ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ: ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ



ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ: ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ~ Τι εννοούμε, λοιπόν, εμείς οι φίλοι του «Θρύλου», όταν λέμε ότι ο Ολυμπιακός είναι η μεγαλύτερη ομάδα της Ελλάδος; Εάν εννοούμε ότι κερδίζει πάντα και παντού, ξέρουμε όλοι καλά ότι αυτό δεν θα μπορούσε να ισχύει νομοτελειακά. Εάν εννοούμε το γεγονός ότι ο Ολυμπιακός είναι ανάμεσα στους λίγους πολυαθλητικούς οργανισμούς παγκοσμίως που συντηρούν πολλά αθλητικά τμήματα με τα οποία ο «Θρύλος» κάνει διαρκώς πρωταθλητισμό υψηλού επιπέδου και ως εκ τούτου κατέχει συνολικά τους περισσότερους τίτλους, ναι θα έχουμε δίκιο, αν και δεν είναι μόνο αυτό. 

Ο Ολυμπιακός παραμένει ιστορικά και συναισθηματικά «ποδοσφαιρογενής», παρότι εκ του καταστατικού του, ιδρύθηκε ως πολυαθλητικός σύλλογος με έντονο πολιτιστικό και κοινωνικό χαρακτήρα. Και μπορεί το ποδόσφαιρο να είναι το πιο δημοφιλές άθλημα στον κόσμο και να αποτελεί ένα «φαινόμενο», το οποίο έχει αναλυθεί ξανά και ξανά κοινωνιολογικά, ανθρωπολογικά, ψυχολογικά κτλ. όμως για την Ελλάδα ο Ολυμπιακός είναι από μόνος του «φαινόμενο», το οποίο μάλιστα πολλές φορές δεν εξυπηρετεί. ΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ ΛΟΙΠΟΝ;


Όλα ξεκινούν από τη γεωγραφία και το δημογραφικό. Η καλύτερη έκφραση της ιδέας «μια πόλη μια ομάδα» ανήκει μάλλον δικαιωματικά στον Γεώργιο Καλαφάτη, ιδρυτή του ΠΟΑ (Ποδοσφαιρικού Ομίλου Αθηνών) το 1908 και του Πανελλήνιου Ποδοσφαιρικού Ομίλου (ΠΠΟ) το 1910, ο οποίος μετά από διάφορες περιπέτειες, έγινε ο Παναθηναϊκός Αθλητικός Όμιλος (ΠΑΟ) το 1924 και αναγνωρίστηκε επισήμως με αυτό το όνομα γύρω στα 1924-25. Όμως, εν αντιθέσει με την πολυπρόσωπη και «ατελείωτη» Αθήνα, τη μονίμως διεκδικούμενη όμορφη «νύφη του Βορρά» και τη «μικρή στο μάτι…» Νέα Φιλαδέλφεια, το όνομα του Ολυμπιακού έγινε το απόλυτο συνώνυμο με αυτό που λεγόταν κάποτε Νομός Πειραιώς με κέντρο την πόλη του Πειραιά, σχηματίζοντας έναν ευρύ και συμπαγή γεωγραφικό και δημογραφικό πυρήνα. (Για πολλούς λόγους οι άλλες ιστορικές ομάδες της περιοχής δεν απέκτησαν ποτέ το λαϊκό έρεισμα του «Θρύλου»).


Έτσι λοιπόν, ο Ολυμπιακός συνδέθηκε με το μεγαλύτερο λιμάνι και τη θάλασσα και αυτό είναι κοινώς αποδεκτό τόσο από φίλους, ανεξαρτήτως καταγωγής («κάνω μπαμ σαν ναπάλμ εδώ είναι Πειραιάς, πρόσεχε τα λόγια σου όταν μιλάς για μας!») όσο και από αντιπάλους («οι βάρκες κουνιούνται, οι γαύροι* γαμ@@@νται!»). Η ταύτιση του Ολυμπιακού με τη Θάλασσα καθώς και τη ζωή γύρω από αυτήν - σε αντίθεση με την εξίσου σημαντική, αλλά πιο περιορισμένη άλλοτε γεωγραφικά και άλλοτε ιστορικά, ταύτιση των υπόλοιπων αθλητικών σωματείων με συγκεκριμένες πληθυσμιακές ομάδες - έκανε τη δημοφιλία της ομάδας να ξεπεράσει κατά πολύ τα όρια του Πειραιά και να κατακτήσει τις καρδιές των περισσοτέρων Ελλήνων και Ελληνίδων. Και αυτό δεν είναι τυχαίο.


