμματος Σερβίας του Δημοκρατικού Ινστιτούτου των ΗΠΑ. "Συνεργαστήκαμε με κόμματα που ήθελαν να κάνουν τη Σερβία μια πραγματική δημοκρατία”.

Από την άλλη, οι ηγέτες της σερβικής αντιπολίτευσης είχαν μια διαφορετική εξήγηση. θεωρούσαν την υποστήριξη των Αμερικανών ως εξιλέωση των ΗΠΑ για προηγούμενα λάθη: Για χρόνια αξιωματούχοι της Δύσης αντιμετώπιζαν τον Μιλόσεβιτς ως κύριο συνομιλητή τους. 


* * * * *


Ωστόσο, η δημοκρατία δεν είναι μόνο εκλογές· και μάλιστα, δεν είναι μόνο ελεύθερες εκλογές. Ο Καθηγητής Λάρι Ντάιμοντ, του Στάνφορντ, περιγράφει το δημοκρατικό μοντέλο ως κάτι που περιλαμβάνει τέσσερα βασικά στοιχεία: Όχι μόνο ένα πολιτικό σύστημα επιλογής και αντικατάστασης της κυβέρνησης μέσω ελεύθερων και δίκαιων εκλογών, αλλά και την ενεργό συμμετοχή των ανθρώπων, ως πολίτες - μέλη μιας πολιτικής και κοινωνικής ζωής· τη προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων όλων των πολιτών, αλλά και έναν κανόνα δικαίου, στον οποίο οι νόμοι και οι διαδικασίες εφαρμόζονται εξίσου σε όλους τους πολίτες (Διάλεξη στο Πανεπιστήμιο της Χιλά, Ιράκ, 2004).


Διαφωτισμός και άντι-Διαφωτισμός αλά Σέρβικα


Η Σερβία έχει τη δική της σχέση και με τον Διαφωτισμό και με αυτό που λέγεται, ότι αποκάλεσε πρώτος ο Νίτσε, ως άντι-Διαφωτισμό. Για πολλούς λόγους - ένας από τους οποίους ήταν ότι δεν υπήρχε ισχυρή αναδυόμενη μεσαία τάξη Σέρβων ούτε μέσα στη Σερβία, ούτε στη διασπορά την εποχή της Οθωμανοκρατίας - ο Διαφωτισμός υιοθετήθηκε μερικώς. 


Η πρώτη μεγάλη Σερβική πνευματική προσωπικότητα της σύγχρονης εποχής ήταν ο Ντιμίτριε (Ντοσιτέι) Ομπράντοβιτς (περ. 1743-1811), ο οποίος στο Διαφωτισμό έβλεπε τον εκσυγχρονισμό της σερβικής κοινωνίας με την απαλλαγή από ξεπερασμένα έθιμα και προκαταλήψεις. Ένα από τα πιο σημαντικά είδη εκσυγχρονισμού που αναζήτησε ήταν η ανάπτυξη της πίστης στη Σερβική ταυτότητα και στην ιδέα ενός ανεξάρτητου κράτους. Κατ’ αυτή την έννοια ήταν εθνικιστής, αν και με την αρχική μορφή του εθνικισμού στο Διαφωτισμό, όπου υπήρχε η ιδέα ότι όλα τα έθνη του κόσμου μπορούσαν να ζήσουν αρμονικά μαζί και ότι ήταν “θέλημα Θεού” να το κάνουν. Ο Ομπράντοβιτς δίδαξε τον νεαρό Βουκ Κάρατζιτς καθώς και παιδιά διάσημων πολιτικών.

Ο γλωσσολόγος και λαογράφος Βουκ Στεφάνοβιτς Κάρατζιτς (1787-1864) ονομάζεται “πατέρας της σερβικής γλώσσας”. Ο Βουκ ήταν μοναδικά σημαντικός, χάρη στον ορισμό του για το ποιος είναι Σέρβος και ποιος όχι. Ήταν βέβαια άνθρωπος της εποχής του και είχε μια κοσμική θεωρία. Έτσι, δεν ακολούθησε την παράδοση που χρησιμοποιούσε τη θρησκεία ως κριτήριο εθνικότητας, ούτε χρησιμοποίησε το ιστορικό πρότυπο. Άλλωστε τόσο οι φυλετικές προσμίξεις και οι πολιτιστικοί δανεισμοί όσο και οι θρησκευτικοί προσηλυτισμοί δεν εξασφάλιζαν καμία εθνικότητα, ειδικά στη περίπτωση των Σέρβων, οι οποίοι δεχόντανε συνεχείς επιρροές, κυριολεκτικά περικυκλωμένοι από διάφορους πολιτιστικούς, πολιτικούς και θρησκευτικούς παίχτες - και οι οποίοι μάλιστα δεν έμεναν σταθεροί. Έτσι για τον Βουκ, ήσουν Σέρβος αν μιλούσες σαν Σέρβος. Αυτός ο γλωσσικός ορισμός της σερβικότητας θεωρείται αξιοσημείωτος, αν και αμφισβητείται μέχρι και σήμερα.  


Οι φιλελεύθερες ιδέες είχαν βαθιά επίδραση στο σερβικό σύστημα διακυβέρνησης και στην παιδεία, για την οποία οι Σέρβοι δικαίως καυχιούνται. Όμως, ο Διαφωτισμός είχε πολύ μικρότερη επιρροή στην οικονομία της χώρας. Έτσι, εκ του ασφαλούς πια, βλέπουμε ότι οι Σέρβοι, από όλες τις ευρωπαϊκές φιλελεύθερες ιδέες, επηρεάστηκαν περισσότερο από την έννοια της εθνικής ταυτότητας. Εν τέλη Διαφωτισμός και αντί-Διαφωτισμός έπαιξαν ρόλο στην διαμόρφωση του λεγόμενου γιουγκοσλαβισμού.


Γιουγκοσλάβοι: To be or not to be?


Ο γιουγκοσλαβισμός έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Όταν τα έθνη ξεκίνησαν στη Δυτική Ευρώπη του 18ου αιώνα (η Ανατολική Ευρώπη είναι διαφορετική περίπτωση), αντικατέστησαν τις παλαιότερες μορφές οργάνωσης που στηρίζονταν σε οικογενειακές δυναστείες ή/και θρησκεία. Βέβαια το τι είναι έθνος δεν είναι τόσο απλό όσο ακούγεται. Πρόκειται για μια αίσθηση ομαδικής ταυτότητας που βασίζεται σε κοινή γλώσσα, ιστορία, γεωγραφικό χώρο, αίσθηση πεπρωμένου, έθιμα, ίσως φυλετικά χαρακτηριστικά και θρησκεία. Όταν όλο αυτό το πράγμα πολιτικοποιήθηκε από τον Διαφωτισμό, έγινε ιδεολογία: ο εθνικισμός. Και για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις o όρος αυτός τουλάχιστον μέχρι κάποια στιγμή της ιστορία ήταν εναλλακτικός του πατριωτισμού.


Αρχικά ο εθνικισμός, πέρα από τη ταυτότητα των ανθρώπων και τα δικαιώματα τους, είχε να κάνει με την ειρηνική συνύπαρξη των λαών, αλλά και με τη δημοκρατική έννοια της λαϊκής κυριαρχίας και της αυτοδιοίκησης. Με άλλα λόγια η πολιτική επιταγή να “αποφασίζουμε εμείς για εμάς” έφερε τη προϋπόθεση μια πολιτικής απάντησης για τον ορισμό του ποιοι είμαστε “εμείς” σε σχέση τους άλλους. Όταν θα καθοριζόταν αυτό, ιδανικά η κάθε εθνική ομάδα, ανεξάρτητη, θα αυτοδιοικούταν δημοκρατικά, θα ευημερούσε και θα τα είχε καλά με τους γείτονες της. Έτσι ξεκίνησε η δημιουργία των εθνών-κρατών στη Δυτική Ευρώπη, που αντικατέστησαν το παλαιό σύστημα. 

Όμως, η πολιτική απάντηση στο ποιοι είμαστε “εμείς” είναι εύκολο να δοθεί σε έναν καλά καθορισμένο χώρο, όπως η Γαλλία ή η Αγγλία του Διαφωτισμού ή η κλασική Αθήνα της αρχαιότητα, όπου η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων είχαν ισχυρούς δεσμούς (πολιτιστικούς, ιστορικούς κτλ.) μεταξύ τους. Σε χώρους όμως πολυπολιτισμικούς, το αρχικό ερώτημα για το ποιοι είμαστε “εμείς” δημιουργεί, αλλά ερωτήματα: “Εμείς” είμαστε όλοι οι κάτοικοι ενός χώρου; Ή “Εμείς” είμαστε μόνο ο “κόσμος” ενός χώρου “που στις φλέβες του κυλά το ίδιο αίμα και που μιλά την ίδια γλώσσα κι έχει κοινά τα λατρευτικά κέντρα των θεών και θυσίες και συνήθειες ίδιες κι απαράλλαχτες” όπως φέρει ο Ηρόδοτος να λένε οι Αθηναίοι στους Σπαρτιάτες; (ἐὸν ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον, καὶ θεῶν ἱδρύματά τε κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα, Ἱστορίαι, 8.144.2) 

Και αν τελικά “εμείς” οι ομοαίματοι, οι ομοεθνείς και ομόθρησκοι κάποια στιγμή γίνουμε μειοψηφία, πως εξασφαλίζεται η δημοκρατία;


Οι Σέρβοι έχουν μια ειδική σχέση με τη πατρίδα τους και αυτό οφείλεται στο πως ξεκίνησαν να υπάρχουν ως έθνος και χώρα. Γενικά, η μια μορφή του εθνικισμού είναι πολιτική, όπου το έθνος είναι ένας πολιτικός πληθυσμός - μια ομάδα ανθρώπων που ενώνεται με κοινές πολιτικές αξίες, εμπνευσμένες από την ίδια αίσθηση αποστολής, και συνδέονται από κοινούς οικονομικούς και πολιτικούς θεσμούς. Η δεύτερη μορφή είναι η εθνοτική: Το έθνος είναι ο πληθυσμός, που αποτελείται από άτομα που συνδέονται με μια (αληθινή ή φανταστική) γραμμή αίματος, μια γενετική (ή φυλετική) ομοιότητα, από έθιμα, θρησκεία και γλώσσα. Και οι δύο διαστάσεις έχουν τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό ως στόχο τους, αλλά η εθνοτική εκδοχή τείνει να είναι πολύ πιο αποκλειστική και λιγότερο ανεκτική.


Δεδομένου ότι οι συνθήκες στα δύο μισά της Ευρώπης ήταν πολύ διαφορετικές, οι ιδέες του Διαφωτισμού αναπτύχθηκαν διαφορετικά και είχαν άλλα αποτελέσματα στην Ανατολική Ευρώπη από ότι στη Δυτική. Σε χώρες όπως η Γαλλία και η Αγγλία, η έννοια του έθνους συνδέθηκε με την ανάπτυξη της πολιτικής δημοκρατίας, αφού εκεί υπήρχαν καλά καθορισμένα όρια, σταθεροί και αναγνωρισμένοι πολιτισμοί καθώς και άνθρωποι που είχαν ισχυρούς κοινούς δεσμούς.


Στην Ανατολική Ευρώπη, ωστόσο, η κατάσταση ήταν -όπως είδαμε- πολύ διαφορετική. Ο χάρτης εκεί δεν είχε καθιερωμένα εδαφικά κράτη όπως η Γαλλία και η Αγγλία, αλλά μάλλον μεγάλες πολυεθνικές αυτοκρατορίες όπως αυτές των Οθωμανών, των Αψβούργων και των Ρώσων. Οι καταστάσεις εκεί εξελίχθηκαν πολύ πιο αργά, αφού υπήρχαν λιγότερες πόλεις, λιγότεροι μορφωμένοι άνθρωποι, και αργές κοινωνικές αλλαγές. Λόγω των συνθηκών σε κάποιες πληθυσμιακές ομάδες όπως οι Σέρβοι, η ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, αν και οξύμωρο, οδήγησε σε υπέρ-εθνικές αντιλήψεις, όπως ο γιουγκοσλαβισμός.


Και ο γιουγκοσλαβισμός, με τη σειρά του, είχε δύο εκδοχές: την πολιτιστική και τον πολιτική. Ο πολιτιστικός γιουγκοσλαβισμός, ο οποίος έχει μεσαιωνικές ρίζες, τόνισε τις ομοιότητες μεταξύ των γλωσσών, της λογοτεχνίας και των εθίμων των Νότιων Σλάβων. Ο πολιτικός γιουγκοσλαβισμός μερικές φορές δεν μπορεί να διακριθεί από τον πολιτιστικό, ωστόσο ήταν η τάση για έναν κοινό αγώνα ενάντια στους κοινούς εχθρούς, όπως οι Οθωμανοί ή οι Ούγγροι και ενδεχομένως η δημιουργία μιας κοινής χώρας. Οπότε μιλάμε για μια μια υπερεθνική ιδεολογία που άρχισε να ενδυναμώνεται στα 1800, όταν πολλοί λαοί των Βαλκανίων δεν είχαν ακόμη εδραιώσει σταθερά τη ταυτότητα του έθνους-κράτους.


Ωστόσο ο γιουγκοσλαβισμός άρχισε να δημιουργεί ερωτηματικά, από την αρχή του: Οι νότιοι σλαβικοί λαοί ήταν ένα ή απλά συνεργάζονταν; Από πολιτική άποψη, αυτό οδήγησε στη σύγκρουση συγκεντρωτικών-φεντεραλιστών: Αυτοί που προωθούσαν μια ισχυρή κεντρική κυβέρνηση (συνήθως οι πολυπληθέστεροι Σέρβοι) είχαν πολλές διαφωνίες με αυτούς (συνήθως Κροάτες και Σλοβένους) που ήθελαν τοπική αυτονομία. Στον πολιτιστικό χώρο, κάποιοι ευνόησαν αυτό που θα μπορούσε να αποκαλεστεί συντονισμένος γιουγκοσλαβισμός (η ανάπτυξη ενός νέου, ενοποιημένου πολιτισμού) και άλλοι υποστήριξαν τον παράλληλο γιουγκοσλαβισμό.


Έτσι ο γιουγκοσλαβισμός ήταν μια πολύ ελαστική ιδέα. Η προβλεπόμενη συνεργασία κυμαινόταν από πολιτιστικές ανταλλαγές και συνομοσπονδιακές πολιτικές ιδέες, μέσω της δημιουργίας μιας κοινής λογοτεχνικής ή κυβερνητικής γλώσσας, μέχρι τη δημιουργία ενός συνδυασμένου, μονοεθνικού κράτους που θα βασιζόταν σε μια νέα γιουγκοσλαβική ιθαγένεια. Άλλοι απλώς πίστευαν ότι οι Νότιοι Σλάβοι ήταν πραγματικά ένας λαός, χωρισμένος από την ιστορία. Όπως και να έχει, δύο πράγματα ενώνουν όλες τις απόψεις: Αυτοί οι άνθρωποι σχετίζονταν και θα ήταν ωφέλιμο να συνεργαστούν.


Υπάρχουν πολλοί λόγοι που οι Σέρβοι έριξαν “νερό στο κρασί” τους, τη στιγμή που όλες οι αυτοκρατορίες κατέρρεαν. Οι μαρξιστές ιστορικοί θα πουν ότι υπήρχε η επιθυμία των πλουσιότερων τάξεων να διασφαλίσουν τη θέση τους ενωμένοι με τις γειτονικές “συγγενικές” πλούσιες τάξεις. Άλλοι θα αναφέρουν το ρόλο των ξένων δυνάμεων που ήθελαν να διασπάσουν την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Και τέλος, υπήρχαν πολλοί εχθρικοί λαοί γύρω. Επιπλέον, κάπου εκεί μπαίνει και η θέληση των Σέρβων να απελευθερώσουν όλα τα εδάφη που είτε έμεναν Σέρβοι, είτε ήταν κάποτε σερβικά, διότι, όπως υποστήριζε ο Ιλίγια Γκαρασάνιν (1812-1874, Σέρβος πολιτικός), σε αυτή τη περιοχή, μόνο ένα δυνατό κράτος θα μπορούσε να επιβιώσει.


Ένας επιπλέον λόγος της δημιουργίας του γιουγκοσλαβισμού ήταν ο ιδεαλισμός της εποχής. Με ρίζες στον Πλάτωνα, ο ιδεαλισμός ήταν η αντεπίθεση του κόσμου των ιδεών στον υλισμό του Διαφωτισμού. Συγκεκριμένα ο γερμανικός ιδεαλισμός του 18ου και 19ου αιώνα με εκφραστές τους Καντ και Χέγκελ αποτελεί την αντίδραση στη Γαλλική επανάσταση και στους φιλόσοφους του Γαλλικού Διαφωτισμού. Έτσι τα κοινά γιουγκοσλαβικά ιδανικά προέκυψαν από τις ομοιότητες μεταξύ των Νότιων Σλάβων, τις επιτυχημένες στιγμές συνεργασίας στο παρελθόν και τη καλή διακυβέρνηση με την αποκατάσταση του οίκου Καρατζόρτζεβιτς. Ωστόσο ο γιουγκοσλαβισμός ήταν μια “υπόσχεση” χωρίς τελική συμφωνία, η οποία βοήθησε τη Γιουγκοσλαβία να γεννηθεί, αλλά έκανε δύσκολη τη διακυβέρνηση της αργότερα.


Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος έφερε το τέλος της πρώτης (βασιλικής) Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία της δεύτερης (Τιτοϊκής), αφήνοντας, πικρές αναμνήσεις και απογοητεύσεις στις σχέσεις μεταξύ όλων των πληθυσμών της χώρας. Όμως η εξάντληση από τον πόλεμο και τις εμφύλιες διαμάχες καθώς και η αισιοδοξία για τα πρώτα χρόνια του σοσιαλιστικού πειράματος θα αποσπάσει για λίγο τους πάντες από τα προβλήματα. Ο Τίτο και οι κομμουνιστές ήταν αποφασισμένοι να συγκρατήσουν τις φιλο-σερβικές ερμηνείες του γιουγκοσλαβισμού, ο οποίος πια θα γινόταν φεντεραλιστικός (ομοσπονδιακός). Και παρόλο που οι Σέρβοι συνέχισαν να έχουν ηγετική παρουσία στον στρατό και στο κόμμα, από την άποψη της επίσημης δομής της κυβέρνησης η σερβική επιρροή μειώθηκε. Ο Τίτο οργάνωσε τις διοικητικές μονάδες, βασιζόμενος στις κύριες εθνικές ομάδες, τραβώντας διαχωριστικές γραμμές με τέτοιο τρόπο ώστε να αναμιχθούν και εντέλει να σβήσουν οι εθνικές τους συνειδήσεις και διαφορές. Τελικά όχι μόνο απέτυχε, αφού η τακτική του “γέννησε” και επιπλέον “έθνη”, αλλά έθεσε και τις βάσεις για το αιματοκύλισμα του ’90!

Γενικά η περίοδος Τίτο χωρίζεται σε τρεις φάσεις: το 1945-1952 με την επικράτηση του σταλινικού μοντέλου, το 1953-1971 με πειραματισμούς και χαλάρωση κάποιων περιορισμών, και το 1972-1980 με τη πολιτική και οικονομική αποκέντρωση, την ανάπτυξη μεγαλύτερου ενοποιητικού ρόλου του στρατού και την οικονομική στασιμότητα. 


Τη δεκαετία του 1950 η γιουγκοσλαβική εξωτερική πολιτική άρχισε να αναπτύσσει το μοναδικό της προφίλ, παίρνοντας αποστάσεις από την επιρροή τόσο της Ουάσιγκτον όσο και της Μόσχας. Μέχρι το 1980, ο εθνικισμός ενσωματώθηκε με τη προπαγάνδα σε φράσεις όπως “Τίτο, Κόμμα, Στρατός” και “Αδελφότητα και Ενότητα”. Αυτή η τελευταία φράση λειτούργησε και σε ατομικό επίπεδο, καθώς το ποσοστό των εθνικώς μικτών γάμων στη χώρα ήταν πάνω από 10% τη δεκαετία του 1980, με σχεδόν το 10% του πληθυσμού να επιλέγει να αυτοπροσδιοριστεί στις δύο τελευταίες απογραφές ως απλά Γιουγκοσλάβοι (Νότιοι Σλάβοι). 


Στη συνέχεια, η γιουγκοσλαβική οικονομία άρχισε να εξαντλείται. Οι ρυθμοί της βιομηχανικής ανάπτυξης επιβραδύνθηκαν δραματικά, καθώς η ανάπτυξη που προέκυψε από την κινητοποίηση των αγροτών, την οικοδόμηση βαριών βιομηχανιών και τις μεταφορές έφτασε σε plateau. Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση (1973) δημιούργησε πολλά προβλήματα και η κυβέρνηση πήρε μεγάλα δάνεια για να διατηρήσει τη κατανάλωση ψηλά, ώστε η δυσαρέσκεια προς το καθεστώς να διατηρηθεί χαμηλά. Μέχρι το 1985, η παραγωγικότητα, το καθαρό εισόδημα και οι προσωπικές δαπάνες μειώθηκαν και το εθνικό χρέος ξεπέρασε τα 18 δισεκατομμύρια δολάρια σε σκληρό νόμισμα. Όλα αυτά έφεραν απογοήτευση και άγχος, τη στιγμή που ο κομμουνισμός στην Ανατολική Ευρώπη ήταν σε πτώση. Έτσι οι εθνικές διαφορές ξαναβγήκαν στην επιφάνεια και άρχισαν να κλονίζουν τα θεμέλια της Γιουγκοσλαβίας. Μετά, το 1989, ήρθε ο Μιλόσεβιτς, ο οποίος πόνταρε σε δύο άλογα, ένα εκ των οποίων ήταν ο εθνικισμός. 


* * * * *


Ο εθνικισμός αρχικά - με σημερινούς όρους - ήταν “αριστερός” και οδήγησε στις επαναστάσεις της Αμερικής (1776) και της Γαλλίας (1789). Όμως θέτοντας ως σημείο εκκίνησης την εθνική και πολιτισμική ομοιογένεια αντί της ελευθερίας, ο εθνικισμός έγινε πεδίο δόξης λαμπρό για να γεννηθεί ο φασισμός και ο ναζισμός. Ο φασισμός βασίζεται στον εθνικισμό, αλλά όχι μόνο σε αυτόν. Επιβάλει το μονοκομματισμό και τον ολοκληρωτισμό. Πρόκειται για μια φιλοσοφία που αντιτίθεται στον φιλελευθερισμό του Διαφωτισμού, χωρίς να θέλει να αποκαταστήσει τον κόσμο όπως ήταν πριν από την Γαλλική Επανάσταση. Σλόγκαν του ήταν το “ισχύ δια της ενώσεως”. Από την άλλη μεριά ο ναζισμός έχει εθνικοσοσιαλιστική βάση με κοινωνικό δαρβινισμό, νιτσεϊκή φιλοσοφία και την εθνικιστική παράδοση Volkisch.


Σύμφωνα με τον Ζέεβ Στέρνχελ, τον ιστορικό του φασισμού, οι δύο τάσεις - Διαφωτισμός και αντί-Διαφωτισμός, που γέννησαν τον εθνικισμό - δημιουργούνται μαζί τον 18ο αιώνα, σε μια περίοδο που σηματοδοτεί όχι μόνο τη γέννηση του ορθολογιστικού νεωτερισμού, αλλά και του αντίθετου του ή του δίδυμου αδερφού του. Η λογική είναι μια αξία που σχετίζεται με τον Διαφωτισμό, ενώ ο αντι-Διαφωτισμός, αν δεν προάγει την αντί-λογική, τουλάχιστον ήταν επιφυλακτικός στο να θέσει τη λογική ως την υπέρτατη αρχή της κοινωνικής οργάνωσης.


Ο υπαρξισμός έχει γίνει γνωστός σε ορισμένους κύκλους ως αντι-Διαφωτισμός. Εάν είναι έτσι, αυτό αποδεικνύει ότι η ιδεολογία του Διαφωτισμού είναι από εύθραυστη εώς επικίνδυνη, χωρίς συγκεκριμενοποίηση. Ίσως ήταν ο Χάιντεγκερ υπεύθυνος για αυτό το καταλυτικό χτύπημα στον Διαφωτισμό. Ο Χαίντεγκερ αφαίρεσε το νόημα του ανθρώπου και έθεσε το άτομο σε θέση μάχης με την αλήθεια και τη μη-αλήθεια.

Εάν θα θέλαμε να δούμε μερικά από τα δυνατά σημεία του υπαρξισμού θα λέγαμε, ότι δίνει έμφαση στην πράξη έναντι της θεωρίας, επικεντρώνεται στο συγκεκριμένο έναντι του αφηρημένου, τονίζει την ελευθερία έναντι του ντετερμινισμού (αιτιοκρατία), δίνει προτεραιότητα στην ύπαρξη παρά στην ουσία και μας καλεί να συμμετέχουμε και όχι απλώς να μελετούμε τη ζωή.

Στο αντίποδα, στις αδυναμίες του συμπεριλαμβάνονται, ότι δεν απαντά ποια είναι η ουσία της ύπαρξης, είναι πολύ υποκειμενικός έως μυστικιστικός, η άποψη του για την ελευθερία είναι συχνά πολύ περιορισμένη και απόλυτη, δημιουργεί μια ριζική διάκριση μεταξύ ουσίας και ύπαρξης, και τονίζει συχνά τη μη λογική σε σημείο λογικής αντίφασης.


Ο Πανκάζ Μίσρα υποστήριξε, ότι η αντίδραση κατά του Διαφωτισμού ξεκινά μέσα στον γαλλόφωνο κόσμο, όπου ο πρώτος σύγχρονος Δυτικός στοχαστής βρίσκει την πνευματική του ταυτότητα με την τολμηρή απόρριψη της πίστης στον οικουμενικό ορθολογισμό. Και αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ζαν-Ζακ Ρουσώ.

Αυτό το βλέπουμε πιο ξεκάθαρα στη διαφωνία μεταξύ του Ρουσώ και του Βολταίρου σχετικά με το ποιος είναι ο καλύτερος δρόμος για το μέλλον των εθνών της Ανατολικής Ευρώπης. Ο Βολταίρος ήταν θιασώτης της Μεγάλης Ρωσίας. Με τη βοήθεια του, η Ρωσική αυλή έγινε ένας μεγάλος πόλος Διαφωτισμού, τον οποίο επέβαλλε η Μεγάλη Αικατερίνη με διατάγματα. Για τον Ρουσώ, μια τέτοια “από τα επάνω προς τα κάτω” προσέγγιση ήταν λάθος και μάταιη. 


Μία από τις πιο θεμελιώδεις προκλήσεις για το Γαλλικό Διαφωτισμό ήταν ότι ο οικουμενισμός ενός έθνους ήταν η επιβολή σε ένα άλλο έθνος ενός περίεργου και ξένου τρόπου να γίνονται τα πράγματα. Και ήταν οι γείτονές τους, κυρίως οι στοχαστές της Γερμανίας, που προσπάθησαν να καταγγείλουν αυτόν τον υποτιθέμενο οικουμενισμό ως απλώς τη Γαλλική πραγματικότητα, και ως εκ τούτου ασυμβίβαστη με τη Γερμανία.


Σεξ, ροκ και λογισμός


Την άλλη κοπέλα της παρέας τη λέγαμε “Γαλλίδα”. Οι γονείς της ήταν Σέρβοι μετανάστες στη Γαλλία. Αυτή είχε γυρίσει στο Βελιγράδι να σπουδάσει. Είχε εμφανιστεί ξαφνικά στα εναλλακτικά στέκια του KST (κλαμπάκι του Πολυτεχνείου) και της Ακαντέμια και στην αρχή ήταν μόνη της. Ήταν απόμακρη και σε αυτό συντελούσαν οι λεπτεπίλεπτοι τρόποι της και η ομορφιά της. Ήταν κούκλα. Δεν τη θυμάμαι ποτέ να “χτυπιέται” σε κάποιο τραγούδι ή με κάποιο γκρουπ. Δεν τη θυμάμαι ποτέ να έχει αγόρι ή κορίτσι, παρότι είχε κλείσει κάποια ραντεβού. Τη θυμάμαι όμως σε παρέες, ντυμένη πάντα στα μαύρα, με μια μπύρα όλη τη νύχτα στα χέρια, να μιλά λίγο. Αγοράσαμε μπύρες μαζί, για να κεράσουμε τη παρέα, βγήκαμε από τη πορεία όλοι μαζί και τραβήξαμε προς το πάρκο του Καλεμέγκνταν. 


Όσο αγόραζα τις μπύρες με την “Γαλλίδα”, ένιωσα τη Μάρια να παρακολουθεί τις κινήσεις μας. Απέφευγε να κοιτά τον Μάρκο. Ποτέ δεν κατάλαβα, γιατί είχε επιλέξει να σπουδάσει θεολογία. 

Οι αρχικές εβραϊκές ιδέες για την ανθρώπινη σεξουαλική συμπεριφορά είχαν τις ρίζες τους στις εβραϊκές έννοιες του θείου. Σε αντίθεση με άλλους αρχαίους πολιτισμούς, ο Ιουδαϊσμός διατηρούσε έναν αυστηρό μονοθεϊσμό, με έναν Θεό, ο οποίος θεωρήθηκε αρσενικός αλλά δεν είχε ερωτικές επαφές όπως οι Ελληνικές ή οι Αιγυπτιακές αρσενικές θεότητες. Η αρρενωπότητα του Yahweh (Γιαχβέ) επιβεβαιώνεται από τις λέξεις που χρησιμοποιούνται για να τον περιγράψουν - Κύριος, Βασιλιάς, Πατέρας - και όχι από απογόνους ή ανδρικό μόριο. Η σεξουαλικότητά του επομένως πνευματικοποιήθηκε και έτσι οι ανθρώπινες σεξουαλικές σχέσεις για τους Εβραίους, αν και βασικά ήταν καλές ως μέρος της δημιουργίας του Yahweh, θα μπορούσαν επίσης να αποτελούν μια πηγή τελετουργικής ακαθαρσίας.


Στην αρχαία Ελλάδα, οι γυναίκες της Σπάρτης φαίνεται ότι είχαν περισσότερα δικαιώματα από τις γυναίκες της Αθήνας. Τόσο ο Πλάτων όσο και ο Αριστοτέλης, οι δύο πιο σημαντικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας, ήταν καχύποπτοι για τη δύναμη του σεξουαλικού πάθους, προειδοποιώντας ότι αποσπά την προσοχή των ανθρώπων από τη λογική και την αναζήτηση της γνώσης. Στον αντίποδα εξήραν μια αγάπη που ήταν διανοητική και μη σεξουαλική, το είδος της προσκόλλησης που εξακολουθούμε να ονομάζουμε “πλατωνικό έρωτα”. Όμως ούτε ο Πλάτωνας ούτε ο Αριστοτέλης ασχολήθηκαν για το τι προκαλούν το πάθος και το σεξ στις γυναίκες, εκτός και εάν αυτό επηρέαζε τους άνδρες. 

Με τον Πλατώνα συμφώνησε η Στωική φιλοσοφία: Το σεξουαλικό πάθος διαταράσσει. Οι στωικοί πολιτικοποίησαν τις σεξουαλικές σχέσεις, αφού πίστευαν ότι η κυβέρνηση πρέπει να επιβλέπει την οικογένεια - την οποία θεωρούσαν τη βάση της κοινωνικής τάξης - καθώς και όλων των τύπων σεξουαλικής δραστηριότητας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η δημόσια τάξη και η κοινωνική αρμονία. Η στωική γνώμη για τα σεξουαλικά ζητήματα έγινε ευρέως αποδεκτή στη Ρώμη. Ωστόσο, οι Ρωμαίοι ήταν οι πρώτοι που τόνισαν και τη σημασία της γυναικείας απόλαυσης στο σεξ, ενώ εξήραν τη προγαμιαία παρθενία των γυναικών.


Μετά ήρθε ο Χριστιανισμός και ο οργασμός αντικαταστάθηκε από την αγαμία και την απάρνηση όλων των γήινων απολαύσεων, ως μέσο για να ανοίξουν οι Πύλες του Ουρανού. Η φύση του Λόγου Του Κυρίου στη γη αποσαφηνίστηκε και εκτός από Θεάνθρωπος ήταν άγαμος και γιος της Παρθένου Μαρίας. Ωστόσο ευλόγησε το γάμο.

Η στάση του Αγίου Αυγουστίνου (354-430) ήταν ότι κανείς μετά τον Αδάμ και την Εύα δεν είχε ελεύθερη βούληση και ότι το προπατορικό αμάρτημα ήταν αναπόφευκτο, αφού μεταδιδόταν σε όλους τους ανθρώπους μέσω του ανδρικού σπέρματος και του σεξ που υποκινείται από την επιθυμία. Ο Αυγουστίνος θεωρούσε την υποταγή των γυναικών ως εγγενή από την αρχική δημιουργία, διότι μόνο οι άνδρες δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα και καθ΄ομοίωση του Θεού. Επιπλέον τις θεωρούσε  διανοητικά, ηθικά, ακόμη και σωματικά υποδεέστερες.


Στα μέσα του Μεσαίωνα έγινε ένας υποβιβασμός της παρθενίας ως κεντρικό χαρακτηριστικό της αγιότητας για τις γυναίκες και έτσι πολλές από τις Αγίες ήταν σύζυγοι και μητέρες που επέλεξαν μια ζωή “πνευματικής παρθενίας” μετά το θάνατο των συζύγων τους. Ή έπεισαν τους άνδρες τους να απέχουν από το σεξ, αναβιώνοντας την πρακτική του αγνού γάμου που ξεκίνησε στην πρώιμη εκκλησία. 


Οι απόψεις του Αγίου Αυγουστίνου είχαν μικρή επίδραση στις Ορθόδοξες ιδέες για τη σεξουαλικότητα. Ένας από τους σημαντικότερους Ορθόδοξου Επισκόπους, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος (347-497) έβλεπε το σεξ ως το επαίσχυντο αποτέλεσμα της ανυπακοής του Αδάμ και της Εύας. Αργότερα οι βυζαντινοί ήταν πιο μετριοπαθείς, βλέποντας τον γάμο ως θετικό αγαθό και την ιδανική ζωή σαν τη πίστη και τη προσκόλλησης στον σύζυγο. Μερικοί έφτασαν στο σημείο να εγκρίνουν τη σεξουαλική ευχαρίστηση, αρκεί να ήταν μέσα στο γάμο. Αυτή η έγκριση του γάμου επεκτάθηκε σε κάποιο βαθμό και στους κληρικούς. Όμως το υπέρτατο συνέχιζε να είναι ο μοναχισμός.

Φυσικά εκτός γάμου, κάθε σεξουαλική δραστηριότητα ήταν αμαρτία, αν και υπήρχαν διαβαθμίσεις της αμαρτίας σύμφωνα με τον Βυζαντινό Νομοκανόνα. Οι άγαμοι άνδρες τιμωρούνταν σπάνια για πορνεία, εκτός εάν περιελάμβανε γυναίκα ανώτερης τάξης ή νεαρό κορίτσι. Κάποιες κοσμικές κυβερνήσεις στα σλαβικά εδάφη είχαν επίσης μια εξαιρετικά προκατειλημμένη γνώμη για όλες τις σεξουαλικές σχέσεις. Η ομοφυλοφιλία από την αρχή του κόσμου αποτελεί ένα μεγάλο και σχετικά νέο τομέα μελέτης. 


