ΜΟΝΗ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΑΥΓΟΥ ΕΡΜΙΟΝΙΔΑΣ



Η περιοχή της Αργολίδας είναι γνωστή για τον πλούτο της σε τοποθεσίες και μνημεία, τα οποία χρονολογικά διατρέχουν ολόκληρη την ιστορία του ελλαδικού χώρου (π.χ. Αρχαίες Μυκήνες, Αρχαίο Θέατρο Ασκληπείου Επιδαύρου, Φρούριο Παλαμηδίου Ναυπλίου κ.α.). Πιο συγκεκριμένα στον γεωγραφικό χώρο της Ερμιονίδας, ο επισκέπτης μπορεί να επισκεφθεί χώρους όπως τα δύο σπήλαια των Διδύμων, το σπήλαιο Φράχθι Κοιλάδας, τον πύργο των Φούρνων, τους ανεμόμυλους του Κρανιδίου, την ακρόπολη των αλιέων, το κάστρο θερμισίας κτλ. Η Μονή του Αγίου Δημητρίου Αυγού είναι ανάμεσα στα προαναφερθέντα, ωστόσο παραμένει ο λιγότερο δημοφιλής χώρος της περιοχή, αφού παρέμεινε «επίσημα» άγνωστος μέχρι την ανακήρυξη του σε ιστορικό διατηρητέο μνημείο το 1925.1  



Περίπου μια ώρα από το Ναύπλιο και σαράντα λεπτά από το Κρανίδι, το «Αυγό» είναι ένα από τα πιο επιβλητικά κτίσματα, σε μια περιοχή μοναδικής ομορφιάς. Αποτελεί εξαιρετικό παράδειγμα υπόσκαφων μονών, χτισμένο στην απότομη χαράδρα του αρχαίου ποταμού Σέλλα ή Ράδου ή Μπεντένι (Μπεδένι), ο οποίος είναι ο κύριος χείμαρρος της κεντρικής Αργολίδας και έχει θέα προς τον κόλπο του Ναυπλίου και τα παράλια της Λακωνίας. Στο χώρο καταλήγει δύσβατος για τα αυτοκίνητα, χωμάτινος δρόμος, μέσω του χωριού Πελεή. 



Η εγκαταλελειμμένη σήμερα μονή είναι αφιερωμένη στον Άγιο Δημήτριο τον Μυροβλήτη με το καθολικό να βρίσκεται στο νότιο τμήμα του δεύτερου ορόφου, το οποίο είναι εξ ολοκλήρου υπόσκαφο στον βράχο, να είναι αφιερωμένο στον Άγιο. Με αυτό, στο βορινό τμήμα, συνδέεται μέσω δίλοβου ανοίγματος, ναός αφιερωμένος στους Αγίους Θεόδωρους, όπου έχει θέση πλάγιου νάρθηκα. Στα νοτιοανατολικά της μονής, στους σπηλαιώδεις χώρους, βρίσκεται το σπήλαιο της Μεταμόρφωσης. Οι σωζόμενες τοιχογραφίες σε αυτό το παρεκκλήσι χρονολογήθηκαν από τον Γ. Σωτηρίου στον 11ο αιώνα και σύμφωνα με τον ίδιο μελετητή, τα αρχιτεκτονικά και τυπολογικά χαρακτηριστικά του δισυπόστατου καθολικού της μονής παραπέμπουν σε ναούς του ενδέκατου και δωδέκατου αιώνα. Στην εργασία της, η Νικολία Ιωαννίδου τοποθετεί την παλαιότερη φάση που διασώζει το μνημείο στη σημερινή του μορφή, στην εποχή 1464-1537, με την παραδοχή ότι μπορεί ορισμένα στοιχεία να παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές, ωστόσο, όπως σημειώνει, στη συγκεκριμένη περίπτωση η χρήση τους είναι επιλεκτική.2



Ο μοναχισμός ξεκίνησε στην Αίγυπτο στα τέλη του τρίτου αιώνα, όταν κάποιοι ευσεβείς άντρες αναχώρησαν για την έρημο, ώστε να ζήσουν μια ζωή μοναξιάς και προσευχής. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Αθανάσιος (Μέγας Αθανάσιος, 295-373) έκανε ευρύτερα γνωστό τον μοναχισμό με τη βιογραφία του Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου (251-356). Στις αρχές του πέμπτου αιώνα ο Θεοδώρητος (393-457), επίσκοπος του Κύρρου στη Συρία, αφηγείται στην Εκκλησιαστική Ιστορία την εξάπλωση του μοναχισμού από την Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη, τη Μεσοποταμία , τη Συρία και τη Μικρά Ασία. Μέχρι τον έβδομο αιώνα, ο χριστιανικός μοναχισμός είχε φτάσει στη Κίνα.3