* Το σωστό είναι «γάβρος» και κατά τον Στέφανο Μίλεση προέρχεται από τον Γαβριά, το μικρό ήρωα στους «Άθλιους» του Βίκτωρος Ουγκό. Σε αντίθεση με κάποιους που αποκαλούσαν «χαμίνια» τα ορφανά και τα φτωχά παιδία που κοιμόντουσαν στις ψαροκασέλες του λιμανιού, πολλοί λογοτέχνες τα αποκαλούσαν «γαβριάδες». Με τα χρόνια έγινε παραφθορά σε «γάβρος» και συμπεριέλαβε όλα τα Πειραιωτάκια, εν συνεχεία όλους του Πειραιώτες και εντέλει όλους τους Ολυμπιακούς.

Λόγω έλλειψης ψυγείων, εκείνη την εποχή το ψάρι «γαύρος» έμπαινε σε αλάτι, για να διατηρηθεί και ονομαζόταν «αντζούγια». Κατά συνέπεια η ονομασία δεν προέρχεται από εκεί.



Η σχέση του ελληνισμού με τη θάλασσα δίνει στη συνείδηση των «ολυμπιακών» μια ειδική αίσθηση ταυτότητας και αρχικά το «Ποδηλατοδρόμιο» και στη συνέχεια το «Γ. Καραϊσκάκης» αποτέλεσαν κοινό τόπο για επιχειρηματίες, καραβοκύρηδες, ναυτικούς, βιοτέχνες, εργάτες της Ν/Ζ, του «Ρετσίνα», της ΑΖΕΛ κ.α. αλλά και ντόπιους, Μικρασιάτες πρόσφυγες και εσωτερικούς μετανάστες (π.χ. Μεσσήνιους, Λάκωνες, Αργολιδείς, Κρητικούς, Θράκες, Χιώτες, Υδραίους κ.α.). Και η πρόταση τόσο του ονόματος όσο και του συμβόλου της ομάδας από τον Νότη Καμπέρο, μόνο τυχαία δεν ήταν, συνδέοντας μεταξύ τους την ιστορία ολόκληρου του Αιγαιακού χώρου και τα αρχαιοελληνικά ιδεώδη του Ολυμπισμού με την πραγματικότητα του Πειραιά και του ελληνισμού των αρχών του 20ου αιώνα και όλα αυτά με ολόκληρο τον κόσμο και το Ολυμπιακό Κίνημα (το 1925 η ΔΟΕ αποφασίζει την διεξαγωγή ξεχωριστών Χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων, αρχής γενομένης από τη «Διεθνή Εβδομάδα Χειμερινών Αγώνων» - Semaine des Sports d'Hiver - που είχε γίνει στο Σαμονί το 1924). Η ιδέα του Γιάννη Ανδριανόπουλου, δε, για τα ερυθρόλευκα χρώματα δεν παραπέμπει στη θάλασσα, αλλά σε κάτι παραπάνω, όπως το αίμα των «μεγάλων και καθημερινών» θυσιών, η φλόγα της αυτοδημιουργίας και της κοινωνικής προσφοράς, το άσβεστο πάθος για τη νίκη καθώς και η ευγενής άμιλλα και η αγνότητα.


Και εξηγούνται αυτές οι επιλογές: την περίοδο του Μεσοπολέμου (1918 - 1939) που για την Ελλάδα ξεκινά μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922), ο Πειραιάς - μια πόλη «πρότυπο» παραγωγικότητας, με περήφανους και αξιοπρεπείς παλαιούς και νέους κατοίκους - παρακμάζει απότομα μέσα σε λίγα χρόνια. Έτσι η θέση και η φήμη της πόλης υποβιβάζονται και για τους Πειραιώτες φταίει το κεντρικό πολιτικό σύστημα των Αθηνών. Τότε ξεκινά να μετατρέπεται η περιφρόνηση προς την «υπεροπτική» Αθήνα σε «αιώνια αντιπαλότητα». Ο Ολυμπιακός, λοιπόν, έρχεται με φυσικό τρόπο στις 10 Μαρτίου 1925, να γίνει το ηθικό, το ψυχολογικό και πολλές φορές το οικονομικό, το πολιτιστικό και το κοινωνικό στήριγμα της περιοχής καθώς και το σύμβολο επαναδιεκδίκησης (και κάποιες φορές εκδίκησης) της πληγωμένης τιμής όλων των παλαιών και νέων Πειραιωτών. 