Καθίσαμε στο βυζαντινό φρούριο του Βελιγραδίου, σε μια θέση με θέα τον ποταμό Σάβα να χύνεται στον Δούναβη. Τα πάρκα στο Βελιγράδι είναι υπέροχα.


“Σλόμπο” Μιλόσεβιτς και πόλεμοι


Ένα πολύ όμορφο πάρκο είναι και το Τοπτσίντερ, σαράντα λεπτά ποδαρόδρομο από την πλατεία της Σλάβια, εάν ξέρεις τους δρόμους. Ήταν εκεί το 1992, όταν ένας πράκτορας της CIA, ο Ουίλιαμ Λόφγκρεν, ειδικός σε επιχειρήσεις εναντίον των Σοβιετικών, συναντούσε έναν από τους πιο αμφιλεγόμενους Σέρβους. Ο Γιόβιτσα Στάνισιτς ήταν επικεφαλής πληροφοριών του Μιλόσεβιτς και θεωρήθηκε από πολλούς ως ο εγκέφαλος πίσω από πολιτικές δολοφονίες, εθνοκαθάρσεις, καθώς και ο συνδετικός κρίκος του Μιλόσεβιτς με το οργανωμένο έγκλημα και με παραστρατιωτικές ομάδες. Ωστόσο η Δύση καιγόταν για πληροφορίες από τα μέσα, αφού είχαν ξεσπάσει οι μάχες στη Βοσνία και η τότε Γιουγκοσλαβία βρισκόταν σε χάος. 

Έτσι, από εκείνη τη συνάντηση, οι δύο άνδρες χάραξαν μια “μυστική-φανερή” σχέση. Ήταν κοινό μυστικό, ότι για χρόνια, ο Στάνισιτς ήταν ο κύριος άνθρωπος της CIA στο Βελιγράδι. Κατά τη διάρκεια συναντήσεων, επίσημων σε κρατικά κτήρια ή “ανεπίσημων” σε σπίτια και πλωτά εστιατόρια κατά μήκος του ποταμού Σάβα, ο Σέρβος αξιωματούχος μοιραζόταν λεπτομέρειες σχετικά με τις εσωτερικές λειτουργίες του καθεστώτος Μιλόσεβιτς, παρείχε πληροφορίες με τις τοποθεσίες των ομήρων του ΝΑΤΟ, υποδείκνυε μέρη μαζικών ενταφιασμών και βοήθησε την “υπηρεσία” να στήσει ένα δίκτυο στη Βοσνία.


Πριν από το πόλεμο της Βοσνίας, το 1989 οι κομμουνιστικές κυβερνήσεις ανατρέπονταν σε ολόκληρη την Ευρώπη και αυτό δεν άφησε ανεπηρέαστη τη Γιουγκοσλαβία. Το 1990, Σλοβένοι και Κροάτες ψήφησαν κυβερνήσεις που υποστήριζαν την εθνική αυτοδιάθεση. Το 1991 και οι δύο δημοκρατίες ανακήρυξαν την πλήρη ανεξαρτησία τους. Τότε ο Γιουγκοσλαβικός Εθνικός Στρατός (JNA) που στη πλειοψηφία του αποτελείτο από Σέρβους απάντησε επιθετικά για να σταματήσει η αποσύνθεση της χώρας.

Οι ταραχές στις Σερβικές περιοχές της Κροατίας είχαν ήδη ξεκινήσει από τα τέλη του καλοκαιριού του 1990. Φοβούμενοι οι Σέρβοι την αναζωογόνηση του φίλο-ναζιστικού Κροατικού εθνικισμού της δεκαετίας του 1940, που είχε ως αποτέλεσμα τη γενοκτονία τους (κάτι που λίγοι ξέρουν), σχημάτισαν παραστρατιωτικές ομάδες με την υποστήριξη του JNA. Η άνοιξη του 1991 ήταν μια αιματηρή εποχή στην Κροατία, καθώς πραγματοποιήθηκαν αντιπαραθέσεις μεταξύ Σερβικών και Κροατικών δυνάμεων.


Η απόσχιση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης τον Απρίλιο του 1992 έφερε πιο περίπλοκα προβλήματα στη διαδικασία της διάλυσης. Τόσο η Κροατία όσο και η Σερβία είχαν κυβερνήσει τη Βοσνία στα μεσαιωνικά χρόνια, ενώ κάποια στιγμή υπήρξε και ένα ανεξάρτητο Βοσνιακό κράτος. Ταυτόχρονα οι αιώνες της κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας άφησαν έναν εξισλαμισμένο πληθυσμό Σλάβων, Μουσουλμάνων Αλβανών και Τούρκων. Το 1961, οι Βόσνιοι Μουσουλμάνοι είχαν “αναβαθμιστεί” από θρησκευτική ομάδα σε “έθνος”. Και έτσι πια, όλοι διεκδικούσαν την περιοχή, που το 1990 ο πληθυσμός της ήταν περίπου 44% Μουσουλμάνοι Βόσνιοι, 31% Σέρβοβοσνιοι και 17% Κροάτες.


Το 1996, η Βοσνιακή κυβέρνηση έκανε ένα δημοψήφισμα για απόσχιση. Οι Σέρβοι μποϊκοτάροντας το, άφησαν χώρο και το αποτέλεσμα ήταν 99% υπέρ της ανεξαρτητοποίησης. Μεταξύ του δημοψηφίσματος και της διακήρυξης της ανεξαρτησίας, σερβικές παραστρατιωτικές ομάδες, όπως οι “Τίγρεις” του Ζέλικο Ραζνιάτοβιτς (Άρκαν) και οι “Τσέτνικ” του Βόισλαβ Σέσελι ενώθηκαν με ομάδες, γνωστές ως “Λευκοί Αετοί”, “Ιππότες”, “Σερβική Φρουρά”, “Κίτρινες Σφήκες” και διάφορα άλλα είδη «Νίντζα» και άρχισαν να δραστηροποιούνται στη περιοχή.

Επισήμως, αυτές οι ομάδες ήταν τάγματα εθελοντών πολιτών, υπό τον JNA. Κατηγορήθηκαν όμως για λεηλασίες, βιασμούς και δολοφονίες, πράξεις που, όπως λέγεται, ενέκριναν ο Μιλόσεβιτς και ο Ράντοβαν Κάρατζιτς (πρόεδρος των Σέρβων της Βοσνίας). Από τη μεριά των Βοσνίων, που επίσης κατηγορήθηκαν ήταν “η Πατριωτική Ένωση”, “οι Δράκοι της Βοσνίας” και οι “Πράσινοι Μπερέδες”, μαζί με τον επίσημο στρατό.


Στις 5 Φεβρουαρίου 1994, μια ρουκέτα, που ποτέ δεν αποδείχθηκε ποιος την εξαπέλυσε, προσγειώθηκε σε μια αγορά στο κέντρο του Σεράγεβο, σκοτώνοντας 69 πολίτες. Αυτό το περιστατικό εξώθησε τους Δυτικούς να λάβουν δραστικά μέτρα εναντίων των Σέρβων, οι οποίοι πολιορκούσαν το Σεράγεβο για σχεδόν δύο χρόνια.

Στη Σρεμπρένιτσα η κατάσταση ήταν πιο ξεκάθαρη. Η πόλη ήταν ουδέτερη ζώνη με 40.000 Μουσουλμάνους πρόσφυγες από την Ανατολική Βοσνία. Ανάμεσα τους είχαν παρεισφρήσει και Μουσουλμάνοι μαχητές, οι οποίοι -κατά τους Σέρβους- έβγαιναν, τους χτυπούσαν και ξανά κρύβονταν μέσα στην ουδέτερη ζώνη. Έτσι οι Σέρβοι ξεκίνησαν επίθεση στις 6 Ιουλίου. Μέσα υπήρχαν και 400 Ολλανδοί ειρηνευτές, που κατάφεραν να προστατεύσουν πολλούς ανθρώπους, αλλά περίπου 15.000 κατέφυγαν στα δάση. Οι αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ - οι δεύτερες στην ιστορία της συμμαχίας - άρχισαν πολύ αργά για να σταματήσουν τους Σέρβους και η πόλη έπεσε στις 12 Ιουλίου. Τις επόμενες ημέρες, περίπου 7.000 Βόσνιοι Μουσουλμάνοι κυνηγήθηκαν και σκοτώθηκαν σαν ζώα, μέσα και γύρω από την πόλη, από τις Σερβικές δυνάμεις. Για πολλούς, η Σρεμπρένιτσα ήταν η μεγαλύτερη γενοκτονία μετά τον Β’ΠΠ. 


Την 1η Νοεμβρίου 1995, εκπρόσωποι όλων των πλευρών συγκεντρώθηκαν στη βάση της Πολεμικής Αεροπορίας Wright-Patterson του Ντέιτον, στο Οχάιο. Αυτό που προέκυψε δεν ήταν μόνο κατάπαυση πυρός, αλλά και σχέδια για το πώς θα δομηθεί η νέα χώρα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.


Εντωμεταξύ, 150.000 με 200.000 ανθρώπων είχαν σκοτωθεί στον πόλεμο της Βοσνίας, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν άμαχοι. Μέχρι τα τέλη του 2000, περισσότεροι από 20.000 άνθρωποι αγνοούνταν ακόμη. Οι πρόσφυγες και οι εκτοπισμένοι αριθμούσαν περίπου 2 εκατομμύρια, σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της χώρας.

Μέχρι το 1997, το Δικαστήριο της Χάγης είχε απαγγείλει κατηγορίες σε εβδομήντα πέντε άτομα για εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Έως το Φεβρουάριο του 2001, ο αριθμός αυτός είχε αυξηθεί σημαντικά. 


Ανάμεσα τους ήταν και ο Γιόβιτσα Στάνισιτς, ο οποίος συνελήφθη και εκδόθηκε μετά τη δολοφονία του Πρωθυπουργού της Σερβίας, Ζόραν Τζίντζιτς το 2003 (χωρίς να έχει αποδειχθεί εάν συμμετείχε σε αυτή). Όντας κατηγορούμενος για εγκλήματα πολέμου, η CIA υπέβαλε ένα διαβαθμισμένο έγγραφο στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για τη πρώην Γιουγκοσλαβία που τόνιζε τη βοήθεια του Στάνισιτς στην υπηρεσία και βεβαίωνε για το χρήσιμο ρόλο του.

Ο Στάνισιτς εντάχθηκε το 1975 στη cлужба државне безбедности (Κρατική Υπηρεσία Ασφαλείας) - όπως ονομαζόταν τότε η μυστική υπηρεσία της Γιουγκοσλαβίας. Δεν πήρε ποτέ λεφτά από τη CIA και δεν συνεργάστηκε μαζί της σε επιχειρήσεις ή κινήσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν εθνική προδοσία. Με την πάροδο του χρόνου, ο Στάνισιτς είχε πείσει τον Μιλόσεβιτς να τον αφήσει να έχει επαφές με τη CIA ως κανάλι επικοινωνίας με τη Δύση. Τελικά, οι διαρκώς και πιο στενοί δεσμοί του μαζί της, η διαφωνία του στο χειρισμό της υπόθεσης του Κοσόβου και οι υποψίες ότι σχεδίαζε πραξικόπημα με τον Στρατηγό Μομτσίλο Πέρισιτς, έγιναν σημεία τριβής με τον Μιλόσεβιτς, ο οποίος τον “απάλλαξε” το 1998.


Η φιλία με τους σωστούς ανθρώπους και για όσο χρόνο χρειαζόταν, ήταν πάντα πολύτιμη για το Μιλόσεβιτς, πού έτυχε να γνωρίσει κατά τα φοιτητικά του χρόνια τον Ιβάν Στάμπολιτς, το πιο εξέχον μέλος της γενιάς του, στη Νομική Σχολή του Βελιγραδίου. Μέχρι τη στιγμή που παντρεύτηκε τη Μίρα Μάρκοβιτς, η πορεία του ζευγαριού έδειχνε πολλά υποσχόμενη. Η φιλία με τον Στάμπολιτς έγινε πολιτική συμμαχία τη στιγμή που η σερβική ηγεσία απαιτούσε από τον πρόεδρο του Κομμουνιστικού Κόμματος του Βελιγραδίου να είναι πολύ έμπειρος, σταθερός και αξιόπιστος. Και ο “Σλόμπο” ήταν όλα αυτά. Ο Στάμπολιτς, αργότερα, δολοφονήθηκε και κάποιοι κατηγορούν τον Μιλόσεβιτς γι’ αυτό.


Η χώρα μετά το θάνατο του Τίτο άλλαζε. Για κάποιο θαρραλέο και φιλελεύθερο άνθρωπο, θα μπορούσε να ήταν η κατάλληλη στιγμή να δράσει. Όμως η επιρροή του κόμματος ήταν έντονη και η γραφειοκρατία ήθελε να ανασυνταχθεί. Ο Μιλόσεβιτς θεώρησε ότι μια αποκατεστημένη πίστη στον κομμουνισμό και οι αντίστοιχες συμμαχίες με κεντρικά πρόσωπα της σερβικής πολιτικής σκηνής θα εξυπηρετούσαν καλύτερα την καριέρα του. Προς μεγάλη χαρά της σερβικής γραφειοκρατίας, ο Μιλόσεβιτς αντιμετώπισε και υπόταξε τους φιλελεύθερους.


Η πρώτη του κίνηση ήταν να εξασφαλίσει την υποστήριξη από το Πολίτικα, ένα μεγάλο ΜΜΕ. Μετά, η πρώτη του μεγάλη νίκη ήρθε το 1985, όταν, με τη βοήθεια της Μάρκοβιτς, νίκησε τους μεταρρυθμιστές κατά τη διάρκεια μιας θυελλώδους συνάντησης του Σερβικού Κόμματος. Στη συνέχεια κινήθηκε για να πάρει τον έλεγχο του. Έχοντας μετρήσει με ακρίβεια το πολιτικό του κεφάλαιο, διαμόρφωσε μια στρατηγική που ουσιαστικά εξασφάλιζε την επιτυχία: Θα διαβεβαίωνε τους αξιωματούχους ότι οι “δουλειές” τους ήταν ασφαλείς και θα συγκέντρωνε στο πλευρό του σχεδόν όλους τους ανθρώπους με επιρροή.


Στα πρώτα του χρόνια στην εξουσία, ο Μιλόσεβιτς ταξίδεψε στο εξωτερικό μόνο δύο φορές. Τους συμμάχους του στο διεθνές πεδίο τους έψαχνε στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή, με τον λάθος τρόπο: Οι προσπάθειές του να κερδίσει την υποστήριξη του Ισραήλ στέφθηκε από απόλυτη αποτυχία· φιλοξένησε τους εθνικιστές κομμουνιστές της Ρωσίας, πιστεύοντας ότι θα αναδειχθούν νικητές εναντίον του Γκορμπατσόφ και του Γέλτσιν, τους οποίους αντιτάχθηκε· και έκανε διαρκώς γελοία σχέδια, όπως μια συνομοσπονδία μεταξύ Σερβίας και Ελλάδας, κόβοντας τα “Σκόπια” στη μέση (κρίνεται κατά πόσο ήταν δική του ιδέα ή του Τίτο). 

Για πρώτη φορά έγινε εμφανές ότι η Σερβία έγινε κράτος παρίας το 1989, όταν οι δυτικοί πρεσβευτές αρνήθηκαν να παρευρεθούν στον εθνικό εορτασμό για τη μνήμη της Μάχης του Κοσόβου. Μια πράξη σίγουρα προσβλητική, αλλά αντί να είναι διπλωματικός, ο Μιλόσεβιτς προέβη σε αντίποινα εναντίον του πρέσβη των ΗΠΑ, Γουόρεν Ζίμερμαν, αρνούμενος να τον συναντήσει για οκτώ μήνες. 


Όταν η αντιπολίτευση νομιμοποιήθηκε (1990), το Δημοκρατικό Κόμμα του Ντράγκολιουμπ Μιτσούνοβιτς φάνηκε να είναι το πιο υποσχόμενο νέο κόμμα. Ωστόσο, οι διαμάχες στο εσωτερικό του, το διάσπασαν. Έτσι το μεγαλύτερο παρακλάδι του συνέχισε με το ίδιο όνομα (DS) και ηγέτη τον Ζόραν Τζίντζιτς. Όμως, τον Τζίντζιτς, έναν εύγλωττο άντρας που σπούδασε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης, πολλοί τον θεωρούσαν αναξιόπιστο σύμμαχο. Παρά τις πολιτικές του μανούβρες, το κόμμα του δεν πέτυχε ποτέ πολλά και δεν απειλούσε το καθεστώς.

Από την άλλη, ο Βόισλαβ Κοστούνιτσα, αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος της Σερβίας (DSS), ήταν επίσης μεταξύ των αποβληθέντων καθηγητών του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου. Αρχικά φάνηκε ως πιθανός ενοποιητής της αντιπολίτευσης, ωστόσο επέμενε το κόμμα του να παραμείνει ιδεολογικά καθαρό. Ο Κοστούνιτσα ανέλαβε το ρόλο ενός μοναχικού φύλακα της ηθικής που αντιτάχθηκε τόσο στο καθεστώς όσο και στα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης. Ήταν επίσης επικριτής της Ευρώπης και των Αμερικανών.