Αρχικά η κοσμική εξουσία δεν γνώριζε πως να αντιμετωπίσει τους μοναχούς, οι οποίοι δεν εμπίπταν σε κάποιο γνωστό καθεστώς· δεν ήταν κληρικοί, αλλά απλώς αφοσιωμένοι Χριστιανοί, κάτι σαν τους Κυνικούς φιλοσόφους των προηγούμενων χρόνων.4 Επιπλέον στην Αίγυπτο, ο αναχωρητικός μοναχισμός του Αντώνιου ήρθε σε αντίθεση με τον κοινοβιακό τρόπο μοναχισμού του προσηλυτισμένου Ρωμαίου στρατιώτη Παχώμιου (292-348) και έτσι δημιουργήθηκαν δύο μορφές μοναστικών κέντρων: η μια ήταν αυτή της λαύρας όπου οι μοναχοί ζούσαν χωριστά, σε διάσπαρτα κελιά γύρω από την εκκλησία και τους βοηθητικούς χώρους, ενώ στη δεύτερη μορφή, το κοινόβιο, οι μοναχοί είχαν κοινόχρηστους χώρους διαβίωσης.


Μία από τις προσωπικότητες με μεγάλη επιρροή στο κίνημα του μοναχισμού ήταν ο Βασίλειος της Καισάρειας του τέταρτου αιώνα, ο ίδιος επίσκοπος και ενήμερος για τα προβλήματα που θα μπορούσε να προκαλέσει ο μοναχισμός σε μια επισκοπή την εποχή εκείνη. Συνειδητοποίησε ότι ένας πειθαρχημένος τρόπος ζωής μέσα σε μια κοινότητα ήταν ο καταλληλότερος για να καλύψει τις ανάγκες των περισσότερων μοναχών στα πρώτα στάδια της νέας τους ζωής. Ο αναχωρητικός μοναχισμός δεν αποκλείστηκε από τον Άγιο Βασίλειο αλλά, όπως θεωρούσε, απευθυνόταν σε πειθαρχημένους και πιο έμπειρους μοναχούς.5



Στη λατινική Δύση, όπου ο μοναχισμός έφτασε μέσω του Αθανασίου κατά την διάρκεια των περιόδων που βρισκόταν εξορία, το κίνημα πήρε έναν μάλλον διαφορετικό χαρακτήρα: ήταν πολύ περισσότερο αστικό παρά αγροτικό φαινόμενο και προτεραιότητα δόθηκε στην εταιρική αναζήτηση της κοινότητας. Βέβαια όταν ο Αυγουστίνος έγινε Επίσκοπος Ιππώνος, στη Νουμιδία, το 395 και ίδρυσε κοινόβιο μοναστήρι, υιοθετούσε μια παράδοση που είχε ήδη καθιερωθεί στην Ανατολή από επισκόπους και θεολόγους όπως οι τρεις «Καππαδόκες Πατέρες» - Βασίλειος, Επίσκοπος Καισαρείας, ο αδελφός του Γρηγόριος Νύσσης και ο φίλος τους Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός - και η Οσία Μακρίνα (324-379 μ.Χ.), η πρώτη ιδρύτρια κοινοβίου μοναστηριού για γυναίκες και αδερφή των δύο πρώτων.6


Η νότια Ελλάδα άρχισε να αποκτά πολλές και αξιοσημείωτες μοναστικές μονάδες κατά τη διάρκεια του ενδέκατου αιώνα με αυτά τα μοναστικά ιδρύματα, εκτός των καθαρά πνευματικών τους αποστολών, να παίζουν και τον ρόλο των βυζαντινών περιφερειακών οργανωτικών κόμβων που επέκτειναν το δίκτυο ελέγχου μετά την ανάκτηση περιοχών από την αυτοκρατορία.7 Όσον αφορά στις προηγούμενες περιόδους, η σπανιότητα των πηγών και τα λίγα ασφαλώς χρονολογημένα μνημεία δεν δίνουν ολοκληρωμένη εικόνα για την παρουσία μοναχών και μονών στη Πελοπόννησο του έβδομου και όγδοου αιώνα. Από τον ένατο αιώνα, όμως, συμβαίνει μια στροφή των συνθηκών διαβίωσης στην Πελοπόννησο με την βελτίωση της οικονομικής και της εμπορικής δραστηριότητας, τη ραγδαία αύξηση των μοναστηριακών περιουσιών και την καλλιέργεια του μοναχικού ιδεώδους, το οποίο συμπίπτει με την ίδρυση της μοναστικής πολιτείας του Αγίου Όρους και άλλων μοναστικών κέντρων στο νησιωτικό και ηπειρωτικό ελλαδικό χώρο.8