Ενώ, λοιπόν, αυτά που θα έπρεπε να γίνονται από την πολιτεία, καλύπτονται τοπικά από τον Ολυμπιακό, με σωματεία και ιδρύματα (π.χ. ορφανοτροφεία, λογοτεχνικές ομάδες, εργατικές οργανώσεις, φιλανθρωπικοί σύλλογοι κτλ.) να προστρέχουν σε αυτόν για ενίσχυση, ταυτόχρονα ο «Θρύλος» (ένα προσωνύμιο για τα έξι συνεχόμενα πρωταθλήματα που κατέκτησε τη δεκαετία του '50, σπάζοντας το παγκόσμιο ρεκόρ της Γιουβέντους) γίνεται η ισχυρότερη πανελλήνια φωνή κατά του αθηνοκεντρικού και υδροκέφαλου κράτους. Μιλάμε, φυσικά, για έναν ελληνικό χώρο και έναν ολόκληρο λαό, όπου το γεωγραφικό ανάγλυφο και η νοοτροπία έθεσαν τους δικούς τους όρους στη σχέση «συνόλου» και «τοπικού» από την εποχή των πόλεων-κρατών και του κοινοτισμού, ενώ η τοπογραφία είχε πάντα - δικαίως ή αδίκως - κοινωνικές/ταξικές διαστάσεις. 



Ο Ολυμπιακός γεννήθηκε από ανθρώπους αθλητικών σωματείων όπως ο Πειραϊκός Ποδοσφαιρικός Σύνδεσμος (ιδρ. 1894) και η Πειραϊκή Ένωση (ίδρ. 1913) καθώς και από τη συγχώνευση του Αθλητικού και Ποδοσφαιρικού Συλλόγου Πειραιώς (ιδρ. 1923) με τον Όμιλο Φιλάθλων Πειραιώς (ιδρ. 1906), των οποίων την ιστορία κανείς «ολυμπιακός» δεν καπηλεύθηκε και δεν οικειοποιήθηκε ποτέ. Η ίδρυση του, δε, το 1925, οφείλεται σε αυτοδημιούργητους μεσοαστούς και επιχειρηματίες, όπως η οικογένεια των Ανδριανόπουλων αλλά και από άλλες επιφανείς προσωπικότητες, όπως ο Μιχάλης Μανούσκος. Κυρίως όμως τη βάση του αποτελούσαν οι απλοί «μαουνιέρηδες», όπως αποκαλούνταν αρχικά όλοι οι «παρακατιανοί γάβροι», ανεξαρτήτως επαγγελματικής ιδιότητας ή οικονομικής κατάστασης. Παράλληλα, οι πρώτες γενιές παιχτών ήταν οι άνθρωποι που επηρεάστηκαν πιο πολύ από τις κρίσεις: τη Μικρασιατική καταστροφή και τις πολιτικές αναταραχές ακολούθησαν το παγκόσμιο «Μεγάλο Κραχ του 1929» και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, κατά την διάρκεια του οποίου, ενώ η Αθήνα θεωρήθηκε «ανοχύρωτη πόλη», ο Πειραιάς, με το στρατηγικής σημασίας λιμάνι και τα εργοστάσια, βομβαρδίστηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο μέρος της Αττικής. Έτσι τα ένστικτα για «αυτοπροστασία» και «επιβίωση» των κατοίκων της περιοχής, αναπτύχθηκαν ακόμα πιο πολύ. 

Ο Ολυμπιακός, λοιπόν είναι το αποτέλεσμα τη συσπείρωσης ενός χτυπημένου (από κρίσεις κ καταστροφές) ετερόκλιτου (ιδεολογικά, σε καταγωγή, κοινωνικά κτλ.) κόσμου που επιζητούσε να αυτοπροστατευθεί, να επιβιώσει κ να δημιουργήσει. Εξέφρασε, δε, μια από τις πρώτες ισχυρές πανελλήνιες φωνές εναντίον του υδροκέφαλου ελληνικού κράτους.