Εκτός από το κόμμα JUL, της γυναίκας του Μιλόσεβιτς, ο πολιτικός τόνος καθοριζόταν και από το SRM του Βουκ Ντράσκοβιτς και τους ριζοσπάστες εθνικιστές του Βόισλαβ Σέσελι. 


Η γιουγκοσλαβική κρίση στις αρχές του ‘90, ξεκίνησε στο Κόσοβο και είχε διαγράψει έναν πλήρη κύκλο, όταν τον Ιανουάριο του 1999, ο διοικητής του ΝΑΤΟ, Στρατηγός Κλαρκ παρέδωσε στον Μιλόσεβιτς ένα τελεσίγραφο: “Η Σερβία θα βομβαρδιστεί εάν τα στρατεύματα της δεν απομακρυνθούν από το Κόσοβο.” 


Κόσοβο και βομβαρδισμοί


Το Κόσοβο είναι το λίκνο του σερβικού πολιτισμού και ένα μέρος όπου διατηρούνται οι πνευματικές ρίζες του έθνους των Σέρβων.

Διαμέσου των αιώνων η περιοχή αυτή - η “Ιερουσαλήμ” των Σέρβων - αποτέλεσε τη καρδιά της μεσαιωνικής Σερβικής μοναρχίας, με εθνικούς μύθους, ιστορικές τοποθεσίες, πανέμορφες βυζαντινές εκκλησιές και μοναστήρια, τάφους ηρώων, ορυκτά στο υπέδαφος και μια σειρά βουνών που αποτελούν φυσική γραμμή άμυνας. Η Μάχη του Κοσόβου (Kosovo Polje, 1389) σημαίνει πολιτικά, ιστορικά και θρησκευτικά πολλά πράγματα για τους Σέρβους και δεν θα μπορούσε κάποιος να καταλάβει την ψυχολογία τους, εάν δεν έχει μελετήσει σε βάθος το συγκεκριμένο γεγονός και το μύθο γύρω του. 


Πολλά από τα ιστορικά στοιχεία της μάχης έχουν χαθεί με το πέρας των αιώνων, ανάμεσα σε αντικρουόμενες αναφορές και ερμηνείες. Το σίγουρο είναι ότι η μάχη έγινε τον Ιούνιο του 1389, μάλλον στις 28, αν και υπάρχουν διάφορες αναφερόμενες ημέρες, κυρίως λόγω της αλλαγής από το Ιουλιανό στο Γρηγοριανό ημερολόγιο. Έτσι στη μια πλευρά της πεδιάδας του Κοσόβου στάθηκε ο πρίγκιπας Λάζαρ Χρεμπελιάνοβιτς με κάπου από 15 έως 25 χιλιάδες γενναίους Χριστιανούς. Ο Λάζαρ ήταν ο πιο εξέχων ηγέτης στο έδαφος της κατακερματισμένης πρώην Σερβικής Αυτοκρατορίας του Ντούσαν Νέμανια, πρίγκιπας της Σερβίας του Μοράβα. 

Στην άλλη πλευρά παρατάχθηκαν 30 με 40 χιλιάδες Οθωμανοί υπό τον Σουλτάνο Μουράτ Α΄. Οι εκδοχές για το πως εξελίχθηκε η μάχη διαφέρουν. Το αποτέλεσμα ήταν ότι και ο Λάζαρ και ο Μουράτ σκοτώθηκαν στη μάχη και δύο οι στρατοί αποδεκατίστηκαν. Διάφορες αναφορές κάνουν λόγο από ισοπαλία έως νίκη των Σέρβων. 


Η αλήθεια είναι ότι η μάχη του Κοσόβου ήταν μια μόνο από τις πολλές σερβικές μάχες της εποχής και όχι μόνο εναντίων των Οθωμανών. Για τους Σέρβους όμως ήρθε να σηματοδοτήσει την απώλεια της ελευθερίας και την υποδούλωση σε μια εθνοτικά και θρησκευτικά ξένη ομάδα ανθρώπων καίτοι οι Οθωμανοί δεν ήταν μια ομοιογενής ομάδα και παρόλο που η σερβική μεσαιωνική αυτοκρατορία αντιστάθηκε έως το 1459 με τη πτώση της πρωτεύουσας Σμεντέρεβο. 

Όμως ακόμα και μετά, λόγω του τρόπου που κυβερνούσαν οι Οθωμανοί, πολλοί Σέρβοι πρίγκηπες και πριγκίπισσες, δίνοντας όρκους υποτέλειας, διατήρησαν, άλλοι λιγότερο και άλλοι περισσότερο, την αυτονομία τους.     


Παραταύτα, στη Μάχη του Κοσόβου θεωρείται ότι δεν είχε απλά σκοτωθεί, αλλά είχε θυσιαστεί ο πρίγκιπας Λάζαρ. Είχε προδωθεί, όπως λέγεται, από κάποιους δικούς του και όμως παρέμεινε να μάχεται. Η στάση του θεωρήθηκε θυσία, ώστε ο λαός του μια μέρα να ανακτήσει την ανεξαρτησία του. Σε θρησκευτικό επίπεδο, αυτή η θυσία ήταν η συνειδητή επιλογή του “Ουράνιου Βασιλείου”, υπερασπιζόμενος και το λαό του, αλλά και την Ορθοδοξία καθώς και το Χριστιανισμό ολόκληρης της Ευρώπης. Δεν δέχθηκε να υποχωρήσει και δεν αποδέχθηκε έναν επίγειο συμβιβασμό.    


Με εμφανείς παραλληλισμούς με τη δική μας ιστορία του Λεωνίδα και των τριακοσίων στις Θερμοπύλες, το Κόσοβο είναι το μέρος που θυμίζει και συμβολίζει τη σημασία των θυσιών της Σερβίας και της μελλοντικής αποστολής της, ως θεματοφύλακας της ελευθερίας, της Ορθοδοξίας και της Χριστιανικής πίστης. 

Για κάποιους Έλληνες, η χώρα τους είναι η παγκόσμια κοιτίδα της ελεύθερης σκέψης και κατ’ επέκταση του Δυτικού πολιτισμού και θεωρούν χρέος τους να την διατηρήσουν. Για τους Σέρβους, ακόμα και σε περιόδους θρησκευτικής και πολιτικής καταπίεσης, το Κόσοβο αποτελούσε πάντα, εκτός από το τόπο γέννησης του πολιτισμού τους, το μέρος που διαφυλάττει την ελευθερία της Ορθόδοξης πίστης. Άλλωστε, ο Μέγας Κωνσταντίνος, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας που αποδέχθηκε τον Χριστιανισμό και έθεσε τις βάσεις για να γίνει η Χριστιανική θρησκεία κυρίαρχη, αρχικά στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και μετά σε ολόκληρο το κόσμο, γεννήθηκε στη περιοχή της σημερινής σερβικής πόλης Νις, όχι πολύ μακρυά από το Κόσοβο.


Η αναλογία μεταξύ της Σερβικής πλειοψηφίας και της αλβανικής μειονότητας άρχισε να αντιστρέφεται σταδιακά στη περιοχή, τουλάχιστον από το 1600 και σήμερα οι Σέρβοι είναι μειονότητα. Ωστόσο μέχρι το 1939 οι Σέρβοι ήταν 60:40 προς τους Αλβανούς. 

Οι Αλβανοί είναι επίσης ένας ιστορικός πληθυσμός της περιοχής της βαλκανικής με διάφορες ιστορικές αναφορές. Μια από τις προτάσεις, δεδομένου ότι μέχρι κάποια στιγμή δεν είχαν συγκροτημένο πολιτισμό, είναι ότι είναι απόγονοι των Ιλλυριαίων κατά κύριο λόγο, αναμεμειγμένοι με Έλληνες, Θράκες και μετέπειτα Σλάβους και Τούρκους. Επί Χριστιανισμού έγιναν Χριστιανοί, ενώ άρχισαν να εξισλαμίζονται μαζικά υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ώστε να κερδίσουν σε πόντους, μέσα στη νέα κατάσταση, έναντι των Χριστιανών (Ελλήνων και Σλάβων) που μέχρι τότε τους είχαν σε “κατώτερο” επίπεδο. Εκτός από τη σημερινή Αλβανία, σε μικρούς πληθυσμούς, ζούσαν στο Κόσοβο και αλλού, ωστόσο επί Οθωμανών, αρκετοί εξισλαμισμένοι Αλβανοί άρχισαν να μετακινούνται προς τις περιοχές των Σέρβων. 


Στα 1878, φοβούμενοι ότι θα διανεμηθούν τα εδάφη που ζούσαν, στους Χριστιανούς γείτονες (Έλληνες και Σέρβους, κατά κύριο λόγο) και αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρισκόταν σε πτώση και οι Βούλγαροι είχαν ανακηρύξει τη “Μεγάλη Βουλγαρία”, Αλβανοί από διάφορα μέρη συναντήθηκαν στη πόλη Πρίζρεν του Κοσόβου και ζήτησαν αυτονομία. Μέχρι τότε, στου κόλπους των Μουσουλμάνων Οθωμανών, οι Αλβανοί Μουσουλμάνοι δεν είχαν νιώσει την ανάγκη να διασπαστούν. 


Η ίδρυση του Αλβανικού κράτους το 1913, άρχισε να γεννά ιδέες για τη “Μεγάλη Αλβανία” ή αλλιώς την ένωση όλων των περιοχών που κατοικούν Αλβανοί. Το θέμα της νόμιμης μετανάστευσης Μουσουλμάνων και Αλβανών στο Κοσσυφοπέδιο από άλλα μέρη της Γιουγκοσλαβίας και της παράνομης μετανάστευσης από την Αλβανία δεν έχει ακόμη διερευνηθεί πλήρως. Αρκεί να πούμε ότι πολλοί πιστεύουν ότι o Τίτο ενθάρρυνε την εισροή Αλβανών προκειμένου να χτυπήσει τη Σερβική εθνική συνείδηση στην καρδιά, ενώ στο πίσω μέρος του μυαλού του είχε την ένταξη της Αλβανίας στην γιουγκοσλαβική ομοσπονδία. Για άλλους, η ίδρυση του Αλβανικού κράτους είχε ως στόχο των περιορισμό Σέρβων, Μαυροβούνιων και Ελλήνων. Και τελικά για κάποιους άλλους, ένα “τεχνητό” Αλβανικό κράτος θα διατηρούσε της παρουσίας του Μουσουλμανικού στοιχείου στην Βαλκανική, για να αποφευχθεί ο συνασπισμός των Ορθοδόξων και η αναβίωση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.  


Δεδομένου ότι το Κόσοβο ήταν το φτωχότερο τμήμα της πρώην Γιουγκοσλαβίας, ο σερβικός πληθυσμός δεν αυξήθηκε σημαντικά, ενώ ανά εποχές οι Σέρβοι μετοικίσαν σε άλλες περιοχές της χώρας. Η αποπομπή του Αλεξάνταρ Ράνκοβιτς το 1966 από τη θέση του αντιπροέδρου της χώρας και της ηγεσίας της μυστικής αστυνομίας, και η χαλάρωση της ισχυρής συγκεντρωτικής πολιτικής που ασκούσε, άφησε χώρο για αναζήτησή περισσότερης αυτοδιοίκησης από τους Αλβανούς του Κοσόβου. 


Έτσι το 1968 έγιναν μεγάλες ταραχές και σηματοδοτήθηκε η αρχή του σύγχρονου αλβανικού εθνικισμού στο Κοσσυφοπέδιο. Φυσικά οι Σέρβοι αντέδρασαν με την αναπτέρωση του δικού τους εθνικισμού. Η αλλαγή του Γιουγκοσλαβικού Συντάγματος το 1974 εξίσωσε το στάτους των - μέχρι τότε - αυτόνομων περιοχών του Κοσόβου και της Βοϊβοντίνα με τις άλλες έξι σοσιαλιστικές δημοκρατίες που αποτελούσαν τη τότε Γιουγκοσλαβία (Σερβία, Κροατία, Μαυροβούνιο, Βοσνία-Ερζεγοβίνη, Σλοβενία και “Μακεδονία”). Η κομμουνιστική Γιουγκοσλαβία του Σλοβενοκροάτη Τίτο θεωρούσε αντιδεοντολογικές και επικίνδυνες τις ιστορικές και θρησκευτικές αναμνήσεις που έφερνε το Κόσοβο στη μεγαλύτερη πληθυσμιακή ομάδα της Γιουγκοσλαβίας, τους Σέρβους. 


Λιγότερο από ένα χρόνο μετά το θάνατο του Τίτο το 1980, ξέσπασαν πάλι ταραχές. Οι Αλβανοί πια ήταν ξεκάθαρα η μεγάλη πλειοψηφία και μέχρι το 1981 οι Σέρβοι αποτελούσαν μόνο το 13% του πληθυσμού. Η πολιτική της Γιουγκοσλαβίας στην επαρχία άνοιξε το κουτί της Πανδώρας.

Η κρίση του 1999 με τις αεροπορικές επιθέσεις του ΝΑΤΟ ξεκίνησε στις 21 Απριλίου του 1996, όταν ένας Αλβανός μαθητής πυροβολήθηκε και σκοτώθηκε σε καυγά με έναν Σέρβο στη Πρίστινα. Ακολούθησαν διαδηλώσεις και αντίποινα εναντίον Σέρβων πολιτών και αστυνομικών, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τουλάχιστον έξι θανάτους. Μια νέα παρακρατική οργάνωση, ο Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσσυφοπεδίου (KLA ή UCK), ανέλαβε την ευθύνη για τις δολοφονίες (Οι δίκες για εγκλήματα πολέμου των ηγετών του, ακόμα συνεχίζονται). Σέρβοι παραστρατιωτικοί έδρασαν επίσης.  


Ο Μιλόσεβιτς προσπάθησε να ελέγξει την κατάσταση, παρακάμπτοντας τη διεθνή ανησυχία για την αυξανόμενη βία. Το Νοέμβριο του 1997, ξέσπασαν ανοιχτές μάχες στην απομονωμένη κοιλάδα της Ντρένιτσα. Στα τέλη Φεβρουαρίου 1998, ο Μιλόσεβιτς κινήθηκε ενάντια στον UCK. Δεκάδες Αλβανοί και Σέρβοι σκοτώθηκαν. Τον Οκτώβριο, ο Μιλόσεβιτς συμφώνησε με το ΝΑΤΟ να αποσύρει μερικά στρατεύματα και να επιτρέψει την είσοδο σε επιθεωρητές ανθρωπίνων δικαιωμάτων: Αλβανικά βίντεο έδειχναν ανατριχιαστικές εικόνες με Αλβανικά χωριά στις φλόγες και άμαχους με βγαλμένα τα μάτια να κείτονται νεκροί στους δρόμους. Η Δύση κατηγορεί για εθνοκάθαρση τους Σέρβους και οι Σέρβοι κατηγορούν για προβοκάτσια τον UCK. 

Το ΝΑΤΟ διαπραγματεύτηκε με τον UCK για να να παραδώσει τα όπλα του, όμως ο UCK απέρριψε τη συμφωνία, επειδή δεν προέβλεπε ανεξαρτησία και έτσι η εξέγερση εξαπλώθηκε και οι θάνατοι αυξήθηκαν. Η κρίση κορυφώθηκε τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1999, όταν η Σερβία αρνήθηκε να υπογράψει μια συμφωνία που προέβλεπε: Μεγάλη αυτονομία για το Κόσοβο, την ένταξη περίπου 28.000 στρατευμάτων υπό την ηγεσία του ΝΑΤΟ στην επαρχία και ένα δημοψήφισμα σε τρία χρόνια, όπου οι κάτοικοι του Κοσόβου θα αποφάσιζαν την ανεξαρτησία της περιοχής.


Οι Αλβανοί, ανυπόμονοι και πολύ δύσπιστοι για τον Μιλόσεβιτς, μόλις που πείστηκαν να υπογράψουν. Οι Σέρβοι αρνήθηκαν, αγνοώντας την ενδέκατη προειδοποίηση από τον εκπρόσωπο των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ. Στις 22 Μαρτίου 1999, το κοινοβούλιο της Σερβίας θέσπισε ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο η παρουσία ξένων στρατευμάτων στο Κοσσυφοπέδιο απορρίφθηκε, και δύο ημέρες αργότερα, ο Σερβικός ραδιοφωνικός σταθμός B-92 ενημέρωνε τους ακροατές του, ότι η στρατιωτική δράση του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας είχε εγκριθεί.


Στις 24 Μαρτίου στις 5:00 π.μ., ο πρέσβης των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Μάιλς, έφευγε βιαστικά από το Βελιγράδι για τη Βουδαπέστη, παίρνοντας μαζί του 320 κουτιά, γεμάτα έγγραφα. Στη βιασύνη τους πολλοί ξένοι διπλωμάτες αναχωρούσαν σχεδόν μόνο με τα ρούχα που φορούσαν. Κάπου μέσα στη νύχτα, ήμουν ανάμεσα στους Έλληνες που πληροφορήθηκα, από την Ελληνική Πρεσβεία, ότι πρέπει οι φοιτητές να φύγουμε και μου δόθηκε να μεταφέρω σε όσους περισσότερους μπορούσα τον τρόπο, το χρόνο και τον τόπο συγκέντρωσης των Ελλήνων. Πήρα τα τηλέφωνα μου. Χαράματα, αρχίσαμε να συγκεντρωνόμαστε και να μπαίνουμε σε λεωφορεία, ναυλωμένα από την Πρεσβεία. Άλλοι έφυγαν με τρένο και άλλοι με ίδια μέσα.  


