ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ - ΘΕΡΜΗΣΙΑΣ



«όσο ν΄ ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκαν, 

κι όσο να μισανοίξη γέμισ΄ η αυλή, 

κι όσο να καλοκλείση η Χώρα πάρθηκε.»

(από Δημοτικό τραγούδι)

Ένα από τα πολλά ζητήματα που κλήθηκε να επιλύσει το νεοσύστατο ελληνικό κράτος (1830) ήταν ότι έπρεπε να ενσωματώσει μια τεράστια ιστορία, η οποία ξεπερνούσε κατά πολύ τα σύνορα του και αφορούσε κάποιες φορές σε Έλληνες που δεν ικανοποιούσαν απόλυτα τους ορισμούς περί εθνοτήτων της Δυτικής Ευρώπης του 19ου και 20ου αιώνα. Και όμως κατά τη διάρκεια της ιστορίας τους οι «ομιλούντες την ελληνική» (είτε ως πρώτη είτε ως δεύτερη γλώσσα ή είτε ακόμα και πολύ «σπαστά») που διαμόρφωσαν για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία ανθρωπομορφική θρησκευτική αντίληψη και την διατήρησαν ανεξαρτήτως θρησκείας, που οργανώνονταν πάντα σε μη θεοκρατικές, αλλά και μη αθεϊκές - άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο συλλογικές - πολιτικές οντότητες, που καλλιέργησαν με πρωτοποριακό τρόπο την ανθρώπινη λογική σκέψη και αυτοαποκαλούνταν ή/και τους αποδίδονταν διάφορα ονόματα ανά εποχές (Κεφτιού, Αχαιοί, Έλληνες, Γρεκοί, Ρωμιοί, Γκρικς κ.λπ.), ανέπτυξαν κοινωνίες ή/και επιβίωσαν πολιτικών συστημάτων πολύ διαφορετικών μεταξύ τους.


Η σημερινή τάση για τον μηδενισμό ή την ουδετεροποίηση της ομορφιάς των πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων, φοβάμαι ότι δεν απέχει πολύ από τον κόσμο των αποκλειστικών και μονολιθικών ταυτοτήτων των αρχών του 20ου αιώνα με τα γνωστά αποτελέσματα. Ωστόσο η μελέτη της πολυπρόσωπης ελληνικής ιστορίας παραμένει ένα καλό μάθημα για το πώς λειτουργούν πραγματικά οι άνθρωποι στη ροή μιας σειράς αλληλοσυνδεόμενων πολιτισμών, που αφορούν στους ίδιους γεωγραφικούς χώρους με σταθερούς πυρήνες και όπου κάποια πράγματα συνεχίζονται, κάποια πράγματα μετασχηματίζονται και άλλα απλά δεν χρειάζονται και παύουν να υπάρχουν πια.


Η περιοχή της Ερμιονίδας, όπως και όλη η Αργολίδα, κατοικείται από τους προϊστορικούς χρόνους και η θερμησία (Θερμήσι) φέρεται να πήρε το όνομα της από τον αρχαίο ναό της Δήμητρας της Θερμασίας που βρισκόταν στην περιοχή (Παυσανία Κορινθιακά). Από την Φραγκική περίοδο στην περιοχή αναφέρονται δύο ισχυρές οχυρώσεις· το Καστρί (Ερμιόνη) και το Θερμήσι. Στα 1525, ο καπιτάνος του Ναυπλίου Νικόλαος Τζουστιάνη αναφέρει ότι το Κάστρο της Θερμησίας είναι τόσο ασφαλές ώστε δύο άτομα ήταν αρκετά για τη φρουρά του: ο φρουραχος Φραντσέσκο Μπολντού και ο ιππότης Ιερώνυμος. 