Dream Love Create Fight Survive Win


Ωστόσο η ψυχολογία των «ολυμπιακών» δεν σταματά να διαμορφώνεται σε εκείνα τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του Ολυμπιακού Συνδέσμου Φιλάθλων Πειραιώς (Ο.Σ.Φ.Π.). Εν αντιθέσει με τις άλλες ομάδες, ο ψυχισμός του Ολυμπιακού συνεχίζει να μπολιάζεται, πέρα από τον αθλητισμό και την πόλη, μέσα από συγκλονιστικές ιστορίες. Κατά συνέπεια, στη συνείδηση του τυπικού, συνειδητού φιλάθλου του Ολυμπιακού δεν υπάρχει μόνο το «τόπι» και «η Σάντος κι ο Πελέ» ούτε ο Πειραιάς ως χώρος. 


Υπάρχει η επιχειρηματικότητα, η δημιουργία, η τέχνη και η διανόηση του Πειραιά. Από την άλλη, υπάρχουν τα ημισκότεινα ρεμπετάδικα και η ξακουστή «Τετράς» του Βαμβακάρη· οι πίκρες και τα όνειρα στις προσφυγικές συνοικίες των Μικρασιατών σε Κοκκινιά, Κερατσίνι, Δραπετσώνα και Ταμπούρια· το λιμάνι, όπου γονείς φίλησαν για τελευταία φορά τα παιδιά τους που έφευγαν για την ξενιτιά. Υπάρχουν οι ναυτικοί και οι ψαράδες που ακόμα τους περιμένουν να «δέσουν»· η ανέχεια των «αμαρτωλών» Βούρλων και της περιθωριακής Τρούμπας. Υπάρχουν τα Κρητικά του Προφήτη Ηλία, τα Μανιάτικα της Αγίας Σοφίας, τα Υδραίικα στο κέντρο και κυριολεκτικά τα αρχαία: Καμίνια,  Άγιος Ιωάννη Ρέντης, Κερατσίνι, Φάληρο και Μοσχάτο. 


Κομμάτι του Ολυμπιακού είναι επίσης ιστορίες, όπως: ο θάνατος του πολίστα και κολυμβητή Ανδρέα Κουραχάνη στο Αλβανικό Μέτωπο· το τέλος του ποδοσφαιριστή και πολίστα Τάκη Κονταράτου - σημαιοφόρου στο αντιτορπιλικό «Βασ. Σοφία», το οποίο βυθίστηκε από τη ναζιστική αεροπορία· η τελευταία επιθυμία του αντιστασιακού και ΕΛΑΣίτη, ποδοσφαιριστή Νίκου Γόδα, ο οποίος το 1948 ζήτησε να σταθεί μπροστά στο απόσπασμα «με την φανέλα του Ολυμπιακού, για την πατρίδα και τα ιδανικά μου»· το χιτσκοκικό μυστήριο γύρω από τον τερματοφύλακα Ντίνο Βέλλα και το θάνατο του στην Κατοχή. Είναι ιστορίες όπως των Ράγγου, Γρηγοράτου, Λ. Ανδριανόπουλου, Αναματερού, του «Μέγα Μουράτη» κ.α. και περιστατικά, όπως αυτό με την αδερφή του Βέλλα, την κολυμβήτρια Ίνες Βέλλα, η οποία φιλοδώρησε με «μπουκέτα» ένα ναύτη που της έκανε προσβλητική χειρονομία στο δρόμο. 



Παρότι, όμως, ο Ολυμπιακός «έγινε ο ΘΡΥΛΟΣ του Ελληνικού Αθλητισμού και μια ταυτότητα υπερηφάνειας για τους ανθρώπους του μόχθου», η ομάδα απέφυγε να ταυτιστεί με οποιοδήποτε κομματικό ή ιδεολογικό κίνημα και έγινε σύμβολο για όλους «τους ΝΙΚΗΤΕΣ της ζωής». Και είναι δικαίως πολυσυζητημένη αυτή η - υπό όρους - «no politica» στάση της ΘΥΡΑΣ 7 από την στιγμή που η ομάδα ταυτίζεται και με την πόλη και το δήμο της. Ωστόσο αυτό που πολλοί δεν ξέρουν είναι ότι δεν πρόκειται για μια εντελώς σύγχρονη αντίληψη. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι στα 1880, σύσσωμος ο Πειραιάς εναντιώθηκε στον επιφανή, τοπικό πολιτευτή, Μουτζόπουλο, όταν αυτός θέλησε να θέσει υποψηφιότητα για βουλευτής Αττικής, δεδομένου ότι οι τότε Πειραιώτες θεωρούσαν την κεντρική πολιτική (του νεότευκτου ελληνικού κράτους) ως «παρασιτική». Και πάλι, μιλάμε για μια Ελλάδα όπου ήταν - δικαίως ή αδίκως - δημοφιλής η αντίληψη ότι «καλαμαράδες» κατέλαβαν την εξουσία μαζί με ξένους, στις πλάτες των αγωνιστών του 1821, οι οποίοι θυσιάστηκαν για την ελευθερία.