“Είστε δειλοί!” μας είπε, με έναν τόνο απελπισίας, μια Σέρβα φίλη που είχε έρθει να μας ξεπροβοδίσει. Στεκόμασταν με ένα συμφοιτητή μου μπροστά στα λεωφορεία. Είχε ξημερώσει πια. Ο φίλος απολογητικά της απάντησε “μα δεν είναι δικός μας αυτός ο πόλεμος!” Ζούσαμε εκεί από το 1995. Τους νιώθαμε αυτούς τους ανθρώπους. Είχαμε φίλους, σχέσεις και μια ζωή που μοιραζόμασταν μαζί τους. “Μα είστε!” του ανταπάντησε με ένα μειδίαμα. Δεν θυμάμαι εάν είπα κάτι. Ένας γνωστός μου από την Ελληνική Πρεσβεία είχε προστεθεί στη παρέα. Τη κοίταξε με κατανόηση. Οι Σέρβοι ένιωθαν και ήταν μόνοι τους σε όλη αυτή την ιστορία και μάλιστα ήταν ο “κακός λύκος” του παραμυθιού. 

Σε έναν ασπρόμαυρο και διπολικό κόσμο, όπως αυτός της νεωτερικής εποχής δεν υπήρχε χώρος για ενδιάμεσες εκδοχές της ιστορίας. “Τελικά δεν θα κάνουμε την εκπομπή!” είπα στον αξιωματούχο της Πρεσβείας, για να αλλάξω θέμα. Είχαμε κανονίσει να στήσουμε μια ραδιοφωνική εκπομπή, με ελληνική μουσική σε ένα από τα κρατικά κανάλια και μετά από διάφορες περιπέτειες με τους κρατικούς υπαλλήλους του καθεστώτος, που κάθε φορά μας κοίταγαν φιλύποπτα, είχαμε καταλήξει σε συμφωνία. Εγώ θα έβαζα κάνα ελληνικό ροκ και ήμουν στα οργανωτικά, ενώ ένας άλλος καλός φίλος, dj σε “ελληνάδικο” κλαμπ της πόλης, θα αναλάμβανε το κύριο μουσικό κομμάτι με “Άντζελες και Καιτούλες”. Είχαμε βρει χορηγούς, αλλά εμείς δεν ζητήσαμε να πληρωθούμε. Αυτό έκανε τους κρατικούς υπαλλήλους ακόμα πιο επιφυλακτικούς, άλλωστε οι μέρες ήταν περίεργες και έναν κρατικό μέσο είναι πολύ περισσότερα πράγματα από απλή μουσική. Είχε ηχογραφηθεί και το διαφημιστικό. Κάποιοι φίλη, μάλιστα, μου είχε πει ότι το είχε ακούσει κιόλας “στον αέρα”.    


Στην ταράτσα του ουρανοξύστη που βρίσκονταν τα ραδιοφωνικά στούντιο, στο κέντρο της πόλης, ήταν τοποθετημένες οι σειρήνες. Στις 8:14 μ.μ. ακούστηκαν και λίγο μετά άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες βόμβες. Κατά τη διάρκεια των εβδομήντα οκτώ ημερών τρόμου, καταστροφής και θανάτου, ούτε ο Μιλόσεβιτς ούτε η διεθνής κοινότητα, στην οποία αμέτρητοι Σέρβοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους, ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες που είχε ο ένας για τον άλλο. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Χαβιέ Σολάνα ανακοίνωσε ότι η επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας ήταν «μια προσπάθεια υπεράσπισης των ηθικών αξιών». Το ΝΑΤΟ και ο Σερβικός στρατός δεν συναντήθηκαν ποτέ σε κάποιο πεδίο μάχης, κάτι πρωτοφανές στη πολεμική ιστορία της ανθρωπότητας και μεταξύ μας, με πολεμικούς όρους, όχι και τόσο ηθικό και δίκαιο. Βέβαια, επίσης μεταξύ μας, εάν έμπαινε το ΝΑΤΟ με χερσαίο στρατό στο Κόσοβο, μάλλον θα είχαμε νέο Βιετνάμ, λόγω του ανάγλυφου της περιοχής και της εμπειρίας των Σέρβων. 


Αν και, τόσο οι Σέρβοι, όσο και οι Αλβανοί ήταν θύματα της τρελής πολιτικής της περιοχής, με καταπιέσεις και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας από όλες τις πλευρές, υπεύθυνοι για την διεθνή κοινή γνώμη θεωρήθηκαν μόνο οι Σέρβοι. Στις 9 Ιουνίου 1999 στις 10:30 μ.μ., ανακοινώθηκε ότι τελείωσαν οι επιδρομές του ΝΑΤΟ, το οποίο είχε φτάσει στα όρια του από τη διεθνή κατακραυγή και τις εσωτερικές διχογνωμίες. Δεδομένης της επιλογής μεταξύ της αποδοχής των όρων της Δύσης ή τους βομβαρδισμούς, ο Μιλόσεβιτς αρχικά επέλεξε τους τελευταίους, και τελικά αναγκάστηκε να αποδεχτεί όρους που ήταν πιο ταπεινωτικοί από αυτούς που του είχαν αρχικά προταθεί. 


Ήμουν, ανάμεσα στους πρώτους ξένους που επέστρεψαν. Όλα ήταν διαφορετικά. Από τα βομβαρδισμένα κτίρια ερχόταν ένας ανατριχιαστικός θόρυβος, καθώς ο αέρας περνούσε μέσα από τα κουφάρια τους. Είχαν χτυπηθεί και είχαν σκοτωθεί αθώοι πολίτες σε όλη τη χώρα. Ειδικά μπροστά στα κεντρικά του κρατικού καναλιού, όπου μέσα είχαν εξαϋλωθεί ή θαφτεί δεκαέξι εργαζόμενοι (και είχαν τραυματιστεί σοβαρά άλλοι), όταν ένας “έξυπνος” πύραυλος έπεσε στο κτίριο, το συναίσθημα ήταν απόκοσμο: Ένας ανοιχτός τάφος. Γύρω από τα χτυπημένα κυβερνητικά κτίρια υπήρχαν φρουροί, ενώ στις άκρες ήταν ακόμα στοιβαγμένα κομμάτια από πέτρες, χώμα, σκόνη, λιωμένα σίδερα και έγγραφα. Ήταν ο τρίτος πόλεμος - αν μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, που ζούσαν οι άνθρωποι αυτοί μέσα σε μια δεκαετία. Για τους κατοίκους του Βελιγραδίου, όμως, ήταν ο πρώτος που έβλεπαν από τα παράθυρα των σπιτιών τους, όσοι δεν έσπευδαν στα καταφύγια. Γύρω στο 32% υποφέρουν από χρόνιο μετατραυματικό στρες, σήμερα. Και όμως, πολλοί Σέρβοι θεωρούσαν, ότι άπαξ και το ξεκίνησε, ο Μιλόσεβιτς δεν έπρεπε να δειλιάσει. Έπρεπε να το πάει μέχρι τέλους. 


Ο “Σλόμπο” δεν έγινε ξαφνικά από κομμουνιστής εθνικιστής. Πάντα το είχε δίπορτο, άλλοτε παίζοντας το χαρτί της Τιτοϊκής κληρονομιάς και άλλοτε του άντι-Τιτοϊκού εθνικισμού, ο οποίος είχε αρχίσει να εμφανίζεται από τα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Ο Μιλόσεβιτς επωφελήθηκε πολύ από τη συμμαχία του SPS, του κόμματος του, με τα δύο άλλα κόμματα των οποίων τα προγράμματα και το μέγεθος αντικατόπτριζαν τις γενικές τάσεις του ακροατηρίου του: Η Γιουγκοσλαβική Ενωμένη Αριστερά (JUL) ήταν ένα μικρό, κρυπτο-κομμουνιστικό κόμμα που διευθυνόταν από τη σύζυγό του, ενώ το Σερβικό Ριζοσπαστικό Κόμμα (SRS) προέκυψε, το 1990, από ένα αναζωπυρωμένο κίνημα των Τσέτνικ, με επικεφαλής τον Βόισλαβ Σέσελι.

Με το να κάνει εξαρχής πίσω στο θέμα του Κοσόβου, ο Μιλόσεβιτς θα έβαζε τους πάντες απέναντι του. Με το να το πήγαινε μέχρι τέλους, πάλι κάποια στιγμή θα τους έχανε όλους. Προτίμησε μια “μέση” λύση, πληρώνοντας όχι μόνο τα δικά του λάθη, αλλά και του Τίτο. 

Βέβαια, δεν αποκλείεται να πόνταρε στη χερσαία σύρραξη, την οποία να πίστευε ότι, εάν δεν κέρδιζε, τουλάχιστον δεν θα έχανε, με ότι αποτέλεσμα μπορεί να είχε αυτό στη διαπραγμάτευση για τη τύχη της περιοχής και το πολιτικό του μέλλον. Άλλωστε η τακτική του Σερβικού στρατού ήταν να ταμπουρωθεί σε πυκνά δάση, βαθιές χαράδρες και αυλές σπιτιών με μπουγάδες απλωμένες επάνω στις κάνες των τεθωρακισμένων και να περιμένει να περάσουν οι βομβαρδισμοί, μέχρι να έρθει κανονικός στρατός να τον πολεμήσει. Όμως αντί για στρατιωτική σύρραξη στο Κόσοβο, προέκυψαν μόνο βομβαρδισμοί και μάλιστα σε ολόκληρη τη χώρα και με στόχους όχι μόνο στρατιωτικούς.


Λίγοι άνθρωποι στη Δύση γνωρίζουν τα παράπονα που είχαν οι Σέρβοι από την πρώην Γιουγκοσλαβία. Λέγεται ότι οι Σέρβοι κατάφεραν να κυριαρχήσουν στην πρώτη (βασιλική) Γιουγκοσλαβία και πατρόναραν τη δεύτερη (Τιτοϊκή) Γιουγκοσλαβία. Από την άποψη των μικρότερων εθνικών ομάδων της χώρας, αυτό δεν είναι καθόλου αδικαιολόγητο, δεδομένου του μεγέθους και της επιρροής του σερβικού πληθυσμού. Όμως, χωρίς τους Σέρβους πιθανότατα δεν θα μπορούσαν να σταθούν μόνοι τους. Από την άλλη μεριά, η εμπειρία της Σερβίας στη Γιουγκοσλαβία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς να λάβουμε υπόψη μας τον μακρύ κατάλογο λαθών και αδικιών στον σερβικό λαό και την κληρονομιά του, όπως το ανεπίσημο Τιτοϊκό “Αδύναμη Σερβία για μια δυνατή Γιουγκοσλαβία”.


* * * * * 


Τα δώδεκα χρόνια της κυριαρχίας του “Σλόμπο” ήταν χρόνια πολέμων, απομόνωσης και διεθνούς ταπείνωσης. Θυμάμαι ότι τους πρώτους μήνες που πήγα στο Βελιγράδι δεν υπήρχαν πατάτες και οι πολίτες στέκονταν σε μεγάλες ουρές, περιμένοντας με δελτία να πάρουν βασικά αγαθά. Τα καταστήματα, όταν πήγα εγώ, ήταν δύο τύπων: Τα κρατικά, με βαριεστημένους δημόσιους υπαλλήλους και συγκεκριμένα φθηνά κρατικά προϊόντα (μία μάρκα σε κάθε είδος, που συνήθως το όνομα του τελείωνε σε “εξ” ή “ιξ”) και τα ιδιωτικά, που είχαν αρχίσει να ανοίγουν, πιο ακριβά, με μεγαλύτερη ποικιλία και διεθνείς μάρκες. Η ζωή, γενικά, ήταν φθηνή και το να είσαι μαφιόζος ήταν όνειρο ζωής για πολλά μικρά παιδιά και νέους: Δύναμη και χρήματα με ότι προεκτάσεις είχαν αυτά. Ο “Κνέλε” ήταν, εκτός από γνωστός ποινικός, ένα φάσιον άικον, που χαρακτήρισε με το ντύσιμο και τη συμπεριφορά του μια ολόκληρη γενιά (Dizelaši, Ελλ. “ντιζελάδες”). Οι ντιζελάδες/ούδες ντύνονταν χαρακτηριστικά, άκουγαν turbo-folk, ένα μίγμα παραδοσιακής σέρβικης μουσικής με σύγχρονο ποπ, και ήταν αποκλειστικά από συντηρητικοί, πατριώτες έως υπερεθνικιστές. Ήταν αυτοί που αποτελούσαν ένα τμήμα της νεανικής εκλογικής βάσης του Μιλόσεβιτς και των συν αυτώ. 

   

Όταν υπήρχαν ισχυρές αντιδράσεις, ο Μιλόσεβιτς συνήθως υποχωρούσε. Η πολιτική του ήταν να κάνει παραχωρήσεις στην αντιπολίτευση από καιρού εις καιρόν και να διατηρεί διεθνείς σχέσεις με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνει πάντα την πόρτα ανοιχτή για περαιτέρω διαπραγματεύσεις. Αλλά όλα αυτά άλλαξαν με τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ και τη “Χάγη” που τον χαρακτήριζε ως φερόμενο εγκληματία πολέμου. Αυτό σήμανε το τέλος των ταξιδιών στη Γενεύη και των διακοπών στην Ελλάδα.

Τελικά πήρε μια ακόμα λάθος απόφαση. Ενδεχομένως τη τελευταία του. Το καλοκαίρι του 2000 αποφάσισε να αλλάξει το σύνταγμα της χώρας, για να επανεκλεγεί με λαϊκή ψήφο και όχι από το κοινοβούλιο, όπως συνέβαινε προηγουμένως. Αυτή η απόφαση συνοδεύτηκε με τη προκήρυξη πρόωρων εκλογών για την 24η Σεπτεμβρίου του 2000, σχεδόν δέκα μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του. Ήταν σίγουρος για τη νίκη και αναγκασμένος από τις καταστάσεις.


Η επανάσταση και η μπουλντόζας της 


Η μόνη φορά που ο Μιλόσεβιτς είχε κερδίσει δημοκρατικές εκλογές καθαρά, ήταν στις πρώτες εκλογές με νόμιμη την αντιπολίτευση το 1990. Δεδομένης της κατάστασης σε Κόσοβο, Κροατία, Βοσνία και Σλοβενία, ο Μιλόσεβιτς είχε παίξει το χαρτί του εθνικισμού και ο κόσμος, μπροστά στο κίνδυνο, συσπειρώθηκε γύρω του. Τις επόμενες φορές παρέμενε στην εξουσία είτε με εκλογικές νοθείες, είτε διχάζοντας την αντιπολίτευση - συνήθως και τα δύο. Αλλά αυτή τη φορά όμως, συνέβησαν κάποιες εκπλήξεις: Δεκαοκτώ κόμματα της αντιπολίτευσης ενώθηκαν σε ένα κοινό μπλοκ, υπό τον Βόισλαβ Κοστούνιτσα. Το κόμμα του Κοστούνιτσα δεν είχε πάρει ποτέ περισσότερο από το 6%, όμως σε μια τελευταία δημοσκόπηση το 60% του κόσμου δεν είχε αρνητική στάση σχετικά με την πιθανότητα να γίνει πρόεδρος. Ο Κοστούνιτσα χαρακτηριζόταν ως αντικομμουνιστής, θρήσκος, δημοκράτης, πατριώτης και ρεαλιστής.


Και μετά ήρθε ο θρίαμβος. Ο Κοστούνιτσα εξελέγη πρόεδρος από τον πρώτο γύρο. Η αντιπολίτευση είχε κερδίσει σε όλες τις μεγάλες πόλεις και κωμοπόλεις της Σερβίας. Παρά τις κλεμμένες ψήφους του Μιλόσεβιτς στις απομακρυσμένες περιοχές και το μποϊκοτάζ του Τζουκάνοβιτς στο Μαυροβούνιο, η δημοκρατική αντιπολίτευση κατάφερε μια αποφασιστική νίκη, με τον Κοστούνιτσα να παίρνει το 54,66% των ψήφων έναντι του 35,01% του Μιλόσεβιτς. Η Μίρα Μάρκοβιτς, η γυναίκα του Μιλόσεβιτς, ούρλιαξε: “Αυτή είναι συνωμοσία της CIA, με τη βοήθεια προδοτών!”. Και όμως ο Κοστούνιτσα με την αντιπολίτευση θα έβγαιναν ούτως ή άλλως και μάλιστα με πολύ μεγαλύτερη διαφορά, σε ένα δημοκρατικό και ελεύθερο περιβάλλον. 


Ο Μιλόσεβιτς με ψυχραιμία ζήτησε επανακαταμέτρηση, για να “κλέψει” κι άλλο και να πάει σε δεύτερο γύρο, έτσι ώστε να έχει το χρόνο να αλλάξει τα αποτελέσματα, με μεγαλύτερες νοθείες, απειλές, εκβιασμούς, συλλήψεις κτλ. Σε μια νύχτα κλάπηκαν εκατοντάδες χιλιάδες ψήφων. Όμως η αντιπολίτευση δεν κάθισε με δεμένα τα χέρια. Πρακτικά σε μια νύχτα η πλειοψηφία των Σέρβων ξεσηκώθηκε, καθοδηγούμενη άψογα από τους ηγέτες της αντιπολίτευσης. Πρωτοφανή πράγματα!!!


Η τελική πράξη παίχτηκε στη πρωτεύουσα. Τη Πέμπτη, 5 Οκτωβρίου 2000, αναμένονταν στο Βελιγράδι 300.000 άνθρωποι από άλλες πόλεις της Σερβίας. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν έρθει σε επαφές με μερικούς υψηλόβαθμους αστυνομικούς, οι οποίοι τους διαβεβαίωσαν ότι οι μονάδες τους δεν θα ακολουθούσαν πιστά τις εντολές του Μιλόσεβιτς.