Αρκετές είναι και οι μαρτυρίες των πηγών για τον ασκητισμό στη Πελοπόννησο κατά την μεσοβυζαντινή περίοδο, με ασκηταριά να εντοπίζονται σε πολλά σημεία. Ένα από αυτά τα ασκηταριά είναι και το «Αυγό», το οποίο πιθανολογείται πως ξεκίνησε ως τέτοιο τον ενδέκατο αιώνα και το οποίο αποτέλεσε το πυρήνα της μετέπειτα μονής.9 



Με μια πρώτη ματιά, η όψη του «Αυγού» προβληματίζει, αφού θυμίζει περισσότερο κάποιο φρουριακό συγκρότημα και λιγότερο μοναστήρι. Τον φρουριακό χαρακτήρα της μονής, εκτός από αυτή καθαυτή τη θέση της στην άκρη του γκρεμού, δίνουν τα υπερυψωμένα κτίσματα, που διαμορφώνονται στις φυσικές κοιλότητες των βράχων του βουνού, αριστερά της εισόδου του κυρίως κτηρίου. Ειδικά το τελευταίο, δίπλα στην είσοδο του κεντρικού κτιρίου, παραπέμπει σε πύργο φρουρίου και φέρει προεξέχοντα φουρούσια.10 Τα διάσπαρτα ερείπια στην γύρω περιοχή, τα στενά παράθυρα, οι χαμηλοτάβανοι λαβυρινθικοί εσωτερικοί χώροι, το σχήμα "Γ", οι καταχύστρες/ζεματίστρες πάνω από την είσοδο, η ενοποίηση του καθολικού με τα παρακείμενα κτήρια και η απότομη και στενή σκάλα, η οποία δεν επιτρέπει άνεση στη κίνηση αυτού που την ανεβαίνει, ενώ τον αφήνει έκθετο σε κάποια σημεία, είναι ανάμεσα στα ευρήματα της μακροσκοπικής εξέτασης που δείχνουν τον αμυντικό χαρακτήρα του «Αυγού». Άλλωστε στο οροπέδιο της Τραχείας, βόρεια της μονής και στα δυτικά της, στην πεδιάδα των Ιρίων, ανευρίσκονται ερείπια αρχαίων και μεσαιωνικών φρουριακών κτισμάτων, τα οποία μαρτυρούν την διαχρονική οχυρωματική σημαντικότητα της περιοχής.11 


Γενικά, οι εκκλησιαστικές και μοναστικές οχυρώσεις μιμούνταν συχνά αυτές που συναντώνται στο κοσμικό περιβάλλον. Από την αρχή, οι μοναστικές κοινότητες δημιούργησαν περίβολους χώρους, για να οριοθετήσουν τις περιουσίες τους, αλλά και για να προστατεύονται από επιθέσεις. Παρόλο που τα αρχαιολογικά κατάλοιπα δεν αποκαλύπτουν πολλές λεπτομέρειες για τις οχυρώσεις παλαιότερων μοναστικών χώρων, είναι γνωστό ότι από τον ενδέκατο αιώνα και μετά οι οχυρώσεις των μοναστηριών πήραν μεγάλες διαστάσεις.12