 


Το Κάστρο ΘερμησίαςΚάστρο της Ωριάς)  χτίστηκε από τους Βυζαντινούς (ίσως στα τέλη του 12ου αι.) από ότι μαρτυρά η ύπαρξη ναού της μεσοβυζαντινής περιόδου (8ος-12ος αι.). Ενδεχομένως ιδρυτής του να ήταν ο Θεόδωρος Σγουρός, κυβερνήτης του Άργους και του Ναυπλίου, ο οποίος κάποια στιγμή αυτονομήθηκε, προσαρτώντας την Ερμιονίδα και τμήμα της Κυνουρίας. Οπότε ο χαρακτηρισμός του κτίσματος ως «ενετικό», μάλλον αναφέρεται στις προσαρμογές που έκαναν οι Βενετοί στις ήδη υπάρχουσες οχυρώσεις.Έτσι από τους Βυζαντινούς το κάστρο πέρασε στα χέρια των Φράγκων (1210), πάλι των Βυζαντινών (1388), των Ενετών (1394), των Οθωμανών (1537), πάλι των Ενετών (1689) και πάλι των Οθωμανών (1715). Αναφέρεται ότι οι Ενετοί το ανατίναξαν πριν το παραδώσουν για τελευταία φορά στους Οθωμανούς. 


Η παράδοση αναφέρει επίσης ότι το όνομα «Κάστρο της Ωριάς» (της ωραίας) προέκυψε από την ιστορία μιας όμορφη πριγκίπισσα που αυτοκτόνησε πηδώντας από τις επάλξεις, για να μην πέσει στα χέρια ενός Οθωμανού* βεζύρη. Φυσικά σήμερα σπέυδουμε να απορρίψουμε βιαστικά ως «ψέμα» ή «προπαγάνδα» τις παραδόσεις και τους μύθους. Όμως η αλήθεια είναι ότι τις περισσότερες φορές δεν πρόκειται για ex nihilo εφευρήματα, αλλά για πολύ αυθεντικές μήτρες ιστορίας, που περιλαμβάνουν - εκτός από φαντασιώσεις, προσαρμογές και αναχρονισμούς- γεγονότα, συμβολισμούς, συναισθήματα, πεποιθήσεις, ιδεολογίες, πρότυπα, ελπίδες κτλ.


Ο Γ. Π. Φωτόπουλος διαβαίνοντας την Ερμιονίδα το 1878 καταγράφει την προφορική παράδοση που θέλει έναν Οθωμανό διοικητή να έχει εγκατασταθεί στον «λόφο του Βεζύρη» απέναντι από το κάστρο και να το πολιορκεί. Αφού δεν μπορούσε να το καταλάβει, έντυσε έναν δικό του με ρούχα κληρικού και όταν αυτός έγινε δεκτός στο κάστρο, άνοιξε την πύλη στους Οθωμανούς. Έτσι η «ωραία», για να μην πέσει στα χέρια των Οθωμανών, έπεσε από τον βράχο. 


Η ιστορία του κάστρου στο Θερμήσι έχει όντως «πριγκίπισσα»· την Δουκισα Μαρια ντ'Ανγκιάν** (Μαρία του Ανγκιάν, περ. 1363–1392/1393), η οποία κληρονόμησε το καστρο μαζί με ολόκληρο το τιμάριο του Άργους και Ναυπλίας το 1376 και τα κράτησε μέχρι το 1388, όταν και τα πούλησε στην Βενετία, αφού δεν μπορούσε να τα προστατέψει άλλο. Ωστόσο την περιοχή κατέλαβε ο Θεόδωρος Α’ Παλαιολόγος, δεσπότης του Μυστρά, με την βοήθεια του φλωρεντίνου πεθερού του, Νέριο Α΄ Ατσαγιόλι, Δούκα των Αθηνών. Το 1394, υπό την απειλή των Οθωμανών και αναζητώντας συμμάχους, ο Θεόδωρος παραχώρησε την περιοχή στους Ενετούς με αντάλλαγμα τα Μέγαρα και τον Πύργο του Μυλοποτάμου.




