ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Γνωστός από το «Πόλεμος και Ειρήνη», την «Άννα Καρένινα», τον «θάνατο του Ιβάν Ίλιτς» κ.α., ο Τολστόι πέρασε μια εσωτερική κρίση την δεκαετία του 1870 (ενδεχομένως κάποιο μετατραυματικό σοκ από την εποχή που συμμετείχε στον Πόλεμο της Κριμαίας), η οποία τον ώθησε στο να ψάξει και να ανακαλύψει από την αρχή τον Χριστιανισμό· προφανώς τον Ανατολικό - Ορθόδοξο - Χριστιανισμό και μάλιστα στη ρώσικη εκδοχή του, που σπαρταρά μέχρι τις ημέρες μας να πετάξει από πάνω του τις ελληνοβυζαντινές του ρίζες. Το αποτέλεσμα; Ένας ιδιότυπος Χριστιανισμός ή μια αίρεση· ερωτηματικό. Σίγουρα δημιούργησε ένα ολόκληρο ρεύμα που ονομάστηκε «τολστοΐσμός».
Φανατικός αντικληρικαλιστής, αφορίστηκε το 1901. Δεν έλαβε ποτέ το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, καίτοι προτεινόταν κάθε χρόνο από το 1902 έως το 1906, ενώ η κηδεία του το 1910 υπήρξε η πρώτη πολιτική κηδεία της Ρωσίας. Το έργο του είχε επίδραση σε πολλές κορυφαίες προσωπικότητες του εικοστού αιώνα, όπως οι Μαχάτμα Γκάντι και Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ.
Η πρωτοτυπία του Τολστόι και αυτό γίνεται διακριτό στο συγκεκριμένο βιβλίο, έγκειται στο ότι υπερασπίστηκε την ηθική αποστολή του Χριστιανισμού ταυτόχρονα με τη διατήρηση των αρχών της φύσης, όπως τις ερμήνευε ο ίδιος. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αντί να βλέπει τις ανθρώπινες αδυναμίες γενικά και ουδέτερα, κατήγγειλε καθαρά τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως το κράτος, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και την εκκλησία, τους οποίους κατηγορεί ότι διαστρέβλωσαν το γνήσιο Χριστιανισμό και τον μετέτρεψαν είτε σε παγανισμό, είτε σε αθεΐα. Και όλα αυτά γιατί; Για να συνεχίσουν να διαμοιράζουν μεταξύ τους τους καρπούς της εξουσίας.
Μερικοί θωρούν τον Τολστόι αναρχικό και μάλιστα «πατέρα» του ρεύματος που αποκαλείται «αναρχοχριστιανισμός» - για κάποιους «αναρχοτολστοϊσμός» ή σκέτο «τολστοϊσμός», εισάγοντας μεταφυσικούς προβληματισμούς στον αναρχικό, αντισυστημικό και αντιεξουσιαστικό στοχασμό. Ο ίδιος πότε δεν παραδέχτηκε ότι ήταν κάτι τέτοιο και μάλιστα είχε επικριτική στάση για τους αναρχικούς, αφού είχε συνδέσει το σύνολο του κινήματος με τη χρήση βίας. Για άλλους, φυσικά, δεν θα μπορούσε να είναι αναρχικός, αφού αποδεχόταν την ύπαρξη μιας αρχής που οφείλουν οι άνθρωποι να ακολουθούν, παρότι ο ίδιος την παρουσιάζει ως φυσική κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, είναι σίγουρο ότι επηρεάστηκε από τον Προυντόν, ο οποίος έγραψε το 1861 το «Πόλεμος και Ειρήνη» («La Guerre et la Paix») και όπως λέγεται, ενέπνευσε τον Τολστόι.
Ο Τολστόι στα γραπτά του δεν καταφεύγει στον μυστικισμό - δεν πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή· δεν θεωρεί τον Ιησούς ως Υιός Του Θεού. Ωστόσο είναι αυτή η ορθολογιστική προσέγγιση του η οποία, μετά την απόρριψη των μυστηρίων, των τελετουργιών και των παραδόσεων, καταλήγει αμφίσημη, όταν υπαινίσσεται μεταφυσικά ίχνη στον ορισμό τόσο της θρησκείας ως «μια συγκεκριμένη σχέση του ανθρώπου με το άπειρο σύμπαν» όσο και της ηθικής ως «το σταθερό οδηγό στη ζωή που απορρέει από αυτή τη σχέση».
Ξεπερνώντας τις δικές του αντιφάσεις, ο Τολστόι καταφέρεται εναντίον των αντιφάσεων που έχει η συνύπαρξη εκκλησιαστικού Χριστιανισμού και βίας. Και θεωρεί ότι αυτές τις αντιφάσεις ήρθαν να απορρίψουν οι διάφορες αιρέσεις αλλά και κάποια μη θρησκευτικά σχήματα (χρησιμοποιεί τον όρο «διδασκαλίες»), όπως ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός και ο αναρχισμός. Τα τελευταία μάλιστα τα θεωρεί ως εν μέρει «εκδηλώσεις της χριστιανικής συνείδησης με την αληθινή της σημασία, που αρνείται τη βία.»