Στη ψυχή του Ολυμπιακού, όμως, καταγράφονται οι επιτυχίες κόντρα στην προσπάθεια χειραγώγησης από τη Δικτατορία των Συνταγματαρχών με τη διάλυση της «ομαδάρας του Μπούκοβι», το κύπελλο που κρίθηκε στο… «στρίψιμο της δεκάρας» και που είδαν μόνο δύο άτομα καθώς και τη διακοπή ενός αγώνα για τις απαραίτητες «συστάσεις» στον Σιδέρη να μην παίζει με… πάθος. Γράφονται, λοιπόν, με χρυσά γράμματα τα ονόματα ανθρώπων όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και η αγάπη του για τον Ολυμπιακό, ο Μάνος Χατζιδάκις με «Τα παιδιά του Πειραιά», ο Θεόδωρος Νικολαΐδης με το «Φως» και φυσικά ο Αττίλιο (Βασίλης Δουρίδας) με την τρομπέτα του.



Κατά τη μεταπολίτευση καταγράφεται η διάσωση του «αιώνιου αντιπάλου» από υποβιβασμό με την «υπόθεση των λουλουδιών». Αυτό όμως που θα χαραχτεί για πάντα στη μνήμη είναι η 8η Φεβρουαρίου του 1981 και τα ονόματα των 21 θυμάτων της ΤΡΑΓΩΔΙΑΣ ΤΗΣ ΘΥΡΑΣ 7 (συμπεριλαμβανομένου και του 18χρονού ΑΕΚτζή Γεράσιμου Αμίτση), της μεγαλύτερης τραγωδίας των ελληνικών γηπέδων και μία από τις χειρότερες σε ολόκληρο τον παγκόσμιο αθλητισμό. Από εκεί θα πάρει το όνομα του και ένας από τους δημοφιλέστερους συνδέσμους οργανωμένων φιλάθλων στην Ευρώπη, η ΘΥΡΑ 7, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι του «Θρύλου» και στηρίζει την ομάδα πάντα και παντού. 


Σε αυτό το σημείο θα ήταν καλό να μπουν κάποια πράγματα στη σωστή τους βάση. Καταρχήν όσοι μιλάνε για «άρτον και θεάματα», αδικούν κατάφορα το ρόλο του αθλητισμού σε κρίσιμες στιγμές σε ολόκληρο τον κόσμο, με τις πιο ιστορικές να είναι «ο αγώνας θανάτου» εναντίον των Ναζί στο Κίεβο (1942), η στάση του Μοχάμεντ Άλι ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, η Γερτρούδη Έντερλε που κατέρριψε το ρεκόρ πέντε ανδρών και μαζί πολλά στερεότυπα, κολυμπώντας το στενό της Μάγχης (1926) καθώς και οι «υψωμένες γροθιές» ενάντια στον ρατσισμό από τους Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1968. Στην Ελλάδα, το στάδιο Καραϊσκάκη υπήρξε ένας από τους πρώτους τόπους μαζικής αντίδρασης κατά του δικτάτορα Παπαδόπουλου, κατά τη διάρκεια του τελικού Κυπέλλου Κυπελλούχων μεταξύ Τσέλσι και Ρεάλ Μαδρίτης (1970-71)