Είναι πιθανό η «ιστορία» της «ωριάς» να έγινε δημοφιλής στην περιοχή, όταν το κάστρο περιήλθε στους Οθωμανούς του Κασσίμ πασά, για πρώτη φορά, το 1537 (μετά από συνθηκολόγηση) κατά τον Γ’ Βενετοθωμανικό πόλεμο και αφού πρώτα είχε πέσει μετά από ισχυρή αντίσταση το Καστρί (Ερμιόνη). Ωστόσο παρόμοιες λαϊκές «ιστορίες» υπάρχουν και σε άλλα μέρη.


Περί των λαϊκών παραδόσεων για κάστρα «της ωριάς» γράφει ο πατέρας της λαογραφικής επιστήμης στην Ελλάδα, Νικόλαος Πολίτης (1852-1921)***:

«Εις πλείστους ελληνικούς τόπους υπάρχουν φρούρια καλούμενα Κάστρα της Ωριάς η της Σουριάς, και προς τα φρούρια ταύτα συνάπτονται παραδόσεις περί αλώσεως αυτών δια δόλου υπό των Τούρκων και αυτοκτονίας της βασιλοπούλας, η οποία επί πολλά έτη ηρωϊκώς ανθίστατο εγκεκλεισμένη εν αυτώ. Αναφέρεται δε εις έκαστον αυτών και άσμα δημοτικόν, του οποίου πολυάριθμοι υπάρχουν παραλλαγαί. Η ανά πάσας τας ελληνικάς χώρας διάδοσις του δημοτικού άσματος και των παραδόσεων τούτων, υποδεικνύει, ως παρετηρήσαμεν εις τα ημετέρας Παραδόσεις, οπού εκτενώς πραγματευόμεθα περί του θέματος, ότι προήλθεν εκ παλαιού τινος προτύπου- σφόδρα δ' αμφίβολον όμως φαίνεται, ότι τούτο αφετηρίαν είχεν ιστορικόν τι γεγονός- αλλ' ούδ' ο τόπος ή το φρούριον εις ο ανεφέρετο το αρχέτυπον είναι εύκολον να εξακριβωθή, αι δ' εξενεχθείσαι περί τούτου εικασίαι ελέγχονται ατυχέσταται. Πρόδηλον τουναντίον είναι, ότι το αρχέτυπον άσμα απηρτίσθη εκ στοιχείων μυθικών και ιστορικών, κοινών και εις την δημώδη ελληνικήν ποίηοιν και εις τους αρχαίους μύθους. Και η μεταμφίεσις του εραστού εις καλόγηρον ή γυναίκα, όπως κατακτήση εξαπατήσας την ερωμένη, επαναλαμβάνεται συχνάκις εν αυτοίς, καθώς και η μεταμφίεσις πολεμιστών εις γυναίκας προς χείρωσιν πολεμίων ανυπόπτων. Βασιλοπούλαι επίσης κρημνίζουσιν εαυτάς από των τειχών του αλωθέντος φρουρίου, όπως μη πέσωσιν εις χείρας των πολεμίων. Και ο γυαλένιος πύργος, εν ω κατά τινας παραλλαγάς οικεί η κόρη, είναι συνήθης μυθολογική εικών.

Συνάφεια του άσματος προς τακριτικά υπεμφαίνεται εν τραπεζουντία παραλλαγή αυτού.

Εν τω επιμέτρω δημοσιεύεται και καππαδοκική παραλλαγή του άσματος.»


ΤΟΥ ΚΑΣΤΡΟΥ ΤΗΣ ΩΡΙΑΣ

Όσα κάστρα κι' αν είδα και περπάτησα, 

σαν της Ωριάς το κάστρο δεν ελόγιασα. 

Κάστρο θεμελιωμένο, κάστρο ξακουστό, 

σαράντα οργυαίς του ψήλου, δώδεκα πλατύ,

μολύβι σκεπασμένο, μαρμαροχυτό,

με πόρτες ατσαλένιαις κι' αργυρά κλειδιά, 

και του γιαλιοϋ η πόρτα στράφτει μάλαμα.