Ωστόσο, το «Αυγό» δεν ήταν φρούριο. Ο Γκιγιώμ-Αμπέλ Μπλουέ (Guillaume-Abel Blouet,  1795-1853) Γάλλος αρχιτέκτων, περιόδευσε στην Πελοπόννησο κατά την διαμόνη του στην Ελλάδα (1829-1831) και αναφέρεται στο «Αυγό» ως «μοναστήρι».13 Από τα αρχεία του Archivio di Stato της Βενετίας πληροφορούμαστε, ότι στις 30 Αυγού­στου 1696 συντάχθηκε αναλυτικός πίνακας των πε­ριουσιακών στοιχείων της μονής Αυγού, σύμφωνα με τη μαρτυρία του τότε ηγούμενου Παρθενίου, βασισμένη στα στοιχεία της απογραφής του Bene provatum των Ενετών της 20.7.1691: « ...ή πλουσία μονή Αύγοϋ, έχει έκκλησίαν του 'Αγίου Δημητρίου καί παρακλήσιον μικρόν τής Με­ταμορφώσεως... είναι τό μοναστείριον όλον ένας πύρ­γος τρήπατος έχει κελήα οκτώ, μέσα είς τόν πύργον όπου κάθωνται οί καλόγηρη... έχει και σπήτια τρία, τήν τράπεζον καί τό μαγερήον, καί τό καιλαρικόν. "Εξο άπό τόν πύργον έχει όλίγην αυλήν, έχει καί σπή­τια τέσαρα καί αλα δίο έξο είς τό άλόνη διά τά ζώα... καί κάτωθεν του μοναστειρίου είς τόν ποταμόν έχει νερόμηλον καί ένα χωράφη ενός ζευγαριού μέ ολίγα αίλεόδενδρα... έχει τό μοναστείρη καλογήρους μι­κρούς καί μεγάλους όλους 30 χορής τά κοπέληα... στην πέρα μερέα του μοναστειρήου είς τό βουνόν όνομαζόμενον Σαμουλά είναι τό νερόν του μοναστειρή­ου…».14 



Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, η μονή Αυγού είχε άλλα τρία μετόχια-ξωκλήσια: την εκκλησία της Αγίας Κυριακής, την εκκλησία της Αγίας Πελαγίας στη θέ­ση Πελεή και την εκκλησία της Παναγίας καθώς και μεγάλη κινητή και ακίνητη περιουσία σε όλη την περιοχή από την Τραχεία τα Δίδυμα και τα Ήρια μέχρι τη θάλασσα.15 Έγγραφο του 1822 καταδεικνύει ότι το «Αυγό» κατείχε τριακόσιες ρίζες ελιές στους Φούρνους, πενήντα ρίζες ελιές στο Καστρί, χωράφια στη Ταλαμανάρα, ογδόντα στρέμματα χωράφια στον Κόκλα, αμπέλια και μύλο.15-Α


Η περιοχής της Ερμιονίδας, συμπεριλαμβανόταν στο Δεσποτάτο του Μυστρά (1262-1460) της δυναστείας των Παλαιολόγων - τη τελευταία και πιο μακροχρόνια αυτοκρατορική οικογένεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας/Βυζαντίου. Η τουρκοκρατία στην περιοχή αρχίζει το 1541 και ενώ οι Οθωμανοί ξεκινούν την πολιορκία του Ναυπλίου στις 14 Σεπτεμβρίου 1537, κατά τον τρίτο Βενετοτουρκικό πόλεμο (1537-1540), ένα μεγάλο τμήμα του οθωμανικού στρατεύματος προωθείται προς τα Βενετικά στρατιωτικά κέντρα στο Καστρί και το Θερμήσι, τα οποία πέρασαν τελικά σε αυτούς· το πρώτο μετά από απροσδόκητη ηρωική άμυνα και το δεύτερο ύστερα από συνθήκη.16


Με έγγραφο του, ο ηγούμενος της μονής Ζωοδόχου Πηγής, Ιωάσαφ Οικονόμου ή Τζερεμέν, το 1830, αναφέρει ότι κατά τη δεύτερη επιδρομή των Τουρκαλβανών το 1779, απωλέσθηκαν οι πολύτιμοι κώδικες μοναστηριών της περιοχής.17 Σύμφωνα με πληροφορίες, η μονή πυρπ­ολήθηκε από τον Ιμπραήμ στις 15 Ιουνίου του 1825, ως αντίποινα για την συμμετοχή του ηγούμενου και των μοναχών στις πολεμικές επιχειρήσεις, κατά την Ελληνική Επανάσταση, υπό τον Αρσένιο (Παπαρσένη) Κρέστα (1779-1822): «... ό 'Αρσένιος Κρέστας, γνωστός στό Κρανίδι σάν Παπαρσένης, γεννήθηκε στό Κρανίδι τό 1779... διορίσθηκε ηγούμενος τής Μονής Ζωοδόχου Πηγής Κορωνίδος (σ.σ. Κοιλάδα)… κατά τήν έπανάστασιν τοΰ 1821 (ονομάσθηκε αρχηγός όχι μόνον τών Κρανιδιωτών άλλα καί όλης τής 'Ερμιονίδος καί τής Επιδαύρου... στό πλευρό τοΰ πολέ­μησε ώς έφορος ό Ιερομόναχος Διονύσιος Π. Βούλγαρης, ηγούμε­νος τής Μονής Αύγοΰ... ή 'Επανάσταση στην Έρμιονίδα κηρύ­χθηκε στίς 27/3/1821 μέ παρόρμηση τοΰ Γ. Μπόταση, σπουδαίου Σπετσιώτη-Κρανιδαίου...».18