Κατά τη διάρκεια εκείνου του πρωινού, ο “Σλόμπο” τηλεφώνησε αρκετές φορές στον Νεμπόισα Πάβκοβιτς, αρχηγό του Επιτελείου Στρατού, προτρέποντας τον να βγάλει το στρατό και τα τανκς. Ο Πάβκοβιτς ήταν ο πιο αγαπημένος του Στρατηγός. Βετεράνος των πολέμων, ικανός, έξυπνος και πολύ φιλόδοξος. Αποχαρακτηρισμένο, πια, έγγραφο των αμερικάνικων υπηρεσιών, με ημερομηνία 3 Οκτωβρίου 2000, αναφέρει ότι “θα απαιτούσε μεγάλη πίεση από τους δρόμους, τη δημόσια απώλεια της Ρωσικής στήριξης και φωνές μέσα από το καθεστώς - φωνές τις οποίες ο Μιλόσεβιτς δεν θα μπορούσε να αγνοήσει, όπως του Αρχηγού του Επιτελείου Στρατού Πάβκοβιτς - να του πούνε να φύγει.”  

Στις 4 Οκτωβρίου, αργά το βράδυ, μια ομάδα στρατηγών - ανάμεσα τους και ο Πάβκοβιτς - είχε συναντηθεί μυστικά και είχε αποφασίσει να αψηφήσει οποιαδήποτε εντολή κίνησης του στρατού εναντίον του λαού. 


Ειδικές ομάδες κρούσης, δυνατών παιδιών, εκπαιδευμένων και οπλισμένων για “μάχη πόλης” συγκεντρώθηκαν σε διάφορα προαποφασισμένα σημεία της πόλης. Η επικοινωνία και ο συντονισμός μεταξύ αυτών των ομάδων γινόταν μέσω είκοσι πέντε δορυφορικών τηλεφώνων. Έως τις 5:30 π.μ. τη μοιραία μέρα, κομβόι οχημάτων, μήκους είκοσι χιλιομέτρων, πλησίαζε το Βελιγράδι: Λεωφορεία και αυτοκίνητα ασφυκτικά γεμάτα με κόσμο, φορτηγά φορτωμένα με πέτρες, οχήματα για χωματουργικές εργασίες για την απομάκρυνση πιθανών οδοφραγμάτων και περήφανα επάνω σε ένα φορτηγό ήταν μια μπουλντόζα που αργότερα θα γινόταν το σύμβολο της αντίστασης. Αστυνομικοί που είχαν αλλάξει πλευρά, ασκούμενοι στις πολεμικές τέχνες, βετεράνοι των πολέμων, όλοι ήταν εκεί και ήταν οργανωμένοι και οπλισμένοι, για μία μάχη χωρίς αύριο.


Αρκετά αστυνομικά μπλόκα στήθηκαν μετά από οδηγίες του υπουργού Αστυνομίας του Μιλόσεβιτς. Οι διαδηλωτές έπρεπε να μην μπουν στο κέντρο της πόλης με κάθε κόστος. Η αστυνομία όμως στάθηκε στην άκρη και κοίταζε καθώς έσπαγε το ένα οδόφραγμα μετά το άλλο.

Έως τις 1:00 μ.μ. οι δρόμοι και οι πλατείες του κεντρικού Βελιγραδίου είχαν γεμίσει με ανθρώπους. Στον ουρανό περιστρεφόταν ένα ελικόπτερο, ενημερώνοντας για το μέγεθος των διαδηλώσεων. Κάπου μεταξύ 700.000 και ενός εκατομμυρίου ανθρώπων. Ποιος θα μπορούσε να πει με ακρίβεια;


Η πρώτη απόπειρα κατάληψης του κοινοβουλίου σταμάτησε από τα γκλοπ και τα δακρυγόνα της αστυνομίας. Όμως ως τις 4:00 μ.μ. και μετά από περίπου τρεις ώρες επεισοδίων, αρκετές χιλιάδες διαδηλωτών έσπασαν τον κορμό των πεντακοσίων αστυνομικών και μπήκαν στο κοινοβούλιο. Κάποιοι έκαναν βανδαλισμούς και έβαλαν φωτιά που έκαψε ένα μικρό μέρος του ιστορικού κτηρίου. Αυτό δεν χρειαζόταν! 


Σε άλλα σημεία της πόλης όλο και περισσότεροι αστυνομικοί προσχωρούσαν στο πλήθος, παραδίδοντας τα όπλα τους. Οι διαδηλωτές κέρδισαν αυτοπεποίθηση και θάρρος. Πέρασαν από όλα τα αστυνομικά τμήματα της παλιά πόλης, αφαιρώντας και τα 499 πυροβόλα όπλα που βρήκαν στα οπλοστάσια. Μεταξύ τους ήταν και άνθρωποι του υπόκοσμου.


Γύρω στις 4:30 μ.μ., αφού επιτέθηκε επιτυχώς στο κοινοβούλιο, η μάζα των διαδηλωτών κινήθηκε προς τα κεντρικά της κρατικής τηλεόρασης, ένα μισητό σύμβολο του καθεστώτος. Οι δυνάμεις ασφαλείας γύρω από το κτίριο, προσπάθησαν να αποτρέψουν τους διαδηλωτές με δακρυγόνα, γκλοπ και λαστιχένιες σφαίρες. Ένας νεαρός διαδηλωτής έριξε ένα φλεγόμενο χαρτόκουτο μέσα από ένα παράθυρο, βάζοντας φωτιά που θα έκαιγε το μισό κτίριο. Η μπουλντόζα που αναφέρθηκε νωρίτερα ολοκλήρωσε τη δουλειά, σπάζοντας την κύρια είσοδο. Λίγο αργότερα, όλα τα μεγάλα κρατικά κτήρια καταλήφθηκαν.


Στο δρόμο, τα θρύψαλα από κάποιες σπασμένες βιτρίνες κρατικών καταστημάτων, έτριζαν κάτω από τα παπούτσια. Το κρατικό πολυκατάστημα της Μπεογκρατζάνσκα ήταν σπασμένο και το είχαν αδειάσει. Οι “πεκάρες" (αρτοπωλεία) μοίραζαν δωρεάν νερά, χυμούς, λουκανικόπιτες και ότι άλλο είχαν. Τα Μακντόναλτς της πλατείας Τεράζιε είχαν κρύψει με κομμάτια νοβοπάν τις τζαμαρίες, που έγραφαν “Είμαστε ιδιωτική Σερβική επιχείρηση. Εδώ εργάζονται Σέρβοι πολίτες.” Τα λεωφορεία, τα τραμ και τα τρόλεϊ έκαναν τον κύκλο στην πλατεία Σλάβια, χωρίς να μπαίνουν στο κέντρο. Άφηναν πλήθος κόσμου και έφευγαν, για να φέρουν και άλλους από τις γειτονιές και τα προάστια. 


Την Παρασκευή, 6 Οκτωβρίου 2000, στις 10:40 μ.μ., ο Μιλόσεβιτς, εγκαταλελειμμένος από όλους τους σημαντικούς του συμμάχους, που τον πίεζαν να παραιτηθεί, απευθύνθηκε στο έθνος για να πει ότι “μόλις έλαβε τα επίσημα αποτελέσματα των εκλογών και τις πληροφορίες ότι ο Βόισλαβ Κοτσούνιτσα είχε κερδίσει τις προεδρικές εκλογές”. Λίγο πριν και μετά από πιέσεις του Στρατηγού Πάβκοβιτς είχε συναντηθεί με τον Κοστούνιτσα. Μέχρι τη στιγμή που αναγνώρισε το εκλογικό αποτέλεσμα είχε προτείνει τα πιο παράλογα σχέδια, όπως να συλληφθούν αμέσως όλοι ηγέτες της αντιπολίτευσης -ενδεχομένως για να εκτελεστούν ή να βομβαρδιστούν οι διαδηλωτές. 

Και ενώ η Σερβία γιόρταζε τη νίκη, αναφωνώντας με χαρά, “Τελείωσε! Τελείωσε!”, ο Σλόμπονταν και η Μίρα παρέμεναν κρυμμένοι στην επίσημη προεδρική κατοικία. Η νέα ηγεσία συμφώνησε να τους προσφέρει επιπλέον προστασία πέρα ​​από τους προσωπικούς τους σωματοφύλακες. Η τηλεόραση και το τηλέφωνο ήταν οι μόνες επαφές του ζευγαριού με τον έξω κόσμο. Αλλά παρόλο που όλα είχαν τελειώσει, ο Μιλόσεβιτς ενθάρρυνε τους οπαδούς και τους πιστούς του, διαβεβαιώνοντας τους ότι δεν είχαν χαθεί όλα ακόμα. Τι είχε στο μυαλό του; 

Ποτέ δεν θα το μάθουμε. Τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου σχεδόν απήχθη και στάλθηκε στη Χάγη, όπου δικάστηκε για εγκλήματα πολέμου. Η έκδοση του δίχασε το πολιτικό σύστημα και το σερβικό πληθυσμό. Για κάποιους το ηθικό ήταν να δικαστεί και να τιμωρηθεί από τον ίδιο το λαό του. Για άλλους, η έκδοση του ήταν αντισυνταγματική. Υπάρχουν διάφορες εκδοχές για τους λόγους της έκδοσης του. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το 2006. 


Όμως ο αιματηρός κύκλος μιας σειρά δολοφονιών είχε ξεκινήσει ήδη. Όταν δολοφονήθηκε ο Πρωθυπουργός της Σερβίας, Ζόραν Τζίντζιτς, το 2003, ο οποίος είχε στείλει τον Μιλόσεβιτς στη Χάγη χωρίς τη σύμφωνη γνώμη του Κοστούνιτσα, ως φυσικοί υπαίτιοι της δολοφονίας καταδικάστηκαν ο “Λέγκια” και ο Γιοβάνοβιτς, αρχηγικά μέλη της ελίτ ομάδας σκληροτράχηλων εθνοφυλάκων (“κόκκινοι μπερέδες”) με δεσμούς στη, τότε, κραταιά μαφιόζικη φατρία του Ζέμουν. Αυτό που ακόμα παραμένει μυστήριο είναι εάν υπήρχαν πολιτικά κίνητρα. Ο Τζίντζιτς, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι στηρίχτηκε από το οργανωμένο έγκλημα και μετά τους “τα γύρισε”, μάλλον ήθελε να φέρει τη χώρα - που είχε ακόμα έντονο αντιαμερικανικό μένος - πιο κοντά στη Δύση, εκδημοκρατίζοντας τους θεσμούς της και εκλογικεύοντας τους μηχανισμούς της.      


Από τη λογική στην αντί-λογική 


Η επιβολή της λογικής προκαλεί αντιδράσεις. Ο Γιόχαν Γκότφριντ Χέρντερ χαρακτηρίζεται συχνά ως «σόφτ εθνικιστής», υπερασπιζόμενος τη γερμανική ευαισθησία έναντι της γαλλικής λογικής και μιλά για το έθνος ως τόπο κοινοτικών αξιών και αμετάκλητης ιδιαιτερότητας του πολιτισμού, ενάντια στο “τυφλό” φως της ομοιομορφίας και της αδιαφορίας για την κοινότητα, που φαινόταν να ακτινοβολεί ο Διαφωτισμός. Τον Διαφωτισμό τον θεωρούσε ειδωλολατρία της λογικής.


* * * * *


Κάποιες μέρες πριν την Επανάσταση της Μπουλντόζας, όπως ονομάστηκε το κίνημα της 6ης Οκτωβρίου του 2000, πίνοντας μπύρες, στο πάρκο του Καλεμέγκνταν, η Μάρια από την μια θεωρούσε τον αμερικανικό παράγοντα υπεύθυνο για όλα τα δεινά της χώρας τους και από την άλλη πίστευε ότι ο Μιλόσεβιτς απλά παίζει το παιχνίδι της Δύσης. Όταν ρώτησα το απλό, “αφού ο Μιλόσεβιτς είναι άνθρωπος των αμερικανών, γιατί σας βομβάρδισαν;” άρχισε να μου εξιστορεί θεωρίες συνωμοσίας: Ο Μιλόσεβιτς και οι Αμερικάνοι τα είχανε “κάνει πλακάκια” και τα είχανε σκηνοθετήσει όλα. Η υπόθεση του Κοσόβου ήταν πουλημένη εξ’ αρχής και ο Μιλόσεβιτς μαζί με αμερικανικές εταιρίες θα ξανά έφτιαχναν τη χώρα με έξοδα των Σέρβων φορολογούμενων. 

Υπάρχει πάντα κάτι ρομαντικό και συνάμα βολικό στην αντί-λογική. Είναι αυτή η τάση για αμφισβήτηση όλων των κατεστημένων, με κάτι καινοτόμο και επαναστατικό στα μέτρα μας.


* * * * *


Είμασταν νέοι μίας άλλης εποχής. Η εποχή της νεωτερικότητας ξεκίνησε, αν και δεν υπάρχει ομοφωνία, κάπου τον 18ο αιώνα, περιλαμβάνοντας τον Διαφωτισμό και την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης. Θεωρείται ότι τελείωσε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα. 

Αυτό που συνέβη στη νεωτερικότητα ήταν η ανάδυση του έθνους-κράτους και ο τονισμός της εθνικής κυριαρχίας, της εθνικής ταυτότητας, η ανάπτυξη των αστικών καπιταλιστικών κοινωνιών- με αστικές μεταναστεύσεις, η θεοποίηση της επιστήμης και η ανάπτυξη ενός διεθνούς συστήματος δανεισμού και εμπορικών συναλλαγών. Τότε η αλήθεια ήταν, ή έπρεπε να ήταν, μια και υπήρχε απεριόριστη εμπιστοσύνη στον λόγο και την λογική. 


Τίποτα όμως δεν είναι τέλειο ή το πράγμα στράβωσε πολύ στη πορεία. Ίσως βέβαια είχε ήδη αρχίσει στραβά από την εποχή του Αριστοτέλη, ο οποίος χαρτογραφώντας τις επιστήμες και τυποποιώντας τη λογική, από τη μία “ακύρωσε” τις δυσιδαιμονίες, αλλά από την άλλη άνοιξε το δρόμο για το “καπέλωμα” της λογικής από την εκάστοτε εξουσία.

Η ταύτιση της εγκυρότητας του ορθού λόγου με τις επιλογές κέντρων εξουσίας είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη ολοκληρωτικών αφηγημάτων, όπως ο ναζισμός, ο φασισμός και ο σταλινισμός. Ταυτόχρονα η πίστη στη μια και μοναδική “αντικειμενική” αλήθεια της επιστήμης άρχισε να εξασθενεί με νέες ανακαλύψεις που απέρριπταν παλιές, με πολέμους που χρησιμοποιούσαν την επιστήμη για την ανάπτυξη όπλων μαζικών εκκαθαρίσεων και οικολογικές καταστροφές.      


Η εποχή της νεωτερικότητας τελείωσε, για μένα, ταυτόχρονα με την μόνιμη επιστροφή μου στην Ελλάδα το 2001, όπου η μέχρι τότε περιθωριακή μετανεωτερικότητα είχε γίνει μέινστριμ, αν και στη Δύση αυτό είχε ξεκινήσει ήδη από το ’60. Έτσι προέκυψε η εκρηκτική ανάπτυξη της τεχνολογίας και η απαρχή της “κοινωνίας της πληροφορίας” με τον περιορισμό καθετί “εθνικού”, τη παγκοσμιοποιημένη κουλτούρα και τους ευέλικτους τρόπους συσσώρευσης κεφαλαίου. Η πραγματικότητα πήρε υπερβατικές διαστάσεις και η λογική έγινε υποκειμενική, αποσπασματική και εφήμερη. Η μετανεωτερικότητα, με ρίζες στο Διαφωτισμό και στον άντι-Διαφωτισμό ήρθε να διορθώσει, να εκδημοκρατίσει και να ελευθερώσει τα κακώς κείμενα της προηγούμενης εποχής.


Η μετανεωτερική σκέψη θεωρεί ότι δεν είναι δυνατόν ο λόγος να συλλάβει ολόκληρη την αλήθεια και κάθε απόπειρα για κάτι τέτοιο, το χαρακτηρίζει ως “ολοκληρωτικό”. Ταυτόχρονα, αποδομεί τις διακρίσεις μεταξύ της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας, της αλήθειας και της μη-αλήθειας και γενικότερα όλων των διχοτομήσεων και των δίπολων που επέβαλλε η νεωτερικότητα. 

Από την άλλη, η γνώση εμπορευματοποιήθηκε και κατέληξε σε πληροφορία που αξία έχει μόνο όταν διακινείται. Ως αυτοσκοπός, με τον χρόνο που απαιτεί, η γνώση καθίσταται αντιεμπορική και αντιπαραγωγική. Και έτσι οι άνθρωποι μαθαίνουν πολλά και γνωρίζουν λίγα. Παλαιότερα, η γνώση είχε σκοπό να βγάζει “καλούς ανθρώπους στη κοινωνία” - οτιδήποτε σήμαινε αυτό, αλλά ως πληροφορία σκοπό έχει να βγάζει μόνο “καλά καταρτισμένους επαγγελματίες”. Ο κόσμος έπαψε να διαβάζει, αφού η μετανεωτερικότητα δεν προσεγγίζει τη γνώση με τις ιδιότητες της αντικειμενικής αλήθειας, της δικαιοσύνης και της καλαισθησίας.      