Τούρκος το τρογυρίζει χρόνους δώδεκα,

δεν μπορεί να το πάρη το ερημόκαστρο. 

Κι' ένα σκυλί τουρκάκι, μιας 'Ρωμνιάς παιδί, 

'ς τον Αμιρά του πάει και τον προσκυνάει.

"Αφέντη μ' Αμιρά μου και σουλτάνε μου, 

αν πάρω γω το κάστρο τι είν' η ρόγα μου;

-Χίλια άσπρα την ημέρα κι' άλογο καλό, 

και δυο σπαθιά ασημένια για τον πόλεμο. 

-Ουδέ τάσπρα σου θέλω κι' ουδέ τα φλωριά, 

ουδέ και τάλογό σου κι' ουδέ τα σπαθιά, 

μόν' θέλω γώ τη κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά. 

-Ωσάν το κάστρο πάρης, χάρισμα κι' αυτή."


Πράσινα ρούχα βγάζει, ράσα φόρεσε.


Τον πύργο πύργο πάει και γυροβολάει,

'ς την πόρτα πάει και στέκει και παρακαλεί.

"Για άνοιξε άνοιξε πόρτα, πόρτα της Ωριάς,

πόρτα της μαυρομάτας της βασίλισσας.

-Φεύγα απ' αυτού, βρε Τούρκε, βρε σκυλότουρκε.

-Μα το σταυρό, κυρά μου, μα την Παναγιά,

εγώ δεν είμαι Τούρκος ουδέ Κόνιαρος,

είμαι καλογεράκι απ' ασκηταριό.

Δώδεκα χρόνους έχω οπ' ασκήτευα,

χορτάρι εβοσκούσα σαν το πρόβατο,

κ' ήρθα να πάρω λάδι για τοις εκκλησιαίς.

Για ανοίξετέ μου νά μπω του βαρόμοιρου.

-Να ρήξουμε τσιγγέλια να σε πάρουμε.

-Τα ράσα μου είναι σάπια και ξεσκίζονται.

-Να ρήξουμε το δίχτυ να σε πάρουμε.

-Είμαι από τη πείνα κι' άντραλίζουμαι."


Γελάστηκε μια κόρη, πάει, τον άνοιξε. 

Όσο ν' ανοίξη η πόρτα, χίλιοι εμπήκανε, 

κι' όσο να μισανοίξη, γέμισ' η αυλή, 

κι' όσο να καλοκλείση η χώρα πάρθηκε. 

Όλοι χυθήκαν 'ς τάσπρα, όλοι 'ς τα φλωριά,

και κείνος εις την κόρη, πού ναι 'ς τα γυαλιά.

Κ' ή κόρη από τον πύργο κάτω πέταξε, 

μήτε σε πέτρα πέφτει, μήτε σε κλαριά, 

παρά σε Τούρκου χέρια και ξεψύχησε.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

* Αναφέρομαι ρητά σε Οθωμανούς και όχι Τούρκους, δεδομένου ότι η καταγωγή πολλών Οθωμανών δεν ήταν τουρκική, π.χ. ο Γαζή Αχμέτ Εβρενός, του οποίου στρατεύματα φέρονται να εμπλέκονται το 1388 στην ιστορία της περιοχής, είχε καταγωγή από τον ισλαμοποιημένο κλάδο της βυζαντινής οικογένειας των Ουρανών, Evrenos Ogullari


** Επειδή το ελληνικό Βικιπαίδεια τα έχει μπερδέψει λίγο, πρόκειται για διαφορετικό πρόσωπο από την Μαίρη του Ανγκιάν (1367 ή 1370-1446), Κόμισσα του Λέτσε και Βασίλισσα της Νάπολης. 


*** ΠΟΛΙΤΟΥ, Ν. Γ. (1914) ΕΚΛΟΓΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ, Αθήνα, Εστία, σελ. 88-89