ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
Πρώτος μαρξιστής ιστορικός που ασχολήθηκε με τη βυζαντινή περίοδο υπήρξε ο Γιάνης Κορδάτος. Ένα από τα κύρια ζητήματα που τον απασχόλησαν ήταν η μορφή του παραγωγικού συστήματος που ίσχυε στην Ανατολική αυτοκρατορία. Ακολουθώντας, με κάποιες διαφοροποιήσεις, το μαρξιστικό σχήμα: δουλοκτησία -> φεουδαρχία -> καπιταλισμός, ο Κορδάτος θεωρούσε τη βυζαντινή οικονομία ένα συνδυασμό ανοικτής ανταλλακτικής και κλειστής γεωργικής. Με το πέρασμα του χρόνου, ενισχύονταν οι μεγαλοκτηματίες, οι οποίοι απέκτησαν διευρυμένη δύναμη εις βάρος των κοινοτήτων, γεγονός που κατέληξε στη δημιουργία των δεσποτάτων. Το συμπέρασμα του Κορδάτου ήταν ότι, ενώ η οικονομία του Βυζαντίου δεν εξελίχθηκε ποτέ σε κεφαλαιοκρατική, η φεουδαρχία ολοκληρώθηκε και διέκοψε την οικονομική ανάπτυξη με αποτέλεσμα την παρακμή και τον τελικό αφανισμό. Ο Κορδάτος εστίασε μόνο σε συγκεκριμένους τομείς του Βυζαντίου.
Ο δεύτερος Έλληνας μαρξιστής ιστορικός που καταπιάστηκε με το Βυζάντιο ήταν ο Νίκος Σβορώνος. Ο Σβορώνος προσπάθησε να μελετήσει το Βυζάντιο από την οπτική των επαρχιών του, εν αντιθέσει με τον εδραιωμένο Κωνσταντινουπολιτικό-κεντρισμό της εποχής του. Θεώρησε ότι το Βυζάντιο παρέμεινε προ-φεουδαρχικό έως το τέλος του. Κατ’ αυτόν, ήταν ακριβώς αυτός ο λόγος που δεν ενθαρρύνθηκαν οι επενδύσεις και το Βυζάντιο οδηγήθηκε σε οικονομικό μαρασμό και εντέλει στη πτώση του. Ο Νίκος Σβορώνος μας άφησε πολλά στοιχεία και υποθέσεις ως βάση για περεταίρω μελέτη.
Ο Τηλέμαχος Λουγγής προσφέρει μια τρίτη μαρξιστική ματιά. Αποδέχεται την ύπαρξη της φεουδαρχίας, διακρίνοντας όμως κάποιες βυζαντινές ιδιοτροπίες και ιδιομορφίες. Για τον Λουγγή, τη δουλοκτητική πρωτοβυζαντινή περίοδος (330 - 610 μ.Χ.) ακολούθησε ένα προ-φεουδαρχικό στάδιο όπου κυριάρχησε η ελεύθερη εργασία (μεσοβυζαντινή περίοδος, 610 -1204 μ.Χ.), για να καταλήξει σε μια ατελώς φεουδαρχική κατάσταση κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο (1204 - 1453 μ.Χ.).
Ο Λουγγής, στο ανά χείρας βιβλίο, περιγράφει την παρακμή των πόλεων της πρωτοβυζαντινής περιόδου, καθώς η κοινωνία μετατρεπόταν σε αγροτική με ελάχιστα μεγάλα κέντρα-πόλεις ( π.χ. Κωνσταντινούπολη, Αντιόχεια, Θεσσαλονίκη). Η πρωτοβυζαντινή περίοδος τελειώνει με την επικράτηση των εικονομαχικών, θεματικών και ταγματικών στρατευμάτων («εθνικού» στρατού ελεύθερων γεωργών) του Κωνσταντίνου Έ του Κοπρώνυμου, επί του μοναχικού κλήρου που αποτελούσε το καταφύγιο της πρωτοβυζαντινής, συγκλητικής αριστοκρατίας. Φυσικά, ούτε η συγκλητική, ούτε η κληρική αριστοκρατία δεν εξαφανίστηκαν. Ωστόσο, περιορίστηκαν.