 

Η νέα εποχή της “μετανεωτερικότητα”, υποσχέθηκε για την εποχή μας, πλήρη ελευθερία, με τη λογική να γίνεται υποκειμενική και ενστικτώδης. Σημασία, σήμερα, έχει πως νιώθουμε και όχι τι γνωρίζουμε. Ύπερ-προβάλλεται η πολυπολιτισμικότητα και ο πολιτικός κατακερματισμός, τα οποία είναι πιο δημοκρατικά και φιλελεύθερα. Τελικά, όμως, γιατί η πλήρης ελευθερία και η ισότητα δεν ήρθαν ποτέ; 

Υποψιάζομαι ότι αποδυναμώνοντας τους θεσμούς, αφήσαμε ελεύθερους και κάποιους “δράκους” που καλώς ή κακώς οι θεσμοί - πολιτικοί, κοινωνικοί κτλ.- κρατούσαν υπό τον έλεγχο τους. Ανεξέλεγκτοι τώρα πια αυτοί -“οι δράκοι”- φτάνουν στο σημείο να “σορτάρουν” (επενδύουν/στοιχηματίζουν σε πτωχεύσεις), να διασπείρουν θεωρίες συνωμοσιών και καλά μεταμφιεσμένων αντιδημοκρατικών ιδεών. Κάποιος θα πει, ότι το κατεστημένο φόρεσε άλλο προσωπείο, απλά. Δεν ξέρω, αλλά σκέφτομαι ότι από την αμερικανική πολιτισμική επανάσταση της αντικουλτούρας του ’60, αφήσαμε κάποια βασικά συστατικά της συνταγής της μετανεωτερικότητας απ’ έξω, όπως η ατομική ευθύνη, για την οποία χρειάστηκε μια πανδημία, δεκατίες μετά, για να γίνει κάποια σοβαρή κουβέντα.  


* * * * *


“Τελικά όμως δεν καταλαβαίνω τι ακριβώς θέλεις. Μιλόσεβιτς ή Δύση;” τη ρωτάω. “Θέλω να ζω ελεύθερη και να αποφασίζω εγώ για μένα” μου λέει, η Μάρια, εκνευρισμένα, χωρίς να καταλάβω στην αρχή το λόγο και πρόσθεσε “εσύ ξέρεις τι θες, άραγε;” Για τους Σέρβους ήμουν “αδερφός Έλληνας”, που όμως έχω χάσει το δρόμο μου. Κάποτε μας σύνδεε το Βυζάντιο και ο αγώνας εναντίων της τυραννίας (Οθωμανική Αυτοκρατορία), όμως υπέκυψα στη Δύση…. και κάποια άλλα που δεν θυμάμαι. 


* * * * *


Λίγα είναι γνωστά για το από που “κρατά η σκούφια” των Σλάβων, οπότε δεν υπάρχει επιστημονική συναίνεση σχετικά με την καταγωγή τους. Ορισμένοι λένε ότι ήταν νομάδες και άλλοι ισχυρίζονται ότι ζούσαν σε μόνιμους οικισμούς της Βορειοανατολικής Ευρώπης. Στη περίπτωση που ήταν νομάδες, πιθανολογείται ότι αρχικά η γυναίκα είχε εντελώς διαφορετική θέση. Τα επιχειρήματα υπέρ της μητριαρχίας ή της ισότητας των φύλων στους νομαδικούς λαούς βασίζονται σε διάφορα είδη στοιχείων, όπως σε γνωστές κοινωνίες όπου οι γυναίκες παρείχαν τα προς το ζην, σε δεδομένα που αναφέρονται σε κοινωνίες με μητρικό σύστημα κληρονομιάς, σε αρχαιολογικά δεδομένα που παρέχουν ερμηνείες για την ύπαρξη κεντρικών γυναικείων θεοτήτων, βασιλισσών, πολεμιστριών (αμαζόνες) κ.λ.π. 


Κάποιοι πιθανολογούν ότι οι αρχαίοι Σέρβοι συνδέονται με τη φυλή των Νευρών, την οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Άνθρωποι του μακρινού Βορρά, όπου οι άνδρες μεταμορφώνονταν σε λύκους ορισμένες μέρες του χρόνου. Αυτό ταιριάζει με τη σλαβική δοξασία των λυκανθρώπων και τις παραδοσιακές γιορτές του παγανιστικού θεού Βέλες, που ομάδες νεαρών ανδρών περιφέρονταν στα χωριά φορώντας μάσκες. 

Η πρώτη σαφής γραπτή αναφορά για αυτούς γίνεται από τον βυζαντινό ιστορικό Προκόπιο τον 6ο αιώνα, ο οποίος περιγράφει τις δοξασίες μιας νότιας σλαβικής φυλής, που διέσχισε σε δυο μόνο ημέρες τον ποταμό Δούναβη και πίστευε σε έναν θεό, κύριο των πάντων, δημιουργό του κεραυνού και της αστραπής, αλλά και σε διάφορους δαίμονες, λυκάνθρωπους, βαμπίρ και νύμφες.


* * * * *


“Θέλω να ζούμε όλοι ελεύθεροι και να αποφασίζουμε μαζί, για εμάς”, είπα. Τότε ήταν που συνειδητοποίησα το κεφάλι της “Γαλλίδας” πάνω στο πόδι του Μάρκο. Στη “γλώσσα μας” αυτό σήμαινε ένα πράγμα και μόνο: Είχε ξαπλώσει κατα μήκος των τειχών και ήθελε μαξιλάρι για το κεφάλι της. Η μετανεωτερικότητα δεν μας είχε προλάβει, ακόμα, στη Σερβία και η συζήτηση μας επεκτάθηκε στην ιστορία της Βαλκανικής επί Οθωμανών και στον τότε ρόλο των μεγάλων δυνάμεων της εποχής· Άγγλοι, Γάλλοι, Ρώσοι. Ρώσοι είπα;… 


Το ξανθό γένος δεν ήρθε, αλλά έστειλε e-mail


Ο ρόλος της Ρωσίας στην πτώση του Μιλόσεβιτς παραμένει αμφίβολος. Πιάστηκε στον ύπνο; Δεν είχε τη δύναμη να αντιδράσει; Τη βόλευε; Αιφνιδιάστηκε από την νέα στρατηγική των Αμερικανών; Ή ήθελε να τιμωρήσει παραδειγματικά τον αποστάτη Μιλόσεβιτς; 


Στον Μιλόσεβιτς άρεσαν οι Ρώσοι, ωστόσο ήταν υποκριτικός απέναντι τους. Για παράδειγμα, όταν ζήτησε τη βοήθεια του Γέλτσιν στους νατοϊκούς βομβαρδισμούς, την ίδια στιγμή υποστήριζε τους πολιτικούς του αντιπάλους. Πολύ πιθανό να ήταν απογοητευμένος από αυτούς, οι οποίοι παρά τη δύναμη τους, είχαν υποταχθεί - όπως πίστευε - στους Αμερικάνους.  

Ο αδερφός του Μιλόσεβιτς ήταν Πρέσβης στη Ρωσία και ο Πούτιν προσπάθησε να παρέμβη διαμεσολαβητικά μεταξύ καθεστώτος και αντιπολίτευσης Κοστούνιτσα, αλλά τη δεδομένη στιγμή ήταν εξαρτημένος από της Δύση. Οι Αμερικάνοι τον πίεζαν να πάρει θέση κατά του Μιλόσεβιτς και όσο αυτός αργούσε τόσο εκνευρίζονταν. Ο Πούτιν μάλλον θα δυσαρεστήθηκε που οι Ηνωμένες Πολιτείες διαμόρφωναν άλλη μια χώρα “κατ’ εικόνα” τους. “Πραγματικά, τα τελευταία χρόνια είναι σαν να μας λένε οι άνθρωποι: Σας περιμένουμε, θέλουμε να σας καλωσορίσουμε στην οικογένεια μας, στην πολιτισμένη δυτική μας οικογένεια”, δήλωνε το 2007. Για να προσθέσει ειρωνικά, “Αλλά, πρώτα απ 'όλα, γιατί αποφασίσατε ότι ο πολιτισμός σας είναι ο καλύτερος;” 


Η Σοβιετική Ένωση έχει παράδοση στη στόχευση ξένων εκλογών. Ο Ψυχρός Πόλεμος έδειξε τα δόντια του για πρώτη φορά στην Ευρώπη μετά τον Α 'Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν ο Βλαντιμίρ Λένιν ενοποίησε τον έλεγχο των ερειπίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και η κομμουνιστική Μόσχα συγκρούστηκε για πρώτη φορά με τις Δυτικές δημοκρατίες. Σε αντίθεση με τη Μόσχα, η Ουάσιγκτον τότε δεν διέθετε οργανωμένη υπηρεσία πληροφοριών στο εξωτερικό. Ο Λένιν υποστήριζε ξένους ηγέτες κομμουνιστές, οι οποίοι καταλάμβαναν την εξουσία, μέσω των μυστικών εκλογικών παρεμβάσεων του.


Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έφερε ένα παγκόσμιο ανταγωνισμό για επιρροή. Καθώς η Μόσχα στήριζε την εγκαθίδρυση κομμουνιστικών καθεστώτων σε όλη την Ανατολική Ευρώπη, η Ουάσιγκτον κατέγραφε μια διαφορετική πορεία στη Δυτική Ευρώπη, όπου αναπτύχθηκε και σύντομα ευημερούσε ένα σύνολο δημοκρατιών. Οι δημοκρατίες των συμμάχων, όμως, ήταν ευάλωτες σε κάθε είδους προσπάθεια επιρροής.

Η πρώτη από αυτές τις “μάχες” για τις ΗΠΑ, δόθηκε στην Ιταλία, το 1948. Αυτό που ακολούθησε ήταν μια ιδέα, εμπνευσμένη από τους Σοβιετικούς: Εκλογικές παρεμβάσεις εκτελεσμένες εν μέρει από τη CIA. 

Με τον Πούτιν και δεδομένης της παράδοσης της, η Μόσχα γρήγορα βρήκε τα πατήματα της και αναδείχθηκε σε κυρίαρχη δύναμη επιρροής και παρεμβολής σε εκλογές, χρησιμοποιώντας σήμερα τις νέες τεχνολογίες και το διαδίκτυο. Σε σημείο μάλιστα να κατηγορηθεί από τις ΗΠΑ, ότι ενεπλάκη και στις ίδιες τις δικές της εκλογές το 2016. 

Οι Ρώσοι δεν έχουν παράδοση στη πολιτική, όπως την εννοούν οι Δυτικοί, αλλά είναι κορυφαίοι στην ιστορία και στη ψυχολογία. Όταν η δυτική ρητορική επικεντρώνεται στην ανωτερότητα του δυτικού πολιτικού συστήματος, οι Ρώσοι στοχεύουν στις ιστορικές του αδυναμίες και στο συναίσθημα των ανθρώπων.  

     

Στην ιστορία δεν υπήρξε ποτέ πιο ευρώφιλος ηγέτης της Ρωσίας από την Μεγάλη Αικατερίνη, η οποία υιοθέτησε εν μέρει τις ιδέες του Διαφωτισμού. Και ο Βολταίρος ήταν παρών και υποστήριξε τη “δια των όπλων” διάδοση του σε Πολωνούς και Οθωμανούς. Όταν ο Γάλλος φιλόσοφος και λόγιος Ντενί Ντιντερό επισκέφθηκε τη Ρωσία και άρχισε να εξηγεί τη σημασία των μεταρρυθμίσεων για την αυτοκρατορία της, η Αικατερίνη τον πατρονάρισε:

"Άκουσα με τη μεγαλύτερη χαρά τις εμπνεύσεις του λαμπρού μυαλού σας. Αλλά όλες οι θεμελιώδεις αρχές σας, τις οποίες καταλαβαίνω πολύ καλά, θα ταίριαζαν υπέροχα σε βιβλία και πολύ άσχημα στην πράξη. Σε όλα τα σχέδια σας για μεταρρύθμιση, ξεχνάτε τη διαφορά μεταξύ των δύο θέσεων μας: Εσείς εργάζεστε μόνο σε χαρτί, το οποίο δέχεται οτιδήποτε, είναι ομαλό και ευέλικτο και δεν φέρει εμπόδια ούτε στη φαντασία σας, ούτε στη πένα σας, ενώ εγώ, φτωχή αυτοκράτειρα, δουλεύω σε ανθρώπινο δέρμα, το οποίο είναι πολύ πιο ευαίσθητο και εύθικτο.”



“Λογικέψου!!” 


Σήκωσε το μπουκάλι της μπύρα της και ήπιε. Αφού τράβηξε μερικές γουλιές, η Μάρια συνέχισε, “Λογικέψου! Τη δουλειά τους κοιτάνε όλοι. Δεν έχεις να επιλέξεις!” Τα μάτια της γυάλιζαν στο σκοτάδι από τα μάκρυνα φώτα της πόλης. Κάθισε δίπλα μου, σπρώχνοντας τη “Γαλλίδα” με τη πλάτη, “τόσο όσο” να αλλάξει θέση και να πάρει το κεφάλι της από το πόδι του Μάρκο. Είχε καστανόξανθα μακρυά ίσια μαλλιά με αφέλειες, κάπως σχιστά μάτια σε ένα αγγελικό πρόσωπο και συμμετρικό κανονικό σώμα.

Η σεξουαλική μας συμπεριφορά, πάντα σε κάποιο βαθμό, επηρεάζεται από το τι κουβαλάμε από το παρελθόν, ανεξαρτήτως με τις τελικές μας επιλογές.


* * * * * 


Πολιτικά για έναν Έλληνα και μια Σέρβα της γενιάς μας, ο “αντιαμερικανισμός” και ο “αντικαθεστωτισμός” ήταν από τα πιο φυσιολογικά πράγματα. Όμως δεν θυμάμαι γιατί τα συγχέαμε και μάλιστα με τον ίδιο τρόπο Έλληνες και Σέρβοι. Ίσως γιατί ζούσαμε με παρόμοιους μύθους ο καθένας: Ο Μιλόσεβιτς, όπως και η Χούντα των Συνταγματαρχών, ήταν “αμερικανοκίνητοι”. 

Χρόνια μετά, η μετανεωτερικότητα θα μας “ξενέρωνε”, αφού μαζί με την αναθεώρηση της ιστορίας και την αποδόμηση των μεγάλων αφηγήσεων, έφερε και τη κατάργηση των μύθων, με τους οποίους είχαμε μεγαλώσει: Τελικά ούτε ο Μιλόσεβιτς ούτε οι οι “Συνταγματάρχες” ήταν βαλτοί των Αμερικάνων, αν και οι Αμερικάνοι άλλοτε τους εκμεταλλεύτηκαν και άλλοτε αναγκάστηκαν να τους έχουν ως συνομιλητές. Δεν χρειάζονται οι Αμερικάνοι, για να υπάρχουν άνθρωποι που απλά δεν πιστεύουν στη δημοκρατία και στην ελευθερία.


Ευτυχώς ισχύει και η άλλη πλευρά της ιστορίας. Δεν χρειάζεται κανένας “ξένος δάκτυλος”, για να υπάρχουν άνθρωποι που μάχονται για τη δημοκρατία και την ελευθερία. Υπάρχουν αρκετοί μέσα και έξω από τη Σερβία, που θεωρούν το Ότπορ! - και όχι μόνο αυτό - ως μαριονέτα των Αμερικάνων, για να ρίξουν το καθεστώς του Μιλόσεβιτς και να προωθήσουν ανενόχλητοι τα σχέδια τους για το Κόσοβο. Δεν ξέρω τι μνήμες μπορεί να φέρνει σε έναν Έλληνα αυτό.

Το Ότπορ! ήταν ένα κίνημα που υπήρχε στη Σερβία από τα τέλη του 1998 έως τις αρχές του 2004. Έπαιξε σημαντικό ρόλο στη νεότερη ιστορία της χώρας, αλλά και στη σύγχρονη ιστορία των φοιτητικών κινημάτων παγκοσμίως. Όμως δεν ήταν μόνο του. Ήταν μόνο ένα μέρος ενός πολύ μεγαλύτερου μετώπου που πολεμούσε, για χρόνια, ενάντια στον Μιλόσεβιτς και το καθεστώς του, και δίπλα τους είχαν την πλειοψηφία των πολιτών. 

Όταν ξεκίνησε το Ότπορ!, ξεκίνησε μόνο του, αυθόρμητα και χωρίς καμία βοήθεια, πολύ πριν αρχίσουν οι Αμερικάνοι να το υποστηρίζουν. Κάποιοι που ξέρουν μπορούν δικαιολογημένα να του προσάψουν διάφορα λάθη που έγιναν στη πορεία, όμως η αμερικανική βοήθεια ήταν αναγκαίο κακό, αφού δεν θα τους βοηθούσε κανείς μέσα από την Σερβία είτε λόγο φόβου, είτε λόγω ιδεολογίας, είτε λόγω συμφερόντων. Όπως έγραψε κάποια στιγμή, αργότερα, ο Ίβαν Μάροβιτς, ηγετικό στέλεχος του, “το να μιλάμε για την υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ότπορ! χωρίς να αναφέρουμε τον Μιλόσεβιτς είναι σαν να λέμε ότι ο Στάλιν και ο Τσόρτσιλ ήταν σύμμαχοι, χωρίς να αναφέρουμε τον Χίτλερ.” 


Η Σερβία και η Ελλάδα έχουν πολλές ομοιότητες στην ιστορία τους και αυτό συμβαίνει, γιατί βρίσκονταν δίπλα και επάνω στη γραμμή που χώριζε τη Δύση από την Ανατολή. Όταν τα ιστορικά βιβλία ή η διεθνής πολιτική δεν τις υπολογίζουν, ή εάν και όταν τις αναφέρουν, το κάνουν ακροθιγώς, τις πικραίνει. Και αυτό συμβαίνει διότι αυτές θεωρούν το ρόλο τους στην διαμόρφωση και στη διατήρηση της Δύσης από πάρα πολύ σημαντικό έως πρωταρχικό, κάποιες στιγμές με βαρύ φόρο αίματος. Όμως δεν έχουν αποσαφηνίσει μέσα τους, εάν ανήκουν στη Δύση ή στην Ανατολή και αυτό σε ένα διπολικό κόσμο έχει αντίκτυπο.