Ο πατήρ Διονύ­σιος, ιερομόναχος (αρχιμανδρίτης και μοναχός), ηγούμενος της μονής Αυγού, περιγράφεται ως ένας από τους ειλικρινέστερους μοναχούς και συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση του 1821. Το «Αυγό» αναφέρεται με τεράστια περιουσία και είχε υπό την προστασία του την μονή των Αγίων Αναργύρων και τη μονή της Ζωοδόχου Πηγής. Λόγω αυτού, κατά τα αρχεία της οικογένειας των Μονοχαρτζαίων του Κρανιδίου, ο Διονύσιος κινδύνευε ήδη πριν την επανάσταση από τους Οθωμανούς. Σώζεται ο επαναστατικός λόγος που εκφώνησε ο ίδιος κατά την κήρυξη της Επανάστασης στο Κρανίδι επί του ογκολίθου της οδού Κοιλάδος «Γκουρ ι Βιτόρεσε»: «Φιλογενέστατοι Κρανιδιώται σήμερον μη φανήτε ανάξιοι της ελευθερίας σας. Ο πόλεμος γίνεται σήμερον για την πίστιν και δια την πατρίδα και δια τούτο δεν πρέπει να λυπηθούμε τα κορμιά μας, ούτε την περιουσία μας, δια να κερδήσωμεν την ελευθερίαν. Όποιος θα συμπράξη σήμερα μετά μας, θα σώση και την ψυχήν του και όποιος δεν θα συμπράξη θα είναι αιωνίως εθνοκατάρατος. Ακολουθήστε μας αδελφοί και ο ουράνιος βασιλεύς είναι μεθ’ ημών.»19 

Την 10η Απριλίου 1821 (Κυριακή του Πάσχα) αιχμαλωτίστηκε και απαγχονίστηκε στην δυτική πύλη του κάστρου του Ναυπλίου.


Με γνωμάτευση της εκκλησιαστικής επιτροπής που συστάθηκε επί Ιωάννη Καποδίστρια το 1828 και με βασιλικό διάταγμα επί αντιβασιλείας του Όθωνα, το «Αυγό» έκλεισε το 1833 μαζί με άλλες μονές. Η περιουσία του πέρασε στο Δημόσιο Ταμείο, ενώ είναι άγνωστο που κατέληξαν τα κειμήλια και τα αρχεία του.


Υπάρχουν πολλές ιστορίες για την προέλευση του χαρακτηριστικού ονόματος της μονής. Κάποιες αφηγήσεις φέρουν τους πρώτους τεχνίτες, οι οποίοι είχαν ξεκινήσει να τη χτίζουν σε άλλο σημείο, να χάνουν τα εργαλεία τους, τα οποία τα εύρισκαν στην τωρινή τοποθεσία. Άλλοι αναφέρουν ότι το σημείο ελέγχθηκε με τη ρίψη ενός αυγού και όταν αυτό δεν έσπασε επελέχθη το συγκεκριμένο σημείο. Τέλος υπάρχει και η ιστορία μιας μητέρας με άρρωστο παιδί, η οποία, όταν προσευχήθηκε στη Παναγία, αυτή της απάντησε ότι εάν πιστεύει, να ρίξει το παιδί στο συγκεκριμένο σημείο και αυτό θα γιατρευτεί. Η μητέρα έριξε πρώτα ένα αυγό και όταν αυτό δεν έσπασε, πέταξε το παιδί, το οποίο σκοτώθηκε. Τέλος ως πιο πιθανή προέλευση του ονόματος αναφέρεται το τοπωνύμιο, το οποίο έχει την έννοια της «γυμνής κορυφής» 






















Βιβλιογραφία - σημειώσεις -πηγές:

1. Ή Μονή Αύγοΰ παράτους Διδύμους ‘Αργολίδος, Γ. Σωτηρίου, ΗΜΕ, 1935, 457-464

2. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου (Αυγού) στα Δίδυμα της Ερμιονίδας, Νικολία Ιωαννίδου, 1992, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας 16 (1991-1992), Περίοδος Δ', 97, 100, 105

Η εργασία αυτή παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο 11ο Συμπό­σιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης. Η γράφουσα, στα πλαίσια της απασχόλησης στο ΥΠΠΟ/ΔΑΒΜΜ, συνέταξε τη μελέτη στερέωσης της μονής, σε συνεργασία με την πολιτικό μηχανικό Μ. Βασιλάκη και τον υπομηχανικό Π. Κάρδαρη. Τη μελέτη των γεωτεχνικών συνθηκών διατήρησης της μονής συνέταξαν οι μηχανικοί γεωλόγοι του ΙΓΜΕ, κ. Α. Ελευθερίου και Ι. Χατζηνάκος. Στην έρευνα αρχείου, πολύτιμη ήταν η βοήθεια του κ. Γ. Χώρα, θεολόγου.

3. The Oxford History of Byzantium, Cyril Mango (Editor), 2002, Oxford University Press, 306 

4. The Oxford History of Byzantium, Cyril Mango (Editor), 2002, Oxford University Press, 154 

5. The Orthodox Church in the Byzantine Empire (Oxford History of the Christian Church), J. M. Hussey, 2010, Oxford University Press, 336

6. Warfare, State and Society in the Byzantine World, 565–1204, John Haldon, 1999, Routledge, 236

7. Streams of Gold, Rivers of Blood: The Rise and Fall of Byzantium, 955 A.D. to the First Crusade, Anthony Kaldellis, 2019, Oxford University Press, 170

8. Μοναχισμός στη Μεσοβυζαντινή Πελοπόννησο στο Τάσεις του Ορθόδοξου Μοναχισμού 9ος-20ος αιώνας, Άννα Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Βουλα Κοντη, Μαρία Λεοντσινη, Αγγελική Πανοπούλου, 1996,  Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 79-80  

9. Μοναχισμός στη Μεσοβυζαντινή Πελοπόννησο στο Τάσεις του Ορθόδοξου Μοναχισμού 9ος-20ος αιώνας, Άννα Λαμπροπούλου, Η. Αναγνωστάκης, Βουλα Κοντη, Μαρία Λεοντσινη, Αγγελική Πανοπούλου, 1996,  Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, 92, 94  

10. Το φουρούσι είναι δομικό κομμάτι από πέτρα, ξύλο ή μέταλλο που προεξέχει από έναν τοίχο για να φέρει ένα υπερκείμενο βάρος, έναν τύπο βραχίονα.

11. Πελοποννησιακά ΙΖ’, Αναστάσιος Γριτσόπουλος, 1987-1988,  132.
12. Medieval Fortifications in the Balkans, Alice Isabella Sullivan, Medievalists, https://www.medievalists.net/2021/02/medieval-fortifications-balkans/

13. Expedition scientifique de Morée: ordonnée par le Gouvernement Français ; Architecture, Sculptures, Inscriptions et Vues du Péloponèse, des Cyclades et de l'Attique, II, Abel Blouet, 1831, 173-174.

14. Η έν Πελοποννήσω εκκλησιαστική περιουσία κατά την Β΄ Ενετοκρατίας, Κωνσταντίνος Ντόκος, BNJ 21 (1971-1976) 106-109, 

15. Ο ναός του Αγίου Δημητρίου (Αυγού) στα Δίδυμα της Ερμιονίδας, Νικολία Ιωαννίδου, 1992, Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας 16 (1991-1992), Περίοδος Δ’, 99-100

15-Α. Αρχεία της Ελληνικής Παλιγγενέσιας, Τόμος 15αβ, σελίδα 69

16. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ι, 1974, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., 285-286, 300.

17. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μοναστηριακά Σύμμικτα, Ορλωφικά 5αυ
18. Τό Κρανίδι, κομμάτια άπό τήν χαμένη ίστορία του, Παντελεήμονος Καρανικόλα, Μητροπολίτου Κορίνθου, 1980, 53-54

19. Γενικά Αρχεία του Κράτους, Μοναστηριακά Σύμμικτα, έγγραφο 4.α.1


Φωτογραφίες: Γιώργος Σαρδέλης©