Η επόμενη περίοδο ξεκινά με την συναίνεση και σύμπραξη των ανώτερων στρατιωτικών με τον κλήρο και την υποβάθμιση του αυτοκρατορικού συγκεντρωτικού θεσμού, παρά τις όποιες αντιδράσεις μερίδας των στρατιωτικών (κυρίως μεσαίων και χαμηλόβαθμων/ελεύθερων αγροτών). Παραταύτα, η διαφορά με τη δυτικοευρωπαϊκή μεσαιωνική φεουδαρχία ήταν ότι η βυζαντινή αριστοκρατία, λόγω του ανταγωνισμού της με τη Μακεδονική δυναστεία αναγκάστηκε να στραφεί προς μια συγκεντρωτικής μορφής ισχύ, η οποία, κατά τον Λουγγή, δεν οδήγησε σε ένα ολοκληρωμένο φεουδαρχικό σύστημα και κατά συνέπεια σε μια διάδοχη κατάσταση καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Σε κάθε περίπτωση, ο έντονος και συνεχής ανταγωνισμός και οι συγκρούσεις (κατά μέτωπο ή συνωμοτικές) διαφορετικών φραξιών, οικογενειών, τοπικισμών και κοινωνικών ομάδων (και ο κλήρος αποτελεί διακριτή κοινωνική ομάδα για τον Λουγγή) - το πολύπλοκο σύμπλεγμα που αποτελούσε τη βυζαντινή πραγματικότητα - απέβη θετικά για ολόκληρη τη βυζαντινή κοινωνία της περιόδου. Για τον καθηγητή, τα όποια φιλολαϊκά μέτρα, για να προστατευθούν οι ελεύθεροι μικροκτηματίες ήταν μέρος του αγώνα της κεντρικής εξουσίας ώστε να περιοριστεί η ενδυνάμωση των περιφερειακών φεουδαρχών.
Κατά τη μεσοβυζαντινή περίοδο, υπήρξε άνθιση των επαρχιακών πόλεων, οι οποίες αποτέλεσαν τα φεουδαρχικά κέντρα των ισχυρών γαιοκτημόνων - στρατιωτικών (φεουδάρχες) που ζούσαν σε αυτές (Φωκάδες, Σκληροί, Δούκες, Βρυέννιοι). Η σταδιακή φεουδαρχοποίηση και αριστοκρατικοποίηση της βυζαντινής κοινωνίας είχε ως αποτέλεσμα να χαθεί η κάθετη κινητικότητα που επέτρεπε σε ανθρώπους χαμηλών στρωμάτων να ανελιχθούν κοινωνικά. Τελικά υπερίσχυσε η οικογενειοκρατία και ο λαός έχασε σταδιακά την αφοσίωση του στη βασιλεία των Ρωμαίων (έκφραση της οποίας ήταν η Βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη), βλέποντας τους κατά τόπου φεουδάρχες του ως φυσικούς ηγέτες.
Για τον καθηγητή Λουγγή, η πολιτική ερμηνεία των βυζαντινών θεολογικών ερίδων ήταν άλλη μια έκφραση της διαρκούς σύγκρουσης μεταξύ της κεντρικής εξουσίας (Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως) με τις περιφερειακές δυνάμεις (Πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας). Έτσι, ναι μεν η Μακεδονική δυναστεία (867-1025) πέτυχε να συγκεντρώσει την εξουσία στα χέρια της, ωστόσο ο ανταγωνιστής αυτού του κεντρικού συγκεντρωτισμού - η νέα τάξη των φεουδαρχών γαιοκτημόνων των ισχυρών επαρχιακών πόλεων - πέτυχε την κατάληψη της εξουσίας με τη δυναστεία των Κομνηνών (1081, Αλέξιος Κομνηνός). Παράλληλα εμφανίστηκε και η αριστοκρατία των γραφειοκρατών.
Το μείγμα των κεντρομόλων και φυγόκεντρων δυνάμεων της βυζαντινής ιστορίας είναι ένα συναρπαστικό ταξίδι που αξίζει να μελετάται από όσες περισσότερες πλευρές γίνεται. Φυσικά, η κριτική στη μαρξιστική προσέγγιση του Βυζαντίου (όπως και σε κάθε άλλη προσέγγιση) είναι ότι αποτελεί μια περίπου μονοδιάστατη και κάποιες φορές αναχρονιστική θέαση, η οποία αφήνει έξω από το κάδρο σημαντικές εξισώσεις της βυζαντινής εμπειρίας. Και όντως, μια από αυτές, η ιδεολογία του Ορθόδοξου Χριστιανισμού δεν μπορεί να λείπει από το παζλ, αφού πρόκειται για μια κοσμοθεώρηση (ιδεολογία) της προκαπιταλιστικής εποχής, η οποία όπου εδραιώθηκε - στην Ανατολική Ευρώπη - συνέβαλε στην καθυστερημένη ανάπτυξη και ωρίμαση της αστικής τάξης. Και όταν και όπου αναπτύχθηκε αστική τάξη, ήταν ανίκανη να προχωρήσει σε κάποια σημαντική αστική επανάσταση όπως στη Δυτική Ευρώπη. Για άλλους καλώς και για άλλους κακώς, η Ορθόδοξη εκκλησία, έστω και μέσα από το πρίσμα της πάλης των τάξεων - αφού εξασφάλισε το αφορολόγητο και το αναπαλλοτρίωτο της περιουσίας της, δεν ενδιαφερόταν για την παραγωγική διαδικασία, αλλά για το διαμοιρασμό των αγαθών ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, όχι μόνο για ιδεολογικούς λόγους πίστης, αλλά και για να δημιουργήσει προσχώματα στην περεταίρω ενδυνάμωση των υπόλοιπων προνομιούχων ομάδων.