Μέσω των αιώνων καταπίεσης, Έλληνες και Σέρβοι έμαθαν να ζουν σε παράλληλα σύμπαντα. Κατά τη διάρκεια του εκχριστιανισμού των σλαβικών πληθυσμών, οι Χριστιανοί ιερείς και μοναχοί πάλευαν να πατάξουν το φαινόμενο της διπλή πίστης. Από τη μια πλευρά, οι αγρότες κι οι χωρικοί δέχονταν τη βάπτισή τους, τις χριστιανικές λειτουργίες και γιορτές, αλλά από την άλλη πλευρά συνέχιζαν να διατηρούν την παλαιά παγανιστική λατρεία και να διεξάγουν αρχαία τελετουργικά. Το γεγονός αυτό συνέβαινε, γιατί οι περισσότεροι έβλεπαν το Χριστιανισμό σαν μια συμπληρωματική θρησκεία της παλαιάς σλαβικής θρησκείας. Η νέα θρησκεία προσέφερε την προοπτική της μετά θάνατον ζωής και την ελπίδα της σωτηρίας, αλλά άφηνε κενά όσον αφορά στη γονιμότητα ανθρώπων, γης και ζώων.


Η εποχή της νεωτερικότητας χώρισε το κόσμο και τη ζωή σε δύο μπλοκ. Η εποχή της μετανεωτερικότητας ακύρωσε αυτές τις διχοτομήσεις, ελπίζοντας ότι ο κόσμος, όπως στη θεωρίας του χάους, θα αυτορυθμιστεί και θα προκύψει μια φυσική και ανεπιτήδευτη τάξη και αυτοοργάνωση. Και όμως, σήμερα, ζούμε πάλι μια τεράστια πόλωση. Δεν ξέρω, αλλά το πείραμα - της παρέας από τη Καλιφόρνια - που ονομάστηκε Facebook και είχε ως σκοπό αρχικά την απόλυτη ψηφιακή ελευθερία απέτυχε. 

 

* * * * *


Κάτι τέτοια βράδια στο Βελιγράδι με φίλους και φίλες, καθισμένοι επάνω στα βυζαντινά τείχη του φρουρίου του Βελιγραδίου, στο πάρκο του Καλεμέγκνταν και με θέα τον Σάβα και τον Δούναβη, ανάμεσα σε γκομενοκουβέντες και διάφορα άλλα που συζητάγαμε, αρχίσαμε και τις πρώτες σοβαρές ερωτήσεις: Η δημοκρατία είναι άραγε το καλύτερο ή απλά το πιο λογικό πολίτευμα; Είναι η λογική καλό πράγμα ή όχι; Είναι η λογική οικουμενική ή υποκειμενική; Δικαιούμαστε ή υποχρεούμαστε να επιβάλλουμε τη λογική σε κάποιον άλλον, ειδικά εάν παραλογίζεται; Και τι σημαίνει παραλογίζεται; Τελικά, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε παράλογα μέσα για να επιβάλουμε τη λογική; Και εάν αυτά τα παράλογα μέσα είναι μη-βίαια, εξιλεωνόμαστε; 


Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΣΤΗ ΣΕΡΒΙΑ


Περιμέναμε στη στάση τη Μάρια να πάρει το λεωφορείο. Αντάλλαξαν μια πεταχτή με τον Μάρκο. Κάποιοι θα σπεύσουν να μιλήσουν για το ηθικό ανάστημα αυτών των δύο νέων ανθρώπων, οι οποίοι παρά το πάθος του ενός για τον άλλον, έχοντας άλλες σχέσεις, δεν έκαναν τίποτα μεταξύ τους. Άλλοι θα τους καταγγείλουν ως καταπιεσμένα, μικροαστικά θύματα της παράδοσης και της λογικής. Και τέλος, κάποιοι άλλοι θα πουν ότι δεν το θέλανε αρκετά. 


Οι αψιμαχίες μεταξύ σεξουαλικής απελευθέρωσης και καταπίεσης πάει μακρυά πίσω στην ανθρώπινη ιστορία. Στη Δύση του Μεσαίωνα, η λατρεία της Μαρίας Μαγδαληνής ήταν πάρα πολύ δημοφιλής και η ιστορία της λειτούργησε ως μια ισχυρή παραβολή για τον ηθικό εκπεσμό και τη λύτρωση. Αυτό η Ορθόδοξη εκκλησία ποτέ δεν το δέχτηκε: Η Μαγδαληνή δεν ήταν το ίδιο πρόσωπο με τη μετανοημένη πόρνη, η οποία παραμένει ανώνυμη.


Ο Διαφωτισμός στη Δύση θριάμβευσε με την ανύψωση της επιδίωξης για την ευτυχία, ως ο πιο σημαντικός στόχος της ζωής. Ωστόσο, υπήρξε πολύ λίγη δημόσια συζήτηση για το δικαίωμα των γυναικών στη σεξουαλική ελευθερία. Την ίδια στιγμή, η μεταστροφή από τα θρησκευτικά πρότυπα ηθικής, προς τις κοσμικές σκέψεις της λογικής, έτεινε να ενισχύσει τα σεξουαλικά διπλά πρότυπα μεταξύ γυναικών και ανδρών, προκαλώντας ορισμένα από τα πιο ακανθώδη κοινωνικά και ηθικά ζητήματα του σύγχρονου σεξουαλικού κόσμου: Πόσο υπεύθυνος είναι ο καθένας για τις δικές του πράξεις; Ποιες ευρύτερες δυνάμεις διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά; Πώς πρέπει να συμπεριφέρονται άντρες και γυναίκες;


Με τα χρόνια, η αυξανόμενη προβολή των γυναικείων απόψεων για το σεξ υποστήριξε την αντίληψη ότι οι άνδρες, και όχι οι γυναίκες - όπως πίστευε η Χριστιανική Θρησκεία ή οι αρχαίοι φιλόσοφοι, ήταν αυτοί που αποπλανούν περισσότερο. Αυτή η άποψη πυροδότησε την ανησυχία σχετικά με τις κακές επιπτώσεις του “έκφυλου” των ανδρών και ταυτόχρονα οδήγησε στην αυξανόμενη αντίδραση εναντίον των υποστηρικτών της.


Η πεποίθηση ότι οι γυναίκες ήταν ηθικά ανώτερες από τους άνδρες ενίσχυσε τη γυναικεία ενότητα, με κόστος όμως στις ανδροκρατούμενες κοινωνίες: Είχαμε την αύξηση πολλών κοινωνικών και σεξουαλικών προκαταλήψεων και αυτό με τη σειρά του οδήγησε άμεσα στην ενίσχυση του αυτοπεριορισμού των γυναικών, με μια αυξανόμενη εμμονή στην απο-σεξουαλικοποίηση τους, και σε ένα ακόμα πιο διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ ανδρικών και γυναικείων σεξουαλικών προτύπων. Όλα αυτά στη Δύση.


Γιατί στην Ανατολική Ευρώπη, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μια έρευνα μεταξύ Δυτικογερμανίδων και Ανατολικογερμανίδων μετά την επανένωση του 1990 διαπίστωσε ότι οι γυναίκες της πρώην σοσιαλιστικής πλευράς της Γερμανίας, πριν τη πτώση του τείχους, είχαν διπλάσιους οργασμούς από τις Δυτικές Γερμανίδες.

Αυτό φαίνεται ότι οφειλόταν σε μια σχετική ασφάλεια και πληρότητα που ένιωθαν, οι γυναίκες της Ανατολικής Γερμανίας: Σε εκείνο το περιβάλλον, οι γυναίκες αποτελούσαν σχεδόν ισότιμη παραγωγική ομάδα και δεν υφίσταντο τόσες πολλές διακρίσεις, επειδή ο εργοδότης - το καθεστώς - δεν χρησιμοποιούσε δημογραφικά κριτήρια για τις προσδοκίες της παραγωγικότητας. Οι γυναίκες δεν πληρώνονταν λιγότερο επειδή θα έβγαιναν από την εργασία τους, για να κάνουν παιδιά και πολύ περισσότερο δεν κινδύνευαν να χάσουν την εργασία τους. Αυτό σήμαινε ότι δεν κατέληγαν να παγιδευτούν σε εξαρτημένες, καταχρηστικές και δυστυχισμένες σχέσεις με τους άντρες. Ταυτόχρονα δεν χρειάζονταν να χάσουν τη σεξουαλικότητα τους με το να γίνουν “πιο άντρες από τους άντρες” για να τους ανταγωνιστούν στις εργασιακές θέσεις. 


Φυσικά τα ομοφυλόφιλα άτομα του ανατολικού μπλοκ δεν θα μπορούσαν να ισχυριστούν το ίδιο: Απλά τους θεωρούσαν άρρωστους και τους καταδίωκαν. Το καθεστώς αυτό έπεσε και έπεσε για πολλούς και καλούς λόγους, αφού ήταν ολοκληρωτικό, αντιδημοκρατικό και απάνθρωπο. Ο ρόλος των γυναικών δεν ήταν σχετικά ισότιμος ως γυναίκες, αλλά ως εργατικά χέρια.


Η κατάσταση των γυναικών πέρα από το σιδηρούν παραπέτασμα δεν πέρασε απαρατήρητη από τους Αμερικάνους, οι οποίοι φοβόντουσαν ότι οι ίδιες οι γυναίκες τους θα αποτελούσαν μια σοβιετική πέμπτη φάλαγγα ενάντια στον καπιταλισμό και τη δημοκρατία. “Η σοβιετική επίθεση στα μυαλά των γυναικών”, ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε σε περιοδικό του 1953, εκτιμούσε ότι “οι κομμουνιστές έχουν υπολογίσει προσεκτικά την επιρροή των γυναικών στην επόμενη γενιά καθώς και σε αυτήν, και έχουν αφιερώσει ένα τεράστιο ποσοστό του παγκόσμιου πολέμου τους να συλλάβουν τις καρδιές και το μυαλό των γυναικών σε όλο τον κόσμο. Η Μόσχα θεωρεί τις γυναίκες δεύτερες, μετά τη νεολαία, ως τον πιο περιζήτητο σύμμαχο στον αγώνα για τον κομμουνισμό.”


* * * * *


Η εισαγωγή του Μαρξισμού στην Ανατολική Ευρώπη είναι εξαρχής ένα αναπάντεχο γεγονός, κυρίως επειδή ο Μαρξ και ο Ένγκελς ανέμεναν ότι η επανάσταση τους θα ξεσπούσε στη βιομηχανική Δύση και η Ανατολική Ευρώπη ήταν συντριπτικά αγροτική. Παράλληλα και οι δύο πίστευαν ότι πολλοί πληθυσμοί της Ανατολικής Ευρώπη, τελικά θα απορροφηθούν από πιο προηγμένα έθνη. Παρ’ όλα αυτά, η υπόσχεση μιας κοσμικής σωτηρίας που προσέφερε ο κομμουνισμός κέρδισε οπαδούς στην Ανατολική Ευρώπη.


Η πρώην Γιουγκοσλαβία, όμως, στο μεγαλύτερο διάστημα του βίου της δεν ήταν, ιδεολογικά, Σοβιετική Ένωση. Κατά τη διάρκεια του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, οι κομμουνιστές της Γιουγκοσλαβίας υπό τον Τίτο είχαν νικήσει σχεδόν μόνοι τους τους Ναζί, γεγονός που τους έδινε μια αίσθηση ανεξαρτησίας σε σχέση με πολλούς άλλους κομμουνιστές της Ανατολικής Ευρώπης που είχαν επιστρέψει στις πατρίδες τους με τον Κόκκινο Στρατό.


Έτσι δεν άργησε η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν το 1948 για γεωπολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους. Ο αντιναζιστικός θρίαμβος, η διεθνή καταξίωση και η γεωπολιτική θέση της χώρας, έκαναν τον Τίτο να θέλει να γίνει ένας μικρός Στάλιν στα Βαλκάνια, προσπαθώντας να επεκτείνει έναν γιουγκοσλαβικό ηγεμονισμό στη περιοχή. Την ίδια στιγμή το μοντέλο που είχε στο μυαλό του, διέφερε από το σταλινικό: Στη δεκαετία του 1950, το Γιουγκοσλαβικό καθεστώς υιοθέτησε τις αρχές ενός νέου οικονομικού συστήματος που ονομάστηκε «αυτοδιαχείριση των εργαζομένων». Αυτό το σύστημα βασίστηκε στη “κοινωνική ιδιοκτησία” και όχι στην ιδιωτική παραγωγή (όπως στον καπιταλισμό) ή στην κρατική ιδιοκτησία (όπως στο σοβιετικό σύστημα).


* * * * *


Οι κομμουνιστές της Γιουγκοσλαβίας υποστήριξαν μια σχετική ισότητα των φύλων και έγινε σημαντική πρόοδο σε θέματα παιδείας σε όλες τις βαθμίδες, εργασίας, διαζυγίων, άμβλωσης και αδειών μητρότητας. Βέβαια ως επί το πλείστον οι γυναίκες ωθούνταν σε εργασίες που θεωρούνται παραδοσιακά γυναικείες.

Όταν οι Δυτικές φεμινίστριες έκαιγαν τα μακιγιάζ και τα σουτιέν τους ως σύμβολα σεξισμού, οι Γιουγκοσλάβες φεμινίστριες τα θεωρούσαν σύμβολα του δικαιώματος τους να εκφράζουν ελεύθερα την θηλυκή ατομικότητα τους. Η πίεση να κάνουν παιδιά και η πολιτική κατά των αμβλώσεων, που αντιμετώπισαν οι Σέρβες και υπό το κομμουνισμό (περισσότερα εργατικά χέρια) και υπό το καθεστώς Μιλόσεβιτς (περισσότερα όπλα και Σέρβοι πολίτες), αλλά και από την Σερβική Εκκλησία, ανέπτυξε την ιδιαίτερη ευαισθητοποίηση τους σε θέματα αντισύλληψης. 


Το μέτωπο κατά των ατόμων ΛΟΑΤΚΙ παραμένει ισχυρό και ενεργό σήμερα, παρότι η πρωθυπουργός της χώρας Άνα Μπρνάμπιτς έχει δηλώσει ανοιχτά ότι είναι ομοφυλόφιλη. Το 2001, στο πρώτο Gay Pride, που έγινε στη χώρα ξέσπασαν σοβαρα επεισόδια με τραυματισμούς ατόμων της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Από τότε πολλές τέτοιες εκδηλώσεις έχουν ακυρωθεί, ενώ όποτε πραγματοποιήθηκαν συνοδεύονται από μαζικές αντιπορείες και ταραχές. 

 

Η Ανατολική Ευρώπη πάντα ήταν ένας διαφορετικός κόσμος από αυτόν της Δύση. Οι Σέρβες έχουν ζήσει σε ένα περιβάλλον που συνδιάζει τη πατριαρχία χωρίς μισογυνισμό. Και γι’ αυτό δεν αναζήτησαν ποτέ τη σεξουαλικότητας τους μέσω της ομογενοποίησης τους με το ανδρικό φύλο: Η Μαγδαληνή τους ποτέ δε πήρε χρήματα από άνδρα, για να πάει μαζί του. Η Μαγδαληνή τους ποτέ δεν έσκυψε μετανιωμένη να πλύνει τα πόδια Του Ιησού. Η Μαγδαληνή τους αψήφησε “τα ήθη της εποχής” - αφήνοντας το σπίτι της - για να ακολουθήσει τα “πιστεύω” της και όχι για να συγχωρεθεί.      


* * * * *


Η πόρτα έκλεισε πίσω της. Η Μάρια κάθισε δίπλα στο παράθυρο και γύρισε και μας κοίταξε με ένα γλυκό χαμόγελο γεμάτο περηφάνια. “Βλεπόμαστε!” (το αντίστοιχο ελληνικό “τα λέμε”). 


Πηγές:


Βιβλιογραφία

- Rigged: America, Russia, and One Hundred Years of Covert Electoral Interference | David Shimer | 2020


- A History of Western Philosophy: Modern and Post-Modern - From Descartes to Derrida (vol. 2) | Norman Geisler | 2014


- Irrationality: A History of the Dark Side of Reason | Justin E. H. Smith | 2019


- The Story of Philosophy: The Essential Guide to the History of Western Philosophy | Bryan Magee | 1998


-  Milosevic and Markovic : A Lust for Power | Slavoljub Djukic & Alex Dubinsky | 2001


- The History of Serbia | John K. Cox | 2002


- The Oxford History of Byzantium | Cyril Mangο | 2002 


A History of Eastern Europe | Vejas Gabriel Liulevicius, Ph.D. | 2015


Άρθρα 

- Serbian spy’s trial lifts cloak on his CIA alliance, Los Angeles Times, Greg Miller, March 1, 2009 


- U.S. Advice Guided Milosevic Opposition, The Washington Post, Michael Dobbs, December 11, 2000 


- How Voltaire praised the 'enlightened despot' Catherine the Great, The Guardian, Nick Paton Walsh, 2006


Δημοσιεύσεις

- Οι έννοιες της νεωτερικότητα και της μετανεωτερικότητας και η σχέση τους με τη γνώση, Άννα Ασημάκη, Γεράσιμος Κουστουράκης, Ιωάννης Καμαριανός, Βήμα Κοινωνικών Επιστημών, Τόμος ΙΕ  Τεύχος 60, 2011. 


Φωτογραφία 

- Το κάστρο του Βελιγραδίου, πάρκο Καλεμέγκτναν, Andrija, 2006