Όσον αφορά στο στερεότυπο της σχέσης χούντας και ποδοσφαίρου: χρειαζόταν άραγε η χούντα για να ασχοληθούν οι Έλληνες με το ποδόσφαιρο; Πριν δεν ασχολούνταν; Μετά σταματήσανε; Μήπως οι τηλεοπτικές αναμεταδόσεις αγώνων - που πήραν τα ηνία από τις ραδιοφωνικές - θα γίνοταν ούτως ή άλλως, αργά ή γρήγορα, χάρη στις δυνατότητες που έφερε μια νεοαφιχθείσα τεχνολογία σε συνδυασμό με το κόστος παραγωγής και την τηλεθέαση; Μήπως είναι τελικά, εν μέρει, «μύθος» το ότι η δικτατορία έστρεψε τον κόσμο στο ποδόσφαιρο; Μήπως απλά το χρησιμοποίησε για προβολή και προπαγάνδα; Ας είμαστε ειλικρινείς· ο τρόπος που σαγήνευαν την μπάλα ο Σιδέρης, ο Δομάζος, ο Κούδας, ο Παπαϊωάννου κ.α. δεν ήταν «πολιτική» της χούντας. Ούτε η δημοφιλία της «μπάλας». Ίσως τελικά αυτό που μένει ως συμπέρασμα να είναι η ανοησία κάθε φορά των ανελεύθερων καθεστώτων, τα οποία πιστεύουν ότι μπορούν να πείσουν, να «αποκοιμίσουν» και να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο μέσω του αθλητισμού, όταν η ιστορία έχει αποδείξει ακριβώς το αντίθετο. Και τέλος πάντων ας μην προσβάλλουμε τον κόσμο θεωρώντας τον «πρόβατα».




Έτσι και σήμερα το «NO PYRO NO PARTY», το οποίο χαλάει τα τηλεοπτικά πλάνα, εκτρέπει τον αθλητικό χρόνο αλλά και θέτει σοβαρά ζητήματα ασφάλειας και υγείας, είναι η αμφιλεγόμενη αλλά και κατανοητή - ως ένα σημείο - αντίδραση μια γενιάς νέων ανθρώπων στην τάση που τα βλέπει όλα αποκλειστικά ως «προϊόντα» και τον άνθρωπο μόνο ως «καταναλωτή». Όμως δεν υπάρχει πιο υποκριτικό πράγμα από το να χαρακτηρίζεται η κάθε «ΘΥΡΑ»  ως ο «στρατός του προέδρου» από ανθρώπους που η δουλειά και η ζωή τους σχετίζονται με τη δημοφιλία των προσώπων και των θέσεων τους. Ούτε πείθουν τα περί «διχασμού» απο δημοσιολογούντες που τσακώνονται (πολλές φορές με απρεπείς χαρακτηρισμούς) από το πρωί έως το βράδυ δημοσίως, νίπτοντας μετά «τας χείρας τους» για την πόλωση και την τοξικότητα.


Με κάποιες ελάχιστες εξαιρέσεις, από το 1925, κομμάτι του Ολυμπιακού είναι οι πρόεδροι και οι άνθρωποι που τον στελεχώνουν στα διάφορα τμήματα, οι οποίοι - εν αντιθέσει με άλλες ομάδες - εκτός από σωστοί στη δουλειά τους, είναι και παθιασμένοι με την ομάδα. Παράλληλα, στα λεγόμενα «πέτρινα χρόνια» (1987 - 1996), τα οποία ήταν όντως «πέτρινα» για τα δεδομένα και το μέγεθος του Ολυμπιακού, ολόκληρος ο κόσμος του κράτησε ζωντανή την ομάδα - σε δύο μέτωπα - απέναντι σε «πάμπερς», «ρουμπίνια» αλλά και «κουμπούρια» και επαναλήψεις αγώνων λόγω δακρυγόνων και σβησμένων φώτων. 