Ο αντίλογος στις μαρξιστικές προσεγγίσεις της βυζαντινής οικονομίας είναι ότι βάση των γραπτών που υπάρχουν, το οικογενειακό αγρόκτημα διατηρήθηκε μέχρι το τέλος ως ο κυρίαρχος τρόπος γεωργίας - και όχι κάποια πρωτοφεουδαρχική τάξη - σε όλη την ανατολική ρωμαϊκή ιστορία. Άλλωστε ο πλούτος δεν προερχόταν από την κατοχή γης, αλλά από την κατοχή χρυσού, που ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη με την κεντρική εξουσία μέσω παροχών και τίτλων. Κατά συνέπεια ο όποιος ιδιωτικός πλούτος δεν μπορούσε να επιτρέψει σε κανέναν να αμφισβητήσει ή να αγνοήσει τον αυτοκρατορικό θεσμό, που παρέμενε η «πηγή» του και τον καθιστούσαν «κρατικοδίαιτο». Έτσι, επαναστάσεις, στάσεις και πραξικοπήματα δεν είχαν ως στόχο την ανεξαρτησία ή αυτονόμηση κάποιας περιοχής ή κάποιας τάξης - τοπικής ομάδας ή οικογένειας, αλλά στην κατάληψη της κεντρικής εξουσίας, διατηρώντας τους θεσμούς και το κράτος ίδια. Γι’ αυτό και κάθε κάθε πραξικόπημα, στάση ή επανάσταση είχε ως στόχο την Κωνσταντινούπολη και το Μέγα Παλάτιον.
Επιπλέον, η χορήγηση της πρόνοιας δεν έκανε κάποιον ανεξάρτητο ή ανεξέλεγκτο γαιοκτήμονα. Δεν υπήρχαν αποκλειστικές και ιδιωτικές περιοχές - ανεξάρτητες από τον κεντρικό νόμο - που άνηκαν σε κάποιον με ότι είχαν επάνω, ακίνητο ή ζωντανό. Και εκεί που δίνονταν παροχές, το κράτος μπορούσε να φροντίσει να αλλάξουν χέρια. Όπως φέρεται να δηλώνει σε ένα χρυσόβουλο ο Ανδρονίκος Β΄, κανείς, ούτε καν ένα μοναστήρι, δεν είχε εξασφαλισμένη κατοχή οποιασδήποτε περιουσίας, εκτός και εάν την επικύρωναν βασιλικά διατάγματα. Άρα όσο εύκολα ή δύσκολα μπορούσε κάποιος να αποκτήσει στάτους και δύναμη, τόσο εύκολα ή δύσκολα μπορούσε και να τα χάσει.
Σε κάθε περίπτωση, η μαρξιστική προσέγγιση και ο Τηλέμαχος Λουγγής δίνουν κάποιες πειστικές - αν και σε κάποιες περιπτώσεις, υπεραπλουστευμένες - απαντήσεις γι’ αυτή την περίοδο και σίγουρα συνεισφέρουν στο πολύπλοκο παζλ των σχέσεων κράτους - εκκλησίας - πολιτών, κέντρου - περιφέρειας, και σχέσεων του Βυζαντίου με το εξωτερικό.
ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Το βιβλίο φωτίζει τις ιδιαίτερες πτυχές της βυζαντινής ιστορίας και αναδεικνύει την εξέλιξη που δέχτηκε η βυζαντινή αυτοκρατορία στο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό πεδίο.
Ο συγγραφέας με ερευνητικό εργαλείο τον ιστορικό υλισμό και με διεισδυτική ματιά σ' όλο το φάσμα της εξέλιξης παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων, κατορθώνει ν' αποδώσει ιστορικά την ουσία της μακράς αυτής περιόδου και μάλιστα με θαυμαστά συνοπτικό τρόπο.
Δεν είναι μια τετριμμένη φτωχή «ιστορία αυτοκρατόρων», αλλά μια ολοκληρωμένη μελέτη των κοινωνικών-ταξικών συγκρούσεων που σφράγισαν αυτή την εποχή.
Ο αναγνώστης παρακολουθεί το πώς η εκχριστιανισμένη δουλοκτητική ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία πέρασε βαθμιαία και διαμέσου του colonatus από τη δουλοκτητική κοινωνία (4ος-7ος αι.) στην εποχή της κυριαρχίας της ελεύθερης εργασίας (7ος-9ος αι.). Και πώς από εκεί, προς μια ημιτελή φεουδαρχική παραγωγή και κοινωνία, διατηρώντας όμως τους παροίκους προσδεδεμένους στη γη. Ενώ θα κατανοήσει παράλληλα και τους ανασχετικούς παράγοντες που εμπόδιζαν αυτή την ατελή βυζαντινή φεουδαρχοποίηση να ολοκληρωθεί (μέσα 9ου-13ος αι.) έως το έτος 1204.
Η έκδοση αυτή απευθύνεται στο ευρύ αναγνωστικό κοινό, όσο και στον πιο απαιτητικό ερευνητή-μελετητή της βυζαντινής ιστορίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
ΑΘΗΝΑ 2018