Για τον Τολστόι η βία είναι κάτι αδηφάγο που όσο τρέφεται τόσο περισσότερο πεινάει. Με άλλα λόγια η βία δεν δικαιολογεί την αντί-βία για τον Τολστόι, η οποία το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι η συνολική αύξηση διαμέσου της ανακύκλωσης της.
Παρατηρεί ότι ενώ η αγάπη συγκαταλέγεται ως μία από τις αρετές σε όλες τις θρησκείες, μόνο ο Χριστιανισμός την έθεσε ως αδιαπραγμάτευτη βάση του.
Ο Τολστόι φαίνεται να βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κόσμους. Τη λογική και τη δικαιοσύνη που πέρασε στον Χριστιανισμό μέσω της αρχαιοελληνικής παιδείας, για την αναίμακτη επίλυση των (φυσικών;) ανταγωνιστικών σχέσεων και της καθαρής, ανιδιοτελούς και χωρίς αστερίσκους αγάπης που έφερε ο Ιησούς.
Πάλλεται, λοιπόν, και σε αυτό το έργο ο Τολστόι, πολλές φορές χωρίς να το αναγνωρίζει ή αδιαφορώντας. Και μαζί του παλλόμαστε και εμείς λίγο λιγότερο από ενάμιση αιώνα μετά, με κάποιους εξ' ημών να δηλώνουμε «τολστοϊκοί» και κάποιοι «ντοστογιεφσκικοί», αφού, όπως γράφει ο Τζωρτζ Στάινερ στο «Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι» (Εκδόσεις Αντίποδες, 2015), η ουδετερότητα στο δίλημμα Τολστόι ή Ντοστογιέφσκι είναι αδύνατη.
Το «Τι είναι Θρησκεία», εκδόθηκε το 1902, το «Ο Νόμος της Αγάπης και ο Νόμος της Βιας» εκδόθηκε το 1908, ενώ το «Θρησκεία και Ηθική» είχε προηγηθεί από το 1894. Και τα τρία κείμενα περιέχονται στον ανά χείρας τόμο.
ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ:
Τo αίσθημα που έχουμε όταν ανακαλύπτουμε τη χριστιανική αλήθεια μοιάζει με εκείνο του ανθρώπου ο οποίος, ενώ πριν ήταν εγκλωβισμένος σ’ έναν πνιγηρό, σκοτεινό πύργο, ανεβαίνει τώρα στο υψηλότερο επίπεδο των επάλξεων, και από εκεί βλέπει έναν όμορφο κόσμο που δεν έχει ξαναδεί. Η συνείδηση ότι υποτασσόμαστε στον ανθρώπινο νόμο σκλαβώνει, ενώ η συνείδηση ότι υπακούμε στο λόγο του Θεού απελευθερώνει.
Τα τρία κείμενα του Τολστόι που περιέχονται σ’ αυτό τον τόμο αποτελούν το απόσταγμα της ώριμης σκέψης του συγγραφέα. Πραγματεύονται μια εκδοχή της θρησκείας που αναζητά την αγάπη, την προέλευση του ανθρώπου, την πίστη ως μια στάση ζωής πανανθρώπινη, που δεν μονοπωλείται από τους εκάστοτε επίσημους θρησκευτικούς θεσμούς. Επίσης ο Τολστόι προτιμά να εμπιστεύεται το λόγο ως την κατανόηση του νοήματος της ζωής και του τρόπου που το άπειρο του Θεού εισέρχεται στον κόσμο, και όχι την υποταγή σε ευλογοφανή, παρωχημένα τελετουργικά. Γι’ αυτόν, το νόημα της πίστης βρίσκεται στην αλήθεια της αγάπης. Όταν η αγάπη είναι Καθολική, δηλαδή στρέφεται προς τους πάντες, τότε μας επιστρέφεται με γενναιοδωρία – σε αυτή την πίστη οφείλεται η εναντίωσή του στον υλισμό, στάση που τηρεί με συνέπεια ως το τέλος. Ο Γκόρκι είπε το 1910, έτος θανάτου του Τολστόι, ότι «o κόσμος σταμάτησε». Μελετώντας όμως την πεμπτουσία της σκέψης του, στο χέρι μας είναι να τον διαψεύσουμε.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ:
ΑΘΗΝΑ 2003
Μετάφραση:
Ματθαίος Βελούδος
Νίκος Στασινόπουλος
Αναθεώρηση από τη:
Νάνσυ Κουβαράκου