Αυτός ο κόσμος γέμιζε τα γήπεδα για μια ομάδα, η οποία «από μέρα σε μέρα διαλύεται» και - ενδεικτικά - τη 10η αγωνιστική της σεζόν 1987-88 βρισκόταν στην προτελευταία θέση, ισοβαθμώντας με τον τελευταίο Διαγόρα Ρόδου. Δεν ξεχνιέται, επίσης, η στήριξη του κόσμου στην ΚΑΕ, όταν όλοι μαζί αποχώρησαν ουσιαστικά από το ελληνικό πρωτάθλημα μπάσκετ, ως αντίδραση στις παλινωδίες και τον ευτελισμό που αντιμετώπιζε, εντός των συνόρων, ο Ολυμπιακός και ολόκληρο το άθλημα για πολλά χρόνια. Έτσι εκφράστηκε ως τραγούδι και σύνθημα η συνείδηση του «ΜΟΝΟΙ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΣΑΣ», απέναντι σε πρόσκαιρες λυκοφιλίες που αποπειράθηκαν κατά καιρούς να «εξαφανίσουν» (όταν απέτυχαν να εξαγοράσουν) ολόκληρο τον οργανισμό του Ολυμπιακού, συνοδευόμενες με «ευχές» όλοι οι «γάβροι» - ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας - «που ζουν να πάνε να τους βρουν» (τους νεκρούς της ΘΥΡΑΣ 7) και την εμφάνιση, μετά το 1996, των ιδρυτών της νέας ομάδας που λέγεται «Αντί-ολυμπιακός» - των «αντικειμενικών με επιλεκτική μνήμη» που θέλουν να «βουλιάξει» ο Θρύλος και ο Πειραιάς, για να «εξυγιανθεί ο αθλητισμός» καίτοι η χώρα είναι μικρή και γνωρίζουμε όλοι μεταξύ μας την πορεία και το ρόλο του καθενός.




«Αν έτι μίαν μάχην Ρωμαίους νικήσωμεν, απολούμεθα παντελώς.» 

(Αν νικήσουμε σε ακόμη μια μάχη τους Ρωμαίους, χαθήκαμε.) 

~ Πύρρος, 312-272 π.Χ


Με αυτά και άλλα καταλήγουμε στο φαινόμενο που ονομάζεται «ολυμπιακός κόσμος» (συμπεριλαμβανομένων και των περισσότερων προέδρων, διοικήσεων, στελεχών, όλων των τμημάτων και αθλημάτων κτλ.) και κάποιων ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του: να μην εγκαταλείπει ποτέ την ομάδα - σε όλα τα αθλήματα και ειδικά στις δύσκολες στιγμές να συσπειρώνεται («Together We Fight») και να την υποστηρίζει «ΜΕΧΡΙ ΤΕΛΟΥΣ»· να απαιτεί ο «Θρύλος» να παίζει πάντα με ΟΡΜΗ - όπως επιβάλλουν οι κατάβολές του· και τέλος να μην ξεχνά ποτέ ότι «ΘΡΥΛΕ ΘΥΜΙΣΟΥ ΠΡΩΤΑΘΛΗΤΗ ΣΕ ΘΕΛΟΥΝΕ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΣΟΥ». Και η ομάδα μετρά νεκρούς σε αρκετές στροφές της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Εννοείται, φυσικά, πως η ιστορία, η δημιουργία αλλά και η φτώχεια, η ξενιτιά, η προσφυγιά, όπως και ο ηρωισμός και οι αγώνες δεν ανήκουν αποκλειστικά σε κανέναν, ενώ αυτό που χωρίζει ομάδες και φιλάθλους είναι μόνο οι αθλητικοί τίτλοι. Ωστόσο, ο ψυχισμός των «γάβρων» έχει σφυρηλατηθεί όσο καμίας άλλης φίλαθλης συνείδησης, συνδυάζοντας το «φιλαθλητικό», το «οπαδικό», το «τοπικό», το «εθνικό», το «κοσμοπολίτικο» και το «κοινωνικό». 


Με απόλυτο σεβασμό λοιπόν, ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙ είναι ότι ο Ολυμπιακός δεν είναι η μεγαλύτερη ομάδα στην Ελλάδα ΜΟΝΟ επειδή μέχρι σήμερα μετρά τους περισσότερους φιλάθλους και τίτλους. Είναι μια ιστορία - κομμάτι της ιστορίας του τόπου - που λέμε ξανά και ξανά στα μικρά παιδιά για τη νοοτροπία ενός «ΠΥΡΙΝΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΠΟΥ ΔΕ ΛΥΓΑ ΠΟΤΕ».


"Small Chance Of Success? What Are We Waitin' For?" 

~ Lord of the Rings (Gimli), JRR Tolkien

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προφανώς ο αθλητισμός ή η ομάδα δεν είναι το σημαντικότερο πράγμα στη ζωή. Όταν όμως κάποιοι λιποψυχούν στα δευτερευόντως σημασίας, φανταζόμαστε τι θα κάνουν στα πραγματικά σημαντικά.